ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών. Διεθνείς Σχέσεις - Στρατηγικές σπουδές
Web www.ifestosedu.gr e-mail: info@ifestosedu.gr
Εκλογές 2012
24.4.2012. Η ΨΗΦΟΣ ΤΗΣ 6ης ΜΑΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ: ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΙΡΗΝΙΚΗ «ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ»
4.4.2012. Η ΨΗΦΟΣ ΤΗΣ 6ης ΜΑΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΙΡΗΝΙΚΗ «ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ» (2)
6.5.2012. Εκλογική επανάσταση 2012. Επόμενη μέρα: Μια δυναμική πολιτική επιβίωσης (βράδυ εκλογών)
13.5.2012. Σάπιος παλαιοκομματισμός στην Ελλάδα και στην Κύπρο και η εκλογή Προέδρου
15 ΜΑΪ́ΟΥ 2012, ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ: Σύσταση Πατριωτικού Κοινωνικού Μετώπου
15 ΜΑΪ́ΟΥ 2012, ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ: Αναγκαία και απαραίτητη η καταγγελία των δανειακών συμβάσεων
Συναφείς αναρτήσεις γίνονται και στις σελίδες:
►Κρίση ONE: Το Διάγγελμα ενός Δεκαεξάχρονου http://www.ifestosedu.gr/110dekaexaxronos.htm
►Γερμανικό ζήτημα και ΕΕ http://www.ifestosedu.gr/111GermanikoEE.htm►Έγκαιρες προειδοποιήσεις για ΟΝΕ (1999,2000,2002) http://www.ifestosedu.gr/111ONEGreeceWarning.htm
Η ΨΗΦΟΣ ΤΗΣ 6ης ΜΑΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ: ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΙΡΗΝΙΚΗ «ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ» (1)
Το κείμενο που ακολουθεί είναι αναρτημένο στη διεύθυνση http://www.ifestosedu.gr/112ekloges12.htm όπου θα προστίθενται διαρκώς συμπληρωματικές αναλύσεις
Παναγιώτης Ήφαιστος www.ifestosedu.gr
«Είναι απίστευτο –θα έλεγα αδιανόητο– μέχρι που μπορούν να φτάσουν οι έλληνες πολιτικοί για να διατηρήσουν το κόμμα τους στην εξουσία έστω και μια εβδομάδα παραπάνω: Μπορούν να θυσιάσουν την πατρίδα τους…». Τζόρτζ Χόρτον, Γενικός Πρόξενος των ΗΠΑ στη Σμύρνη το 1922
1. 1. Ο πολιτικός θάνατος του δικομματισμού και η διαχείριση της μετάβασης
Οι εκλογές της 6ης Μαίου 2012 προσφέρουν στους Έλληνες πολίτες μια μοναδική ιστορική ευκαιρία:
Με μία μόνο ψήφο ο καθένας όλοι μαζί οδηγούμε στον πολιτικό θάνατο τον παλαιοκομματισμό, τα στελέχη του οποίου εδώ και εκεί στην πρόσφατη ιστορία απέκτησαν τη συνήθεια να παρελαύνουν με ξένες σημαίες. Προκαλούμε, επιπλέον, μια ειρηνική και συνάμα δυναμική πολιτική ανασύνταξη εκ βάθρων και οι πολίτες έχουν την ιστορική ευκαιρία να επιτύχουν αναίμακτα ένα τόσο μεγάλο κατόρθωμα.
Επίσης, αντιστρέφουμε μια πασίδηλα θανατηφόρα τροχιά και καταφέρνουμε μια ειρηνική «Επανάσταση» που θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις, για πρώτη φορά μετά την Ελληνική Επανάσταση 1821, να κάνουμε δικό μας το μέχρι σήμερα μερικώς ή ολικώς ξενοκρατούμενο νεοελληνικό κράτος. Να ψηφίσουμε απαλλαγή από την ξενοκρατία και τους δεδηλωμένους εγχώριους αντιπροσώπους της, δρομολογώντας έτσι τις προϋποθέσεις μιας αληθινής εθνικής ανεξαρτησίας και δημοκρατίας.
Αυτό σημαίνει ότι, αν καταψηφιστεί ο παλαιοκομματισμός, για μερικούς μήνες θα έχουμε μια συντεταγμένη μετάβαση κατά τη διάρκεια της οποίας θα συντελεστεί μια εκ βάθρων ανασύνταξη και ανασυγκρότηση των πολιτικών δυνάμεων: Το παλιό θα διαλυθεί και τάχιστα θα συγκροτηθεί το νέο.
Όσες υγιείς πολιτικές δυνάμεις είναι τώρα εγκλωβισμένες στον σάπιο δικομματισμό ή στα εξαπτέρυγά του θα απελευθερωθούν για να συμμετάσχουν και να συμβάλλουν στη διαμόρφωση του νέου. Νέο πολιτικό αίμα, από λαμπρούς, ταλαντούχους και αδιάφθορους Έλληνες, οι οποίοι μέχρι τώρα αηδιασμένοι απείχαν, θα εισρεύσει, θα δυναμώσει το ανανεωτικό ρεύμα και θα ανασυγκροτήσει εξυγιαντικά το πολιτικό σύστημα.
Λογικό είναι μετά από μερικούς μήνες να έχουμε ξανά νέες εκλογές για να αποτυπωθεί και να νομιμοποιηθεί το νέο, ανασυγκροτημένο και πολιτικά ορθολογιστικό πολιτικό σκηνικό που θα εδράζεται ανεπίστροφα πάνω σε θεμελιώδεις παραδοχές δημοκρατίας και εθνικής ανεξαρτησίας. Κατά τη διάρκεια αυτών των μηνών, επίσης, θα διαχειριστούμε τα προβλήματα που προκάλεσαν οι κυβερνήσεις που προηγήθηκαν.
2. 2. Η εντολοδόχος αντι-μνημονιακή μεταβατική διακυβέρνηση εθνικής σωτηρίας / Συντακτική Συνέλευση
Η αποστολή της εντολοδόχου μεταβατικής αντί-μνημονιακής διακυβέρνησης θα είναι τριπλή: Πρώτον, διαχείριση των σχέσεων με τους τρίτους και κυρίως την ΕΕ. Δεύτερον, διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής, της ευνομίας και της ευταξίας. Τρίτον, δρομολόγηση Συντακτικής Συνέλευσης για την αναθεώρηση του Συντάγματος.
Αυτός είναι ο άμεσος ρόλος των αντί-μνημονιακών πολιτικών δυνάμεων που πρέπει να υπερψηφιστούν: Όχι να κυβερνήσουν με συμβατικό τρόπο αλλά να «συγκυβερνήσουν» έμμεσα επί συγκεκριμένης ατζέντας. Να συμφωνήσουν για μια αμιγώς αντί-μνημονιακή μεταβατική διακυβέρνηση εθνικής σωτηρίας στην οποία θα μπορούσαν να πρωταγωνιστήσουν αδιάφθορα και αξιόπιστα πολιτικά πρόσωπα κύρους και όχι τεχνοκράτες ή άτομα βεβαρημένα με πολιτικά εγκλήματα του πρόσφατου παρελθόντος.
Αυτή θα είναι η μεγάλη προσφορά τους και όχι να κάτσουν πάνω σε κάποιες εξουσιαστικές καρέκλες. Αυτό σημαίνει υπέρβαση: Οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες», το «ΚΚΕ», ο «Συνασπισμός», η «Κοινωνική Συμφωνία», το «ΟΧΙ», για παράδειγμα, δεν θα θελήσουν τα στελέχη τους να καταλάβουν, κατ’ ανάγκη, κυβερνητικούς θώκους, αλλά μόνο να ορίσουν την πολιτική ατζέντα της εντολοδόχου αντί-μνημονιακής μεταβατικής διακυβέρνησης.
Αυτό, λογικά, θα πρέπει να θέλουν οι αντί-μνημονιακές δυνάμεις. Ούτως ή άλλως η επιλογή είναι μονόδρομος: Μια σωτήρια μετάβαση προς την ομαλότητα που θα επιτύχει μια αποτελεσματική αντί-μνημονιακή διακυβέρνηση συγκεκριμένου σκοπού. Λογικά θα έχει την στήριξη ή την ανοχή όσων θέλουν μια βιώσιμη διέξοδο από την κρίση. Πιθανότατα μια τέτοια ανοχή και στήριξη να προέλθει όχι μόνο από τις παρούσες αντί-μνημονιακές δυνάμεις αλλά και από εγκλωβισμένα αντί-μνημονιακά στελέχη του παλαιοκομματισμού και των εξαπτερύγων τους. Η ήττα τους θα οδηγήσει στην ανασυγκρότηση και ανανέωση του πολιτικού σκηνικού.
Αντίστροφα, εάν κυβερνήσει ξανά ο παλαιοκομματισμός αναπόδραστα θα έχουμε ταχύρυθμο φαύλο κύκλο ύφεσης, ακόμη μεγαλύτερη πτώχευση, ακόμη πιο στυγνές αντί-κοινωνικές αποφάσεις, κοινωνική έκρηξη και ίσως απεγνωσμένες προσπάθειες κοινοβουλευτικής δικτατορίας των αδίστακτων μνημονιακών δραστών και των εξαπτέρυγών τους.
Όπως και πολλοί άλλοι τυγχάνει να γνωρίζω ότι, με σκοπό να συγκροτηθεί μια αντί-μνημονιακή μετάβαση, υπήρξαν ήδη επαφές αντι-μνημονιακών δυνάμεων με σημαντικές, αδιάφθορες και αυτοδύναμες διακεκριμένες προσωπικότητες μεγάλου κύρους και μεγάλων ικανοτήτων που σταδιοδρομούν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Υπό τις περιστάσεις, αυτός είναι ο σωστός προσανατολισμός για τη συγκρότηση μιας υπεύθυνης μεταβατικής αντί-μνημονιακής διακυβέρνησης εθνικής σωτηρίας.
Οι συνθήκες έκτακτης ανάγκης στην οποία μας έφερε ο αποδεδειγμένα ανήμπορος παλαιοκομματισμός απαιτεί όχι αναρχία και χάος ή μικρόψυχες και μικρόμυαλες παλαιοκομματικές νοοτροπίες γαντζώματος σε εξουσιαστικούς θώκους, αλλά υπεύθυνη και συντεταγμένη διαχείριση μιας πολιτικής μετάβασης στην ομαλότητα και σε έναν νέο βιώσιμο προσανατολισμό με γνώμονα τη δημοκρατία και την Εθνική Ανεξαρτησία. Εκτιμώ ότι, όλες οι γνήσιες αντί-μνημονιακές δυνάμεις, χωρίς δεύτερη σκέψη αυτό θέλουν.
Η αντί-μνημονιακή μεταβατική διακυβέρνηση είναι όντως το κρισιμότερο ζήτημα γιατί θα πρέπει με υπευθυνότητα να διαφυλάξει το κράτος, να περιφρουρήσει την κοινωνική δικαιοσύνη και να αποκαταστήσει την ομαλότητα μεταξύ διακυβέρνησης και πολιτών και μεταξύ Ελλάδας και τρίτων.
Αποστολή της όπως είπαμε είναι να επιτύχει αυτό που ο δικομματισμός ομολόγησε πως δεν μπορεί να κάνει όταν υπέγραψε το δεύτερο μνημόνιο και όταν κινδυνολογώντας έθεσε κίβδηλα και ψεύτικα εκβιαστικά διλήμματα, όπως «δραχμή ή ευρώ», «μνημονιακή υποδούλωση ή πτώχευση και εμφύλιος». Τέτοια διλήμματα είναι πολιτικά ανεύθυνα, δεν μας αξίζουν και δεν αρμόζουν σε ελεύθερες και πολιτισμένες κοινωνίες.
Η εντολοδόχος αντί-μνημονιακή μεταβατική διακυβέρνηση θα διασφαλίσει την κοινωνική συνοχή και θα προχωρήσει σε μια ισόρροπη διαπραγμάτευση με τους τρίτους και κυρίως με τους συνεταίρους μας στην ΕΕ, από την οποία όχι μόνο δεν πρέπει να αποχωρήσουμε αλλά και της οποίας θα πρέπει να γίνουμε οι σημαιοφόροι μιας μεγάλης μεταρρύθμισης και ενός ριζικού πολιτικού εξορθολογισμού. Όσον αφορά το πολιτικό μας σύστημα, το ανανεωμένο πολιτικό σύστημα καλό θα ήταν να δρομολογήσει, όπως προαναφέραμε, μια Συντακτική Συνέλευση αναθεώρησης του Συντάγματος.
3. 3. Ασφαλής σωτήρια μετάβαση – ριζική πολιτική ανασυγκρότηση
Η απόφαση για μια νέα αφετηρία και για μια νέα λελογισμένη πορεία θα πρέπει να ληφθεί την 6η Μαίου. Τώρα ή ποτέ. Στις 6 Μαίου οι Έλληνες είτε θα υποκύψουν στην πολιτική τρομοκρατία και στις ανασφάλειές τους είτε θα «επαναστατήσουν» δημιουργώντας μια νέα αφετηρία για μια νέα ελεύθερη και ολοένα πιο δημοκρατική διαδρομή.
Τερματίζοντας με την ψήφο τους τον λαθρόβιο παλαιοκομματισμό οι πολίτες, επιπλέον, προσφέρουν σωσίβιο σε εκείνα τα στελέχη του υπάρχοντος πολιτικού προσωπικού τα οποία με όρους δημόσιου συμφέροντος είναι ενδεχομένως, όπως είπαμε, πολιτικά ορθολογιστές πλην εγκλωβισμένοι στο απερχόμενο σάπιο παλαιοκομματικό σύστημα.
Τουτέστιν, οι πολίτες με αντί-μνημονιακή ψήφο μπορούν να απελευθερώσουν όλα τα υγιή πολιτικά στελέχη όλων των παρατάξεων δίνοντάς τους έτσι την ευκαιρία να συμμετέχουν σε μια ριζική πολιτική ανασύνταξη και πολιτική ανασυγκρότηση της Ελλάδας. Μόνο έτσι μετά τις εκλογές θα έχουμε ένα ανανεωμένο και ορθολογιστικό πολιτικό προσωπικό. Ήδη τα πρώτα βήματα έγιναν με όσους όντας πιο θαρραλέοι και αποφασιστικοί δεν ψήφισαν το μνημόνιο.
Η ριζική πολιτική ανασύνταξη είναι υπό τις συνθήκες αυτό που θέλει κάθε εχέφρων και ορθολογιστής Έλληνας. Λογικά και ορθολογιστικά σκεπτόμενοι, αυτός θα πρέπει να είναι και ο σκοπός των νέων πολιτικών ρευμάτων που δημιουργήθηκαν πρόσφατα αλλά και ιστορικών πολιτικών χώρων όπως το ΚΚΕ.
Το ΚΚΕ, εξάλλου, ίσως είναι καιρός να κάνει μερικά ακόμη ξεκάθαρα βήματα με όρους εθνικής ανεξαρτησίας. Πεποίθησή μου είναι ότι το ΚΚΕ στη δύσκολη αυτή συγκυρία θα συν-λειτουργήσει με συγκλίνοντα τρόπο με τις άλλες αντί-μνημονιακές δυνάμεις για μια σωτήρια μετάβαση. Όριο είναι ο ουρανός για ειρηνικούς αγώνες κοινωνικής δικαιοσύνης μέσα σε ένα αληθινά δημοκρατικό, ελεύθερο και ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος.
4. 4. Οι ναυαγοί του παρωχημένου παλαιοκομματισμού κινδυνολογούν ανεύθυνα
Οι ναυαγοί του πολιτικού προσωπικού του απερχόμενου παλαιοκομματισμού βρήκαν σωσίβιο, τονίζουμε, στην κινδυνολογία και στην πολιτική τρομοκρατία.
Οι Έλληνες πολίτες όμως πρέπει να σκεφτούν την ελευθερία τους και τη δημοκρατία τους και να αποτινάξουν τους εκβιασμούς. Δεν υπάρχει τίμημα για την ελευθερία τους και τη δημοκρατία τους και ας μην το ανακαλύψουν αργά.
Οι παλαιοκομματικοί υπαίτιοι του ολισθηρού κατήφορου της πατρίδας μας, ασκούν πολιτική τρομοκρατία και κινδυνολογούν ασύστολα και ανεύθυνα. Συνεχίζουν να δημιουργούν ανασφάλειες στους πολίτες περί μιας δήθεν αναπόφευκτης –αν αυτοί φύγουν– άτακτης πτώχευσης.
Όμως, η άτακτη πτώχευση σίγουρα θα επέλθει, αν αυτοί μείνουν στην εξουσία. Θέλουν, οι αφιλότιμοι, πάση θυσία να συνεχίσουν να κάθονται στις εξουσιαστικές καρέκλες για μερικούς μήνες ακόμη. Δεν διστάζουν να γίνουν κήρυκες της πτώχευσης της οποίας η έλευση είναι δεδομένη εάν οι ένοχοι που συνομολόγησαν το ξενοκρατικό και αδιέξοδο μνημόνιο παραμείνουν στην εξουσία συγκυβερνώντας μαζί με τα εξαπτέρυγά τους.
Απερίσκεπτα, καλλιεργούν στον λαό την ψευδαίσθηση ότι θα μπορέσουν να μακροημερεύσουν στην εξουσία υφαρπάζοντας την ψήφο των Ελλήνων με πολιτική τρομοκρατία και δημιουργώντας επίπλαστες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες. Κάτι τέτοιο όμως δεν λαμβάνει υπόψη ότι το θανατηφόρο μνημόνιό τους αναπόδραστα οδηγεί σε κοινωνική έκρηξη και άτακτη πτώχευση, τραγική εξέλιξη που αυτοί προκαλούν και την οποία ούτε μια «κοινοβουλευτική δικτατορία» δεν θα συγκρατήσει.
Κίβδηλες, ψεύτικες, υποκριτικές και επικίνδυνες είναι οι υποσχέσεις του παλαιοκομματισμού. Βασικά μας λένε το εξής: Θα συνεχίσουμε να δανειζόμαστε για να πληρώνουμε τους τοκογλύφους και θα συνεχίσουμε να βυθιζόμαστε στην ύφεση αλλά θα επιβιώσουμε με μισθούς Σομαλίας. Επίσης ότι κάποιοι εγχώριοι πελατειακά λειτουργώντας θα έχουν τη δυνατότητα να γίνουν μεταπράτες των ξένων που θα εξαγοράζουν μαζικά τον δημόσιο και ιδιωτικό πλούτο.
Όλα αυτά βέβαια είναι ελεεινά, ανέφικτα, σπασμωδικά, επικίνδυνα και δηλωτικά για το πόσο επικίνδυνος έγινε ο σάπιος και φαυλοκρατικός παλαιοκομματισμός.
5. 5. Οι Έλληνες δεν θέλουν δώρα μόνο διαγραφή των επαχθών και καταχρηστικών βαρών
Οι Έλληνες, εν τέλει, δεν θέλουν δώρα. Ούτε κινδυνεύουν να πάθουν οτιδήποτε, αν αρχίσουν να δαπανούν ό,τι παράγουν. Βέβαια, αν μιλήσει κανείς όχι με μέλη του σκληρού δικομματικού πελατειακού πυρήνα αλλά με γνήσιους νοικοκυραίους που αποτελούν και τη συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων θα τους πουν ότι μπορούν να ζήσουν και να ξοδεύουν πολύ λιγότερα, αν είναι να διασωθεί η πατρίδα, η αξιοπρέπειά τους, η ελευθερία τους και η δημοκρατία.
Υπέρτατες και έσχατες λογικές κάθε κοινωνίας ήταν και θα συνεχίσουν να είναι η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, νοούμενη ως εθνική ανεξαρτησία, και η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, νοούμενη ως φορά κίνησης προς γνήσια πολιτική ελευθερία. Κανένα τίμημα, καμιά θυσία και καμιά δεύτερη σκέψη δεν χωρεί όσον αφορά αυτά τα υπέρτατα και έσχατα αγαθά. Εν τούτοις, αυτές οι έσχατες λογικές ακυρώθηκαν από τα μέλη του σάπιου παλαιοκομματικού συστήματος.
Τα Ελληνικά νοικοκυριά παράγουν αρκετά για να μην κινδυνεύουν «οι μισθοί, οι συντάξεις και η προμήθεια φαρμάκων» –όπως ανέντιμα ισχυρίζονται οι δράστες του μνημονίου– αν μια υπεύθυνη και αξιόπιστη διακυβέρνηση σταματήσει να πληρώνει τους τοκογλύφους και διαπραγματευτεί τις υποχρεώσεις σε μια νέα ορθολογιστική βάση.
Οι τάσεις, επιπλέον, δείχνουν ότι και στην Ευρώπη η επάνοδος στη λογική και στον οικονομικό και πολιτικό ορθολογισμό είναι το κυρίαρχο αίτημα των περισσοτέρων. Μια τέτοια επάνοδος είναι αναγκαία και αναπόφευκτη, αν είναι να μην διαλυθεί η ΕΕ. Αν βέβαια για εγγενείς λόγους και αντιφάσεις η ΕΕ αυτοδιαλυθεί, ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν πρέπει να βρει την Ελλάδα υπό αποικιοκρατικό ζυγό που θα εποπτεύει μια αδίστακτη εγχώρια κοινοβουλευτική δεσποτεία.
Αν λοιπόν υποκύψουμε στην πολιτική τρομοκρατία και στην ανεύθυνη κινδυνολογία τη στιγμή που δημιουργούνται νέες πολιτικές συνθήκες στην Ευρώπη, εμείς θα βρεθούμε χειροπόδαρα δεμένοι με το επαχθές, καταχρηστικό και παράνομο μνημόνιο και τους χρεοκοπημένους πολιτικούς στον σβέρκο μας. Πολιτικούς που αποδείχθηκαν ανίκανοι να διαπραγματευτούν ακόμη και τα πιο απλά και πιο λογικά πράγματα.
Ανθρώπους των οποίων η πολιτική ανικανότητα δημιούργησε σύνδρομα Τιτανικού με αποτέλεσμα να σπεύδουν αδιαμαρτύρητα και να υπογράφουν το ένα μετά το άλλο μνημόνιο που τους σέρβιραν πολιτικά ανεξέλεγκτοι τεχνοκράτες. Ως και να μην ήσαν αντιπρόσωποι ενός ανεξάρτητου κράτους μέλους της ΕΕ.
6. 6. Η ψήφος της 6ης Μαίου ως μέσο απελευθέρωσης και νέας αφετηρίας
Απελευθέρωση στην παρούσα συγκυρία σημαίνει ψήφο κατά οποιουδήποτε με οποιοδήποτε τρόπο ταυτίστηκε με το ξενοκρατικό μνημόνιο και κατά οποιουδήποτε μνημονιακού εξαπτέρυγου υποκριτικά μουρμουρίζει για «εξελικτική αποδέσμευση» από το μνημόνιο.
Ορθολογιστικό είναι επίσης να καταψηφιστούν όσοι βρίσκονται στους δύο ακραίους πόλους: Του εθνομηδενισμού και του φασισμού. Οι πρώτοι είναι Δούρειος Ίππος ενός εξελικτικού δήθεν μνημονίου, οι δεύτεροι με τις ακρότητές τους η νομιμοποίηση της κινδυνολογίας των επίδοξων εγχώριων υπηρετών της ξενοκρατίας.
Το μνημόνιο ενσαρκώνει ό,τι εγχώριο και ξένο αντιβαίνει στην Εθνική Ανεξαρτησία, στην ελευθερία και στη δημοκρατία. Η ασυμβίβαστη αντίθεσή μας στο μνημόνιο και η υπερψήφιση των αντί-μνημονιακών δυνάμεων είναι το προσφορότερο και ασφαλέστερο μέσο σωτήριας διεξόδου από την κρίση.
Το μνημόνιο είναι σήμερα ο θανάσιμος εχθρός των Ελλήνων. Καταψηφίζοντάς το οι Έλληνες διανοίγουν μια νέα ελπιδοφόρα αφετηρία διάσωσής τους κατά των εγχώριων και ξένων θηρίων. Δεν είναι τυχαίο ότι οι εγχώριοι και ξένοι πολιτικοί τρομοκράτες και κατ’ επάγγελμα κινδυνολόγοι τις τελευταίες εβδομάδες λύσσαξαν. Ψεύτικα, κίβδηλα και υποκριτικά.
Είναι προσβλητικό για τη νοημοσύνη μας να λένε ότι δεν είμαστε ικανοί να διασφαλίσουμε την κοινωνική συνοχή, δεν μπορούμε να διαπραγματευτούμε με τους ξένους μια πιο ισόρροπη σχέση και δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε πρακτικά προβλήματα μιας μετάβασης προς ένα καλύτερο μέλλον.
Κάθε εχέφρων και λογικός Έλληνας βλέπει ότι υπό τις περιστάσεις, αν θέλουμε να διασωθούμε από τα άγρια εγχώρια και ξένα μνημονιακά θηρία και αν θέλουμε μια νέα βιώσιμη διαδρομή που θα εκκινεί από μια νέα αφετηρία, το αποτέλεσμα των εκλογών είναι μονόδρομος.
Το αποτέλεσμα των εκλογών θα πρέπει να δρομολογήσει τις προϋποθέσεις εκπλήρωσης συγκεκριμένων σκοπών μέσα από μια αντί-μνημονιακή ψήφο με την υπερψήφιση εκείνων των πολιτικών τάσεων που είναι γνήσια εναντίον του μνημονίου.
7. 7. «Πρακτικά» ζητήματα: Δημόσιες δαπάνες, κοινωνική συνοχή/δικαιοσύνη, ιδιοκτησία νοικοκυριών και σταθερή μετάβαση
Όπως είναι λογικό για λόγους συντομίας αλλά και λόγω ιδιότητας του υποφαινόμενου, δεν στάθηκα σε πρακτικά ζητήματα. Περιέγραψα, βασικά, προσανατολισμούς και αρχές. Ούτε βέβαια υπάρχει η παραμικρή κομματική χροιά. Υπογραμμίζονται ζητήματα που αφορούν τα πάγια αγαθά της ελευθερίας νοούμενη ως εθνική ανεξαρτησία και της δημοκρατίας νοούμενη ως ύπαρξη προϋποθέσεων ολοένα μεγαλύτερης ατομικής, κοινωνικής και πολιτικής ελευθερίας.
