Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής, Διεθνείς Σχέσεις-Στρατηγικές Σπουδές

Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών

www.ifestos.edu.gr  -- www.ifestosedu.gr  --  info@ifestosedu.gr  -- info@ifestos.edu.gr

 

Περιεχόμενα κλικ προς και από τον τίτλο για μετάβαση

12.7.2010. ΑΔ. Παλληκαρίδη,  Όλη η αλήθεια για τους Τουρκοκυπρίους

28 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2010.  "Η ειρήνη δεν μπορεί να θεμελιωθεί στην αδικία"

13.2.2010. Ομιλία του Προέδρου της ΕΔΕΚ κατά την σύνοδο της Κ.Ε. του κόμματος τον Φεβρουάριο 2010

10.11.2009 Ο μεγαλύτερος επενδυτής στη Ρωσία είναι η Κύπρος

1.9.2009. Κυπριακό και τα αδιέξοδά του

16.8.2009. Πολιτική και βαρβαρότητα

9.8.2009. Συνέντευξη του συγγραφέα και δημοσιογράφου, Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου, στην εφημερίδα «ΑΡΙΣΤΕΡΑ»

3.8.2009. Συνταγή για συγκρούσεις

Μάριου Ευρυβιάδη, Τα 15 Αμαρτωλά Εκατομμύρια 14-04-09 Για μια χούφτα δολάρια ...

(Κ) Β. Κουφουδάκης - Νέο βιβλίο - Κυπριακό - Συνέντευξη

1.2.2009. Λάζαρου Μαύρου ο υπουργός Παιδείας της Κύπρου και ο Ερντογάν

23.1.2009.Δ. Κωνσταντακόπουλος. Κύπριος Γκορμπαζώφ ο Χριστόφιας, σύγκριση ΑΚΕΛ με ΚΚΣΕ

21.1.2009. Ψηφιοποιημένο αρχείο Ιστορικής μνήμης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα

Λουκά Αξελού Πατριωτισμός, Διεθνισμός και Κυπριακό

Του καθηγητή Νεοκλή Σαρρή, Η Αχίλλειος Πτέρνα των Τούρκων στο Κυπριακό

================================================

Νεοκλή Σαρρή, Η Αχίλλειος Πτέρνα των Τούρκων στο Κυπριακό

 

http://infognomonpolitics.blogspot.com/2010/07/blog-post_5255.html

 

Δύο χρόνια μετά την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο, η Άγκυρα πίστευε ότι είχε «λύσει» το κυπριακό πρόβλημα και πως ήταν ζήτημα χρόνου η ελληνική πλευρά να το «χωνέψει». Σειρά είχαν το πλέγμα των υπολοίπων ζητημάτων που θεωρούσαν ότι ήταν σε εκκρεμότητα, δίδοντας άμεση προτεραιότητα στο Αιγαίο, για το οποίο κάτω από το πρόσχημα της χάραξης της υφαλοκρηπίδας του (στο οποίο με τον χρόνο προστέθηκαν και οι θεωρίες των «γκρίζων» ζωνών) υπέβοσκε η ίδια με την Κύπρο στοχοθεσία: μια ιδιότυπη ελληνοτουρκική συγκυριαρχία με βαρύνουσα σ' αυτήν την τουρκική επικυριαρχία επί του συνόλου, κατά τον τύπο «τα δικά μου δικά μου και τα δικά σου δικά μας».

Ουσιαστικά επρόκειτο για έκδηλη αναβίωση της οθωμανικής θέασης των σχέσεων που προκύπτουν από τη δομή εξουσίας του ιστορικού αυτού τύπου, ο οποίος, όπως θα εξηγήσουμε στη συνέχεια, έμεινε όπως φαίνεται αμετάβλητος όχι μόνο σε επίπεδο πολιτικό, αλλά και σε επίπεδο κοινωνικών αναπαραστάσεων των Τούρκων, εθνικών στερεοτύπων και συγκρότησης της βασικής ή θεμελιακής προσωπικότητάς τους, για να χρησιμοποιήσω όρους Κοινωνικής Ψυχολογίας, προκειμένου να με κατανοήσει, πιστεύω, και η κ. Θάλεια Δραγώνα ως ειδική!

Το απογοητευτικό αυτό τοπίο είχε όμως ένα δυο αχίλλειες πτέρνες, τις οποίες μπορούσε να διακρίνει ένα προσεκτικό μάτι και οι οποίες φαίνονταν έμμεσα αλλά σαφώς από τις ίδιες τις ίδιες τις τουρκικές πηγές από τις οποίες προέκυπτε ο όλος σχεδιασμός. Ο Τουράν Γκιουνές ειδικά, πέραν των όσων ανέφερα, μου εξήγησε διά μακρών τους λόγους για τους οποίους η Τουρκία φοβάται και προσπαθεί όπως αποφύγει τη διχοτόμηση στην Κύπρο.


Είχε μάλιστα, με τη θυμοσοφία που τον χαρακτήριζε, σχεδιάσει και τι μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση διαμελισμού της Μεγαλονήσου. Στο τμήμα το οποίο θα περιερχόταν στην Ελλάδα θα ήταν δυνατόν να εγκατασταθούν, για παράδειγμα, βαλλιστικά οπλικά συστήματα τα οποία να απειλούσαν και την κεντρική ακόμη Μικρά Ασία (εάν κανείς μελετήσει το περισπούδαστο σύγγραμμα του σημερινού υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου «Στρατηγική σε Βάθος», θα διαπιστώσει τον φόβο που προκάλεσε στην Άγκυρα η πιθανότητα εγκατάστασης των πυραύλων
S300 στην Κύπρο (ανάλογη ενέργεια προς εκείνη του Μακαρίου που απετράπη το 1964, γεγονός που τον είχε κάνει γνωστό ως «Κάστρο της Μεσογείου»).


Έτσι η Τουρκία, κατά τον Γκιουνές, «στοχεύει στον έλεγχο ολοκλήρου της Κύπρου». Η πρόθεσή της αυτή δεν έχει άμεση σχέση με την ύπαρξη των Τουρκοκυπρίων, αλλά σχετίζεται με τα ευρύτερα συμφέροντά της στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Άλλωστε και ο Νταβούτογλου σήμερα, στο ίδιο σύγγραμμά του, προκλητικά αναφέρει πως «και αν δεν υπήρχαν Τούρκοι στην Κύπρο», η πολιτική της Τουρκίας έναντι αυτής θα ήταν η ίδια, δεδομένου ότι διακυβεύονται (τα ηγεμονικά της) συμφέροντα στην ευρύτερη γεωστρατηγική περιοχή και προς επίρρωση του ισχυρισμού του τονίζει ότι το ίδιο συμβαίνει με τα νησιά του Αιγαίου τα οποία «κατέχει η Ελλάδα», όπως είναι η Δωδεκάνησος, στην οποία, αν και δεν διαβιούν πλέον ενάριθμοι Τούρκοι, η Τουρκία επιδεικνύει (ή πρέπει να επιδείξει) το ανάλογο προς την Κύπρο ενδιαφέρον.

 

Με βάση τα παραπάνω στόχος της Τουρκίας είναι ο έλεγχος της Κυπριακής Δημοκρατίας, δηλαδή η μετατροπή της σε ελεεινό ανδρείκελο της Άγκυρας. Πώς όμως μπορεί λοιπόν να συμβεί αυτό;

Το πλεονέκτημα της διεθνούς προσωπικότητας
Αναμφίβολα η σημερινή κατάσταση στην Κύπρο είναι άμεσο αποτέλεσμα των επονείδιστων συμφωνιών Ζυρίχης - Λονδίνου, όταν η τότε ελληνική ηγεσία υπέκυψε στον εκβιασμό του υποστηριζόμενου από τη Μεγάλη Βρετανία (και τις ΗΠΑ) τουρκικού συνταγματικού σχεδίου. Ωστόσο οι συμφωνίες αυτές έδιναν ένα προτέρημα στην Ελλάδα το οποίο ταυτόχρονα λειτουργούσε ως τροχοπέδη για την Τουρκία.

 

Όπως είχε επισημάνει ο Ισμέτ Ίνονου κατά την αγόρευσή του στη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας, υπό την ιδιότητα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κατά τη συζήτηση επί της κυρώσεως των συμφωνιών της Ζυρίχης, αφού απηύθυνε τα συγχαρητήριά του προς την τότε κυβέρνηση Μεντερές για την αδόκητη διπλωματική της επιτυχία, παρατήρησε ότι τα κέρδη που αποκομίζει απ' αυτές η Τουρκία τα εξανεμίζει η νομική ή διεθνής προσωπικότητα που θα κέκτηται του λοιπού η Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία θα είναι μέλος του ΟΗΕ και άλλων διεθνών Οργανισμών και θα έχει τύχει διεθνούς αναγνώρισης.

 

Συνεπώς στο μέλλον κανείς δεν προδικάζει την πολιτική που θα ακολουθήσει η χώρα αυτή. Προς αποτροπή ακριβώς αυτού του ενδεχομένου, όπως είχε αποκαλύψει λίγους μήνες πριν από την εισβολή, το 1974, ο Νουρεττίν Βεργκίν, πρεσβευτής κατά την εποχή των συνομιλιών Ζυρίχης - Λονδίνου, στις οποίες συμμετείχε, η τουρκική πλευρά είχε επιτύχει τη Συνθήκη Εγγύησης και τη βάσει αυτής αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων.

 

Μάλιστα, κατά τον τούρκο διπλωμάτη, η ελληνική πλευρά τότε το είχε αντιληφθεί, αλλά φαίνεται πως δεν κατόρθωσε να εξαλείψει αυτή την «Κερκόπορτα».

Οι οθωμανικές δομές των συμφωνιών Ζυρίχης - Λονδίνου

Συμπερασματικά από τα λεγόμενα του Γκιουνές προέκυπτε η αναδιοργάνωση επί νέων βάσεων του κράτους στην Κύπρο, στο οποίο η διπεριφειακή (και διζωνική) ομοσπονδιακή βάση (στην αρχή του συνεταιρισμού στη βάση 50% και 50% των δύο μερών) ήταν αναπόφευκτη.

 

Οποιαδήποτε όμως λύση δεν θα προέβλεπε την επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους. Οι Έλληνες θα έπρεπε να το έπαιρναν απόφαση, δηλαδή να το χώνευαν. Το διαζύγιο ήταν οριστικό και αμετάκλητο. Προκειμένου να νοηματοδοτήσει τις τουρκικές προθέσεις θα πρέπει να ανατρέξει στις σχετικές εκφράσεις που χρησιμοποιούνται στα τουρκικά και οι οποίες δηλώνουν τις μορφές συνύπαρξης.

 

Η πρώτη από αυτές είναι το ic - ice (ιτς - ιστέ) που σημαίνει «ο ένας εντός του άλλου», δηλαδή σε κατάσταση ανάμειξης.

 

Ο δεύτερος είναι yan - yana (ο ένας δίπλα στον άλλο), δηλαδή μαζί και χώρια και ο τρίτος το ayrι - ayrι (αϊρί - αϊρί), που σημαίνει απολύτως χωριστά.

Ο όρος που χρησιμοποιούσε ο συνομιλητής μου ήταν ο τελευταίος.

 

Αυτή η τουρκική στοχοθεσία όμως δεν είναι δυνατό να κατανοηθεί δίχως μια επιβεβλημένη εμβάθυνση στον τρόπο διαβίωσης των διαφόρων εθνικοθρησκευτικών κοινοτήτων κατά την οσμανική περίοδο με βάση τη δομή που ανέφερα προηγουμένως. Επί αιώνες οι μη μουσουλμανικές κοινότητες (cemmaatι gayrι muslimin) διαβίωναν στις πόλεις (αλλά και σε χωριά) σε ξεχωριστές συνοικίες (σε κάποιες πόλεις μάλιστα, όπως στο Φανάρι στην Κωνσταντινούπολη, περιβάλλονταν από τείχη των οποίων η πύλη έκλεινε τη νύχτα).

 

Αυτό όσον αφορά τους τόπους διαμονής και κατοικίας (και λέμε διαμονής, γιατί απαγορευόταν η έστω και διαφορετικού θρησκευτικού δόγματος, ομοθρήσκου ή «ομοεθνούς» διαμονή, όπως γραικού καθολικού χριστιανού (φράγκου), (Τηνιακού λόγου χάριν ή Σαντορινιού, σε οικία ορθοδόξου γραικού (Ρωμιού) με κίνδυνο αφορισμού του φιλοξενούντος ή εκμισθωτή).

Η μόνη κοινή για όλες τις κοινότητες περιοχή ήταν η έκταση που περιέκλειε την αγορά (το «παζάρι») και τα κτίρια της διοίκησης. Αυτός είναι ο τρόπος του «μαζί και χώρια» και ανταποκρίνεται σ' έναν κοινωνικό τύπο όπως της οσμανικής κοινωνίας που είναι παραδοσιακός. Με άλλη έκφραση ως παραδοσιακή κοινωνία το μόρφωμα, η γκετοποίηση, όπως θα λέγαμε σήμερα, ήταν λειτουργική, όπως λειτουργικές ήταν και οι εθικοθρησκευτικές (φυλετικές) διακρίσεις (η υποχρέωση των μη μουσουλμάνων να φέρουν ενδύματα από υφάσματα κατώτερης ποιότητας απ' ό,τι οι μουσουλμάνοι ή εν πάση περιπτώσει διαφορετικού χρώματος, όπως και η υποχρέωση να φέρουν αναλόγου προς το θρήσκευμά τους χρώματος υποδήματα). Επίσης και η υποχρέωσή τους να σκύβουν γονυπετείς όταν περνούσε από μπροστά τους μουσουλμάνος (συνήθεια που επέζησε μέχρι πρόσφατα σε χωριά της Μικράς Ασίας από φανατικές μουσουλμάνες που έπρατταν το ίδιο στη θέα ανδρών - σε ένδειξη σεβασμού και υπακοής προς αυτούς).


Ακόμη τα σπίτια των μη μουσουλμάνων δεν μπορούσαν να είναι βαμμένα άσπρα (αλλά να είναι σκούρου χρώματος) και σαφώς χαμηλότερα του ύψους των μη μουσουλμανικών σπιτιών. Όλα αυτά ήταν αποτέλεσμα της αρχής κατά την οποία ο πρώτος τη τάξει των μη μουσουλμάνων ακολουθούσε τον τελευταίο στην τάξη μουσουλμάνο. Αρχή από την οποία προκύπτει και το διπλό κριτήριο το οποίο εφαρμόζουν οι Τούρκοι στις σχέσεις τους με την Ελλάδα (αλλά συνήθως και με τους Έλληνες σε μακροχρόνια διαβίωση μ' αυτούς).

 

Το διπλό αυτό κριτήριο είναι ακριβώς εκδηλωτικό της δομής εξουσίας η οποία διέπει τις σχέσεις της Τουρκίας με βάση την κάθετη αντίληψη των σχέσεών της με τρίτους τους οποίους θεωρούν ως υποκείμενους, ως ασθενέστερους, στη δική της εξουσία. Σχετικά κάποτε, σε φιλική συζήτηση με τον συνάδελφο, πολύ γνωστό και καλό καθηγητή Ιστορίας Ζαφέρ Τοπράκ του Πανεπιστημίου του Βοσπόρου (και μαθητή και αυτού του κοινού μας δασκάλου Ταρίκ Ζαφέρ Τούναγια), συμφώνησε στην παρατήρησή μου ότι «δεν γίνεται τίποτε, Ζαφέρ, γιατί οι Τούρκοι αντιλαμβάνονται τις σχέσεις τους με τους άλλους κάθετα, όχι οριζόντια», σηκώθηκε όρθιος και μου είπε «να σε φιλήσω, εσύ ακτινογράφησες την ψυχή των Τούρκων» (sen Turklerin ruhunu rontgen etmissin).


Παρενθετικά θα πρέπει να τονίσουμε ότι τα παραπάνω δεν είναι άσχετα και με την Κύπρο, αλλά και με όλο το πλέγμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

 

Στην Κύπρο, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η γενεσιουργός της Κυπριακής Δημοκρατίας Συνθήκη του Λονδίνου στηρίχτηκε στην οσμανική αρχή των εθνικοθρησκευτικών κοινοτήτων και μάλιστα πολύ χονδροειδώς, γιατί την εξέλαβε με βάση τον διαχωρισμό μουσουλμάνων - μη μουσουλμάνων.

 

Απόδειξη αυτού είναι ότι οι κοινότητες Αρμενίων, Μαρωνιτών και Λατίνων της Μεγαλόνησου υπολογίστηκαν (και υπολογίζονται) στο ποσοστό των Ρωμιών (όπως αποκαλούν τους Ελληνοκυπρίους οι Τούρκοι και η Τουρκία, που σημαίνει ορθόδοξοι χριστιανοί - με αντίστοιχο για την άλλη πλευρά το μουσουλμάνοι και όχι Τούρκοι).

 

Αυτή η παρατήρηση έχει εξαιρετική σημασία, στην περίπτωση της κ. Δραγώνα (και όλου του «σιναφιού της» - η έκφραση δεν είναι καθόλου προσβλητική δεδομένου σημαίνει κατά την οσμανική προέλευσή της «συντεχνία»: sιnιf = επαγγελματική τάξη, ενικός, esnaf πληθ., hirfet το ίδιο και ως συντεχνία, τα «ρουσφέτια» στα ελληνικά).

 

Και έχει σημασία γιατί καταβλήθηκε προσπάθεια σε εμβριθές κείμενο προ ετών αναστηλωθέν από συνάδελφο της κυρίας και ατυχώς και δικό μου στην Πάντειο να καταδειχθεί ότι οι Κυπριοι «έγιναν Έλληνες από το 1912 και εδώ» (όπως και μια άλλη συνάδελφος στο ίδιο πανεπιστήμιο από προχθεσινή της ανακοίνωση σε συνέδριο που οργανώθηκε από το Ιστορικό/Αρχαιολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών εξήγησε πώς οι Ρωμιοί της Μικράς Ασίας έγιναν Έλληνες).

Το τρίτο σχήμα της συμβίωσης και η Κύπρος


Το τρίτο σχήμα της συμβίωσης Ελλήνων και Τούρκων που προβλέπει ανάμεικτους τους πληθυσμούς υπήρξε αποτέλεσμα των εκδυτικιστικών προσπαθειών του οσμανικού κράτους από το 1838, από την αγγλοτουρκική οικονομική συμφωνία, που βεβαιώνονται από δειλά βήματα (όχι τόσο στις διακηρύξεις όσο στην εφαρμογή τους) με τη Διακήρυξη του Τανζιμάτ τον επόμενο χρόνο.

 

Αυτό δεν σημαίνει ότι εξέλιπαν στις πόλεις οι διάφορες συνοικίες (μαχαλάδες), όπως ο ρωμαίικος, ο αρμενομαχαλάς, ο εβραιομαχαλάς, ο φραγκομαχαλάς και οι τουρκομαχαλάδες. Απλούστατα κάμφθηκε το άτεγκτο του κανόνα και ιδιαίτερα οι «ευρωπαΐζοντες» οσμανοί μετοικούσαν σε «ευρωπαϊκές συνοικίες», όπου αρχικά είχαν αναμειχθεί οι μη μουσουλμάνοι με τους Ευρωπαίους (το κυριότερο παράδειγμα είναι το Σταυροδρόμι/Πέραν της Κωνσταντινούπολης, όπου ήταν οι ξένες πρεσβείες και το συνακόλουθο εμπορικό κέντρο).


Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι αυτό το σχήμα, που ανταποκρίνεται στον τύπο της σύγχρονης τεχνοκρατούμενης (και συνακόλουθα ανοιχτής) κοινωνίας, προϋποθέτει την εξ ορισμού πολιτική ισότητα των πολιτών, που γι' αυτόν τον λόγο παύουν να είναι υπήκοοι και με μέρισμα στην ενάσκηση της πολιτικής εξουσίας τουλάχιστον στο μέτρο της οικονομικής τους ισχύος (είτε ως κεφάλαιο, είτε ως εργασία και προπάντων στον πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή τομέα της οικονομίας).

Ένα βασικό μειονέκτημα του οσμανικού συστήματος ήταν ότι ο κοινωνικός του εκσυγχρονισμός (γενόμενος υπό τη μορφή του εκδυτικισμού ή εξευρωπαϊσμού) είχε διαφορετικούς ρυθμούς στις διάφορες εθνικοθρησκευτικές κοινότητες. Και κοινωνικός εκσυγχρονισμός στην προκειμένη περίπτωση σημαίνει αποδοχή πολύ βαθιών τομών στη νοοτροπία, που αρχίζει από την οικονομία και καταλήγει στη διαμόρφωση μιας άγνωστης μέχρι τότε κοινωνικής συνείδησης, εντελώς αντίθετης προς εκείνη που υπαγόρευαν οι οιονεί «φεουδαρχικές» οσμανικές δομές.

 

Πρωτοπόροι υπήρξαν οι Ρωμιοί, οι Αρμένιοι και βέβαια οι Λατίνοι υπήκοοι ενώ οι Εβραίοι καθυστέρησαν, όντας αποκομμένοι από τους υπόλοιπους ομόφυλούς τους στην Ευρώπη, που είχαν κάνει στο μεταξύ άλματα, γι' αυτό και στη συνέχεια θέλησαν να συνεργαστούν με τους Τούρκους που είχαν καθυστερήσει και αυτοί στην ανάπτυξή τους. (Σχετικά εκείνοι που τελευταίοι αποβάλλουν τις σχέσεις που αναφέραμε και εκσυγχρονίζονται με γοργούς ρυθμούς τα τελευταία σαράντα χρόνια, με τη δοθείσα έννοια, είναι οι Κούρδοι.)


Το παραπάνω μειονέκτημα σε σχέση προς την οσμανική δομή και τη συνακόλουθη νοοτροπία εξουσίας που κυριαρχεί στους Τούρκους/μουσουλμάνους κατέληξε έτσι ώστε όχι μόνο να μη δοθεί ποτέ ουσιαστικό πολιτικό μέρισμα στους μη μουσουλμάνους, και ευκαιρίας δοθείσης (1912 - 1922) να εκδιωχθούν παντοιοτρόπως από τη χώρα με παράλληλο σφετερισμό της οικονομίας που ήλεγχαν σε ασύγκριτα μεγαλύτερο βαθμό από την πληθυσμιακή τους αναλογία. Αυτό μεταφράζεται σε γενοκτονία και υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών.

 

 Έτσι πλέον μπορούσε (κατά τις τουρκικές προδιαγραφές) να λειτουργήσει η «ανοικτή κοινωνία» που θα ενσάρκωνε τον περιπόθητο εκσυγχρονισμό. Αντίγραφο αυτής ακριβώς της κοινωνικής διαδικασίας (με την ορθότερη έκφραση «πρόβασης») εξελίχθηκε και τείνει να επισημοποιηθεί με την επί θύραις συμφωνία στην Κύπρο.


Από τα παραπάνω λοιπόν είναι ολοφάνερο ότι η βασική πρόθεση της Τουρκίας για τη Μεγαλόνησο εξαρχής ήταν η διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως νομικού προσώπου, ως διεθνούς προσωπικότητας και η επιβολή όχι μιας διχοτόμησης, αλλά ενός ιδιότυπου «συνομοσπονδιακού» κράτους όπου η μειονότητα του 18%, η οποία με την πάροδο του χρόνου διά των εποίκων ή μετακινουμένων ελευθέρως λόγω Ευρωπαϊκής Ένωσης πληθυσμών από την Τουρκία θα γίνει πλειοψηφία, θα είναι σε θέση να ελέγχει απολύτως όλη την έκταση του κράτους της Κύπρου (σε επίρρωση άλλωστε της παρατήρησης του «πατέρα» της Ζυρίχης Νιχάτ Ερίμ, που έγινε στην έκθεσή του προς την τουρκική κυβέρνηση το 1956 παρακαλώ, ότι «η πλειοψηφία των Ρωμιών στην Κύπρο είναι περιστασιακή και μπορεί σε βάθος χρόνου να ανατραπεί»).


Σκόπιμα αναφέρω «κράτος της Κύπρου» και όχι «Κυπριακή Δημοκρατία». Ακριβώς το Σχέδιο Ανάν προέβλεπε τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την υποκατάστασή της από νέο κράτος που θα πληρούσε τις προδιαγραφές που ήθελε η Τουρκία (και του οποίου ένθερμοι θιασώτες ήταν σχεδόν σύσσωμος ο ελληνικός πολιτικός κόσμος και οι «καθωσπρέπει», δηλαδή όχι οι «φαιδροί» ή «γραφικοί», διαμορφωτές της κοινής γνώμης και «σοβαροί» ακαδημαϊκοί δάσκαλοι, όπως η κ. Θ. Δραγώνα και ο Νίκος Μουζέλης - είναι όντως συγκινητικό, αλλά από τότε φαίνεται χρονολογείται και το αμοιβαίο αίσθημα το οποίο και τους ένωσε αργότερα).

 

Το επάρατο αυτό σχέδιο στην Κύπρο, που έτυχε υποστήριξης από τον εσμό των χρηματοδοτούμενων, όπως αποκαλύφθηκε στη συνέχεια, από ξένα κέντρα κεκρακτών ή ελεεινών ψιττακίσκων της δοτής άνωθεν προς αυτούς εντολής. Αλλά κατά τα φαινόμενα και το κυοφορούμενο από τις συνεχιζόμενες επί του Κυπριακού διαπραγματεύσεις της Τουρκίας (που χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο του Ταλάτ) με τον Πρόεδρο Χριστόφια κατατείνει και αυτό ωσαύτως στη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ήλθε φαίνεται ο χρόνος για να «χωνέψουν» (κατά την έκφραση του Γκιουνές το 1976) οι Έλληνες σε Ελλάδα και Κύπρο τα τετελεσμένα του 1974. Κοντός ψαλμός αλληλούια!
Ο καθηγητής Νεοκλής Σαρρής είναι πρόεδρος της ΕΔΗΚ


Read more: http://infognomonpolitics.blogspot.com/2010/07/blog-post_5255.html#ixzz0vR36Gz7C

----------------------------------------------------------------------------

 

12.7.2010. ΑΔ. Παλληκαρίδη,  Όλη η αλήθεια για τους Τουρκοκυπρίους

 

Του Άδωνη Παλληκαρίδη
Όταν ο Λαλά Μουσταφά εισέβαλε το καλοκαίρι του 1570 από την ακτή της Λάρνακας επικεφαλής του οθωμανικού στόλου με 180 χιλιάδες ασκέρι, δεν είχε Τούρκους να τον υποδεκτούν στην προκυμαία.

Αποβιβάστηκε, προχωρούσε και έσφαζε όποιον δεν έπεφτε γονυπετής για να τον προσκυνήσει. Πέρασε εύκολα στα περίχωρα της Λευκωσίας και στρατοπέδευσε στη Νήσου και στη γύρω περιοχή, για να οργανώσει την τελική του επίθεση.

Οι Ενετοί, που βασίλευαν τότε σε όλη την Κύπρο, περίμεναν την εισβολή και ήταν ο χειρότερός τους εφιάλτης. Χάλασαν εκκλησίες, παλιά κτίσματα και παραπήγματα και με ταχύτατους ρυθμούς μέσα σε μια τριετία έκτισαν τα τείχη της Λευκωσίας. Όσα πρόλαβαν να κτίσουν, δηλαδή, γιατί μόνο το πρώτο διάζωμα ολοκλήρωσαν όταν τους βρήκε η επίθεση των οθωμανών. Περιμάζεψαν την πόλη, για να μπορεί να αποκρούσει επίθεση, και σχεδίαζαν ν' ανεγείρουν ακόμη ένα δεύτερο διάζωμα τειχών, αλλά δεν πρόλαβαν. Το οχυρωματικό έργο το σχεδίασε ο Πάολο Σαρβοράνο, ο αρχισχεδιαστής των οχυρωματικών των Ενετών στις διάφορες μεσογειακές κτήσεις τους. Ήταν ο ίδιος άνθρωπος που σχεδίασε και τα οχυρωματικά του Ηρακλείου Κρήτης και αλλού.

Εκτροπή του Πεδιαίου και υδάτινη τάφρος
Στο σχεδιασμό οι Ενετοί πραγματοποίησαν εκτροπή της κοίτης του Πεδιαίου και επιχείρησαν, αν ήταν δυνατό, να γεμίσουν την τάφρο με νερό. Ήθελαν να γίνει ακόμη πιο δύσκολο το εγχείρημα των επίδοξων πορθητών της πόλης. Δεν πρόλαβαν να κάνουν πολλά πράγματα: το οθωμανικό λεφούσι διψούσε για νέες κτήσεις και αίμα.

Ο αγώνας ήταν ανελέητος.Τα αλλεπάλληλα γιουρούσια των φανατικών του Ισλάμ ανακόπτονταν από τα ενετικά κανόνια και οι υπερασπιστές άλλαζαν βάρδιες για έναν και πλέον μήνα στους προμαχώνες. Στην τάφρο του Μπαϊρακτάρη, όπου και το σχετικό τέμενος σήμερα, έσπασε η γραμμή. Ο σημαιοφόρος κατάφερε και ανέβηκε τα τείχη, καρφώνοντας το μπαϊράκι. Το είδαν αυτό τα λεφούσια της Ανατολίας και όρμηξαν πατώντας μέσα στην πόλη και στα μετόπισθεν των ηρωικών Ενετών μαχητών. Ο Μπαϊρακτάρης σκοτώθηκε επιτόπου, αλλά η ζημιά έγινε. Οι οθωμανοί, που διψούσαν για αίμα, βιασμούς και κλοπές, μπήκαν στη Λευκωσία. Το μπαρούτι είχε τελειώσει στους ηρωικούς μαχητές και το τέλος είχε φτάσει για όλες τις αριστοκρατικές, και όχι μόνο, οικογένειες της πόλης. Τα οθωμανικά σπαθιά δούλευαν ακατάπαυστα. Έφιπποι και πεζοί αλαλάζοντες εισβολείς αποκεφάλιζαν όποιον συναντούσαν.

Περιγραφή Άγγλου περιηγητή
Είναι χαρακτηριστική περιγραφή Άγγλου περιηγητή της εποχής, που είχε εγκλωβιστεί στην πόλη και επιβίωσε της σφαγής... Έτρεχε η δόγια μαζί με την κυρία της στο δρόμο για να κρυφτεί, όταν ένα τουρκικό χαντζάρι έκοψε τον άνεμο και το κεφάλι της κυράς της, που στριφογύρισε σαν μπάλα στον αέρα. Η δόγια σταμάτησε, άνοιξε την ποδιά της, το πήρε και έτρεχε μαζί με το κομμένο κεφάλι της κυράς της για να κρυφτεί. Δεν πρόλαβε να κάνει πολλά βήματα, όταν και την ίδια καρατόμησε η οθωμανική οργή. Ούτε δόγιες, δούλες, ούτε αρχόντισσες, ούτε νέους, γέρους ή μικρά παιδιά ενετικής καταγωγής λυπήθηκαν οι εισβολείς. Η διαταγή ήταν «σκοτώστε τους όλους».

Μαζί τους εκτελέστηκε και τοπικός πληθυσμός, Έλληνες της Κύπρου, που ήταν στην υπηρεσία των αρχόντων τους. Ο περισσότερος ελληνικός πληθυσμός διεσώθη, μαζί και κάποιοι Ενετοί που έφυγαν στα υψώματα και στην κεντρική Κύπρο. Οι δρόμοι της πόλης, επιμένουν οι ξένες πηγές, βάφτηκαν κόκκινοι από το αίμα που έτρεξε. Σε αναλογία πληθυσμού, η σφαγή χαρακτηρίζεται μεγαλύτερη από εκείνην της άλωσης της Πόλης (Κωνσταντινούπολης).

Πολύ χειρότερα ακολούθησαν στην Αμμόχωστο, με την εκτέλεση του Μαρκαντώνιου Βραγαδίνου και όλης της ενετικής αριστοκρατίας, παρά τη συμφωνία που έγινε να παραδώσουν την πόλη και να φύγουν μαζί με τις γαλέρες τους.


Πώς προήλθαν οι Τουρκοκύπριοι

Η οθωμανοί κυρίευσαν την Κύπρο το 1571 και είναι φανερόν ότι δεν υπήρχε τότε τουρκικό στοιχείο στο νησί.Μετά την κυριαρχία τους και την εξόντωση των Ενετών, χώρισαν την επικράτεια σε πασαλίκια κι άφησαν μικρές ολιγάριθμες φρουρές για να τα επιτηρούν. Ο στόλος, μαζί με τον κύριο όγκο του ασκεριού (στρατού), απέπλευσε για αλλού. Το ερώτημα που πλανιέται είναι πού βρέθηκαν σήμερα τόσοι Τουρκοκύπριοι, πώς προέκυψαν και αποτελούν σήμερα μέρος του προβλήματος της Κύπρου.

Για την παρουσία τους υπάρχουν πολλές θεωρίες και ερμηνείες, από διάσπαρτες ιστορικές πηγές.
Επρόκειτο για άτομα που αλλαξοπίστησαν από την ελληνική και μαρωνιτική κοινότητα της Κύπρου, για να γλιτώσουν τις επαχθείς φορολογίες και για να έχουν τα οφέλη της άρχουσας τάξης. Τα άτομα αυτά προσαρμόζονταν ανάλογα με τις πολιτικές εποχές και τους καιρούς.

Ο Παναγιώτης Χατζηδημητρίου γράφει ότι σημαντικό ποσοστό των λεγόμενων λινοβάμβακων αποτελεί σήμερα μεγάλο μέρος της τουρκοκυπριακής κοινότητας.Όπως εξηγεί, οι Κύπριοι αυτοί έχουν τις ίδιες καταβολές μαζί με τους Ελληνοκυπρίους.Επισημαίνει ότι απόδειξη τούτου είναι τα πολλά τουρκοκυπρικά χωριά με ονόματα αγίων.

Ο Φαίδωνας Θ. Παπαδόπουλος, Δρ Θεολογίας - θρησκειολόγος, αναλύει το θέμα των λινοβάμβακων - κρυπτοχριστιανών της Κύπρου, οι οποίοι, λόγω των αβάστακτων φορολογιών και άλλων πιέσεων επί οθωμανικής κατοχής, δήλωναν μουσουλμάνοι. Ωστόσο, όταν η Κύπρος πέρασε στην αγγλική αποικιοκρατία, ένα μεγάλο ποσοστό των λινοβάμβακων επανεντασσόταν ομαδικά στη χριστιανική ορθόδοξη κοινότητα της Κύπρου. Η πολιτική των βρετανικών αποικιοκρατικών Αρχών, η διαμάχη στους κόλπους της Εκκλησίας της Κύπρου για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο και άλλοι παράγοντες, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διακοπή της επανένταξης των λινοβάμβακων στη χριστιανική κοινότητα.


Κοινές ρίζες

Οι συνθήκες επί Αγγλοκρατίας δεν επέτρεψαν να επανέλθουν στη χριστιανική κοινότητα όλοι οι κρυπτοχριστιανοί, γνωστοί ως λινοβάμβακοι.
Σε δύο βιβλία του Δρα Θεολογίας - θρησκειολόγου Φαίδωνα Παπαδόπουλου παρουσιάζεται τεκμηριωμένα η σύνθεση του κυπριακού πληθυσμού.
Οι λινοβάμβακοι μαζικά, με τον έλεγχο της Κύπρου από την Αγγλία, επέστρεφαν στη χριστιανική κοινότητα.Σε κάποιες κοινότητες, στην απογραφή, οι κάτοικοι παρουσιάζονται ως μουσουλμάνοι και στην επόμενη απογραφή ως χριστιανοί.Χιλιάδες κάτοικοι της Κύπρου δήλωναν μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα και ως μητρική γλώσσα την ελληνική.

Υπάρχουν παραδείγματα κοινοτήτων, όπου μαζικά οι κάτοικοι επέστρεψαν στο Χριστιανισμό. Τέτοια χωριά, σύμφωνα με το Δρα Φαίδωνα Παπαδόπουλο και τη μελέτη του, συναντιούνται κατά κύριο λόγο στην επαρχία Λεμεσού, όπως τα χωριά Ακρούντα, Άγιος Τύχωνας, Μαθηκολώνη, Μοναγρούλι, Παλώδια, Φασούλα, Φοινικάρια, Πύργος, Πάνω Κυβίδες και Λιμνίτης. Στην επαρχία Λευκωσίας αναφέρονται τα χωριά Βαρίσια, Λυθροδόντας και Ευρύχου. Στην επαρχία Λάρνακας τα χωριά Λιβάδια και Χοιροκοιτία. Στην επαρχία Πάφου τα χωριά Μαμώνια και Κρήτου - Μαρόττου και στην επαρχία Αμμοχώστου το χωριό Λιοπέτρι. Καταγράφονται επίσης μεγάλα ποσοστά πληθυσμού που εντάσσονται στη χριστιανική πίστη από πολλές άλλες κοινότητες.

Οι λινοβάμβακοι
Η ονομασία λινοβάμβακος , σύμφωνα με τον κ. Παπαδόπουλο, προέρχεται από το ρούχο με δύο όψεις, τη βαμβακερή και τη λινή. Η βαμβακερή εξωτερική πλευρά καταδεικνύει τη φαινομενική πλευρά των κρυπτοχριστιανών και η εσωτερική πλευρά την κρυφή θρησκευτική ταυτότητα.

Ο κ. Παπαδόπουλος έχει εκδώσει και δύο βιβλία που αναφέρονται στους λινοβάμβακους της Κύπρου, στα οποία παρουσιάζονται πολύ σημαντικά ντοκουμέντα. Πρόκειται για τα βιβλία «Τούρκοι, μουσουλμάνοι ή κρυπτοχριστιανοί (λινοβάμβακοι); Γνωριμία με το σύνοικο στοιχείο», «Η εδαφική και πληθυσμιακή πτυχή του κυπριακού προβλήματος, Χάρτες και ποσοστά υπό το φως της Ιστορίας».

Στα δύο βιβλία παρουσιάζονται έγγραφα και ντοκουμέντα απογραφής πληθυσμού, όπου ο πληθυσμός σε κάποια χωριά, οι κάτοικοι στην ολότητά τους παρουσιάζονται με θρήσκευμα μουσουλμανικό και στην επόμενη απογραφή με χριστιανικό θρήσκευμα. Δημοσιεύεται επίσης επιστολή κατοίκων των χωριών Αμπέλια και Πύργος στην περιοχή της Τηλλυρίας, ημερομηνίας 6/1/1882, όπου κάτοικοι ζητούν από το Διοικητή Λευκωσίας επί Αγγλοκρατίας, να εγγραφούν στους καταλόγους των χριστιανών.

Ντοκουμέντο
Το φαινόμενο της επιστροφής λινοβάμβακων παρουσιάζεται ιδιαίτερα στην περιοχή της Τηλλυρίας, η οποία κατά κοινή ομολογία χαρακτηρίζετο ως λινοβαμβακική. Αυτούσια η επιστολή των λινοβάμβακων των χωριών Αμπέλια και Πύργος Τηλλυρίας, προς το διοικητή Λευκωσίας, παρατίθεται πιο κάτω:


«Ενδοξότατε Διοικητά της Λευκωσίας κύριε Ίγγλις

Οι ευσεβάστως υποφαινόμενοι λινοβάμβακοι του χωριού Αμπέλια και του Πύργου Τηλλυρίας του διαμερίσματος Λεύκας παρουσιαζόμεθα διά της παρούσης ημών ταπεινής αναφοράς ίνα φέρωμεν εις γνώσιν της Υμ. Ενδοξότητος ότι έως τώρα όντες χριστιανοί ορθώδοξοι εν τω κρυπτώ διά τον φόβον των διοικούντων την Κύπρο Τούρκων, αναγκαζόμεθα εν τω φανερώ να φαινόμεθα μωαμεθανοί. Ήδη δε διατελούντες υπό την ελευθέραν και ανεξίθρησκον κυβέρνησιν της Σεπτής Ανάσσης του Μεγάλου Αγγλικού έθνους ενθαρρυνόμεθα να μην κρύπτωμεν τας θρησκευτικάς πεποιθήσεις ημών και να δηλώνουμε ότι από τούδε θέλουμεν να πρεσβεύουμεν φανερά την Χριστιανικήν Ορθόδοξον θρησκείαν. Ευλπιστούμεν ενδοξότατε ότι η παράκλησίς μας θέλει εισακουσθή παρ’ υμών, και θέλετε διατάξει τα δέοντα, διατελούμεν της υμετέρας ενδοξότητος ταπεινοί δούλοι.

Αμπέλια, τη 6η Ιανουαρίου 1882»
Η διακοπή της επανένταξης

Με βάση τα στοιχεία που παρουσιάζει ο κ. Παπαδόπουλος, το διάστημα 1878-1914 αποτελεί το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έχουν συντελεσθεί οι σχετικές με την κοινότητα των λινοβαμβάκων ζυμώσεις και ιδίως εκείνες οι οποίες παρουσίασαν μαζικό χαρακτήρα. Κατά το διάστημα αυτό κοινότητες, οι οποίες εφέροντο ως μουσουλμανικές, λινοβαμβακικές ή μεικτές, επέστρεψαν οριστικά στο Χριστιανισμό, άλλες παρέμειναν οριστικά στο Ισλάμ. Το φαινόμενο της επιστροφής στη Χριστιανική Κοινότητα πήρε τέτοιες διαστάσεις, σε σημείο ώστε η αναμενόμενη εξέλιξη να ήταν η επανένταξη του συνόλου των λινοβαμβάκων στην ορθόδοξη κοινότητα. Αυτό όμως δεν έχει συμβεί, και σύμφωνα με το Δρα Παπαδόπουλο οι βασικοί λόγοι είναι:

- Η προσπάθεια επιστροφής των λινοβαμβάκων δεν είχε πάντοτε την πρέπουσα στήριξη εκ μέρους των μελών και της ηγεσίας της ορθόδοξης κοινότητας, με αποτέλεσμα να βρει πρόσφορο έδαφος εκ μέρους των μουσουλμάνων προσπάθεια συγκράτησης των εν λόγω στο Μωαμεθανισμό. Όλα αυτά συνέπεσαν και με τις έριδες στην Εκκλησία της Κύπρου όσον αφορούσε τη διαμάχη για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο.

- Η βρετανική διοίκηση, για πολιτικούς λόγους, όχι μόνο δεν ενεθάρρυνε την επάνοδο των λινοβαμβάκων, αλλά τουναντίον έπραξε ό,τι ήτο δυνατόν για να την αποθαρρύνει. Βασικό εμπόδιο ήταν η γραφειοκρατία.

- Σημαντικός αριθμός λινοβαμβάκων, λόγω στράτευσης ή μεικτών γάμων και γενικά λόγω πολυετούς διαβίωσης υπό μουσουλμανικό μανδύα, έκλινε τελικά προς το Ισλάμ.

- Η αβεβαιότητα σχετικά με το πολιτικό μέλλον της Κύπρου και ιδιαίτερα η φημολογία περί επανόδου των οθωμανών, αποτέλεσε ανασχετικό παράγοντα του φαινομένου της ελεύθερης εκδήλωσης του χριστιανικού φρονήματος των λινοβαμβάκων.