Η παρέμβαση, ακριβώς, γίνεται επειδή αυτό που διακυβεύεται στις 6 Μαίου είναι πρωτίστως αυτά τα δύο αγαθά του πολιτικού πολιτισμού όλων των εποχών και όλων των κοινωνιών. Υπό τις περιστάσεις, υπογραμμίστηκε, ο σκοπός των αντί-μνημονιακών δυνάμεων δεν είναι και δεν μπορεί να είναι η αναρρίχηση σε εξουσιαστικούς θώκους. Το πρωτεύον όπως είπαμε είναι να φύγουν οι δράστες που βάζουν στον γύψο την ελευθερία και τη δημοκρατία.
Υπό αυτό το πρίσμα θεωρούμε ότι ένα ζήτημα που εμπίπτει στη σφαίρα της πρακτικής πολιτικής, και που δεν θα μπορούσε να αναλυθεί εκτενώς σε ένα κείμενο όπως το παρόν, είναι η αντιμετώπιση των ελλειμμάτων από μια αντί-μνημονιακή διακυβέρνηση και τα σχετικά με αυτά ζητήματα των πληρωμών του δημοσίου. Με τρόπο που εμπίπτει κάλλιστα στη λογική του παρόντος σημειώματος για τους γενικότερους προσανατολισμούς εντός των οποίων οι πρακτικές λύσεις είναι υπόθεση της πολιτικής διακυβέρνησης θα γίνουν μερικές σύντομες επισημάνσεις.
Συγκεκριμένα, λέγοντας πιο πάνω πως η αρχή που θα πρέπει να ισχύει απαράβατα είναι ότι «θα πρέπει να δαπανούμε ό,τι παράγουμε», αφορά κυρίως το κράτος. Τα νοικοκυριά το κάνουν ούτως ή άλλως και αν δεν το κάνουν δεν υπάρχει έλεος ή οίκτος: Χρεοκοπούνε. Στην Ελλάδα δεν χρεοκόπησαν τα νοικοκυριά που παράγουν πλούτο και ευημερούσαν αλλά το φαύλο και σπάταλο κράτος.
Δύο όψεις του ίδιου νομίσματος είναι ότι, αφενός το μεν φαύλο δικομματικό πελατειακό κράτος το παράκανε και χρεοκόπησε, και αφετέρου, τα μέλη της επιχειρηματικά αεριτζίδικης φαύλης πελατείας «νέων και παλαιών τζακιών» χωρίς το παραμικρό ίχνος φιλότιμου ή φιλοπατρίας, με την πρώτη δυσκολία, άρπαξαν τα λαθραίως αποκτηθέντα δεκάδες δισεκατομμύριά «τους» και τα εξήγαγαν σε φορολογικούς παραδείσους.
Είναι αυτονόητο ότι μια νέα διακυβέρνηση θα εξορθολογίσει τις δημόσιες δαπάνες, θα περιορίσει τις σπατάλες, θα εξαλείψει με δραστικά μέτρα το πελατειακό σύστημα, θα φορολογήσει τους φοροδιαφεύγοντες, θα φορολογήσει τον καθένα που θέλει επιδεικτικά να υπερ-καταναλώνει, και τα λοιπά. Αυτά είναι πρακτικές πολιτικές που μπορούν να αποφασιστούν άμεσα. Ο φαύλος δικομματισμός δεν μπορεί να πάρει τέτοιες αποφάσεις επειδή είναι ο υπαίτιος του προβλήματος.
Συνοψίζουμε λοιπόν λέγοντας ότι δεν χρεοκόπησαν τα Ελληνικά νοικοκυριά: Το μεν φαύλο κράτος χρεοκόπησε η δε άνομη πελατεία τους λιποτάκτησε κερδοσκοπικά. Αυτή είναι μια γενικά αληθής περιγραφή.
Δεν υποτιμούνται πρακτικά ζητήματα αλλά λέμε πως μια θαρραλέα και ικανή αντί-μνημονιακή μεταβατική πολιτική διακυβέρνηση θα μπορούσε ταυτόχρονα με μια σοβαρή ευρωπαϊκή και ευρύτερη διαπραγμάτευση να μεριμνήσει να μηδενίσει το πρωτογενές έλλειμμα για να γίνει μια διεκδικητική διαπραγμάτευση πιο αξιόπιστη.
Όπως σημειώσαμε πιο πάνω, δεν υπάρχει τίμημα για την ελευθερία μας και τη δημοκρατία μας. Οι εχέφρονες και ορθολογιστές Έλληνες που είναι η συντριπτική πλειοψηφία θα συμπράξουν στην άμεση λήψη μέτρων. Στο πεδίο αυτό και τηρουμένων κόκκινων γραμμών που αφορούν την κοινωνική συνοχή και τα θεμελιώδη της κοινωνικής δικαιοσύνης δεν υπάρχουν ανέφικτοι σκοποί αλλά μόνο δύσκολοι σκοποί.
Το ίδιο ισχύει και για τις επάρατες και εγκληματικές δεσμεύσεις του μνημονίου. Δεν τρέφουμε αυταπάτες για τις νομικές δεσμεύσεις των υπαιτίων της συμφοράς μας. Λόγω αυτού του πολιτικού εγκλήματος, ακριβώς, η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων στέκεται αντί-μνημονιακά. Όμως, κανένα νομικό ζήτημα δεν είναι ανεξάρτητο της πολιτικής.
Βασικά το πρόβλημα είναι πρωτίστως πολιτικό: Μας παγίδεψαν άνομες ή και παράνομες πολιτικές αποφάσεις. Μας έβλαψαν τεχνοκράτες που αυτονομούνται από τον πολιτικό έλεγχο και το κύριο πρόβλημα είναι οι πολιτικές, οικονομικές και θεσμικές δυσλειτουργίες της ΕΕ. Τα μεγάλα ανισοζύγια εντός της ΕΕ, επιπλέον, προκλήθηκαν από πολιτικές παραλήψεις των κρατών μελών και των υπερεθνικών θεσμών. Όσον δε αφορά τους εκβιασμούς, τις τοκογλυφικές αξιώσεις και τα μνημόνια που εφαρμόζουν τέτοιες ανομίες που σκοπό έχουν να αναιρέσουν την Ελληνική ανεξαρτησία και τη δημοκρατία, είναι όλα απόρροια πολιτικών ανωμαλιών και πολιτικών εκτροπών οι οποίες αν δεν αντιμετωπιστούν η ΕΕ δεν επιβιώνει. Το επαχθές ελληνικό μνημόνιο αφορά βαθειά τις πολιτικές συμφωνίες για το τι είναι η ΕΕ, πως πορεύεται και πως επιβιώνει όχι ως ένα αποικιοκρατικό καθεστώς αλλά ως μια «Ευρώπη των πατρίδων».
Πέραν νομικών κριτηρίων τα οποία και δεν μπορούν πολιτικά μιλώντας να επικρέμονται ως Δαμόκλειος σπάθη, οποιεσδήποτε πολιτικά προκληθέντα επαχθείς αποφάσεις μπορούν να αναιρεθούν ακολουθώντας τις κατάλληλες πολιτικές στάσεις. Νέες πολιτικές αποφάσεις ενταγμένες σε μια μεταρρυθμιστική λογική της ΕΕ –που αν δεν έλθει η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα έχει βραχύβιο μέλλον– μπορούν να ανατρέψουν τα άνομα, επαχθή και καταχρηστικά που συμφώνησε η Ελλάδα αλλά και η Πορτογαλία, η Ισπανία και άλλα κράτη μέλη. Η κρίση όπως εξελίχθηκε δεν αποτελεί μόνο Ελληνική αλλά και Ευρωπαϊκή υπόθεση, γεγονός που καλεί για αναθεωρητικές πολιτικές αποφάσεις. Αν το ελλειμματικό δικομματικό πολιτικό προσωπικό γνώριζε την πολιτική δομή, τη φυσιογνωμία και τις ισορροπίες στην ΕΕ, άλλη θα ήταν η διαπραγματευτική μας στάση ως ισότιμο μέλος της ΕΕ και άλλο θα ήταν το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων των δύο τελευταίων χρόνων.
Οι υπαίτιοι λοιπόν πρέπει να φύγουν για να υπάρξει μια ικανή πολιτική διαχείριση από μια μεταβατική εντολοδόχο αντί-μνημονιακή διακυβέρνηση που θα έχει πρωτίστως αυτούς τους αντί-μνημονιακούς στόχους ως κύρια αποστολή. Στη συνέχεια, το ανασυγκροτημένο πολιτικό σύστημα, όπως είπαμε, θα έχει πολλά να κάνει στα πεδία της δραστικής μεταρρύθμισης του κράτους, του εκδημοκρατισμού, του οικονομικού εξορθολογισμού, της ανάπτυξης και, κυρίως, του τερματισμού μιας κατάστασης κατοχής του κράτους από μια παλαιοκομματική Λερναία πελατειακή Ύδρα. Το κράτος πρέπει να είναι εντολοδόχος και υπηρέτης των εντολέων πολιτών και όχι δυνάστης και τελικά καταστροφέας της κοινωνίας.
Τέλος, ένα άλλο μέγα ζήτημα είναι η διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής. Πέραν των αυτονόητων πνευματικών ζητημάτων που σχετίζονται με κριτήρια και παράγοντες που λειτουργούν ως συνεκτικός κοινωνικός ιστός συγκρότησης και συγκράτησης ενός κράτους, υπάρχουν και πιο πρακτικά ζητήματα. Σε ένα κράτος που αντιμετωπίζει ζητήματα ζωής και θανάτου σε μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, η αποχώρηση των υπαιτίων απαιτείται να συνοδευτεί και από αναζήτηση της χρυσής τομής μεταξύ διασφάλισης των ελάχιστων, αναγκαίων και μη εξαιρετέων κριτηρίων κοινωνικής συνοχής και σταθερότητας και μέτρων εξυγίανσης της πολιτείας όπως αυτά που προαναφέραμε. Παρακάμπτοντας ζητήματα πρακτικής εφαρμογής που επαναλαμβάνουμε είναι υπόθεση μιας ικανής εντολοδόχου αντί-μνημονιακής διακυβέρνησης, θα αναφερθώ με συντομία σε κάποιες αρχές και προσανατολισμούς που αφορούν την πλειοψηφία των Ελλήνων.
Κανείς δεν μπορεί να πειράξει τα ελληνικά νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις τους και τα σπίτια τους. Βασικά, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε μια εξαίρεση μέχρι να επανέλθουμε στην ομαλότητα. Για να είναι εφικτή μια τέτοια κοινωνικά και οικονομικά αναγκαία μεταβατική πολιτική οι τράπεζες που απορροφούν τεράστιους σπάνιους κοινωνικούς πόρους είναι υποχρεωμένες να προχωρούν σε διευθετήσεις. Γι’ αυτό οι τράπεζες πρέπει να τεθούν υπό κρατική εποπτεία και ίσως, επειδή άντλησαν γιγαντιαίους σπάνιους κοινωνικούς πόρους, υπό κρατική ιδιοκτησία. Κανενός η επιχείρηση, το σπίτι και η περιουσία δεν πρέπει να εκποιηθεί από τα θηριώδη κοράκια του παρατραπεζικού υπόκοσμου τα οποία, όπως πλέον κανείς αντιλαμβάνεται, εάν παραμείνουμε υπό ξενοκρατικό μνημονιακό καθεστώς, θα αποκτήσει και ξένους μπράβους για να διευκολυνθούν οι δημόσιες και ιδιωτικές εκποιήσεις.
Μια αντί-μνημονιακή συγκυβέρνηση θα διανοίξει νέα πορεία διασώζοντας την ενότητα των Ελλήνων. Δύο υπέρτατες αποστολές κάθε οργανωμένου και βιώσιμου πολιτειακού συστήματος είναι η διασφάλιση της δημόσιας τάξης στο εσωτερικό και η διασφάλιση της εθνικής επικράτειας.
Οι δυνάμεις δημόσιας τάξης –δηλαδή τα δικά μας παιδιά– πρέπει να υπηρετούν τους πολίτες και όχι τους εντολοδόχους της τρόικας (και εμμέσως τα ξένα συμφέροντα και τους θηριώδεις ξένους τεχνοκράτες μπροστά στους οποίους ο παλαιοκομματισμός γονατίζει, προσκυνά και ομνύει πίστη). Οι Έλληνες πολίτες είναι νομοταγείς και ποτέ δεν θα διαταράξουν την τάξη. Μια κοινωνική έκρηξη, όμως, πολλοί μπορούν να την εκμεταλλευτούν. Οι μόνοι που θα μας οδηγήσουν εκεί –και ίσως κάποιοι άφρονες εξ αυτών το επιδιώξουν– είναι τα μέλη του έντρομου παλαιοκομματισμού. Μια εντολοδόχος αντί-μνημονιακή μεταβατική διακυβέρνηση υψηλού πολιτικού κύρους θα μπορούσε να τα διαχειριστεί με τον κατά το δυνατό βέλτιστο τρόπο. Πρέπει να θεωρείται δεδομένο πως ένας τέτοιος σωτήριος αγώνας θα συσπειρώσει την Ελληνική κοινωνία.
Οι μνημονιακές δυνάμεις δεσμευτικά κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ύφεση, ανεργία, φαύλος κύκλος οικονομικής διάλυσης των ελληνικών νοικοκυριών, εκποίηση του δημόσιου και ιδιωτικού πλούτου στους ξένους και κοινοβουλευτική δεσποτεία για να τα επιτύχουν.
Η ψήφος της 6ης Μαίου, επαναλαμβάνουμε, είναι ιστορικής σημασίας: Μπορεί να πυροδοτήσει μια ταχύρρυθμη, ασφαλή, ιστορικά αναγκαία και υπό τις συνθήκες σωτήρια ριζική πολιτική και οικονομική ανασυγκρότηση. Τώρα ή ποτέ.
8. Συμπέρασμα
Από την παραπάνω ανάλυση προκύπτουν τα εξής: Η ψήφος των Ελλήνων στις 6 Μαίου είναι ιστορική. Προσφέρεται η ευκαιρία να δρομολογήσουν την αποχώρηση του σάπιου παλαιοκομματισμού και να προκαλέσουν μια δυναμική ριζοσπαστική ανασύνταξη του πολιτικού μας συστήματος με άξονα την εθνική ανεξαρτησία.
Να δώσουν μια μεταβατική εντολή σε αξιόπιστους αντί-μνημονιακούς εντολοδόχους κύρους για να διαχειριστούν τις διαπραγματεύσεις αναίρεσης των επαχθών και καταχρηστικών όρων του μνημονίου και να διαχειριστούν τον μόχθο των Ελλήνων με τρόπο που θα διαφυλάττει την κοινωνική συνοχή και θα επιτρέπει την άμεση δρομολόγηση της οικονομικής ανάπτυξης.
Να αποδείξουν επίσης στους πολιτικά άθλιους κινδυνολόγους και πολιτικούς τρομοκράτες πως μια ικανή πολιτική διακυβέρνηση καθιστά εφικτή μια μετάβαση όπου δεν θα κοπούν «οι μισθοί, οι συντάξεις και τα φάρμακα». Οι Έλληνες δουλεύουν, παράγουν και θα συνεχίσουν να το κάνουν. Το μόνο που τους εμποδίζει να διαχειριστούν μια επιτυχή μετάβαση προς ένα νέο ελπιδοφόρο μέλλον είναι το ξενοκρατούμενο φαύλο παλαιοκομματικό σύστημα.
Η περίοδος αμέσως μετά τις εκλογές της 6ης Μαίου θα είναι, και εξ αντικειμένου πρέπει να είναι, με τη σύμφωνη απόφαση όλων των αντί-μνημονιακών δυνάμεων, μεταβατική. Πρέπει να αναμένεται, επίσης, όπως τονίστηκε, ότι μια επιτυχής μετάβαση θα στηριχθεί και από πολιτικές δυνάμεις οι οποίες θα απελευθερωθούν από το φαύλο πελατειακό περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι εγκλωβισμένες. Το ζητούμενο είναι μια φορά κίνησης δημοκρατική με ενεργή και άμεση συμμετοχή των εντολέων πολιτών σε όλο το φάσμα των πολιτειακών αποφάσεων. Θα είναι θέμα μηνών για να ωριμάσουν οι συνθήκες για νέες εκλογές που θα σταθεροποιήσουν πλήρως ένα νέο πολιτικό σύστημα και που θα οδηγήσουν σε μια νέα ελπιδοφόρα πορεία απαλλαγμένη από το ασήκωτο άχθος του φαύλου παρελθόντος.
Μετά τα παθήματα που έγιναν σκληρά μαθήματα, υποθέτω ότι οι περισσότεροι Έλληνες συμφωνούν πως θα πρέπει πάση θυσία να εκλείψει το φαύλο πελατειακό κράτος και ότι μόνο έτσι μπορεί να προκύψει ένα νέο υγιές πολιτικό περιβάλλον που θα τους επιτρέψει να είναι εντολείς πολίτες και κύριοι της τύχης τους. Τα πιο πάνω θα επιτευχθούν μόνο αν υπερψηφιστεί το αντί-μνημονιακό πρόγραμμα που θα οδηγήσει σε μια δυναμική και ριζοσπαστική πολιτική ανασύνταξη άνευ προηγουμένου στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας.
Γνώμονας και άξονας της νέας πολιτικής και όλων των πολιτικών ρευμάτων –σκόπιμα μέχρι τώρα δεν ανέφερα τη λέξη «κόμματα»– δεν μπορεί παρά να είναι η εθνική ανεξαρτησία, δηλαδή η θεμελιώδης, υπέρτατη και έσχατη κοσμοθεωρία κάθε κοινωνίας κάθε εποχής. Η εθνική ανεξαρτησία θα είναι πλέον ο άξονας της πολιτικής μας διαπραγμάτευσης στην Ευρώπη και ευρύτερα, ο γνώμονας της πολιτικής εθνικής ασφάλειας, η παραδοχή που θα καταστήσει σεβαστό τον μόχθο των Ελλήνων και ο πνευματικός ιστός που θα διασφαλίζει αδιατάραχτη κοινωνική συνοχή προικισμένη με μια συντελεστική κοινωνική δικαιοσύνη.
Εθνική Ανεξαρτησία νοούμενη ως η Ελευθερία της κοινωνίας και Δημοκρατία νοούμενη ως αγώνας για ολοένα μεγαλύτερη πολιτική ελευθερία. Αυτός είναι ο προσανατολισμός διεξόδου.
Συνοδευτική επιστολή 24/4/2012
Η ΨΗΦΟΣ ΤΗΣ 6ης ΜΑΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ: ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΙΡΗΝΙΚΗ «ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ»
Παναγιώτης Ήφαιστος www.ifestosedu.gr
«Είναι απίστευτο –θα έλεγα αδιανόητο– μέχρι που μπορούν να φτάσουν οι έλληνες πολιτικοί για να διατηρήσουν το κόμμα τους στην εξουσία έστω και μια εβδομάδα παραπάνω: Μπορούν να θυσιάσουν την πατρίδα τους…». Τζόρτζ Χόρτον, Γενικός Πρόξενος των ΗΠΑ στη Σμύρνη το 1922
Η παρέμβαση που επισυνάπτεται υποστηρίζει ότι αν πλειοψηφήσουν οι αντί-μνημονιακές δυνάμεις στις 6 Μαίου, αντιστρέφεται η θανατηφόρα τροχιά που προκάλεσε ο απερχόμενος σάπιος παλαιοκομματισμός. Για πρώτη φορά μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 οι Έλληνες πολίτες θα γίνουν κυρίαρχοι του νεοελληνικού κράτους.
Οι ναυαγοί του παλαιοκομματισμού έντρομοι με περισσή απερισκεψία και ανευθυνότητα καλλιεργούν την ψευδαίσθηση ότι θα μακροημερεύσουν στην εξουσία υφαρπάζοντας την ψήφο των Ελλήνων με πολιτική τρομοκρατία και δημιουργώντας επίπλαστες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες. Αναπόδραστα όμως το θανατηφόρο μνημόνιό τους οδηγεί σε κοινωνική έκρηξη, άτακτη πτώχευση και μια «κοινοβουλευτική δικτατορία». Οι παλαιοκομματικοί λένε, ουσιαστικά, τα εξής: Θα συνεχίσουμε να δανειζόμαστε για να πληρώνουμε τους τοκογλύφους και θα συνεχίσουμε να βυθιζόμαστε στην ύφεση αλλά θα επιβιώσουμε με μισθούς Σομαλίας, κάτι που εξυπηρετεί όσους θα ωφελούνται από την εκποίηση της Ελλάδας. Επίσης κάποιοι εγχώριοι, ξανά πελατειακά λειτουργώντας, θα έχουν τη δυνατότητα να γίνουν μεταπράτες των ξένων που θα εξαγοράζουν μαζικά τον δημόσιο και ιδιωτικό πλούτο.
Η μόνη διέξοδος από αυτή τη θανατηφόρα τροχιά του παλαιοκομματισμού που εκμηδενίζει του Έλληνες και το κράτος τους είναι μια πανίσχυρη αντί-μνημονιακή πλειοψηφία. Μια τέτοια πλειοψηφία θα δημιουργήσει δυναμική ανασυγκρότησης του πολιτικού μας συστήματος εκ βάθρων. Σε αυτό θα συμβάλουν και όσοι είναι τώρα εγκλωβισμένοι και θα απελευθερωθούν από τον απερχόμενο παλαιοκομματισμό.
Παλαιά και νέα ρεύματα της αντί-μνημονιακής πλειοψηφίας θα κάνουν υπέρβαση. Σκοπός τους δεν είναι να καθίσουν πάνω σε εξουσιαστικούς θώκους αλλά να σώσουν τη χώρα. Θα ορίσουν μια μεταβατική και πολιτικά πανίσχυρη εντολοδόχο διακυβέρνηση εθνικής σωτηρίας με τρεις βασικά μεγάλες αποστολές τις οποίες θα εκπληρώσει σε μερικούς μήνες μέχρι και τις νέες εκλογές.
Πρώτον, διαχείριση των σχέσεων με τους τρίτους και κυρίως την ΕΕ. Δεύτερον, διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ευνομίας και της ευταξίας. Τρίτον, δρομολόγηση μιας Συντακτικής Συνέλευσης για αναθεώρηση του Συντάγματος. Θα έχουμε έτσι συντεταγμένη διαχείριση μιας πολιτικής μετάβασης στην ομαλότητα και σε έναν νέο βιώσιμο προσανατολισμό με γνώμονα τη Δημοκρατία και την Εθνική Ανεξαρτησία. Οι νέες εκλογές που φυσιολογικό είναι να γίνουν σε λίγους μήνες, θα αποτυπώσουν το νέο και ανασυγκροτημένο πολιτειακό και πολιτικό σύστημα.
Όσον αφορά το αποικιακό μνημόνιο το δημιούργησε μια «κακή πολιτική». Μια «καλή πολιτική» σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο θα το αναιρέσει. Οι νόμοι ορίζονται από την πολιτική και μπορούν να αλλάζουν από νέες καλύτερες πολιτικές. Τα υπόλοιπα είναι ελεεινή κινδυνολογία ανίκανων ή κακόπιστων που κατάντησαν να θέλουν να γίνουν εγχώριοι αντιπρόσωποι μετατροπής μας σε αποικία, κατάσταση που εκμηδενίζει την Ελληνική κοινωνία και οδηγεί στην εκποίηση των πάντων.
Η ΨΗΦΟΣ ΤΗΣ 6ης ΜΑΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ: ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΙΡΗΝΙΚΗ «ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ»
http://www.ifestosedu.gr/112ekloges12.htm
Θέματα που αναλύονται:
1. Ο πολιτικός θάνατος του δικομματισμού και η διαχείριση της μετάβασης
2. Η εντολοδόχος αντι-μνημονιακή μεταβατική διακυβέρνηση εθνικής σωτηρίας / Συντακτική Συνέλευση.
3. Οι ναυαγοί του παρωχημένου παλαιοκομματισμού κινδυνολογούν ανεύθυνα. 3. Ασφαλής σωτήρια μετάβαση – ριζική πολιτική ανασυγκρότηση
4. Οι ναυαγοί του παρωχημένου παλαιοκομματισμού κινδυνολογούν ανεύθυνα
5. Οι Έλληνες δεν θέλουν δώρα μόνο διαγραφή των επαχθών και καταχρηστικών βαρών
6. Η ψήφος της 6ης Μαίου ως μέσο απελευθέρωσης και νέας αφετηρίας
7. «Πρακτικά» ζητήματα. Δημόσιες δαπάνες, κοινωνική συνοχή/δικαιοσύνη, ιδιοκτησία νοικοκυριών και σταθερή μετάβαση
8. Συμπεράσματα
Παναγιώτης Ήφαιστος
24/4/2012
-------------------
4.4.2012. Η ΨΗΦΟΣ ΤΗΣ 6ης ΜΑΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΙΡΗΝΙΚΗ «ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ» (2)
Παναγιώτης Ήφαιστος www.ifestosedu.gr
Η ανελέητη προπαγάνδα του παλαιοκομματισμού και των οργάνων του έχει κατακλύσει τα κεντρικά Μέσα «Ενημέρωσης» αποσκοπώντας να χειραγωγήσει την κοινή γνώμη.
Επικοινωνιακά αλλά και ουσιαστικά, η απάντηση κατά των επιχειρημάτων όσων έδεσαν την Ελλάδα χειροπόδαρα αναιρώντας την εθνική ανεξαρτησία, είναι η εξής: Οι αντί-μνημονιακοί αυτό που επιδιώκουν στην παρούσα φάση δεν είναι η απόκτηση εξουσιαστικών θώκων αλλά η μεταβατική διακυβέρνηση της Ελλάδας με άξονα συγκεκριμένους σκοπούς.
Η θεμιτή αντιπαράθεση μεταξύ των αντί-μνημονιακών δυνάμεων δεν αναιρεί το γεγονός ότι όλοι, για το συμφέρον της πατρίδας αλλά και το δικό τους, θα επιθυμούσαν μια σωτήρια μετάβαση κατά την διάρκεια της οποίας θα ανασυγκροτηθεί το πολιτικό σύστημα. Αφού φύγουν οι δράστες της συμφοράς και αφού όσοι βρίσκονται εγκλωβισμένοι μέσα στα δύο πρώην μεγάλα κόμματα απεγκλωβιστούν και συμβάλουν στην πολιτική ανασύνταξη, το νέο πολιτικό σύστημα θα αποτυπωθεί και επικυρωθεί με νέες εκλογές.
Οι μνημονιακές δυνάμεις είναι παγιδευμένες στις επικοινωνιακές παλαιοκομματικές προπαγανδιστικές τεχνικές που προβάλλονται μαζικά επικαλούμενοι την ανομοιότητα του αντί-μνημονιακού μετώπου. Ασκούν πολιτική τρομοκρατία πως θα υπάρξει, δήθεν, ακυβερνησία. Έτσι, υποτιμούν τους Έλληνες, καθυβρίζουν την υπευθυνότητα των μελών της κοινωνίας και συκοφαντούν πολιτική ικανότητα των υπόλοιπων πολιτικών δυνάμεων ως ακατάλληλων δήθεν να συμμετέχουν σε μια μεταβατική διακυβέρνηση.
Οι συγκλίσεις γύρω από μια μεταβατική πολιτική διακυβέρνηση θα τις καθορίσει η πολιτική δυναμική. Ας εμπιστευτούμε το ένστικτο επιβίωσης της Ελληνικής κοινωνίας. H κινδυνολογία περί ακυβερνησίας και χάους αποτελεί αήθη γκαιμπελισμό.
Κατά την διάρκεια αυτής της μετάβασης η διακυβέρνηση θα εδράζεται όχι σε ιδεολογική ταύτιση αλλά σε συγκεκριμένους σκοπούς που απορρέουν από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην οποία βρίσκεται η χώρα σήμερα.
Συγκεκριμένα, η σύγκλιση των αντί-μνημονιακών δυνάμεων είναι μονόδρομος για όλους στην εξής βάση:
· Διαχείριση των πρωτογενών ελλειμμάτων,
· Διαχείριση των διαπραγματεύσεων με την Ευρώπη
· Διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής
· Συντακτική Συνέλευση για αναθεώρηση του Συντάγματος.
Η θέση για μεταβατική διακυβέρνηση «ειδικού σκοπού» συγκροτεί μια, υπό τις περιστάσεις, αξιόπιστη πρόταση: Δημιουργεί, αφενός τις προϋποθέσεις για μια σωτήρια μετάβαση και αφετέρου τις προϋποθέσεις για μια πολιτική δυναμική που θα προκαλέσει πολιτική ανανέωση. Το ανασυγκροτημένο και ανανεωμένο πολιτικό σύστημα θα επιτρέψει μια διαφορετική πορεία από αυτή που χάραξαν στο μνημόνιο.
Ακόμη και αν δει κανείς τα ζητήματα αυτά με κομματικούς όρους, αυτό που συμφέρει την Ελλάδα και τους αντί-μνημονιακούς ως πολιτικές δυνάμεις, είναι μια σωτήρια μετάβαση μερικών μηνών. Λόγω ήττας του παλαιοκομματισμού το ανασυγκροτημένο πολιτικό σύστημα κυβερνητικού σχήματος μακρύτερου χρόνου θα αποτυπωθεί μετά τις εκλογές σε μερικούς μήνες.
Αν αυτό δεν επιτευχθεί, αν δηλαδή τρομοκρατημένοι οι Έλληνες υπερψηφίσουν τους δράστες της καταστροφής τους, η Ελλάδα εισέρχεται σε μονόδρομο: Δεσποτική συγκυβέρνηση, πρωτοφανής κοινοβουλευτική δικτατορία, καταστολή της δημοκρατίας, πτώχευση, κοινωνική έκρηξη και χάος που κανένα δεν συμφέρει. Επιπλέον, αν υπάρξουν ευνοϊκές εξελίξεις στην Ευρώπη η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να τις παρακολουθήσει καθότι οι κάτοχοι της εξουσίας θα είναι δεσμευμένοι από τον επαχθή εφαρμοστικό νόμο που οι ίδιοι ψήφισαν και από τις μεταγενέστερες ταπεινωτικές γραπτές διαβεβαιώσεις τους ότι θα υπηρετούν πιστά τους αποικιακούς όρους του μνημονίου.
Η σταθερότητα και η ανοδική φορά θα έλθει όχι μέσα από την αναπαραγωγή του προβλήματος αλλά μέσα από την πολιτική ανασυγκρότηση, την πολιτική ανασύνταξη και την υιοθέτηση σωτήριων διαπραγματευτικών στάσεων.
Το κείμενο είναι συμπληρωματικό της ανάλυσής μου «Η ΨΗΦΟΣ ΤΗΣ 6ης ΜΑΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ: ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΙΡΗΝΙΚΗ «ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ» (πλήρες κείμενο στην διεύθυνση http://www.ifestosedu.gr/112ekloges12.htm ή στο διαδίκτυο με καταχώρηση του τίτλου).
---------------------
6.5.2012. Εκλογική επανάσταση 2012. Επόμενη μέρα: Μια δυναμική πολιτική επιβίωσης
Π. Ήφαιστος www.ifestosedu.gr
Το εκλογικό αποτέλεσμα απέδειξε ότι το ένστικτο επιβίωσης της Ελληνικής κοινωνίας είναι πανίσχυρο: Καταδίκασε τους δράστες της συμφοράς μας και διάνοιξε προοπτικές μιας μεταβατικής αντί-μνημονιακής διακυβέρνησης.
Το ερώτημα τώρα είναι κατά πόσο τα στελέχη του πολιτικού προσωπικού του αντί-μνημονιακού μετώπου –αλλά και όσων είναι εγκλωβισμένα μέσα στις παλαιοκομματικές δομές– θα φανούν αντάξια των προσδοκιών των πολιτών.
Απαιτείται μια σωτήρια μεταβατική διακυβέρνηση. Τα προβλήματα που άφησε πίσω η λαίλαπα του σάπιου παλαιοκομματικού πελατειακού κράτους είναι πολλά. Γι’ αυτό απαιτείται ψυχραιμία, σύνεση, περισυλλογή, συγκρότηση κοινών σκοπών όσον αφορά τα κεντρικά ζητήματα και στρατηγική εκπλήρωσής τους.
Τα χαρακτηριστικά μιας μεταβατικής διακυβέρνησης, εξ αντικειμένου, απαιτείται να είναι τα εξής:
1. Τα αντί-μνημονιακά ρεύματα που πλειοψήφησαν θα πρέπει να απεκδυθούν τις εξουσιαστικές καρέκλες. Σκοπός είναι η σωτηρία της χώρας και όχι η συμβατική εξουσία.
2. Η “εντολοδόχος αντί-μνημονιακή διακυβέρνηση” θα πρέπει να είναι πολιτικά πανίσχυρη. Οι σκοποί που καλείται να εκπληρώσει –όπως ήδη υποστηρίξαμε (http://www.ifestosedu.gr/112ekloges12.htm - «Η ΨΗΦΟΣ ΤΗΣ 6ης ΜΑΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ: ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΙΡΗΝΙΚΗ «ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ»–, εξ αντικειμένου είναι οι εξής:
a. Διαχείριση των πρωτογενών ελλειμμάτων
b. Διαχείριση των διαπραγματεύσεων με την Ευρώπη
c. Διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής
d. Συντακτική Συνέλευση για αναθεώρηση του Συντάγματος.
3. Η μεταβατική διακυβέρνηση απαιτείται να είναι πολιτικά πανίσχυρη, με την έννοια ότι δεν θα είναι τεχνοκρατική όπως η τελευταία. Διακεκριμένες πολιτικές προσωπικότητες υπάρχουν πολλές εδώ και στο εξωτερικό. Η δημοκρατία διασφαλίζεται εάν τα στελέχη αυτής της διακυβέρνησης θα λειτουργήσουν ως εντολοδόχοι των αντί-μνημονιακών ρευμάτων.
4. Τα στελέχη της μεταβατικής διακυβέρνησης, επίσης, θα πρέπει να είναι καλοί διαπραγματευτές και να μπορούν να μιλούν ισότιμα και όχι δουλικά με τους ξένους συνομιλητές τους.
5. Βασικό στοιχείο των διαπραγματεύσεων με τρίτους και ιδιαίτερα την Ευρώπη δεν πρέπει να είναι μόνο η αναθεώρηση ή κατάργηση του μνημονίου και των επαχθών και καταχρηστικών χρεών αλλά και η ριζική μεταρρύθμιση της ΕΕ. Οι προϋποθέσεις υπάρχουν και διαθέτουμε αναλυτές με επαρκείς δεξιότητες για να συγκροτήσουν τα επιχειρήματα.
6. Οι καταστροφές που επέφερε το απερχόμενο παλαιοκομματικό σύστημα είναι μεγάλες. Γι’ αυτό καμιά βιαστική κίνηση δεν πρέπει να γίνει. Θα πρέπει να διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας και να προσερχόμαστε στις συνομιλίες με τους ξένους με συγκροτημένες θέσεις. Η επιτυχία απαιτεί την στήριξη των μελών της Ελληνικής κοινωνίας.
7. Στελέχη των δύο πρώην μεγάλων κομμάτων τα οποία αν και αντι-μνημονιακά είχαν ενδεχομένως εγκλωβιστεί, μπορούν να συμβάλουν σε μια σωτήρια μετάβαση αλλά και στην ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος.
8. Η χώρα δεν κινδυνεύει εάν παραμείνουμε ενωμένοι, εάν έχουμε ρεαλιστικούς σκοπούς και εάν εφαρμόσουμε μια επιδέξια στρατηγική εκπλήρωσής της.
9. Το μήνυμα των πολιτών δεν ήταν μόνο αντί-μνημονιακό. Ήταν επίσης και μια απόρριψη της πολιτικής τρομοκρατίας και μια συλλογική δήλωση ότι είμαστε έτοιμοι να υποστούμε ακόμη και περισσότερες θυσίες εάν οι ασκούντες την διακυβέρνηση υπερασπίζονται την δημοκρατία μας, την εθνική μας ανεξαρτησία, τις περιουσίες των πολιτών, τις επιχειρήσεις τους και την δημόσια τάξη. Για την επίτευξη των οικονομικών σκοπών και για την διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής είναι αυτονόητο ότι απαιτείται να κρατικοποιηθούν οι τράπεζες (οι οποίες ήδη άντλησαν γιγαντιαίους σπάνιους δημόσιους πόρους).
10. Η ανασυγκρότηση και ανασύνταξη του πολιτικού σκηνικού είναι βεβαία. Βασικά, το παλιό θα πρέπει να καταλυθεί. Όσα στελέχη είναι πολιτικά αδιάφθορα μπορούν να συμβάλουν στην ανασυγκρότηση του πολιτικού μας συστήματος με νέους σχηματισμούς και νέα ρεύματα που θα έχουν ως κοινό άξονα την δημοκρατία, την πολιτική ελευθερία και την εθνική ανεξαρτησία. Το νέο πολιτικό σύστημα θα πρέπει να αποτυπωθεί με νέες εκλογές σε λίγους μήνες.
------------------------
Παναγιώτης Ήφαιστος www.ifestosedu.gr
Μια ακόμη αναγκαία και μη εξαιρετέα παρέμβαση που όπως και οι προηγούμενες αναρτώνται στη διεύθυνση http://www.ifestosedu.gr/112ekloges12.htm. Αφορά κάτι το οποίο δεν συμβαίνει συχνά στις διεθνείς σχέσεις: Οι αντιπρόσωποι μιας ελεύθερης κοινωνίας συνομολόγησαν ένα μνημόνιο που βασικά ακυρώνει την εθνική ανεξαρτησία και πάγιες δημοκρατικές αρχές. Απλή ανάγνωση του «εφαρμοστικού νόμου» (http://www.epikaira.gr/content/files/Efarmostikos_nomos_sxolia1.pdf) το καθιστά ολοφάνερο. Πριν και μετά τον εφαρμοστικό νόμο ακούσαμε πολλά ψέματα, απειλές, εκβιασμούς, προπαγάνδες, απλουστεύσεις και σκόπιμες ηχηρές αποσιωπήσεις.
Στο επίκεντρο βρισκόταν η θέση της Ελλάδας στην ΕΕ, οι διαπραγματευτικές δυνατότητές μας και οι δήθεν κίνδυνοι να εκδιωχθούμε κακήν κακώς. Επειδή επί τάπητος τίθενται ζητήματα εθνικής επιβίωσης απαιτείται να τονιστούν πασίδηλα ζητήματα που υποδηλώνουν μια κραυγαλέα πολιτική ανημποριά των πάλαι ποτέ πολιτικών ελεφάντων. Αυτών των μορφικά πανομοιότυπων ελεφάντων οι οποίοι σε πρώτη φάση μετέτρεψαν την Ελλάδα σε τρύπιο Τιτανικό, σε δεύτερη συμμάχησαν με διεθνικούς χρηματοοικονομικούς δρώντες και τεχνοκράτες, σε τρίτη υπέγραψαν θανατηφόρα μνημόνια ύφεσης, δανεισμού, τοκογλυφίας και στο τέλος κατάφεραν κατά της Ελληνικής κοινωνίας ένα θανατηφόρο κτύπημα με το να υπογράψουν το δεύτερο μνημόνιο. Οι πολιτικές μεταστροφές και η τελική σύμπραξη της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης κατέδειξε την ηγετική εμβέλεια συμπαθών, κατά τα άλλα, προσώπων.
Εδώ λοιπόν θα σταθούμε σε ένα κεντρικό ζήτημα: Τις δυνατότητες διαπραγμάτευσης στην ΕΕ, οι οποίες τους μήνες και τα χρόνια που έρχονται είναι ίσως το κρισιμότερο ζήτημα. Δεν θα εξαντλήσουμε αυτό το θέμα για το οποίο υπάρχουν, εξάλλου, χιλιάδες δημοσιευμένες σελίδες δικές μου και άλλων. Αναλύσεις που αφορούν τη δομή, τις λειτουργίες, τα ελλείμματα και τις αστάθειες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Μερικά σημεία, όμως, ιδωμένα υπό το πρίσμα της Ελληνικής κρίσης, ίσως φωτίσουν καλύτερα τον συντρέχοντα διάλογο για την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ και τις απειλές εκδίωξής της ακόμη και από την ΕΕ.
Κατά πρώτον, κανείς μπορεί εύκολα να αναζητήσει αναρίθμητες έντρομες δηλώσεις ευρωπαίων πολιτικών και τεχνοκρατών όταν εξηγούσαν πως αν η Ελλάδα αφεθεί να πτωχεύσει θα κατέρρεε το ευρώ και η ΕΕ. Αυτό ήταν και συνεχίζει να είναι, θεμιτά και νομιμοποιημένα, το ισχυρότερο διαπραγματευτικό μας χαρτί. Πως όμως να λειτουργήσουμε με διαπραγματευτικό ορθολογισμό όταν επί δεκαετίες πολιτικοστοχαστικά οι Έλληνες διαποτίζονταν με αβάστακτα λανθασμένες αναλύσεις για την φυσιογνωμία της ΕΕ.
Αναρίθμητες αναλύσεις αναδείκνυαν κραυγαλέα άγνοια της φυσιογνωμίας της ΕΕ, αναπαρήγαγαν ιδεολογήματα, αναμασούσαν νομικίστικες θέσεις και ανυπόστατα θεωρήματα και αποκάλυπταν απύθμενη άγνοια των δομών και των λειτουργιών της ΕΕ. Αυτές οι αναλύσεις εισέρευσαν και επηρέασαν αρνητικά την πολιτική σκέψη και τις πολιτικές αποφάσεις.
Ούτε λίγο ούτε πολύ αναρίθμητοι περιέγραφαν την ύπαρξη μιας ΕΕ που ήταν μια κοσμοπολίτικη και χαρούμενη παιδική χαρά. Άλλες αναλύσεις που συχνά και αντιφατικά εκπορεύονταν από τις ίδιες πέννες απειλούσαν με εκδίωξή μας ή αυστηρή τιμωρία μας αν δεν υπακούαμε τα τεχνοκρατικά κελεύσματα. Νεφελωδώς και αβάσιμα επικαλούνταν κάποιον υπερεθνικό μπαμπούλα έτοιμο να τιμωρήσει τους απείθαρχους και άτακτους Έλληνες.
Οι τεχνοκράτες στην ΕΕ, όντως, έχουν δύναμη. Πλην και τα νήπια ξέρουν ότι αυτό είναι και το πρόβλημα που τα μέλη με τον έναν ή άλλο τρόπο διαρκώς προσπαθούν να αντιμετωπίσουν. Σε αυτό εξάλλου συνίσταται το δημοκρατικό έλλειμμα. Σε αυτό το πεδίο ένα μικρό κράτος-μέλος καταμαρτυρούμενα διαθέτει πρόσφορο έδαφος άσκησης πολιτικής. Εάν κανείς έχει στοιχειώδη γνώση των δομών και λειτουργιών της ΕΕ, εάν συγκροτεί ορθολογικές πολιτικές και οικονομικές προτάσεις σε όλα τα επίπεδα διαπραγματεύσεων και εάν απορρίπτει τις καταχρηστικές τεχνοκρατικές στάσεις μπορεί να κερδίζει μάχες και τα συμφέροντά του να εκπληρώνονται.
Αυτό καταμαρτυρεί η κοινοτική πρακτική πολλών δεκαετιών. Το κοινοτικό πολιτικό πεδίο είναι τεράστιο, πολλών ιεραρχημένων στρωμάτων και επιπέδων και πολλών αποφάσεων που άλλοτε είναι ρευστές και υπό διαμόρφωση και άλλοτε μόλις στα σπάργανά τους και εκκολαπτόμενες.
Αντί λοιπόν υποτακτικά οι αντιπρόσωποι ενός κράτους να υπογράφουν ό,τι τους δώσουν οι τεχνοκράτες ή τουλάχιστον πριν το κάνουν επιβάλλεται να εξαντλούν όλα τα διαπραγματευτικά τους όπλα σε πολιτικό επίπεδο. Αν και προσωπικά παγερά αδιάφορος με αυτό που ονομάζεται κομματική ζωή, μπορώ εν τούτοις να πω μετά βεβαιότητας ότι πριν τη συγκυβέρνηση του δευτέρου μνημονίου ο κυρίαρχος πολιτικός λόγος πρόδιδε γνώσεις επιπέδου πρωτοετούς φοιτητή πανεπιστημιακού τμήματος ευρωπαϊκών σπουδών. Το ίδιο ισχύει όταν η μείζονα αντιπολίτευση συμπορεύτηκε υπογράφοντας το δεύτερο μνημόνιο. Είναι φανερό σε ποιούς απευθυνόταν το «διάγγελμα του δεκαεξάχρονου» (http://www.ifestosedu.gr/110dekaexaxronos.htm) όταν σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια επιχειρήθηκε να πείσει ότι υπάρχει μεγάλο περιθώριο διαπραγματεύσεων. Μεγάλο πεδίο πολιτικής δράσης που έπρεπε να εξαντληθεί πριν η αντιπολίτευση υποκύψει στις πολιτικές ύφεσης που η ίδια στηλίτευε.
Η λογική της τότε συγκυρίας καλούσε για εκλογές άμεσα και αμέσως μετά ο νέος πρωθυπουργός να σήκωνε τη σημαία του ευρωπαϊκού πολιτικοοικονομικού ορθολογισμού. Τη σημαία της ευρωπαϊκής διακρατικής δημοκρατίας, της ορθολογικής οικονομικής διακυβέρνησης και της αντιμετώπισης των διεθνικών χρηματοοικονομικών θηρίων.
Για να γίνει αυτό όμως, απαιτούσε συγκρότηση πολιτικής στρατηγικής και αξιόπιστο ευρωπαϊκό πολιτικοστοχαστικό λόγο. Αν μια πολιτική ηγεσία δεν διαθέτει τέτοιο λόγο, είναι κατιτί που δεν κρύβεται. Την αλήθεια λέμε αν υποστηρίξουμε πως ο δικομματισμός που κυβερνούσε τις δύο τελευταίες δεκαετίες στερείτο ενός τέτοιου λόγου.
Μετά την υπογραφή του δεύτερου μνημονίου όλοι μαζί ως χορωδία προπαγανδιστών επιδόθηκαν στην πολιτική τρομοκρατία και κινδυνολογία περί μη πληρωμής «μισθών και συντάξεων». Ως και το Ελληνικό κράτος να μην υπήρχε, ως και οι Έλληνες να μην συνέχιζαν να δουλεύουν και να παράγουν, ως και το κράτος να μην είχε έσοδα και ως και να ήταν τόσο εύκολο ένα μέλος της ΕΕ να αφεθεί να καταρρεύσει.
Επιδεικνύοντας ολιγωρία έσπευσαν να υπογράψουν ό,τι τους επέβαλλαν οι τεχνοκράτες. Δεν αξίωσαν μια αναζήτηση των αιτίων σε πανευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο και δεν αξίωσαν άμεση απαλλαγή από επαχθή και καταχρηστικά χρέη που δημιουργήθηκαν τα δύο τελευταία χρόνια. Ακολούθησαν τον εύκολο δρόμο της απάθειας, της υποταγής και της υποτέλειας. Ουσιαστικά, καμιά διαπραγμάτευση.
Οι μεταστροφές πολλών ικανών ανθρώπων στον περίγυρο αυτού του συστήματος κατέδειξε ότι από τους ανθρώπους κανείς μπορεί να περιμένει οτιδήποτε. Δεν το λέω αφοριστικά. «Ανθρώπινα όλα αυτά», θα έλεγε ο Κονδύλης. Αναμενόμενα, θα έλεγα εγώ, όταν η πολιτική έχει ροκανιστεί: Όταν πολιτικοστοχαστικά αποδυναμωθήκαμε, όταν κυριάρχησαν αναρριχητικές νοοτροπίες, όταν οι πελατειακές δομές οργίασαν και όταν η πολιτική μετατράπηκε σε ένα καλάθι σάπιων μήλων μέσα στο οποίο όσα νέα μήλα έμπαιναν σάπιζαν.
Παρενθετικά μια μόνο λέξη για το ζήτημα της κοινωνικής συνοχής. Η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων τον περασμένο Ιανουάριο και Φεβρουάριο θα δεχόταν βασικά οποιοδήποτε μέτρο θα διασφάλιζε τη δημοκρατία τους, την εθνική τους ανεξαρτησία και την πολιτική τους ελευθερία. Μέτρα που θα συνοδεύονταν όπως είναι φυσικό από διασφάλιση του ελάχιστου της διαβίωσης των πολιτών, εγγυήσεις πως κανείς δεν θα ενοχλήσει τις χειμαζόμενες επιχειρήσεις και πως κανείς δεν θα θίξει τα ελληνικά νοικοκυριά. Όλοι αυτοί πριν τα λάθη των πολιτικών του δικομματισμού, ζούσαν φυσιολογικά, δούλευαν, παρήγαγαν, επένδυαν και ήλπιζαν σε ένα καλύτερο μέλλον. Ένας κοινωνικοπολιτικά αξιόπιστος λόγος, λοιπόν, λογικό είναι ότι θα είχε μεγάλη απήχηση. Το αντίθετο συνέβηκε: Γεννήθηκε ένα νέο πολιτικό σπορ, η κινδυνολογία και η πολιτική τρομοκρατία. Στρατιές κινδυνολόγων δικαιολογούσαν την έντρομη υποταγή στους ανεξέλεγκτους τεχνοκράτες.
Για να επανέλθουμε στην ΕΕ, η πολιτική συμπεριφορά όλων των παρατάξεων εξουσίας μετά το 2009 καταμαρτύρησε την πολιτική και στοχαστική ανημποριά της συντριπτικής πλειονότητας του πολιτικού της προσωπικού. Ακόμη και από άτομα που δεν θα το ανέμενε κανείς, καθότι, τυπολογικά μιλώντας έπρεπε να διαθέτουν στοιχειώδη τουλάχιστον γνώση.
Έπρεπε να γνωρίζουν ότι η δομή, η φυσιογνωμία, οι πολιτικές λειτουργίες και οι θεσμικές δομές επιτρέπουν σε ένα μικρό κράτος-μέλος της ΕΕ να επιτύχει το μέγιστο των σκοπών του. Βασικά, σε κανέναν άλλο διεθνή πολιτικό χώρο δεν υπήρξε ποτέ μια τέτοια κατάσταση όπου για έναν αριθμό σημαντικών λόγων τα λιγότερο ισχυρά κράτη έχουν πολλές ευκαιρίες να λειτουργούν ισότιμα με τα μεγαλύτερα.
Ανά πάσα στιγμή τους προσφέρεται η δυνατότητα να αναπτύξουν πολιτική και διπλωματική δραστηριότητα τα όρια της οποίας είναι μόνο ο ουρανός. Το πεδίο πολιτικής δράσης είναι απέραντο: Χιλιάδες θεσμοί, συζητήσεις, αποφάσεις, συμπλεκόμενες πολιτικοστρατηγικές σκοπιμότητες, ρευστές εισροές εθνικών συμφερόντων και εθνικών θέσεων που συναρτώνται με την εσωτερική πολιτική κάθε κράτους-μέλους και αναρίθμητες ομάδες πίεσης (Για μια συναφή ανάλυση συναρτημένη με το «Γερμανικό Ζήτημα» και αναρτημένη στο διαδίκτυο βλ. http://www.ifestosedu.gr/111GermanikoEE.htm).
Στο πεδίο της ΕΕ οι δυνατότητες πολιτικής δράσης για να εξυπηρετηθούν τα εθνικά συμφέροντα ενός κράτους είναι πρακτικά ανεξάντλητες. Δεν είναι ένας χώρος αλτρουισμού και χαριτολογιών. Είναι ένας χώρος σκληρών διαπραγματεύσεων. Αν συμμετέχεις είτε εισέρχεσαι μέσα σε αυτή την αρένα ή απέχεις και χάνεις.
Μόνο ανήμποροι πολιτικοί ηγέτες κρατών-μελών σπεύδουν απνευστί να υποκύψουν σε εντολοδόχους γραφειοκρατικές λογικές προσερχόμενοι στη συνέχεια στη χώρα τους ως πολιτικοί τρομοκράτες επιβολής ανορθολογικών οικονομικών αποφάσεων. Από εντολείς των τεχνοκρατών γίνονται έτσι εντολοδόχοι των τεχνοκρατών ή πιο δραστήριων κρατών που επιβάλλουν τα συμφέροντά τους.
Μια εύλογη θέση είναι ότι ποτέ και κανείς δεν μπορεί να επιβάλει σε ένα κράτος μιας επαχθή πολιτική ή οικονομική απόφαση, αν οι αντιπρόσωποί του λειτουργούν αποτελεσματικά στην ΕΕ. Αυτό όμως απαιτεί γνώση της ευρωπαϊκής πολιτικής, θάρρος, ικανότητα ανάληψης πρωτοβουλιών και ικανότητα ανάληψης λελογισμένου πολιτικού ρίσκου. Για έναν ακόμη λόγο, το σύστημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι θετικά ευάλωτο στην πολιτική βούληση των μελών του. Ουσιαστικά, όσο αυτό συμβαίνει τόσο περισσότερο αναδεικνύεται ο θετικός ρόλος της ΕΕ στη ζωή των Ευρωπαίων και όσο αυτό δεν συμβαίνει αναδεικνύεται το αντίστροφο.