Οι αποδείξεις
Δεν είναι η μόνη απόδειξη τα ονόματα Αγίων σε τουρκοκυπριακά χωριά, αλλά και πολλά άλλα στοιχεία, όπως οι πολλές εκκλησίες και ξωκλήσια σε πολλά άλλα τουρκοκυπριακά χωριά. Υπάρχουν ολόκληρες κοινότητες, όπου οι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι δεν γνώριζαν άλλη γλώσσα εκτός από την ελληνική. Για παράδειγμα, στην κοινότητα Λουρουτζίνας, στην επαρχία Λευκωσίας, μέχρι το 1930 οι μαθητές του υποτιθέμενου μουσουλμανικού σχολείου, όπως και οι γονείς τους, μιλούσαν ελληνικά και σε περίπτωση δυσκολιών τους ή τραυματισμού τους επικαλούντο την Παναγία. Αποκλειστικά την ελληνική γλώσσα μιλούσαν και στο τουρκοκυπριακό χωριό Γαληνόπορνη στην Καρπασία. Και σήμερα ακόμη υπάρχουν ηλικιωμένοι Τουρκοκύπριοι που η μοναδική γλώσσα που γνωρίζουν είναι τα Ελληνικά. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι σε απογραφή που έγινε, μερικές χιλιάδες κατοίκων δήλωναν στο θρήσκευμα μωαμεθανοί και ως μητρική γλώσσα την ελληνική.

Επί Αγγλοκρατίας η Εκκλησία είχε βοηθήσει σε αρκετές περιπτώσεις κοινότητες και άτομα λινοβαμβάκων, για να επανέλθουν στη χριστιανική κοινότητα. Στα πλαίσια αυτά υπήρξε βοήθεια για ανέγερση εκκλησιών και σχολείων. Ωστόσο, η προσπάθεια αυτή φαίνεται να μην ήταν καθολική και χωρίς συνέχεια, λόγω, όπως προαναφέραμε, και της κρίσης στους κόλπους της Εκκλησίας.


Η δράση του Εβκάφ

Σημαντική δράση με στόχο τη συγκράτηση των λινοβαμβάκων στον μουσουλμανικό χώρο, στον οποίο ανήκαν θεωρητικά, είχαν αναπτύξει θρησκευτικές και άλλες προσωπικότητες της ισλαμικής κοινότητας. Με πρωτοβουλία του Εβκάφ και τη συνδρομή εύπορων μουσουλμάνων, κτίστηκαν τεμένη και ιδρύθηκαν σχολεία σε χωριά της Τηλλυρίας.

Ο Δρ Φαίδωνας Παπαδόπουλος υποστηρίζει ότι ελάχιστοι Τουρκοκύπριοι έχουν τις ρίζες τους από τη γεωγραφική περιοχή της Τουρκίας.

Συμπλήρωσε ότι οι μουσουλμάνοι που ήλθαν στην Κύπρο επί οθωμανικής κατοχής προέρχονταν από διάφορες αραβικές χώρες, όπως για παράδειγμα τη Συρία. Ωστόσο, τους επιβλήθηκε τουρκική ταυτότητα με την πάροδο του χρόνου. Βασικός πυρήνας των Τουρκοκυπρίων, όπως υποστηρίζεται, ήταν κρυπτοχριστιανοί - λινοβάμβακοι. Δύσκολο είναι να πεις και τους Τουρκοκυπρίους, μουσουλμάνους της Κύπρου, αφού οι περισσότεροι ως γνωστόν δεν θρησκεύουν και δεν διατηρούν ισλαμικό θρησκευτικό συναίσθημα. Απεναντίας, αρκετοί Τουρκοκύπριοι διατηρούν χριστιανικό θρησκευτικό συναίσθημα.

Χωριά Αγίων και Τουρκοκυπρίων

Σύμφωνα με τα στοιχεία των πινάκων απογραφής πληθυσμού του 1960, κατά το έτος αυτό υπήρχαν στην Κύπρο 634 οικισμοί (χωριά), από τους οποίους οι 117 ήταν αμιγώς μουσουλμανικοί (τουρκοκυπριακοί). Αυτό, βέβαια, όπως τονίζει ο κ. Φαίδωνας Παπαδόπουλος, δεν σημαίνει ότι οι συγκεκριμένες κοινότητες ήταν ανέκαθεν μουσουλμανικές. Απεναντίας, υπάρχουν επαρκείς ιστορικές μαρτυρίες, επί τη βάσει των οποίων καταδεικνύεται το χριστιανικό παρελθόν της συντριπτικής πλειοψηφίας τους.

Χαρακτηριστικό είναι και τα αμιγή τουρκοκυπριακά χωριά με ονόματα αγίων. Στην επαρχία Λευκωσίας τα χωριά Άγιος Επιφάνιος Σολέας, Άγιος Θεόδωρος Τηλλυρίας, Άγιος Ιωάννης Σελέμανι, στην επαρχία Λεμεσού Άγιος Θωμάς, στην επαρχία Αμμοχώστου Άγιος Ανδρόνικος (Τοπσού Κιογιού), Άγιος Ευστάθιος, Άγιος Ιάκωβος, Άγιος Συμεών, Άγιος Χαρίτων, στην επαρχία Πάφου Άγιος Γεώργιος, Άγιος Ιωάννης. Ονόματα Αγίων φέρουν και μεικτά χωριά όπως τα χωριά Αγία Μαρίνα Σκυλλούρας, Άγιος Γεώργιος Λεύκας, Άγιος Σωζόμενος στην επαρχία Λευκωσίας, Άγιος Ανδρόνικος (Καρπασίας), Αγία Άννα, Άγιος Θεόδωρος στην επαρχία Λάρνακας, Αγία Βαρβάρα, Άγιος Ισίδωρος, Άγιος Νικόλαος στη επαρχία Πάφου, Αγία Ειρήνη, Άγιος Επίκτητος στην επαρχία Κερύνειας.

Ο Τ/κύπριος -για χρόνια- ηγέτης Ραούφ Ντενκτάς κατάγεται από χωριό που φέρει το όνομα Αγίου. Πρόκειται για τον Άγιο Επιφάνιο Σολέας, όπου σε αρχική καταγραφή πληθυσμού η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων παρουσιάζονται ως χριστιανοί. Σε επόμενη απογραφή όλοι οι κάτοικοι είναι δηλωμένοι οθωμανοί.

ΣΗΜΕΡΙΝΗ
 

Print this post

 



Read more: http://infognomonpolitics.blogspot.com/2010/07/blog-post_29.html#ixzz0tXUjZIEY
 

 

-----------------------------------

28 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2010.  "Η ειρήνη δεν μπορεί να θεμελιωθεί στην αδικία"

http://www.philenews.com/AssetService/Image.ashx?t=2&pg=20170&  

Με την Αντιγόνη Σολομωνίδου Δρουσιώτου

 Συνεντευξη με τον Γεώργιο Πική -  Είναι ο πρώτος Κύπριος που υπηρέτησε στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο και διετέλεσε πρόεδρος του κύκλου Προέδρων των Ευρωπαϊκών Συνταγματικών Δικαστηρίων.  Για τα 43 χρόνια αφιερωμένα στη Δικαιοσύνη τον τίμησαν πρόσφατα οι Δικηγορικοί Σύλλογοι Λάρνακας και Αμμοχώστου.  Στο εξωτερικό τον κατατάσσουν δίπλα στις μεγάλες προσωπικότητες της ανθρωπότητας.

 Ποια η γνώμη σας για το σχέδιο Ανάν; 

 Το σχέδιο νομιμοποιούσε σε μεγάλο βαθμό την κατάκτηση μεγάλου μέρους της Κύπρου από τους Τούρκους.  Δεν υπήρχε καμιά αντιστοιχία μεταξύ της τουρκοκυπριακής ζώνης και της αριθμητικής δύνα- μης των Τουρκοκυπρίων (18%) ή ακόμα του μικρότερου πο- σοστού γης που αποτελούσε ιδιοκτησία τους.  Βασικά δικαιώματα του ανθρώπου μεταξύ των οποίων και εκείνο της ελεύθερης εγκατάστασης σε ιδιόκτητη γη, παραβιάζονταν.  Η κεντρική κυβέρνηση συνιστούσε ιδιότυπη μορφή συνομοσπονδίας λαμβάνοντας υπόψη ότι ούτε στην εκτελεστική ούτε στη νομοθετική λειτουργία μπορούσε να ληφθεί απόφαση χωρίς τη συναίνεση ελάχιστου αριθμού αξιωματούχων προερχόμε- νων από την άλλη κοινότητα.  Το ίδιο ισχύει αναφορικά με το Ανώτατο Δικαστήριο, αρχή της κεντρικής εξουσίας, διαγράφε- ται κοινοτικά και όχι αξιοκρατικά.  Η παρουσία ξένων δικαστών συν το κοινοτικό στοιχείο στη σύνθεσή του αποτελεί εκ προοιμίου έλλειψη εμπιστοσύνης στη δικαιοσύνη.

 Η ομοσπονδία... 

 ...είναι ό,τι επιφέρει την ενότητα του διαχωρισμένου σε ξεχωριστές πολιτειακές οντότητες κράτους.  Η ομοσπονδία στην κλασική της μορφή είναι το σύστημα διακυβέρνησης, στο οποίο πολιτείες συνενώνονται σε μία ενότητα διατηρώντας την ανεξαρτησία τους σε θέματα εσωτερικής διακυβέρνησης. Η ομοσπονδία επιφέρει την ενότητα του κράτους με κάθε κάτοικο της χώρας, ανεξάρτητα από το σημείο προέλευσής του, να αποτελεί ισότιμο συστατικό στοιχείο στη διαμόρφωση των οργάνων της κεντρικής κυβέρνησης και τη λειτουργία τους.  Στην περίπτωση του σχεδίου Ανάν η πλειοψηφία δεν προσμετρούσε αφεαυτής σε κανένα επίπεδο των φορέων της κεντρικής κυβέρνησης.  Μεταξύ άλλων, αποδοχή του σχεδίου Ανάν προοιωνιζόταν την αποτελμάτωση της λειτουργίας του κράτους με τις ολέθριες συνέπειες που μπορεί να προβλεφθεί ότι θα επακολουθούσαν.  Χαρακτηριστικό του απαράδεκτου του σχεδίου είναι το γεγονός ότι και εκείνοι οι οποίοι εμφαντικά το υποστήριξαν, οι Αμερικανοί, δηλώνουν τώρα ότι ήταν άδικο για τους Ελληνοκυπρίους.  Τον περασμένο Ιούνιο, εάν δεν με απατά η μνήμη μου ως προς το χρόνο, η κ. Κλίντον, μετά την ανάληψη των καθηκόντων της ως υπουργός Εξωτερικών των Η.Π.Α., σε απάντηση ερώτησης για τη γνώμη της για το σχέδιο Ανάν είπε: «Το σχέδιο Ανάν ήταν πολύ άδικο για τους Ελληνοκυπρίους.  Η Αμερική άσκησε απαράδεκτη πίεση για την αποδοχή του. Αυτό δεν θα επαναληφθεί».

Ένα πολιτικό θέμα όπως η εισβολή και η κατοχή μπορεί να λυθεί νομικά; 

 Το πραξικόπημα της Χούντας, του Εφιάλτη του προμαχώνα της Κυπριακής Δημοκρατίας, υπονόμευσε τη συνταγματική τάξη.  Η τουρκική εισβολή που ακολούθησε, απάνθρωπη και σαρωτική, διχοτόμησε την Κύπρο, είχε ολέθριες συνέπειες για τους κατοίκους της χώρας επιφέροντας τον εκτοπισμό της μεγάλης πλειοψηφίας του στρατιωτικά κατακτηθέντος τμήματος της Κύπρου.  Η τουρκική εισβολή συνιστά έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και ο εποικισμός που ακολούθησε έγκλημα πολέμου. Παραβιάστηκαν μαζικά, με την εθνοκάθαρση που ακολούθησε την εισβολή, τα δικαιώματα της πλειονότητας των κατοίκων της κατεχόμενης περιοχής.  Απουσιάζουν από τη διεθνή σκηνή αποτελεσματικοί μηχανισμοί επιβολής του δικαίου.  Το δίκαιο του ισχυρού δεν εξαλείφθηκε. Διεθνή δικαστήρια έχουν εκφέρει λόγο για το απαραβίαστο των δικαιωμάτων των κατοίκων της τουρκοκρατούμενης περιοχής και ότι ο σφετερισμός τους δεν επιφέρει τον περιορισμό ή την αλλοίωσή τους.  Οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είναι σα- φείς επί του θέματος όπως και η πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, συνακόλουθα, η απόφαση του αγγλικού Εφετείου στην υπόθεση Αποστολίδη v Όραμς.   Είναι γεγονός ότι η αντίδραση της διεθνούς κοινότητας στην τουρκική εισβολή και κατοχή δεν υπήρξε η αρμόζουσα.  Από την άλλη, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι καμιά χώρα, άλλη από τον κατακτητή, δεν αναγνώρισε το μόρφωμα του τουρκοκυπριακού κράτους ή αμφισβήτησε την υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως ισότιμου μέλους των Ηνωμένων Εθνών.  Η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί όχι μόνο επίτευγμα της χώρας αλλά και βεβάιωση ότι η Δημοκρατία λειτουργεί σύμφωνα με τις αρχές του κράτους δικαίου.  Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση ενισχύει το δίκαιο και αντιμάχεται το δίκαιο του ισχυρού.  Οι αποφάσεις των Η.Ε. για αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων είναι άλλο στοιχείο που ανταποκρίνεται στο δίκαιο. 

 Επιστρέφοντας στην Κύπρο, πώς βλέπετε τα πράγματα; Είστε αισιόδοξος; 

 Εάν η ερώτηση αποβλέπει στη διασαφήνιση κατά πόσο εμμονή στο δίκαιο και μη απεμπόλησή του παρέχει ελπίδα για δίκαιη λύση στο μέλλον, η απάντησή μου είναι ότι δεν είμαι απαισιόδοξος.  Οι αρχαίοι Έλληνες θεοποίησαν τη δικαιοσύνη και την ειρήνη, παριστάνοντας την πρώτη ως τη μητέρα της δεύτερης. Δεν μπορεί να θεμελιωθεί ειρήνη στην αδικία.

 

---------------------------

13.2.2010. Ομιλία του Προέδρου της ΕΔΕΚ κατά την σύνοδο της Κ.Ε. του κόμματος τον Φεβρουάριο 2010

Αποφασίστηκε, με συντριπτική πλειοψηφία, η αποχώρηση από την κυβέρνηση. Η ομιλία
έχει πολύ ενδιαφέρον γιατί κάνει μια πολύ καλή σύνοψη των εξελίξεων στις διαπραγματεύσεις του
Κυπριακού μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον Χριστόφια.

http://www.edek.org.cy/article.php?id=172

Ομιλία Γιαννάκη Ομήρου στη σύνοδο της Κ.Ε. 8/2/10
Λευκωσία

Η σημερινή σύνοδος της Κεντρικής Επιτροπής καλείται να προβεί σε μια συνολική αποτίμηση των εξελίξεων σε ότι αφορά το εθνικό μας θέμα.

Ιδιαίτερα καλείται να εκτιμήσει την πορεία των απ’ ευθείας διαπραγματεύσεων που συνεχίζονται για 18 μήνες. Να διαπιστώσει κατά πόσον οι χειρισμοί της δικής μας πλευράς είναι ορθοί ή λανθασμένοι, κατά πόσον εγκυμονούνται κίνδυνοι από αυτούς τους χειρισμούς και από τις συνολικές εξελίξεις. Να αποτιμήσει τα αποτελέσματα της επίσκεψης του Γ.Γ. του ΟΗΕ στην Κύπρο και κατά πόσον αυτή συνεισέφερε στις προοπτικές μιας λύσης του Κυπριακού στη βάση των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας και των Αρχών του Διεθνούς Δικαίου.

Καλείται ακόμα η Κεντρική Επιτροπή ως το Ανώτατο Όργανο του Κινήματος μεταξύ δύο Συνεδρίων και ως το Όργανο που έλαβε την απόφαση στήριξης του Προέδρου Χριστόφια στο 2ο γύρο των Προεδρικών Εκλογών να διαπιστώσει αν τηρούνται όσα ανελήφθησαν ως δεσμεύσεις επί του Εθνικού Θέματος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Συναγωνίστριες και συναγωνιστές,

Στα 40 χρόνια της ιστορίας της η ΕΔΕΚ απευθύνθηκε στον Κυπριακό λαό με τρόπο υπεύθυνο. Με ξεκάθαρες θέσεις. Με σαφείς και συγκεκριμένες προτάσεις. Στα 40 χρόνια της ιστορίας της, η ΕΔΕΚ λειτουργεί με ένα και μοναδικό κριτήριο. Το συμφέρον της Κύπρου και του λαού μας.

Βρεθήκαμε και βρισκόμαστε πάντα στην πρώτη γραμμή των αγώνων για ελευθερία και δημοκρατία.

Απευθυνθήκαμε και απευθυνόμαστε πάντα στο λαό με ειλικρίνεια. Με αίσθημα σοβαρότητας και ευθύνης απέναντι στο μέλλον του λαού και της πατρίδας.

Οι αποφάσεις μας ήταν και είναι πάντα βασισμένες στην εξυπηρέτηση του μέγιστου εθνικού στόχου για μια δημοκρατική λειτουργική και βιώσιμη λύση του Κυπριακού.

Σε αυτό το πλαίσιο στηρίξαμε την υποψηφιότητα του Προέδρου Χριστόφια στο δεύτερο γύρο των Προεδρικών εκλογών. Με βάση συγκεκριμένες γραπτές δεσμεύσεις για τη λύση που επιδιώκουμε. Την προσπάθεια για αυτή τη λύση υπηρετούσε η συμμετοχή της ΕΔΕΚ στην Κυβέρνηση.

Σήμερα μπορούμε με σιγουριά να διαπιστώσουμε ότι οι δεσμεύσεις δεν τηρήθηκαν. Και ότι παρά τις συνεχείς μας εκκλήσεις, προσπάθειες και παραστάσεις για επανόρθωση πορείας, δεν υπάρχει καμιά ανταπόκριση.

Υπενθυμίζω τη θέση του Κ.Σ. ΕΔΕΚ.  Υποδεικνύαμε ότι η έναρξη των απ’ ευθείας διαπραγματεύσεων προϋπέθετε αποκρυσταλλωμένη και αδιαμφισβήτητη κοινή αντίληψη για τη μορφή της λύσης και στοιχειώδη γεφύρωση των χασμάτων. Έτσι όπως προέβλεπε η συμφωνία της 8ης Ιουλίου και η συμφωνημένη επιστολή Γκαμπάρι. Για να έχει προοπτική επιτυχίας ο διάλογος. Για να υπάρχει βάσιμη ελπίδα να είναι καρποφόρες και αποδοτικές οι διαπραγματεύσεις. Διαφορετικά, είχαμε τονίσει, εγκυμονείται ο κίνδυνος αποτυχίας, προβολής από την Τουρκία και το ψευδοκράτος του αιτήματος για αναγνώριση του παράνομου μορφώματος στα κατεχόμενα, αλλά και ισομερούς επίρριψης ευθυνών για το αδιέξοδο, από τους κακόπιστους τρίτους. Υπογραμμίζω ότι στην επιστολή που μας ενεχείρισε ο Πρόεδρος Χριστόφιας αναλαμβανόταν ρητή δέσμευση για εφαρμογή της συμφωνίας της 8ης Ιουλίου.

Η δική μας άποψη ήταν ότι δεν υπήρχαν οι πιο πάνω αναγκαίες προϋποθέσεις και ότι δεν υπήρχε «αρκετό στέρεο έδαφος» για να ξεκινήσουν απ’ ευθείας διαπραγματεύσεις με προοπτική  επιτυχίας. Προτείναμε να συνεχιστεί η λειτουργία των Ομάδων Εργασίας για να γεφυρωθούν τα χάσματα επί των ουσιωδών πτυχών του Κυπριακού και μετά να αρχίσουν οι συνομιλίες.

Παρά τη δική μας διαφορετική άποψη, όταν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αποφάσισε να συμμετάσχει σε απ’ ευθείας διαπραγματεύσεις, θεωρήσαμε ότι ήταν πολιτικό και πατριωτικό μας χρέος να στηρίξουμε τον Πρόεδρο για να επιδιώξει λύση στη βάση αρχών όπως τις καθόρισε πριν και μετά τις Προεδρικές Εκλογές.

Βρισκόμαστε 18 μήνες μετά την έναρξη των απ’ ευθείας διαπραγματεύσεων. Ποια είναι τα δεδομένα;

Τόσο από τα έγγραφα που έχουν κατατεθεί από την Τουρκική πλευρά όσο και από τις δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων αλλά και της Τ/Κ ηγεσίας προκύπτει ότι υπάρχει επιμονή σε λύση δύο κρατών με μια χαλαρή σύνδεση μεταξύ τους, παραβίαση της δημοκρατικής αρχής με απαίτηση αριθμητικής ισότητας σε πλείστα όσο πολιτειακά όργανα, απαίτηση για ομοφωνία για λήψη αποφάσεων με παραγνώριση πλειοψηφίας και μειοψηφίας, εμμονή σε διατήρηση των αναχρονιστικών εγγυήσεων με μονομερές επεμβατικό δικαίωμα και σε μόνιμες παρεκκλίσεις από το κοινοτικό κεκτημένο, δηλαδή σε μόνιμες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών. Στο εδαφικό και στο περιουσιακό οι τουρκικές θέσεις είναι εξοργιστικά προκλητικές και απαράδεκτες σε πλήρη σύγκρουση με τις πιο στοιχειώδεις αρχές του Διεθνούς Δικαίου, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Ευρωπαϊκού Νομικού Πολιτισμού.

Στο θέμα των εποίκων υπάρχει άρνηση ακόμα και να συζητηθεί ως ξεχωριστό κεφάλαιο στις διαπραγματεύσεις με τον εξωφρενικό ισχυρισμό ότι είναι δήθεν νόμιμοι πολίτες της ούτω καλούμενης «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου».

Υπενθυμίζω ότι κατά την έναρξη των διαπραγματεύσεων υποδείξαμε και ζητήσαμε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να απαιτήσει την κατά προτεραιότητα συζήτηση των κεφαλαιώδους σημασίας πτυχών του Κυπριακού όπως είναι το περιουσιακό, το εδαφικό, το θέμα της ασφάλειας και των εγγυήσεων, της αποχώρησης των στρατευμάτων και των εποίκων. Για να υποχρεωθεί η τουρκική πλευρά να τοποθετηθεί επί της ουσίας του Κυπριακού, να τεθεί προ των ευθυνών της και να της αποστερείται η δυνατότητα να εμφανίζεται ως δήθεν καλόπιστη, διαλλακτική ακόμα και επειγόμενη για λύση. Για να πάψει η τουρκική πλευρά, ενώ επιμένει σε αδιάλλακτες θέσεις επί αυτών των κορυφαίας σημασίας πτυχών του Κυπριακού, να προβάλλει κατ’ επίφασιν πρόοδο με τη σύγκλιση επί ήσσονος σημασίας θεμάτων.

Αντί τούτου επελέγη η ζημιογόνος τακτική της επί δεκαοκτάμηνον μονοπωλιακής συζήτησης του κεφαλαίου της διακυβέρνησης και της κατανομής των εξουσιών. Ένα κεφάλαιο στο οποίο η τουρκική πλευρά έχει μόνο να πάρει, χωρίς να προβεί σε καμιά παραχώρηση στα ουσιαστικά ζητήματα του Κυπριακού προβλήματος. Του τερματισμού της κατοχής, της αποχώρησης των στρατευμάτων, της αναγνώρισης του δικαιώματος της περιουσίας, της επιστροφής εδαφών, της απομάκρυνσης των εποίκων, της κατάργησης των αναχρονιστικών εγγυήσεων.

Για 18 μήνες ζητούμε επίμονα την αναδιαμόρφωση της στρατηγικής και της τακτικής μας στις διαπραγματεύσεις. Εις μάτην. Οι θέσεις, τα αιτήματα, οι παραστάσεις μας, οι δηλώσεις μας, τα έγγραφα που καταθέτουμε στο Εθνικό συμβούλιο αγνοούνται και περιφρονούνται.

Όμως στην περίοδο που επισκοπούμε υπήρξαν και παρεκκλίσεις και μονομερείς υποχωρήσεις που δημιουργούν μεγάλους κινδύνους για τη μελλοντική πορεία.

Στο ανακοινωθέν της 23ης Μαΐου του 2008 περιλήφθηκε πρόνοια για «συνεταιρισμό δύο συνιστώντων κρατών». Υποδείξαμε την ανάγκη ανατροπής αυτής της διατύπωσης. Δεν είναι αρκετό να γίνεται προσπάθεια μη συμπερίληψης της σε ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Εκμεταλλευόμενος την αναφορά σε αυτό το ανακοινωθέν «σε συνεταιρισμό δύο συνιστώντων κρατών με πολιτική ισότητα» ο Μεχμέτ Αλή Ταλάτ προβάλλει τη θέση – όπως αναφέρεται και στο έγγραφο «εκτίμηση για τις συνομιλίες στο θέμα της διακυβέρνησης» - για «νέο συνεταιρικό Κράτος» με προφανή παραπομπή σε διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και σε παρθενογένεση. Παρόμοια διατύπωση υπάρχει και στο πρόσφατα κατατεθέν  τουρκικό συνομοσπονδιακό έγγραφο. Περαιτέρω η χρήση του όρου «συνεταιρισμός» εμπεριέχει τον κίνδυνο σε περίπτωση δυσλειτουργίας και ανωμαλίας, η τουρκική πλευρά να επιχειρήσει την εξασφάλιση διεθνούς νομικής αναγνώρισης για το «συνιστών Τ/Κ Κράτος» του συνεταιρισμού.

Η αναφορά σε συνεταιρισμό στο κοινό ανακοινωθέν της 23ης Μαΐου είναι μέγιστο σφάλμα γιατί αντιμάχεται το Δημόσιο και το διεθνές Δίκαιο, συγκρούεται με διεθνώς παραδεδεγμένες αρχές και υποκρύπτει και εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την ενότητα του κράτους και του λαού.

Όμως στις απ’ ευθείας διαπραγματεύσεις υπήρξαν αναιτιολόγητα και μονομερείς υποχωρήσεις τις οποίες ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ονόμασε γενναιόδωρες προσφορές. Αναμένοντας ματαίως «αντίδωρα» από την τουρκική πλευρά.

Είναι γνωστή η διαφωνία μας με τις δικές μας προτάσεις –μονομερείς παραχωρήσεις για εκ περιτροπής προεδρία και παραμονή 50 χιλιάδων εποίκων. Για τις οποίες ούτε ρωτηθήκαμε, ούτε δώσαμε οποιανδήποτε συγκατάθεση. Με τις οποίες διαφωνήσαμε από την πρώτη στιγμή ζητώντας την απόσυρση τους.

Σε ότι αφορά το θέμα των εποίκων η συζήτηση για παραμονή οποιουδήποτε αριθμού στη βάση ανθρωπιστικών συμβάσεων πρέπει να έχει ως βασικές προϋποθέσεις:

Πρώτον, την αποδοχή εκ μέρους της τουρκικής πλευράς της συζήτησης του θέματος ως ειδικού κεφαλαίου στις διαπραγματεύσεις και

Δεύτερον, την παραδοχή ότι ο εποικισμός συνιστά έγκλημα πολέμου με βάση τη Σύμβαση της Γενεύης του 1949.

Σε ότι αφορά τη θέση για εκ περιτροπής Προεδρία, θέση μας είναι ότι παραβιάζει τη δημοκρατική αρχή.

Υποδείξαμε κατ’ επανάληψιν ότι ένα Σύνταγμα που παραβιάζει αυτή την Αρχή, οδηγεί αργά ή γρήγορα κατά τρόπο νομοτελειακό στη σύγκρουση έννομης τάξης και ιστορίας. Όχι της ιστορίας που διαμορφώνει η  βία, η κατοχή και ο πόλεμος, αλλά αυτής που διαμορφώνεται κάτω από συνθήκες ειρήνης και δημοκρατίας.

Είναι κορυφαίας σημασίας το ζήτημα της δημοκρατικής νομιμοποίησης της όποιας συνταγματικής λύσης με βάση την αρχή της πλειοψηφίας ως πυρήνα του νοήματος της Δημοκρατίας. Είναι γεγονός ότι αυτή η Αρχή επιδέχεται προσαρμογές κάτω από ειδικές ιστορικές συνθήκες και η μειοψηφία προστατεύεται και με προνομιακές ακόμα ρυθμίσεις. Όταν όμως παραγνωριστεί πλήρως η αρχή της πλειοψηφίας, όταν υπάρχει σύγχυση μεταξύ ισοτιμίας και ισότητας, κάθε Συνταγματικό Κείμενο μοιραία θα είναι θνησιγενές.

Όταν μια μειοψηφία λόγω της βίας και του εκβιασμού των τετελεσμένων αξιώνει ρόλο ίσου πολιτειακού βάρους με την πλειοψηφία, το Σύνταγμα που θα αποτυπώσει αυτή την υποβάθμιση της ιστορικής πραγματικότητας, θα έχει και ημερομηνία λήξης.

Στη ρύθμιση για εκ περιτροπής προεδρία στη μελλοντική συνταγματική λύση του Κυπριακού, είναι προφανές ότι αγνοείται παντελώς η σχέση πλειοψηφίας και μειοψηφίας, ενώ περαιτέρω το κριτήριο της εθνοτικής καταγωγής θα διαιωνίζει και θα αναπαράγει τις διαχωριστικές τάσεις.

Και ένα Σύνταγμα που θα κατοχυρώσει αυτή την υποβάθμιση της ιστορικής πραγματικότητας θα έχει και ημερομηνία κατάλυσης του.

Θέση μας είναι ότι η σχετική επί του θέματος πρόταση του Εθνικού Συμβουλίου του 1989 είναι και λειτουργική και δημοκρατική και διασφαλίζει και την κοινή πολιτική έκφραση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.

Λυπούμαι να παρατηρήσω ότι στις επανειλημμένες μας εκκλήσεις για απόσυρση των απαράδεκτων μονομερών υποχωρήσεων, που απορρίπτονται από τη συντριπτική πλειοψηφία του Κυπριακού Ελληνισμού, όπως κατέδειξαν επανειλημμένες δημοσκοπήσεις, όχι μόνο δεν υπήρξε ανταπόκριση αλλά προβάλλονται αβάσιμες αιτιάσεις για δεσμεύσεις του παρελθόντος ή για διαφύλαξη της αξιοπιστίας της Ελληνικής Κυπριακής πλευράς. Η πρόνοια για εκ περιτροπής προεδρία μη εκτελεστικού προέδρου υπήρχε στο Σχέδιο Ανάν. Αλλά το Σχέδιο Ανάν απορρίφθηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία του Κυπριακού Ελληνισμού και θεωρείται έκτοτε, κατά την ιδίαν την πρόβλεψη του Σχεδίου, ως άκυρο και μηδέποτε υπάρξαν.

Το ίδιο ισχύει και για το θέμα της παραμονής 50 χιλιάδων εποίκων.

Ούτε μπορεί να γίνεται επίκληση διαφύλαξης της αξιοπιστίας της Ε/Κ πλευράς όταν η Τουρκική πλευρά επανειλημμένα κατά συρροήν και κατ’ εξακολούθησιν έχει παραβιάσει συμφωνηθέντα με κορυφαίο παράδειγμα την ανακήρυξη του ψευδοκράτους το 1983 καταπατώντας τις συμφωνίες υψηλού επιπέδου του 1977 και 1979.

Δυστυχώς ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αντί να αξιοποιήσει την ευκαιρία που δόθηκε με την πρόσφατη κατάθεση του τουρκικού συνομοσπονδιακού εγγράφου, απέστειλε επιστολή προς τον Γ.Γ. του ΟΗΕ στην οποία περιέλαβε την πρόταση για εκ περιτροπής προεδρία. Κατά τρόπο που να θεωρείται κατοχυρωμένη για την τουρκική πλευρά και για τον ΟΗΕ η αντιδημοκρατική πρόνοια για την εκ περιτροπής προεδρία.

Και με αναφορά σε αυτή την επιστολή σε ευαίσθητες ισορροπίες που δημιουργήθηκαν όλα τα προηγούμενα χρόνια και παραπομπή σε ατυχείς συγκρίσεις με πρόνοιες του Σχεδίου Ανάν κατά τρόπο που να καθίσταται σημείο αναφοράς.

Η κατάθεση του τουρκικού συνομοσπονδιακού εγγράφου 18 ολόκληρους μήνες μετά την έναρξη των διαπραγματεύσεων, για τις οποίες υποτίθεται ότι υπήρξε συμφωνημένη βάση ως προς τη μορφή της λύσης, επιβεβαίωσε την ορθότητα της θέσης που εξ αρχής είχαμε καταθέσει για την ανάγκη σαφούς και μη  επιδεχόμενου αμφισβήτησης πλαισίου λύσης και γεφύρωσης των χασμάτων επί των ουσιωδών πτυχών του Κυπριακού. Έτσι όπως ακριβώς προέβλεπε η συμφωνία της 8ης Ιουλίου και η επιστολή Γκαμπάρι.

Το τουρκικό έγγραφο απροκάλυπτα υιοθετεί συνομοσπονδιακές θέσεις με απαίτηση διχοτόμησης όλων των βασικών λειτουργιών του Κράτους, απόδοση διεθνούς νομικής προσωπικότητας στις περιφέρεις με δικαίωμα συνομολόγησης διεθνών συνθηκών, βέτο σε όλες τις αποφάσεις Εκτελεστικής και Νομοθετικής εξουσίας, αναδρομική νομιμοποίηση όλων των πράξεων νομοθετικού, διοικητικού και δικαστικού χαρακτήρα του ψευδοκράτους και με την εξωφρενική αξίωση παραχώρησης των 4 βασικών ελευθεριών που απολαμβάνουν οι Ευρωπαίοι πολίτες, στους Τούρκους υπηκόους. Με προφανή στόχο να μετατραπεί η Κύπρος σε μια νέα Αλεξανδρέττα με την ανεξέλεγκτη είσοδο και εγκατάσταση στην Κύπρο Τούρκων από την Τουρκία.

Πώς είναι δυνατό να προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι υπάρχει συμφωνημένη βάση λύσης όταν χωρίς αναστολές και δισταγμούς η τουρκική πλευρά καταθέτει τέτοιες προτάσεις;

Και γιατί υπήρξε ενόχληση όταν διατυπώσαμε αυτή την οφθαλμοφανέστατη αλήθεια και εισηγηθήκαμε ότι θα έπρεπε να κληθεί η τουρκική πλευρά να επανατοποθετηθεί σε ότι αφορά τη βάση των διαπραγματεύσεων; Έχουμε φτάσει στο σημείο αντί να ενοχλεί  η τουρκική κακοπιστία και απληστία να ενοχλούν οι δικές μας ορθές επισημάνσεις για τις τουρκικές συμπεριφορές;

Τελευταία θλιβερή και άκρως ανησυχητική εξέλιξη υπήρξε η επίσκεψη του Γ.Γ. του ΟΗΕ στην Κύπρο.

- Διατυπώσαμε απορίες για τον χρόνο που επελέγη για να πραγματοποιηθεί η επίσκεψη δεδομένου ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε πρόοδος στις συνομιλίες που να τη δικαιολογεί.
- Είχαμε ζητήσει έγκαιρα σύγκληση του Εθνικού Συμβουλίου για ενημέρωση, συλλογική διαβούλευση και για θωράκιση του Προέδρου από ενδεχόμενες πιέσεις και για αντιμετώπιση μεθοδεύσεων εξυπηρέτησης των τουρκικών σχεδιασμών.

Δυστυχώς δεν εισακουστήκαμε. Ως δια μαγείας και εν όψει έλευσης του Γ.Γ. ανακοινώθηκε επίτευξη προόδου από τον κ. Ντάουνερ. Είχαμε την επίσκεψη στα κατεχόμενα στο λεγόμενο Προεδρικό χωρίς να υπάρξουν από πλευράς Ηνωμένων Εθνών ούτε εξηγήσεις ούτε απολογία. Μια ανεπαρκής δήλωση από τον κ. Ντάουνερ ότι ο ΟΗΕ αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία. Ούτε καν μόνο την Κυπριακή Δημοκρατία.

Στο συμφωνηθέν κοινό ανακοινωθέν πέραν του ότι καμιά αναφορά δεν γίνεται στα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας περί Κύπρου ή στη βάση λύσης και τα βασικά χαρακτηριστικά της, υπάρχει αναφορά σε πρόοδο στο κεφάλαιο της διακυβέρνησης κατά τρόπο που να μπορεί η τουρκική πλευρά να ισχυρίζεται ότι έχει κατοχυρώσει την εκ περιτροπής προεδρία.

Ο απολογισμός της επίσκεψης του Γ.Γ. είναι σαφώς αρνητικός. Εξέπεμψε μία εικόνα ότι τα Ηνωμένα Έθνη αντιμετωπίζουν το παράνομο μόρφωμα στα κατεχόμενα ως  ισότιμο της Κυπριακής Δημοκρατίας με σαφή παραβίαση των ψηφισμάτων 541 και 550.

Συναγωνίστριες, συναγωνιστές,

Στους 18 μήνες που πέρασαν από την έναρξη των απ’ ευθείας διαπραγματεύσεων επισημάναμε με παρρησία και αίσθημα ευθύνης τα προβλήματα και τους κινδύνους από λανθασμένους χειρισμούς και υποχωρήσεις. Προειδοποιήσαμε για το πού οδηγούν όλα αυτά. Καταθέσαμε στο Εθνικό Συμβούλιο συγκεκριμένες προτάσεις και πολυσέλιδα έγγραφα. Ζητήσαμε απόσυρση των μονομερών παραχωρήσεων και άμεση αναδιαμόρφωση στρατηγικής.

Οι εισηγήσεις και οι προτάσεις μας απορρίφθηκαν επανειλημμένα.

Το πρόσφατα κατατεθέν τουρκικό συνομοσπονδιακό έγγραφο που απροκάλυπτα κονιορτοποιεί τη βάση λύσης  και τα αρνητικά αποτελέσματα της πρόσφατης επίσκεψης του Γ.Γ. του ΟΗΕ επιβεβαίωσαν τις θέσεις μας. Αποδείχθηκε ότι είχαμε δίκαιο στις παρατηρήσεις, τις εισηγήσεις, τις ανησυχίες και τις διαφωνίες μας.

Τα περιθώρια έχουν εξαντληθεί.
Η πορεία που ακολουθούμε είναι λανθασμένη.

Η επιβαλλόμενη εθνική συνεννόηση, απουσιάζει. Αλλά και ο αλληλοσεβασμός και η πολιτική ισοτιμία απουσίασαν στη συνεργασία, ενώ η συμμετοχή σε συνδιαμόρφωση αποφάσεων, που επανειλημμένα ζητήσαμε, δεν υπήρξε.

Οι προτάσεις μας όχι μόνο απορρίπτονται, αλλά πολύ συχνά αντιμετωπίζονται με τρόπο αρνητικό, ή ακόμα προσβλητικό και χλευαστικό.

Το Εθνικό Συμβούλιο συνεδριάζει συνήθως εκ των υστέρων, αφού οι εξελίξεις έχουν δρομολογηθεί, ενώ αποφάσεις του δεν εφαρμόζονται.

Είναι πλέον εθνική ανάγκη να αλλάξουμε στρατηγική και τακτική. Τώρα.

Για την ΕΔΕΚ είναι και πάλι ώρα ευθύνης. Ώρα υπεράσπισης και εμμονής σε  Αρχές.

- Η διαφωνία μας με την στρατηγική του Προέδρου στο Κυπριακό είναι πλέον καθολική.
- Οι δεσμεύσεις πάνω στις οποίες βασίστηκε η υποστήριξη μας στον Β΄ γύρο των Προεδρικών Εκλογών έχουν ακυρωθεί στην πράξη
- Η ύστατη προσπάθεια μας με συγκεκριμένες προτάσεις, να αλλάξουμε πορεία έχει απορριφθεί.

Δεν μπορούμε να συμπράξουμε σε υποχωρήσεις που είναι απαράδεκτες.
Δεν μπορούμε να συνυπογράψουμε μια στρατηγική που είναι ζημιογόνα.
Δεν μπορούμε να συμμετέχουμε σε μια πορεία που οδηγεί σε αδιέξοδο, ούτε να κρυφτούμε πίσω από αυτό.

Είναι λοιπόν χρέος και ευθύνη μας. Είναι πολιτικά υπεύθυνο και ηθικά ορθό, να αποχωρήσουμε από την Κυβέρνηση. Αυτό εισηγούμαι.

Τυχόν παραμονή μας, κάτω από αυτές τις συνθήκες, θα ήταν πολιτικά παράδοξη. Θα ήταν ηθικά ανεπίτρεπτη. Θα ήταν αντίθετη με τις αρχές και την ιστορία της ΕΔΕΚ.

Ελπίζουμε ότι έστω και τώρα, ακόμα και με αφορμή την αποχώρηση μας, θα αλλάξει η στρατηγική και η τακτική που ακολουθούμε για τη λύση.

Στο Κ.Σ. ΕΔΕΚ είμαστε αποφασισμένοι να συνεχίσουμε. Με ευθύνη, σοβαρότητα , συνέπεια και μετριοπάθεια.

Να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για λύση του Κυπριακού. Λύση λειτουργική και βιώσιμη, βασισμένη στα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ τις Συμφωνίες υψηλού επιπέδου του ΄77 και ΄79 και τις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Συμβάσεις Ανθρωπίνων δικαιωμάτων και Ελευθεριών.

Να συνεχίσουμε να πιέζουμε για να αλλάξει η στρατηγική που ακολουθούμε. Για να αποσυρθούν οι απαράδεκτες προτάσεις που καταθέσαμε. Για να απαιτήσουμε να συζητηθούν  κατά προτεραιότητα στις συνομιλίες οι κεφαλαιώδεις πτυχές του Κυπριακού, το εδαφικό, το περιουσιακό, τα θέματα ασφάλειας. Εγγυήσεων, η αποχώρηση των στρατευμάτων και των εποίκων.

Να συνεχίσουμε για να αναλάβουμε διεθνείς πρωτοβουλίες ώστε να αποκαλύψουμε τώρα και όχι αργότερα την τουρκική αδιαλλαξία. Για να πούμε τα πράγματα με το όνομα τους χωρίς ωραιοποιήσεις της τουρκικής στρεψοδικίας και κακοπιστίας και χωρίς τη συντήρηση μιας εικόνα ψευδεπίγραφης προόδου.

Να συνεχίσουμε να στηρίζουμε όσα σωστά προτείνει η Κυβέρνηση στα ζητήματα εσωτερικής διακυβέρνησης και να καταθέτουμε τη διαφωνία και τις προτάσεις μας σε όσα θεωρούμε λανθασμένα.

Να συνεχίσουμε για να κατοχυρώσουμε τον πρωταγωνιστικό μας ρόλο στα πολιτικά πράγματα της Κύπρου. Για να τιμήσουμε τις αρχές και να δικαιώσουμε την ιστορία μας.

Στα 40 χρόνια της ιστορίας μας, τα στελέχη, τα μέλη και οι ψηφοφόροι της ΕΔΕΚ αναλάβαμε πάντα με θάρρος τις ευθύνες μας.

Το ίδιο κάνουμε και σήμερα.
Με πίστη στις αρχές και τις ιδέες μας.
Με ειλικρίνεια και υπευθυνότητα.
Με κριτήριο το συμφέρον της Κύπρου και του λαού μας.

Πάνω από όλα η Κύπρος
Πάνω από όλα η πατρίδα και η φυσική και εθνική επιβίωση του Κυπριακού Ελληνισμού.