Όταν ένα κράτος-μέλος εμφανίζεται με σημαία τα εθνικά του συμφέροντα, με συγκροτημένη ευρωπαϊκή στρατηγική πειθούς και με ορθολογιστικές πολιτικές και οικονομικές θέσεις δύσκολα μπορούν να απορριφθούν οι προτάσεις του. Στη χειρότερη περίπτωση δεν θα συνυπολογιστούν πλήρως αλλά δεν θα αγνοηθούν τα ζωτικά συμφέροντα. Η αντίθετη στάση είναι πάντα καταστροφική: Οι τεχνοκράτες παίρνουν το πάνω χέρι, οι ηγεμονικές στάσεις κυριαρχούν, οι διεθνικοί δρώντες οργιάζουν και το παραπαίων κράτος συμβάλλει στη διολίσθηση της ίδιας της ευρωπαϊκής πολιτικής σε ανορθολογικούς προσανατολισμούς.
Υπάρχουν ακόμη αισθητικά και ψυχολογικά κριτήρια και παράγοντες που μια διπλωματία ποτέ δεν παραμελεί. Είτε αυτό οφείλεται σε ρητορεία είτε επειδή πολλοί το πιστεύουν, δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια να μην ακουστεί θετικά μια ορθολογιστική θέση των αντιπροσώπων ενός κράτους. Αυτό ισχύει όλως ιδιαιτέρως όταν πασίδηλα υπονομεύεται οτιδήποτε λέγεται –ενίοτε ρητορικά και υποκριτικά, δεν αντιλέγω, πλην αυτό μετράει πολιτικά, αν κανείς το εκμεταλλευτεί– και πράττεται στην Ευρώπη μετά το 1945. Αν κανείς το γνωρίζει –και εάν είναι «ηγέτης» φροντίζει να διαθέτει ικανούς συμβούλους για να τον ενημερώνουν–, μπορεί να το υπενθυμίζει με σκληρό τρόπο σε όσους εκτρέπονται. Στη φαρέτρα μας διαθέτουμε χιλιάδες τέτοιες δηλώσεις, θέσεις και αποφάσεις που αφορούν την «ευρωπαϊκή ιδέα», τους συχνά διακηρυγμένους «υψηλούς σκοπούς» της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και τη σκοπιμότητα ύπαρξης συγκεκριμένων πολιτικών και οικονομικών προσανατολισμών.
Στο ίδιο πλαίσιο υπάρχουν και τα λάθη και οι παραλείψεις των κοινοτικών αποφάσεων τις οποίες πολλοί αρμόδιοι συχνά ομολογούν. Σε μια διαπραγμάτευση δεν έχεις παρά να τους τα υπενθυμίζεις. Όλοι γνωρίζουν τα φρικτά λάθη της ΟΝΕ μετά το 1992 και αν τους τα υπενθυμίσεις δύσκολα θα το αρνηθούν. Συχνά εξάλλου τα ομολογούν δημόσια και οι ίδιοι. Αν ένας αντιπρόσωπος ενός κράτους διαθέτει στοιχειώδεις διαπραγματευτικές ικανότητες τα επισημαίνει και αρνείται να αποδεχθεί τις αρνητικές συνέπειες που τον πλήττουν (βλ. πιο πάνω παραπομπή σε ανάλυση του «Γερμανικού ζητήματος» και τη δημιουργία της ΟΝΕ).
Για αυτό το ζήτημα, για αυτές τις παραλείψεις και για αυτά τα ολέθρια λάθη διόλου παράδοξα κανείς μπορεί να βρει πολλούς συμμάχους ακόμη και στην ίδια τη Γερμανία. Στη Γερμανία και σε άλλα κράτη διαρκώς συγκροτούνται και ανασυγκροτούνται συγκλίσεις ρευστών και μονιμότερων συμφερόντων, διαρκώς συντελούνται ορατές και αόρατες διαπραγματεύσεις, διαρκώς διασυνδέονται ζητήματα ποικίλων ιεραρχιών και προτεραιοτήτων και διαρκώς αποκρυσταλλώνονται αποφάσεις που βλάπτουν ή ωφελούν ανάλογα με το κατά πόσο είσαι απαθής ή ενεργητικός συντελεστής του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος.
Χαρακτηριστικά τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές και χωρίς να προκρίνω το αποτέλεσμα ακούεται ότι ένας ή περισσότεροι ηγέτες ενδέχεται να αποστείλουν επιστολές σε ευρωπαίους ομολόγους τους επικαλούμενοι την αντί-μνημονιακή λαϊκή ετυμηγορία. Χωρίς να προκρίνεται το αποτέλεσμα –και χωρίς να μπορεί κανείς να δει μια τέτοια κίνηση μεμονωμένα και μη ενταγμένα σε μια συνολική πολιτική στρατηγική– ως προσέγγιση βρίσκεται στον σωστό προσανατολισμό. Ένα κράτος πάντα κερδίζει όταν οι αντιπρόσωποί του επικαλούνται την κοινωνική βούληση, τη λαϊκή ετυμηγορία και τις αρχές πάνω στις οποίες πρέπει να εδράζεται το κοινοτικό σύστημα. Είναι αμέτρητες οι φορές προσαρμογής όλων των υπόλοιπων κρατών όταν επί σημαντικών ζητημάτων η λαϊκή ετυμηγορία σε ένα κράτος-μέλος επιτάσσει το αντίθετο.
Η επιβίωση της ΕΕ συναρτάται, βασικά, με το κατά πόσο θα συνεχίσει να λειτουργεί ως ένα πλουραλιστικό σύστημα ανεξαρτήτων κρατών όπου η κυριότερη ιδιομορφία είναι η ισοτιμία μεταξύ των κρατών-μελών και η υιοθέτηση αποφάσεων που εξυπηρετούν τα εθνικά συμφέροντα των κρατών.
Αν ένα μικρό κράτος πείσει για τον ορθολογισμό, τη δημοκρατική νομιμοποίηση και την πολιτικοοικονομική σκοπιμότητα μιας τέτοιας θέσης δύσκολα μπορεί να μην τύχει ευνοϊκής αντιμετώπισης.
Πιο σημαντικό βέβαια είναι όχι μόνο το καλοπροαίρετο ανέμισμα βάσιμων επιχειρημάτων αλλά και η συγκρότηση συμμαχιών με κράτη ή ομάδες που έχουν τα ίδια συμφέροντα. Στην ΕΕ αυτή είναι μια αδιάλειπτη πρακτική. Η ΕΕ είναι ένα μεγάλο και ιδιόμορφο πεδίο διαρκών συγκλίσεων και «συγκρούσεων» συμφερόντων, διασυνδέσεων συμφερόντων και διατύπωσης ρητορικών και υποκριτικών τοποθετήσεων για να επηρεάσουν τις συμπεριφορές των άλλων. Επειδή για διακρατική πολιτική μιλάμε, λογικά αυτό συμπεριλαμβάνει μπλόφες, εξαπατήσεις, αλλαγή φίλων και εχθρών, εκφοβιστικές δηλώσεις και ενέργειες για αποτροπή λήψεως αποφάσεων και μετατροπής των υπερεθνικών οργάνων σε εξαρτημένες μεταβλητές συγκεκριμένων συμφερόντων. Αναρίθμητοι θεσμικοί και άλλοι παράγοντες περιφέρονται ενώνοντας ή κόβοντας νήματα.
Αν οι αντιπρόσωποι ενός κράτους δεν γνωρίζουν, φοβούνται, δεν αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και ρίσκα και αν απαθώς περιμένουν τους εντολοδόχους τεχνοκράτες να τους πουν τι να αποφασίσουν δεν τους αξίζει να κατέχουν δημόσιες θέσεις ευθύνης. Εν τέλει, σε ένα τόσο διακρατικό, διεθνικό και υπερεθνικό λαβύρινθο πολλών επιπέδων και πολλών στρωμάτων, η δημοκρατία, η ευημερία και η ελευθερία ενός κράτους-μέλους δεν σερβίρεται στο πιάτο αλλά κερδίζεται με αδιάκοπες στάσεις και συμπεριφορές συμβατές με το εθνικό συμφέρον.
Για όσους κόπτονται «για την Ευρώπη» τέτοιες ορθολογιστικές στάσεις συμβάλουν και στη δημιουργία ενός πιο ορθολογιστικού ευρωπαϊκού πολιτικού περιβάλλοντος και το αντίστροφο. Τέτοιες σκέψεις, όμως, είναι δύσκολο να γίνουν αν ένα μυαλό πλημμυρίζει με κοσμοπολίτικες και διεθνιστικές ασυναρτησίες για μια Ευρώπη που ποτέ δεν υπήρξε και που ποτέ δεν θα υπάρξει. Στο πεδίο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μπορεί να υπάρξει μόνο μια «Ευρώπη των πατρίδων». Η ΕΕ μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει και να αναπτύσσεται μόνο εάν εδράζεται πάνω στα εθνικά συμφέροντα και μόνο εάν οι αποφάσεις συνεκτιμούν όλα τα συμφέροντα.
Η ισορροπία συμφερόντων είναι το σημαντικότερο ζήτημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η ανισορροπία οδηγεί σε αστάθεια και εκτροχιασμό. Αυτό βασικά βλέπουμε τώρα ως αποτέλεσμα του άνισου ανταγωνισμού λόγω νομισματικής ένωσης που δεν πρόβλεψε τρόπους αλληλεγγύης, δημοσιονομικές προσαρμογές και διορθωτικά μέτρα που διασφαλίζουν μια ισόρροπη ανάπτυξη.
Τώρα, βέβαια, η πρόσφατη δική μας πολιτική τρομοκρατία για να δικαιολογήσει την πολιτική και διαπραγματευτική ανημποριά κινδυνολογεί περί εκδιώξεων από το ευρώ, εξόδου από την ΕΕ και άλλα κουφά, τρελά και ανήκουστα που μόνο στην Ελλάδα μπορούν να λέγονται. Και όταν εδώ λέγονται λογικό είναι όσοι θέλουν να καθυποτάξουν την Ελληνική κοινωνία να αρχίζουν να απειλούν με το ίδιο νόμισμα (οι ίδιοι τεχνοκράτες ή εκτροχιασμένοι πολιτικοί ηγέτες που μόλις χθες έλεγαν το αντίθετο προειδοποιώντας για τις καταστροφικές συνέπειες μιας Ελληνικής πτώχευσης).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ΕΕ κρέμεται από μια τρίχα. Οι πολιτικοί μας ηγέτες με τις ανορθολογικές στάσεις τους τα δύο τελευταία χρόνια δεν έβλαψαν μόνο τους Έλληνες πολίτες. Συμβάλλουν στο περαιτέρω ροκάνισμα και στη διαφθορά των θεμελίων του εγχειρήματος της ΕΕ. Ας είχαν τουλάχιστον ως υπέρτατο κριτήριο των αποφάσεών τους το συμφέρον των Ελλήνων πολιτών. Τα κατά συνθήκη ψεύδη, οι σπουδαιοφανείς κινδυνολογίες και τα περιττά συνθήματα ευρωπαϊκής πίστης και νομιμοφροσύνης πέραν του ότι βρίσκονται εκτός κλίματος στην Ευρώπη προκαλούν, επιπλέον, σοβαρές ζημιές στα συμφέροντά μας και θέτουν σε κίνδυνο την επιβίωση της Ελληνικής κοινωνίας.
9.5.2012
----------------------------------------
13.5.2012. Σάπιος παλαιοκομματισμός στην Ελλάδα και στην Κύπρο και η εκλογή Προέδρου
Παναγιώτης Ήφαιστος www.ifestosedu.gr
http://www.philenews.com/Digital/ClipForm.aspx?nid=4698472 , http://www.philenews.com/Digital/Default.aspx?d=20120513&pn=1
Οι αναλογίες και αντιστοιχίες Ελλάδας και Κύπρου είναι εκπληκτικές και άκρως ενδιαφέρουσες. Η Ελλάδα με το μνημόνιο προηγήθηκε κατά μερικά βήματα προς την καταστροφή: Αφού επί χρόνια ροκανίστηκε από παρωχημένες παλαιοκομματικές νοοτροπίες στάσεις και αποφάσεις αναιρέθηκε η εθνική της ανεξαρτησία και η δημοκρατία της (είδος, δηλαδή, σχεδίου Αναν). Ο σάπιος ελλαδικός φαυλοκρατικός πελατειακός παλαιοκομματισμός έσυρε το κράτος στην οικονομική, πνευματική και διπλωματική καταστροφή.
Οι εκλογές της 6ης Μαίου έδειξαν ότι οι πολίτες προσπάθησαν να αντιστρέψουν τον κατήφορο συντρίβοντας τον φαύλο δικομματισμό. Εν τούτοις, επειδή όπως αποδείχθηκε, στο παρελθόν οι Ελλάδίτες ήταν απρόσεκτοι. Ναι μεν ανέτρεψαν τον παλαιοκομματισμό πλην λόγω ανοχής ή σύμπραξης με το πελατειακό σύστημα των τελευταίων δεκαετιών υποχρεωτικά εισήλθαν σε μια γκρίζα ζώνη υψηλού ρίσκου: Από την μια πλευρά η επάνοδος στον παλαιοκομματισμό υπόσχεται, βασικά, ότι θα λειτουργεί πλέον ως μεταπράτης των ξένων συμφερόντων του κράτους-αποικία Ελλαδιστάν. Από την άλλη πλευρά, αναγκαστικά θα περάσουν μια Οδύσσεια διαπραγματεύσεων για να διορθώσουν τα σπασμένα, να αποτινάξουν επαχθή χρέη και να ανασυγκροτηθούν κοινωνικοπολιτικά.
Επιπλέον, όλοι γνωρίζουμε τους κινδύνους εθνικής ασφάλειας στα ανατολικά και βόρεια σύνορα. Ας προσέχαμε, λέμε πολλοί εδώ στην Ελλάδα, όταν στο παρελθόν ψηφίζαμε. Δεν είναι χωρίς κόστος το ιδιοτελές βόλεμα, και το πλήθος διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων ιδεολογημάτων που ροκάνισαν κάθε αξίωση ορθολογιστικού πολιτικού λόγου και οικονομικών-διπλωματικών αποφάσεων.
Οι αντιστοιχίες και αναλογίες με την Κύπρο είναι πολλές. Ας αναφέρουμε μερικές. Το 2004 παρά τρίχα η Κύπρος γλίτωσε. Το 2013 θα κριθεί κατά πόσο θα μπει σε ένα αντίστοιχο με την Ελλάδα κατήφορο που οδηγεί σε ένα ανεπίστροφο θανατηφόρο τέλμα ή κατά πόσο οι πολίτες θα αποτινάξουν έγκαιρα τα παλαιοκομματικά σύνδρομα και θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις μιας σωτήριας νέας αφετηρίας.
Επειδή το «κυπριακό ζήτημα» είναι το κεντρικό πολιτικό διακύβευμα –χωρίς βέβαια να υποτιμάται η οικονομία αλλά και ο υποθαλάσσιος πλούτος που εύκολα χάνεται αν η κυπριακή ανεξαρτησία ακυρωθεί ή τεθεί υπό αγγλοτουρκική επικυριαρχία– οι εκλογές του 2013 θα καταδείξουν κατά πόσο οι κύπριοι διαθέτουν συλλογικό ένστικτο επιβίωσης για να ορίσουν μια Προεδρία που δημιουργεί σωτήριες προϋποθέσεις εξόδου από το τέλμα ανορθολογικών προσεγγίσεων που διήρκεσαν τέσσερεις ολόκληρες δεκαετίες. Το ερώτημα που θα πρέπει απαντηθεί είναι: Διαθέτουν οι Κύπριοι συλλογικό ένστικτο επιβίωσης ή το ροκάνισαν και το εκμηδένισαν οι παλαιοκομματικές δομές μέσα στις οποίες ενδεχομένως είναι ακόμη φυλακισμένοι;
Η Κύπρος βέβαια διαθέτει ένα μεγάλο πλεονέκτημα το οποίο θα πρέπει να αξιοποιηθεί δεόντως: Το σύστημα είναι προεδρικό. Ήδη πολλοί στην Ελλάδα μιλούν για Συνταγματικές αλλαγές προς μια τέτοια κατεύθυνση. Στην Κύπρο ο πρόεδρος εκλέγεται ευθέως από τους πολίτες ανεξαρτήτως κομματικών βουλήσεων. Αυτό είναι πιο δημοκρατικό και ο πολίτες ανεξαρτήτως κομματικών ταυτίσεων μπορούν να τον κρίνουν για τις θέσεις του στο κυπριακό και στην οικονομία.
Τα ελαττώματα του παλαιοκομματισμού στην Ελλάδα είναι πανομοιότυπα με αυτά της Κύπρου. Ο πολιτικός ορθολογισμός και η δημοκρατία –νοούμενη ως η δυνατότητα των εντολέων πολιτών να συμμετέχουν στην πολιτική και να ελέγχει άμεσα τις πολιτικές αποφάσεις– εξαφανίζονται μέσα στις δαιδαλώδεις και αδιαφανείς διαδρομές των λαβύρινθων της κομματικής και ατομικής ιδιοτέλειας.
Αντί ο αναγκαίος και μη εξαιρετέος πολιτικός ανορθολογισμός που πρέπει να διέπει τις πολιτικές αποφάσεις να αναδεικνύεται από δημοκρατικές πολιτικές ζυμώσεις που φανερώνουν τα πραγματικά προβλήματα και διλήμματα, σάπιες, παρωχημένες και ανορθολογικές αντιλήψεις, στάσεις και συμπεριφορές δρομολογούν τον όλεθρο.
Εν πολλοίς, βέβαια, η Ελλάδα και η Κύπρος –αλλά όχι μόνο– είναι πολιτικοπνευματικά θύματα μιας ανεπίστροφα παρωχημένης εποχής μέσα στην οποία, όμως, λειτουργεί ακόμη το πολιτικό τους προσωπικό. Αντί οι πολιτικές αποφάσεις να συγκροτούνται αυτοτελώς και με όρους πολιτικού πολιτισμού της δημοκρατίας –του οποίου από κληρονόμοι καταντήσαμε αχθοφόροι– διαφθείρονται από διεθνισμούς, κοσμοπολιτισμούς, παγκοσμιόπληκτες ασυναρτησίες και ανεδαφικές προσδοκίες για κατιτί φανταστικό που δήθεν βρίσκεται εκτός της εθνικής ανεξαρτησίας. Κατιτί που ποτέ δεν υπήρξε και που ποτέ δεν θα υπάρξει. Αντί πολιτικά ζητήματα να κρίνονται αυτοδίκαια στην βάση των προϋποθέσεών τους εισρέουν ασυναρτησίες περί προοδευτικών, αριστερών και δεξιών.
Το πολιτικό προσωπικό που κατά το πλείστον γαλουχήθηκε στα Δυτικά και Ανατολικά ιδεολογικά εκπαιδευτήρια σκέφτεται και λειτουργεί με τους όρους των ιδεολογημάτων και θεωρημάτων του κίβδηλου, άτιμου και άσκοπου Ψυχρού Πολέμου. Τα συνθήματα επισκιάζουν τα επιχειρήματα, τα κολλήματα σε ιδεολογήματα ακυρώνουν ταλέντα και η ιδιωτεία οδηγεί σε βολικές αυτοπαγιδεύσεις που ακυρώνουν εν δυνάμει ισχυρές προσωπικότητες.
Τετριμμένα δήθεν πολιτικά επιχειρήματα, τα οποία αν και ήταν λανθασμένα ακόμη και πριν πολλές δεκαετίες όταν πρωτοειπώθηκαν, συνεχίζουν να εκμηδενίζουν κάθε αξίωση ορθολογιστικών πολιτικών συζητήσεων. Το πολιτικό προσωπικό ακόμη και αν είναι ηληκιακά νέο είναι παλαιοκομματικά μπερδεμένο. Πάσχει από κόπωση, πελατειακά σύνδρομα και βόλεμα σε αμαθείς ή ημιμαθείς διακηρύξεις που επειδή πολλοί τις κράζουν δύσκολα πλέον ελέγχονται. Αντί πολιτικό πολιτισμό συχνά έχουμε οχλοκρατία όπου κυριαρχούν ηλίθια επιχειρήματα. Όμως, όπως λέει ο λαός, «τα ηλίθια επιχειρήματα είναι αήττητα» και γι’ αυτό θανατηφόρα.
Το φαυλοκρατικό πελατειακό παλαιοκομματικό βόλεμα διευκολύνει τα παράσιτα, δημιουργεί αποβλακωτική πολιτική κόπωση, επιτρέπει προσκόλληση στην βλακεία, ακυρώνει τους κοινωνικοπολιτικούς ελέγχους και ροκανίζει τον πολιτειακό ορθολογισμό στα πνευματικά, πολιτικά και οικονομικά πεδία.
Όλα τα πιο πάνω και πολλά άλλα συμπλέκονται με πεπαλαιωμένες κομματικές ταυτίσεις, εμπεδωμένα ιδιοτελή κίνητρα, τραγικά προσωπικά κολλήματα και ψεύτικες προσδοκίες που εκμηδενίζουν την ουσία κτίζοντας ένα επίπλαστο κόσμο ψευδαισθήσεων και ένα φάσμα ιδιωτείας που εξαφανίζει τα κριτήρια εθνικής επιβίωσης και που οδηγεί σε ανεπίστοφες ολέθριες πολιτικές αποφάσεις.
Ναι μεν Ελλάδα και Κύπρος λίγο πολύ πάσχουν από τις ίδιες παθογένειες, αλλά η Κύπρος βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση λόγω Προδρικού συστήματος. Μπορεί από τώρα να δρομολογηθεί μια πολιτική ανασυγκρότηση και πολιτική ανανέωση. Σε πρώτη φάση να εκλεγεί Πρόεδρος ο οποίος θα είναι προσκολλημένος στις δίδυμες υψηλές αρχές της δημοκρατίας και τις ελευθερίας που για όλα τα κράτη και για όλες τις εποχές ενσαρκώνει η υπέρτατη και έσχατη κοσμοθεωρητική παροχή της εθνικής ανεξαρτησίας.
Ο νέος Πρόεδρος να υποσχεθεί φορά κίνησης που δυναμώνει την δημοκρατία, την πολιτική ελευθερία και τον πολιτικό ορθολογισμό. Πρωτίστως, βέβαια, να δεσμευτεί πως καμιά απόφαση –διζωνικές, δικοινοτικές δομές και άλλες παρωχημένες σαχλαμάρες– δεν θα θίξει την Κυπριακή Δημοκρατία που είναι ο φορέας της ελευθερίας των κυπρίων. Προγραμματικά απορρίπτονται όλες οι ιμπεριαλιστικές ιδέες περί εγγυήσεων, απρόκλητο ρόλο ξένων στα εσωτερικά μας που αντιβαίνει στην διεθνή νομιμότητα και που αναπόδραστα οδηγεί στην σύγκρουση.
Η απόφαση για μια ορθολογιστική Προεδρία, επιπλέον, θα δρομολογήσει μια πολιτική ανασυγκρότηση και ανανέωση την οποία λογικά θα θέλουν και όλα τα υγιή στελέχη του λεγόμενου κομματικού χώρου.
Η Κύπρος είναι προνομιούχα: Αντί όπως η Ελλάδα αυτή την στιγμή να εισέλθει σε ένα ναρκοπέδιο ριψοκίνδυνης πολιτικής ανασύνταξης υπό συνθήκες μεγάλης κρίσης, η Κύπρος μπορεί να το επιτύχει ακίνδυνα αν η επιλογή του Προέδρου το 2013 αποτινάξει τον σάπιο παλαιοκομματισμό και δρομολογήσει μια σωτήρια πνευματική, πολιτική, οικονομική και διπλωματική πορεία. Μπορούμε; Αν δεν μπορούμε, απλά θα πάθουμε ότι μας αξίζει.
------------------------------15 ΜΑΪ́ΟΥ 2012, ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ: Σύσταση Πατριωτικού Κοινωνικού Μετώπου
http://infognomonpolitics.blogspot.com/2012/05/blog-post_4371.html
ΚΑΛΕΣΜΑ ΓΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΝΤΙΜΝΗΜΟΝΙΑΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
Σήμερα ο Ιταλός πρωθυπουργός κ. Μόντι είπε: «Εμείς δεν έχουμε παραδώσει την εθνική μας κυριαρχία, όπως έκαναν οι Έλληνες».
Ποιος είχε τάχα συμφέρον να κρύβει αυτή την αλήθεια από τον λαό μας; Γιατί ξαφνικά μετά τις εκλογές έπεσε πάνω από τη χώρα σαν μαύρο νέφος αυτή η συνωμοσία της σιωπής.
Σε δημόσια δήλωσή μου στις 11.V.2012 υπενθύμιζα στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, που το πρώτο του χρέος είναι η υπεράσπιση της εθνικής μας ακεραιότητας, ότι ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους ο ελληνικός λαός καταδίκασε τα «Μνημονιακά» κόμματα είναι ότι παρέδωσαν την εθνική μας κυριαρχία στους ξένους, χωρίς να προηγηθεί στρατιωτική ήττα όπως συνέβη στα 1941, όταν και πάλι ο Λαός και η ιστορία υπήρξαν αμείλικτοι απέναντι στον στρατηγό Τσολάκογλου, τον οποίο θεώρησαν προδότη.
Στην ίδια ανοιχτή επιστολή μου προς τον αξιότιμο Πρόεδρο της Δημοκρατίας τόνιζα ότι «η Ιστορία μάς βλέπει όλους και προ παντός εσάς, τους εκπροσώπους του Λαού και της χώρας και θα είναι αμείλικτη, τόσο απέναντι σ’ αυτούς που καταπάτησαν το ιερότερο αγαθό ενός Λαού όσο και γι’ αυτούς που δεν θα λάβουν υπ’ όψιν τους αυτή την κατάφωρα προδοτική ενέργεια». Ενέργεια που θέτει τις κόκκινες γραμμές που θα πρέπει να σεβαστούν όλοι όσοι εξακολουθούν να παραμένουν προσηλωμένοι στα πατριωτικά ιδεώδη ανεξάρτητα από τις όποιες κομματικές ή άλλες διαφορές.
Επισυνάπτω το άρθρο του καθηγητή κ. Γ. Κασιμάτη με θέμα «Το έλλειμμα του σημερινού πολιτικού λόγου για την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ελλάδας», γιατί το θεωρώ θεμέλιο για την διαμόρφωση της γνώσης και της στάσης που οφείλουν να κρατήσουν σ’ αυτές τις κρίσιμες στιγμές όλοι οι ελεύθεροι, οι ανεξάρτητοι και υπεύθυνοι Έλληνες πολίτες για την σωτηρία της Πατρίδας.
Ωστόσο δανείζομαι τα σημεία εκείνα που θα πρέπει να χαραχτούν με πύρινα γράμματα στις συνειδήσεις όλων των Ελληνίδων και Ελλήνων, προκειμένου να αποφασίσουν όπως έκαναν τόσες φορές οι πρόγονοί μας ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ, μιας και οι συνθήκες μέσα στις οποίες μας ώθησαν οι εχθροί μας, μας έχουν ήδη οδηγήσει σ’ αυτό το ακραίο δίλημμα.
Ιδού λοιπόν οι τέσσερις βασικοί όροι που υπέγραψαν οι πολιτικές ηγεσίες του ΠΑΣΟΚ, της Ν.Δ. και του ΛΑΟΣ με τα Μνημόνια Ι. και ΙΙ.
Πρώτος Όρος: Παραίτηση υπέρ των δανειστών από όλα τα δικαιώματα εθνικής κυριαρχίας και από όλες τις ασυλίες που παρέχει το διεθνές δίκαιο σε κάθε κράτος για την προστασία ζωτικής σημασίας αγαθών του.
Δεύτερος Όρος: Δέσμευση του συνόλου της δημόσιας περιουσίας υπέρ των δανειστών.
Τρίτος Όρος: Οι δανειακές μας συμβάσεις (τα «Μνημόνια») υπάγονται υποχρεωτικά στο αγγλικό δίκαιο και οι δικαστικές αποφάσεις είναι απόλυτα εκτελεστές και δεσμευτικές στην Ελλάδα. (…) Με τον όρο αυτόν αντιμετωπίζεται το δανειζόμενο κράτος ως ιδιώτης οφειλέτης. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα:
(α) δεν μπορεί να επικαλεστεί τα δικαιώματα και την προστασία που παρέχει το διεθνές δίκαιο σε κάθε κράτος,
(β) το κράτος ως οφειλέτης δεν μπορεί να επικαλεστεί απέναντι στους δανειστές του ούτε τα δικαιώματα που παρέχει το ελληνικό δίκαιο και τα δίκαια όλων των χωρών της ηπειρωτικής Ευρώπης στον ιδιώτη οφειλέτη, γιατί δεν τα αναγνωρίζει το αγγλικό δίκαιο.
Τέταρτος Όρος: Οι δανειστές έχουν το δικαίωμα να μεταβιβάσουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους από τις δανειακές συμβάσεις σε τρίτο κράτος ή πρόσωπο. Η Ελλάδα δεν έχει αυτό το δικαίωμα
Στις 6 Μαϊου για άλλη μια φορά ο Ελληνικός Λαός απέδειξε ότι εξακολουθεί να βρίσκεται ένα βήμα πιο μπροστά από το σύνολο του πλέγματος εξουσίας που περιλαμβάνει πολιτικούς, διανοούμενους, δημοσιογράφους, πανεπιστημιακούς κλπ. Αυτή τη φορά, απρόβλεπτος και σαρωτικός, αποδόμησε ποσοτικά αλλά κυρίως ποιοτικά και ηθικά τα δύο κόμματα – επίσημους φορείς των Αμερικανοευρωπαϊκών συμφερόντων. Η τιμωρία υπήρξε καταλυτική και ηθικά τελεσίδικη. Κι αυτό γιατί τόλμησαν να διαβούν την κόκκινη γραμμή της εθνικής αυτοτέλειας, γεγονός που τους κατατάσσει συλλήβδην και οριστικά στους παρίες της εθνικής ζωής.
Δεν υπάρχει τίποτα για τον οποιονδήποτε και σε οιεσδήποτε συνθήκες που να μπορεί να τον υποχρεώσει να αγνοήσει και να ποδοπατήσει την πεμπτουσία της εθνικής συνείδησης που είναι η ακεραιότητα της χώρας και που αποτελεί συγχρόνως και το θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίζεται ένας Λαός, μια Πατρίδα, Ένα Έθνος. Κι αυτό είναι ο ακόμα και με θυσίες σεβασμός της Ανεξαρτησίας και της Ακεραιότητάς του, που δίχως αυτήν παύει να υπάρχει και να υπολογίζεται από τους άλλους ως ένας Λαός ελεύθερος και κυρίαρχος.
Έτσι αυτομάτως οι πρωταγωνιστές και οι κυρίως υπεύθυνοι γι’ αυτή την εγκληματική ενέργεια παύουν να αποτελούν μέλη του Έθνους και του Λαού και τοποθετούνται με αυτή τους την πράξη εκτός του Έθνους και του Λαού.
Υπενθυμίζω ότι τις πράξεις τους, όπως φάνηκε από το αποτέλεσμα των εκλογών, ο μόνος που τις κατάλαβε καλά είναι ο ελληνικός λαός δίνοντας συγχρόνως ένα ηχηρό πλήγμα στους υποτιθέμενους ταγούς, που είτε δεν κατάλαβαν είτε -το πιο πιθανό- κατάλαβαν αλλά έκαναν όλοι μαζί δίχως εξαίρεση το παν, για να το σκεπάσουν μπροστά στις κάμερες και μέσα στα έντυπα αποδεικνύοντας έτσι ότι ανήκουν συλλήβδην στο αμαρτωλό Σύστημα.
Άρα ομολογούν ότι είναι συνένοχοι στο μεγάλο έγκλημα που έγινε ενάντια στη χώρα και στο λαό μας.
Επομένως όσοι πολέμησαν έως τώρα πλάι στον Λαό, θα πρέπει να ξέρουν ότι θα έχουν να παλέψουν σε τρία μέτωπα: α) των Ξένων, β) των Ενόχων και γ) των προπαγανδιστών οπαδών της ενοχής.
Έτσι εκείνο που είναι καθαρό για τους αντίπαλους αυτών των πράξεων προδοσίας, είναι το γεγονός ότι θα πρέπει να τους ενώνουν οι κοινοί εχθροί. Ότι δηλαδή υπάρχει μια ενιαία κόκκινη γραμμή, απέναντι στην οποία θα πρέπει να ενώσουμε τα πυρά μας.
Είναι φανερό ότι από την απέναντι πλευρά έχουμε να κάνουμε με ένα ισχυρό σύμπλεγμα δυνάμεων, ξένων και ντόπιων, στο οποίο οφείλουμε να αντιτάξουμε την ενότητα και τη συνεργασία των πολιτικών δυνάμεων που θα μπορέσει να εκφράσει, να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει το μοναδικό μας όπλο, που είναι ο Ενωμένος, Ενημερωμένος, Αποφασισμένος και Οργανωμένος Λαός.
Μ’ αυτές τις προϋποθέσεις υπάρχει περίπτωση νίκης. Δηλαδή κατάκτηση της Κυβερνητικής εξουσίας που απαιτεί από εμάς κοινές διαβουλεύσεις για την κατάρτιση ολοκληρωμένου προγράμματος εξουσίας. Αυτές οι αντιμνημονιακές δυνάμεις είναι το ΚΚΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΔΗΜΑΡ και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες. Η συνένωση των τεσσάρων αυτών κομμάτων σε ένα κοινό Μέτωπο είναι βέβαιο ότι θα εμπνεύσει και θα κινητοποιήσει στον μέγιστο βαθμό τον Λαό μας.
Απευθυνόμενος στους υπεύθυνους των κομμάτων τους καλώ να ακολουθήσουν την εντολή του Ελληνικού Λαού που προκύπτει από τα εκλογικά αποτελέσματα. Η καταδίκη των «αμαρτωλών» κομμάτων από τον Λαό αποτελεί σαφέστατη εντολή του προς τις αντιμνημονιακές δυνάμεις να αγωνιστούν με κάθε μέσον προς την κατεύθυνση που μας υπέδειξε με την ψήφο του.
Προτείνω τη σύσταση ενός Πατριωτικού Κοινωνικού Μετώπου στο άμεσο μέλλον, γιατί τα γεγονότα τρέχουν. Και θα περιμένω τις αποφάσεις τους.
Κυριακή, 13 Μαϊου 2012
Μίκης Θεοδωράκης
15 ΜΑΪ́ΟΥ 2012, ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ: Αναγκαία και απαραίτητη η καταγγελία των δανειακών συμβάσεων
http://infognomonpolitics.blogspot.com/2012/05/blog-post_3729.html#more
To έλλειμμα του σημερινού πολιτικού λόγου για την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ελλάδος
1. Οι βάσεις των «Μνημονίων», που δένουν χειροπόδαρα την Ελλάδα, δεν είναι απλώς οικονομικές. Τα «Μνημόνια» δεν είναι απλά δανειακά κείμενα που εκμεταλλεύονται οικονομικά τον οφειλέτη. Με τα «Μνημόνια» δεν επιδιώκεται μόνο η διασφάλιση με σκληρούς όρους των δανειζόμενων κεφαλαίων. Τα «Μνημόνια» έχουν στόχο την ολοκληρωτική κατάλυση της ανεξαρτησίας της Ελλάδας ως κυρίαρχου κράτους.
Αυτό είναι ολοφάνερο από τους έξης όρους των δανειακών συμβάσεων του Μαΐου 2010 (Α΄ Μνημόνιο) και του σχεδίου Δανειακής Σύμβασης που ενέκρινε η Βουλή (Β΄ Μνημόνιο):
1ος Όρος: Παραίτηση υπέρ των δανειστών από όλα τα δικαιώματα εθνικής κυριαρχίας και από όλες τις ασυλίες που παρέχει το διεθνές δίκαιο σε κάθε κράτος για την προστασία ζωτικής σημασίας αγαθών του. [άρθρα 3 (4) και (5), 4 (1) (β), 15 (1) (α) και Παράρτημα 4 της «Σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης»]
2ο Όρος: Δέσμευση του συνόλου της δημόσιας περιουσίας υπέρ των δανειστών [άρθρο 4 (2) της «Σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης»]. Η δέσμευση αυτή αποκλείει κάθε είδους οικονομική διασφάλιση άλλου δανειστή εκτός από αυτούς του Μνημονίου. Με αυτό τρόπο αποκλείει ολοκληρωτικά στην Ελλάδα να συνάψει οικονομικές σχέσεις με άλλες χώρες, καταλύοντας έτσι την ανεξαρτησία της.
3ος Όρος: Οι δανειακές μας συμβάσεις (τα «Μνημόνια») υπάγονται υποχρεωτικά στο αγγλικό δίκαιο και οι δικαστικές αποφάσεις είναι απόλυτα εκτελεστές και δεσμευτικές στην Ελλάδα [άρθρο 14 (1) και (3) της «Σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης»]. Ο όρος αυτός –και μόνος του- καταλύει την κυριαρχία του κράτους, γι’ αυτό και έχει κριθεί ως αντίθετος με το διεθνές δίκαιο. Με τον όρο αυτόν αντιμετωπίζεται το δανειζόμενο κράτος ως ιδιώτης οφειλέτης. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα:
(α) δεν μπορεί να επικαλεστεί τα δικαιώματα και την προστασία που παρέχει το διεθνές δίκαιο σε κάθε κράτος (ούτε προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ούτε την προστασία της εθνικής κυριαρχίας που παρέχει στα κράτη η διεθνής κοινότητα) και
(β) το κράτος ως οφειλέτης δεν μπορεί να επικαλεστεί απέναντι στους δανειστές του, ούτε τα δικαιώματα που παρέχει το ελληνικό δίκαιο και τα δίκαια όλων των χωρών της ηπειρωτικής Ευρώπης στον ιδιώτη δανειστή, γιατί δεν τα αναγνωρίζει το αγγλικό δίκαιο. Τα δικαιώματα αυτά είναι πολλά: (ακυρότητα των εκμεταλλευτικών συμβάσεων, δικαίωμα αναπροσαρμογής των συμβάσεων λόγω μεταβολής των συνθηκών κ.ά.).
4ος Όρος: Οι δανειστές έχουν το δικαίωμα να μεταβιβάσουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους από τις δανειακές συμβάσεις σε τρίτο κράτος ή πρόσωπο. Η Ελλάδα δεν έχει αυτό το δικαίωμα (άρθρο 2 της «Σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης).
Πρέπει να σημειωθεί ότι οι όροι αυτοί εξακολουθούν να ισχύουν και αποτελούν δεσμεύσεις (με διάφορους τρόπους και όρους) και του Β’ Μνημονίου.
2. Από το σύνολο σχεδόν των όρων που είναι εκμεταλλευτικοί, τοκογλυφικοί, εκβιαστικού και παράνομοι, αναφέρω μόνο τους παραπάνω όρους, γιατί αυτοί είναι ολοφάνερο ότι αποτελούν τη βάση κατάλυσης της εθνικής κυριαρχίας και της πολιτικής ανεξαρτησίας της χώρας μας, που αποτελεί το σκοπό των δανειστών μας (των κρατών μελών της Ευρωζώνης με επικεφαλής τη Γερμανία και το ΔΝΤ).
Από τους όρους αυτούς προκύπτει ότι η μόνη σωστή αντιμνημονιακή πολιτική είναι αυτή που θεωρεί ότι δεν υπάρχει άλλη λύση παρά μόνο:
- η καταγγελία των «Μνημονίων» με (προσωρινή) στάση πληρωμών – και όχι «παύση» πληρωμών που λένε πολλοί σκόπιμα, γιατί σημαίνει χρεοκοπία-
- ο έλεγχος του ύψους του δανείου, ώστε να προσδιοριστεί επακριβώς το μη επαχθές χρέος, που είναι το νόμιμο κατά το διεθνές δίκαιο, γιατί ανταποκρίνεται στην αντοχή του κράτους ως προς το να εξασφαλίσει τις βασικές ανάγκες του λαού του και της άμυνάς του,
- η διαγραφή (το «κούρεμα») του επαχθούς μέρους του δανείου, που υπερβαίνει τις δυνάμεις του κράτους να το πληρώσει και η αναδιαπραγμάτευση, μεταξύ ίσων κρατών, του μη επαχθούς μέρους του δανείου με νόμιμους όρους.
Αυτό που υποστηρίζουν –τώρα, οψίμως- τα κόμματα της μνημονιακής παράταξης ότι θα αναδιαπραγματευθούν όρους των «Μνημονίων» ή ότι θα επιδιώξουν «σταδιακή αποδέσμευση από αυτά» είναι αναποτελεσματικά και λέγονται για να παραπλανήσουν το λαό. Η αλήθεια είναι μια: Από τη στιγμή που υπάρχουν οι παραπάνω όροι ως βάση του δανεισμού της Ελλάδας, χωρίς προηγούμενη καταγγελία των δανεικών συμβάσεων που τους περιέχουν, καμιά άλλη διαπραγμάτευση δεν είναι δυνατή, ούτε μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά.
3. Ο σκοπός των παραπάνω επονείδιστων όρων είναι διττός:
(α) Η ένταξη στο μπλοκ δυνάμεων ΗΠΑ-Ευρώπης της Ελλάδας ως υποτελούς μέλους, χωρίς δικαίωμα να στραφεί προς άλλη κατεύθυνση και
(β) Η μεταβίβαση όλων των πλουτοπαραγωγικών πηγών σε πολυεθνικές εταιρείες του ίδιου πολιτικού μπλοκ και ο πλήρης αφελληνισμός της ελληνικής οικονομίας εις όφελος των χρηματοπιστωτικών κέντρων που υπάγονται στο ΔΝΤ.
4. Υποστηρικτικός αυτών των στόχων των δανειστών μας είναι ο πολιτικός λόγος:
- που εκφέρουν και αναπτύσσουν σκόπιμα τα κόμματα και τα ΜΜΕ που στηρίζουν τη μνημονιακή πολιτική,
- καθώς, δυστυχώς, και οι αντιμνημονιακές παρατάξεις και τα μέσα επικοινωνίας τους, από έλλειμμα γνώσης του πραγματικού συμφέροντος της Ελλάδας και της πραγματικής βούλησης του ελληνικού λαού.
Ο λόγος αυτός παρουσιάζει τα έξης ελλείμματα:
(α) Ποτέ και τίποτε δεν ακούγεται για ό,τι έχει σχέση με την κυριαρχία του ελληνικού κράτους, τα εθνικά μας θέματα και την εξωτερική μας πολιτική. Τον τελευταίο καιρό το Υπουργείο Εξωτερικών έχει σβήσει από το χάρτη.
(β) Ποτέ και τίποτε δεν ακούγεται για τον τρόπο με τον οποίο φεύγουν καθημερινά, χωρίς καμιά διαφάνεια και χωρίς καμιά πληροφορία, οι πλουτοπαραγωγικές πήγες μας, τόσο οι οικονομικού ενδιαφέροντος, όσο και οι γεωπολιτικού ενδιαφέροντος. Δεν ακούσαμε ποτέ, πού μεταβιβάζονται (νομίζω, μεταβιβάστηκαν ήδη) τα δικαιώματα του υποθαλάσσιου πλούτου της Ελλάδας.
(γ) Ποτέ και τίποτε δεν ακούγεται για το επονείδιστο «Ταμείο», μέσω του οποίου φεύγει από την Ελλάδα χωρίς κανένα δικαίωμα της Ελλάδας κάθε πλουτοπαραγωγική πηγή και κάθε έσοδο, με αδιαφανείς διαδικασίες και με απώλειες δισεκατομμυρίων. Κανένα κόμμα δεν είπε μέχρι σήμερα ότι πρέπει να καταργηθεί αυτό το εγκληματικό και παμφάγο τέρας.
(δ) Ποτέ και τίποτε δεν ακούγεται –παρά το ότι υπάρχει πλούσια πρακτική- για το τρόπο με τον οποίο γίνεται η σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο στάση πληρωμών και η αναδιαπραγμάτευση των δανειακών συμβάσεων, για να μάθει ο κόσμος ότι όχι μόνο εφικτό είναι, αλλά και αναγκαίο.
(ε) Ποτέ και τίποτε δεν ακούστηκε για το ότι οι δανειακές συμβάσεις είναι ανυπόστατες και ότι είναι αντίθετες με το δίκαιο της ΕΕ και ότι δε δεσμεύουν νομικά τη Χώρα
(στ) Τέλος, ποτέ και τίποτε δεν ακούστηκε, ότι –εκτός από την πολιτική της υποτέλειας- υπάρχει και η πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, και ότι το ΔΝΤ και η Ευρωζώνης της Γερμανίας δεν είναι οι μόνες πήγες δανεισμού και βοήθειας στον Πλανήτη.
Πειραιάς 12. 5. 2012
Γιώργος Κασιμάτης----------------------------------------------------
(αναρτημένο στην διεύθυνση http://www.ifestosedu.gr/112ekloges12.htm)
«Όσα ωφελούν τους ιδιοτελείς τα προπαγανδίζουν οι αφελείς» (Παναγιώτης Κονδύλης).
Παναγιώτης Ήφαιστος www.ifestosedu.gr
Διαδοχικά θα εξεταστούν τα εξής: 1. Διαπραγμάτευση στην Ευρώπη και στη διεθνή πολιτική και τα θεμελιώδη αξιώματα της εξωτερικής πολιτικής ενός οποιουδήποτε κράτους. 2. Βασικές πτυχές της ΕΕ και της ισότιμης συμμετοχής των κρατών-μελών. 3. Η ΕΕ ως ένας θεσμός ισότιμης δυναμικής διαπραγμάτευσης. 4. Το μνημόνιο ως περιεχόμενο και η διαλεκτική σχέση διαπραγματεύσεων και πάγιων και ρευστών συμφερόντων. 5. Η αιτιολόγηση μιας διεκδικητικής διαπραγμάτευσης και τα θέσφατα ύπαρξης και λειτουργίας της ΕΕ. 6. Η διαπραγματευτική στρατηγική της Ελλάδας και η οργάνωση των επιτελικών κρατικών θεσμών: Χαρτογράφηση της ΕΕ
Σε τρεις προγενέστερες παρεμβάσεις υποστηρίχθηκε ότι η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα και η Ευρώπη και με δεδομένη την άμεση ανάγκη διεξαγωγής ευαίσθητων διαπραγματεύσεων αντιστροφής των ολέθριων συνεπειών των δύο μνημονίων απαιτείται μια εντολοδόχος αντί-μνημονιακή μεταβατική διακυβέρνηση προσωπικοτήτων υψηλού πολιτικού κύρους και τριών συγκεκριμένων αποστολών: Διαπραγμάτευση με την ΕΕ, διαχείριση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και της κοινωνικής συνοχής και σύγκληση Συντακτικής Συνέλευσης. Αυτός ο σκοπός που η κοινωνία με την ψήφο της έθεσε επιτακτικά δεν εκπληρώθηκε. Στις 17 Ιουνίου παραμένει ο ίδιος.
Αφορμή για τη συγγραφή του παρόντος αποτέλεσε η αναρχία θέσεων και απόψεων που δεν συνεκτιμούν επαρκώς την πραγματική φυσιογνωμία της ΕΕ, τις λειτουργίες της και τις ιδιομορφίες της. Επί ζητημάτων ζωτικής σημασίας για το μέλλον ή και για την επιβίωση της χώρας κυριαρχούν μονοσήμαντες, απλουστευτικές και συχνά προπαγανδιστικές θέσεις που ροκανίζουν την πολιτική σκέψη και τον ορθολογισμό των αποφάσεων. Θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε ότι όσον αφορά την ΕΕ –όπως για κάθε άλλο ζήτημα της διεθνούς πολιτικής– η ουσία βρίσκεται στις λεπτομέρειες και η ειδοποιός διαφορά στις αποχρώσεις. Τα βασικά χαρακτηριστικά της ΕΕ δεν μπορούν να τύχουν μονολεκτικής περιγραφής και ερμηνείας. Λόγω έκτασης του κειμένου η υπομονή και κατανόηση του αναγνώστη είναι αναγκαία.
Ο αναγνώστης που δεν ενδιαφέρεται να διαβάσει την κάπως εκτενέστερη θεώρηση αυτών των χαρακτηριστικών μπορεί να σπεύσει στην ενότητα 6 με τίτλο «Η διαπραγματευτική στρατηγική της Ελλάδας και η οργάνωση των επιτελικών κρατικών θεσμών: Χαρτογράφηση της ΕΕ» (κλικ για μετάβαση).
1. Διαπραγμάτευση στην Ευρώπη και στη διεθνή πολιτική και τα θεμελιώδη αξιώματα της εξωτερικής πολιτικής ενός οποιουδήποτε κράτους.
Η περιγραφή του εκτεταμένου και ιδιόμορφου «διαπραγματευτικού χώρου» της ΕΕ απαιτεί αναφορές στη διαδρομή της, τις βαθύτερες διαμορφωτικές δυνάμεις που τη συγκρότησαν και τις λειτουργίες και τα ρευστά ή πιο σταθερά φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Επίσης, στους θεμελιώδεις προσανατολισμούς των δρώντων όπως αποτυπώνονται και όπως αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια μιας διαδρομής έξη δεκαετιών. Θα τα περιγράψουμε και ερμηνεύσουμε όσο το δυνατό πιο σύντομα και συμπερασματικά.
Οι κυβερνητικές στάσεις και αποφάσεις ενός κράτους-μέλους της ΕΕ, θα εξηγηθεί πιο κάτω, προσαρμόζονται και αναπροσαρμόζονται διαρκώς σύμφωνα με τις ανάγκες που ανακύπτουν λόγω ρευστότητας των συμφερόντων όλων των ενδιαφερομένων κρατών ή άλλων παραγόντων. Είναι χαρακτηριστικό ότι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές (19-27.5.2012) οι Έλληνες και όλοι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι γίνονται αποδέκτες καταιγιστικών πληροφοριών συχνά απόλυτα αντιθετικών, αντιφατικών, αυτό-αναιρετικών και διόλου σπάνια εξεζητημένα αναληθών.
Μια ορθολογιστική εξωτερική πολιτική απαιτεί σωστή ανάλυση των διεθνών σχέσεων. Μια τέτοια σωστή ανάλυση ακόμη και αν «σερβιριστεί στο πιάτο» είναι άχρηστη εάν δεν εδράζεται πάνω σε μια συνεκτική κοινωνία που διαθέτει ισχυρά πνευματικά θεμέλια τα οποία ευνοούν τη συγκρότηση και ιεράρχηση των εθνικών σκοπών υπό συνθήκες εθνικής ομοψυχίας και ακλόνητης πίστης στον σκοπό εκπλήρωσής τους.
Σε πρακτικό επίπεδο, όπως και με κάθε άλλη περίπτωση της διεθνούς πολιτικής –και παρά τις ιδιομορφίες του φαινομένου της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης– η διαπραγμάτευση στην ΕΕ συμπεριλαμβάνει μπλόφες, κατά συνθήκη ψεύδη και εξεζητημένες πολιτικές εξαπατήσεις φίλων, εχθρών και άσπονδων φίλων (το ρεσιτάλ απρόκλητων απόλυτων «εκτιμήσεων» του «φίλου» προέδρου του Ευρωπαϊκού «Κοινοβουλίου» όταν επισκέφτηκε την Αθήνα στις 20.5.2012 είναι χαρακτηριστική περίπτωση). Στο μεγάλο και κοινωνικοπολιτικά ανεξέλεγκτο πεδίο της διεθνούς και ευρωπαϊκής πολιτικής η «διατύπωση εκτιμήσεων», η ιδιωτεία και η ιδιοτέλεια οργιάζουν.
Η διαπραγμάτευση στην Ευρώπη όπως και στην υπόλοιπη διεθνή πολιτική δεν είναι ευθύγραμμη. Είναι γεμάτη καμπυλότητες. Από τη μια πλευρά οι πολιτικές και καθεστωτικές ατέλειες αυξομειώνουν το έλλειμμα δημοκρατίας και από την άλλη πλευρά απουσιάζει μια συγκροτημένη και ανθρωπολογικά θεμελιωμένη υπερεθνική δημόσια σφαίρα. Με διαφορετικά λόγια απουσιάζει ένας διεθνής ή πανευρωπαϊκός Δημοκρατικός Δήμος που θα επέτρεπε μέσα σε λογικά πλαίσια συντεταγμένους παγκόσμιους ή πανευρωπαϊκούς δημοκρατικούς ελέγχους.