--------------------------------------------------

Τρίτη, 10 Νοεμβρίου 2009

Ο μεγαλύτερος επενδυτής στη Ρωσία είναι η Κύπρος

Ο μεγαλύτερος επενδυτής στη Ρωσία παραμένει η Κύπρος με 30% του συνόλου. Ακολουθούν η Ολλανδία με 22%, το Λουξεμβούργο με 18%, η Βρετανία με 16%, η Γερμανία με 9%, η Γαλλία με 5% και άλλες χώρες με μικρότερη σημασία.

Πού να επενδύσετε και τι να προσέξετε στην αχανή αγορά του Βορρά
ΠΕΡΑΝ ΤΩΝ 52 ΔΙΣ Οι ξένες επενδύσεις στη Ρωσία το 2008


Πέραν των $52 δις έφθασαν οι ξένες επενδύσεις στη Ρωσία κατά το 2008, ανάμεσα στις οποίες οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις, οι επενδύσεις κεφαλαίου και οι άλλες επενδύσεις. Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των ξένων επενδύσεων στη Ρωσία, παρατηρούμε ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ) κατέχουν το 23% του συνόλου των ξένων επενδύσεων, οι επενδύσεις κεφαλαίου το 73,5% και οι λοιπές επενδύσεις το 3,5%. Ο μεγαλύτερος επενδυτής στη Ρωσία παραμένει η Κύπρος με 30% του συνόλου και ακολουθούν η Ολλανδία με 22%, το Λουξεμβούργο με 18%, η Βρετανία με 16%, η Γερμανία με 9%, η Γαλλία με 5% και ακολουθούν άλλες χώρες με μικρότερη σημασία.
Κατά τη δεκαετία του 1990 οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΞΑΕ) στη Ρωσία ήταν επουσιώδεις σε σύγκριση με το μέγεθος και τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας. Οι κύριοι λόγοι που απέτρεπαν τους ξένους να επενδύσουν στη χώρα ήταν η πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα, η μεγάλης έκτασης διαφθορά και το φορολογικό και ρυθμιστικό περιβάλλον που επιβάρυνε το επιχειρηματικό κλίμα. Κατά τη δεκαετία του 1990 οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις υπολογίζονται σε $20 δις. Παρά τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος, την περίοδο 2000 - 2002 οι ΑΞΕ δεν ξεπέρασαν τα $3 δις. Τα επόμενα χρόνια, όμως, αυξήθηκαν με ταχείς ρυθμούς και την τριετία 2004 - 2006 έφθασαν τα $60 δις.

Εισροές για επενδύσεις
Το 2006 οι εισροές κεφαλαίων για επενδύσεις αλλά και λόγω δανεισμού έφθασαν τα $55 δις. Την ίδια χρονιά, η μεταποίηση απορρόφησε το μεγαλύτερο μέρος, γύρω στα $15 δις και το λιανικό εμπόριο και οι υπηρεσίες γύρω στα $13 δις. Οι κλάδοι των πρώτων υλών, συμπεριλαμβανομένου του πετρελαίου, παρουσίασαν σημαντική αύξηση και έφθασαν τα $9 δις κατά το 2006. Το 55% του συνόλου των ΑΞΕ το 2006 προήλθαν από την Ολλανδία, την Κύπρο και το Λουξεμβούργο.
Να σημειώσουμε ότι, πέραν της Κύπρου, Ολλανδία και Λουξεμβούργο είναι αποδέκτες ρωσικών κεφαλαίων που εξάγονται από τη Ρωσία και τα διαχειρίζονται πλήθος εταιρείες διεθνών δραστηριοτήτων, συνήθως ρωσικών συμφερόντων.

Σημαντικά πλεονεκτήματα

Σύμφωνα με ειδική έκθεση του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στη Μόσχα, η Ρωσία είναι αγορά με μεγάλο ενδιαφέρον για τις ελληνικές και κυπριακές επιχειρήσεις, καθώς εμφανίζει σημαντικά πλεονεκτήματα που την καθιστούν ελκυστική. Ανάμεσα σε αυτά είναι το μέγεθός της, η γειτνίαση με την Ευρώπη, η επάρκεια σε πρώτες ύλες, η υψηλού βαθμού εκπαίδευση και το χαμηλό εργατικό κόστος.

Ανάπτυξη εμπορικών συναλλαγών

Το μεγάλο μέγεθος της χώρας και της αγοράς διευκολύνει την ανάπτυξη εμπορικών συναλλαγών και επιχειρηματικής συνεργασίας σε διάφορους τομείς, όπως είναι:
· Η Γεωργία, η παραγωγή και επεξεργασία τροφίμων και ποτών λόγω ανεκμετάλλευτων πρώτων υλών και καλής ποιότητας μη τυποποιημένων γεωργικών προϊόντων.
· Οι Κατασκευές, ένας τομέας που παρουσιάζει ραγδαία ανάπτυξη με ιδιαίτερα αυξημένη οικοδομική δραστηριότητα για όλους τους τομείς κατασκευών, από έργα υποδομής μέχρι κατασκευές οικιών, γραφείων, εμπορικών κέντρων.
· Η Ενέργεια, ο κλάδος των πετρελαιοειδών και του φυσικού αερίου μετά τις πρόσφατες συμφωνίες για τον πετρελαιαγωγό Μπουργκάς - Αλεξανδρούπολης και τον αγωγό φυσικού αερίου Νοτίου Ρεύματος καθιστoύν τις ευρωπαϊκές και βαλκανικές χώρες στρατηγικό εταίρο για την ένωση δικτύων ενέργειας μεταξύ χωρών παραγωγής και κατανάλωσης.

Σύμφωνα με την ίδια έκθεση της ελληνικής πρεσβείας στη Μόσχα, για να επενδύσει κάποιος στη Ρωσία θα πρέπει να έχει υπόψη του τα εξής:

Επιλογή αντιπροσώπου

Αυτή δεν είναι συνήθης πρακτική στη Ρωσία για τις ξένες εταιρείες, καθώς αποφεύγουν να στηριχθούν αποκλειστικά στις υπηρεσίες ενός αντιπροσώπου. Οι διανομείς και τα γραφεία αντιπροσωπίας χρησιμοποιούν αντιπροσώπους για την προώθηση προϊόντων κυρίως στις περιφέρειες.

Επιλογή διανομέα

Η πλέον κοινή στρατηγική για την είσοδο στην αγορά της Ρωσίας είναι η επιλογή ενός ή περισσοτέρων διανομέων (ανάλογα με το προϊόν). Ένας τυπικός διανομέας διαθέτει τα προϊόντα ξένης παραγωγής στη λιανική πώληση και στον καταναλωτή παρέχοντας επίσης στήριξη των υπηρεσιών logistics (τελωνειακές άδειες, αποθήκευση, μεταφορά κτλ).

Άνοιγμα γραφείου αντιπροσωπίας

Το πλεονέκτημα της ίδρυσης του γραφείου αντιπροσωπίας για τις ξένες εταιρείες αποτελεί η στενότερη συνεργασία με τους τελικούς καταναλωτές και ο καλύτερος έλεγχος της προώθησης και διανομής των προϊόντων τους. Παρόλα αυτά, τα γραφεία αντιπροσωπίας δεν μπορούν να εκτελέσουν εμπορικές δραστηριότητες οιασδήποτε μορφής.

Ίδρυση εταιρείας στη Ρωσία

Η ίδρυση εταιρείας στη Ρωσία αποτελεί την πλέον προχωρημένη μορφή προώθησης προϊόντων στην αγορά της Ρωσίας, αφού προβλέπει ολοκληρωμένο έλεγχο στον τομέα της διαδικασίας πωλήσεων, από την εισαγωγή μέχρι τις τελικές πωλήσεις.

Ίδρυση κοινοπραξίας
Παρόλο που η πρακτική της δημιουργίας επιχειρηματικών κοινοπραξιών θα μπορούσε να αποτελέσει μέσο επιτυχούς επιχειρηματικής δραστηριοποίησης στη Ρωσία, είναι προτιμότερο η διαχείριση να βρίσκεται υπό τον έλεγχο του ξένου κεφαλαίου. Σε περίπτωση που το ξένο κεφάλαιο έχει τη μειοψηφία, όλα εξαρτώνται από τις καλές προθέσεις των Ρώσων ιδιοκτητών της πλειοψηφίας.
Η δημιουργία joint venture μεταξύ ξένης και ρωσικής εταιρείας είναι προτιμότερο να γίνει αφού προηγουμένως τα δύο μέρη δοκιμάσουν τη συνεργασία για συγκεκριμένη περίοδο.

Ο τομέας του Franchising

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δέκα ετών, ο τομέας του franchising αναπτύχθηκε σημαντικά στη Ρωσία, σε τομείς όπως είναι εστιατόρια fast food, λιανικό εμπόριο, εκπαίδευση, fitness και υγεία, διασκέδαση, τουρισμός και αυτοκίνητα. Σε ορισμένες κατηγορίες υπηρεσιών, κυρίως business to business, το franchising παρουσιάζει αλματώδη ανάπτυξη, όπως υπηρεσίες καθαρισμού και συντήρησης, οι μεταφορές, οι ταχυδρομικές μεταφορές express, τα logistics, οι συμβουλευτικές εταιρείες και η εκπαίδευση στελεχών.
Τα επόμενα χρόνια αναμένεται είσοδος νέων εταιρειών στον τομέα μικρογευμάτων, καφενείων (coffeeshops και teashops), λόγω της αύξησης της κατανάλωσης και του τρόπου ζωής της νέας ρωσικής κοινωνίας. Σημαντικές ευκαιρίες παρουσιάζονται και στον τομέα του λιανικού εμπορίου.

Γραφειοκρατία και πολυπλοκότητα νομοθεσίας
Στην αγορά της Ρωσίας υπάρχουν και πολλές προκλήσεις, τις οποίες καλούνται να αντιμετωπίσουν οι επιχειρήσεις που επιθυμούν να εισέλθουν στην αγορά, όπως:
· Η αυξημένη γραφειοκρατία και η πολυπλοκότητα της νομοθεσίας σε τομείς που επηρεάζουν τη λειτουργία και τη δραστηριοποίηση μιας επιχείρησης.
· Δύσκολο σημείο αποτελεί η εξεύρεση των κατάλληλων συνεργατών όπως είναι εισαγωγέας, συνεργάτης αλλά και μάνατζερ, που να γνωρίζει αγγλικά, τα διεθνή λογιστικά πρότυπα και τις διεθνείς επιχειρηματικές πρακτικές.
· Για να επιλεγεί μια ρωσική εταιρεία για συνεργασία, θα πρέπει να γίνεται έλεγχος φερεγγυότητας από ξένες τράπεζες εγκαταστημένες στην αγορά, προς αποφυγή προβλημάτων που σχετίζονται με την έλλειψη ρευστότητας.
· Επίσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι η κυβέρνηση συνεχίζει να αυξάνει τη συμμετοχή του δημόσιου τομέα στις επιχειρήσεις ενέργειας και άλλους στρατηγικούς τομείς της οικονομίας.
ΤΗΣ ΧΡΥΣΩΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ
ΣΗΜΕΡΙΝΗ
 

 

----------------------------------------------

1.9.2009. Κυπριακό και τα αδιέξοδά του

Παραθέτω εδώ δύο πρόσφατες παρεμβάσεις σε ηλεκτρονικό φόρουμ συζητήσεων ακαδημαϊκών (HEC)

 

31.8.2009.

Χωρίς να υπάρχει ανάγκη να επανερχόμαστε σε ζητήματα που εξαντλήθηκαν, επιχειρηματολογικά, προσθέτω μερικά μόνο λόγια.

 

Πρώτον, όλοι θέλουμε «να πάμε πιο κάτω», φτάνει το πιο κάτω να είναι ο γκρεμός της μη βιώσιμης λύσης που θα χειροτερεύει δραματικά το status quo της μετά το 1974 κατάστασης. Ας πούμε ότι όλοι έχουμε καλές προθέσεις αλλά κάποιοι ενδέχεται να κάνουν λάθος εκτιμήσεις και κάποιοι άλλοι ενδεχομένως λίγο ποιο σωστές. Γι’ αυτό καλά κάνουμε να μιλάμε επί της ουσίας. Η ουσία των συζητήσεων τέσσερις δεκαετίες είναι η βιώσιμη λύση και αν κάτι έχουμε να πούμε είναι ο προσδιορισμός της ή αντίστροφα η ανάλυση για το τι δεν είναι βιώσιμη λύση.

Δεύτερον, επί ζητημάτων εθνικής επιβίωσης δεν μπορούμε να στηριζόμαστε σε λανθασμένες εκτιμήσεις. Η ΕΕ δεν προσφέρει ασφάλεια γιατί δεν είναι πολιτικός ή αμυντικός δρων. Είναι όμως ένας εξαιρετικά σημαντικός συλλογικός νομικός δρων του οποίου οι συμπεφωνημένες κανονιστικές διατάξεις είναι υποχρεωτικές για όσους συμμετέχουν και τις δέχονται (συνάμα συνεισφέροντας στην διαμόρφωσή τους) και για όσους θέλουν να ενταχθούν. Πολλοί από εμάς πεισματικά υποστηρίξαμε την ένταξη σε αυτή ακριβώς την νομικοπολιτικά ορθολογιστική και ορθή βάση (βλ. http://www.ifestosedu.gr/63GreekStrategy.htm και http://www.ifestosedu.gr/19AnanKrispisdokimio.htm) και κάποιοι άλλοι (είναι πασίγνωστο ποιοι είναι) την καταπολέμησαν φανατικά. Μιλάμε για την διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα (βλ. ακριβή ορισμό στην διεύθυνση http://www.ifestosedu.gr/32RuleofLaw.htm ), δηλαδή υποχρεωτικό δίκαιο (και όχι κάποια γενικόλογη διάταξη του διεθνούς δικαίου που κάποιοι ερμηνεύουν νομικίστικά) για όλους τους εμπλεκόμενους. Το δικό μας πρόβλημα είναι ότι δεν την διεκδικήσαμε όταν σύντασσαν το σχέδιο Αναν (και γι’ αυτό καλώς απορρίφθηκε) και ότι τώρα δεν την διεκδικούμε στηριζόμαστε σε ψυχολογικές και συναισθηματικές αντιλήψεις. Αντιλήψεις που είναι έωλες γιατί δεν βρίσκονται σε επαφή με τον τρόπο που επιλύονται οι διακρατικές συγκρούσεις (βλ. ανάλυση στην διεύθυνση http://www.ifestosedu.gr/6CyCausesWar.htm ).

Τρίτον, για ένα ακόμη λόγο, επί ζητημάτων εθνικής επιβίωσης δεν μπορούμε αν στηριζόμαστε σε λανθασμένες εκτιμήσεις: Ο Ντενκτάς και η Τουρκία ποτέ δεν ήθελαν διχοτόμηση αλλά μόνο συγκυριαρχία. Αν ήθελαν διχοτόμηση έχουν τα στρατιωτικά, πολιτικά και διπλωματικά μέσα να την επιβάλουν όποτε θέλουν. Δεν είναι του παρόντος, αλλά υπάρχουν αναρίθμητα τεκμήρια που θεμελιώνουν ότι η Άγκυρα θέλει πολιτικοστρατηγικό έλεγχο και όχι ένα ανεξάρτητο κράτος ή την Ελλάδα στα νότιά της. Ο Ντενκτάς και η Άγκυρα ούτε «ανέκαθεν ήθελε διχοτόμηση» ούτε τώρα θέλει διχοτόμηση, και γι’ αυτό επιμένει σε κάποιο σχέδιο Αναν ή παραπλήσιο. Εδώ όμως υπάρχει ένα σταυροδρόμι: Κανείς είτε αρνείται πάση θυσία να ζει σε ένα κράτος όπου η Τουρκία είναι δυναστικά συγκυρίαρχη (προσωρινά) και τελικά κυρίαρχη είτε επιλέγει να ακολουθήσει τον δρόμο της Ίμβρου και της Τενέδου. Αυτή είναι μια φιλοσοφική απόφαση και δεν έχω λόγο αλλά είμαι σίγουρος ότι πολλοί δεν θα ανεχτούν ξανά ξένο ζυγό και θα εξεγερθούν. Αυτή η αντικειμενική παρατήρηση αφορά καίρια την  μελλοντική σταθερότητα στο νησί, κάτι για το οποίο απαιτείται να μιλάμε με προσοχή όταν συζητάμε για λύσεις για το πως «θα πάμε πιο κάτω».

Τέλος, όσον αφορά την κοινωνία των πολιτών, τα  ζητήματα είναι πολύ σύνθετα –ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη την τεκμηριωμένη εμπειρία του πρόσφατου παρελθόντος πολλαπλών παρεμβάσεων ξένων συμφερόντων με ΜΚΟ και με διεισδύσεις στα μέσα ενημέρωσης– και η μόνη εγγύηση είναι η άμεση δημοκρατία αφού υποκινηθεί και πανταχόθεν ενθαρρυνθεί η δραστηριοποίηση των ενδιαφερομένων πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας ούτως ώστε  ως προς το ζήτημα της τελικής λύσης του Κυπριακού και το γεγονός ότι πέραν ξένων συμφερόντων ή κομματικών θέσεων προηγείται και υπερέχει η βούληση των πολιτών. Σε αυτό  βέβαια εμπλέκονται και οι τουρκοκύπριοι. Όμως, οι εμπλεκόμενοι δεν είναι οποιοσδήποτε. Είναι όσοι στην άλλη πλευρά δεν είναι έποικοι ή εγκάθετοι των επεκτατικών συμφερόντων της Άγκυρας.  Δεν λέω ότι αυτό είναι εύκολο αλλά ότι προς τα εκεί θα πρέπει να προσανατολιστεί η προσοχή μας αντί –όπως μερικοί πράττουν– συναναστροφών τρίτου τύπου στο Λήδρα Πάλλας. Συναφώς, μια θεμελιώδης θέση που δεν λαμβάνεται επαρκώς υπόψη είναι το ποιοι απέναντι εκουσίως ή ακούσια είναι όργανο της Άγκυρας. Έτσι, επί μακρόν, κάνουμε διάλογο κωφών ή διάλογο για το τα μάτια του κόσμου (αυτό το ορίζω και ως λαϊκισμό). Προσεκτική ανάγνωση των αναλύσεων στους συνδέσμους που ανέθεσα πιο πάνω ο καλόπιστος θα διαπιστώσει ότι υπάρχουν προσεγγίσεις ειρηνικής επίλυσης οι οποίες ούτε νομικίστικες είναι, ούτε ουτοπικές ούτε λαϊκιστικές. Στηρίζονται στην διεθνή πρακτική: ισορροπία δυνάμεων και κίνητρα διεξόδου προς βιώσιμη λύση στην βάση των εκατέρωθεν εθνικών συμφερόντων που είναι συμβατά με την διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα.  

 

Καταληκτικά: Η ΕΕ δεν προσφέρει ασφάλεια, οι τούρκοι στα κατεχόμενα είναι εκούσια ή ακούσια όμηροι της Άγκυρας, η Άγκυρα δεν θέλει ομοσπονδία ή κάποια βιώσιμη λύση και η συντριπτική πλειονότητα των συνομιλητών μας στο μη ελεγχόμενο από την Κυπριακή Δημοκρατία Τμήμα δεν είναι συνομιλητές αλλά μελλοντικοί δήμιοι. Η κατάσταση δεν είναι εύκολη και η διέξοδος δεν είναι εύκολη γιατί το 2002-4 δεν προσέξαμε (βλ. Ομιλία εις μνήμη Γιάννου Κρανιδιώτη - http://www.ifestosedu.gr/42CYEUKranidiotisMemory.htm ). Δεν διολισθαίνω στον αφορισμό «όσοι δεν προσέξουν παθαίνουν ότι τους αξίζει. Το μεγάλο μας πρόβλημα εσχάτως, όμως, δεν είναι τόσο αυτό όσο το γεγονός ότι μερικοί αγωνιούν να κινηθούν ταχύρρυθμα προς την κατεύθυνση του κρημνού ή να εγκαταλείψουν τις πολυθρόνες τους τις οποίες με τόσο κόπο κατασκεύασαν μετά το 1974 και αντί να συνεχίσουν να αναζητούν μια βιώσιμη λύση ( αυτό εκτιμώ είναι μονόδρομος και οτιδήποτε άλλο αυτοκτονία!)  να αφήσουν (τις «πολυθρόνες» και να καθίσουν πάνω σε ηλεκτρική καρέκλα. Το τι είναι ηλεκτρική καρέκλα νομίζω ότι αναλύθηκε επαρκώς … Θέση μου που ανέλυσα επαρκώς είναι ότι οι επιλογές μας δεν είναι μεταξύ πολυθρόνας και ηλεκτρικής καρέκλας.

 

Συναδελφικά

 

Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων – Στρατηγικών Σπουδών

Πανεπιστήμιο Πειραιώς

www.ifestosedu.gr - info@ifestosedu.gr

 

 

 

27.8.2009.

Αγαπητά μέλη του Φόρουμ,

 

Οι πρόσφατες δηλώσεις πολιτικών προσώπων της Κύπρου για τις ευθύνες του πραξικοπήματος και της εισβολής ενέχουν όχι μόνο μεγάλη ιστορική σημασία αλλά και μεγάλη επιστημονική σημασία. Για να το θέσω διαφορετικά, πριν μερικές δεκαετίες συνάδελφος που έγραφε για την ύφεση (Coral Bell) παρατήρησε πως δεν εξηγείται με λογικούς όρους η αλληλουχία λαθών και παραλήψεων των ελλήνων για να μπορέσουν να εκπληρώσουν τους σκοπούς τους στην Κύπρο. Τώρα, πασίδηλα, ο ιστορικός του μέλλοντος δεν θα μπορεί να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους κατευνάζοντας και υποχωρώντας οι έλληνες προθυμοποιούνται και ανταγωνίζονται αλλήλους προσφέροντας ως δώρο στον εισβολέα τα τετελεσμένα της βίας και συνάμα δικαιολογώντας την μελλοντική τουρκική συγκυριαρχία επί των μη κατεχομένων (που κάθε λογικός γνωρίζει - βλ. Ίμβρος, Τένεδος, Κωνσταντινούπολη 1955–, αναπόδραστα θα οδηγήσει σε πλήρη τουρκική επικυριαρχία).

Όπως υποστήριξα ξανά στο φόρουμ αλλά και με αρθρογραφία, η εκλογή μιας κομματικής κυβέρνησης για σκοπούς διακυβέρνησης δεν της δίνει το δικαίωμα παραβίασης της διεθνούς νομιμότητας και πολύ περισσότερο δικαίωμα κατάλυσης του κράτους. Για ζητήματα εθνικής επιβίωσης ισχύει η άμεση δημοκρατία. Ταυτόχρονα, υποστηρίζεται πως ακόμη και αν η πλειοψηφία αποδεχθεί να κατασταλεί η ελευθερία της κοινωνίας με την υποταγή σε ξένο εισβολέα οι υπόλοιποι δεν είναι υποχρεωμένοι να συνηγορήσουν (η ιστορία τεκμηριώνει ότι έτσι έχουν τα πράγματα σε αναρίθμητες περιπτώσεις και αυτό θα ισχύσει και στην Κύπρο αν κάποιοι μεθοδεύσουν την κατάλυση του κράτους – εξέλιξη που θα δημιουργήσει μια κατάσταση εύκολα προβλέψιμη, δηλαδή, μια χαώδη συγκρουσιακή τροχιά πάνω στην οποία θα είναι δρομολογημένοι οι τούρκοι, οι ελλαδίτες, η ελληνική πλειοψηφία της Κύπρου, οι τουρκική μειονότητα της Κύπρου και οι έποικοι της Κύπρου που πλέον αποτελούν πλειονότητα στα κατεχόμενα). Σε αναφορά με την συζήτηση εδώ, θα ήθελα να κάνω μερικά σύντομα σχόλια:

            Πρώτον, υπενθυμίζω ότι από μεριά νεοελληνικού κράτους επικρατεί σιγή ιχθύος. "Προφητικά" ο ιθύνων νους του Ελιαμέπ Θοδωρής Κουλουμπής σε συζήτηση μαζί μου στην Κυπριακή τηλεόραση αρχές της προηγούμενης δεκαετίας -εγώ υποστηρίζοντας την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ και την αμυντική ενίσχυσή της ως προσεγγίσεις ειρηνικής επίλυσης της διένεξης και αυτός αντικρούοντάς τα-, περίπου "πρόβλεψε" την παρούσα κατάσταση. Του αντέτεινα ότι συνηγορία ή σιωπή σε ένα τέτοιο κατήφορο και παράλειψη αποτελεσματικών διπλωματικών και αμυντικών στάσεων που θα αντιστρέφουν τον κατήφορο σημαίνει «αποδοχή της ευθανασίας ενός μεγάλου κομματιού του ελληνικού έθνους το οποίο, μιας και του αποστέρησαν το αναφαίρετο δικαίωμα αυτοδιάθεσης, νομικά, πολιτικά και ηθικά δικαιούται να διαθέτει το δικό του ανεξάρτητο κράτος». Επιτρέψτε μου να παρατηρήσω ότι ιστορικά, δυστυχώς, καταμαρτυρείται ότι αυτός είναι περίπου ο ρόλος του νεοελληνικού κράτους: Μετά από συρροή λαθών, παραλήψεων και εγκαταλείψεων να αναγνωρίζει το δικαίωμα της πολιτικής ευθανασίας των εκτός συνόρων ελλήνων κτίζοντας έτσι τα σπέρματα ατέρμονων συγκρούσεων. Έτσι, αυτή την στιγμή, πέραν της σιωπής ή τις γενικόλογες δηλώσεις συνηγορίας στην πασίδηλα αδιέξοδη πορεία του κυπριακού , πολύ θα ήθελα να ήξερα ποια είναι η πολιτική της Αθήνας απέναντι στα μεγάλα ζητήματα ζωής ή θανάτου που τίθενται στην Κύπρο. Αφορούν, υπενθυμίζω, εκατοντάδες χιλιάδες έλληνες οι οποίοι με πείσμα και θαυμαστή μέχρις στιγμή αντοχή, τις πέντε τελευταίες δεκαετίες, αγωνίζονται για την ελευθερία τους και τώρα την επιβίωσή τους. Πολύ θα ήθελα επίσης να γνωρίζω τις διπλωματικές προσπάθειες -εκτός και αν είναι "μυστικές"- για μια βιώσιμη λύση απαλλαγμένη εγγυήσεων, στρατευμάτων και βάσεων, για την εφαρμογή δηλαδή της διεθνούς νομιμότητας που αποτελεί αξίωση κάθε βιώσιμου ανεξάρτητου κράτους. Πέραν γενικόλογων δηλώσεων, επίσης, πολύ θα ήθελα να ήξερα τις θέσεις στο υπόλοιπο φάσμα της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Όσον αφορά το δικό μας ακαδημαϊκό χώρο, είναι καιρός να γίνει αντιληπτό από όλους ότι πάγιοι ακαδημαϊκοί κώδικες και δεοντολογίες απαιτούν επιστημονικές θέσεις που οριοθετούνται από την διεθνή νομιμότητα. Το λέω  αυτό γιατί πολλοί ίσως θα διάβασαν την περασμένη εβδομάδα επιστημονικά μεταμφιεσμένες επιφυλλίδες όπου περίπου καλούν την Ελλάδα να εισέλθει με την Τουρκία σε συνομιλίες συγκυριαρχίας στο Αιγαίο επειδή το … θέλουν οι Αμερικάνοι (ασφαλώς, πρόκειται για θλιβερά και αυθαίρετα άλματα συλλογισμών, πλην όμως δεν είναι του παρόντος να σχολιαστούν).

            Δεύτερον, στην στρατηγική ανάλυση, συνηθίζεται να γράφεται πως «όταν πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες μιλούν επί ζητημάτων άμυνας, ασφάλειας και εθνικής επιβίωσης» ακόμη και οι μορφασμοί του προσώπου ενός πολιτικού ή στρατιωτικού ηγέτη προσμετρούν προσθετικά ή αφαιρετικά ενισχύοντας ή αποδυναμώνοντας την αποτρεπτική αξιοπιστία ενός αμυνόμενου κράτους και της κοινωνίας του. Επειδή υπάρχει πληθώρα έγκυρων δημοσιεύσεων που τεκμηριώνει απέραντα το τι έγινε τις δεκαετίες του 1940, 1950 και 1970, γνωρίζουμε σήμερα πολύ καλά ότι τα Βρετανικά και Τουρκικά στρατηγικά σχέδια –που συχνά συνέκλιναν και ακόμη πιο συχνά οι δύο χώρες συνεργάζονταν– το πραξικόπημα ήταν μόνο η αφορμή. Αιτιάσεις υπήρχαν, στηριγμένες βασικά σε ηγεμονικά κριτήρια περί «ζωτικού χώρου», και όπως με τα γεγονότα του 1955 στην Κωνσταντινούπολη και του 1958 στην Κύπρο, δεν ήταν δύσκολο να βρεθούν αφορμές εφαρμογής τους. Το γεγονός ότι ο χουντικός κατήφορος της Αθήνας συμπαρέσυρε την Κύπρο θυματοποιώντας την διπλά, δίνοντας έτσι μια τέτοια αφορμή δεν μπορεί να γίνεται σήμερα βάση ενός πολιτικά αυτοκτονικού και γενικόλογου αφορισμού που εξισώνει και εξομοιώνει το ξενόβαλτο πραξικόπημα της Χούντας με το διεθνές έγκλημα της εισβολής, κατοχής, εκτέλεσης εγκλημάτων πολέμου που συνεχίζονται και κατάργησης ενός κράτους μέλους του ΟΗΕ (δηλαδή, του θύματος που ποτέ δεν επιτέθηκε κατά οποιουδήποτε). Στο ίδιο πλαίσιο, αποτελεί γιγαντιαία αυτιστική ιστορική διαστρέβλωση ο τονισμός μεμονωμένων εγκληματικών δράσεων  μερικών ιδιωτών στην ελληνική πλευρά εν καιρώ πολέμου, για να εξισωθεί με την γιγαντιαία και κρατικά υποκινούμενη-σχεδιασμένη-εφαρμοσμένη εγκληματική δράση των εισβολέων. Τέλος, όσον αφορά το περίφημο ζήτημα των θυμάτων των έξωθεν υποκινούμενων (και κυρίως εκ Τουρκίας) συγκρούσεων των περιόδου 1958-1960 και 1960-64 ο ενδιαφερόμενος μπορεί να βρει αποτελέσματα σύντομης αλλά αποκαλυπτικής έρευνας στο παράρτημα εισήγησής μου στην διεύθυνση http://www.ifestosedu.gr/84ConventionforCyprus.htm (1. Constitutional convention, theprinciplesand the accession into the EU - Appendix: Slaughters”, “killings” and other made up magic stories). Εν τέλει, επιστημονικά και πολιτικά αποτελεί εξόχως ανιστόρητη, μαζοχιστική και αυτιστική θέση ακόμη και η παραμικρή εξίσωση θυμάτων και θυτών μιας διένεξης όπως το κυπριακό που διαρκεί επί πολλές δεκαετίες και για την οποία οι επιτιθέμενοι και οι αμυνόμενοι είναι εξαιρετικά ευδιάκριτοι. Η εισβολή ήταν μια πολύ καλά και από καιρό σχεδιασμένη επιχείρηση στρατηγικής κατάληψης της Κύπρου από την Τουρκία στα πλαίσια αντίστοιχης στρατηγικής συνεννόησης Άγκυρας-Λονδίνου. Ως ακαδημαϊκός θα πρόσθετα ότι οι πολιτικές ηγεσίες της Αθήνας και της Κύπρου είναι καιρός να αξιολογούν σωστά τις αξιόπιστες επιστημονικές μελέτες και να τις χρησιμοποιούν αποτελεσματικά για την στήριξη της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας. Το αντίστοιχο πάθημα του 2003-4 όταν πρωτοεμφανίστηκε το σχέδιο Αναν –και όταν αντί επιστημονικής θεμελίωσης των θέσεών μας στηριχθήκαμε σε γνώμες πολλές από τις οποίες χρηματοδοτούνταν αδιαφανώς– έπρεπε να μας γίνει μάθημα για να φροντίζουμε να τεκμηριώνουμε εκείνες τις θέσεις, τουλάχιστον, οι οποίες είναι συμβατές με την διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα (για να μπορέσουμε, ασφαλώς, να διεκδικήσουμε την εφαρμογή της βλ. http://www.ifestosedu.gr/32RuleofLaw.htm ).

            Τρίτον, μερικές  μόνο λέξεις για την ΕΟΚΑ Β. Αφού υπενθυμίσω αυτό που γράφω πιο πάνω, ότι δηλαδή το πραξικόπημα ήταν μια αφορμή (η μονομερής δράση ούτως ή άλλως αμφισβητείται, όχι μόνο η επί σχεδόν τέσσερεις δεκαετίες παραβίαση της διεθνούς νομιμότητας) που οι Τούρκοι θα εύρισκαν ούτως ή άλλως, και ότι δεν είναι σωστό να γίνονται εξισώσεις ανόμοιων γεγονότων, θα έλεγα ότι η καραμέλα της  ΕΟΚΑ Β είναι μια ακόμη αιτία αυτοτραυματισμού μας. Αν αυτό σημαίνει κάτι, όπως και πολλοί άλλοι ο υποφαινόμενος διώχθηκε από την ΕΟΚΑ Β λίγο πριν την εισβολή. Ο καθείς γνωρίζει, όμως, ότι μόνο ελάχιστα ανώτατα στελέχη της ΕΟΚΑ Β ήταν συνειδητά συνεργάτες της Χούντας και ίσως των αμερικανικών υπηρεσιών – ο αριθμός τους μετριέται στα δάκτυλα του ενός χεριού και στεγάστηκαν σε παρατάξεις που σήμερα φανατικά υποστηρίζουν σχέδια τύπου Αναν. Επίσης, ο καθείς γνωρίζει ότι επί πολλά χρόνια οι νέοι της Κύπρου αφέθηκαν έρμαιο των χουντικών αξιωματικών που υπηρετούσαν στην Κύπρο (γι’ αυτό ευθύνεται η τότε Κυβέρνηση της Κύπρου, ο τότε Πρόεδρος και όλες οι παρατάξεις, πλην, εξ αντικειμένου, αυτής του «γιατρού» Βάσου Λυσσαρίδη ο οποίος σε συνεννόηση με τον πρόεδρο στήριζε το  κράτος και την δημόσια τάξη). Για να είμαι τελείως ακριβής, ακόμη και σημαντικά στελέχη της ΕΟΚΑ Β δέχθηκαν δημόσια ότι αποδείχθηκαν ευκολόπιστοι και αφελείς και ζήτησαν συγνώμη. Τι εξυπηρετεί λοιπόν η μαζοχιστική επίκληση αυτών των ξενόβαλτων συνομωσιών που παρέσυραν μερικά άτομα και πως μπορεί αυτό να εξισώνεται με την γιγαντιαία και εγκληματική επίθεση της Τουρκίας που παραβίασε την διεθνή νομιμότητα και που συνεχίζει να την παραβιάζει επί δεκαετίες!  

 

Τέλος, ιστορικά, μιλώντας, κανείς, έστω και στοιχειωδώς, απαιτείται να τηρεί αναλογίες, να κάνει ιεράρχηση των σημασιών, να αναγνωρίζει κύρια αίτια και παθογένειες και να διακρίνει μεταξύ θυμάτων και θυτών. Αυτά που μαζοχιστικά επικαλούνται σήμερα κάποιοι ως δήθεν αιτίες των προβλημάτων της Κύπρου και της Ελλάδας δεν είναι παρά μόνο γνωστά (και ιστορικά μιλώντας είναι ασήμαντα αν συγκριθούν με τις πραγματικές αιτίες) συμπτώματα και παθολογίες που αποτελούν πάγιο χαρακτηριστικό του νεοελληνικού κράτους. Αντί λοιπόν να εστιάσουμε την προσοχή μας στην αντιμετώπιση του ηγεμονισμού και του αναθεωρητισμού με το να προσκολληθούμε στην διεθνή (και ευρωπαϊκή) νομιμότητα και στα κατοχυρωμένα από αυτή εθνικά μας συμφέροντα, κάποιοι μεγεθύνουν ιστορικά ασήμαντα ζητήματα και συγκρίνουν ανόμοια γεγονότα ζητώντας μας να αυτοκτονήσουμε με το να καταλύσουμε το κυπριακό κράτος. Πράγματι, πρόκειται για μια πρωτοφανή και εξόχως ανορθολογική και παράλογη κατάσταση. Σε κάθε περίπτωση κανένα επιχείρημα δεν είναι θεμιτό όταν –ελέω αβάστακτα απλουστευτικών ιστορικών αναφορών που εξισώνουν θύτες και θύματα– ζητείται να δοθεί ΟΛΟΚΛΗΡΗ, ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΦΟΡΑ, Η ΚΥΠΡΟΣ στην αδηφάγο Τουρκία. Κανένα επιχείρημα δεν είναι θεμιτό όταν ζητείται να καταργηθεί η δημοκρατία, να επιβληθεί ένα μη βιώσιμο διοικητικό σύστημα που θα περιέχει εγγενώς σπέρματα σύγκρουσης, να τεθεί μια κοινωνία υπό την επίβλεψη των ηγεμονικών κρατών που παραβίασαν την ανεξαρτησία της, να κατασταλούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και να καταστεί το νησί αβύθιστο αεροπλανοφόρο των ηγεμονικών δυνάμεων στον ανελέητη και αδιέξοδη γεωπολιτική και γεωστρατηγικη αντιπαράθεσή τους.

            Βεβαία, αποδεικνύεται ότι σε περιπτώσεις τόσο εξόφθαλμων αυτιστικών στάσεων ο καθείς παθαίνει ότι του αξίζει. Τέτοιου μεγέθους σφάλμα –μπροστά στο οποίο το έξωθεν υποκινούμενο πραξικόπημα του 1974 στο οποίο συνέπραξαν μερικές δεκάδες άτομα φαντάζει ασήμαντο– θα προκαλέσει πολλές και αβάστακτες κακουχίες. Τώρα, γιατί κάποιοι το επικαλούνται ζητώντας από μια κοινωνία να αυτοκτονήσει, είναι υπόθεση εκτιμήσεων. Υπόθεση εκτιμήσεων είναι επίσης οι λόγοι για τους οποίους αναμιγνύονται οι απειροελάχιστες μεμονωμένες πράξεις ιδιωτών με τα κρατικά υποκινούμενα εγκλήματα πολέμου της Τουρκίας! Αυτονόητα ο καθείς συνάγει τα δικά του συμπεράσματα και η ελευθερία έκφρασης δεν αμφισβητείται. Όμως, υπάρχει ένα ηθικό όριο της ελευθερίας της έκφρασης που σέβεται την ελευθερία της κοινωνίας (εθνική ανεξαρτησία ενός κράτους-μέλους του ΟΗΕ, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο) την οποία μερικοί συνειδητά ή ανεπίγνωστα ζητούν να καταργηθεί.

 

Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής Διεθνών-Στρατηγικών Σπουδών

Τμήμα Διεθνών  και Ευρωπαϊκών Σπουδών

Πανεπιστήμιο Πειραιώς

www.ifestosedu.gr

 

---------------------------------------------------------------

16.8.2009. Πολιτική και βαρβαρότητα

Τις τελευταίες εβδομάδες δημοσιεύτηκαν δεκάδες εξιστορήσεις των δραματικών γεγονότων που αφορούσαν το πραξικόπημα και την εισβολή στην Κύπρο το 1974. Παραθέτω εδώ χαρακτηριστική αφήγηση 14χρονου αιχμαλώτου κάνοντας συνάμα και την απλή επισήμανση ότι για τις βάρβαρες αυτές πράξεις ευθύνεται το Τουρκικό κράτος. Πιο συγκεκριμένα, από αρχαιοτάτων χρόνων σε κάθε πόλεμο έχουμε τραγικά παρεπόμενα για τα οποία ευθύνονται ιδιώτες που εκτρέπονται για λόγους εκδίκησης (βεντέτες) ή προσωπικής διαστροφής. Εδώ όμως έχουμε μαζικά φαινόμενα για τα οποία ευθύνεται το επίσημο κράτος και για τα οποία πολιτικά και νομικά δεν μπορεί κανείς να κλείνει τα μάτια. Στην Ελλάδα και στην Κύπρο, βεβαίως, ο πολιτικός και πνευματικός μαζοχισμός δεν έχει όρια μιας και αναδεικνύονται οι μεμονωμένες πράξεις Ελλήνων και αποσιωπούνται τα γιγαντιαία εγκλήματα κατά των Ελλήνων.

Π.Ήφ.

Το κείμενο το αναπαράγω από το ινφογνώμων και πρωτοδημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο Κύπρου.

 

Στα 14 του χρόνια έζησε τη βαρβαρότητα, αιχμάλωτος του τουρκικού στρατού

Posted: 15 Aug 2009 08:47 AM PDT

«Τρόμος. Δεν μπορείς να χαρακτηρίσεις με άλλη λέξη την κατάσταση που επικρατούσε στις φυλακές της Τουρκίας. Τι να πω;» Το βλέμμα χάνεται στο κενό και βουρκώνει. Η ψυχή παλεύει με τις τρομακτικές εμπειρίες που βίωσε και στην αφήγηση της ιστορίας ξυπνούν βασανιστικά. Πριν ακόμα γνωρίσει τον κόσμο, έζησε την πιο απάνθρωπη πλευρά της ζωής και την πιο σκληρή της ανθρώπινης φύσης.

Ο εφιάλτης στην Αμάσεια και τα Άδανα

Στα 14 του χρόνια έζησε τη βαρβαρότητα, αιχμάλωτος του τουρκικού στρατού
ΤΟΥΦΡΙΞΟΥΔΑΛΙΤΗ ΦΩΤ. Γ. ΝΗΣΙΩΤΗΣ

«Τρόμος. Δεν μπορείς να χαρακτηρίσεις με άλλη λέξη την κατάσταση που επικρατούσε στις φυλακές της Τουρκίας. Τι να πω;» Το βλέμμα χάνεται στο κενό και βουρκώνει. Η ψυχή παλεύει με τις τρομακτικές εμπειρίες που βίωσε και στην αφήγηση της ιστορίας ξυπνούν βασανιστικά. Πριν ακόμα γνωρίσει τον κόσμο, έζησε την πιο απάνθρωπη πλευρά της ζωής και την πιο σκληρή της ανθρώπινης φύσης. Εκεί που η ζωή αρχίζει να απλώνεται μπροστά σε ένα παιδί, αυτό κλείνεται στα μπουντρούμια μιας φυλακής. Μακριά από τους δικούς του ανθρώπους, με τα βασανιστήρια ψυχής και σώματος να είναι καθημερινοί σύντροφοι, τα όνειρα μετατρέπονται σε πραγματικούς εφιάλτες.
Ο Ανδρέας Σπυρίδης, ήταν τότε 14 χρόνων. Έμελλε όμως να γίνει ένας από τους τραγικούς πρωταγωνιστές της πιο μελανής σελίδας της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας. Ίσως να ήταν και ο πιο μικρός σε ηλικία που βρέθηκε στα χέρια του Αττίλα και έζησε τη φρίκη στα μπουντρούμια των τουρκικών φυλακών. Χωρίς να γνωρίζει τίποτε από πόλεμο, χωρίς να έχει ποτέ πάρει όπλο στα χέρια.
Βρέθηκε μέσα από ατυχείς συγκυρίες στο λάθος σημείο και έγινε θύμα των προθέσεων των εισβολέων. «Είχα πάει στη θεία μου στο Τρεμίθι της Κερύνειας, διότι ήθελα να πάω να δουλέψω το καλοκαίρι με το θείο μου. Καθ’ οδόν έγινε το πραξικόπημα. Ήμασταν στη Λευκωσία, όμως το ραδιόφωνο έλεγε να μην ανησυχεί ο κόσμος και έτσι προχωρήσαμε κανονικά για να πάμε στην Κερύνεια», θυμάται ο Αντρέας, εξηγώντας πώς άρχισε η περιπέτεια του, καθ’ ότι ο ίδιος ήταν από τον Αγρό. «Μετά από λίγες μέρες έγινε η εισβολή και μας βρήκε εγκλωβισμένους στο Τρεμίθι. Δεν μπορούσαμε να φύγουμε. Οι Τούρκοι είχαν καταλάβει το χωριό.
Μετά από λίγες μέρες που είμασταν εγκλωβισμένοι και ενώ γίνονταν οι επιχειρήσεις, μια μέρα μπήκαν μέσα οι Τούρκοι στρατιώτες. Μας μάζεψαν όλους στην εκκλησία. Κάποιους μάθαμε ότι τους σκότωσαν. Συγκεκριμένα, τρία άτομα μιας οικογένειας κοντά στη μάντρα τους που είχαν. Μας άφησαν όμως μετά να επιστρέψουμε στα σπίτια μας.
Ύστερα από καμιά- δυο μέρες αποφάσισαν ότι έπρεπε να μας μετακινήσουν. Μας μάζεψαν ξανά στην εκκλησία του χωριού, ξεχώρισαν τους άντρες που ήταν από μια ηλικία και πάνω. Εγώ ήμουν ψηλός και έδειχνα πιο μεγάλος από την ηλικία μου. Στεκόμουν σε ένα σκαλί του σχολείου και μου φώναξε ένας Τουρκοκύπριος να κατέβω κάτω. Του είπα ότι είμαι μικρός. Του φώναξε και η θεία μου, “μα πού εν πάρεις το μωρό;” “Φερ’ τον κάτω και τούτος τραβά αμάξι”, απάντησε εκείνος».
Ο Γολγοθάς Από εκείνη την ημέρα ξεκίνησε και ο Γολγοθάς της αιχμαλωσίας για τον Ανδρέα. Το γεγονός ότι ήταν μόλις 14 χρονών, δεν έκανε τους Τούρκους στρατιώτες να αλλάξουν γνώμη. Έβαλαν όλους όσους θεωρούσαν ότι έπρεπε να τους πάρουν μαζί τους σε λεωφορεία και τους μετέφεραν στην Αγύρτα, όπου εκεί ήταν κατά κάποιο τρόπο το κέντρο όπου μετέφεραν και άλλους αιχμαλώτους. «Μας έβαλαν μέσα σε μία μάντρα με περίφραξη και μας φυλούσαν όλη νύκτα», θυμάται ο Αντρέας. «Την επόμενη άρχισαν να φέρνουν λεωφορεία και έβαζαν τους αιχμαλώτους μέσα.
Εμένα, επειδή ήμουν μικρός, μαζί με ακόμα 1-2 άτομα που ήταν πάλι μικροί σε ηλικία και τον ιερέα του χωριού, σκέφτονταν τι θα μας κάνουν. Τα λεωφορεία ξεκίνησαν ήδη να φεύγουν με τον κόσμο μέσα. Μετά όμως αποφάσισαν να μας πάρουν κι εμάς και άρχισαν να μας τραβούν ξυπόλυτους όπως είμαστε και να μας βάζουν να τρέχουμε μέσα στις πέτρες και τα αγκάθια, χτυπώντας μας κιόλας για να φτάσουμε τα λεωφορεία να μας βάλουν μέσα. Τελικά μας έβαλαν κι εμάς μέσα στα λεωφορεία και μας πήγαν στο Πέντε Μίλι. Εκεί μας φόρτωσαν πάνω στο πλοίο για να μας μεταφέρουν στα Άδανα.
Όταν μας έβαλαν στο πλοίο κανένας δεν ήξερε πού πηγαίναμε. Μας είχαν δεμένα μάτια και χέρια. Μας κλωτσοκοπούσαν συνεχώς. Όταν είδαμε τη θάλασσα κάτω από τα πόδια μας είπε κάποιος «ρε εν να μας σύρουν μες τη θάλασσα», ένιωσα ένα ρίγος να με διαπερνά μέσα μου και έκαμα κήλη. Το διαπίστωσα όταν επέστρεψα», περιγράφει συγκλονισμένος ο Αντρέας. «Οι δικοί μας το έμαθαν μέσω της εφημερίδας που δημοσίευσε τα ονόματα όσων κατέγραψε ο Ερυθρός Σταυρός.
Αλλά, πολλά ονόματα τα έγραφαν και λάθος. Για παράδειγμα εμένα με έγραψαν Αντρέα Σπυρί, αντί Σπυρίδη. Μέχρι που με είδαν όταν επέστρεψα, σιγουρεύτηκαν ότι όντως ήμουν στις φυλακές αιχμάλωτος», συνεχίζει.
Στα μπουντρούμια
Η άφιξη στις τουρκικές φυλακές ζωντάνεψε τους πιο τρομακτικούς εφιάλτες. Ιδιαίτερα για ένα παιδί που καλά-καλά δεν γνώρισε τον κόσμο. «Φτάσαμε στη Μεσίνα. Μας έβαλαν μέσα σε στρατιωτικά οχήματα. Μας χτυπούσαν συνεχώς από την ώρα που κατεβήκαμε από το πλοίο μέχρι να μας βάλουν στα φορτηγά, τα οποία ήταν κλειστά με τέντες από πάνω και δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε». Αυτή ήταν η πρώτη εικόνα που συνάντησε ο Ανδρέας και οι άλλοι τόσοι Ελληνοκύπριοι αιχμάλωτοι από την Τουρκία. «Προσπαθούσαμε να ανοίξουμε να πάρουμε λίγο αέρα και μας χτυπούσαν κι από πάνω. Δεν μας άφηναν ούτε να αναπνεύσουμε. Τελικά προχωρήσαμε, φτάσαμε στις φυλακές των Αδάνων. Με το που φτάσαμε λυποθύμησα από τη δίψα. Αντί να μου δώσουν νερό να πιω, μου το έχυναν πάνω μου. Τους ζητούσα να μου δώσουν να πιω και δεν μου έδιναν. Μας έβαλαν μέσα στα κελιά της φυλακής κατά 30 άτομα κατά κελί και μείναμε εκεί μερικές βδομάδες μέχρι να μας μετακινήσουν. Όταν έγινε η δεύτερη εισβολή και πήραν κι άλλους αιχμαλώτους, μας πήραν στην Αμάσεια για να φέρουν τους άλλους».
«Ήθελαν να μας λιντσάρουν» Η διαδρομή από τα Άδανα στην Αμάσεια, θα μείνει πάντα χαραγμένη στη μνήμη όλων όσων έζησαν εκείνη τη βαρβαρότητα. «Καθ’ οδόν προς την Αμάσεια βρίσκαμε Τούρκους που μας προπηλάκιζαν και προσπαθούσαν να μας λιντσάρουν.
Στην Τοκκάτ, επειδή μας μετέφεραν με τρένο, έκοψαν οι Τούρκοι κάτοικοι της περιοχής τις γραμμές του τρένου, για να εκτροχιαστεί και να σκοτωθούμε όλοι. Επενέβη ο στρατός και ειδοποίησε το τρένο να σταματήσει. ‘Ομως εκεί που σταμάτησε το τρένο, μας επιτέθηκε ο όχλος και μας πετούσαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Μας έβαλαν μέσα σε λεωφορεία μετά επειδή το τρένο δεν μπορούσε να προχωρήσει.
Εκεί, μας χτύπησαν αλύπητα μέχρι να μπούμε στα λεωφορεία. Φτάσαμε στην Αμάσεια στις φυλακές. Μπήκαμε μέσα με συνοδεία ξύλου». Για καλή τους τύχη, στις φυλακές της Αμάσειας πήγε και τους επισκέφθηκε μια φορά κλιμάκιο του Ερυθρού Σταυρού.
Έτσι μπορούσαν τουλάχιστον να είναι σίγουροι ότι ήταν καταγεγραμμένοι στα αρχεία του Ερυθρού Σταυρού, με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα έφευγαν.
Η ΛΥΤΡΩΣΗ ΚΑΙ Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ τέλειωσε δυόμισι μήνες μετά. Οι εφιάλτες όμως θα συνοδεύουν για πάντα όσους έζησαν στην κόλαση των φυλακών της Τουρκίας. Ο Ανδρέας, λόγω ηλικίας, κατόπιν της συμφωνίας για ανταλλαγή αιχμαλώτων, έφυγε από τις φυλακές από τους πρώτους, όπως προβλεπόταν για τους μαθητές που θα πήγαιναν σχολείο. «Δεν ξέραμε τίποτε για το τι έγινε στην Κύπρο. Μας έφεραν με τα πλοία στην Κύπρο, μας πέρασαν από το Λήδρα Πάλας και απ’ εκεί στην Ξενοδοχειακή Σχολή. Εκεί ήταν το χειρότερο. Ο κόσμος να περιμένει με τις φωτογραφίες στο χέρι, να κλαίνε, να φωνάζουν, να λυποθυμούν και να μας βάζουν τις φωτογραφίες τους μπροστά μας και να μας ρωτούν αν είδαμε τους δικούς τους. Ήταν συγκλονιστικό…»
ΦΩΤΕΙΝΕΣ ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ

«Δύο καλούς αξιωματικούς και γενικότερα ανθρώπους έτυχε να γνωρίσω εκεί», αναφέρει ο Ανδρέας. «Είμαστε κάτω στα μαγειρεία μια μέρα. Άφησαν εμένα και άλλους δυο να καθαρίσουμε. Ο αξιωματικός ρώτησε όταν με είδε πώς και είμαι εκεί. Του εξήγησα την ιστορία και ζήτησε να μου φέρουν να φάω. Κάθισε μαζί μου και με περίμενε να φάω για να μη μου πάρουν το φαϊ μου. Αυτός και ο ένας αξιωματικός που ήταν και γιατρός ήταν καλοί. Οι άλλοι…»
«Το κλάμα του μιτσή»

Η ΕΠΙΣΚΕΨΗτου Ερυθρού Σταυρού στις φυλακές της Αμάσειας, κινητοποίησε τις τουρκικές αρχές που ήθελαν να δείξουν προς τα έξω ένα καλό πρόσωπο. Οι Τούρκοι, για να δείξουν καλό πρόσωπο έδωσαν στους αιχμαλώτους ένα παντελόνι μαύρο να φορέσουν και ένα ζευγάρι παντόφλες και τους έβαλαν να κάνουν μπάνιο.
«Στους διαδρόμους μάς περίμεναν στρατιώτες δεξιά και αριστερά και μας χτυπούσαν», αφηγείται ο Ανδρέας. «Όταν είμαστε μέσα στα λουτρά ήρθε ένας αξιωματικός να επιθεωρήσει. Μόλις έφυγε, οι στρατιώτες μας επιτέθηκαν. Συγκεκριμένα θυμάμαι ένα στρατιώτη με προτεταμένο το χέρι να έρχεται με φόρα κατά πάνω μου για να με χτυπήσει. Έκανα ένα γύρο επί τόπου και κάθισα κάτω. Μόλις που γλύτωσα. Επειδή ήταν και βρεγμένα τα πόδια μου, βγήκε η παντόφλα μου. Ξεκινήσαμε να τρέχουμε για να γλυτώσουμε και βλέπω ότι είμαι με μια παντόφλα. Αν πήγαινα πίσω να την πάρω θα έτρωγα πολύ ξύλο. Άρχισα να κλαίω τότε. Ήμουν και μικρός, μου ήρθε το κλάμα από παράπονο. Μόλις με είδαν να κλαίω σταμάτησαν να μας χτυπούν και πήγα και πήρα την παντόφλα μου. Όταν επιστρέψαμε πίσω στα κελιά μας, οι υπόλοιποι άρχισαν να μου λένε: “ευτυχώς που άρχισες να κλαις ρε μιτσή, γιατί θα μας έσπαζαν από το ξύλο”. Κάποιοι έφαγαν πολύ ξύλο».
ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΜΗΝ ΑΡΡΩΣΤΟΥΣΕΣ

Η εμπειρία όσων χρειάστηκαν να πάνε γιατρό ήταν τραυματική. Η διαδρομή από το κελί στο ιατρείο και αντίστροφα συμπεριλάμβανε έναν άγριο ξυλοδαρμό. «Μια φορά είχα βγάλει ένα εξάνθημα μεγάλο στο χέρι και είχε φουσκώσει», θυμάται ο Ανδρέας. «Μου έλεγαν οι πιο μεγάλοι να πάω στο γιατρό αλλά εγώ δεν ήθελα να πάω γιατί ξέραμε ότι όσοι πήγαιναν γιατρό, καθ’ οδόν τους χτυπούσαν αλύπητα. Επέμεναν όμως άλλοι πιο μεγάλοι σε ηλικία αιχμάλωτοι και το ανέφεραν στους στρατιώτες ότι χρειαζόμουν γιατρό. Δέχθηκαν να πάω γιατρό και με έβαλαν να πάω. Στην έξοδο της φυλακής μέχρι το γιατρό, υπήρχε ένας στρατιώτης και μου φώναξε. Πήγα κοντά. Νόμισα ότι ήθελε να μου μιλήσει. Με ρώτησε από πού είμαι και διάφορα άλλα. Όπως μιλούσαμε, με πήρε από το κεφάλι και με χτύπησε πάνω στη σιδερόπορτα. Τότε γέμισαν τα μάτια μου περισσότερο από παράπονο, παρά από το χτύπημα».

 

 

-----------------------------------------------------------------------

  Συνέντευξη του συγγραφέα και δημοσιογράφου, Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου, στην εφημερίδα «ΑΡΙΣΤΕΡΑ»

 Πριν λίγο καιρό παρουσιάσατε στην Κύπρο το βιβλίο σας «Η Κύπρος σε παγίδα». Πως το υποδέχθηκε η κυπριακή κοινή γνώμη;

Η κυπριακή κοινή γνώμη, όπως και η κοινή γνώμη της Ελλάδας είναι περισσότερο υποψιασμένη από τους πολιτικούς της. Όσο προχωράει η συζήτηση για τα διακυβεύματα στην Κύπρο, τόσο περισσότερο οξύνεται μια αίσθηση ανησυχίας για το τι θα βγει από τις συνομιλίες της Λευκωσίας, για τη βάση αυτών των συνομιλιών, μια βάση που, αν πιστέψουμε τις δημοσκοπήσεις, δεν βρίσκει σύμφωνο τον κυπριακό λαό και εγείρει και ένα ουσιαστικό ζήτημα δημοκρατίας, γιατί ο κ. Χριστόφιας εξελέγη για να κυβερνήσει το κράτος, όχι για να το αλλάξει. Πρόεδρος είναι, όχι συντακτική ή αναθεωρητική συνέλευση και νομίζω καλό θα ήταν και για τον ίδιο να προκηρύξει ένα δημοψήφισμα για να αποφασίσουν οι Ελληνοκύπριοι τι είδους λύση θέλουν.  

Όσο για την Ελλάδα, τείνουμε να αποδεχθούμε ότι το ζήτημα αυτό αφορά μόνο την Κύπρο, υπάρχει και μια αίσθηση κόπωσης, και μια προσπάθεια των πολιτικών δυνάμεων να φορτώσουν στον Χριστόφια μια λύση που γνωρίζουν ότι δεν θα είναι καλή. Στην πραγματικότητα όμως ότι συμφωνηθεί στην Κύπρο θα έχει κολοσσιαίες συνέπειες για την Ελλάδα. Αν συμφωνηθεί στην Κύπρο μη βιώσιμη λύση, τότε οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές για τον ελληνικό λαό στο σύνολό του, ιδιαίτερα για την αριστερά και κεντροαριστερά αν επωμισθούν την ευθύνη τέτοιων λύσεων. Θα υποστούν αυτό που υπέστη η ελληνική Δεξιά μετά το 1960 και το 1974, όταν οι συνθήκες της Ζυρίχης και η όλη πολιτική της οδήγησε στην τραγωδία της τουρκικής εισβολής.

 Τι σας ανησυχεί στη βάση των διαπραγματεύσεων;

 Το πρώτο που με ανησυχεί είναι η υποχρεωτική εναλλαγή Έλληνα και Τούρκου Προέδρου, που είναι μάλιστα πρόταση Χριστόφια. Κανένα κράτος δεν μπορεί να λειτουργήσει έτσι. Ο Πρόεδρος του κράτους πρέπει να εκφράζει την ενότητα του κράτους και του λαού, το σύνολο των πολιτών, ανεξαρτήτως εθνότητος ή θρησκεύματος. Είναι στοιχειώδες. Φανταστείτε π.χ. αν το 1963 ή το 1974, στις κρίσεις, ήταν Τούρκος Πρόεδρος αντί για τον Μακάριο. Θα έπαιρνε το κράτος, αφού θα ήταν ο νόμιμα διεθνώς αναγνωρισμένος Πρόεδρος και θα το εκπροσωπούσε διεθνώς. Δεν αντιλαμβάνομαι επίσης τη στάθμιση των ψήφων ανάλογα με την εθνότητα. Το ΑΚΕΛ λέει ότι είναι  αριστερό. Είναι δυνατόν ένας αριστερός να συμφωνεί να μετράνε περισσότερο οι τουρκικές από τις ελληνικές ψήφους; Υπάρχουν διακόσια κράτη στον κόσμο με μειονότητες. Έχουν εφαρμοσθεί πουθενά τέτοιες εξωφρενικές ρυθμίσεις; Όσως μόνο στον Λίβανο, με τα αποτελέσματα που γνωρίζουμε.  

Η δική μου κριτική και στο σχέδιο Ανάν και στις σημερινές προτάσεις Χριστόφια, δεν είναι ότι δίνουν πολλά στους Τούρκους και λίγα σους Έλληνες. Αυτό έχει σημασία, γιατί μια λύση για να λειτουργήσει πρέπει νάχει το στοιχείο της δικαιοσύνης. Το κύριο πρόβλημα όμως είναι ότι συζητάνε πράγματα που θα αποδειχθούν μη βιώσιμα και θα κινδυνεύσουν να οδηγήσουν σε συρράξεις και μεταξύ Ελληνοκυπρίων και μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, με ότι συνεπάγεται αυτό για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αντί να λύσουν το κυπριακό, θα το ξανανοίξουν με πολύ χειρότερους όρους τόσο για τους Ελληνοκύπριους, που είναι αδερφέ το 80% του πληθυσμού, κοντεύουμε να ντρεπόμαστε να το πούμε, όσο και για το σύνολο του ελληνικού λαού.

 Ποια θεωρείτε βιώσιμη λύση;

 Όπως αντιλαμβάνεσθε, το αν και ποιά λύση θα βρεθεί δεν εξαρτάται μόνο από μία πλευρά. Κατά τη γνώμη μου, μια λύση για να είναι βιώσιμη, για να οδηγεί δηλαδή σε ειρήνη και όχι σε πόλεμο, θα πρέπει να διατηρεί τους Ελληνοκύπριους υπό προστασία κανονικού κράτους. Βεβαίως μπορεί κάποιος να κάνει μία εισβολή σε ένα κράτος ανεξάρτητο κλπ. Αλλά πολιτικά αυτό είναι πολύ δύσκολο εγχείρημα. Είναι τελείως διαφορετικό το κράτος να έχει στο εσωτερικό του, στο σύνταγμά του και στις διεθνείς συνθήκες που έχει υπογράψει, το σπέρμα αδιεξόδων που μπορούν να προκαλέσουν εθνοτική διαμάχη ή ξένη επέμβαση ή να συνομολογήσει το ίδιο δικαίωμα τρίτων να επέμβουν. Γιατί η «λύση» που δόθηκε στο κυπριακό πρόβλημα το 1960 κατέρρευσε με πόλεμο; Για δύο λόγους. Ο ένας ήταν ότι το σύνταγμά αυτό, όπως λένε και οι πιο διαπρεπείς άγγλοι συνταγματολόγοι ήταν απολύτως ανεφάρμοστο γιατί παραχωρούσε στη μειονότητα βέτο σε κάθε ζήτημα. Και δεύτερον διότι με τις συνθήκες εγγυήσεως και συμμαχίας που υπεγράφησαν στη Ζυρίχη και στο Λονδίνο, η Τουρκία είχε δικαίωμα επέμβασης στην Κύπρο. Μπορεί να έκανε κατάχρηση του δικαιώματος αυτού. Αλλά αν δεν υπήρχε το δικαίωμα θα ήταν πολιτικά πολύ δυσκολότερη μία εισβολή.

 Κανονικό κράτος σημαίνει ότι δικαίωμα αποφάσεων επί του πληθυσμού έχουν μόνο οι εκλεγμένοι εκπρόσωποί του. Αυτό καταργούσε το σχέδιο Ανάν, που υπήγαγε την εκτελεστική, δικαστική και νομοθετική εξουσία σε τρεις ξένους δικαστές που θα διόριζε ο Ανάν και θα διόριζαν τους διαδόχους τους! (και μαζί καταργούσε τη διάκριση των εξουσιών και την ανεξαρτησία του «κράτους»). Είναι απορίας άξιο μάλιστα πως βρέθηκαν άνθρωποι που λένε ότι ανήκουν στην αριστερά, να συμφωνήσουν με τέτοιες ρυθμίσεις, που απορρίπτει οποιοσδήποτε δημοκράτης. Γιατί καταργούσε τη δημοκρατία το σχέδιο Ανάν; Γιατί στην Κύπρο, λένε, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί η αρχή της ισότητας των πολιτών, ούτε ο ορισμός του Θουκυδίδη για τη δημοκρατία (το των πλειόνων κράτος), επειδή αντιφάσκοιυν προς την ισότητα των κοινοτήτων, δηλαδή την ισότητα μειοψηφίας και πλειοψηφίας. Πρέπει να προστατεύονται οι μειοινότητες, δεν μπορεί όμως εν ονόματι αυτής της προστασίας να καταργείται ο κανόνας της πλειοψηφίας γιατί ένα τέτοιο καθεστώς ονομάζεται δικτατορία. Το κράτος των συμφωνιών του 60 δεν μπορούσε να λειτουργήσει γιατί προβλεπόταν γενικό βέτο της μειονότητας – τώρα δεν προβλέπουν ούτε καν βέτο για την πλειονότητα! Ο κ. Χριστόφιας επιχειρεί να τετραγωνίσει τον κύκλο, συμβιβάζοντας την ισότητα των πολιτών με την ισότητα μειοψηφίας-πλειοψηφίας και το αποτέλεσμα είναι τερατογέννεση! Εναλλάξ πρόεδρος, σταθμισμένη ψήφος, πάλι ξένος δικαστής, που είχε υποσχεθεί ότι δεν θα υπήρχε, ένας διαδικαστικός δαίδαλος που εγγυάται κατάρρευση εντός έξη μηνών και πάντως αντιπαράθεση, όχι συμφιλίωση κοινοτήτων.

 Δεύτερο, όπως κάθε κανονικό κράτος πρέπει να έχει δικαίωμα και μέσα να ασκήσει την κυριαρχία του και να αμυνθεί. Λέει οι κ. Χριστόφιας μία κυριαρχία, αλλά οι προτάσεις προβλέπουν δύο κράτη με δύο αστυνομίες, που θα είναι στην πραγματικότητα μασκαρεμένοι στρατοί, ενώ δεν προβλέπει δικαίωμα και μέσο αυτοάμυνας της Δημοκρατίας. Φτάσαμε στον τραγέλαφο η ελληνική πλευρά, θύμα εισβολής και εθνοκάθαρσης, να ζητάει αποστρατιωτικοποίηση της Κύπρου. Να ζητάει δηλαδή την κατάργηση του δικαιώματός της να αμυνθεί. Σε αυτό το είδος ραγιαδισμού και υποτέλειας έχουμε φτάσει και δυστυχώς υπάρχουν και δυνάμεις που αυτοκαλούνται αριστερές και έχουν συμφωνήσει με τέτοιες ρυθμίσεις. Χωρίς μάλιστα να θέτουν το ζήτημα του βρετανικού στρατού που θα παραμείνει στο υποτίθεται  αποστρατιωτικοποιημένο νησί. Ο κ. Χριστόφιας πήγε μετά την εκλογή του στο Λονδίνο και υπέγραψε μνημόνιο που διαιωνίζει την κυριαρχία των Βάσεων και αναγνωρίζει τις συνθήκες Λονδίνου και Ζυρίχης, που δεν ενέκρινε ποτέ ο κυπριακός λαός! Μην έχοντας κοινά σχολειά και κοινό στρατό, με διαφορετική ιστορική συνείδηση και με δαιδαλώδη λαβύρινθο συντάγματος και νόμων,  όπου τα πάντα θα αποφασίζονται επί τη βάσει της εθνότητας, λες και είμαστε στη Νότιο Αφρική, είναι προφανές ότι Έλληνες και Τούρκοι δεν θα συμφιλιωθούν ποτέ. Αυτή η λύση είναι μετααποικιακή, θέλει να διαιωνίσει την αντιπαράθεση για να επιτρέψει στον αποικιοκράτη, Βρετανία και ΗΠΑ, να διαφεντεύουν το νησί ως επιδιαιτητές. Και φυσικά τέτοιες λύσεις έχουν τόση σχέση με την αριστερά, όση και ο φάντης με το ρετσινόλαδο.

 Θα πουν βέβαια οι φίλοι του ΑΚΕΛ ότι, τι να κάνουμε, εδώ που φτάσαμε, πρέπει να κάνουμε οδυνηρό συμβιβασμό, να τελειώνουμε. Σύμφωνοι, άμα ο κυπριακός λαός και ο ελληνικός λαός το θέλουν, ας τον κάνουν τον συμβιβασμό, όχι όμως συνθηκολόγηση. Ας κάνουν σκόντο στις αρχές αυτές στη ζώνη που θα αποφασίσουν να δώσουν στους Τουρκοκύπριους. Όχι όμως στην ελληνοκυπριακή. Το ξαναλέω ακόμα μια φορά. Αν αναγνωριστεί σε τρίτους, ξένους δικαστές, ξένες χώρες, εναλλάξ προέδρους, οποιονδήποτε πέραν των αιρετών εκπροσώπων, δικαίωμα επέμβασης και στερηθούν οι Ελληνοκύπριοι από το δικαίωμα και το μέσο της κυριαρχίας και της αυτοάμυνας, τότε, αργά ή γρήγορα, ο πληθυσμός θα έρθει σε σύγκρουση με αυτούς που θάχουν νόμιμο πλέον δικαίωμα να ασκούν κυριαρχία πάνω του. Δεν έχουν μεταβληθεί οι Κύπριοι, η Τουρκία, οι ΗΠΑ και η Βρετανία σε αγγέλους.

 Σήμερα υπάρχει μια ισορροπία στην Κύπρο ανάμεσα στην ισχύ της Τουρκίας και των αποικιακών δυνάμεων από τη μια και τη δύναμη του δικαίου της πλειοψηφίας από την άλλη. Αν καταργήσουν οι Ελληνοκύπριοι με την ψήφο τους τα αυτονόητα δικαιώματά τους θα καταστρέψουν αυτή την ισορροπία και αυτό θα δημιουργήσει μια ανισορροπία που είναι βασική προϋπόθεση πολέμου. Επιπλέον οι Ελληνοκύπριοι είναι μαθημένοι να ζουν σε σχετικά κανονικό κράτος, θα υπάρξει λοιπόν μια μερίδα του πληθυσμού που θα αντιδράσει σε τέτοιο σχέδιο και μπορεί να ξανάχουμε τα «καλά» της περιόδου 1972-1974!  

Οι συνέπειες τέτοιων τυχοδιωκτισμών δεν θα περιορισθούν στην Κύπρο, που είναι πολύ μεγάλη για να γίνει ειρηνικά Ίμπρος ή Τένεδος. Η Ελλάδα θα γίνει όμηρος μιας κακής λύσης, γιατί θα βασίζεται στην καλή θέληση της Άγκυρας και των δυτικών, να μην πάθουν τίποτα οι Ελληνοκύπριοι. Όχι συμφωνίες για αγωγούς με τον Πούτιν, ούτε την κυριαρχία της στο Αιγαίο και τη Θράκη δεν θα μπορεί να ασκήσει!

 Μιλώντας για την αριστερά, πως βλέπετε την στάση της στο ζήτημα;

 Η ισότητα είναι στο κέντρο της αριστερής ιδεολογίας. Δεν μπορεί ένας αριστερός να δέχεται ότι η ψήφος του Έλληνα και η ψήφος του Τούρκου θα μετράνε διαφορετικά, ούτε θα ζητήσουμε συγγνώμη γιατί οι Έλληνες είναι 80% του πληθυσμού! Σας θυμίζω εδώ τη θέση του Λένιν, που τάχθηκε υπέρ της αυτοδιάθεσης των εθνών μέχρι και του κρατικού αποχωρισμού: «Πάλη ενάντια στα προνόμια και τη βία του έθνους που καταπιέζει, καμία ανοχή της επιδίωξης προνομίων από το καταπιεζόμενο έθνος». Αυτή είναι η αριστερή άποψη που εμπεδώνει τη δικαιοσύνη, δημιουργεί δυνατότητες ώσμωσης των εθνικών ομάδων, υπέρβασης και όχι διαιώνισης του εθνικού ανταγωνισμού.

 Ο κ. Χριστόφιας επισημαίνει συχνά τις ευθύνες των εθνικιστών, των σοβινιστών, της ΕΟΚΑ Β΄ κλπ. Ωραία όλα αυτά, αλλά δεν πρέπει να τα βάζουμε μόνο με τα συμπτώματα, πρέπει να βλέπουμε και τα αίτια. Το αίτιο της ανάπτυξης του εθνικισμού, του σοβινισμού και της ακροδεξιάς στην Κύπρο ήταν ιστορικά η μη εκπλήρωση των θεμιτών εθνικών πόθων των Ελληνοκυπρίων, η ματαίωσή τους, που δημιούργησε το πολιτικό έδαφος για την εκμετάλλευση από την ακροδεξιά και τις ξένες υπηρεσίες. Και να σας πω εδώ και μια υποψία μου. Βλέπω αυτή την υποστήριξη προς τη συζητούμενη λύση από κύκλους της σκληρής κυπριακής δεξιάς και ακροδεξιάς. Τι έγιναν αυτοί, φίλοι των Τουρκοκυπρίων; Όχι βέβαια, ούτε να τους μυρίσουν δεν θέλουν. Ενδεχομένως σκέφτονται ότι υποστηρίζοντας τη συζητούμενη λύση κάνουν το χατίρι των Αγγλοαμερικανών, που θέλουν να βγάλουν το κυπριακό από τη μέση της τουρκικής ένταξης, και να δώσουν από τώρα τη μισή ψήφο της Κύπρου στην Τουρκία. Στη συνέχεια, όταν καταρρεύσει η λύση, θα φορτώσουν τις ευθύνες στο ΑΚΕΛ και θα μείνουν εθνικιστικά αφεντικά, με τη συνδρομή των Αγγλοιαμερικανών, στη μισή Κύπρο. Το βέβαιο πάντως είναι ότι, όχι μόνο στην Κύπρο, και στην Ελλάδα, αν η αριστερά αφήσει το έργο της υπεράσπισης των συμφερόντων του ελληνικού λαού διεθνώς στην άκρα δεξιά, τότε θα προσφέρει ιστορική υπηρεσία και στην ακροδεξιά και στον νεοφασισμό.

 Η ηγεμονία της ελληνικής Δεξιάς στην Ελλάδα κατέρρευσε εξαιτίας της πολιτικής της στο κυπριακό. Αν η ελληνική και κυπριακή αριστερά-κεντροαριστερά επωμισθούν ρυθμίσεις που κινδυνεύουν να προκαλέσουν νέα τραγωδία, θα έχουμε ένα 1974 από την ανάποδη! Δεν θα επιβιώσει πολιτικο-ιδεολογικά μια παράταξη αν συμβάλει σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα, όπως δεν επιβίωσε το ΚΚΕ από τη συμφωνία της Βάρκιζας ή το ΚΚΣΕ από τη διάλυση της ΕΣΣΔ.

Ελπίζω ότι δεν θα ζήσουμε τέτοιες καταστάσεις. Είμαι πολύ ευχαριστημένος γιατί πριν μερικές μέρες, ο πρόεδρος της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ, ο Αλέκος Αλαβάνος, που μού ‘κανε μεγάλη τιμή παρουσιάζοντας το βιβλίο μου στην Αθήνα, έσπασε την αφωνία της ριζοσπαστικής αριστεράς στην εξωτερική πολιτική ζητώντας  να παγώσει η ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας, που πράγματι έχει φτάσει σε σημεία σουρεαλισμού.

Γιατί σουρεαλισμού;

 Γιατί μιλάμε για χώρα που δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία, κατέχει στρατιωτικά τμήμα της, παραβιάζει όλες τις αποφάσεις του ΟΗΕ, στέλνει πολεμικά πλοία να δημιουργήσουν επεισόδια στην Πάφο και το Καστελόριζο, κάνει ασκήσεις βομβαρδισμού και φωτογραφίζει ελληνικά νησιά, το Αγαθονήσι, το Φαρμακονήσι, τους Φούρνους, διατηρεί casus belli κατά της Ελλάδος, διατηρεί απέναντι από τη Σάμο και τη Μυτιλήνη τον μεγαλύτερο αποβατικό στόλο στον κόσμο!  Και τα θύματα αυτών των πολιτικών δεν περνάει μέρα που να μην πούνε ότι υποστηρίζουν την ένταξή της στην ΕΕ. Όχι γιατί κανείς στην Ελλάδα πιστεύει σε μια τέτοια πολιτική, όχι γιατί οι πολίτες της Ελλάδας και της Κύπρου την υποστηρίζουν στην πλειοψηφία τους, αλλά γιατί αυτό επιθυμεί η Ουάσιγκτον!  

 Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ θα  βοηθήσει στην επίλυση των διαφορών.

 Και τότε γιατί η Τουρκία έχει αποθρασυνθεί από τότε που η Ελλάδα άλλαξε τη θέση της και αποδέχτηκε την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων; Σε τι βοήθησε αυτό την επίλυση των διαφορών; Χειρότερες τις έκανε! Γιατί η Τουρκία αντελήφθη ότι η ελληνική υποστήριξη στην ένταξή της είναι προϊόν φόβου και υποτέλειας και νομίζω ότι εδώ ο φόβος χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει και οργανώσει την υποτέλεια. Αν η Ελλάδα, και η Ευρώπη εδώ που τα λέμε, σεβόντουσαν τον εαυτό τους θα έθεταν τον τερματισμό της κατοχής και της απειλής ως προαπαιτούμενο οποιασδήποτε ενταξιακής πορείας. Αφού η Τουρκία βλέπει ότι εμείς, η άρχουσα τάξη μας δηλαδή και το πολιτικό προσωπικό μας, δεν διαθέτει αυτοσεβασμό, δεν θα μας σεβαστεί περισσότερο από όσο εμείς τον εαυτό μας! Θα επιδιώξει να μπει με το σύνολο των διεκδικήσεών της στην Ένωση και να επιβάλει την ικανοποίησή των αξιώσεών της μέσα σε αυτή, αφού η ένταξη θα της προσφέρει πολύ μεγαλύτερο πολιτικο-διπλωματικό βάρος.

 Λένε βέβαια ότι η ένταξη θα κάνει την Τουρκία δημοκρατία και θα αδυνατίσει τον ρόλο του στρατού. Πρόκειται για σύγχυση αιτίου και αιτιατού. Η δύναμη του στρατού στην Τουρκία αντανακλά διάφορους ιστορικούς, κοινωνικούς και διεθνείς παράγοντες, δεν έχει σχέση όμως κατ’ ανάγκη με τον επεκτατισμό. Οι στρατιωτικοί οι μάλλον συντηρητικότεροι στο τουρκικό κατεστημένο, αυτοί που θέλουν λιγότερες περιπέτειες. Με ισχυρούς πολιτικούς πρωθυπουργούς υπήρξαν τα μεγαλύτερα προβλήματα στα ελληοτουρκικά. Ο Ερμπακάν ζητούσε το 1974 την κατάληψη όλης της Κύπρου. Ο Ερντογάν σήμερα διεκδικεί την κληρονομιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επιδιώκοντας να συνθέσει τη δύναμη εθνικιστικής και ισλαμικής ταυτότητας. Από την αρχαία Αθήνα μέχρι τις ΗΠΑ και τη Βρετανία σήμερα, δημοκρατίες, με τη συμβατική τουλάχιστον έννοια του όρου, ξεκίνησαν τις μεγαλύτερες εισβολές και σφαγές στην ιστορία.

 Μήπως άλλωστε η συμμετοχή Ελλάδας και Τουρκίας στο ΝΑΤΟ απέτρεψε τη σύγκρουση στην Κύπρο; Η από κοινού συμμετοχή σε έναν οργανισμό όπως η ΕΕ δεν εξασφαλίζει την ειρήνη. Η ένταξη όμως της Τουρκίας καθιστά δυσμενέστερο τον συσχετισμό δυνάμεων για την Ελλάδα. Αν σήμερα η Τουρκία δοκιμάσει να επιτεθεί, θα είναι επίθεση κατά ευρωπαϊκής χώρας. Αύριο θα είναι διαμάχη δύο ευρωπαϊκών χωρών.  

Κοιτάξτε, εγώ διαφωνώ γενικότερα με την πολιτική της διεύρυνσης της ΕΕ, γιατί η διεύρυνση είναι, μαζί με την αέναη απελευθέρωση των αγορών, κατεξοχήν εργαλείο εμπέδωσης ενός νεοφιλελεύθερου και ατλαντικού οικοδομήματος στην Ευρώπη, μιας «αυτοκρατορίας», όπως την ονόμασε ο Μπαρόζο, ιδεολογικού και οικονομικού παραπληρώματος του ΝΑΤΟ. Οι Ευρωπαίοι πολίτες το καταλαβαίνουν ενστικτωδώς. Δεν το καταλαβαίνει η ευρωπαϊκή αριστερά, δυστυχώς και στην ριζοσπαστική συνιστώσα της, με ελάχιστες εξαιρέσεις όπως ο Λαφονταίν ή ο Φαμπιούς. Αφήνει έτσι ένα τεράστιο πεδίο να το εκμεταλλευθεί η δεξιά και ακροδεξιά. Αυτός ήταν βασικός λόγος που βγήκε ο Σαρκοζί.

 Πρέπει να είμαστε σοβαροί. Η ανατολική Ευρώπη μπήκε χωρίς να υπάρχει καμία προϋπόθεση ομαλής ενσωμάτωσης και εναρμόνισης προς τα πάνω των κοινωνικών, των οικολογικών στάνταρ, χώρια του ότι φέρονται ως αμερικανικά προτεκτοράτα. Αν θέλουμε να διαλύσουμε την Ευρώπη ως δυνάμει χειραφετήσιμο και να υπονομεύουμε το κοινωνικό κράτος της Δυτικής Ευρώπης αυτός είναι ο τρόπος να το κάνουμε. Και γι’ αυτό υποστηρίζουν με τόσο φανατισμό τη διεύρυνση Βρετανία, ΗΠΑ και Ισραήλ, που είναι μια κρυφή υπερδύναμη και θέλει να μπει κι αυτό μετά την Τουρκία. Αλλά τι δουλειά έχει αυτό με την αριστερά; Δεν λέω ότι δεν θα μπορούσε υπό άλλους όρους και άλλες πολιτικές να γίνει διεύρυνση, αλλά αυτό θα προϋπέθετε μία αποσαφήνιση σε προοδευτική κατεύθυνση του ευρωπαϊκού σχεδίου, ριζική αλλαγή του μοντέλου της ΕΕ, σχέδιο Μάρσαλ κλπ. Σήμερα έχουμε ένα αντιδραστικό ευρωπαϊκό σχέδιο, που γίνεται πιο αντιδραστικό με κάθε νέα ένταξη.

 Σήμερα γίνεται μια σύγκρουση στην Ευρώπη. Υπάρχουν δυνάμεις που, με τρόπο ασυνεπή βεβαίως, δεδομένης και της ταξικής τους φύσης, τάσσονται υπέρ μιας πιο ανεξάρτητης Ευρώπης. Υπάρχει μια κοινή γνώμη που αντιδρά ενστικτωδώς στη διεύρυνση, που, στο κάτω-κάτω, είναι μια απόφαση που οφείλουν να πάρουν οι λαοί, ανεξαρτήτως του τι πιστεύουμε εμείς. Η Ελλάδα, η αριστερά της, με ποιό στρατόπεδο έχει συμφέρον να συμμαχήσει; Με τους Αγγλοαμερικανούς και την «αυτοκρατορία», ή με όσους, έστω ασυνεπώς, θυμούνται ακόμα την ιδέα της ανεξάρτητης Ευρώπης, ή εκφράζουν την αντίθεση των λαών στη διεύρυνση, που είναι ουσιαστικά αντίσταση στην παγκοσμιοποίηση, ενστικτώδης προσπάθεια προστασίας ενός εθνικού πλαισίου που εξασφαλίζει κάποια δημοκρατία και κοινωνική προστασία;

 Ένα μεγάλο ζήτημα για την αριστερά σήμερα είναι το πως αντιλαμβάνεται τον διεθνισμό...

 Η λέξη διεθνισμός προϋποθέτει έθνη. Διότι υπάρχει μια θεωρία ότι είναι αυθαίρετα. Μια χονδροειδής αφομοίωση του μαρξισμού λέει ότι όλα είναι παραγωγική βάση, ο καπιταλισμός χρειάζεται φαντασιώσεις,  μία από τις οποιίες είναι το έθνος. Αλλά δεν υπήρχε καπιταλισμός στην εποχή του Ηροδότου! Στην Ελλάδα έχουμε πολλά αυθαίρετα, νομίζουμε ότι και οι έννοιες και τα πάντα είναι αυθαίρετα. Αυτός είναι, για όσους ενδιαφέρονται για μαρξιστικές εξηγήσεις, ο πραγματικός τρόπος που το υλικό οικοδόμημα, τα ευρωπαϊκά προγράμματα δηλαδή και η υπόσχεση μιας καλής καριέρας, επηρεάζουν το «εποικοδόμημα», τις ιδέες των επαγγελματιών εξ οφίτσιο διανοουμένων. Για να ξαναγυρίσω στην ερώτηση, διεθνισμός σημαίνει να  ενώσουμε τα έθνη, σε συνεργασία και όχι αντιπαράθεση. Για να το κάνουμε, πρέπει να λύσουμε δίκαια τις διαφορές τους, όχι να πριμοδοτήσουμε την καταπίεση του ενός από το άλλο. Γιατί οι Έλληνες της Κύπρου να μην έχουν τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται σε όλους τους λαούς, πρέπει μήπως να ζητήσουν συγγνώμη γιατί είναι 80%; Όταν μάλιστα κομμουνιστές δώσανε τη ζωή τους για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα που ήταν μια άσκηση του δικαιώματος για την αυτοδιάθεση. Όταν ο μεγάλος Τούρκος ποιητής και κομμουνιστής Ναζίμ Χικμέτ καλούσε τους συμπατριώτες του να μην αντιτάσσονται στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου.   