Αν σταθούμε στην ΕΕ, οι κοινωνικοπολιτικοί έλεγχοι ασκούνται έμμεσα και ελλιπώς: Έμμεσα και ελλιπώς στο κρατικό επίπεδο και δύο φορές έμμεσα και ελλιπώς στο Κοινοτικό-διακυβερνητικό επίπεδο. Ακόμη, πολλαπλά έμμεσα και ελλιπώς όταν εκδηλώνονται ηγεμονικές αξιώσεις που ροκανίζουν την καθιερωμένη πρακτική των συναινετικών αποφάσεων της ΕΕ. Η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου όποτε και όταν η υπερεθνική τεχνόσφαιρα είτε αυτονομείται είτε καθίσταται εργαλείο άνομων και καταχρηστικών ηγεμονικών αξιώσεων. Ποια είναι, γα παράδειγμα, η πολιτική ανθρωπολογία κάτω από τα πόδια του προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που επισκέφτηκε την Ελλάδα τον Μάιο 2012, θα ρωτούσε κανείς λογικά και εύλογα; Όπως και χιλιάδες άλλοι περιφέρεται απρόκλητα, παρεμβαίνει δραστικά και βαθύτατα διανεμητικά και επιχειρεί να επηρεάσει τις πολιτικές θέσεις μιας κυριολεκτικά μπερδεμένης, γρονθοκοπημένης και κατάκοιτα ριγμένης (ελληνικής) κοινωνίας. Μια οποιαδήποτε κοινωνία με ζωντανά και ενεργά ένστικτα επιβίωσης, λοιπόν, όταν τα συμφέροντά της θίγονται ομονοεί στην υπεράσπισή τους και τέτοιες θέσεις όπως του προέδρου του ΕΚ τις διυλίζει, αναλύει, εκτιμά, ιεραρχεί και στον βαθμό που χρειάζεται τις αντικρούει.
Για όλα τα κράτη από αρχαιοτάτων χρόνων και ασφαλώς πολύ περισσότερο σήμερα η κοσμοθεωρητική παραδοχή της εθνικής ανεξαρτησίας είναι υπέρτατη και έσχατη. Στις μέρες μας αποτυπώνεται επακριβώς στις υψηλές αρχές του διεθνούς δικαίου και στους Καταστατικούς Χάρτες των διεθνών θεσμών. Εδώ και πολλές δεκαετίες, επίσης, αφού εγκαταλείφθηκαν διεθνιστικές αφέλειες η εθνική ανεξαρτησία είναι υπέρτατο κριτήριο όλων των κρατών-μελών της ΕΕ. Η ιδιομορφία και ιδιαιτερότητα της ΕΕ έγκειται στον τρόπο με τον οποίο διατηρώντας την εθνική ανεξαρτησία ως θέσφατο τα μέλη κατορθώνουν να δημιουργούν τις κοινές δεσμεύσεις και τις κοινές ρυθμίσεις που συγκροτούν την «ευρωπαϊκή νομιμότητα». Συνολικά, για όλες τις κοινωνίες του πλανήτη η Εθνική Ανεξαρτησία είναι η συλλογική τους ελευθερία. Στην ΕΕ αλλά και ευρύτερα στη διεθνή πολιτική, επιπλέον, η εθνική ανεξαρτησία είναι προϋπόθεση πολιτικής και οικονομικής αποτελεσματικότητας, συγκρότησης εθνικών σκοπών, διεξαγωγής διεθνών διαπραγματεύσεων και δυνατότητας μιας πολιτείας να προσανατολίζεται με δημοκρατική φορά κίνησης προς την κατεύθυνση της πολιτικής ελευθερίας.
Εμπράγματα, επιπλέον, κάθε μια κοινωνία είναι προικισμένη με τη δική της ιστορικά σμιλευμένη και βαθύτατα ριζωμένη ανθρωπολογική ετερότητα. Καθημερινά καταμαρτυρείται ο αληθής πόθος όλων των πολιτών όλων των κρατών να απολαύσουν ελεύθερα αυτή την ετερότητα. Η εθνική ανεξαρτησία τους προσφέρει την ελευθερία και τη δυνατότητα για κάτι τέτοιο. Εντός του κράτους υπάρχει η δυνατότητα δημοκρατικής φοράς κίνησης και ή κοινωνικού συμβολαίου (και στα Ανατολικά κράτη κάποιες άλλες ιεραρχίες διακυβέρνησης). Εκτός του κράτους, υπάρχουν υλικά συμφέροντα και ρευστοί φίλοι και εχθροί που εναλλάσσουν φίλους και εχθρούς ανάλογα με τα συμφέροντά τους.
Σε αυτή την ανελέητα ανταγωνιστική ευρωπαϊκή και διεθνή ζωή ο καθείς παθαίνει ό,τι του αξίζει. Επιβιώνουν όσοι γνωρίζουν να αμύνονται επιτυχώς και να διαπραγματεύονται αποτελεσματικά στη βάση των ιεραρχημένων εθνικών συμφερόντων. Υπό το πρίσμα της συντρέχουσας κρίσης, για παράδειγα, αυτό το γεγονός υπογραμμίζεται καθημερινά από τις εναλλαγές και μεταλλάξεις των θέσεων ηγετών όπως οι Σόϊμπλε, Μέρκελ, Κάμερον, Σαρκοζί και Ορλάν κτλ. Σταθερός γνώμονας των εκάστοτε θέσεών τους είναι οι ανάγκες τους για ισχύ, ευημερία, ασφάλεια και αυτοσυντήρηση των κρατών τους, όπως ο καθείς εξ αυτών ανά πάσα στιγμή κατανοεί αυτές τις γενικές έννοιες σε αναφορά με τα δικά του εθνικά συμφέροντα.
Οι κοινωνίες λειτουργούν ορθολογιστικά –διαρκείς εκτιμήσεις για το κόστος και όφελος εναλλακτικών επιλογών– σύμφωνα με τη δική τους τυπική λογική που προσδιορίζει τα δικά τους εθνικά συμφέροντα. Τα κράτη-μέλη της ΕΕ καθημερινά συναλλάσσονται διαφανώς ή αδιαφανώς, συμμαχούν ή συγκρούονται και αποφασίζουν μόνοι τους ή συλλογικά σύμφωνα με την αυτοκατανόηση των δικών τους εθνικών συμφερόντων. Αν και ασθενείς πολιτικές και στοχαστικές ψυχές αδυνατούν να κατανοήσουν αυτή τη διάσταση των διακρατικών σχέσεων παραμένει ένα καθημερινά καταμαρτυρούμενο γεγονός.
Οι κοινωνίες ζημιώνονται ή αποθνήσκουν αν τα μέλη τους και οι αντιπρόσωποί τους δεν κατανοούν τα πιο κάτω, τα οποία ο καθείς τα βλέπει κάθε βράδυ όταν ανοίγει την τηλεόρασή του. Αποτελούν τα κεντρικά χαρακτηριστικά της διεθνούς και ευρωπαϊκής πολιτικής και σημαίνουν τα εξής:
Έξω από το κράτος δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει μια ρυθμιστική εξουσία που να διαθέτει ένα σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης κοινωνικοπολιτικά νομιμοποιημένο και επικυρωμένο. Γι’ αυτό οι σχέσεις των κρατών είναι εξ ορισμού ανταγωνιστικές, συχνά συγκρουσιακές και για την ευημερία και ασφάλειά τους ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας. Συχνά ισχύει επίσης και το «ας πρόσεχες» και ακόμη πιο συχνά το κακεντρεχές «καλά να πάθεις». Ιλαροτραγικά, αυτό το λένε σήμερα στην Ελλάδα και ένοχοι φορείς ιλαροτραγικών θεωρήσεων πολιτικής θεολογίας και γι’ αυτό εκτιμώ φορείς συμπλεγμάτων και συνδρόμων πατριδοκτονίας, πατροκτονίας, μητροκτονίας, εθνοκτονίας και υποθέτω ενδόμυχα και ευκαιρίας δοθείσης και ανθρωποκτονίας. Τέτοιες στρεβλώσεις της Πολιτικής, εξάλλου, είναι συνήθεις στην Οδύσσεια της ιστορικής διαδρομής των ανθρώπων.
Η ευημερία και η ασφάλεια μιας κοινωνίας συχνά είναι μεγέθη αντιστρόφως ανάλογα των αντίστοιχων των κοινωνιών άλλων κρατών. Αυτό το γεγονός έχει ως αποτέλεσμα τον φόβο της εξαπάτησης, την ανατροπή των προσδοκιών και τη ματαίωση ευσεβών πόθων και ελπίδων. Οι κοινωνίες τα μέλη των οποίων λειτουργούν και σκέπτονται ορθολογιστικά συσπειρώνονται γύρω από κεντρικούς άξονες ιεραρχημένων εθνικών συμφερόντων και επιδεικνύουν ομοψυχία στην εκπλήρωσή τους. Έτσι πράττοντας είναι ορθολογιστικά ευαίσθητες, όπως είπαμε, στο κόστος και στο όφελος ενεργημάτων. Τα λάθη τιμωρούνται, ενίοτε φρικτά.
Μιας και η εθνική ανεξαρτησία είναι θέσφατο και έσχατο κριτήριο, η υπεράσπισή της μέσα στο ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον δεν είναι απλή υπόθεση. Η κατοχή επαρκούς ισχύος είναι αναγκαία για την προάσπισή της. Είναι επίσης προϋπόθεση ευημερίας, ασφάλειας και διαπραγματευτικής αποτελεσματικότητας. Καθημερινά φίλοι και εχθροί εναλλάσσονται ανάλογα με τα συμφέροντά τους, τις ανάγκες τους για ισχύ ή διεύρυνση της ισχύος και αυτό είναι σύμφωνο με τη φύση και τις εγγενείς ιδιότητες του διακρατικού συστήματος (και της ΕΕ, όπως σήμερα διαπιστώνουν ακόμη και οι άπιστοι Θωμάδες).
Όσες κοινωνίες επιβιώνουν θεωρούν την αυτοσυντήρηση το κορυφαίο ζήτημα της εθνικής ζωής. Κατά τον Θουκυδίδη «όσοι είναι ελεύθεροι το χρωστούν στη δύναμή τους». Μια καθημερινά καταμαρτυρούμενη αλήθεια πολλών διαβαθμίσεων που αρχίζουν από την εκμηδένιση μέχρι την υποδούλωση ποικίλων εκδοχών και αποχρώσεων. Πάνω σε αυτό το κινούμενο εκκρεμές οι στάσεις των ανθρώπων ποικίλουν. Σίγουρα «θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία» (και αυτοθυσία αν χρειαστεί).
2. Βασικές πτυχές της ΕΕ και της ισότιμης συμμετοχής των κρατών-μελών
Με δεδομένες στις πιο πάνω σταθερές της διεθνούς πολιτικής η ΕΕ είναι ένα εξαιρετικά ιδιόμορφο φαινόμενο. Ενόσω διατηρεί τον θεμελιώδη αντί-ηγεμονικό της χαρακτήρα θα συνεχίσει να υπάρχει ως μια νησίδα μετά-νεοτερικών δομών. Τα κράτη-μέλη που συμμετέχουν θα βλάπτονται ή θα ωφελούνται ανάλογα με το κατά πόσο διαπραγματεύονται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του Κοινοτικού συστήματος. Ποιες όμως είναι αυτές οι προϋποθέσεις;
Πρωτίστως η ΕΕ είναι μια διαδικασία θεσμοθετημένης εθνοκρατοκεντρικής διαπραγμάτευσης που συγκροτεί μια αρκούντως εδραιωμένη πλην όπως τελευταία βλέπουμε επισφαλή ευρωπαϊκή νομιμότητα. Αυτό το κεντρικό χαρακτηριστικό συνοδεύεται από άλλοτε ειλικρινείς και άλλοτε υποκριτικές «ευρωπαϊστικές» διακηρύξεις. Η σταθερότητά των θεμελίων της είναι ευθέως ανάλογη της εξυπηρέτησης των κρατικών οικονομικών, στρατηγικών και διπλωματικών συμφερόντων. Το πιο σημαντικό όμως είναι κατιτί που διαχέει την ευρωπαϊκή πολιτική: Είναι μια κοινή πολιτική, νομική, κοινωνική και κοσμοθεωρητική παραδοχή για τον αντί-ηγεμονικό χαρακτήρα του εγχειρήματος και για την ύπαρξη προϋποθέσεων ένταξης του «Γερμανικού ζητήματος» σε ένα ευρύτερο διεθνές και υπερεθνικό εγχείρημα. Δηλαδή προϋποθέσεων ελέγχου τυχόν αναβίωσης Γερμανικών ηγεμονικών αξιώσεων (http://www.ifestosedu.gr/111GermanikoEE.htm).
Η σταθερότητα της ΕΕ και η βιωσιμότητά της εξαρτάται από το κατά πόσο αυτές οι αντί-ηγεμονικές ιδιότητες κυριαρχούν ως αντίληψη και ως πρακτική στην Ευρώπη. Η συντρέχουσα κρίση η οποία έχει ως κύριο άξονα μια Γερμανική υπεροπτική στάση υποδηλώνει τα υποβόσκοντα προβλήματα. Η ισορροπία και η επιβίωση της ΕΕ εξαρτάται από το κατά πόσο η έσχατη παραδοχή της ισοτιμίας μεταξύ των κρατών-μελών αντέχει στις εντάσεις των εν μέρει αναπόφευκτων ηγεμονικών αξιώσεων.
Παράλληλα, η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι ένας απέραντος και δαιδαλώδης χώρος διαπραγματεύσεων. Λογικό είναι τα εθνικά συμφέροντα ενίοτε να συγκλίνουν ή και να ταυτίζονται, άλλοτε να είναι ανταγωνιστικά και μερικές φορές να συγκρούονται. Ανά πάσα στιγμή μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών-μελών και σε αναφορά με διαφορετικούς τομείς της Κοινοτικής ζωής δυνατό ταυτόχρονα να υπάρχουν τόσο συγκλίνοντα όσο και αποκλίνοντα συμφέροντα. Σημαντικό στοιχείο της κοινοτικής ζωής είναι οι διαρκείς δαιδαλώδεις διασυνδέσεις και ανταλλαγές στη βάση αυτών των συμφερόντων («linkage politics»). Θα ακριβολογούσαμε αν λέγαμε ότι η ΕΕ είναι ένας γιγαντιαίος διαπραγματευτικός χώρος διασύνδεσης εθνικών συμφερόντων σε ανταλλακτική ή αμοιβαία επωφελή βάση.
Συχνά τα πράγματα δεν συμπλέκονται μόνο αλλά και μπερδεύονται. Στην παρούσα φάση, το ερώτημα κατά πόσο το ευρώ και ίσως και η ΕΕ θα επιβιώσουν του Γόρδιου δεσμού που προκάλεσε η ΟΝΕ. Αν και ζήτημα καίριας σημασίας, δεν υπάρχει περιθώριο να εξεταστεί σε ένα σύντομο σημείωμα όπως το παρόν.
Κάποιες στοιχειώδεις αναφορές για τις θεμελιώδεις ιδιομορφίες της ΕΕ, εν τούτοις, είναι αναγκαίες για την κατανόηση της θέσης και του ρόλου, των δικαιωμάτων και των δεσμεύσεων ενός κράτους-μέλους. Απαιτείται πρωτίστως κατανόηση, επίσης, των κεντρικών χαρακτηριστικών και του ρόλου των υπερεθνικών θεσμών και των κυμάνσεων των τεχνοκρατικών αρμοδιοτήτων. Πιο συγκεκριμένα, όσο περισσότερο η τεχνόσφαιρα λειτουργεί ανεξάρτητα των πολιτικών αποφάσεων των διακυβερνητικών οργάνων τόσο περισσότερο αυξάνει το δημοκρατικό έλλειμμα και τόσο περισσότερο οι αποφάσεις καθίστανται αντί-κοινωνικές, αναποτελεσματικές και αδιέξοδες. Ο ρόλος των τεχνοκρατών το 2010-12 στην επιβολή δυσβάστακτων μνημονίων κατά κρατών μελών του Νότου της ΕΕ είναι μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση.
Ενώ το δημοκρατικό έλλειμμα που δημιουργείται όποτε οι υπερεθνικοί θεσμοί αυτονομούνται είναι ένα ζήτημα που συζητείται διαρκώς τις τελευταίες δεκαετίες, το κάθε κράτος-μέλος το αντιμετωπίζει ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της κάθε περίπτωσης. Η τάση είναι τα ισχυρότερα κράτη να προσπαθούν να καταστήσουν τους τεχνοκράτες εξαρτημένες μεταβλητές των συμφερόντων τους. Τα λιγότερο ισχυρά κράτη πάντα προσκολλώνται στην αρχή της ισοτιμίας και επικαλούνται πάγιες παραδοχές της ΕΕ χωρίς τις οποίες η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα καθίσταται μια δεσποτική υπερκρατική δομή που στο τέλος θα καταρρεύσει. Η ισορροπία πάνω στο τεντωμένο σχοινί των ηγεμονικών και αντί-ηγεμονικών αξιώσεων είναι ένα διαρκές άθλημα.
Η Ελλάδα και μερικά ακόμη κράτη-μέλη του νότου, για παράδειγμα, πολιτικά μιλώντας, ποτέ δεν έπρεπε να αφήσουν τους τεχνοκράτες της ΕΕ και του ΔΝΤ να προσδιορίζουν αν όχι να επιβάλλουν αποφάσεις που αφορούν τις κοινωνικές τους ισορροπίες ή και την επιβίωσή τους ως κράτη. Αντί να δεχθούν ύβρεις και συλλογικές ενοχοποιήσεις των κοινωνιών, συντεταγμένα, ορθολογικά και σωστά έπρεπε να συγκροτήσουν μια τεκμηριωμένη περιγραφή των κύριων αιτίων της κρίσης που εντοπίζονται πρωτίστως στη δημιουργία μιας νομισματικής τεχνόσφαιρας που ωφελεί τις ισχυρότερες οικονομίες και που συνθλίβει τις λιγότερο ανταγωνιστικές. Για να το πούμε διαφορετικά, αν είναι να ισχύει μια άκρατη λογική αυτοβοήθειας (αυτό που στη διεθνή πολιτική συνήθως ονομάζεται «νόμος της ζούγκλας») καλό είναι να το γνωρίζουν όλοι και καλά.
Το ίδια ισχύουν όσον αφορά τη διαρκή προσπάθεια –άλλοτε επιτυχημένη και άλλοτε όχι, και αυτό ισχύει για όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ– για εξορθολογισμό των θεσμών, οικονομική ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα. Είναι ένα πράγμα μια κοινή ευρωπαϊκή προσπάθεια ενταγμένη σε μια σοβαρή προσπάθεια σύγκλισης των δεικτών (αυτό θα ονομάζαμε «ολοκλήρωση») και άλλο οι συλλογικές ενοχοποιήσεις, οι γραμμικές προπαγανδιστικές θέσεις που υποκρύπτουν ιδιοτέλεια και η συνειδητή μετατροπή των λιγότερο ισχυρών κρατών σε αποικίες νέας κοπής.
Κύριο αίτιο της κρίσης είναι τα ελλείμματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης η οποία μετά το 1992, όταν υιοθετήθηκε η ΟΝΕ, «επιχειρεί να τρέξει πριν μάθει να περπατά». Με δεδομένη την απουσία μιας υπερεθνικής ευρωπαϊκής πολιτικής ανθρωπολογίας, μιας υπερεθνικής ευρωπαϊκής κοινωνικής συνοχής και κατά συνέπεια ενός σταθερού εδάφους πάνω στο οποίο θα εδραζόταν μια υπερεθνική ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα, είναι αμφίβολο κατά πόσο μπορεί να υπάρξει ποτέ δυνατότητα μιας ενοποιημένης υπερεθνικής ευρωπαϊκής δημοσιονομικής πολιτικής. Αυτό το δομικό πρόβλημα δεν μπορεί να μην συνεκτιμάται επαρκώς όταν τα κράτη του νότου πάσχουν από τον άνισο ανταγωνισμό που προκάλεσε η αποσπασματική νομισματική ενοποίηση.
Αυτό το γεγονός αποτελεί ισχυρό επιχείρημα για εκείνα τα κράτη που έχουν συνθλιβεί οικονομικά λόγω επιλογών της Γερμανίας και της Γαλλίας των δύο τελευταίων δεκαετιών στη σφαίρα των νομισματικών ρυθμίσεων. Το γεγονός ότι στη συνέχεια τα περισσότερα κράτη επέλεξαν να ενταχθούν στην ΟΝΕ ήταν κάτι λογικό και αναμενόμενο. Πλην δεν είναι λογικό έκτοτε να μην είχαν παρθεί κατάλληλες αποφάσεις για ζητήματα όπως η αντιμετώπιση των συνεπειών αν ένα κράτος-μέλος της ευρωζώνης δεν μπορεί να αντέξει τον ανταγωνισμό και των προβλημάτων όταν εξ αυτού προκύπτουν μεγάλα προβλήματα ισοζυγίων πληρωμών. Πρωτίστως όμως αποφάσεων αλληλεγγύης και ισόρροπης ανάπτυξης στο εσωτερικό της ευρωζώνης. Λογικό, τέλος, θα ήταν να είχε υπάρξει πρόβλεψη έγκαιρης ελεγχόμενης και μη καταστροφικής εξόδου από το ευρώ, εάν και όταν η οικονομία ενός κράτους δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό.
Εδώ, θα προσέξει ο αναγνώστης, δεν αναφερόμαστε σε ουτοπικές ιδέες περί ευρωπαϊκής κοινωνικής και πολιτικής ένωσης. Κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει τις ανθρωπολογικές και κοινωνικές σταθερές του ευρωπαϊκού διακρατικού πεδίου. Η πολιτική ανθρωπολογία των κρατών-μελών και οι αναπτυξιακές δυνατότητές τους είναι διαφορετικές. Το μέγεθός τους και η ισχύς τους επίσης είναι διαφορετικά. Οι κοινωνίες επιπλέον είναι ιστορικά διαφορετικά συγκροτημένες στα πεδία των κοσμοθεωρητικών και πνευματικών παραδοχών. Η ολοκλήρωσή τους είναι ένα πράγμα και η άναρχη και ακατάστατη ανάμειξή τους είναι ένα άλλο. Γι’ αυτούς τους πασίδηλους λόγους μια κοινή πολιτική βαθύτατων προεκτάσεων και μεγάλων διανεμητικών συνεπειών όπως η ΟΝΕ λογικό είναι να διεπόταν από μεγαλύτερη σοβαρότητα.
Μιλάμε για αποφάσεις που είναι στοιχειωδώς ορθολογιστικές και που θα καθιστούσαν ένα εκ της φύσεώς του κρατοκεντρικό περιφερειακό σύστημα πιο σταθερό, πιο αποτελεσματικό και συμβατό με το κοινό κρατικό συμφέρον διαιώνισής του. Με απλά λόγια αυτό σημαίνει πως ως εκ της φύσεώς της ΕΕ απαιτείται α) να λειτουργεί στο πλαίσιο ομόφωνων αποφάσεων στο διακυβερνητικό επίπεδο (η μόνη νοητή κατάσταση διακρατικής δημοκρατίας που ακυρώνει τις ηγεμονικές αξιώσεις), β) να μην αφήνει κανένα απολύτως περιθώριο ανεξάρτητων αρμοδιοτήτων στους υπερεθνικούς θεσμούς (όριο ο ουρανός για αρμοδιότητες που θα βρίσκονται υπό την πλήρη εποπτεία των διακυβερνητικών οργάνων) και γ) να ενθαρρυνθεί με κάθε τρόπο η εμβάθυνση της δημοκρατίας στο εθνοκρατικό επίπεδο (εκεί ασκείται η λαϊκή κυριαρχία και εκεί μόνο υπάρχουν προϋποθέσεις πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού ορθολογισμού).
Σε ένα τέτοιο σύστημα το κάθε κράτος θα γνωρίζει, τουλάχιστον, ότι ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας και πως για ότι αποφασίζει και πράττει θα πρέπει να αναλαμβάνει τις ευθύνες του. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο η αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών για να εξυπηρετούνται οι κοινοί σκοποί δεν αποκλείεται. Αυτό που καταμαρτυρεί η παρούσα κρίση είναι ότι δεν είναι δυνατό να υπάρξει οικονομικός, κοινωνικός και πολιτικός ανορθολογισμός εάν τα πάντα επισκιάζονται από μια ιδεαλιστική υπερεθνική ρητορική που μεταμφιέζει και εξυπηρετεί, όπως πικρά διαπιστώνουν οι κοινωνίες του νότου, απέραντα ιδιοτελείς ηγεμονικές αξιώσεις.
Αυτές οι αντικειμενικές επισημάνσεις είναι καίριας σημασίας αν είναι να υπάρξει μια διέξοδος από την ευρωπαϊκή (και όχι μόνο Ελληνική) κρίση που προκάλεσε η ΟΝΕ τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Θα προσθέταμε πως εάν οι αντιπρόσωποι ενός κράτους-μέλους ανεξαρτήτως μεγέθους και ισχύος δεν μπορούν να διεκδικούν και να προτείνουν προσεγγίσεις ορθολογισμού της ΕΕ, δεν οφείλεται σε κάποιον άλλο λόγο παρά μόνο στη δική της πολιτική ανικανότητα.