 Υπάρχει και ο «διεθνισμός της αυτοκρατορίας», για τον οποίο κάθε εθνικισμός που αντιτάσσεται, ο ρώσικος, ο σέρβικος, ο ιρανικός, ο παλαιστινιακός είναι κακός, κάθε εθνικισμός που συμμαχεί, ο γεωργιανός π.χ. είναι  καλός. Ακούμε πολλά για εθνικισμούς, δεν ακούμε ποτέ τίποτα για αμερικανικό ή βρετανικό εθνικισμό, για εβραϊκό φονταμενταλισμό; Αυτές οι δυνάμεις που επιδιώκουν να χτυπήσουν το έθνος-κράτος για να θεμελιώσουν μία παγκόσμια δικτατορία «των αγορών», ολοκληρωτική «αυτοκρατορία της παγκοσμιοποίησης». Αυτού του είδους η ένωση των εθνών, αυτού του είδους ο «διεθνισμός» είναι βαθιά αντιδραστικός και αντιδημοκρατικός.

 Πρέπει να ορίσουμε τις έννοιες. Δεν μπορούμε να εξισώνουμε αποικιοκράτες και αποικιοκρατούμενους, θύτες και θύματα, καταπιεστές και καταπιεζόμενους. Ιδιαίτερα πρέπει να το κάνουμε σε μία χώρα όπου το επαναστατικό, δημοκρατικό, πληβειακό, κοινωνικό στοιχείο, από τον Κολοκοτρώνη μέχρι το δημοψήφισμα του 2004 στην Κύπρο ήταν αυτό που αντιστάθηκε κυρίως στις ξένες επιβουλές, μια χώρα που της ζητάνε εθνικά επώδυνες και αντιδημοκρατικές ρυθμίσεις και «προσαρμογές» και η άρχουσα τάξη της οποίας είναι χαρακτηριστικά απρόθυμη να την υπερασπιστεί; ‘Η μήπως η αριστερά θα μπορέσει να κάνει προοδευτικότερη πολιτική, αν η Ελλάδα και η Κύπρος γίνουν προτεκτοράτα;

 Τα τελευταία χρόνια, λυπάμαι και ντρέπομαι που το λέω, αναπτύχθηκε στη χώρα μας ένα είδος αντιθενικιστικής «αριστεράς», αμερικανικής στην πραγματικότητα «αριστεράς». Ελπίζω ότι πρόκειται περί λάθους και ιδεοληψίας. Αλλά δεν είναι δυνατόν να διαβάζω, σε μια χώρα που η αριστερά της έδωσε ποτάμια αίματος για την υπεράσπισή της, που ηγήθηκε της εθνικής αντίστασης, που υπέστη αποστασία και δικτατορία για να «λυθεί» το κυπριακό, δεν μπορώ να διαβάζω τον Ηρακλείδη, που υποστηρίζει ότι είναι μαθητής του Κύρκου, και διερωτώμαι τι λέει ο Κύρκος για τους μαθητές του, να γράφει ότι δεν βρέθηκε απόδειξη του ρόλου της CIA στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου! Εκπλήσσομαι ακόμα πιο δυσάρεστα βλέποντας την Αυγή, αντί να προβάλει τις δηλώσεις Αλαβάνου, να δημοσιεύει σε περίοπτη θέση ανεκδιήγητο άρθρο ενός Θεοδωρίδη, που λέει ότι η κυπριακή τραγωδία είναι προϊόν του ελληνικού εθνικισμού ή ότι φταίμε γιατί επεκτείναμε το ελληνικό κράτος οκτώ φορές εις βάρος της Τουρκίας μετά το 1830, ή την «πλατφόρμα» Μηλιού, Θεοδωρίδη, Βωβού υπέρ της  αναγνώρισης των αποτελεσμάτων της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο! Δεν θα ήθελα να το πω, αλλά είναι βέβαιο ότι δεν είναι καθόλου δυσαρεστημένοι στην  αμερικανική πρεσβεία με παρόμοιες θέσεις. 

 Η ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει σήμερα μια από τις μεγαλύτερες κρίσεις της μεταπολεμικής ιστορίας της. Κρίση οικονομική, κοινωνική, πολιτική και εθνική. Είναι τέτοια η δύναμη του φαινομένου, τέτοιο το βάθος αυτής της κρίσης, που θα σαρώσει πολιτικές δυνάμεις που δεν έχουν να πουν τίποτα, πέραν ευχολογίων και γενικοτήτων, που θα μπορούσαν να διατυπωθούν με την ίδια ευκολία και προ 30 ετών και μετά 30 χρόνια, που δεν έχουν άποψη για την οικονομία, την κοινωνία, την εξωτερική πολιτική, που δεν έχουν διέξοδο να προτείνουν στον ελληνικό λαό, να απαντήσουν στα πραγματικά ζητήματα που βιώνει και τον ανησυχούν. Αργά ή γρήγορα ο ελληνικός λαός θα αναζητήσει πολιτικές δυνάμεις για να τον βγάλουν από την κρίση. Αν δεν προσφέρει τη διέξοδο η αριστερά, θα βρεθούνε άλλοι. Κι αν η σημερινή ηγεσία της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν έχει απαντήσει σε όλα, ας ανοίξει τουλάχιστον τη συζήτηση, στα πλαίσια ενός δημοκρατικά οργανωμένου, από τη βάση στην κορυφή, κινήματος, ας απευθυνθεί στην κοινωνία, αντί να φυλάει καρέκλες και οφίτσια.

«Εκείνο το "ΟΧΙ" δεν το επανέλαβε η ηχώ, ήταν πολύ βαρύ για να το μεταφέρει»

Κώστας Μόντης

 

-----------------------------------------------------------------------

Μάριου Ευρυβιάδη, Τα 15 Αμαρτωλά Εκατομμύρια 14-04-09

Γιατί σήμερα η Αμερικανική Πρεσβεία, από τον πρέσβη μέχρι τον ανθυποϋπογραμματέα αλλά μερικές φορές ακόμη και τον κλητήρα, διαδραματίζουν τόσο σημαντικό ρόλο στα κυπριακά δρώμενα επηρεάζοντας ακόμη και την καθημερινή ζωή των πολιτών; Γιατί οι Αμερικανοί διπλωμάτες καταχρώνται με τόση άνεση, ευκολία συγκατάβαση και αλαζονεία, την φιλοξενία που τους παρέχεται αγνοώντας αλλά και καταπατώντας τους νόμους του κράτους στο οποίο είναι διαπιστευμένοι;

Γιατί αγνοούν και καταπατούν το διπλωματικό πρωτόκολλο εν γνώσει του αρμόδιου υπουργείου και κανείς, από τον Υπουργό, τον Γενικό Διευθυντή και κάτω, όχι μόνο δεν αποτολμούν να τους θέσουν προ των υποχρεώσεων και ευθυνών τους αλλά, αντίθετα, εκδηλώνουν συμπεριφορές που δεν αρμόζουν στο λειτούργημα τους αλλά ούτε σε στοιχειώδη αξιοπρέπεια;

Δεν είναι διότι η Αμερική είναι υπερδύναμη. Όχι δεν είναι διότι κάποιοι λεβαντίνοι κουτοπόνηροι πιστεύουν ότι αφήνοντας το κράτος ξέφραγο αμπέλι θα φέρουν τους Αμερικανούς με το μέρος μας, τον περιβόητο δηλαδή δυτικό παράγοντα, ώστε για κάποιο αδιευκρίνιστο για εμάς τους υπολοίπους τρόπο, οι τελευταίοι να πεισθούν να εξευμενίσουν το τουρκικό θεριό ώστε να επέλθει «επιτέλους πια» η πολυπόθητη «λύση». Έτσι η Κύπρος θα αποφύγει την καταραμένη διχοτόμηση η οποία προφανώς τώρα δεν υφίσταται, αλλά μας περιμένει στη γωνία.

Όχι δεν είναι τίποτα από τα παραπάνω. Ο λόγος είναι πολύ πιο πεζός. Απλοϊκός θα έλεγα. Και έχει να κάνει με μια αμαρτωλή, όπως τεκμηριώνουν τα γεγονότα, ιστορία. Είναι η ιστορία των 15 εκατομμυρίων δολαρίων που το Αμερικανικό Κονγκρέσο διαθέτει ετησίως, σε ζεστό χρήμα, στην Κύπρο στο σύνολό της και τα οποία διαχειρίζεται κάθε χρόνο και πιο αυθαίρετα και κατά παράβαση, στις πλείστες περιπτώσεις, των σχετικών νομοθετικών εντολών του  Κονγκρέσου, η πρεσβεία στην Λευκωσία.

Οι ενέργειες αυτές καλύπτουν ένα πλήθος δραστηριοτήτων. Καλύπτουν έργα υποδομών, υποτροφίες και όλων των ειδών τις εκδηλώσεις για πάσα νόσο και πάσα μαλακία. Οι εκδηλώσεις μπορεί να είναι ανοιχτές και προσβάσιμες. Αλλά μπορεί να είναι υπόγειες και ανώγειες, οριζόντιες και κάθετες. Κριτής τους είναι πάντοτε ο πρέσβης και οι υφιστάμενοί του. Ωστόσο ενίοτε, μπορεί να είναι και ο κλητήρας, εάν αυτός διαθέτει την προαπαιτούμενη φραγκολεβαντίνικη τεχνική του σιγοψιθυρίσματος στο κατάλληλο αυτί.

 

Τα δεκαπέντε αυτά ετήσια εκατομμύρια πρωτοπαραχωρήθηκαν στην Κύπρο, αρχικά σε μικρότερο ποσό, λίγο μετά την εισβολή. Η πρωτοβουλία ήταν του Κονγκρέσου που ήθελε έτσι να θεραπεύσει κάπως το κακό της εισβολής και την παράνομη χρήση αμερικανικού οπλισμού από τους Νατοϊκούς συμμάχους των Αμερικανών, τους Τούρκους. Το ζεστό αυτό χρήμα διατίθετο μέχρι πριν λίγα χρόνια με βάση τη σχετική  νομοθεσία των Αμερικανών για την εξωτερική βοήθεια και στους τουρκοκυπρίους, κατ’ αναλογία -12 εκατομμυρίων και 3 εκατομμυρίων, αντίστοιχα.

Η ειρωνεία, βάσει του τι συμβαίνει σήμερα στην Κύπρο με τα εκατομμύρια αυτά, είναι ότι από τις αρχές του 1980 η αμερικανική κυβέρνηση άρχισε να καταπολεμά ενεργά τη διάθεσή τους προς την Κύπρο με το σκεπτικό, εν μέρει ορθό, ότι το μείζον ζήτημα της στέγασης των προσφύγων είχε ολοκληρωθεί. Η συμπάθεια, ωστόσο, για την Κύπρο στο Κονγκρέσο ήταν τόσο ισχυρή ώστε η πολλές φορές λυσσώδης προσπάθεια της κυβέρνησης για τερματισμό της βοήθειας, αποτύγχανε.

Όταν στο Υπουργείο Εξωτερικών είδαν και απόειδαν και κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να ακυρώσουν τη βούληση του Κονγκρέσου, άρχισαν σταδιακά και με τη μέθοδο του σαλαμιού, να την υποσκάπτουν. Με επιτήδειους τρόπους και φαινομενικά ανώδυνες τροπολογίες άρχισαν να αλλοιώνουν το πνεύμα και τις εντολές του Κονγκρέσου που ήθελε μία Κύπρο πραγματικά ενωμένη, κυρίαρχη και ανεξάρτητη χωρίς κηδεμόνες και κατοχικά στρατεύματα. Άρχισε, έτσι, ένα μεγάλο μέρος της βοήθειας να «λοξοδρομεί» σε προγράμματα «επανένωσης» δήθεν της Κύπρου, αλλά στη βάση συντονισμένων μεθοδεύσεων Ουάσινγκτον και Άγκυρας. (Ένας από τους ανομολόγητους λόγους της εξέλιξης αυτής ήταν και ο εξαγνισμός της Τουρκίας ως κατοχικής δύναμης στην Κύπρο).

Η κυπριακή πρεσβεία στην Ουάσινγκτον γρήγορα διαπίστωσε τις μεθοδεύσεις αυτές και προειδοποίησε σχετικά την Λευκωσία. Υποδείχθηκε στην Κύπρο ότι οι καινούργιες μεθοδεύσεις στόχευαν στην ενίσχυση των τετελεσμένων και της ντε φάκτο διχοτόμησης και ότι θα ήταν φρονιμότερο να ζητηθεί από την κυβέρνηση ο τερματισμός της βοήθειας, παρά η σταδιακά ανεξέλεγκτη συνέχισή της.

Η Λευκωσία απάντησε αρνητικά. Ήθελε η βοήθεια να συνεχιστεί. Ένα μεγάλο μέρος της, βλέπετε, συνέχισε να καταλήγει στα ταμεία της ως ζεστό χρήμα, εκτός προϋπολογισμού, που προσέφερε και ευελιξία χρήσης. (Κάτι σαν το επίσης αμαρτωλό ετήσιο εκατομμύριο δολάρια που ο Μακάριος εισέπραττε για τη λειτουργία των αμερικανικών σταθμών παρακολούθησης επί προεδρίας του.)

 

Το αποτέλεσμα της άρνησης όλων των κυβερνήσεων να τερματίσουν τη «βοήθεια» των 15 εκατομμυρίων, που τώρα «απλόχερα» αλλά και «μακρύχερα» παραχωρούν οι Αμερικάνοι, είναι αυτά που εισπράξαμε το 2004. Και συνεχίζουμε από τότε να εισπράττουμε. Και με τον Αμερικανό πρέσβη να λειτουργεί στην Κύπρο ως αυτεξούσιος. Και μαζί του μια κουστωδία πρόθυμων «διανοουμένων» και μη.  Και όλα για μια χούφτα δολάρια.

 

----------------------------------------

3.8.2009. Συνταγή για συγκρούσεις

http://www.sigmalive.com/simerini/politics/interviews/177465

Ομοσπονδία σε εθνική-ρατσιστική βάση είναι συνταγή συγκρούσεων

| Εκτύπωση | 02/08/2009 | ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ ΙΑΚΩΒΙΔΗ

Ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Παναγιώτης Ήφαιστος είναι ξεκάθαρος στις θέσεις και στις απόψεις του: Υποστηρίζει πως η διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία σε εθνική ή ρατσιστική βάση είναι σίγουρη συνταγή συγκρούσεων και διχοτόμησης, αν και η διχοτόμηση δεν αποτελεί πια στόχο της Τουρκίας, αφού εποφθαλμιά όλη την Κύπρο.

Ο καθηγητής Ήφαιστος επισημαίνει πως οδηγούμαστε από τον έντιμο στον άτιμο συμβιβασμό, στη νομιμοποίηση των τετελεσμένων της τουρκικής εισβολής και στη συγκυριαρχία της Τουρκίας. Αυτά θα επιτευχθούν, εκτιμά, με μια φρικτή βασανιστική διαδικασία συλλογικής αυτοκτονίας, που θα διαρκέσει μερικά χρόνια. Είναι κατά κάποιον τρόπο, λέγει, αποτέλεσμα της σταδιακής πνευματικής μας αποδυνάμωσης, της καλλιέργειας τάσεων υποχωρητικότητας, της εμπέδωσης μιας νοοτροπίας υπέρ ενός ολοένα και μεγαλύτερου συμβιβασμού επί θεμάτων ελευθερίας και ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της διάβρωσής μας από εκείνες τις δυνάμεις που θέλουν τους Κυπρίους πνευματικά και πολιτικά νεκρούς.

Συλλογική αυτοκτονία
Σε συνέντευξή του, ο καθηγητής Π. Ήφαιστος, λέγει:

-Ο Δ. Χριστόφιας προέβη στις 22 Ιουλίου, ενώπιον των Κερυνειωτών, σε μιαν αποκαλυπτική δήλωση. Είπε ότι είναι δύσκολο να επιτευχθεί η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία. Πώς αξιολογείς αυτήν την πρωτοφανή και για πρώτη φορά διατυπούμενη ομολογία;

Την ερμηνεύω αμφίπλευρα. Πρώτον, ως ομολογία λάθους ως προς αυτό που επανειλημμένα δηλώνει ο ίδιος. Ουσιαστικά, επίσης, εγκαταλείπει τις προεκλογικές του δεσμεύσεις. Δεύτερον, ως προετοιμασία του εδάφους μέσα στο οποίο θα φυτρώσει η διχοτόμηση και η συγκυριαρχία της Τουρκίας. Αν ισχύει το τελευταίο τότε, όπως συχνά έλεγε ο Λυσσαρίδης, οδηγούμαστε σε νομιμοποίηση των τετελεσμένων της εισβολής και συγκυριαρχία της Τουρκίας επί ολοκλήρου της Κύπρου. Από τον «έντιμο συμβιβασμό» φτάσαμε στον «άτιμο συμβιβασμό» και στην υποδούλωση. Παύει δηλαδή να υπάρχει πλέον Κυπριακή Δημοκρατία όπως την ξέραμε.
«Ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί και προσαρμόζεται» (Θουκυδίδης). Είναι η αρχή του τέλους του Ελληνισμού της Κύπρου. Βέβαια, αν και η αρχή του τέλους τοποθετείται χρονικά πολύ πριν, τώρα μιλάμε πλέον για αποφασιστικό σταθμό, μπροστά στον οποίο το πραξικόπημα θα ωχριά: Θα αρχίσει μια, πολιτικά μιλώντας, φρικτή βασανιστική διαδικασία συλλογικής αυτοκτονίας, που θα διαρκέσει μερικά χρόνια. Είναι κατά κάποιον τρόπο αποτέλεσμα της σταδιακής πνευματικής μας αποδυνάμωσης, της καλλιέργειας τάσεων υποχωρητικότητας, της εμπέδωσης μιας νοοτροπίας υπέρ ενός ολοένα και μεγαλύτερου συμβιβασμού επί θεμάτων ελευθερίας και ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της διάβρωσής μας από εκείνες τις δυνάμεις που θέλουν τους Κυπρίους πνευματικά και πολιτικά νεκρούς, και της έλευσης στην εξουσία ενός συστήματος ιδεολογικοπολιτικής προπαγάνδας, που επί Ψυχρού Πολέμου εθίστηκε να σκέφτεται και να λειτουργεί όχι με εθνικούς όρους, αλλά με όρους ξένων συμφερόντων (δηλαδή διεθνιστικούς).

Εσχάτη προδοσία
Συμπορεύονται, όπως γνωρίζετε, πολλοί του άλλου άκρου του κομματικού εκκρεμούς. Τους ακούς καθημερινά να μιλάνε αδίστακτα για συμβιβασμούς επί ιερών και οσίων, ως εάν να πρόκειται για το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Θέσεις, οι οποίες αν ειπωθούν σε άλλο κράτος, θα θεωρηθούν εσχάτη προδοσία, εδώ θεωρούνται σοφία. Χωρίς να αποδίδω προθέσεις, παρά μόνο στρεβλές και αυτιστικές ιδεολογικοπολιτικές αντιλήψεις, υποστηρίζω ότι η κατάληψη της εξουσίας από δυνάμεις που είναι εθισμένες να μη σκέφτονται με αυστηρά εθνικούς όρους, αλλά με διεθνιστικούς, αποτελεί τη χαριστική βολή. Άμα γίνεις εχθρός του εαυτού σου, δεν επιβιώνεις. Άμα εσωτερικεύσεις τον εχθρό, κατακυριεύεσαι από αυτοκτονικά σύνδρομα.
Σε ατομικό επίπεδο πολλοί το παθαίνουν και αν οι γιατροί δεν προλάβουν να τους φορέσουν ζουρλομανδύα, καταλήγουν σε αυτοκτονία. Παρατηρώντας τις κυπριακές πολιτικές εξελίξεις από τη μακρινή Αθήνα, και ίσως γι’ αυτό αντικειμενικά, πίστεψα, δυστυχώς, ότι, στο κομματικό επίπεδο δεν υπάρχει πλέον σωτήρια διέξοδος. Η μόνη διέξοδος είναι στο εθνικό ζήτημα να ισχύσει άμεση δημοκρατία. Δηλαδή, ανεξαρτήτως παραταξιακών καταβολών, οι πολίτες να λειτουργήσουν με όρους συλλογικής αυτοσυντήρησης. Οι πολίτες, ακόμη και αν είναι απελπισμένοι και κομματικά εγκαταλειμμένοι, δεν θέλουν να αυτοκτονήσουν πολιτικά. Θέλουν να ευημερήσουν υπό συνθήκες ασφάλειας και ελευθερίας. Και πάλι, όμως, αν ξανά οι κομματικές ηγεσίες σύρουν τον λαό σε αδιέξοδο και υποχρεωθεί ξανά να απορρίψει μια λύση που θα προταθεί, το πολιτικό κόστος θα είναι ακόμη μεγαλύτερο απ’ ό,τι το 2004. Θα επαναληφθεί η τραγωδία του σχεδίου Αναν: Άβουλοι, υποχωρητικοί και ποδηγετούμενοι από ξένους, πολιτικοί ηγέτες και αδιαφανώς χρηματοδοτούμενοι διανοούμενοι θα κατασκευάσουν, ερήμην του λαού, κάποια σχέδια που είτε θα δεχθούμε απελπισμένοι είτε θα τα απορρίψουμε, με αποτέλεσμα να υποστούμε τεράστιο πολιτικό κόστος.

Αδιέξοδη πορεία, οι Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου
-Επανειλημμένα στο παρελθόν υποστηρίξατε ότι η διζωνική θα οδηγήσει όχι σε λύση του Κυπριακού, αλλά σε διάλυση και εξαφάνιση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ποια είναι τότε η διέξοδος;
Αυτό το ερώτημα δεν απαντιέται μονολεκτικά. Πριν έλθω στο Πανεπιστήμιο, την περίοδο 1988-1990, υπηρετούσα ως δημόσιος λειτουργός στο γραφείο μελετών του Κυπριακού στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Είναι γνωστό ότι συγκρούστηκα με τον τότε πρόεδρο Βασιλείου, γιατί δημόσια με δεκάδες άρθρα και δοκίμια υποστήριξα την υποβολή αίτησης ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ. Επίσης, με το Νίκο Κουτσού, τον αείμνηστο Ιωαννίδη, τον Χρίστο Κληρίδη και πολλούς άλλους, ιδρύσαμε την «Κίνηση για την Ευρώπη», που έγινε ένας μεγάλος δημόσιος δίαυλος άσκησης πίεσης πάνω στον τότε πρόεδρο, που ακολουθούσε πολιτική πανομοιότυπη με αυτήν του σημερινού προέδρου.
Σημαντικό ρόλο, επίσης, στην ίδια γραμμή σκέψης διαδραμάτισε τότε και ο Γιάννος Κρανιδιώτης. Στο γραφείο μελετών, λοιπόν, μου ανατέθηκε μια μελέτη για ομοσπονδίες σε άλλα κράτη, που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως υπόδειγμα της κυπριακής ομοσπονδίας. Δεν βρήκα πουθενά κάτι ανάλογο ή αντίστοιχο. Ομοσπονδία σε εθνική ή ρατσιστική βάση είναι συνταγή συγκρούσεων και διχοτόμησης, που στην περίπτωσή μας, λόγω «τουρκικών εγγυήσεων», ακόμη και αυτή (δηλαδή η διχοτόμηση) δεν θα είναι εφικτή. Κατέληξα σε δύο μελέτες, μια για το Βέλγιο και μια για την Ελβετία, που στοιχειοθετούσαν ότι καμιά σχέση δεν έχουν με την Κύπρο και τις περιστάσεις της, ή με τις προτάσεις που κατά καιρούς υποβάλλονταν για δικοινοτική-διζωνική. Έτσι, αν θέλετε, γεννήθηκε στο μυαλό πολλών από εμάς η ιδέα να ξεφύγουμε από το αδιέξοδο των δήθεν συμφωνιών του 1977 και 1979. Η αντίκρουση αυτών των ψευτοσυμφωνιών που, δυστυχώς, μέσα στην αδυναμία μας έγιναν λάβαρο μιας αδιέξοδης πορείας, είναι ζωτικής σημασίας.

Το σχέδιο Ανάν και κίνητρα στην Τουρκία
Ποια ήταν, λοιπόν, η σκέψη που τελικά μετά από αφόρητη πίεση του λαού επιβλήθηκε από τις κομματικές ηγεσίες; Με απλά λόγια:
α) Υποβολή αίτησης ένταξης και καλλιέργεια των θέσεών μας για εφαρμογή της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας, σε ένα ευρύ φάσμα κρατών και αξιωματούχων.
β) «Αναπόδραστη ένταξη ανεξαρτήτως λύσης». Ως προς αυτό, μάλιστα, προέβλεψα από τις στήλες της «Σημερινής» το 1990 ότι θα είναι η τελική θέση της ΕΕ, γιατί η Κοινότητα είναι ένας νομικός και όχι ένας πολιτικός συλλογικός δρων (που είναι υποχρεωμένος να σέβεται τη διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα).
γ) Αυτόματη επίλυση των βασικών πτυχών του Κυπριακού, με εφαρμογή της ευρωπαϊκής έννομης τάξης.
Το δεύτερο σκέλος αυτής της στρατηγικής ήταν να πεισθεί η Αθήνα να στηρίξει αυτή την πολιτική, να ενισχυθεί η άμυνα της Ελλάδας και της Κύπρου, και να δημιουργηθεί ένας Ενιαίος Αμυντικός Χώρος, που θα επιτρέψει να εφαρμοστεί μια τέτοια στρατηγική. Κουτσά-στραβά τελικά αυτά επιτεύχθηκαν.
Το τρίτο σκέλος ήταν η διαπραγμάτευση με την Τουρκία. Η Τουρκία, υποστηρίξαμε τότε, θα είχε πλέον «κίνητρα» συμβιβασμού και απεμπλοκής από την Κύπρο, σε συνδυασμό με πιθανή υποστήριξη της ευρωπαϊκής της πορείας και συνολικότερης σταθεροποίησης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, με εμπλοκή των διεθνών θεσμών και ενδεχομένως της Ευρώπης.
Αντί, όμως, μιας τέτοιας στρατηγικής, ο κυπριακός και ελλαδικός κομματικοπολιτικός μικρόκοσμος, βοηθουσών και των χρηματοδοτήσεων USAID, επέτρεψαν στον δόλιο Χάνεϊ να υπονομεύσει την απρόσκοπτη ένταξη. Στα παρασκήνια εκκολάφθηκε το σχέδιο Ανάν, που βασικά ακύρωνε τη διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα για την Κύπρο (όποιος έχει αμφιβολίες καλά θα κάνει να διαβάσει την «έκθεση εμπειρογνωμόνων για το Κυπριακό», στη συγγραφή της οποίας συμμετείχα και εγώ το 2004-5 στη διεύθυνση www.ifestosedu.gr ). Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Υποχρεωτικά το απορρίψαμε και ακόμη πληρώνουμε το πολιτικό κόστος.

Η κομματοκρατία και η κεφαλαιοποίηση του ΟΧΙ
-Είχατε συνεργασθεί και με το μ. Τάσσο Παπαδόπουλο…
Οφείλω να πω ότι ματαίως το 2004 προσπάθησα να πείσω τον αείμνηστο Τάσσο Παπαδόπουλο να επανατοποθετήσει το Κυπριακό σε μια αυστηρά οριοθετημένη βάση, που θα ζητά την εφαρμογή της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας. Κατάλαβα ότι αφενός ένιωθε ότι ήταν ασήκωτο το βάρος που πληρώναμε, επειδή βρεθήκαμε στη δύσκολη θέση να απορρίψομε το καταστροφικό σχέδιο Ανάν και, αφετέρου, ότι αισθανόταν περιορισμένος από τη συμμαχία του με το ΑΚΕΛ. Μάλιστα, μου είπε ρητορικά και με το γνώριμο εμφαντικό του τρόπο: «Έλα στις συνεδριάσεις του Εθνικού Συμβουλίου. Θα δεις ότι ριζική επανατοποθέτηση υποστηρίζει μόνο ο Κουτσού». Του απάντησα ότι στα εθνικά ζητήματα και επί θεμάτων εθνικού συμφέροντος επιβίωσης δεν ισχύει η κομματοκρατία και ότι μόνο ο λαός στο σύνολό του, και μάλιστα όταν είναι καλά πληροφορημένος, μπορεί να αποφανθεί.
Πιστεύω ότι ο αείμνηστος πρόεδρος Παπαδόπουλος εκτιμούσε πως μπορούσε σταδιακά να αντιστρέψει το κατηφόρισμα. Τον αποχαιρέτησα λέγοντάς του κάτι που υποστηρίζω στο βιβλίο μου, που μόλις κυκλοφόρησε -«Κοσμοθεωρία των Εθνών» (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα Ιούλιος 2009)-, ότι, δηλαδή η κομματοκρατία στο δυτικό κόσμο είναι κεκαλυμμένη δεσποτεία. Για τα μεγάλα κράτη χρησιμεύει ως μέσο παραμερισμού της κοινωνίας, για να ασκούνται ηγεμονικές πολιτικές και στα μικρά κράτη γίνεται μέσον ξένης εξάρτησης. Μόνο η άμεση δημοκρατία είναι αληθινή και πολιτικά σωτήρια, και στο εθνικό ζήτημα είναι υπόθεση ζωής ή θανάτου. Γι’ αυτό, κατέληξα, θα πρέπει να κεφαλαιοποιηθεί το ΟΧΙ, και, ως προς το Κυπριακό, να αδρανοποιήσει τις αυτοκτονικές -και εν πολλοίς αδιαφανώς εκκολαπτόμενες- τάσεις των κομμάτων. Τον συμβούλευσα, δηλαδή, να δημιουργήσει ως προς το κυπριακό προϋποθέσεις άμεσης δημοκρατίας, που θα επέτρεπαν πλήρη συμμετοχή όλων των πολιτών σε όλα τα επίπεδα και επί όλων των πτυχών. Όπως γνωρίζουμε, ο αείμνηστος Τάσσος δίστασε να ακολουθήσει μια τέτοια ρηξικέλευθη πορεία.
Τώρα, όσον αφορά τη διζωνική-δικοινοτική, είναι στην καλύτερη περίπτωση ο μεγαλύτερος μύθος της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και στη χειρότερη το όχημα ένταξης στον τουρκικό χώρο. Γι’ αυτό και θεωρώ έσχατη σταλινογκαιμπελική υπουλότητα να δολοφονείται ο πολιτικός και πνευματικός χαρακτήρας όσων ασκούν αιτιολογημένη κριτική και ζητούν επανατοποθέτηση του κυπριακού ζητήματος στη βάση της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας. Λύση πάνω σε μια τέτοια βάση σημαίνει δημοκρατικό καθεστώς, αποχώρηση όλων των στρατών, κατάργηση των εγγυήσεων, αποχώρηση των εποίκων και πλήρης-γνήσια ανεξαρτησία. Οτιδήποτε άλλο είναι ουτοπία ή αυτοκτονία, και καλό είναι όσοι θέλουν να επιβιώσουν να σκεφτούν τις αληθινές επιλογές που έχουμε μπροστά μας.

Θεωρούν τους Κυπρίους ως πρόσωπα χωρίς ταυτότητα
-Ο Δ. Χριστόφιας φαίνεται να ασκεί εξωτερική πολιτική στηριγμένη σε ιδεολογήματα και αριστερές ιδεοληψίες παρωχημένων εποχών. Ποια είναι η δική σου ανάλυση;
Ήδη το υπαινίχθηκα. Στο βιβλίο μου «Κοσμοθεωρία των Εθνών», που μόλις κυκλοφόρησε, αναλύω εκτενώς το γεγονός ότι υλισμός, ιδεολογία και διεθνισμός είναι το τρίδυμο της καταστροφής των τελευταίων αιώνων. Αφού αιτιολόγησε την αποικιοκρατία, την κατάληψη και καταλήστευση του πλανήτη, τους ηγεμονικούς πολέμους, τις γενοκτονίες και τις εθνοκαθάρσεις, οι μορφικά πανομοιότυποι διεθνισμοί έγιναν φορείς των δύο υπερδυνάμεων του Ψυχρού Πολέμου, που εγκλώβισαν δισεκατομμύρια ανθρώπους σε μηδενικής αξίας πολιτικές αντιλήψεις, που σταδιακά εκλείπουν, γιατί διεθνώς επανέρχονται οι εθνικές κοσμοθεωρίες. Δηλαδή, τα πνευματικά κτίσματα των εθνών που υπέστησαν βαριά πλήγματα από τις διεθνιστικοϋλιστικές ιδεολογίες.
Η πολιτική, η δημοκρατία και η πολιτική ελευθερία, δηλαδή, επανέρχονται στο προσκήνιο και οι διεθνισμοί υποχωρούν. Η Δυστυχώς, όμως, ιδιαίτερα σε παραπαίοντα κρατίδια και με τη βοήθεια των «υπηρεσιών» των νεοαποικιακών δυνάμεων, σαπισμένες ιδέες του κακού παρελθόντος των ανθρώπων ανασχηματίζονται και ανασυντάσσονται. Όπως εξηγώ, αυτές οι σαπισμένες ιδέες συνομαδώνονται στο ιδεολόγημα του μεταμοντερνισμού, μέσα στο οποίο συναντάς όλους τους διεθνιστές του παρελθόντος, αριστερούς και δεξιούς: Τον απόλυτο υλισμό, που θεωρεί τους ανθρώπους άθροισμα αριθμών και όχι πρόσωπα με πνευματικό κόσμο.
Δέστε τι προτείνουν για λύση του Κυπριακού. Αυτό βασικά κάνουν: Θεωρούν τους Κυπρίους όχι πρόσωπα με ταυτότητες, μνήμες και πολιτισμό, αλλά πνευματικά εκκενωμένους ατομιστές. Ο μεταμοντερνισμός καλλιεργεί ένστικτα φιλαυτίας, φιλοτομαρισμού, ηδονισμού και μηδενισμού. Δεν είναι τυχαίο, τονίζω, ότι ταυτόσημες πλέον μεταμοντέρνες ιδέες με διαφορετικά πρόσημα τις αναμασούν πρώην λεγόμενοι αριστεροί, φιλελεύθεροι, νεοφιλελεύθεροι και όσοι πάσχουν από τρικυμία εν κρανίω. Οι μεταμοντέρνες ιδέες, επίσης, είναι το μέσο των «μεταμοντέρνων πραξικοπημάτων», που μεθοδεύουν οι μυστικές υπηρεσίες των ηγεμονικών κρατών.

Φιλοτομαριστές και φίλαυτοι
Προσεκτική ματιά, ακριβώς, δείχνει ότι η παραφιλολογία για το Κυπριακό, που καλλιεργείται διαμέσου ποικιλόχρωμων εγχώριων καλοθελητών, είναι αμιγώς μεταμοντέρνα. Καλλιεργεί την πολιτικά ανώμαλη και παρωχημένη πολιτική θέση ότι σε ένα κράτος, εκτρωματικά κατασκευασμένο, οι άνθρωποι θα είναι άθροισμα και όχι πολίτες πνευματικά καλλιεργημένα πρόσωπα, φορείς εμπεδωμένων κοσμοθεωριών. Προσέξτε λίγο κάποια έξωθεν χρηματοδοτούμενα ινστιτούτα, τα οποία με σπουδαιοφανείς μελέτες μάς υποβάλλουν ύπουλες υλιστικές θέσεις, με σκοπό να ξεχάσουμε δημοκρατικές αρχές και ελευθερίες.
Αν δεχθούμε κάποια ανανική λύση, μας λένε, οι Κύπριοι θα ωφεληθούν τόσες εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ. Φιλοτομαριστές και φίλαυτους μας θεωρούν ή ποντάρουν στην αύξηση τέτοιων αρρωστημένων στάσεων και συμπεριφορών. Έτσι, βλέπεις τους πρώην σταλινικούς και τους πρώην δήθεν πατριώτες να τρέχουν φανατισμένοι πίσω από τέτοιες ύπουλες θέσεις. Το κατά πόσο οι δράστες λειτουργούν συνειδητά ή ανεπίγνωστα είναι πολιτικά και επιστημονικά αδιάφορο.
Στο ερώτημά σας, λοιπόν, απαντώ ότι παρωχημένες είναι όλες ανεξαιρέτως οι ιδέες που υποστηρίζουν για την Κύπρο μια υλιστική διευθέτηση, που θα καταστέλλει τη δημοκρατία, την κοινωνική ελευθερία και την πολιτική ελευθερία. Αρρώστια που θα αποδειχθεί ανίατη, αν τα κομματικά φερέφωνα του συμβιβασμού πείσουν πολλούς πολίτες.

Τουρκικός αναθεωρητισμός
-Πού αποδίδεις την εξουθένωση και αποδυνάμωση της Ελλάδας;
Είναι τα ίδια νοσηρά φαινόμενα που διαβρώνουν και την Κύπρο. Η ειδοποιός διαφορά είναι ότι η Ελλάδα θα υποστεί κάποια μεγάλη ζημιά, κάποιο ίσως ακρωτηριασμό. Η Κύπρος, όμως, κινδυνεύει να υποστεί ολοκληρωτικό αφανισμό.

-Η Τουρκία, την τελευταία 7ετία, έχει αναπροσαρμόσει την εξωτερική πολιτική της με νέο-οθωμανικούς προσανατολισμούς και σχεδιασμούς. Πώς αξιολογείς τον Νταβούτογλου και την τουρκική εξωτερική πολιτική;
Για τον Νταβούτογλου προτιμώ να ξαναμιλήσουμε όταν θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά το Φθινόπωρο το βιβλίο του «Στρατηγικό βάθος». Λέω μόνο ότι ο Νταβούτογλου δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία. Ενσαρκώνει το σταδιακό μετασχηματισμό της Τουρκίας σε μεγάλη δύναμη. Πρόκειται για ένα διακεκριμένο επιστήμονα, που περιγράφει αυτό το γεγονός και που ενέπνευσε τον Ερντογάν και τον Γκιουλ. Το ζήτημα δεν είναι μόνο τι κάνουν οι Τούρκοι, αλλά τι κάνουμε εμείς. Δυστυχώς, ενώ η Τουρκία διαθέτει έναν και ίσως περισσότερους Νταβούτογλου, η Ελλάδα και η Κύπρος διαθέτουν πολλά νταβουτογλάκια, δηλαδή, ψευτοεπιστήμονες, που συνειδητά ή ανεπίγνωστα θρέφουν τον τουρκικό αναθεωρητισμό και εξυπηρετούν τα ξένα συμφέροντα.

Άμεση δημοκρατία και αποκέντρωση
-Πώς λοιπόν αξιολογείς τα πράγματα, συνολικά;
Είμαι, δυστυχώς, απαισιόδοξος. Η Κύπρος θα επιβιώσει μόνο αν στο εθνικό ζήτημα οι πολίτες παρακάμψουν την παράκρουση της έμμεσης αντιπροσώπευσης (που δεν αποτελεί δημοκρατία αλλά κακέκτυπό της) και αν απαιτήσουν ενεργά τη διασφάλιση της δημοκρατίας, της κοινωνικής ελευθερίας και της πολιτικής ελευθερίας που επιζητούν να καταργήσουν ξένες δυνάμεις. Δεν μπορώ να επεκταθώ εδώ, αλλά αν η Κύπρος απαλλαγεί από την κατοχή, η βιωσιμότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας συναρτάται με καλλιέργεια άμεσης δημοκρατίας, υπό συνθήκες αποκέντρωσης. Αυτό αποκλείει τους ρατσιστικούς διαχωρισμούς και την ξένη παρουσία.
Το γεγονός ότι μερικοί πολιτικοί ηγέτες πάσχουν από ιδεολογικοπολιτική αρτηριοσκλήρωση δεν είναι πειθαναγκαστικό να οδηγήσει σε συλλογική αυτοκτονία. Μια ριζοσπαστική αλλαγή παραδείγματος και κυριαρχία θέσεων σωτηρίας, είναι, βεβαίως, πολύ δύσκολη υπόθεση. Σημαίνει επανάκαμψη της εθνικής κοσμοθεωρίας. Εδραία, δηλαδή, εμπέδωση των πνευματικών αξιών που στηρίζουν την εθνι­κή ανεξαρτησία, την άμεση δημοκρατία, την κοινωνική ελευθερία και την πολιτική ελευθερία. Που αφήνουν πίσω επίσης τις υλιστικές αντιλήψεις της ζωής και του κράτους, και που επαναφέρουν τον πνευματικό κόσμο όλων των Κυπρίων πολιτών στην πολιτική αρένα.
Η κα­τίσχυσή τους αποτελεί και τη μαγιά ειρηνικής συνύπαρξης όλων των κατοίκων της Κυπριακής Δημοκρατίας, υπό συνθήκες δημοκρατίας, κοινωνικής ελευθερίας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Υπό συνθήκες δημοκρατίας τα προβλήματα αντιμετωπίζονται. Πώς θα συμβούν όλα αυτά, όμως, όταν το πέπλο παρωχημένων υλισμών και διεθνισμών επηρεάζει τα πράγματα; Πώς θα μπορέσουμε να διώξουμε τους κατακτητές, όταν πολλοί πλέον συνδιαλέγονται την παράδοσή μας; Πώς θα έχουμε βιώσιμη πολιτεία όταν πολλοί, κυρίως στο κομματικό πεδίο, έχουν πιστέψει πως μπορεί να υπάρξει κράτος μέσα στο οποίο θα έχουμε άθροισμα ατομιστών και όχι συνειδητοποιημένους πολίτες, που διαμορφώνουν τη δημοκρατία τους σύμφωνα με τον πνευματικό τους κόσμο;

Αλλαγή παραδείγματος
Χρειάζεται να γίνει αλλαγή παραδείγματος. Μπορεί να προκύψει μόνο από τη βάση, δηλαδή από τους πολίτες. Σε πρώτη φάση, να αφορά το κυπριακό ζήτημα. Την πρωτοβουλία μπορούν να έχουν πολίτες και προσωπικότητες ανεξαρτήτως παραταξιακής ταύτισης. Σκοπός θα πρέπει να είναι η πληροφόρηση όλων των πολιτών για τις πραγματικές επιλογές και η μαζική προβολή της θέσης ότι κανένας, ελέω κομματικής επιτυχίας σε κάποιες εκλογές, δεν έχει νομικό ή ηθικό δικαίωμα να θανατώσει την Κυπριακή Δημοκρατία. Οι Κύπριοι, ανεξαρτήτως κομμάτων, αφενός να απαιτήσουν ανένδοτα δημοκρατία, εθνική ανεξαρτησία και πολιτική ελευθερία, και αφετέρου να υποδηλώσουν με κάθε τρόπο ότι στο εθνικό ζήτημα αυτοί ως συλλογικό σώμα έχουν τον τελευταίο λόγο.
Καμιά κομματική ψήφος και καμιά κομματοκρατία δεν νομιμοποιεί οποιονδήποτε βρίσκεται στην εξουσία να καταλύσει την ελευθερία ενός λαού. Αν θέλετε, σπρώχνω το επιχείρημα στη λογική του έκβαση. Ακόμη και αν εξαναγκαστούν, καταναγκαστούν ή παραμυθιαστούν πολλοί πολίτες να καταλύσουν την ελευθερία και τη δημοκρατία, οι υπόλοιποι δεν είναι υποχρεωμένοι να δεχθούν μια κατάσταση δουλείας και ανελευθερίας. Μετά το 2008 και την επέλαση όλων αυτών των φανατισμένων Ανανιστών, που κραυγάζουν και κυριαρχούν στην πληροφόρηση, η κατάσταση των Κυπρίων επιδεινώνεται ραγδαία. Αν πολύ σύντομα δεν αντιδράσουν οι πολίτες και στο κυπριακό ζήτημα απορρίψουν την κομματοκρατία, το κατηφόρισμα των Κυπρίων προς το τέλμα θα είναι ανεπίστροφο.

 

---------------------------------------

Subject: INTERVIEW OF VAN COUFOUDAKIS TO THE CYPRUS NEWS AGENCY, 10 APRIL 2009
Date: Tue, 14 Apr 2009 08:24:16 +0300

 (Κ) Β. Κουφουδάκης - Νέο βιβλίο - Κυπριακό - Συνέντευξη
ΚΥΠΕ - Αθηνά Αρσαλίδου - ΛΕΥΚΩΣΙΑ-Κύπρος 10/4/2009 2:01:39 μμ


Η βάση για τη λύση του Κυπριακού βρίσκεται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δηλώνει σε συνέντευξή του στο ΚΥΠΕ ο ακαδημαϊκός και πολιτικός επιστήμονας Δρ. Βαγγέλης Κουφουδάκης, ο οποίος τάσσεται υπέρ της εντατικοποίησης των προσπαθειών της κυπριακής πλευράς για ανάδειξη του Κυπριακού διεθνώς ως θέμα καταπάτησης των προνοιών της Σύμβασης αυτής, την οποία υπέγραψε και η Τουρκία.

Σε συνέντευξή του στο ΚΥΠΕ, με αφορμή την παρουσίαση απόψε στην Κύπρο του νέου του βιβλίου στην αγγλική γλώσσα που τιτλοφορείται «International aggression and violations of human rights: The case of Turkey in Cyprus», ο κ. Κουφουδάκης υπογραμμίζει την ανάγκη συστηματικής πληροφόρησης ξένων χωρών που έχουν επιρροή στην ΕΕ για αποκατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο.

Η εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από την πολιτική λύση του Κυπριακού, επισημαίνει ο Ελλαδίτης ακαδημαϊκός.

Αντιθέτως, συνεχίζει, η πολιτική λύση του Κυπριακού πρέπει να εξευρεθεί μέσα στην ίδια την ΕΕ και μάλιστα να βασίζεται στην εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Εάν η ΕΕ αποφύγει την εφαρμογή των προνοιών της δικής της Σύμβασης, τότε το κύρος της Ευρώπης θα πληγεί σοβαρά, σημειώνει ο κ. Κουφουδάκης.

Το βιβλίο του Βαγγέλη Κουφουδάκη αποτελεί ίσως την πρώτη συνολική εξέταση στη διεθνή βιβλιογραφία για το συγκεκριμένο θέμα και ο συγγραφέας ευελπιστεί ότι το βιβλίο του θα μεταφραστεί, όπως και προηγούμενο του βιβ λίο, στα αραβικά και τα κινέζικα καθώς, όπως δηλώνει, δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου βιβλιογραφία σε αυτές τις γλώσσες για θέματα που αφορούν το Κυπριακό.

Στη συνέντευξή του στο ΚΥΠΕ ο κ. Κουφουδάκης τάσσεται υπέρ της συνέχισης των συνομιλιών για το Κυπριακό γιατί, όπως είπε, με αυτόν τον τρόπο η κυπριακή πλευρά επιδεικνύει την καλή της θέληση για εξεύρεση λύσης, αν και εκφράζει σοβαρές αμφιβολίες κατά πόσον είναι εφικτή μια λύση αυτή τη στιγμή, δεδομένης της στάσης της Τουρκίας.

Εκφράζει, επίσης, ανησυχία γιατί, όπως λέει, ελλοχεύουν κίνδυνοι να επιβληθούν ιδέες του σχεδίου Ανάν που διαχώριζε τους Κύπριους με βάση τη θρησκεία, την εθνότητα και τη γλώσσα, πρόνοιες που απαγορεύονται από το Αρθρο 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.

Ο κ. Κουφουδάκης είναι Ομότιμος Πρύτανης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και Ομότιμος Καθηγητής και Πρύτανης του Indiana University-Perdue University, στο Φορτ Γουέιν των ΗΠΑ. Ως πολιτικός επιστήμονας, έχει αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος της πανεπιστημιακής του σταδιοδρομίας στη μελέτη της Κύπρου.

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης:

Ερ. Το νέο σας βιβλίο «International Aggression and Violations of Human Rights - The Case of Turkey in Cyprus» καταπιάνεται με τα θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ειδικότερα με την περίπτωση της Κύπρου. Ποιο μήνυμα θέλετε να δώσετε με το νέο σας σύγγραμμα;

Απ. Βασικά θέλω να αναδείξω τη σημασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως βάση λύσης του Κυπριακού. Διότι, λαμβάνοντας υπόψη το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και γενικά ευρωπαϊκούς οργανισμούς, η αποκατάσταση των α νθρωπίνων δικαιωμάτων είναι απαραίτητη για μια σωστή και βιώσιμη λύση του Κυπριακού και επίσης είναι απαραίτητη για τη νομιμοποίηση της λύσης του Κυπριακού. Δηλαδή για να γίνει αποδεκτή μια νέα λύση του Κυπριακού πρέπει να συνάδει με τις ιδέες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Ερ. Δηλαδή καμία έκπτωση σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε μια μελλοντική λύση.

Απ. Ακριβώς. Διότι κοιτάξτε μπορεί σε μια μελλοντική λύση να υπάρξουν αποκλίσεις από ορισμένους ευρωπαϊκούς κανονισμούς, αλλά δεν μπορούν να υπάρξουν αποκλίσεις από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που την έχει υπογράψει και η Κύπρος και η Τουρκία και είναι μέρος της Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας. Δεν υπάρχει τρόπος, ούτε κανένας διεθνής μεσολαβητής ή οποιαδήποτε Κυβέρνηση, να περιορίσει δικαιώματα Κυπρίων πολιτών, Ε/κ και Τ/κ, κάτω από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Ερ. Εχετε πει ότι η εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πρέπει να είναι η βάση της λύσης του Κυπριακού. Πιστεύετε ότι οδεύουμε προς αυτή την κατεύθυνση;

Απ. Βλέπω πολλούς και διάφορους κινδύνους. Το σχέδιο Ανάν, ναι μεν απορρίφθηκε από την ε/κ κοινότητα, αλλά από την άλλη βλέπουμε ότι διάφοροι ξένοι μεσολαβητές επαναφέρουν κομμάτια αυτού του σχεδίου πάλι προς συζήτηση. Αυτό το σχέδιο ουσιαστικά παραβίαζε τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και επίσης το σχέδιο Ανάν δεν έδινε σημασία στις δικαστικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που είναι νόμος της ΕΕ. Εάν επιβληθούν ιδέες όπως αυτές που ήταν στο σχέδιο Ανάν, το οποίο δυστυχώς εμφανίζεται υπό διάφορες μορφές τα τελευταία χρόνια, αυτό δεν δέχεται την εφαρμογή ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δηλαδή στο θέμα της περιουσίας, της επανάκτησης της περιουσίας από τους πρόσφυγ ες, δεν δέχεται τις προσφυγές που έγιναν στο ΕΔΑΔ, επίσης εάν προωθήσουν την εφαρμογή αυτής της αυστηρής διζωνικής, δικοινοτικής συνομοσπονδίας, όχι ομοσπονδίας, συνομοσπονδίας την οποία πρότεινε ο κ. Ανάν, αυτό το συνταγματικό σχήμα παραβιάζει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων λόγω του ότι βασίζεται σε διαχωρισμό με βάση τη θρησκεία, την εθνότητα και τη γλώσσα. Αυτά απαγορεύονται από το Αρθρο 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Ανησυχώ διότι μαθαίνουμε μόνο κομμάτια - κομμάτια του τι συζητείται αλλά εάν δούμε να επανέρχονται αυτές οι παλιές ιδέες ως βάση μιας λύσης του Κυπριακού αυτοί είναι κίνδυνοι.

Ερ. Παρουσιάζοντας το βιβλίο σας στην Αθήνα είπατε ότι το Κυπριακό αφορά το μέλλον της ΕΕ. Εξηγήστε μας αυτή τη θέση.

Απ. Σίγουρα, υπάρχει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που είναι ένας από τους πυλώνες της ΕΕ. Εάν, επομένως, οι Ευρωπαίοι κλείσουν τα μάτια τους για πολιτικούς και στρατηγικούς λόγους για να ικανοποιηθεί η Τουρκία ή οι ΗΠΑ τότε η ίδια η Ευρώπη θα τραυματιστεί γύρω από αυτό το θέμα διότι στην Ευρώπη έχουμε δει μια σημαντική πρόοδο στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μετά το 1950. Δημιουργήθηκε αυτή η Σύμβαση και οι μηχανισμοί εφαρμογής των δικαιωμάτων και εάν αποφύγουν την εφαρμογή αυτών των προνοιών της Σύμβασης, τότε το αποτέλεσμα θα είναι αρνητικό για την ίδια την ΕΕ διότι το κύρος της θα έχει μειωθεί σοβαρά.

Ερ. Ωστόσο η ΕΕ δεν είχε αντίρρηση με το σχέδιο Ανάν.

Απ. Δεχόταν αποκλίσεις από κοινοτικούς κανονισμούς δεν νομίζω να εννοούσε αποκλίσεις από τη Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Εάν όμως είχε εννοήσει και αυτό τότε ήταν πραγματικά ένα τραγικό λάθος διότι υποβάθμιζε ένα από τους πυλώνες της ΕΕ.

Ερ. Επί σης είπατε ότι η αποκατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν μπορεί να περιμένει τη λύση του Κυπριακού.

Απ. Αυτό είναι μέσα στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δηλαδή η μη θεραπεία της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθυστερεί τη λύση και δεν δικαιολογείται από το ότι υπάρχουν συνομιλίες. Δηλαδή, η εφαρμογή της νομοθεσίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από την πολιτική λύση του Κυπριακού. Το αντίθετο, η πολιτική λύση πρέπει να βασίζεται στην εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Και αυτό είναι μια από τις βασικές θέσεις αυτού του βιβλίου. Να εφαρμοστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα ως βάση λύσης του Κυπριακού.

Ερ. Η σημερινή πολιτική πραγματικότητα δεν συμβαδίζει πάντα δυστυχώς σύμφωνα με τις νομικές και ανθρωπιστικές πτυχές. Πώς μπορούμε να πείσουμε προς αυτή την κατεύθυνση;

Απ. Νομίζω ότι χρειάζεται μια συστηματική πληροφόρηση σε ξένες χώρες που έχουν επιρροή στην ΕΕ και πιστεύουν σε αυτές τις αρχές. Η έμφαση δεν είναι καθαρά εναντίον της Τουρκίας είναι πάνω στην εφαρμογή των προνοιών της Ευρώπης που η ίδια λέει ότι τη διαχωρίζουν από τις ΗΠΑ. Επομένως, η Ευρώπη δεν έχει άλλη επιλογή παρά να εφαρμόσει τη Σύμβαση. Και για αυτό η έμφαση πρέπει να δοθεί σε αυτή την κατεύθυνση από εδώ και πέρα. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση του 1950 είναι ένας από τους βασικούς νόμους της ΕΕ σήμερα. Οπότε η Κύπρος δεν ζητά τίποτε παραπάνω από την εφαρμογή αυτών των υποχρεώσεων που σήμερα είναι νόμος της ΕΕ.

Ερ. Πιστεύετε ότι γίνονται βήματα προς αυτή την κατεύθυνση;

Απ. Θα ήθελα να πω ναι, αλλά έχω σοβαρές αμφιβολίες.

Ερ. Δηλαδή θέλετε να δείτε εντατικοποίηση των προσπαθειών με μεγαλύτερη έμφαση και ανάδειξη του Κυπριακού ως θέμα παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων;

Απ. Ακριβώς.

Ερ. Μπορεί το Κυπριακό να λυθεί εύκολα εάν βάση του είναι η εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων;

Απ. Ναι, πολύ εύκολα. Ξέρετε, στο παρελθόν η Τουρκία έφερνε αντιρρήσεις ότι δεν υπήρχαν μηχανισμοί προστασίας των δικαιωμάτων των Τ/κ. Τώρα υπάρχουν οι μηχανισμοί αυτοί μέσω και της ΕΕ και της εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Οπότε αυτό το εμπόδιο έχει παραμεριστεί πια. Τώρα εάν η Τουρκία δεν θέλει να το αναγνωρίσει αυτό και χρησιμοποιεί το Κυπριακό ως ένα μοχλό πίεσης για να προωθήσει την ένταξή της στην Ευρώπη αυτό είναι άλλο πράγμα. Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι με την εφαρμογή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας παρακάμπτονται εμπόδια τα οποία είχαν μπλοκάρει τη λύση μέχρι τώρα.

Ερ. Βέβαια, το Κυπριακό και οι συνομιλίες που διεξάγονται τώρα είναι υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Και ο ΟΗΕ έχει τη Χάρτα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που δεν είναι πολύ διαφορετική από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση.

Απ. Σωστά, αλλά η διαφορά είναι ότι στην Ευρώπη υπάρχουν μηχανισμοί εφαρμογής των υποχρεώσεων γύρω από τα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ η Διακήρυξη των ΗΕ ήταν μια ευχή για να γίνουν αυτές οι αρχές η βάση του μεταπολεμικού διεθνούς συστήματος. Η Ευρώπη έκανε βήματα πιο πέρα με μηχανισμούς εφαρμογής αυτών των προνοιών.

Ερ. Οι μηχανισμοί όμως αυτοί δεν φέρνουν πάντα τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

Απ. Κοιτάξτε, ακόμη και στην Ευρώπη υπάρχουν πο λλά στρατηγικά, οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα που καθυστερούν την εφαρμογή. Είδαμε όμως πολλές θετικές κινήσεις, όπως όταν η Τουρκία πλήρωσε την αποζημίωση στην υπόθεση Τιτίνας Λοϊζίδου. Δυστυχώς, όμως, υπάρχουν χώρες, όπως οι ΗΠΑ, που προσπαθούν να επιβάλουν στρατηγικούς στόχους στο θέμα της εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αυτό υπονομεύει το κύρος της Ευρώπης.

Ερ. Πώς θα βλέπατε μια εφικτή λύση, όχι ευκταία, του Κυπριακού;

Απ. Η εφικτή λύση του Κυπριακού πρέπει να αντιμετωπιστεί μέσα στην ΕΕ. Εάν εφαρμοστούν οι κανονισμοί της ΕΕ παρακάμπτονται πολλοί από τους φόβους που εξέφραζε η Τουρκία στο παρελθόν. Η Τουρκία όμως δεν βλέπω να είναι έτοιμη να δεχθεί ένα ενιαίο κυπριακό κράτος, να δεχθεί ότι το λεγόμενο τ/κ κράτος δεν θα αναγνωριστεί ή να αποσύρει τα στρατεύματά της από την Κύπρο. Οπότε, έχω σοβαρές αμφιβολίες εάν είναι εφικτή μια λύση αυτή τη στιγμή.

Ερ. Οι συνομιλίες όμως ξεκίνησαν και συνεχίζονται.

Απ. Ασφαλώς, οι συνομιλίες πρέπει να συνεχιστούν διότι η κυπριακή πλευρά δείχνει για άλλη μια φορά την καλή της θέληση να βρει μια λειτουργική και βιώσιμη λύση του Κυπριακού. Δυστυχώς η άλλη πλευρά δεν συνεργάζεται διότι ας μη ξεχνάμε ότι όσο καλός και συνεργάσιμος να είναι ο κ. Ταλάτ, σύμφωνα με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο κ. Ταλάτ δυστυχώς δεν αποφασίζει, αποφασίζει η Αγκυρα. Και εφόσον η Αγκυρα δεν αλλάζει την πολιτική της, λύση βιώσιμη και λειτουργική για το Κυπριακό δεν θα υπάρξει.

Ερ. Πιστεύετε ότι υπό αυτές τις συνθήκες πρέπει να συνεχίσουν Κύπρος και Ελλάδα να τάσσονται υπέρ της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ;

Απ. Νομίζω ότι αυτή η άνευ συνθη κών στήριξη της τουρκικής πορείας προς την Ευρώπη μπορεί να εξυπηρετεί πολιτικούς στόχους, αλλά δεν βοηθά ούτε τα ελληνικά θέματα ούτε το Κυπριακό. Νομίζω ότι η τοποθέτηση έπρεπε να είναι πιο ξεκάθαρη, δηλαδή εάν η Τουρκία εφαρμόσει τους κανονισμούς και τις απαιτήσεις που υπάρχουν γύρω από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο τότε να εξεταστεί με σοβαρότητα η αίτησή της, αλλά αυτή η λευκή επιταγή του τύπου 'ελάτε', δεν βοηθά. Η Τουρκία έχει υποχρεώσεις που πρέπει να εφαρμόσει. Δεν μπορεί κανείς να της δίνει συγχωροχάρτι κάθε μέρα είτε για τα εσωτερικά της προβλήματα είτε για το γεωστρατηγικό της ρόλο.

Ερ. Το βιβλίο σας θα κυκλοφορήσει και σε άλλες γλώσσες εκτός από τα αγγλικά;

Απ. Οχι ακόμα. Το προηγούμενο βιβλίο που έγραψα για το Κυπριακό έχει μεταφραστεί στα ελληνικά, τα αραβικά και τώρα ετοιμάζεται και κινεζική μετάφραση. Ελπίζω να μεταφραστεί και αυτό διότι είναι ένα έργο το οποίο πρέπει να διαβαστεί ευρύτερα και δυστυχώς σε χώρες ιδίως του αραβικού κόσμου ή την Κίνα δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου βιβλιογραφία για τα θέματα που αφορούν την Κύπρο.

(ΚΥΠΕ/ΑΑΡ/ΓΠ)

-----------------------------------------------------------------------

 

Σημ. Π. Ήφαιστου. Για όσους δεν το γνωρίζουν τα ιστοριογραφικά ανεκδοτολογικά απόνερα ρέουν προς Κύπρο όπου την σταλινοδεξιά εξουσία επιδιώκουν να αλλάξουν την διυποκειμενική και αλάνθαστη ιστορική μας μνήμη για να ... λύσουν το κυπριακό. Ο εξαίρετος Λάζαρος Μαύρος όπως πάντα διεισδυτικός και ακριβής

21/01/2009 | ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ ΜΑΥΡΟΥ Υπ. Παιδείας & Ερντογάν

Α Υ Τ Ε Σ , ΛΟΙΠΟΝ, τις διαστρεβλώσεις της ιστορικής αλήθειας που διαπράττει ο υπουργός Παιδείας μαζί με τον πρόεδρο Χριστόφια, οι οποίοι αποκρύπτουν την ουσία της Τουρκανταρσίας του 1963-64, αθωώνουν την Τουρκία και αποδίδουν τις «διακοινοτικές ταραχές» σε δήθεν δράση των «εξτρεμιστικών, σοβινιστικών κύκλων στην ε/κ κοινότητα» και της «τρομοκρατικής, σοβινιστικής τ/κ οργάνωσης ΤΜΤ», θα τις αξιοποιήσει και πάλι διεθνώς η τουρκική προπαγάνδα. Και η τουρκική διπλωματία. Διότι αποτελούν ανέκαθεν, επί 54 χρόνια (από τον Αύγουστο 1955), τον κεντρικό πυρήνα «δικαιολόγησης» του τουρκικού επεκτατισμού εναντίον της Κύπρου. Το «ισχυρότερο επιχείρημα» για τη νομιμοποίηση της τουρκικής εισβολής του Αττίλα 1974, της έκτοτε συνεχιζόμενης κατοχής και «το επιχείρημα» για την παραμονή τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο και μετά την όποια «λύση» του Κυπριακού.
Α Υ Τ Ο ΑΚΡΙΒΩΣ έκαμε προχθές στις Βρυξέλλες ο Τούρκος πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Για ν' ανατρέψει τα περί τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων που διατύπωσε εκεί ο ευρωβουλευτής Ματσάκης, ο Ερντογάν προφασίστηκε ότι τα στρατεύματά του βρίσκονται εδώ για ν' αποτρέψουν την «εξόντωση των Τουρκοκυπρίων». Προφανώς από τους «ε/κ εξτρεμιστικούς και σοβινιστικούς κύκλους» που διαλαλεί ο υπουργός Παιδείας του κ. Χριστόφια! Και η «ακροδεξιά εθνικιστική δράση, των οποίων», «από το 1957-58, 1963-64 και 1967-74», καθώς διαλαλεί αυτοπροσώπως κότζαμ Π.τ.Δ. και ΓΓ της ΚΕ του ΑΚΕΛ, καθιστά, κατά πως λέει ο Ερντογάν, αναγκαία την παρουσία του τουρκικού στρατού στην Κύπρο! Με τη φόρα που πήραν, δεν αποκλείεται κιόλας να επεκτείνει προς νότο την παρουσία του ο Αττίλας για να προστατεύσει τους διακινούμενους Τ/κ και από τη δράση των χουλιγκάνων των γηπέδων…
Ν Α ΤΟ ΞΑΝΑΓΡΑΨΟΥΜΕ, ίσως κάποιοι φιλοτιμηθούν να το μελετήσουν: Από 13 Αυγούστου 1955 ο Τ/κ ηγέτης Φαζίλ Κιουτσούκ, όργανο των Άγγλων αποικιοκρατών, έστειλε επιστολή στην Τουρκία που προανήγγελλε ότι «επίκειται η σφαγή και η γενοκτονία των Τ/κ», στο… συλλαλητήριο που είχε προγραμματίσει για την Κυριακή 28η Αυγούστου 1955 το ΑΚΕΛ εναντίον της «Τριμερούς του Λονδίνου». Την επιστολή εκείνη έκαμαν «μπουμ» οι τουρκικές εφημερίδες που μαζί με τον πρωθυπουργό Μεντερές και τη στημένη έκρηξη - προβοκάτσια στο «σπίτι» του Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη, αφιόνισαν τους τουρκικούς όχλους και προκάλεσαν το Πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης 6-7 Σεπτεμβρίου 1955.

 

------------------------------------------------------------------------

1.2.2009. Ψηφιοποιημένο αρχείο Ιστορικής μνήμης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα

Ο αγώνας ελευθερίας των κυπρίων είναι ο τελευταίος μεγάλος αγώνας ελευθερίας των ελλήνων αλλά και της υπόλοιπης ανθρωπότητας στην ύστερη φάση της αποικιοκρατίας. Μετά την κατηφόρα της τελευταίας δεκαετίας και ίσως μετά από κάποια μεγάλη ζημιά, που δυστυχώς έρχεται αναπόδραστα, οι έλληνες που θα απομείνουν θα ζητήσουν να μάθουν για τους προγόνους τους που αγωνίστηκαν για το ότι και να σημαίνει σήμερα ελληνική ανεξαρτησία. Η ψηφιακή τεχνολογία παρέχει μεγάλες δυνατότητες αποτύπωσης της ιστορικής πραγματικότητας και διαιώνισης της γνώσης. Το ψηφιοποιημένο αρχείο του Συμβουλίου Ιστορικής Μνήμης ΕΟΚΑ 1955-1959

φιλοξενείται στον ιστοχώρο της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κύπρου: http://library.ucy.ac.cy/digital_library/greek/simae/eoka_videos_gr.htm

 

----------------------------------------------------------------------

23.1.2009. Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος. Κύπριος Γκορμπατσώφ ο Χριστόφιας  ένας συσχετισμός του ΚΚΣΕ με το ΑΚΕΛ

Σημείωση Π. Ήφ. Ο Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος δεν  είναι μόνο ένας από τους καλύτερους δημοσιογράφους της Ελλάδας. Μαζί με τους Σταύρο Λυγερό και Γιώργο Δελαστίκ είναι και από τους σημαντικότερους γνώστες του μεγαλύτερου προβλήματος ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Όπως πάντα διεισδυτικός, δίκαιος και σωστός. Όποιος ενδιαφέρεται να μάθει τι γίνεται στο κυπριακό καλά θα κάνει να μελετήσει τα βιβλία του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου.

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου 23 Jan 2009
Παραμονές της εκλογής του νέου Γενικού Γραμματέα του ΑΚΕΛ, ο απερχόμενος Δημήτρης Χριστόφιας εξαπέλυσε, εναντίον ενός εκ των υποψηφίων, του Νίκου Κατσουρίδη, μια εξαιρετικά ασυνήθιστη έμμεση, πλην σαφή επίθεση δια υπονοουμένων. Ασυνήθιστη γιατί παραβίασε δραστικά όλους τους άγραφους κανόνες της κυπριακής κοινωνίας και ειδικότερα του ΑΚΕΛ. Ουσιαστικά του καταλόγισε αμφίβολη στάση απέναντι στις...ηδονές της ζωής, διαφθορά και ευδαιμονισμό. Και βεβαίως δεν τόκανε με τον τρόπο του Λένιν, ευθέως και ονομαστικά, αναλαμβάνοντας και την ευθύνη των κατηγοριών, αλλά με την σταλινική μέθοδο της σουπιάς. Γιατί όμως ο Δημήτρης Χριστόφιας ένοιωσε την ανάγκη, αναλαμβάνοντας και έναν μικρό κίνδυνο, να παρέμβει τόσο άκομψα, παρεμποδίζοντας την ελεύθερη βούληση των στελεχών και μελών του κόμματός του? ‘Εχει άραγε σκοπό να κάνει κάτι που φοβάται ότι θα βρει αντίθετο το κόμμα του;
Πέρυσι, μεταξύ των δύο γύρων των προεδρικών εκλογών, συνάντησα σε ένα γραφείο γνωστού εκδότη της Λευκωσίας τον ‘Αντρο Κυπριανού, τον ανθυποψήφιο του κ. Κατσουρίδη. Ευγενέστατος δεν παρέλειψε να αναφέρει τη διαφωνία του με όσα έγραφα στο βιβλίο μου «Η Κύπρος σε Παγίδα» που είχε μόλις βγει από τις εκδόσεις Λιβάνη. Του απήντησα ότι ιδιότητα των πραγματικών φίλων είναι να γίνονται δυσάρεστοι. Αν άλλωστε τα στελέχη του ΚΚΣΕ είχαν προβληματισθεί από το περίφημο άρθρο της Νίνα Αντρέεβνα στη «Σοβιέτσκαγια Ρασία», τον Μάρτιο του 1987, αντί να συνεδριάζουν για να το καταδικάσουν, θα υπήρχε ίσως σήμερα Σοβιετική ‘Ενωση.
Πέρασα σχεδόν μια δεκαετία από τη ζωή μου στη Ρωσία, εργαζόμενος ως ανταποκριτής και παρακολουθώντας πως τελείωσε το πείραμα που άρχισαν ο Λένιν και ο Τρότσκι, και, μαζί του, ο κατά Χομπσμπάουμ «σύντομος 20ός αιώνας», που ξεκίνησε στα χαρακώματα του Βερντέν και στα Σοβιέτ της Πετρούπολης. Φυσικό είναι να ανατρέχω ενίοτε στην «ιδρυτική» αυτή, για τον σημερινό κόσμο εμπειρία, αναζητώντας κρυφές ομοιότητες στις υφέρπουσες δομές φαινομενικά άσχετων εξελίξεων. Στο βιβλιο μου, διατύπωσα την υπόθεση εργασίας ότι ο κ. Χριστόφιας κινδυνεύει να αποδειχθεί «Γκορμπατσώφ», με την έννοια του πολιτικού που, καταλαμβανόμενος από την «ιδεοληψία» ότι πρέπει και μπορεί να λύσει το κυπριακό, εδώ και τώρα, χωρίς καθυστέρηση και χωρίς να εξετάζει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις και χωρίς να δίνει σημασία στις διαψεύσεις της ζωής, μπορεί να καταλύσει τελικά μια διαδικασία αυτοκαταστροφής της Κυπριακής Δημοκρατίας, του ΑΚΕΛ και του ίδιου προσωπικά.
Αντιλαμβάνομαι επίσης ότι οι μόνες πολιτικές διαφορές που μπορώ να ανιχνεύσω στο κυπριακό «Βυζάντιο» από τις δηλώσεις των δύο αντιπάλων Κυπριανού και Κατσουρίδη αφορούν την διατήρηση των επεμβατικών και εγγυητικών δικαιωμάτων τρίτων χωρών στην Κύπρο. Ο κ. Κατσουρίδης μοιάζει να λέει «χωρίς κατάργησή τους δεν συζητάμε συμφωνία», ο κ. Κυπριανού λέει ότι δεν δεχόμαστε «μονομερή» (άρα δεχόμαστε «πολυμερή»;) εγγυητικά δικαιώματα και, εσχάτως, ο κ. Χριστόφιας βρίσκει αντιπαραγωγική τη συζήτηση για «κόκκινες γραμμές».
Οι Κύπριοι κομμουνιστές όμως, όπως και οι περισσότεροι Κύπριοι γενικώς, δεν γνωρίζουν ακόμα να συζητάνε πολιτική, παρόλο πούχανε τουλάχιστο το θάρρος να πούνε ένα σπουδαίο «όχι» το 2004, για να αυτοτρομακρατηθούν κάπως κι οι ίδιοι μετά. Χρησιμοποιούν τη γλώσσα όχι ως άσκηση απελευθέρωσης, αλλά ως εργαλείο παραπλάνησης, μην αντιλαμβανόμενοι ότι τελικά κινδυνεύουν να παραπλανηθούν μόνο οι ίδιοι, αναγκασμένοι να επιβεβαιώσουν το ρητό του Λακάν «είμαστε ότι λέμε». Δεν συζητάνε πολιτική, αλλά την κάνουνε και για να την κάνουνε συζητάνε για τη διαφθορά και την ηθική, για το ενδιαφέρον του ενός και του άλλου για τις ωραίες γυναίκες, τα σπορ αμάξια και τα πούρα Αβάνας. Για τους πιο μυημένους υπάρχουν κι άλλες πληροφορίες, δήθεν εμπιστευτικές, για την α ή τη β joint venture, του τύπου «ξέρεις θα στο πω αλλά πρόσεχε μη με εκθέσεις, μην τα λες παραπέρα», μια τακτική που μπορεί να κάμψει τη δυσπιστία πολλών ανθρώπων.
Θυμάμαι το φθινόπωρο του 1993 τον Γιεγκόρ Λιγκατσώφ, κάποτε παντοδύναμο Νο 2 της σοβιετικής υπερδύναμης να περνάει το κατώφλι του σπιτιού μου στη Μόσχα, στη Ρουμπλιόφσκοε Σωσέ, για μια συνέντευξη στην «Ελευθεροτυπία». ‘Όταν έφυγε, η γυναίκα μου γύρισε και μου είπε: «Τις είδες τις σόλες στα παπούτσια του; Αυτόν βρήκαν να κατηγορήσουν για διαφθορά;»
Μπορεί να μην αποδείχθηκαν ποτέ, οι κατηγορίες όμως για διαφθορά κατά του Λιγκατσώφ από τους Εισαγγελείς Γκντλιάν και Ιβανώφ έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στην εξουδετέρωση του ΚΚΣΕ και της ικανότητάς του να φρενάρει κάπως τον αυτοκαταστροφικό οίστρο του Γενικού Γραμματέα Μιχαήλ Γκορμπατσώφ, που οδήγησε στη διάλυση της ΕΣΣΔ. Κι ο Γκορμπατσώφ πείσθηκε ότι κινδυνεύει από τον πιο πειθαρχικό συνεργάτη του. Ο Λιγκατσώφ «φαγώθηκε». Κι ένας άνθρωπος που μισούσε τον κομμουνισμό, με τη σαδομαζοχιστικού τύπου σχέση που ανέπτυξαν πολλοί απαράτσικ, άνθρωποι του μηχανισμού, με το κόμμα τους, ανέλαβε την καθοδήγησή του. Ο Αλεξάντρ Γιάκοβλεφ υπονόμευσε πρώτα τον σοβιετικό έλεγχο στην Ανατ. Ευρώπη και, στη συνέχεια, το ίδιο του το κόμμα.
‘Όχι ότι ο Λιγκατσώφ άξιζε πολλά πράγματα. ‘Ολη του τη ζωή πειθαρχικό στέλεχος του ΚΚΣΕ, αγνοούσε τι σήμαινε ανοιχτή πολιτική, δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει εγκαίρως την έκταση της αφέλειας και της προδοσίας μέσα στον ίδιο τον μηχανισμό του Κόμματος, θεωρούσε αμάρτημα την ανοιχτή συζήτηση των διαφορών και των επιλογών (Στο ΚΚ της Κύπρου, όπως μου έλεγε ένα ιστορικό του στέλεχος, θεωρείται αμάρτημα όχι μόνο η ανοιχτή, αλλά και κάθε συζήτηση). ‘Όταν ξεκίνησε να κάνει κάποια αντιπολίτευση ήταν πια πολύ λίγο και πολύ αργά. Το Κόμμα του παρασύρθηκε τελικά, μοιραίο και άβουλο, από τη δυναμική που εξαπέλυσε ο Γενικός Γραμματέας.
Κάνα χρόνο μετά τη συνέντευξη του Λιγκατσώφ συνάντησα τον βουλευτή ήδη Τέλμαν Γκντλιάν, να αγορεύει στο πηγαδάκι μιας δεξίωσης στην ελληνική πρεσβεία της Μόσχας. Κατακεραύνωνε τους «Δημοκράτες» που διέλυσαν τη Ρωσία. «Μα τι μας λες», τούπα, «εσύ δεν τα ξεκίνησες όλα αυτά;». ‘Εβαλε την ουρά στα σκέλια κι έφυγε.
Ο Γκορμπατσώφ την είχε «ψωνίσει». Νόμιζε στ’ αλήθεια ότι θα έπειθε τη «διεθνή κοινότητα», με το φλογερό του πάθος και μόνο, την ειλικρίνεια των προθέσεών του και τις κολοσσιαίες, μονομερείς παραχωρήσεις του, ότι είναι καιρός να φύγουμε άπαξ και δια παντός από τις απειλές, τα όπλα, τους πολέμους, να ανοίξουμε ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της ανθρωπότητας (άλλων το «όνειρο» είναι πιο μετριοπαθές, θέλουν να λύσουν επιτέλους το κυπριακό). Πίστευε, ή τον είχαν πείσει, ότι ήταν μεγαλοφυής και προοριζόταν να ανοίξει νέους δρόμους στην ιστορία της ανθρωπότητας η «Νέα Πολιτική Σκέψη» του, που στην πραγματικότητα όμως δεν γεννήθηκε στο μυαλό του, αλλά πάσαρε τεχνηέντως στους συνεργάτες του ο «διεθνής παράγων» (και ειδικότερα η μελέτη για τις ταξικές και πανανθρώπινες αξίες, που είχε κάνει, με χρηματοδότηση της αμερικανικής κυβέρνησης, ένας εμιγκρές πρώην διαφωνών, ο Σλιάπεντοχ).
Η φιλόδοξη γυναίκα του, η Ραϊσα, τον έσπρωχνε. Τελείως άπειρος από διεθνή πολιτική, ένας επαρχιώτης για τα σοβιετικά μέτρα και σταθμά. αναγνώριζε στα φρενιασμένα χειροκροτήματα και τις επιδοκιμασίες του «διεθνούς παράγοντος» την εκτίμηση στις ιδέες και στο πρόσωπό του, όχι τον ενθουσιασμό που προκαλούσε η αυτοκαταστροφή της Ρωσίας και του «σοσιαλισμού» της στους αντιπάλους τους. ‘Όταν όμως κατάλαβε ότι πήγαινε ολόισια στα βράχια, προς τα τέλη του 1990, τότε έψαξε το κόμμα του να τον στηρίξει. ‘Ηταν όμως πια αργά, τόχε ήδη ο ίδιος εξουδετερώσει. Το έξυπνο πουλί, λένε, πιάνεται από τη μύτη του.
Είδα ένα βράδυ, μετά το τέλος της ΕΣΣΔ, το ζεύγος Γκορμπατσώφ στο σπίτι του Τζουλιέτο Κιέζα, του ανταποκριτή της Ουνιτά στη Μόσχα. Η Ραίσα είχε συνειδητοποιήσει πια την έκταση της καταστροφής. Μας εκλιπαρούσε με το βλέμμα να συνηγορήσουμε στη συμβουλή της προς τον άνδρα της να μην κατέβει στις προεδρικές εκλογές, όπου εκείνος τελικά κατέβηκε παίρνοντας λιγότερο από 1%. Αργότερα πέθανε, νομίζω γιατί κατάλαβε. Ο Μιχαήλ Σεργκέεβιτς ακόμα και σήμερα δεν θέλει να συνειδητοποιήσει την τραγωδία στην οποία πρωτοστάτησε.
Κατά τη γνώμη μου, το μακράν σημαντικότερο κείμενο του Λένιν είναι η Διαθήκη του. Αν το Πολιτικό Γραφείο του Κόμματος την είχε λάβει υπόψιν του, αντί να την απαγορεύσει, η εξέλιξη του 20ού αιώνα θάταν πολύ διαφορετική. Στο κείμενο αυτό, ο ηγέτης της Οκτωβριανής Επανάστασης χαρακτηρίζει με μια πινελιά τους συντρόφους του. Ζητάει την απομάκρυνση του Στάλιν, που θεωρεί επικίνδυνο γιατί δεν γνωρίζει πώς να χρησιμοιοεί την τεράστια δύναμη του μηχανισμού. Για τους Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ υποστηρίζει ότι ασφαλώς δεν ήταν τυχαία η στάση τους το 1917. Αλλά δεν μπορεί να χρησιμοποιείται αυτό το επιχείρημα κάθε φορά για να λυθούν οι διαφορές μαζί τους. Αν ένα Κόμμα προσάπτει σε ένα στέλεχός του κάτι σοβαρό, τότε οφείλει να ξεκαθαρίσει αμέσως το ζήτημα, όχι να το αφήνει να αιωρτείται, για να ελέγχει τον … υποψήφιο κατηγορούμενο.
‘Αλλωστε, πρέπει κανείς να εξετάζει προσεκτικά το κίνητρο όσως εξαπολύουν ηθικές κατηγορίες, σε ποιο κοινωνικό περιβάλλον διατυπώνονται και ποια σημασία έχουν. Σε κρίσιμα σημεία της ιστορίας του ΑΚΕΛ, οι φήμες για τη σεξουαλική συμπεριφορά ανώτατων στελεχών ή των συντρόφων τους έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Αλλά είναι π.χ. στις σημερινές συνθήκες της Κύπρου ψυχικά υγιέστερος ένας κομμουνιστής που λέει ότι δεν του αρέσουν οι ωραίες γυναίκες ή τα σπορ αυτοκίνητα; Ποιος χαρακτήρας κομμουνιστή θα υπερασπίσει καλύτερα τα συμφέροντα του λαού και του κόμματος;
Η καταπίεση βασικών ενστίκτων, όπως το σεξουαλικό, δεν οδηγεί στην εξαφάνισή τους, αλλά στην ικανοποίησή τους με ακατάλληλους και ζημιογόνους τρόπους. Η καταπίεση των «παθών» δεν κάνει τους ανθρώπους ηθικότερους, τους κάνει είτε νευρωτικούς, είτε υποκριτές. Τα πάθη που καταπιέζονται όχι μόνο δεν εξαφανίζονται, κάνουν τους ανθρώπους που τα απωθούν έρμαιά τους. Ο Βίλχελμ Ράιχ έχει περιγράψει τη σεξουαλική καταπίεση, ως έναν από τους βασικούς μηχανισμούς που στήριξαν τον φασισμό. Η κυπριακή κοινωνία δεν μοιάζει βέβαια με τις μεσοπολεμικές κοινωνίες. ‘Εχει «απελευθερώσει» την πρακτική της, χωρίς όμως να «απελευθερώσει» τη συνείδηση και την ιδεολογία της και διαχειρίζεται την αντίφαση δια της καθολικής υποκρισίας, χωρίς καν να υποπτεύεται το τίμημα που καταβάλλει. Από κοινωνία καταπιεσμένων μεταβλήθηκε όχι σε κοινωνία ελεύθερων, αλλά σε κοινωνία απελεύθερων.
Αυτό που συνέβη στα ήθη, συνέβη και στην πολιτική. Εδώ η υποκρισία συνίσταται π.χ. στο να ισχυριζόμαστε ότι κάνουμε αγώνα εναντίον εισβολής, ενώ αναζητούμε τρόπο αξιοπρεπούς υποχώρησης, να λέμε ότι θέλουμε να ζήσουμε με τους Τούρκους ενώ δεν θέλουμε, «άλλα να λέμε, άλλα να σκεφτόμαστε, άλλα να κάνουμε», όπως μούπε μια μέρα για μας τους ‘Ελληνες ένας Ελβετός δημοσιογράφος κι έμεινα να τον κυττάω άναυδος. Αυτός είναι ο μηχανισμός που μπορεί να σπρώξει την κυπριακή κοινωνία να δεχτεί μια λύση που δεν θα είναι απλώς κακή, θα καταστρέψει επίσης το υπάρχον κυπριακό κράτος, βασική προϋπόθεση επιβίωσης και ευημερίας των Ελληνοκυπρίων, αν όχι και την Ελλάδα μαζί.
Η απουσία πολιτικής, ως έλλογης και συνεπούς έκφρασης των επιθυμιών, είναι συνέπεια του γεγονότος ότι η κυπριακή κοινωνία δεν πέρασε ποτέ από δημοκρατική επανάσταση, πέρασε μόνο από εθνική και αυτή ανολοκλήρωτη, έμαθε να συνεννοείται με μυστικούς κώδικες και να χρησιμοποιεί τα λόγια για να παραπλανά. Η επιτυχία της στο εμπόριο, στη συσσώρευση πλούτου και στις μεθόδους εξαπάτησης που τη καθιστούν δυνατή, κάνει ευκολότερη τη μεταφορά αυτών των μεθόδων στην πολιτική. Αν όμως οι Κύπριοι δεν «ενηλικιωθούν», δεν πάρουν στα σοβαρά τον εαυτό τους, αν εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τον ανορθολογισμό, να μη συμπεριφέρονται ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος, αλλά ως ανατολίτες, τότε θα καταστραφούν και ίσως θα καταστρέψουν και την Ελλάδα.