Εν τούτοις, πολλά μέλη του ελληνικού πολιτικού προσωπικού και πολλά μέλη του πανεπιστημιακού χώρου συνδεδεμένα με αυτά, αντί να συγκροτήσουν ένα πειστικό ευρωπαϊκό πολιτικό λόγο μαζοχιστικά αυτοχειριάζονται αποδίδοντας συλλογικές ευθύνες στην ίδια την κοινωνία τους. Επιστημονική εξήγηση δεν υπάρχει. Ούτε βέβαια και είναι δυνατό να ερμηνεύσεις την επιθυμία κάποιων να παραγνωρίζουν τα ελλείμματα της πολιτικής και να ηθικολογούν επικαλούμενοι τη δήθεν άρρωστη ψυχή μιας συλλογικής οντότητας, τους δαίμονες που κρύβει το πνεύμα του κοινωνικού σώματος και τους τιμωρούς Θεούς, δαίμονες και αγγέλους που υπερίπτανται. Κρίνεις μόνο εκ του αποτελέσματος. Παραμένει γεγονός, πάντως, ότι στην καθημερινότητα από αρχαιοτάτων χρόνων εύκολα εντοπίζονται τα σύνδρομα πατριδοκτονίας, εθνοκτονίας, μητροκτονίας, πατροκτονίας, θεοκτονίας, εχθρολαγνείας και ενδεχομένως ανομολόγητης υποβόσκουσας θηριώδους ανθρωποκτονίας. Σύμπτωμα είναι οι στάσεις και οι συμπεριφορές επί παντελώς ξεκάθαρων περιπτώσεων όταν εκδηλώνεται έχθρα κατά κάθε οικείου και πόθος κατά οτιδήποτε είναι αντίπαλο. Το δε εκάστοτε κατάκοιτο μαχαιρωμένο θύμα ο φορέας συνδρόμων και συμπλεγμάτων το μαστιγώνει με σαδισμό κατονομάζοντάς το ως δήθεν θύτη. Αυτά παθαίνουν από αρχαιοτάτων χρόνων οι άνθρωποι όταν πάσχει η Πολιτική και όταν αυξηθεί ο ανεξέλεγκτος παρασιτικός όχλος φορέων πολιτικής θεολογίας.
3. Η ΕΕ ως ένας θεσμός ισότιμης δυναμικής διαπραγμάτευσης
Στο σημείο αυτό καλό είναι να διατυπωθεί η εκτίμηση ότι υπό ένα ευρύτερο πρίσμα, ένα κράτος-μέλος της ΕΕ θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη ότι όχι μόνο η ευρωζώνη αλλά και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στο σύνολό της ενδέχεται να μην επιβιώσει –τουλάχιστον στην μέχρι σήμερα μορφή τους– εάν οι ηγεμονικές αξιώσεις που σήμερα εκδηλώνονται συνεχίσουν. Το θέμα είναι –την στιγμή που αναπόφευκτα σύντομα θα πρέπει να υπάρξει μια κάποια διέξοδος ή και ευχής έργο μια συντεταγμένη ευρύτερη αντιμετώπιση των προβλημάτων–, κατά πόσο η Ελλάδα θα αποφύγει να καταστεί το πρώτο και μεγαλύτερο θύμα.
Ανεξαρτήτως προβλημάτων και έκβασης των προσπαθειών αντιμετώπισής τους, κανείς θα πρέπει να εκτιμήσει ορθά το προαναφερθέν γεγονός ότι η ΕΕ είναι ένας τεράστιος χώρος μιας δυναμικής διαρκούς διαπραγμάτευσης στη βάση των εθνικών συμφερόντων. Έτσι ήταν εξαρχής, έτσι είναι σήμερα και έτσι θα συνεχίσει να είναι ενόσω θα υπάρχει. Μεταξύ άλλων θα μπορούσαν να αναφερθούν οι εξής εισροές που συμπλέκονται άναρχα και δυναμικά: Συμφέροντα, διακηρυγμένες ή και καταστατικές υψηλές παραδοχές πάνω στις οποίες εδράζεται η ΕΕ, ιδεαλιστικές διακηρύξεις –άλλοτε υποκριτικές και άλλοτε ειλικρινείς–, ρευστοί συσχετισμοί ισχύος, στρατηγικές που συγκροτούνται αυτόνομα στο επίπεδο της υπερεθνικής τεχνόσφαιρας, εθνικές στρατηγικές, στρατηγικές ιδιωτών και πολυεθνικών και ποικιλόμορφες ομάδες πίεσης.
Η εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων μέσα στο πολυσχιδές και μολαταύτα ιεραρχημένο πεδίο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης πρέπει να είναι το στοίχημα των κυβερνήσεων των κρατών-μελών. Τα μέλη του πολιτικού προσωπικού της Ελλάδας των τελευταίων ετών, εν τούτοις, αντί συγκρότησης σκοπών και στρατηγικής εκπλήρωσής τους με τον βέλτιστο δυνατό τρόπο, ατενίζουν αυτό το πεδίο περιδεή, φοβικά και ανήμπορα να λειτουργήσουν πολιτικά. Οι συναφείς παρατηρήσεις που μπορούν να γίνουν είναι πολλές.
Τα πολλά ταλέντα και οι μεγάλες δεξιότητες των κρατικών λειτουργών σε επιτελικά υπουργεία είτε είναι ανενεργά ή εγκλωβίστηκαν στην προσφορά υπηρεσιών στους ξενόφερτους τεχνοκράτες. Τα μέλη του πολιτικού προσωπικού αντί να τους αξιοποιήσουν επιλέγουν να στέκονται παθητικά επικαλούμενοι τις θέσεις τρίτων, συχνά απρόκλητες, παράλογες και προπετείς, τις οποίες εν τούτοις για προπαγανδιστικούς λόγους εμφανίζουν ως εκ προοιμίου ορθές και αλάνθαστες.
Για παράδειγμα, απλό διάβασμα των θέσεων των αρχηγών κρατών των 8 ισχυρών κρατών στο Κάμπ Ντέιβιτ στις 19.5.2012, κάνει σαφές ότι οι Ελληνικές απόψεις δεν συνεκτιμήθηκαν. Όχι επειδή αυτό είναι ανέφικτο αλλά επειδή κανένας Έλληνας αντιπρόσωπος δεν τις καλλιέργησε έγκαιρα και αποτελεσματικά. Κανείς επιπλέον δεν αντέταξε σε οποιοδήποτε τρίτο ότι οι θέσεις που διατυπώθηκαν βρίσκονται σε δυσαρμονία με τη λαϊκή ετυμηγορία, ότι ήταν οικονομικά παράλογες και ότι είναι εξ αντικειμένου ανέφικτες. Ότι επίσης δεν συνάδουν με πάγιους κώδικες, παραδοχές και συμφέροντα των κρατών-μελών της ΕΕ.
Όπως κατά κανόνα συμβαίνει στην Ελλάδα, επί μέρες ακολούθησε μια άσκοπη παραφιλολογία για το τι λέει ο ένας ή ο άλλος στην Ευρώπη και αλλού χωρίς ταξινόμηση των θέσεων των τρίτων, χωρίς ιεράρχηση των σημασιών τους, χωρίς ένταξή τους στο πολιτικό πλαίσιο στο οποίο ανήκουν, χωρίς διερεύνηση του κατά πόσο πρόκειται για κάποια κακόβουλη αδιαφανή ιδιοτέλεια, χωρίς εξέταση του κατά πόσο εξυπηρετεί ρευστές και ευμετάβλητες ενδοκομματικές ή άλλες ενδοκρατικές σκοπιμότητες κάποιου άλλου κράτους και χωρίς να ερευνάται ή αξιολογείται το διαρκές διαπραγματευτικό παιχνίδι και ο ανταγωνισμός ρευστών συμφερόντων και βουλήσεων στη διακρατική διαπάλη.
Ο πολιτικός ανορθολογισμός τρέφεται από μια καθιερωμένη πλέον αποπροσανατολιστική περιρρέουσα παραφιλολογία, η οποία αγνοεί την ουσία, τις ειδοποιούς διαφορές και τις εμπεδωμένες πρακτικές της ΕΕ. Για παράδειγμα, ποιος είπε ότι εάν όλα τα άλλα κράτη υιοθετούν μια θέση και εάν ένα μόνο κράτος διαφωνεί (επειδή αυτό συνάδει με τα συμφέροντά του) δεν είναι νομιμοποιημένο να εμμένει στη θέση του επειδή αυτό επιτάσσει με το εθνικό του συμφέρον! Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές και χωρίς να υπεισέρχομαι σε λεπτομέρειες, για παράδειγμα, η Καγκελάριος της Γερμανίας είναι σχεδόν μόνη στην αντίθεσή της κατά του «ευρωομόλογου».
Άπειρες φορές στην κοινοτική διαπραγμάτευση το ένα ή άλλο κράτος βρέθηκε μόνο εναντίον όλων επειδή αυτό επέβαλλαν τα συμφέροντά του. Αρκεί μόνο υπόμνηση της τύχης του Ευρωπαϊκού Συντάγματος που ήταν αποτέλεσμα μακρόχρονων διαπραγματεύσεων πλην η κοινωνική βούληση κάποιων κοινωνιών ήταν διαφορετική. Αποτελεί παραλογισμό ακόμη και ο παραμικρός ισχυρισμός ότι εμμονή σε μια εθνική στάση αποτελεί κάποιο πολιτικό έγκλημα ή κάποια ασυνήθιστη στάση. Το καθετί κρίνεται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του και αυτό καταμαρτυρεί η κοινοτική πρακτική. Μια συνολική εκτίμηση από αναρίθμητες εμπειρίες της κοινοτικής διαδρομής είναι ότι εάν κάτι αντιβαίνει στα ζωτικά συμφέροντα ενός κράτους δεν υπάρχει τρόπος να του επιβληθεί μια επαχθής ρύθμιση.
Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο στην περίπτωσή μας. Τα δύο μνημόνια τα οποία η Ελλάδα υποχρεώθηκε να υπογράψει οδηγούν την κοινωνική και ανθρωπολογική καταρράκωσή της. Το αντίθετο αποτελεί αντίληψη περί μιας σχέσης κρατών παριών με ιθαγενή πληθυσμό υποψήφιο για εθνοκάθαρση. Μέχρι σήμερα αυτή δεν είναι η ΕΕ. Προσπάθεια σταδιακής καθιέρωσης τέτοιων αντιλήψεων θα αποτελέσουν την αρχή του τέλους της. Μια «αρχή του τέλους» για την οποία ενώ εδώ πιθανολογούμε εμπράγματα την έχουν ήδη δημιουργήσει τα μνημόνια με πολλά κράτη-μέλη του Νότου της ΕΕ. Το μαρτυρούν επιπλέον οι ολοένα και πιο πυκνές ηγεμονικές συμπεριφορές εντός της ΕΕ.
4. Το μνημόνιο ως περιεχόμενο και η διαλεκτική σχέση διαπραγματεύσεων και πάγιων και ρευστών συμφερόντων.
Οι όροι «μνημονιακοί» - «αντί-μνημονιακοί» που σωστά επικράτησαν στην Ελλάδα τους μήνες πριν και μετά τις εκλογές του Μαίου και Ιουνίου 2012, είναι έννοιες ρευστές, εύπλαστες και επιδεχόμενες πολλαπλές νομικές και πολιτικές ερμηνείες. Όσον αφορά τον τρόπο που κανείς βλέπει τα μνημόνια, αν υπάρχουν στρατόπεδα, στο ένα εξ αυτών βρίσκονται εκείνα τα μέλη των ηγεσιών των παλαιοκομματικών δραστών της συμφοράς που το ερμηνεύουν με μοιρολατρικούς όρους αποικιακής εποχής.
Αφού επί δεκαετίες λεηλάτησαν το κράτος στο πλαίσιο ενός καλά στημένου φαυλοκρατικού πελατειακού δικομματισμού που συνοδευόταν από μια παραλυτική αφελή «ευρωλαγνεία», αυτό που βασικά λένε τώρα είναι ότι ο καλός εαυτούλης του παλαιοκομματισμού έχει μέλλον λαμπρό: Τα μέλη του θα συνεχίσουν να κατέχουν την κρατική εξουσία, αυτή τη φορά ως μεταπράτες ξένων συμφερόντων. Αν αμφιβολία υπάρχει, οι μορφασμοί, οι κραυγές και οι ειρωνείες στα τηλεοπτικά πάνελ δεν διασώζουν τους δράστες. Όποιος θέλει να είναι σοβαρός καλά κάνει να μελετήσει τον εφαρμοστικό νόμο του δεύτερου μνημονίου (βλ. http://www.epikaira.gr/content/files/Efarmostikos_nomos_sxolia1.pdf). Θα διαπιστώσει ότι το Ελληνικό κράτος απώλεσε την ελευθερία του και τη δημοκρατία του. Αν αυτό εφαρμοστεί τα οποιοδήποτε μέλη του πολιτικού προσωπικού που θα κάθονται πάνω στις κατεξουσιαστικές καρέκλες θα αποτελούν τροχονόμους μιας νέας λεηλασίας της ελληνικής κοινωνίας και της εκποίησης των πάντων.
Εν τέλει, αν εφαρμοστεί μια τέτοια κατεξουσιαστική δομή που μετατρέπει την ΕΕ σε μητρόπολη μιας αποικίας και τις ηγεσίες των λιγότερο ισχυρών κρατών σε πραιτοριανούς εξυπηρέτησης των ξένων συμφερόντων, τότε η καλύτερη λύση θα ήταν η κατάλυση της ΕΕ. Σε κάθε περίπτωση, αν έτσι εκτροχιαστεί η ΕΕ θα καταλυθεί από μόνη της: Υπάρχει μεγάλη αντίφαση μεταξύ από τη μια πλευρά των αφετηριακών λογικών ή μεταγενέστερων θεμελιακών παραδοχών και συμφερόντων πάνω στα οποία εδράζεται η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και από την άλλη πλευρά της προσπάθειας των ηγεμονικών κρατών μετά το 1992 που τώρα αποκορυφώνονται να καταστούν οι Βρυξέλλες ηγεμονικό κέντρο.
Τα μνημόνια τα οποία με την ενθάρρυνση ισχυρών κρατών και ιδιαίτερα της Γερμανίας επέβαλαν οι τεχνοκράτες ενσαρκώνουν το αυγό του φιδιού ενός εκκολαπτόμενου πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού παραλογισμού. Καταμαρτυρούν την παρακμή των παραδοχών που αναφέραμε μόλις. Σήμερα θύμα είναι η Ελλάδα και κάποια άλλα κράτη του Νότου, αύριο θα αφορά περισσότερα και μεθαύριο οι αντιθέσεις δεν θα συμμαζεύονται. Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για τον οποίο μια μεταβατική διακυβέρνηση προσωπικοτήτων και μια μελλοντική ανασυγκροτημένη πολιτική δομή στο μέλλον θα πρέπει να επιδιώξει την αναζήτηση λύσης στο εσωτερικό της ΕΕ με το να επιδιώκει συγκλίσεις και συμμαχίες προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά και μεταρρυθμίσεις που θα διασφαλίζουν τα αντί-ηγεμονικά κοσμοθεωρητικά θεμέλια της ΕΕ, κατιτί με το οποίο σίγουρα θα συνηγορήσουν τα πλείστα μέλη.
Οι συνεπείς «αντί-μνημονιακοί» βλέπουν ή πρέπει να βλέπουν το μνημόνιο ως περιεχόμενο. Ένα περιεχόμενο που προσδιορίστηκε από μια κακή συγκυρία και από μια κακή πολιτική απόφαση ενός διαλυμένου και ηττημένου πολιτικού προσωπικού της Ελλάδας. Μιας τάσης επίσης που εκκολάπτεται εδώ και μερικά χρόνια μέσα στα σωθικά της ΕΕ και που ενδέχεται να προκαλέσει τη διάλυσή της.
Η κρατούσα κοινοτική πρακτική, όπως λέμε και σε άλλο σημείο, είναι ότι οι νόμοι, τα δικαιώματα και οι δεσμεύσεις μπορούν να αλλάζουν με νέες πολιτικές αποφάσεις αν οι προηγούμενες αποδειχθούν ατελέσφορες και καταστροφικές. Αυτή η πρακτική είναι η ισχύουσα επειδή η αιτιολογία ύπαρξης της ΕΕ είναι η εξυπηρέτηση των ανεξαρτήτων μελών της. Δεν μπορεί να υπάρχει όταν τα ηγεμονεύει, όταν τα αποδυναμώνει και όταν τα κατεδαφίζει κοινωνικά και οικονομικά. Αυτή η ορθολογιστική συλλογιστική που έπρεπε να προτάσσεται με κάθε ευκαιρία δεν αναφέρεται σε ανέφικτους σκοπούς όπως οι κήνσορες της υποτέλειας προσπαθούν να την εμφανίσουν, αλλά μια πραγματολογικά προσγειωμένη και ρεαλιστική αντίληψη ενταγμένη στη μέχρι σήμερα λογική πάνω στην οποία εδράζεται η ΕΕ.
Ως περιεχόμενο το πρώτο και δεύτερο μνημόνιο είναι αναμφίβολα μια σύνθετη υπόθεση. Πρωτίστως, ισχύει ότι τόσο το πρώτο μνημόνιο όσο και το δεύτερο είναι το αποτέλεσμα και όχι το αίτιο των προβλημάτων της Ελλάδας και της ΕΕ. Το αίτιο είναι τόσο η προβληματική λειτουργία της ΟΝΕ όσο και η επί μακρόν ύπαρξη ενός φαυλοκρατικού πελατειακού δικομματισμού που λεηλάτησε τον πλούτο της ελληνικής κοινωνίας. Φαυλοκρατικές εξουσίες και διαφθορά, όμως, υπάρχει σε όλα τα κράτη και το αντίθετο μόνο ως αστείο μπορεί να ειπωθεί. Αν ευθύνες επιμερίζονται στους Έλληνες τότε εντοπίζονται στο γεγονός ότι καταμαρτυρήθηκε μια κραυγαλέα ανικανότητα του φαυλοκρατικού πελατειακού παλαιοκομματισμού να ακολουθήσει τη σωστή οικονομική πολιτική πριν και μετά το 2009. Λόγω της ανικανότητας του πολιτικού του προσωπικού, επίσης, να συγκροτήσει μια ορθολογιστική ευρωπαϊκή πολιτική άξια ενός ισότιμου πλήρους μέλους. Όμως, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα στην Ελλάδα και στην ΕΕ είναι ένα πράγμα να υπάρξει ένα ρεύμα πιο ορθολογιστικών θεσμικών και οικονομικών αποφάσεων ενδοκρατικά και κοινωνικά και άλλο να καθυποτάσσεται ένα κράτος μεμονωμένα.
Το κάνουμε ξεκάθαρο: Ορθό και ορθολογιστικό είναι να αντικρούεται με σφοδρότητα κάθε αχαρακτήριστη φασίζουσα νοοτροπία που επιχειρεί να ενοχοποιήσει συλλογικά μια κοινωνία. Όπως ήδη τονίσαμε, μόνο αποστροφή προκαλούν όσοι ξένοι και εγχώριοι ηθικολογούν ασύστολα με το να ενοχοποιούν την Ελληνική κοινωνία συλλογικά. Οι δε συχνές δηλώσεις της καγκελαρίου Μέρκελ και του Γερμανού Υπουργού Οικονομικών ότι περίπου φταίνε αποκλειστικά οι Έλληνες για την κρίση αποτελεί συλλογική ενοχοποίηση που δεν θυμόμαστε να τόλμησε κανείς μετά τις γνωστές φασιστικές συλλογικές ενοχοποιήσεις της δεκαετίες του 1930. Το θλιβερό είναι ότι υπάρχουν και εγχώριοι κράχτες τέτοιων άθλιων και θηριωδών θέσεων και στάσεων.
Κανείς πάντως δεν βρέθηκε στην Ελλάδα να αντιτάξει ότι τα μεγαλύτερα προβλήματα προέκυψαν λόγω στρεβλοτήτων ΟΝΕ που ευνόησε υπέρμετρα τη Γερμανία. Επίσης, λόγω ελλειμματικής οικονομικής διακυβέρνησης στην Ευρώπη και διεθνώς, λόγω άγριου ανταγωνισμού χωρίς προϋποθέσεις αντιμετώπισης των προβλημάτων των λιγότερο ισχυρών που ωφέλησε τη Γερμανία και λόγω απουσίας πολιτικών αποφάσεων ισόρροπης ανάπτυξης στην ευρωζώνη. Στον επιμερισμό των ευθυνών για την κρίση η Ελλάδα αλλά και των άλλων κρατών του νότου πρέπει να αντιταχθεί στα ισχυρά κράτη του βορρά και ιδιαίτερα στη Γερμανία η εξής καταμαρτυρούμενη αλήθεια: «Τα δικά σας πλεονάσματα είναι τα δικά μας ελλείμματα που οφείλονται στον άνισο ανταγωνισμό και στις στρεβλές θεσμικές και οικονομικές ρυθμίσεις».
Αυτά είναι εν μέρει ηθικά επιχειρήματα και στις διεθνείς σχέσεις ελάχιστα ισχύουν. Στις διεθνείς σχέσεις ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας. Πλην στην Ευρώπη το συνολικότερο και ευρύτερο «ευρωπαϊκό συμβόλαιο» προϋποθέτει μια διαφορετική «συνομιλία και συναλλαγή μεταξύ των κρατών» σε σύγκριση με αυτό που ισχύει στο υπόλοιπο διεθνές σύστημα. Τα επιχειρήματα αυτά και άλλα παρόμοια, επιπλέον, εμπεριέχουν κριτήρια κοινωνικού, πολιτικού, στρατηγικού και οικονομικού ορθολογισμού πάνω στον οποίο και μόνο μπορεί να εδράζεται και αναπτύσσεται το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Χωρίς αυτά, όπως είπαμε, η ΕΕ δεν επιβιώνει.
5. Η αιτιολόγηση μιας διεκδικητικής διαπραγμάτευσης και τα θέσφατα ύπαρξης και λειτουργίας της ΕΕ
Ως προς κάποια σημεία το περιεχόμενο του μνημονίου μπορεί να αφορά άκαμπτες νομικές δεσμεύσεις ή δάνεια που θα ήταν θανάσιμα εσφαλμένο να αμφισβητήσουμε. Άλλα σημεία να αφορούν δεσμεύσεις για σωστές πολιτικές που μια ορθολογιστική διακυβέρνηση θα πρέπει να υιοθετήσει ακόμη και όταν το μνημόνιο παύσει να ισχύει. Για παράδειγμα, ο ισοσκελισμός των δημοσίων δαπανών με πάταξη της φοροδιαφυγής ή ο τερματισμός των σπάταλων δαπανών και η αποθάρρυνση της υπερπολυτελούς κατανάλωσης. Βασικά, μια λογική προσέγγιση θα ήταν η εξής: Χωρίς να αμφισβητούμε τις θεμιτές δανειακές υποχρεώσεις μας, ζητούμε την κατάργηση του μνημονίου και των καταχρηστικών δεσμεύσεων. Ταυτόχρονα εμείς οι ίδιοι αυτοδεσμευόμαστε –και Συνταγματικά;– να ισοσκελίσουμε τις δημόσιες δαπάνες. Να καταπολεμήσουμε επίσης κάθε φαυλοκρατική πελατειακή τάση του παρελθόντος. Η φορά κίνησης προς περισσότερη δημοκρατία θα ενισχύσει αμφότερους τους στόχους και ο παροπλισμός του φαύλου δικομματισμού είναι προϋπόθεση επιτυχίας. Η καταπολέμηση της διαφθοράς, εξάλλου, είναι από αρχαιοτάτων χρόνων ένα μόνιμο πρόβλημα και η αντιμετώπισή του μια από τις σημαντικότερες αποστολές της δημοκρατικής συγκρότησης μιας πολιτείας.
Ως προς κάποιες άλλες πτυχές το περιεχόμενο του μνημονίου και του «εφαρμοστικού νόμου» είναι άνομες, καταχρηστικές, γενοκτονικές και γενικώς ανάξιες μιας ΕΕ που οι κοινωνίες θα ήθελαν να συνεχίσει να υπάρχει. Τέτοιες πτυχές είναι κάτι περισσότερο από αναγκαίο να αναιρεθούν ή να τροποποιηθούν ριζικά με νέες αποφάσεις με την αυτονόητη συναίνεση όλων των εμπλεκομένων. Για να το πούμε διαφορετικά, η εν μέρει ή εν όλω καταγγελία του μνημονίου είναι πρωτίστως πολιτικό ζήτημα και δευτερευόντως νομικό. Οτιδήποτε άλλο λέγεται είναι μαρτυρία πολιτικής ανημποριάς και προφάσεις εν αμαρτίαις.
Η ποικιλομορφία του μνημονίου ως ένα πολυσχιδές περιεχόμενο, λοιπόν, δεν πρέπει να υποτιμάται. Γι’ αυτό, όταν προσερχόμαστε σε μια διαπραγμάτευση με άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ τα οποία επηρεάζονται από τις δικές μας αποφάσεις και των οποίων οι δικές τους αποφάσεις επηρεάζουν εμάς, απαιτείται να είμαστε σοβαροί και αξιόπιστοι. Κυρίως, τεκμηριωμένα ασυμβίβαστα ανένδοτοι επί θεμάτων αρχής που σχετίζονται με την επιβίωση της κοινωνίας και της Ελλάδας ως ανεξάρτητο κράτος. Οπωσδήποτε τίποτε δεν μπορεί να ισχύσει όταν τεκμηριωμένα και αποδεδειγμένα όπως πολλοί πιο ειδικοί ισχυρίζονται πολλές ρυθμίσεις είναι άνομες και καταχρηστικές. Απαιτείται ριζική αναθεώρηση δεσμεύσεων όταν τεκμηριωμένα και αποδεδειγμένα –εδώ ακριβώς υπεισέρχεται ο ρόλος των κρατικών λειτουργών για να τεκμηριώσουν νομικά, θεσμικά και οικονομικά επιχειρήματα– επαχθείς όροι οφείλονται σε ελλειμματικές θεσμικές ρυθμίσεις της ΕΕ που κατέστησαν τα λιγότερο ισχυρά κράτη θύματα και στην κυριαρχία αβάστακτων παλαιοκαπιταλιστικών αντιλήψεων που οδηγούν σε αθέμιτο ανταγωνισμό, οικονομικό ανορθολογισμό, κοινωνικές εκρήξεις και πολιτικά αδιέξοδα.
Στην ΕΕ δεν ισχύει ή δεν μπορεί να ισχύει το ρηθέν «όταν απομακρυνθείς από το ταμείο ουδέν λάθος αναγνωρίζεται» ή «ας πρόσεχες τι υπέγραφες» (ανεξαρτήτως αν υπέγραφες εν μέσω εκβιαστικών διλημμάτων, ανελέητων κερδοσκοπικών επιθέσεων και με υποβόσκουσα πρόθεση να ωφεληθούν ακόμη περισσότερο οι οικονομίες των ισχυρών κρατών με διαδικασία εκποίησης του ελληνικού πλούτου, βλ. «εφαρμοστικό νόμο»).