---------------------------------

Το αξιόλογο αυτό άρθρο του Λουκά Αξελού γράφτηκε πριν δέκα χρόνια και θίγει καίρια ζητήματα. Το παραθέτω μαζί με τις παραπομπές του συγγραφέα στο τέλος του δοκιμίου

Λουκά Αξελού Πατριωτισμός, Διεθνισμός και Κυπριακό

του Λουκά Αξελού
Ι
Ο ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΕΠΕΚΤΑΤΙΣΜΟΣ ΩΣ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ
Το Κυπριακό έτσι όπως μέσα από την επιμήκυνση του ιστορικού χρόνου μπορούμε σήμερα να το δούμε, θέτει ευθέως το πρόβλημα των σχέσεων ανάμεσα στον ελληνικό λαό και τους λαούς της Τουρκίας και τα πραγματικά διλήμματα που τίθενται στους πολίτες και τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις σε Κύπρο, Ελλάδα και Τουρκία.
Θέτει δηλαδή επί τάπητος, χωρίς αναγκαστικά να τα εμπεριέχει ως όλον, τα μεγάλα ζητήματα που μας απασχολούν στο λυκόφως του 20ού αιώνα, ιδιαίτερα μάλιστα μετά την κατάρρευση του ολοκληρωτισμού στην Ανατολική Ευρώπη.
Όλες οι μαγικές λέξεις ελευθερία, πατριωτισμός, διεθνισμός, εθνικισμός, κρατισμός, ρατσισμός, ισότητα, δημοκρατία, διαφορά, αυτοδιάθεση, συνωστίζονται στην Πράσινη Γραμμή• εκεί που σταματάνε τα ψέματα και ανεμίζουν τουρκικές...σημαίες.
Δεν γνωρίζω αν θα βρισκότανε κανείς να αμφισβητήσει σοβαρά το γεγονός ότι οι σχέσεις ανάμεσα στους δυο λαούς (ελληνικό-τουρκικό), είναι ιδιαίτερα άσχημες. Σε γκάλοπ που δημοσίευσε το 1986 το τουρκικό περιοδικό «Nokta», το 95% των Τούρκων θεωρούν τους Έλληνες ως μη άξιους εμπιστοσύνης, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό κατεβαίνει για τους Έλληνες στο 73%. Ποιο αλήθεια μπορεί να είναι το πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό βάρος αυτού του 5% των Τούρκων που δεν διάκεινται εχθρικά απέναντι μας; Η γλώσσα των αριθμών — όσο κι αν αμφισβητηθεί — είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική και γίνεται ακόμα πιο πολύ όταν, μελετώντας
τις θέσεις και την πρακτική των τουρκικών πολιτικών σχηματισμών, διαπιστώσουμε ότι η νοοτροπία αυτή διαπερνά όχι μόνο τα κυβερνητικά, αλλά και τα αριστερά κόμματα της αντιπολίτευσης, που — υποτίθεται — εμπνέονται από διεθνιστικά ιδεώδη.
Είναι φανερό ότι οι ευθύνες δεν έχουν συνολικά έναν αποδέκτη. Και εννοούμε, σαφέστατα, και τις ευθύνες της ελληνικής πλευράς που όμως — οφείλουμε να το παραδεχθούμε — είναι άλλης τάξης από τις ευθύνες του συνόλου, σχεδόν, του τουρκικού πολιτικού κόσμου, που έχει πέσει στην παγίδα του μεγαλοτουρκικού σωβινισμού.
Ίσως κάποιοι ισχυριστούν ότι αυτό είναι κάτι το συγκυριακό που δεν εντάσσεται στις ιδιαίτερες συνθήκες χρόνιας αναγκαστικής συμβίωσης ανάμεσα στους Έλληνες και Τούρκους. Η πραγματικότητα όμως τους διαψεύδει αποδεικνύοντας ότι ο αντιξενισμός, ο ρατσισμός και η πολιτική φυσικής εξόντωσης ή βίαιου εξισλαμισμού έχει πολύ βαθιές ιστορικές ρίζες.
Εύστοχα είναι τα ζητήματα που θέτει ο Πέρσης ιστορικός Εναγιοταλά Ρεζά όταν διερωτάται: «Στη χώρα που γεννήθηκε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, δεν υπήρχαν κάτοικοι, δεν υπήρχε πληθυσμός σ’ αυτή τη χώρα; Αν δεχθούμε ότι το Βυζάντιο είχε τον πληθυσμό του, τότε γεννάται ένα άλλο ερώτημα. Τι απέγινε ο λαός ο οποίος πριν από χίλια εξακόσια χρόνια ίδρυσε ένα από τα μεγαλύτερα κράτη της παγκόσμιας ιστορίας; Ποιος ήταν αυτός ο λαός; Ποια ήταν η γλώσσα του και ποιος ο πολιτισμός του; Μήπως οι επιγραφές αυτής και παλαιότερων εποχών ψεύδονται; Μπορεί κανείς ν’ αγνοήσει τις επιγραφές σε ελληνική γραφή που συνεχίζουν να υπάρχουν μέχρι σήμερα ως αδιάψευστες αποδείξεις του παρελθόντος της Μικράς Ασίας παρά τις αλλεπάλληλες καταστροφές τους από τους αναρίθμητους εχθρούς και εισβολείς; Τέλος, πού πήγαν αυτοί οι άνθρωποι αυτός ο λαός που δημιούργησε ένα τόσο λαμπρό πολιτισμό;», για να απαντήσει στη συνέχεια μέσα από μια σύντομη ιστορική περιδιάβαση που φτάνει ως τις μέρες μας: «Αφού νίκησαν τους Βυζαντινούς, αυτές οι φυλές κατέστρεψαν το λαμπρό πολιτισμό των τελευταίων και υιοθέτησαν μια πολιτική αφομοίωσης των Ελλήνων κατοίκων της χώρας. Αυτή η πολιτική διατηρήθηκε μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά απ’ αυτόν και μπορούμε μέχρι σήμερα να διαπιστώσουμε την έχθρα και το μίσος των παντουρκιστών όχι μόνο κατά του ελληνικού πολιτισμού αλλά και κατά του ίδιου του ελληνικού λαού.
Το δεύτερο έθνος που οι παντουρκιστές αποπειράθηκαν να εξοντώσουν ήταν οι Αρμένιοι. Η βίαιη σφαγή Αρμενίων, γυναικών, παιδιών και ανδρών και η εξόντωση του αρμενικού πληθυσμού του Καρς και του Αρνταχάν και του πληθυσμού της Μεγάλης Αρμενίας δεν έχει λησμονηθεί. Όπως φαίνεται, οι παντουρκιστές δεν είχαν την υπομονή να λύσουν με άλλο τρόπο τους λογαριασμούς τους με τα έθνη με υψηλό πολιτισμό και με βαθιές ιστορικές ρίζες και δεν την έχουν ούτε μέχρι σήμερα.
Το τρίτο έθνος που καταπιέζεται και βρίσκεται στα πρόθυρα της εκμηδένισης εξαιτίας της σωβινιστικής πολιτικής των παντουρκιστών είναι οι Κούρδοι με έναν πληθυσμό 12-14 εκατομμυρίων στην Ανατολική Τουρκία»1.
Οι πυκνές αυτές συνοψίσεις στοιχειοθετούνται από άπειρες ψηφίδες κτηνώδους πρακτικής, την οποία παραγνωρίζουν όχι μόνο οι έχοντες συμφέρον Τούρκοι και οι ομογάλακτοι τους, αλλά και πολλοί άλλοι που διατείνονται ότι μιλούν στο όνομα της δημοκρατίας, της ελευθερίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή του σοσιαλισμού. Γι’ αυτούς τους τελευταίους και το πώς βλέπουν και αντιμετωπίζουν την εξέλιξη των πραγμάτων στην Τουρκία, ταιριάζει ίσως η παρατήρηση της Ρόζας Λούξεμπουργκ ότι: «η όλη πραγματική εξέλιξη στην Τουρκία, η οποία οδηγεί σε επαναστάσεις και σε αποσύνθεση, δεν είναι γι’ αυτούς τίποτε άλλο από ένα αντιπαθητικό, ενοχλητικό γεγονός, που κατά συνέπεια πρέπει απλά να απορριφθεί. Οι ανθρωποσφαγές στηλιτεύονται σαν ψέμα, οι επαναστάσεις χαρακτηρίζονται σαν λαός χωρίς αξία και η επανάσταση σαν θεατρική παράσταση»2.
Είναι πασίγνωστο ότι το 1925 το Τουρκικό Κομμουνιστικό Κόμμα όχι μόνο αντιτάχθηκε στην ηρωική εξέγερση των Κούρδων, αλλά ταυτίστηκε με τους κεμαλικούς, στέλνοντας συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον Τούρκο πρωθυπουργό Ισμέτ Πασά. Την ίδια περίοδο στο περιοδικό του «Aydilik» δημοσιεύονταν αρκετά κείμενα που υποστήριζαν τους κεμαλικούς και καταδίκαζαν την «αντεπαναστατική κουρδική εξέγερση». Όπως το ίδιο γνωστό είναι ότι το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα και η Εργατική Συνομοσπονδία DISK πρωτοστάτησαν το 1974 στη διεξαγωγή μαζικών εράνων για την ενίσχυση των πολεμικών αναγκών της επιχείρησης Αττίλα που διηύθυνε ο σοσιαλδημοκράτης Μπουλέντ Ετσεβίτ3. Τέλος εύγλωττη είναι η στάση της τουρκοκυπριακής αριστεράς κατά την ανακήρυξη του κατοχικού κράτους στις 15 Νοεμβρίου 1983, όπως χαρακτηριστικά την περιγράφει την επόμενη ημέρα στο περιοδικό «Σοζ» ο Αχμέτ Ονάν: «Οι βουλευτές της αντιπολίτευσης σήκωσαν όσο πιο ψηλά μπορούσαν τα χέρια τους, έστω κι αν τα πρόσωπα τους δεν ήταν χαμογελαστά. Στο παρελθόν μας είχαν χαρακτηρίσει οπαδούς της διχοτόμησης. Τώρα, όμως, τα χέρια τους ήταν ψηλά. Εφόσον ήταν τόσο πιστοί στις αρχές τους σαν σοσιαλιστές, γιατί δεν εγκατέλειψαν τη Βουλή;».
Δεν πρόκειται για συμπτώσεις ή επιμέρους περιστατικά, αλλά για στερεότυπη συμπεριφορά απέναντι σε ό,τι δεν είναι τουρκικό• απέναντι σε όλους τους ιστορικούς λαούς της Μικρας Ασίας, είτε Έλληνες, είτε Αρμένιοι, είτε Λαζοί, είτε Τσερκέζοι, είτε Γεωργιανοί, είτε Σύριοι, είτε Κούρδοι λέγονται αυτοί. Και δεν αποτελεί πια σύμπτωση το γεγονός ότι ελάχιστες φωνές διαμαρτυρίας είχαν κατά καιρούς σηκωθεί από όλους εκείνους που θεωρητικά πρεσβεύουν τον περί αντιθέτου λόγο.
Ας δούμε ένα ενδεικτικό γραπτό παράδειγμα, που δεν προέρχεται από το χώρο της πολιτικής, αλλά από το χώρο της επιστήμης.
Γράφει λοιπόν ο Τσαγλάρ Κεϊντέρ στο έργο του Τουρκία: Δικτατορία και δημοκρατία και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο «Η ίδρυση της Δημοκρατίας» ότι: «Οι Αρμένιοι που αριθμούσαν 1,2 εκατ. το 1896, περιορίστηκαν σε λιγότερο από 100.000 το 1927, εξαιτίας της μετανάστευσης και των εχθροτήτων στη διάρκεια του πολέμου. Η πρωταρχική αιτία του μαρασμού αυτού ήταν η εξαναγκαστική πορεία του 1915, όταν οι Αρμένιοι απομακρύνθηκαν από στρατηγικές περιοχές ειδικότερα στη Ν.Α. Ανατολία»4.
Δεν πρόκειται για κείμενο ανθρώπου στον οποίο θα μπορούσαμε να χρεώσουμε φανερή σχέση εξάρτησης από το τουρκικό κράτος ή τους ποικίλους παντουρανιστικούς κύκλους, αλλά για τις απόψεις ενός αριστερού Τούρκου επιστήμονα που γνωρίζει μεθοδικά να αναπτύξει το θέμα του. Τι κρύβει λοιπόν πίσω του το παραπάνω απόσπασμα; Τίποτα περισσότερο από τον λανθάνοντα σωβινισμό της τουρκικής αριστεράς, ακόμα και αυτής που έχει τις πιο προωθημένες σε επίπεδο επιστημονικής προσέγγισης απόψεις.
Είναι θλιβερό να ξεπερνιέται η γενοκτονία 1.500.000 Αρμενίων με περίτεχνες και αποπροσανατολιστικές εκφράσεις του τύπου ((περιορίστηκαν... εξαιτίας της μετανάστευσης και των εχθροτήτων» ή ((πρωταρχική αιτία του μαρασμού αυτού...».
Το νέο τουρκικό κράτος που θεμελίωσε ο Μουσταφά Κεμάλ ως ιστορική συνέχεια-αναδίπλωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, παρά τα εξωτερικά κοσμικά — δυτικής επίδρασης — χαρακτηριστικά του, που τόσο αβαθώς και επιπόλαια επαινέθηκαν και υπερεκτιμήθηκαν από την πλειοψηφία των πολιτικών και επιστημόνων, τόσο στη Δύση όσο και την πρώην Σοβιετική Ένωση και τους δορυφόρους της, παραμένει ένα βαθύτατα ρατσιστικό, παντουρκιστικό-παντουρανιστικό κράτος, που σταθερό του στόχο και σκοπό έχει την πολιτική της φυσικής εκκαθάρισης, του εξισλαμισμού, του εξανδραποδισμού και του ξεριζώματος για τους εντός της επικρατείας του αλλοεθνείς πληθυσμούς και τη μέγιστη δυνατή εμπέδωση της επιρροής-παρουσίας του σε όλον τον πελώριο ιστορικό-γεωγραφικό χώρο που εγκαταστάθηκαν ή κατάκτησαν τα διάφορα τουρανικά φύλα.
Αυτή η μακρόπνοη πολιτική εκτουρκισμού λειτούργησε και λειτουργεί σε όλη την κοινωνική, οικονομική, πολιτισμική και πολιτική σφαίρα και αποτυπώνεται με ιδιαίτερη έμφαση στο ίδιο το Τουρκικό Σύνταγμα του 1982.
Στο άρθρο 26 που αναφέρεται στην ελευθερία του Τύπου και την ελεύθερη έκφραση γνώμης απαγορεύεται η οποιαδήποτε μορφή δημοσίευσης στις νομικά απαγορευμένες γλώσσες, που σύμφωνα με το άρθρο 3 δεν είναι άλλες από των μειονοτήτων. Και αυτό δεν αφορά μόνο τα τυπογραφικά προϊόντα, αλλά όλες τις μορφές έκφρασης, όπως οι ταινίες, οι δίσκοι, τα σλάιτς, ακόμα και οι χειρόγραφες ανακοινώσεις5.
Είναι γνωστό σε όποιον έχει στοιχειωδώς ασχοληθεί με την τουρκική νομοθεσία ότι ο ισχύων τουρκικός ποινικός κώδικας βρίθει διατάξεων που απαγορεύουν τη χρήση των λέξεων Κουρδιστάν ή Κούρδος, επισείοντας ποινές φυλάκισης που φτάνουν μέχρι τα δεκαπέντε χρόνια για οποιονδήποτε θα είχε την ατυχή έμπνευση να αναφερθεί δημόσια στην ύπαρξη Κούρδων στην Τουρκία. Αυτή η κραυγαλέα παραβίαση των στοιχειωδέστερων ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτυπώθηκε κυνικά στον περίφημο Νόμο 2932 (και αργότερα και στον Νόμο Έκτακτης Ανάγκης 2935/1983). Γι’ αυτόν το νόμο ένα τουρκικό πολιτικό κόμμα, προς τιμήν του, θα πει: «... 12. Ο νόμος αυτός που απαγορεύει στους Κούρδους να μιλούν τη γλώσσα τους έχει βυθίσει στην ντροπή το νομικό μας σύστημα... 13. Σε εφαρμογή αυτού του βάρβαρου και παράλογου νόμου έχουν γίνει ανακρίσεις και έχουν επιβληθεί ποινικές κυρώσεις εναντίον πολλών ανθρώπων στην περιοχή, διότι υπερασπίσθηκαν τον εαυτό τους στα δικαστήρια, τραγούδησαν τραγούδια, έγραψαν άρθρα ή έχουν κασέτες στην κουρδική γλώσσα. Πρέπει να τονίσουμε ότι αποτελεί έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας η απαγόρευση χρήσης της μητρικής γλώσσας, η οποία είναι φυσικά αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης ζωής. Η αναχρονιστική αυτή απαγόρευση θέλει ν’ αγνοεί τον εθνικό διαφορισμό και την ύπαρξη πολιτιστικού πλουραλισμού στη χώρα»6.
Κι ας αποτελεί αναμφισβήτητο ιστορικό τόπο το γεγονός ότι ολόκληρη η Ν.Α. Μικρά Ασία κατοικείται από την εποχή του Ξενοφώντα από συμπαγείς μάζες εκατομμυρίων «Καρδούχων», κι ας αποτελεί κατά κοινή ομολογία η Κωνσταντινούπολη τη μεγαλύτερη κουρδική πόλη, έξω από το ιστορικό Κουρδιστάν.
Πώς άραγε μπορεί να χαρακτηριστεί ένα καθεστώς που θεωρεί εχθρό του Συντάγματος, τον πολίτη του που μιλά και γράφει στη μητρική του γλώσσα και δεν αποτελεί, άραγε, ιστορική οπισθοδρόμηση το γεγονός ότι ο προκάτοχος της σημερινής Τουρκίας, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, αναγνωρίζοντας την πραγματικότητα της ως πολυεθνικού κράτους επέτρεπε ένα μίνιμουμ, τουλάχιστον, γλωσσικής, θρησκευτικής και πολιτιστικής ελευθερίας στους μη Τούρκους υπηκόους της;
Βάναυσο και αντιδημοκρατικό στους τουρκικής καταγωγής υπηκόους του, αμείλικτο και ανελέητο σε κάθε μη Τούρκο πολίτη του, ήταν και είναι το σύγχρονο τουρκικό κράτος. Και αυτό δεν αποτελεί καταγγελία των αντιπάλων του, αλλά τραγική διαπίστωση των επανειλημμένων εκθέσεων διεθνών οργανισμών, εξέχουσα θέση μεταξύ των οποίων κατέχουν οι ετήσιες εκθέσεις της οργάνωσης Διεθνής Αμνηστία7.
Είναι, λοιπόν, ορατή δια γυμνού οφθαλμού η εθελοτυφλία όλων εκείνων που σε Ελλάδα, Κύπρο, Ευρώπη και Αμερική, μιλούν ανερυθρίαστα για δημοκρατική Τουρκία, υπερθεματίζοντας μάλιστα τις τουρκικές πρωτοβουλίες για ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όταν το τουρκικό κράτος αποτελεί ένα απτό παράδειγμα ρατσιστικού κράτους, χειρότερου — υπό μιαν ορισμένη έννοια — και από αυτό που κυριάρχησε για δεκαετίες στη Νότια Αφρική.

II
Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΚΑΙ ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΕΥΘΥΝΕΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ ΣΕ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΚΥΠΡΟ
Κραυγαλέο παράδειγμα της πολιτικής αυτής αποτελεί η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στη σημερινή Κύπρο με συρροές πρωτοφανών εγκληματικών πράξεων που κυριολεκτικά έχουν κονιορτοποιήσει το σύνολο των κανόνων που διέπουν το Διεθνές Δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Δεν θα σταθώ περισσότερο στο σημείο αυτό, γιατί αναλυτικά έχει κατ’ επανάληψιν εκτεθεί. Θα επιμείνω όμως ότι από μόνο του καθιστά και αναδεικνύει το Κυπριακό σε αποφασιστικό παράγοντα-κριτήριο για να διαγνώσουμε την πραγματική στάση και ιδεολογία των διάφορων τάξεων, ομάδων και ατόμων, σε Ελλάδα, Κύπρο και Τουρκία, απέναντι σε μείζονος αξίας ζητήματα όπως η ελευθερία, η αυτοδιάθεση, η δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η ισονομία των πολιτών, η αλληλεγγύη απέναντι στο θύμα και η στάση αρχών απέναντι στον θύτη.
Η τουρκική πρακτική έχει πια ανοιχτά καταγγελθεί και είναι πραγματικά θλιβερή σχεδόν στο σύνολο της, με κορυφαίο παράγοντα αντίφασης και ασυνέπειας την εμφορουμενη — υποτίθεται — από ιδέες διεθνιστικής αλληλεγγύης τουρκική αριστερά, που δείχνει ότι ξεχνά αυτομάτως τις αρχές της όταν αυτές αφορούν τα δικαιώματα των μη τουρκικών πληθυσμών.
Δεν αποτελεί λοιπόν κατ’ εξαίρεση φαινόμενο, αλλά συνειδητή πολιτική επιλογή, το γεγονός της μερικής ή καθ’ ολοκληρίαν συμπτώσεως όλων των τουρκικών και τουρκοκυπριακών πολιτικών σχηματισμών απέναντι στα κορυφαία ζητήματα της γενοκτονίας των Αρμενίων και των Ποντίων, της αυτοδιάθεσης των Κούρδων, του διαμελισμού της Κύπρου.
Αναμφίβολα θα ήταν εσφαλμένο και το χειρότερο άδικο, να χρεωθεί συλλήβδην συμπάς ο τουρκικός λαός ή ειδικότερα κάποιες περιορισμένης εμβέλειας δημοκρατικές συνιστώσες του, την κυρίαρχη κουλτούρα και πρακτική της παντουρανιστικής και κεμαλικής ιδεολογίας.
Κανείς δεν θα πρέπει να ξεχάσει ή να αποσιωπά περιστατικά, όπως η δολοφονία του εκδότη της τουρκικής συνδικαλιστικής εφημερίδας της ΠΕΟ Φαζίλ Οντούρ το Μάιο του 1958 από Τούρκους φασίστες ή τη δολοφονία τον Απρίλιο του 1962 των συντακτών της «Τζουμχουριέτ» Αχμέτ Γκιουρκάν και Αϊχμάν Χικμέτ, επειδή με υποδειγματική συνέπεια αποκάλυψαν ότι η τοποθέτηση βόμβας σε ένα τζαμί στον ελληνικό τομέα της Λευκωσίας, δεν ήταν έργο Ελλήνων όπως εσκεμμένα διατυμπάνιζε η τουρκοκυπριακή ηγεσία, αλλά συνειδητή πρόκληση των Τούρκων φασιστών, που επεδίωκαν να διευρύνουν το χάσμα ανάμεσα στις δυο πλευρές.
Τελευταίος ιδαλγός μιας άλλης αντίληψης και λογικής υπήρξεν ο αγωνιστής συνδικαλιστής και δημοσιογράφος Ντερβίς Καβάζογλου, άνθρωπος που με περισσή παρρησία ξεσκέπασε το ρόλο της κυρίαρχης τουρκοκυπριακής κάστας. Δολοφονήθηκε κι αυτός άνανδρα από τις συμμορίες του Ραούφ Ντενκτάς στις αρχές Απριλίου 1965, μέσα στο αυτοκίνητο του μαζί με το φίλο του και συναγωνιστή του Κώστα Μισιαούλη.
Όμως αυτά και ορισμένα ακόμα πραγματικά περιστατικά που συνεχίζονται μέχρι και τις μέρες μας, δεν ανατρέπουν την κυρίαρχη εικόνα της ολικής ή μερικής ταύτισης όλων σχεδόν των πολιτικών φορέων και σχηματισμών, αλλά και της συντριπτικής πλειοψηφίας των Τούρκων πολιτών με το παντουρκιστικό και κεμαλικό ιδεώδες.
Πώς αλήθεια αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν οι Έλληνες (Ελλαδίτες και Ελληνοκύπριοι) πολιτικοί και πολίτες την απαράδεκτη αυτή κατάσταση και ποια στάση κρατούν απέναντι της;
Είναι ήδη αρκετές, φρονώ, οι αναφορές που έχω παραθέσει σε διάφορα κείμενα μου σχετικά με τη στάση των πολιτικών μας σχηματισμών, αλλά και του ίδιου του λαού μας, απέναντι στις τουρκικές ενέργειες και προκλήσεις. Εδώ είναι όμως χρήσιμο, να ξαναεπισημανθούν ορισμένα πράγματα.
Ανεξάρτητα από το ότι η συντριπτική πλειοψηφία του λαού μας, μέχρι τουλάχιστον το 1959, έβλεπε το Κυπριακό ως αλυτρωτικό πρόβλημα που επικεντρωνόταν στον συλλογικό πόθο για «ένωση της Κύπρου με τη μητέρα Ελλάδα», η στάση ορισμένων πολιτικών σχηματισμών, κάποιων μειοψηφικών κοινωνικών ομάδων και — κυρίως — των ελληνικών κυβερνήσεων και της ηγεσίας της αριστεράς σε Ελλάδα και Κύπρο ήτανε όχι μόνο αντιφατική αλλά και εξ αντικειμένου αντίθετη με τα ευρύτερα συμφέροντα του ελληνικού έθνους ως συνόλου.
Με εντυπωσιακή ενάργεια, στην ιστορική συνεδρίαση της Βουλής την 25η Φεβρουαρίου 1959, όπου συζητήθηκε η πρόταση δυσπιστίας προς την κυβέρνηση Κ. Καραμανλή, ο αρχηγός των Φιλελευθέρων, Σοφοκλής Βενιζέλος, αποτυπώνει τη συμπεριφορά της συγκεκριμένης ελληνικής κυβερνήσεως: «Ο κ. Υπουργός των Εξωτερικών, ημπορεί να υπερηφανεύεται εάν χάριν μιας δήθεν διπλωματικής επιτυχίας εσφαγίασε τα απαράγραπτα δικαιώματα των Κυπρίων, και δια διεθνούς πράξεως απημπόλησεν εις το διηνεκές την ένωσιν της Κύπρου με την Ελλάδα.
Εάν φιλοδοξία του ήτο να γίνη ο ενταφιασμός της ιεράς αυτής υποθέσεως το επέτυχεν εις το ακέραιον.
Θα μας αντιτάξη ο κ. Υπουργός ότι έναντι των γενομένων υποχωρήσεων και θυσιών επετύχομεν την ανεξαρτησίαν της Κύπρου. Μόνον άνθρωποι οι οποίοι έχασαν κάθε έννοιαν πραγματι-κότητος ημπορούν να ισχυρισθούν ότι πρόκειται περί ανεξαρτήτου Κράτους.
Μέχρι τίνος εθεωρείτο απαράδεκτος και αυτή ακόμη η ηγγυημένη ανεξαρτησία, ενώ την στιγμήν αυτήν δι’ επισήμου πράξεως της Ελληνικής Κυβερνήσεως υπεγράψαμεν την αλυσοδεμένην πλέον ανεξαρτησίαν.
Ο ισχυρισμός του κ. Υπουργού των Εξωτερικών ότι εάν εγένοντο τοιαύτης εκτάσεως παραχωρήσεις προς τους Τούρκους οφείλεται εις το γεγονός, ότι η Κύπρος απέχει μόνον 40 μίλια από τας τουρκικός οκτάς είναι παιδαριώδης διότι εν τοιαύτη περιπτώσει όλαι αι νήσοι του Αιγαίου αι γειτνιάζουσαι προς την Μ. Ασίαν θα έπρεπε να παραχωρηθούν εις την Τουρκίαν, δοθέντος ότι μερικαί εξ αυτών ευρίσκονται εις απόστασιν κάτω των 2 μιλίων, χωρίς να λάβωμεν υπ’ όψιν, ότι μεταξύ των δυο χωρών υπάρχουν κοινά χερσαία σύνορα.
Και ποια ανάγκη επέβαλε προς εξευμενισμόν των Τούρκων να προβώμεν εις εξευτελιστικάς υποχωρήσεις προς δημιουργίαν ενός αλλοπρόσαλλου καθεστώτος ανεξαρτησίας που μοιραίως θα οδήγηση εις συνεχείς προστριβάς μεταξύ των δυο Κοινοτήτων;
Δεν ήτο επαρκής κατοχύρωσις προς εξασφάλισιν της τουρκικής μειονότητας η παρουσία των Αγγλικών στρατευμάτων;
Όταν εδόθη καθεστώς αυτονομίας εις την ιδιαιτέραν μου πατρίδα με παρουσίαν στρατευμάτων των προστάτιδων δυνάμεων μετά την επανάστασιν του 1897 δεν υπήρχεν ουδείς περιορισμός εις την Κυβέρνησιν της νήσου και η μόνη εκπροσώπησις της τουρκικής επικυριαρχίας συνίστατο εις μίαν τενεκεδένιαν σημαίαν που υψούτο σ’ ένα μικρό νησάκι εις την είσοδο του κόλπου της Σούδας.
Και δεν επρόκειτο περί ανεξαρτήτου Κράτους το δε ποσοστόν του τουρκικού πληθυσμού εν Κρήτη ήτο μεγαλύτερον από το σημερινόν ποσοστόν των Τούρκων εν Κύπρω.
Εφ’ όσον η Κυβέρνησις ήτο αποφασισμένη να εγκατάλειψη την αυτοδιάθεσιν και να προχώρηση εις το κλείσιμον του ζητήματος είχε πλείστας ευκαιρίας να αναλάβη τας ευθύνας της και να απο-δεχθή τας κατά καιρούς προταθείσας λύσεις Χάρντιγκ-Ράντγκλιφ, κατά πολύ εθνικώς συμφερωτέρας από την υπογραφείσαν σήμερον, δια της οποίας καθιστούμε τους Τούρκους συγκυρίαρχους της νήσου 36 ολόκληρα χρόνια μετά την συνθήκην της Λωζάνης οπότε η ηττημένη Ελλάδα επέτυχε δήλωσιν της Τουρκίας ότι παραιτείται οιασδήποτε αξιώσεως επί της Κύπρου. Αλλά και αυτό ακόμη το σχέδιο Μακ Μίλλαν ίσως ήταν ολιγώτερον οδυνηρόν από το σημερινό κατασκεύασμα.
Και έρχεται η Κυβέρνησις κατόπιν μιας ολέθριας επί 4 περίπου έτη διαχειρίσεως να μας είπη ότι εις ο σημείον περιήλθαν τα πράγματα, δεν ήτο δυνατόν άλλως γενέσθαι. Ομοιάζει τρόπον τινά η Κυβέρνησις προς ιατρόν, όστις λόγω κακής διαγνώσεως και εσφαλμένης θεραπείας του ασθενούς πελάτου, προεκάλεσε γάγγραινα συνεπεία της οποίας ηναγκάσθη να αποκόψη τα άκρα δια να σώση τον κορμόν. Αυτό είναι το τυπικόν παράδειγμα ενώπιον του οποίου ευρισκόμεθα σήμερον.
Αντί να θριαμβολογή η Κυβέρνησις θα ηδύνατο να επικαλεσθή μίαν μόνον δικαιολογίαν, ότι προέβη εις μίαν ταπεινωτικήν συνθηκολόγησιν, χάριν της διατηρήσεως της Ελληνοτουρκικής φιλίας. Κύριοι βουλευταί, εκ παραδόσεως ήμην θιασώτης της Ελληνοτουρκικής φιλίας και εφ’ όσον κατείχαν υπευθύνους θέσεις έδωσα δείγματα της προσπάθειας την οποίαν κατέβαλαν προς περαιτέρω σύσφιγξιν των δεσμών μεταξύ των δύο χωρών.
Ελλάς και Τουρκία εις υψηλούς τόνους διεκήρυσσον, ότι βάσις της εξωτερικής των πολιτικής ήτο η φιλία των δύο χωρών, την οποίαν επεσφράγισαν δια της υπογραφής των ο Ελευθ. Βενιζέλος και ο Κεμάλ Ατατούρκ.
Δυστυχώς τα τελευταία γεγονότα λόγω Κύπρου απέδειξαν πόσον σαθρά υπήρξεν η φιλία αυτή τουλάχιστον από της άλλης πλευράς και διερωτώμαι εάν είναι πλέον δυνατή η αναβίωσίς της, εφ’ όσον η Τουρκία τόσον επιμόνως αντετίθετο εις την ιδέαν ότι ήτο δυνατόν η σύμμαχος Ελλάς να καταλάβη την νήσον, εις ην περίπτωσιν εδίδετο κάποτε εις τον Κυπριακόν λαόν η ευκαιρία ασκήσεως του δικαιώματος της αυτοδιαθέσεως, φιλία δεν είναι δυνατόν να ύπαρξη.
Η φιλία αποδεικνύεται ετεροβαρής και ανύπαρκτος εφ’ όσον τόσον μεγάλη δυσπιστία υπάρχει εκ μέρους του ενός συμβαλλομένου προς τον έτερον...
Θα υπήρχε και μια άλλη δικαιολογία, ότι η Κυβέρνησις λόγω των γενικώτερων συμφερόντων του Δυτικού κόσμου ηναγκάσθη να υποκύψη εις την επιβληθείσαν συνθηκολόγησιν. Αλλ’ εν τοιαύτη περιπτώσει δεν νομίζετε, κ. Πρόεδρε της Κυβερνήσεως, ότι είχατε υποχρέωσιν να ενημερώσετε την αντιπολίτευσιν, δοθέντος ότι από του 1938 είχε θεσπισθή, ότι η εξωτερική πολιτική είναι κοινή;
Εις την τελευταίαν αυτήν περίπτωσιν αντί να θριαμβολογήτε θα έπρεπεν ευθαρσώς να δηλώσετε, ότι ενώπιον των κρισίμων στιγμών και εν όψει των συνομιλιών της Δύσεως με την Σοβ. Ένωσιν, ηναγκάσθητε να προβήτε εις θυσίας προς εξασφάλισιν της ενότητας εντός της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Αλλ’ ασφαλώς δεν πρόκειται περί αυτού και καταπλήσσεται κανείς προ της βροχής των ανταλλασσομένων συγχαρητηρίων και επαίνων εκ μέρους υπευθύνων και ανεύθυνων παραγόντων.
Και όλη αυτή η σκηνοθεσία συντελείται δια να εμφάνιση η Κυβέρνησις νέους θριάμβους προς διατήρησίν της εις την Αρχήν.
Κύριοι βουλευταί, είναι τραγική η περίπτωσις του Κυπριακού Λαού, όστις αποδυθείς εις ένα ηρωικόν αγώνα δια την ελευθερίαν του, βλέπει τας ελπίδας του διαψευδομένας κατά τον πλέον τραγικόν τρόπον και εξεγείρεται η συνείδησις των αγωνιστών, διότι το χυθέν αίμα και αι θυσίαι επήγαν επί ματαίω, λόγω κακής διαχειρίσεως του όλου ζητήματος. Δεν θα ήτο υπερβολή να είπω, ότι ο Κυπριακός Λαός ηγωνίσθη δια να νικήση τελικώς η Τουρκία».
Στον ίδιο παρονομαστή από διαφορετική αφετηρία οδηγείται και η ελληνοκυπριακή — κυρίως — αριστερή πολιτική ηγεσία που από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξης της, αντιτάχθηκε με τον Α ή Β τρόπο στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου8.
Πολύ αργότερα η ελληνοκυπριακή αριστερά κάτω από την πίεση των πραγμάτων αλλά περισσότερο των ίδιων της των οπαδών θα αποστεί από τις απαράδεκτες αρχικές της θέσεις και θα υιοθετήσει απόψεις που ταυτίζονται με την αυτοδιάθεση-ένωση, που ήταν — άλλωστε — οι απόψεις όλων των Ελληνοκυπρίων συμπεριλαμβανομένων — φυσικά — και των κομμουνιστών9. Μια πολύ χαρακτηριστική εικόνα των παραπάνω μας δίνει ο Τσαρλς Φόλεϋ: «... σε καμιά από τις κομμουνιστικές συγκεντρώσεις δεν υπήρχε ίχνος ερυθρού. Οι σύντροφοι κρατούσαν ελληνικές σημαίες με σταυρούς πάνω στο κοντάρι, οι επόπτες φορούσαν γαλανόλευκα περιβραχιόνια.
Το πλήθος, κυρίως νέοι, φώναζε «Ε-ΝΩ-ΣΙΣ» — ένωση όχι βέβαια με την Σοβιετική Ένωση αλλά με τη μοναρχοφασιστική Ελλάδα όπου ο κομμουνισμός ήταν παράνομος και οι οπαδοί του σάπιζαν στις φυλακές»10.
Η ενωτική πολιτική όμως της ηγεσίας του ΑΚΕΛ, όπως τα γεγονότα στη συνέχεια απέδειξαν δεν ήταν γνήσια αλλά προϊόν ανάγκης. Γι’ αυτό και κατήγγειλε ή απείχε από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1955-59, χρησιμοποιώντας διάφορα προσχήματα που αδυνατούσαν πια να συγκαλύψουν τον βαθύτατα μεταπρατικό και εξαρτημένο χαρακτήρα της.
Η οργανική ανεπάρκεια της παραδοσιακής αριστεράς να κατανοήσει τον αμφίσημο χαρακτήρα του εθνικισμού και να μπορέσει περνώντας μέσα από τις συμπληγάδες των ιδιαιτεροτήτων, να διακρίνει ανά περίπτωση τα θετικά ή αρνητικά του στοιχεία, αποτυπώνεται, ανάγλυφα — θα έλεγα —, στο Κυπριακό και ιδιαίτερα στη στάση που κράτησε στη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, αδυνατώντας να ερμηνεύσει επιστημονικά το φαινόμενο Διγενής. Πώς δηλαδή αυτός που η αριστερά στην Ελλάδα τον θεωρούσε «αρχηγό της προδοτικής οργάνωσης Χ» και λίγο-πολύ όργανο των ξένων, να είναι για τον Ελληνισμό της Κύπρου ο «γέρος», ο μπροστάρης και η ψυχή του αγώνα για την αυτοδιάθεση-ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Έτσι λοιπόν από διαφορετικούς δρόμους συντηρητικές κυβερνήσεις και ηγεσίες της αριστεράς, τα δυο φερόμενα «άκρα» της ελληνικής πολιτικής σκηνής, κατέληγαν και καταλήγουν στον ίδιο παρονομαστή. Την προσπάθεια ένταξης ενός γνήσιου δημοκρατικού δικαιώματος για την αυτοδιάθεση της Κύπρου στα ιδιοτελή συμφέροντα της μεταπρατικής τους ιδεολογίας. Το βάθος αυτής της σύγκλισης, όπως τα ίδια τα γεγονότα θα βεβαιώσουν είναι πολύ μεγαλύτερο απ’ όσο μια πρώτη προσέγγιση δείχνει. Οι ρίζες της μεταπρατικής ιδεολογίας είναι πολύ βαθιές και μόνον οι ανιστόρητοι αιφνιδιάζονται όταν σήμερα τις βλέπουν να ξεκινάν από τους νέους ηγέτες της αριστεράς Δ. Χριστόφια και Α. Παπαρηγα για να καταλήξουν στον Γ. Βασιλείου και τον Κ. Μητσοτάκη.

ΙΙΙ
ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΣ, ΔΙΕΘΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
Η ανάδειξη του Κυπριακού ως πρωταρχικού εθνικού μας θέματος παρουσιάζει επιπρόσθετα και μιαν άλλη θεωρητική και πρακτική πτυχή. Ότι θέτει άμεσα στο στόχαστρο όλες τις απόψεις και θεωρίες για τον πατριωτισμό, τον εθνισμό, τον εθνικισμό, το διεθνισμό και το εθνικό πρόβλημα.
Είναι ζήτημα αν και σήμερα ακόμα υπάρχουν οι αναλύσεις εκείνες που χωρίς να κάνουν ιδεολογική χρήση των ιστορικών πεπραγμένων μπορούν έστω και κατά προσέγγιση να ανιχνεύσουν ικανοποιητικά τα προβλήματα αυτά.
Και αν αυτό ισχύει για απόψεις και θεωρίες που έχουν μια κατά βάση εθνιστική οπτική — και άρα βρίσκονται σε μια πορεία θετικού προσδιορισμού τους — η κατάσταση αγγίζει τα όρια του τραγικού για όλες εκείνες τις αντιλήψεις που καθηλώθηκαν στη διεθνιστική αφετηρία που μπορεί να συνοψιστεί στην περίφημη μαρξική και αναρχική ρήση ότι «οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα»11.
Ανήκοντας σε εκείνους από το χώρο της ελληνικής αριστεράς που αφετηριακά πολέμησαν12 ως αβάσιμη επιστημονικά και ανιστόρητη την παραπάνω άποψη διαπίστωσα μέσα από διαδοχικές προσεγγίσεις ότι το εθνικό ζήτημα αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα όχι μόνο της δικής μας αριστεράς, αλλά και των πλείστων παλαιών και νέων σχημάτων που γεννήθηκαν κάτω από την επίδραση μαρξικών ή αναρχικών θεωριών.
Είναι τραγική, αλλά και αληθινή συνάμα η διαπίστωση ότι ολόκληρος σχεδόν ο χώρος που εκτείνεται από τους οπαδούς του τριτοδιεθνιστικού σοσιαλισμού μέχρι και τη σοσιαλδημοκρατία ή τα αναρχικά και τεταρτοδιεθνιστικά άκρα, αδυνατεί να κατανοήσει την πραγματικότητα ότι η πατριωτική-εθνική συνείδηση ήταν και είναι κάτι απτό, υλικό, που ήταν και είναι πολύ πιο σταθερό και ισχυρό από τη μεταβλητή και ρευστή κοινωνική συνείδηση, πάνω στην οποία στηρίχθηκε μανιχαϊστικά η εσχατολογική αντίληψη για τους προλετάριους που δεν έχουν πατρίδα.
Κι ας επιβεβαιώνει η ίδια η ζωή καθημερινά την αγεφύρωτη αντίθεση ανάμεσα στη θεωρία και την ιστορική πραγματικότητα. Πραγματικότητα που πολύ αδρά επικυρώνει το γεγονός ότι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από το σε ποια κοινωνική τάξη ανήκουν, γεννιούνται από συγκεκριμένους και φυλετικά προσδιορισμένους γονείς φορείς μιας ορισμένης γλώσσας, θρησκείας και κουλτούρας, μεγαλώνουν βιώνοντας την καθημερινότητα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό και γεωγραφικό χώρο ο οποίος αμετάκλητα τους σφραγίζει θετικά και αρνητικά με προτερήματα, ελαττώματα και διάφορα «πιστεύω», και ότι ο χώρος αυτός, που δεν είναι άλλος από την πατρίδα τους στην οποία ζουν, εργάζονται, ερωτεύονται, παντρεύονται και πεθαίνουν, έχει γι’ αυτούς εκείνο το μοναδικό-ανεπανάληπτο στοιχείο που λειτουργεί από ένα σημείο και πέρα και ως στοιχείο συνειδητής επιλογής, δηλαδή στοιχείο αυτοπροσδιορισμού, αυτοδιάθεσης και ελευθερίας.
Και αυτό χωρίς — φυσικά — να γίνεται καμιά υπερ-ιστορική προσέγγιση που θα ήθελε να ταυτίσει το σύγχρονο συγκεντρωτικό κράτος με το έθνος, και χωρίς — φυσικά — να παραγνωρίζονται τα χρονικά όρια που το φαινόμενο εμφανίζεται ιστορικά, κάνοντας διακριτά τα σημεία διαφοροποίησης από τις ανεπαρκείς αντιλήψεις που ταυτίζουν το έθνος με τη φυλή ή που το αντιλαμβάνονται ως αμιγές προϊόν της βιομηχανικής κοινωνίας. Ο εθνικισμός δεν ταυτίζεται ούτε χρονικά, ούτε περιεχομενικά με τον πατριωτισμό. Οι ρίζες του πατριωτισμού είναι πολύ βαθιά χαμένες στο χρόνο. Αλλά και στην πιο πρόσφατη περίοδο όπου ο εθνικισμός και ο πατριωτισμός συνυπάρχουν, ο εθνικισμός αποτελεί εν μέρει ξεχωριστή — ειδική κατηγορία πατριωτισμού, που έχει πολλά κοινά αλλά και πολλά αποκλίνοντα στοιχεία με τον πατέρα του. Στοιχεία που καθορίζονται εν πολλοίς από τη σύγχρονη ιστορική, κοινωνική, πολιτική, εκπαιδευτική, οικονομική και πολιτισμική πραγματικότητα των τριών τελευταίων αιώνων.
Αν η βαθιά αγάπη των ανθρώπων για τον τόπο τους είναι στοιχείο φανταστικό ή αρνητικό, αν η συνείδηση ότι το χώμα που σκεπάζει τα κόκαλα των προγόνων τους και αποτελεί διαχρονικό στίγμα της ύπαρξης τους (Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας)13, είναι στοιχείο φανταστικό ή αρνητικό, αν η επίγνωση ότι η κοινή ιστορία τους ως παρελθόν και παρόν καθορίζει — σε μεγάλο βαθμό — και το πεπρωμένο τους ως μέλλον είναι στοιχείο φανταστικό ή αρνητικό, αν η εμμονή τους στα κοινά ήθη και έθιμα είναι στοιχείο φανταστικό ή αρνητικό, αν η διαπίστωση ότι μόνο η μητρική τους γλώσσα μπορεί να δώσει και να εκφράσει ό,τι πιο άθλιο και μεγαλειώδες περικλείει ο ψυχικός τους κόσμος είναι στοιχείο φανταστικό ή αρνητικό, αν η φράση του πολύγνωμου Οδυσσέα «είπε μοι, ει ετεόν γε φίλην ες πατρίδ’ ικάνω»14, δεν είναι εντελώς ίδια με αυτήν που είπε, λέει και θα πει κάθε πρόσφυγας, ξενιτεμένος ή ξεριζωμένος, κάθε Αρμένιος, Παλαιστίνιος, Κούρδος ή Ελληνοκύπριος μόλις ξαναντικρίσει τη γη των πατέρων του, τότε πραγματικά έχουμε να κάνουμε με μια γιγαντιαία υπέρ του πατριωτισμού απάτη, που μας ταλαιπωρεί από τότε που η ανθρωπότητα πέρασε από την προϊστορία στην ιστορία.
Αυτή η ουσιαστική λοιπόν ταύτιση των ανθρώπων με το χώρο στον οποίο ζουν, τον πολιτισμό που από κοινού βιώνουν και συνδιαμορφώνουν, την κοινή παιδεία (...Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας η τους της κοινής φύσεως μετέχοντας)15, αλλά και η συνείδηση και βούληση να τα διεκδικούν ως πυρηνικά στοιχεία της ανθρώπινης (ατομικής και συλλογικής) ταυτότητας τους, αποτελεί το πλέον υλικό-υλιστικό στοιχείο της υπάρξεως τους και αυτό ακριβώς το στοιχείο προσπάθησαν και προσπαθούν να αναιρέσουν οι σταυροφόροι του «διεθνισμού» ερχόμενοι σε πλήρη διάσταση με την πραγματικότητα και την επιστήμη.
Επεδίωξαν, με δυο λόγια, να θέσουν κάτω από μια λογική ιδεολογικής προκατασκευής, αυτό που αποτελούσε στοιχείο άρνησης των προκατασκευών στοιχείο διαφορετικότητας και ελευθερίας, αυτό που αναγκαστικά λόγω της αφετηριακά πλουραλιστικής του βάσης και ποικιλομορφίας αποτέλεσε το ιστορικό φρένο στα χιτλερικά και σταλινικά ολιστικά πρότυπα.
Γι’ αυτό και είναι εύστοχη η διαπίστωση του Tom Nairn ότι: «Η θεωρία του εθνικισμού αντιπροσωπεύει τη μεγάλη ιστορική αποτυχία του μαρξισμού. Μπορεί να είχε και άλλες, και ορισμένες από αυτές να υπήρξαν αντικείμενο διαμάχης σε μεγαλύτερο βαθμό: Οι ανεπάρκειες του μαρξισμού πάνω στον ιμπεριαλισμό, το κράτος, την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους και την εξαθλίωση των μαζών είναι ασφαλώς παλαιά πεδία μαχών. Ωστόσο, κανένα από αυτά δεν είναι τόσο σημαντικό, τόσο θεμελιώδες όσο το πρόβλημα του εθνικισμού, τόσο στη θεωρία όσο και στην πολιτική πρακτική»16.
Αυτή τη μεγάλη ιστορική αποτυχία του μαρξισμού εντοπίζει και ο Έρνεστ Γκέλλνερ, όταν με εξαιρετική γλαφυρότητα και βρετανικό χιούμορ γράφει χαρακτηριστικά: «Ακριβώς όπως οι εξτρεμιστές Σιίτες μουσουλμάνοι διατείνονται πως ο Αρχάγγελος Γαβριήλ έκανε λάθος δίνοντας το Μήνυμα στον Μωάμεθ, ενώ αυτό προοριζόταν για τον Αλί, έτσι και οι μαρξιστές αρέσκονται κατά βάσιν να νομίζουν πως το πνεύμα της ιστορίας ή η ανθρώπινη συνείδηση έκανε μια τρομερή γκάφα. Το αφυπνιστικό μήνυμα προοριζόταν για τις τάξεις, λόγω όμως κάποιου τρομερού ταχυδρομικού λάθους δόθηκε στα έθνη. Είναι τώρα αναγκαίο οι στρατευμένοι επαναστάτες να πείσουν το λανθασμένο παραλήπτη να παραδώσει το μήνυμα μαζί με το ζήλο που αυτό γεννά στο δικαιούχο παραλήπτη για τον οποίο προοριζόταν. Η απροθυμία τόσο του δικαιούχου όσο και του σφετεριστή παραλήπτη να εκπληρώσουν αυτή την επιταγή προκαλεί και ερεθίζει πολύ τον ακτιβιστή»17.
Όμως «παρ’ όλο που η έκρηξη στην Ανατολική Ευρώπη έθεσε για άλλη μια φορά επί τάπητος το πρόβλημα της αυτοδιάθεσης των λαών, εν τούτοις οι ηγεσίες της αριστεράς, μένοντας αγκυλωμένες στη λογική των παραδοσιακών τους αναλύσεων, ερμήνευσαν τα γεγονότα με βασικό κριτήριο την πολιτική και οικονομικοκοινωνική διάσταση, παραγνωρίζοντας για άλλη μια φορά την εθνική-πολιτισμική. Είδαν δηλαδή πάλι τα ζητήματα από τη μια πλευρά τους. Κι όμως, η έναρξη της οριστικής κρίσης των ανατολικών καθεστώτων ήταν η επιβεβαίωση της μειοψηφικής στην αριστερά άποψη ότι ο αιώνας μας είναι αιώνας κυρίως του εθνισμού και του κρατισμού. Είναι αιώνας, για να θυμηθούμε τα λόγια του Φρειδερίκου Ένγκελς, που δίνει το δικαίωμα στους Πολωνούς εργάτες να είναι πρώτα εθνικιστές και ύστερα διεθνιστές. Γιατί δεν μπορείς να εκφράσεις ουσιαστική διεθνιστική αλληλεγγύη όταν έχεις χάσει ολοκληρωτικά την εθνική σου ευαισθησία, όταν κωφεύεις ή σιωπάς για τα όσα συμβαίνουν σε χιλιάδες αδέλφια σου στην Κύπρο ή στην Αλβανία»18.
Αυτά είναι, κατά τη γνώμη μου, τα βασικά στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί να γίνει μια αφετηριακή κατ’ αρχήν προσέγγιση του εθνικού φαινομένου. Γιατί από εκεί και πέρα οι δρόμοι είναι πολύπλοκοι, αμφίδρομοι και σκολιοί. Κανένα, ίσως, άλλο φαινόμενο δεν αποτελεί κυριολεκτικά ζωντανή αντίφαση, όσο αυτό. Και σε κανένα άλλο, οι «δυο» πλευρές των πραγμάτων, το «αφ’ ενός» και το «αφ’ ετέρου», δεν σμίγουν και δεν συγκρούονται με τους πιο διαφορετικούς και ιδιόμορφους όρους.
Πατριωτικός, φιλελεύθερος, δημοκρατικός, σοσιαλιστικός, εθνικοαπελευθερωτικός, ρατσιστικός, φασιστικός, εθνικοσοσιαλιστικός, ο εθνικισμός, αλλά και το εθνικό φαινόμενο στις ευρύτερες του προεκτάσεις, υφίσταται ως ένα δυναμικό σύνολο υπαρκτών εκδοχών που εξαιρετικά δύσκολα μπορούμε να το καταγράψουμε και ακόμα δυσκολότερα να το αποτιμήσουμε στη βαθύτερη λογική και λειτουργία του. Έκφραση συντηρητική αλλά και ριζοσπαστική, μετριοπαθής αλλά και εξτρεμιστική, εξουσιαστική αλλά και απελευθερωτική, με πολλές φωτεινές και σκοτεινές πλευρές, αποτελεί ένα από τα στοιχεία κλειδιά που ερμηνεύουν την ανθρώπινη ιστορία από το χρονικό σημείο που οι έννοιες του κοινού τόπου-εστίας και του κοινού βίου-πεπρωμένου, αποτελούν σταθερούς άξονες των ανθρωπίνων κοινωνιών.
Αυτό, το αξεδιάλυτο κουβάρι των σχεδιασμών, των λόγων, της πρακτικής και των φαντασιώσεων που συνθέτει την πορεία, τόσο των μοναχικών ατόμων, όσο και των ευρύτερων συνόλων, προσπάθησε να εντάξει σε μιαν αφαιρετική ολιστική οπτική η παραδοσιακή («συντηρητική» και «ανανεωτική») ιδιαίτερα αριστερά, με αποτέλεσμα να υποβιβάσει αφάνταστα τη θεωρητική έρευνα και να στιγματισθεί αμετάκλητα ως ιδεολογικός στυλοβάτης της μετατροπής της ΕΣΣΔ και των δορυφόρων της σε απέραντη φυλακή εθνών και λαών.
Για έναν ολόκληρο αιώνα, άπαντα, σχεδόν, τα πλειοψηφικά μαρξιστικά ρεύματα αντιμετώπισαν με έναν πρωτοφανή ιδεοληπτικό-αντιεπιστημονικό τρόπο το εθνικό ζήτημα θεωρώντας το λίγο-πολύ ως ιδιόρρυθμο φαινόμενο παθολογίας της ανθρώπινης ιστορίας, ως μη υπαρκτή αλλά φαντασιακή κατάσταση, ως μη αρτιμελές τέκνο της ανθρώπινης εξέλιξης, που η αντικειμενική πορεία του καλπάζοντας καπιταλισμού και του επερχόμενου κομμουνισμού, θα πετάξει αργά ή γρήγορα στον Καιάδα της ιστορίας, ως σύγχρονος Σπαρτιάτης.
Και είναι αλήθεια ότι μια σειρά επιφανών μαρξιστών, προεξάρχοντος του Β.Ι. Λένιν, προσπάθησαν να αποφύγουν τα άκαμπτα αιτιοκρατικά σχήματα, επιχειρώντας μια διάκριση ανάμεσα στα καταπιεστικά και καταπιεζόμενα έθνη, ένα διαχωρισμό του «εθνικισμού των καταπιεστών» από τον «εθνικισμό των καταπιεσμένων». Αυτό όμως δεν έγινε στη λογική μιας προσέγγισης με αυστηρά επιστημονικά κριτήρια και ανοιχτή, χωρίς προκαταλήψεις, ματιά περί το πρόβλημα, αλλά ως αναγκαστική πολιτική παραδοχή, ως αναγκαίος πολιτικός ελιγμός συμπόρευσης με αυτόν τον εξ αγχιστείας υπάρχοντα — δυστυχώς — συγγενή, που όμως η ιστορική εξέλιξη — ευτυχώς — αναπότρεπτα θα εξαφανίσει.
Μέχρι τότε το εθνικό φαινόμενο και τα έθνη θα έπρεπε να παραμένουν υπομονετικά στο περιθώριο της πάλης των τάξεων, δεχόμενα με ευγνωμοσύνη, ενίοτε, έναν δευτεραγωνιστικό ρόλο, όταν τα συμφέροντα του προλεταριάτου και της παγκόσμιας επανάστασης θα επέτρεπαν την υπό όρους συνδρομή και των «κατ’ ανάγκην συγγενών» κατά του κυρίως αντιπάλου.
Ιδεοληψία-εσχατολογία και κοντόθωρος τακτικισμός. Αυτά είναι τα δυο λαμπρά κομμουνιστικά επιτεύγματα ως «στρατηγική σύλληψη» και ως «πρακτική αντιμετώπιση» ενός φαινομένου που σε μεγάλο βαθμό καθόρισε, καθορίζει και θα καθορίζει το πεπρωμένο της ανθρωπότητας.
Κι όμως, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, θα μπορούσε να στηριχθεί και σε μιαν άλλη πλευρά — αναμφίβολα μειοψηφική — της ίδιας όμως της παραδόσεως της19, που κατά τα φαινόμενα αγνοεί.
Γιατί, είναι γεγονός, ότι η εναγώνια προσπάθεια κατανόησης της ιστορικής πραγματικότητας, οδήγησε έναν αυθεντικό διεθνιστή που έφερνε το όνομα Καρλ Μαρξ να γράψει στις 16 Μαρτίου 1868 στον Φρειδερίκο Ένγκελς ότι: «Ο τρόπος με τον οποίο οι Άγγλοι μεταχειρίζονται σήμερα στην Ιρλανδία τους πολιτικούς κρατούμενους ή ακόμα και εκείνους που είναι μόνο ύποπτοι ή εκείνους που καταδικάστηκαν μόνο σε φυλάκιση (όπως ο Pigott του Irishman και ο Sullivan των News) ξεπερνά πραγματικά ό,τι γίνεται στην Ευρώπη εκτός από τη Ρωσία. Τα παλιόσκυλα!», τον Ένγκελς να του απαντά στις 24 Οκτωβρίου 1869, ότι: «Από την ιρλανδική ιστορία φαίνεται τι συμφορά είναι για ένα λαό να έχει υποτάξει έναν άλλο» και τον Μαρξ να του ανταπαντά στις 10 Δεκεμβρίου 1869 ότι: «Μια βαθύτερη μελέτη με έπεισε όμως για το αντίθετο. Η αγγλική Working clan δεν θα κάνει ποτέ τίποτα προτού ελευθερωθεί η Ιρλανδία. Από την Ιρλανδία πρέπει να ξεκινήσουμε»20.
Τι άλλο από αναίρεση των αφηρημένων διεθνιστικών γενικοτήτων είναι οι συγκεκριμένες αυτές αναφορές, ενδεικτικές των αξεπέραστων αντιφάσεων του ίδιου του Μαρξ21 που εκών άκων «βυθίζεται και αυτός στον εθνικιστικό βούρκο», υπερασπίζοντας — σωστά — τους Ιρλανδούς πατριώτες, όπως — άλλωστε — και η άλλη μεγάλων διαστάσεων πρωτοδιεθνίτικη φυσιογνωμία ο Μιχαήλ Μπακούνιν έκανε συμμετέχοντας άμεσα στο ιταλικό Risorgimento, το μεγάλο αυτό εθνικό κίνημα που οδήγησε στην ιταλική ενοποίηση22, τον εθνικό απελευθερωτικό αγώνα των Πολωνών πατριωτών και των άλλων καταπιεσμένων σλαβικών εθνοτήτων που από την αρχή υπεράσπισε με την περίφημη Διακήρυξη προς τους Σλάβους που έγραψε το 1848, δίνοντας έτσι μιαν άμεση απάντηση στις διαφορετικές, ανερμάτιστες προσεγγίσεις των Μαρξ-Ένγκελς.
Το έθνος, όπως τυπικά οι περισσότεροι παραδέχονται, είναι μια σύνθετη δυναμική ιστορική κατηγορία. Αυτό σημαίνει ότι είναι ένα φαινόμενο που γεννιέται, αναπτύσσεται και εξελίσσεται μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο, αλλά όχι ενιαία ή γραμμικά, όπως ενδεχόμενα πολλοί φαντάζονται. Η κοινότητα εδάφους, γλώσσας, θρησκείας, οικονομικής ζωής και ψυχοσύνθεσης, κοινότητα που εκδηλώνεται μέσα από τη διαλεκτική σύνθεση του εθνικού και κοινωνικού βίου, μέσα από την κοινότητα του εθνικού πολιτισμού δεν είναι σε καμιά περίπτωση στοιχεία που σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση λειτουργούν ισόποσα και γραμμικά ή που πάντα αναγκαστικά πρέπει να συνυπάρχουν. Εύστοχα στο σημείο αυτό, το τόσο κρίσιμο, ήδη από τα τέλη του περασμένου αιώνα ο Ερνέστος Ρενάν στην περίφημη διάλεξη του στη Σορβόννη το 1882, με θέμα Τι είναι έθνος;, αποσαφήνιζε ότι ούτε η γεωγραφία, ούτε η φυλή, ούτε η γλώσσα, ούτε η θρησκευτική συγγένεια, ούτε τα συμφέροντα, ούτε οι στρατιωτικές ανάγκες, είναι από μόνα τους ικανά για να προσδιορίσουν την έννοια του έθνους.
Η έλλειψη κοινότητας εδάφους δεν εξαφάνισε από το πρόσωπο της γης το εβραϊκό έθνος. Η ύπαρξη τριών διαφορετικών γλωσσών λ.χ. δεν εμπόδισαν τους Ελβετούς να συγκροτηθούν σ’ ένα έθνος. Κι όμως όλοι μας γνωρίζουμε πόσο εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο είναι η γλώσσα. Ούτε ο διαχωρισμός σε καθολικούς και προτεστάντες, παρ’ όλη τη «φιλότιμη» προσπάθεια των Εγγλέζων ιμπεριαλιστών, δημιούργησαν δυο ιρλανδικά έθνη.
Για την Κύπρο λ.χ. πολλοί επικαλούνται το επιχείρημα της έλλειψης οικονομικής κοινότητας. Νομίζω ότι προσεγγίζουν το ζήτημα στατικά γιατί ναι μεν η οικονομική κοινότητα είναι βασική προϋπόθεση για να υπάρξει κρατική ολοκλήρωση, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η έλλειψη της εξυπονοεί δυο διαφορετικά έθνη.
Η Βόρεια και Νότια Ιρλανδία και πολύ περισσότερο οι δυο Κορέες, η Λ.Δ. Κίνας και η Ταϊβάν, αλλά και μέχρι πριν λίγα χρόνια η Γερμανία και το Βιετνάμ δεν είχανε αναμεταξύ τους καμιάν οικονομική κοινότητα ή εν πάση περιπτώσει λόγω διαφορετικών καθεστώτων είχανε μια πολύ περιορισμένη οικονομική σχέση και συνάφεια. Μήπως αυτό σημαίνει δυο διαφορετικά έθνη;
Βάσει λοιπόν ποιας ηθικής και βάσει ποιου δικαίου, ποιου δημοκρατικού δικαιώματος και ποιας λογικής μπορεί μια μειονότητα της τάξης του 18%, που ήταν διασκορπισμένη σε ολόκληρη την Κύπρο, να διεκδικεί την ανακήρυξη της δια πυρός και σιδήρου σε ηγεμονική κοινότητα ενός νέου τουρκοκυπριακού κράτους, την ίδια στιγμή που η τουρκική άρχουσα τάξη αρνείται και αυτή την ύπαρξη πλέον των 15.000.000 Κούρδων, που αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού στη Ν.Α. Μικρά Ασία.
Στο σημείο αυτό πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή. Διότι σκόπιμα η αυτοδιάθεση των λαών έχει εμπλακεί από τον ιμπεριαλισμό με τα αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα των μειονοτήτων, τις οποίες χρησιμοποιεί ως «στρατηγικές μειονότητες». Το θέμα είναι εξαιρετικά λεπτό και απαιτεί προσεκτική και εις βάθος διερεύνηση. Το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των λαών συνδεδεμένο άμεσα και με τη βασική δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας δεν πρέπει να ταυτιστεί με το επιτήδεια παρουσιαζόμενο ως τέτοιο ή περίπου τέτοιο δικαίωμα των μειονοτήτων, στην εθνική ταυτότητα, τη θρησκεία, τον πολιτισμό και άπαντα τα δημοκρατικά δικαιώματα. Η επιλεκτική και χωρίς αρχές χρήση αυθαίρετων κριτηρίων από την πλευρά των μεγάλων δυνάμεων, ανεξάρτητα από το ότι — πολλές φορές — καλύπτονται τυπικά από το γεγονός της «συναίνεσης» ευνουχισμένων κυβερνήσεων, δεν μπορεί παρά να λειτουργεί εις βάρος των λαών και της παγκόσμιας ειρήνης, στο βαθμό που υποδαυλίσει αποσχιστικές τάσεις που καταστρατηγώντας τη βασική δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας θέτουν ζητήματα πολυδιάσπασης και κατ’ επέκτασιν ομηρίας ενιαίων εθνικών χώρων.
Πώς λοιπόν τολμούν να αυτοχαρακτηρίζονται ως δημοκρατικές δυνάμεις αυτές που υιοθετούν την εγκυρότητα της ενσωμάτωσης στον «εθνικό κορμό»... ευρωπαϊκών μητροπόλεων, νησιών του Ειρηνικού και του Ατλαντικού, υπερασπίζοντας λ.χ. τα αγγλικά εθνικά συμφέροντα στις Μαλβίνες, την ίδια στιγμή που αρνούνται το δικαίωμα διεκδίκησης της αυτοδιάθεσης σε ένα εδώ και 3.500 χρόνια ελληνικό νησί, που και σήμερα ακόμα μετά την εισβολή η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων του είναι Έλληνες;
Είναι περισσότερο πλέον από προφανές ότι μια στοιχειωδώς συνεπής δημοκρατική προσέγγιση οφείλει να σταθεί αποφασιστικά στο δικαίωμα των λαών για την αυτοδιάθεση τους, δίνοντας στο διεθνισμό το πραγματικό του περιεχόμενο. Χαρακτηρίζοντας δηλαδή τους Τούρκους κατακτητές της Β. Κύπρου με το ίδιο όνομα που ο Καρλ Μαρξ χαρακτήρισε πριν από ενάμιση σχεδόν αιώνα τους Άγγλους κατακτητές της Ιρλανδίας.
Δεν μπορεί να παλεύεις σωστά για τη λευτεριά του λαού σου και την ειρήνη, όταν στερείς το δικαίωμα αυτό από τους άλλους λαούς. Μόνο ένα λαϊκό κίνημα στην Τουρκία, που, παλεύοντας για την κοινωνική απελευθέρωση, θα γράψει στις σημαίες του το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης μέχρι και τον κρατικό αποχωρισμό για όλους τους καταπιεζόμενους από την Τουρκία λαούς (είτε Κούρδοι, είτε Κύπριοι, είτε Αρμένιοι, είτε Σύριοι είναι αυτοί) μπορεί να απελευθερώσει τον τουρκικό λαό. Γι’ αυτό νομίζω ότι δεν μπορεί στο όνομα μιας δήθεν φιλίας των λαών να εξισώνουμε το θύμα με το θύτη.
Η ελληνοτουρκική φιλία θα παραμείνει μακρινό όνειρο ή απάτη στο βαθμό που δεν ταυτίζεται με την αρχή της αμοιβαιότητας, την άρνηση κάθε μορφής επεκτατισμού, την προσήλωση στους διεθνείς κανόνες δικαίου, το σεβασμό των ατομικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την αναγνώριση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης στους ιστορικά δικαιούχους.
Όσο η τουρκική αριστερά είναι παγιδευμένη στα οράματα του μεγαλοτουρκικού σωβινισμού, συμπλέοντας έτσι στο ζήτημα αυτό με τις επιλογές του κυρίαρχου συγκροτήματος, που — σε τελευταία ανάλυση — είναι συνεπές προς το παντουρκιστικό του όραμα, άλλο τόσο η πλειοψηφία της ελληνικής αριστεράς είναι εγκλωβισμένη σ’ ένα ψευτοδιεθνιστικό εξαρτημένο πνεύμα, αντίστοιχο με το ραγιάδικο yes men πνεύμα της παραδοσιακής ελληνικής δεξιάς.
Το κοινό αυτό ιδεολογικό στοιχείο που αποτελεί ένα αντιφατικό αμάλγαμα «εξαρτημένου πατριωτισμού» και «εξαρτημένου διεθνισμού», με κοινούς παρονομαστές το λαϊκισμό, τον κοσμοπολιτισμό και τη μεταπρατική ιδεολογία, συνοψίζεται πρακτικά ως σήμερα στη θεωρητική και πρακτική αποδοχή της πρωτοκαθεδρίας των διεθνών κέντρων που επίμονα μας προπαγανδίζουν οι ψοφοδεείς επίγονοι των ρωσοαγγλογάλλων.
Θα πρέπει λοιπόν κάποτε να γίνει ένα ξεκαθάρισμα ανάμεσα στα εθνικά σύμβολα και την καπηλεία τους από τη μεριά των πατριδοκάπηλων, όπως κάποτε θα πρέπει να γίνει και ένα ξεκαθάρισμα ανάμεσα στο λαθρεμπόριο του διεθνισμού και το διεθνισμό τον ίδιο. Στο βαθμό που η προοπτική του να γίνουν οι άμεσοι παραγωγοί κύριοι των πεπρωμένων τους είναι ακόμη πολύ μακρινός στόχος, το κεφάλαιο, μπορεί όπως έχω τονίσει να μην έχει πατρίδα, αλλά οι υποτελείς τάξεις δυστυχώς έχουν ή ευτυχώς οφείλουν να έχουν.
Το ζήτημα λοιπόν της αυτοδιάθεσης ενός λαού, κανένας «ρεαλισμός», καμιά θεωρία του εφικτού, κανένας Αττίλας δεν μπορεί να ανακόψει. Μόνο η ολοκληρωτική εξόντωση και εξαφάνιση από το ιστορικό προσκήνιο ενός λαού που αγωνίζεται μπορεί να εξαλείψουν το πρόβλημα.
Είναι φυσικό ότι στη σημερινή έντονη κρίση, ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του ολοκληρωτισμού στην Ανατολική Ευρώπη και την ανοιχτή παρέμβαση για κατατεμαχισμό της Γιουγκοσλαβίας και μοιράσματος της σε σφαίρες επιρροής ερήμην των ιστορικών υποκειμένων, η λύση δεν είναι καθόλου εύκολη.
Το δράμα όμως των μικρών λαών, των αδύναμων κρατών, των όποιων μειοψηφιών όπου γης, δεν μπορεί να μας αφήνει αδιάφορους. Από την Ιρλανδία ως το Ναγκόρνο Καραμπάχ και από το Κουρδιστάν ως την Παλαιστίνη το πρόβλημα της μη μετατροπής του ιστορικού υποκειμένου σε αντικείμενο, το πρόβλημα της διατήρησης της ιδιαίτερης ταυτότητας σαν απόλυτο δημοκρατικό δικαίωμα ταυτισμένο με την αυτοδιάθεση αποκτά μια σημασία δραματική.
Το δικαίωμα της διαφορετικότητας, της δημόσιας διαφωνίας για το νόημα της ύπαρξης, της αυτοδιάθεσης, δεν είναι πρόβλημα απλά «εθνικό». Είναι πρόβλημα ατομικό, γενικό, πανανθρώπινο. Πρόβλημα που κατ’ εξοχήν αφορά τουλάχιστον τους πολίτες εκείνους που πιστεύουν ότι ή εθνική και κοινωνική απελευθέρωση δεν είναι ανεξάρτητες από τον πολιτικο-πολιτιστικό αυτοκαθορισμό.
Μια τέτοια θεώρηση έχει υποχρέωση να επανεξετάσει το σύνολο της οπτικής της και θέτοντας σε δοκιμασία τις ίδιες τις αρχές της να έρθει σε ρήξη με την ιδεολογία των επικυριάρχων. Αυτό αποτελεί τη λυδία λίθο για τον καθένα, αλλιώς η γνωστή μεσογειακή μας ρητορία εκφυλίζεται μοιραία σε σύγχρονο φτωχοπροδρομισμό, όσα κοινοτικά πιστοποιητικά και αν προσκομίσουν οι εγχώριοι μεταπράτες-κοσμοπολίτες μικροευρωπαίοι και όσες διακηρύξεις ισότητας και υπεράσπισης μειονοτήτων απαγγείλουν οι ιθαγενείς μικροβιοτέχνες ολοκληρωτικών προτύπων.
Γιατί η μοντέρνα εκδοχή του κοσμοπολιτισμού και του προλεταριακού διεθνισμού έχουν έναν κοινό παρονομαστή. Την άρνηση του δικαιώματος στη διαφορά, την άρνηση του δικαιώματος στον αυτοκαθορισμό, την άρνηση της αυτοδιάθεσης. Στόχος τους κοινός το παγκόσμιο απρόσωπο υπερκράτος, η ισοπεδωμένη υπερεθνική ένωση εθνών, κρατών και λαών. Εχθρός τους όλες οι απόψεις και οπτικές που στήριξαν και στηρίζουν την ύπαρξη τους στην κατοχύρωση της ετερογένειας, στην υπεράσπιση του δικαιώματος στην ξεχωριστή γλωσσική, θρησκευτική, φυλετική και πολιτισμική ταυτότητα. Εχθρός τους η απλή διαπίστωση ότι το οποιοδήποτε «εμείς» δεν υφίσταται παρά μόνο ως άθροιση συγκεκριμένη των ξεχωριστών επιμέρους «εγώ». «Εγώ», που είναι δρων-πάσχον, ιστορικό υποκείμενο/πρόσωπο και όχι απλός γραβατωμένος ή παρφουμαρισμένος αριθμός στην υπηρεσία των πολυεθνικών ή των κομμάτων «πατέρας».
Σε αυτά ακριβώς τα κρίσιμα σημεία, είναι που θα δοκιμαστεί η αντοχή κάθε νέας απελευθερωτικής απόπειρας που οφείλει να είναι απαλλαγμένη από το βάρος του εξαρτημένου διεθνισμού και του ετεροκίνητου πατριωτισμού και διατεθειμένη να υπερασπιστεί μέχρι τέλος το δικαίωμα στη διαφωνία, την ελευθερία του άλλου να είναι διαφορετικός και να καθορίζει κατά πώς θέλει τη δική του μοίρα, σεβόμενος, ταυτόχρονα, την άλλη πλευρά.
Η ευαισθησία μας ως δημοκρατών δοκιμάζεται εξίσου και παντού όπου το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης καταστρατηγείται. Δεν μπορεί να εκφράσεις ουσιαστική διεθνιστική αλληλεγγύη όταν έχεις ολοκληρωτικά χάσει την εθνική σου ευαισθησία. Η συμπύκνωση όλων λοιπόν των παραπάνω, και όχι απλά η ιστορική τοποθέτηση ή η εξέταση από τη σκοπιά του «στενού εθνικού συμφέροντος», είναι που δίνει μια καθολική διάσταση στο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, ανάγοντας το σε μείζον πρόβλημα αρχών για όποιον ουσιαστικά θέλει να το αντιμετωπίσει.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Για περ. βλέπε: Εναγιατολά Ρεζά, Ο παντουρκισμός ως θεμέλιο του τουρκικού επεκτατισμού, περ. «Ελληνοαρμενικά», τεύχ. 4, σελ. 18, επ., Αθήνα 1992. Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου.
2. Για περ. βλέπε: Ρόζα Λούξεμπουργκ, Για την πολιτική του «Vorwats» στο Ανατολικό Ζήτημα, περ. «Λαοί», τεύχ. 1, σελ. 53, Αθήνα 1987.
3. Ενδεικτικό στοιχείο του εκφυλισμού και της σωβινιστικής στάσης των τουρκικών εργατικών οργανώσεων, είναι οι έρανοι που διεξήγαγαν για την ενίσχυση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. «Μάλιστα το όργανο του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος προσπαθούσε να αποδείξει ότι "το σύνολο των εισφορών για τον Κυπριακό αγώνα προερχόταν από τους εργαζόμενους". Η ηγεσία της προοδευτικής εργατικής συνομοσπονδίας DISK (Devrimci Isçi Sendika Konfederasyonu - Επαναστατικής Συνομο¬σπονδίας Εργατικών Συνδικάτων) διέθεσε για τις πολεμικές ανάγκες 3.400.000 λίρες Τουρκίας. Εκτός τούτου διενεργήθηκε έρανος μεταξύ των αριστερών εργατών-μελών της DISK με αντικείμενο την παραχώρηση ενός ημερομισθίου στη στρατιωτική επιχείρηση της Κύπρου. Το ίδιο έπραξε κλπ». Για περ. βλέπε: Νεοκλή Σαρρή, Η άλλη πλευρά, εκδ. «Γραμμή», τόμος Α΄, Αθήνα 1977. Κι ενώ θα περίμενε κανένας την πιο κατηγορηματική στηλίτευση της στάσης αυτής, αν όχι τουλάχιστον από την τουρκική, οπωσδήποτε όμως από την ελληνική πλευρά, διαπιστώνει παρακολουθώντας τη δραστηριότητα του ΑΚΕΛ και της ΠΕΟ το ακριβώς αντίθετο. Στο «Εργατικό Βήμα», «Εκφραστικό όργανο της ΠΕΟ» της 21ης Φεβρουαρίου 1980 διαβάζουμε στο κύριο άρθρο: «ΠΕΟ-ΝΤΙΣΚ-ΝΤΕΒ-ΙΣ υποστηρίζουν επανέναρξη του Διακοινοτικού Διαλόγου. Απορρίπτεται κάθε μορφή ένωσης ή προσάρτησης, διχοτόμησης ή απόσχισης. Τετράχρονο πρόγραμμα συνεργασίας ΠΕΟ-ΝΤΙΣΚ». Στην τελική κοινή δήλωση των τριών οργανώσεων που αποτελείται από 6 σημεία, δεν υπάρχει ούτε λέξη για την κατάληψη του μισού νησιού από τους Τούρκους. Πολύ σωστά. Θα ‘τανε κρίμα πραγματικά τα εκατομμύρια λίρες που πρόσφερε η DISK στον Μπουλέντ Ετσεβίτ να πάνε χαμένα.
4. Για περ. βλέπε: Τσαγλάρ Κεϊντέρ, Τουρκία: Δικτατορία και δημοκρατία, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 1983.
5. Για περ. βλέπε: Βόλφγκανγκ Φόγιερσταϊν, Γεωργιανοί και Λάζοι, περ. «Λαοί», τεύχ. 2, Αθήνα 1988.
6. Για περ. βλέπε: Έκθεση του τουρκικού Λαϊκού Κόμματος [Σε ποια κατάσταση βρίσκονται οι Κούρδοι], περ. «Εποπτεία», τεύχ. 165, σελ. 23 επ., Αθήνα 1991.
7. Για περ. βλέπε: Διεθνής Αμνηστία, [Η άλλη Τουρκία], έκθεση 11 Νοεμβρίου 1992, εφημ. «Το Βήμα», 15 Νοεμβρίου 1992.
8. Το 1931 ξέσπασαν τα Οχτωβριανά. «Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κύπρου απουσίασε από την εξέγερση. Την καταδίκασε. Για τη στάση τους αυτή ο Μπελά Κουν (στο όνομα της Τρίτης Διεθνούς) είπε: "Ήταν η εξέγερση του 1931 ένα γνήσιο εθνικο-απελευθερωτικό κίνημα, όπου είχαν αντιπαραταχθεί δυο στρατόπεδα. Από τη μια το στρατόπεδο του λαού (κυρίως των πόλεων) με τους απλούς κομμουνιστές κάτω από την ηγεσία των εθνικιστών και της Εκκλησίας. Και από την άλλη, το στρατόπεδο των ιμπεριαλιστών με σύμμαχο την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος". Η στάση του Κ.Κ. Κύπρου απέναντι στην εξέγερση του 1931 ήταν απόρροια της όλης στάσης του απέναντι στο εθνικό ζήτημα που από την αρχή υπήρξε εχθρική. Το Κ.Κ. Κύπρου αντιτάχθηκε από την αρχή στο ενωτικό κίνημα». Για περ. βλέπε: Λευτέρης Ρίζας, Κυπριακή τραγωδία: Η διάσταση ανάμεσα στον κοινωνικό αγώνα και στον εθνικό αγώνα, περ. «Μηνιαία Επιθεώρηση», τεύχ. 47, σελ. 53, Αθήνα 1985.
9. Τελευταία επίσημη καταμέτρηση μπορεί να θεωρηθεί το δημοψήφισμα για «την ένωσιν της Κύπρου με την Ελλάδα» που οργανώθηκε με πρωτοβουλία του Εθναρχικού Συμβουλίου στις 15-22 Ιανουαρίου 1950. Από τους 224.745 Έλληνες Κυπρίους που είχαν δικαίωμα ψήφου οι 215.108, δηλαδή το 95,7% ψήφισαν υπέρ της ένωσης.
10. Για περ. βλέπε: Κύπρος: Ανατομία της καταστροφής, περ. «Νέοι Στόχοι», τεύχ. 9, σελ. 45, Αθήνα 1975.
11. «Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα. Δεν μπορείς να τους πάρεις αυτό που δεν έχουν». Για περ. βλέπε: Κ. Μαρξ-Φ. Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος (Κομμουνιστικό Μανιφέστο), εκδ. «Α. Παπακώστα», σελ. 49, Αθήνα 1965.
12. Τον Ιούνιο του 1977 με αφορμή την έκδοση ενός βιβλίου για το Κυπριακό Ζήτημα, σημείωνα προλογίζοντας: «Η Εθνική ολοκλήρωση, όσο κι αν είναι βασανιστική θα πραγματοποιηθεί... Αυτή την ακαταμάχητη ιστορική τάση τίποτα δεν μπορεί να την ανακόψει. Η Ταϊβάν, η Νότια Κορέα, η Ανατολική και η Δυτική Γερμανία, η Κύπρος είναι αναπόσπαστα κομμάτια του αυτού εθνικού κορμού (Κίνα, Κορέα, Γερμανία, Ελλάδα) και θα ενωθούν αναπόφευκτα και σε ένα ενιαίο κρατικό σύνολο». Η άποψη αυτή επικρίθηκε σφοδρότατα, ιδιαίτερα από τους κομμουνιστικούς και τους παρεμφερείς ευωνύμους κύκλους, που στήριζαν την επιχειρηματολογία τους στην αιωνιότητα του Τείχους του Βερολίνου. Για περ. βλέπε: Τρία κείμενα για την Κύπρο, εκδ. «Εκδοτική Ομάδα Εργασία», σελ. 8 επ., Αθήνα 1977.
13. Γιάννης Ρίτσος, Ρωμιοσύνη, στα Ποιήματα, τόμ. Β΄, εκδ. «Κέδρος», σελ. 65, Αθήνα 1961.
14. «Είπε μου, αν είμαι αληθινά στην ποθητήν πατρίδα», Οδύσσεια, Ν. 328, μτφ. Ιάκωβος Πολυλάς.
15. Ισοκράτης, Πανηγυρικός, ΙΓ΄ 50.
16. Για περ. βλέπε: Tom Nairn, Εθνικισμός: Ο σύγχρονος Ιανός, περ. «Τετράδια», τεύχ. 27, σελ. 49 επ., Αθήνα 1991.
17. Για περ. βλέπε: Ernest Gellner, Έθνη και εθνικισμός, εκδ. «Αλεξάνδρεια», σελ. 227, Αθήνα 1992.
18. Για περ. βλέπε: Λουκάς Αξελός, Ελληνική Αριστερά: Ιστορική παρακμή ή βαθύτατη χρίση;, περ. «Νέα Οικολογία», τεύχ. 65, σελ. 59, Αθήνα 1990.
19. Είναι αλήθεια ότι ελάχιστοι, σημαντικοί όμως, κομμουνιστές ηγέτες όπως λ.χ. ο Μάο Τσε Τουνγκ (τα κράτη θέλουν την ανεξαρτησία, τα έθνη την απελευθέρωση, οι λαοί την επανάσταση) και ο Τσε Γκεβάρα, προσέγγισαν το εθνικό-πατριωτικό φαινόμενο από μιαν εν τοις πράγμασιν διαφορετική ριζοσπαστική σκοπιά. Αυτή, που με όλες τις αντιφάσεις της, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι αποτέλεσε, μιαν ιδιόμορφη, αλλά οργανική προέκταση, βασικών αρχών που χαρακτήριζαν τη δράση των Σουν Γιατ Σεν και Σίμωνος Μπολιβάρ. Ανάλογη, αν και στη θεωρητική σφαίρα, υπήρξε η στάση που κράτησε ο πατέρας του ελληνικού μαρξισμού Γ. Σκληρός, απέναντι στο φαινόμενο Ελευθερίου Βενιζέλου, με αποτέλεσμα να εξορισθεί δια παντός από την κομμουνιστική εδέμ ως συνειδητά διαπράξας το προπατορικό αμάρτημα του εθνικισμού.
20. Για περ. βλέπε: Κ. Μαρξ-Φ. Ένγκελς, Η Ιρλανδία και το Ιρλανδικό Πρόβλημα, περ. «Λαοί», τεύχ. 2, σελ. 49 επ., Αθήνα 1988.
21. Η σωστή τους άποψη για το Ιρλανδικό Ζήτημα δεν τους εμπόδισε όμως να αντιμετωπίζουν με έναν τελείως διαφορετικό και — ίσως — λανθάνοντα ρατσιστικό τρόπο τις σλαβικές εθνότητες αλλά και τους Βρετόνους, Σκώτους ή Βάσκους, γεγονός που αντανακλάται έντονα σε πολλά κείμενα τους, όπου οι βαρύτατα υποτιμητικές φράσεις για τα «άθλια συντρίμμια των πρώην εθνών», «τα μελίσσια εθνοτήτων», τα «έθνη και εθνάκια», τα έθνη που δεν έχουν «ευρωπαϊκή σημασία», τα «εκ φύσεως αντεπαναστατικά έθνη», «τους αντιδραστικούς λαούς», τους «λαούς χωρίς ιστορία», τα «υπολείμματα λαών» το «ληστοσυρφετό [Σέρβοι, Βούλγαροι, Έλληνες]» και το «γουρουνολαό [Βουλγάρους]», δίνουν και παίρνουν. Η σκοτεινή αυτή πλευρά, ιδιαίτερα του Ένγκελς, έτεινε και τείνει να αποσιωπάται ή και να δικαιολογείται από το σύνολο, σχεδόν, των επιγόνων. Φωτεινή εξαίρεση αποτέλεσε ο επιφανής Αυστριακός μαρξιστής Όττο Μπάουερ, που στο σημαντικό έργο του Το Εθνικό Ζήτημα και η σοσιαλδημοκρατία, που πρωτοκυκλοφόρησε στη Βιέννη το 1907, ασκεί μιαν αυστηρή κριτική στα ντετερμινιστικά ιδεολογήματα του Φρειδερίκου Ένγκελς, αναδεικνύοντας μιαν άλλη οπτική εχθρική στον οικουμενικό ομοιομορφισμό της κομμουνιστικής εσχατολογίας με το να προβάλλει την αξία της πολιτιστικής αυτονομίας, υιοθετώντας τις άκρως ριζοσπαστικές και αιρετικές — τότε —, δικαιωμένες όμως ιστορικά, απόψεις, ότι: «καθήκον της Διεθνούς είναι και πρέπει να είναι όχι η κατάργηση των εθνικών ιδιαιτεροτήτων, αλλά η προώθηση της διεθνούς ενότητας μέσα στην εθνική ποικιλομορφία της».
22. Για το Risorgimento και τη σημασία του βλέπε και την εισαγωγή του γράφοντος στο ομότιτλο βιβλίο του Αντόνιο Γκράμσι, Il Risorgimento, εκδ. «Στοχαστής», σελ. 9 επ., Αθήνα 1987.

Αναδημοσίευση από τις Ανιχνεύσεις