Αυτών λεχθέντων, θα πρέπει να επιμείνουμε ότι τίποτα δεν αναιρεί την υποχρέωση των Ελλήνων να γίνουν ανταγωνιστικοί και να θεραπεύσουν ιστορικές θεσμικές και πολιτικές ασθένειες. Όπως προαναφέρθηκε, εμείς οι ίδιοι θα πρέπει να αυτοδεσμευτούμε να εξορθολογίσουμε τους θεσμούς, να αναπτύξουμε την οικονομία και να γίνουμε ανταγωνιστικότεροι σε όλα τα επίπεδα. Είναι ένα πράγμα βέβαια ο εξορθολογισμός των θεσμών και άλλο η εξόντωση του κράτους και της κοινωνίας και η μετατροπή των πολιτών σε είλωτες όπως με κυνισμό κηρύττουν οι τεχνοκράτες. Γιατί το μνημόνιο εξ αντικειμένου σ’ αυτό αποσκοπεί.
Όπως δείχνει η πείρα των δύο τελευταίων «μνημονιακών ετών» η ανταγωνιστικότητα και ο εξορθολογισμός των θεσμών δεν επιτυγχάνεται πυροβολώντας προς κάθε κατεύθυνση. Θύματα όπως ξέρουμε τελικά στην Ελλάδα είναι οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, τα στελέχη τους τα οποία συχνά είναι υψηλών δεξιοτήτων και τα οποία εν τούτοις καλούνται να εργάζονται με εξευτελιστικούς όρους. Το ίδιο ισχύει για το υψηλής στάθμης εργατικό δυναμικό του ιδιωτικού τομέα.
Με θλίψη βλέπουμε θεσμούς και πολιτικά πρόσωπα στην υπόλοιπη Ευρώπη να εναγκαλίζονται τον νεοελληνικό παλαιοκομματισμό ενώ εμείς εδώ γνωρίζουμε ότι τίποτα δεν μπορεί να γίνει αν δεν καταλυθεί το φαυλοκρατικό πελατειακό σύστημα του δογματικού «κεντροαριστερού» και «κεντροδεξιού» δικομματισμού.
Αν βέβαια κάποιοι στην υπόλοιπη Ευρώπη ερωτοτροπούν με την ιδέα να μετατρέψουν τις Ελληνικές κυβερνήσεις σε μεταπρατικά όργανα που θα καθιστούν την Ελλάδα αποικία τους, πρέπει οι Έλληνες ψηφοφόροι, για έναν ακόμη λόγο, να ψηφίσουν με αποφασιστικότητα κάθε ανεξάρτητο αντί-μνημονιακό ρεύμα που θα δεσμευτεί ότι θα αντιτάξει αξιόπιστα και τεκμηριωμένα επιχειρήματα. Να αντιτάξει επίσης πνευματικά μεστά επιχειρήματα που θα εκφράζουν μια δεδομένη κοινωνική συναίνεση και αποφασιστικότητα των Ελλήνων να υπερασπιστούν την εθνική τους ανεξαρτησία.
Στο σημείο αυτό, ακριβώς χρήζει να τονιστεί ότι η συχνή επίκληση των αλλαγών στη Γαλλία και αλλού ως δήθεν εξέλιξη που δημιουργεί διαπραγματευτικές ευκαιρίες που δεν υπήρχαν πριν είναι και πάλιν προφάσεις εν αμαρτίαις. Υποδηλώνει ανικανότητα αντίληψης του προαναφερθέντος γεγονότος ότι τα κράτη συγκροτούν τις εθνικές διαπραγματευτικές τους θέσεις στην ΕΕ και στην διεθνή πολιτική στη βάση όχι ιδεολογικών κριτηρίων αλλά πάγιων και ρευστών εθνικών συμφερόντων. Στην Ελλάδα συνήθως συμβαίνει το αντίθετο, κατιτί που αποτελεί το αίτιο πολλών προβλημάτων.
Εμπειρίες δεκαετιών καταμαρτυρούν ότι στην ΕΕ η διεκδικητική προσκόλληση στο εθνικό συμφέρον είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Ο αντίθετος ισχυρισμός αν δεν είναι μεταπρατικός και κακόβουλος οφείλεται σε άγνοια ή σύνδρομα υποτέλειας. Οι περισσότεροι λογικά σκεπτόμενοι θα συμφωνούσαν πως η διαιώνιση μιας τέτοιας ελεγχόμενης συμπλοκής συμφερόντων στο εσωτερικό ενός αντί-ηγεμονικά δομημένου θεσμού είναι ο σημαντικότερος λόγος για να συνεχίσει το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Ποιος, πότε και πως μέχρι σήμερα, λοιπόν, διαπραγματεύτηκε με τους συνεταίρους της Ελλάδας με ισότιμο τρόπο και αντιτάσσοντας αξιόπιστο ευρωπαϊκό λόγο; Όχι βέβαια όσοι απνευστί υπέγραφαν μνημόνια χωρίς στο εσωτερικό να κάνουν αυτό που μας συμφέρει, χωρίς δηλαδή να τερματίσουν τις πελατειακές πρακτικές. Ποιος και πόσο αξιόπιστα και πειστικά εξήγησε στα κράτη της ΕΕ ότι υπάρχουν δεσμεύσεις που μας επέβαλαν οι τεχνοκράτες –οι οποίοι στη συνέχεια ομολόγησαν τα λάθη τους– τα οποία αν τηρηθούν θα φτάσουμε εμείς στο τέλμα και η ΕΕ στην άβυσσο.
Ποιος και πόσο αξιόπιστα αντέταξε στις εκατοντάδες κακόπιστες και υποκριτικές δηλώσεις πως ανεξαρτήτως λαϊκής ετυμηγορίας η Ελλάδα θα πρέπει να τηρήσει όλες τις «δεσμεύσεις της» (εννοώντας ρητά την αποδοχή όλων των αδικιών και την μετατροπή της Ελλάδας σε πτωχευμένη αποικία νέας κοπής). Ποιος αντέταξε ότι το «μνημόνιο-θέσφατο» πρωτίστως οφείλεται όπως προαναφέραμε στα γιγαντιαία λάθη της νομισματικής ενοποίησης χωρίς προϋποθέσεις! Ποιος υπέμνησε τα ομολογημένα λάθη των τεχνοκρατών που συχνά λειτουργούσαν με αλλότρια κριτήρια ελάχιστα ή καθόλου κοινωνικοπολιτικά επικυρωμένα. Ποιος υπέμνησε τον επαχθή χαρακτήρα πολλών μέτρων που επιβλήθηκαν και που εξόφθαλμα εξυπηρετούν μεγάλα συμφέροντα των οικονομικών μεγαθηρίων των κρατών του ευρωπαϊκού βορρά ή και των αδιαφανών διεθνικών δρώντων!
Όλα αυτά και πολλά άλλα, ασφαλώς, είναι πολιτικά επιχειρήματα που στην κοινοτική διαπραγμάτευση ένα κράτος προτάσσει τεκμηριωμένα και ανένδοτα επιχειρώντας να επηρεάσει λογικά και ορθολογιστικά τη λήψη νέων πολιτικών αποφάσεων ή την αναθεώρηση των αποφάσεων. Νομικοί, οικονομολόγοι και άλλοι ειδικοί επιμέρους πτυχών μπορούν να συγγράψουν εκατοντάδες σελίδες ανάλογων επιχειρημάτων.
Υπάρχει επιπλέον μια ακόμη σειρά επιχειρημάτων που αφορά το στήσιμο μιας βιομηχανίας εκβιασμών κατά ενός κράτους-μέλους. Ποιος ακόμη υπέμνησε ότι το μνημόνιο συζητιόταν με τους τεχνοκράτες βράδυ, συζητιόταν στο κοινοβούλιο βράδυ, ψηφιζόταν στο κοινοβούλιο βράδυ υπό συνθήκες αφόρητων εκβιαστικών διλημμάτων και ότι οι υπό εκβιασμό βουλευτές που το ψήφισαν καταγράφηκαν να λένε πως επιστρέφοντας στο σπίτι τους έφτυναν το πρόσωπό τους στον καθρέπτη!
Ποιος αξιόπιστα αντέταξε πως πέραν αυτών και πολλών άλλων η επιβολή όρων που αναπόδραστα οδηγεί στην εκποίηση του ελληνικού δημόσιου και ιδιωτικού πλούτου μπορεί να εξυπηρετεί συμφέροντα ιδιωτών των ισχυρών κρατών αλλά δεν συνάδει με τις αφετηριακές λογικές της ΕΕ και δεν είναι συμβατό με τις προαναφερθείσες κυρίαρχες παραδοχές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης όπως εμπεδώθηκαν μετά το 1957. Αυτές οι λογικές και παραδοχές δεν αφορούν κάποια αλτρουιστικά ή ιδεαλιστικά κριτήρια αλλά συμφέροντα, στρατηγικές και σχέσεις με τρίτους. Η κατεδάφιση αυτών των λογικών εξ αντικειμένου πλέον δεν αποκλείεται.
Αντί λοιπόν τα μέλη του πολιτικού προσωπικού να αντιτάξουν έναν πολιτικό και νομικό λόγο «ευρωπαϊκών προδιαγραφών», φοβισμένα, δειλά και πολιτικά ανάξια έσπευσαν να καθυποταχθούν προγραμματικά προδικάζοντας την λαϊκή ετυμηγορία. Χωρίς να έχουν το παραμικρό νομιμοποιημένο ή νόμιμο δικαίωμα για κάτι τέτοιο και χωρίς αυτό να εντάσσεται σε μια «κοινοτική λογική» επιχείρησαν να δεσμεύσουν προγραμματικά τη λαϊκή κυριαρχία ενός ανεξάρτητου κράτους. Όχι για τον εκσυγχρονισμό του αλλά για να εφαρμοστούν ανορθολογικές τεχνοκρατικές αποφάσεις που αλλοιώνουν οτιδήποτε ενσάρκωνε μέχρι σήμερα η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και που με μαθηματική ακρίβεια οδηγούν στη διάλυση της οικονομίας, της κοινωνίας και των ανθρώπων.
Το περιεχόμενο λοιπόν του μνημονίου επιδέχεται πολλές αναγνώσεις και η αποδοχή της λογικής των τεχνοκρατών ή των ηγεμονικών αξιώσεων δεν είναι μονόδρομος. Ποιος πράγματι θα αντιδράσει αρνητικά αν ειπωθεί σε μια διαπραγμάτευση πως δεχόμαστε τις θεμιτές δεσμεύσεις απέναντι σε όσους μας δάνεισαν αλλά όχι όλες τις δεσμεύσεις αν αποδείξουμε πως πολλές από αυτές είναι άνομες και καταχρηστικές επειδή συνομολογήθηκαν υπό καθεστώς εκβιασμών και συρροής λαθών πολλών άλλων! Ποιος λογικός συνεταίρος θα είναι αρνητικός αν τεκμηριωμένα εξηγούσαμε πως πολλά οφείλονται στη συρροή λαθών των τεχνοκρατών οι οποίοι οδήγησαν μεγάλο μέρος της κοινωνίας στην εξαθλίωση, το υπόλοιπο σε τροχιά πτώχευσης και τη κοινωνική συνοχή στον κίνδυνο! Πόσοι από αυτούς τους παραλογισμούς οφείλονται στην «τεμπελιά των Ελλήνων» ή την φοροδιαφυγή –ως και οι Έλληνες να είναι οι πρωταθλητές της φοροδιαφυγής παγκοσμίως– και πόσοι στις ατέλειες της νομισματικής ενοποίησης μετά το 1992!
Τέτοια και πολλά άλλα πολιτικά, οικονομικά και νομικά επιχειρήματα που δεν ακούστηκαν από επίσημα ελληνικά χείλη είναι στη φύση της ΕΕ να τίθενται στο διαπραγματευτικό τραπέζι και να προτάσσονται διεκδικητικά. Αν η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση καταλήξει σε μια κατάσταση όπου κράτη-μέλη –σήμερα η Ελλάδα, αύριο η Ιρλανδία ή μεθαύριο η Ισπανία–, μετατρέπονται σε αποικίες νέας κοπής, τότε ασφαλώς ακυρώνονται, τονίζουμε για ακόμη μια φορά, οι αιτιολογικές βάσεις ύπαρξής της ΕΕ. Αυτό έπρεπε και πρέπει να το πούμε πολύ καθαρά και δυνατά: Δεν είμαστε δεύτερης τάξης μέλος. Όπως όλοι είμαστε ισότιμο μέλος πρώτης τάξης. Το κύριο αίτιο των οικονομικών μας προβλημάτων είναι τα ελλείμματα και τα προβλήματα της νομισματικής ενοποίησης και η απουσία τόσο μιας οικονομικής ενοποίησης όσο και των κοινωνικοπολιτικών προϋποθέσεων σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη που θα εκπλήρωναν επιτυχώς έναν τέτοιο σκοπό.
Το ελληνικό πολιτικό προσωπικό των τριών τελευταίων χρόνων δεν προσέγγισε την ΕΕ με ορθολογισμό, επιχειρήματα και αξιοπιστία. Βασικά βαθμολογείται επιεικώς μηδέν. Τα μέλη του απαθούς και ανενεργού πολιτικού προσωπικού και όσοι επί μακρόν τους στηρίζουν εργολαβικά στα μέσα μαζικής επικοινωνίας βλέπουν αυτό το γιγαντιαίο και κατακερματισμένο διακρατικό, υπερεθνικό και στρατηγικό περιβάλλον ως έναν μονολιθικό και άκαμπτο Λεβιάθαν. Λεβιάθαν μπροστά στον οποίο ένα κράτος όπως η Ελλάδα είναι, δήθεν, ανήμπορο και αδύναμο. Ό,τι πει ο κάθε ξένος ιδιοτελής ή ο κάθε γυρολόγος είναι θέσφατο και απαραβίαστο. Το προπαγανδίζουν, επιπλέον, μυριάδες αφελείς και πολλά συνήθη συμπλεγματικά παράσιτα. Στις διεθνείς σχέσεις και κυρίως στις σχέσεις με τα ηγεμονικά κράτη, έγραψε ευφυώς ο Κονδύλης, «ό,τι συμφέρει τους ιδιοτελείς το προπαγανδίζουν οι αφελείς». Οι αφελείς επιδίδονται στη βολική γι’ αυτούς κινδυνολογία και ολιγωρούν μπροστά στην καθημερινή ανάγκη συγκρότησης σκοπών, χαρτογράφησης του εξωτερικού περιβάλλοντος, καταγραφής και ιεράρχησης των μέσων που διαθέτουμε και ανάπτυξης μιας στρατηγικής με τρόπο που μεγιστοποιεί τον ρόλο των κρατικών και άλλων λειτουργών.
Κυριολεκτικά κρέμονται από τα χείλη του ενός ή του άλλου ξένου και αλλοπρόσαλλα προβάλλουν «επιχειρήματα» κατάλληλα μόνο για ανούσιες μικροπολιτικές διαμάχες: Ακόμη χειρότερα, λόγω αβάστακτης άγνοιας των συσχετισμών ισχύος και συμφερόντων, πρώτοι οι δικοί μας πολιτικοί είναι αυτοί οι οποίοι προηγήθηκαν κάποιων ξένων με το να εισαγάγουν ή ενθαρρύνουν νέα ζιζάνια στην ευρωπαϊκή πολιτική. Για παράδειγμα, τη συζήτηση για την εφικτότητα ή το ανέφικτο μια χώρα μέλος να εγκαταλείψει την ευρωζώνη. Με άστοχες θέσεις ενθαρρύνουν κάθε καλοθελητή να ασχημονήσει κατά της Ελλάδας και οδηγούν πολλούς σε ανορθολογικές αυτοπαγιδεύσεις που αν πραγματωθούν δεν θα σημαίνουν μόνο κατεδάφιση της Ελλάδας αλλά και οικονομική και ηθική καταρράκωση της ΕΕ.
Έτσι ο δικός μας πολιτικός ανορθολογισμός ενθαρρύνει τις εις βάρος μας σπασμωδικές παρεμβάσεις, όπως για παράδειγμα η πρωτοφανής αξίωση της Καγκελαρίου Μέρκελ στις 19.5.2012 προς τον Έλληνα Πρόεδρο όταν μίλησε για … «δημοψήφισμα παράλληλα με τις εκλογές που θα αποφάσιζε αν οι Έλληνες θέλουν να μείνουν ή να βγουν από το ευρώ». Εμείς όμως αδιατάραχτα μένουμε απαθείς συνεχίζοντας να νομίζουμε πως εκεί έξω στην Ευρώπη βρίσκεται ένας Λεβιάθαν-ΕΕ μπροστά στον οποίο πρέπει να μένουμε άφωνοι όσο θεμιτή, λογική και ορθολογιστική και αν είναι μια αξίωσή μας.
6. Η διαπραγματευτική στρατηγική της Ελλάδας και η οργάνωση των επιτελικών κρατικών θεσμών: Πολιτική χαρτογράφηση της ΕΕ
Ολοκληρώνοντας θα ακολουθήσουν σύντομες αναφορές σε πιο εξειδικευμένα ζητήματα που αφορούν μια αποτελεσματική και αξιόπιστη συμμετοχή ενός κράτους-μέλους, επί του προκειμένου της Ελλάδας, στη διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Θα απαντήσω πρωτίστως στο ερώτημα: Τι θα έκανε ένας επικεφαλής ενός επιτελικού υπουργείου;
Πρωταρχική μέριμνα είναι η βέλτιστη αξιοποίηση των ταλέντων και των δεξιοτήτων των κρατικών λειτουργών και κάθε άλλου που θα μπορούσε σε αξιοκρατική βάση να συμβληθεί ως εμπειρογνώμων. Ο χώρος ενός επιτελικού υπουργείου, επιπλέον, θα πρέπει να είναι απαλλαγμένος από προσωπικούς φίλους, κομματικά στελέχη, συγγενείς και ομοϊδεάτες. Όσοι εκεί υπηρετούν απαιτείται να είναι άτομα και ομάδες βέλτιστων δεξιοτήτων, βέλτιστων γνώσεων και βέλτιστης απόδοσης.
Από αυτό εξαρτάται αν θα είμαστε ή αν δεν θα είμαστε ένα κρατικό καράβι χωρίς προσανατολισμό και χωρίς πυξίδα. Πρώτιστο καθήκον αλλά και ο δείκτης των πολιτικών δεξιοτήτων κάθε πολιτικού υπεύθυνου –«πολιτικός ηγέτης» είναι η συνήθης ονομασία– είναι να συγκροτήσει επιτελείο που μεγιστοποιεί τα μέσα και που βελτιστοποιεί την αποτελεσματικότητα στην ανάλυση του περιβάλλοντος, στη διατύπωση εκτιμήσεων και στην εφαρμογή των αποφάσεων.
Για να κερδηθεί τυχόν χαμένος χρόνος των δύο τελευταίων ετών θα έπρεπε μια τέτοια κίνηση να είχε γίνει ακαριαία αμέσως μετά τις εκλογές του Μαίου 2012. Κάθε νέα επόμενη κίνηση απαιτούσε συγκρότηση και διαρκή ανασυγκρότηση σεναρίων αποφάσεων και ενεργειών ανάλογα και αντίστοιχα με την εξέλιξη του διεθνούς και ευρωπαϊκού περιβάλλοντος. Πάγιος σκοπός κάθε διακυβέρνησης είναι μέσα σε αυτό το ρευστό και εύπλαστο περιβάλλον να ελαχιστοποιούνται οι κίνδυνοι, να μεγιστοποιούνται οι ευκαιρίες και να εξυπηρετούνται ιεραρχημένα και με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα εθνικά συμφέροντα.
Στο πλαίσιο κάθε συγκυρίας και σε αναφορά με την ΕΕ, αφετηρία μιας επιτελικής ομάδας διακυβέρνησης είναι η στρατηγική, οικονομική, πολιτική, θεσμική και οικονομική χαρτογράφηση της ΕΕ και όλων των εσωτερικών ή εξωγενών δρώντων που την επηρεάζουν. Αναφερόμαστε σε μια πολυεπίπεδη και πολυδιαστρωματωμένη δομή όπου χιλιάδες ή και δεκάδες χιλιάδες δρώντες επιδιώκουν να εκπληρώσουν τα συμφέροντά τους.
Η ακριβής γνώση, η διαρκής τροφοδότηση με πληροφορίες, η διαρκής επαναδιατύπωση των εκτιμήσεων και η διαρκής συγκρότηση εναλλακτικών σχεδίων στάσεων, συμπεριφορών και αποφάσεων είναι το καθημερινό έργο μιας αποτελεσματικής διακυβέρνησης κάθε αξιόπιστου και σοβαρού κράτους, πολύ δε περισσότερο ενός πλήρους και ισότιμου κράτους-μέλους της ΕΕ. Μόνο αν έτσι συγκροτηθεί και λειτουργήσει το Ελληνικό κράτος μπορεί να συμμετάσχει ισότιμα στην ΕΕ κατορθώνοντας ταυτόχρονα να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του.
Η «χαρτογράφηση της ΕΕ και του διεθνούς συστήματος» συμπεριλαμβάνει, μεταξύ πολλών άλλων, κρατικές στρατηγικές, στάσεις και συμπεριφορές του κατακερματισμένου υπερεθνικού μωσαϊκού, δημόσια και ιδιωτικά συμφέροντα και τις κυμάνσεις εντός και μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Δεκάδες χιλιάδες δρώντες συμπλέκονται ακατάπαυστα. Εκατοντάδες κέντρα συγκρότησης και λήψης αποφάσεων λαμβάνουν αποφάσεις που κατατίθενται καθημερινά στη δυναμικά εξελισσόμενη Κοινοτική διαπραγματευτική διαδικασία. Καίριας σημασίας είναι όχι μόνο οι ακολουθούμενες στρατηγικές κάθε κράτους και κυρίως των μεγάλων μελών της ΕΕ αλλά και οι στρατηγικές ευαισθησίες που καθιστούν την εξωτερική πολιτική των άλλων κρατών μελών επιδεκτική επηρεασμού. Έτσι, πλήθος παραγόντων και κριτηρίων επηρεάζουν ακατάπαυστα την ευρωπαϊκή πολιτική σε όλα τα στρώματα και επίπεδα καθιστώντάς την εύπλαστη, ευμετάβλητη και επιδεκτική νέων πολιτικών αποφάσεων που αναθεωρούν τις δεσμεύσεις, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις.
Ανά πάσα στιγμή ένα επιτελικό υπουργείο απαιτείται να δύναται να σταθμίζει και να εκτιμά σταθερές και μεταβλητές της ευρωπαϊκής πολιτικής. Για παράδειγμα, ρητές ή άρρητες ρευστές στρατηγικές συμφωνίες (χαρακτηριστικό παράδειγμα οι στρατηγικές σχέσεις Γαλλίας-Γερμανίας ή το ευμετάβλητο της Βρετανικής στρατηγικής στο τρίγωνο ηπειρωτική Ευρώπη, Λονδίνο, Ουάσινγκτον), τρωτότητες φορέων αντίπαλων συμφερόντων στο ίδιο του το «γήπεδο» (για παράδειγμα, αντί-ηγεμονικές αντιλήψεις στην ίδια την Γερμανία) και υπερατλαντικές σχέσεις, συμφέροντα και συμμαχίες (αφορά όχι μόνο την Βρετανία αλλά όπως προσέξαμε τον Μάιο 2012 και τη Γαλλία η οποία συμμάχησε με τις ΗΠΑ για να επηρεάσει τη Γερμανική στάση).
Η παρατήρηση, ανάλυση, εκτίμηση και σχεδιασμός συναρτάται με το είδος των υποχρεώσεων και δεσμεύσεων ενός κράτους και τις πολλές ενδιάμεσες αποχρώσεις που συχνά αποτελούν και την ειδοποιό διαφορά. Κάνουν πολύ μεγάλο λάθος –και στην Ελλάδα πολλοί το κάνουν– όσοι πιστεύουν πως η ευρωπαϊκή νομιμότητα είναι άκαμπτη και αμετάβλητη. Το αντίθετο ισχύει. Η ευρωπαϊκή νομιμότητα είναι ένας ζωντανός οργανισμός που αναπτύσσεται, εξελίσσεται, διαμορφώνεται, αναπλάθεται και αναδιαμορφώνεται διαρκώς στη βάση της συνισταμένης των συμφερόντων κάθε συγκυρίας. Αυτός είναι ο λόγος που πιο πάνω υποστηρίχθηκε πως το μνημόνιο που ατυχώς υποχρεώθηκε ή κατ’ άλλους εξαναγκάστηκε/καταναγκάστηκε να υπογράψει η Ελλάδα απαιτείται να το δούμε ως περιεχόμενο και όχι ως άκαμπτη και αμετάβλητη νομική δομή. Σε κάθε έκφανση της ευρωπαϊκής πολιτικής κανείς μπορεί να διαπιστώσει ότι ως προς κάποια ζητήματα υπάρχουν νομικές ακαμψίες, άλλες πιο εύκαμπτες νομικές ρυθμίσεις ή διακριτική ευχέρεια των υπερεθνικών οργάνων ως προς τον τρόπο εφαρμογής τους και ανάλογα με τον ενδιαφερόμενο και τα συμφέροντά του διαφορετικές εκτιμήσεις πάνω στα θολά σύνορα των νομικών ρυθμίσεων.
Η διαφορά μεταξύ πολιτικής και νομικισμού είναι ανάλογα με το πώς βλέπει κανείς του «νόμους», την κοινωνική τους συνάφεια και τη νομιμοποιητική τους βάση. Είναι κυριολεκτικά εξωφρενικό και ενδεικτικό ύπαρξης παρωπίδων αν κανείς δεν βλέπει ότι σε ένα εθνοκρατοκεντρικό σύστημα όπως η ΕΕ στο οποίο συμμετέχουν δεκάδες κυρίαρχα κράτη η ευρωπαϊκή νομιμότητα βρίσκεται σε διαρκή ένταση και πάντα υπό την αίρεση αναιρετικών ή τροποποιητικών πολιτικών αποφάσεων ανάλογα και αντίστοιχα με την πολιτική βούληση των κοινωνιών των κρατών-μελών.
Όλα βρίσκονται υπό την αίρεση των εθνικών συμφερόντων και πολύ συχνά ανακύπτουν ανάγκες για αλλαγές των δεσμεύσεων λόγω λαϊκής ετυμηγορίας στο εσωτερικό ενός κράτους. Είναι αναρίθμητες οι φορές αλλαγών των δεσμεύσεων και των συμφωνιών στο πλαίσιο της ΕΕ για αυτόν ακριβώς τον λόγο και το «ελληνικό μνημόνιο» ή άλλες επαχθείς και ανεφάρμοστες δεσμεύσεις αν αλλάξουν δεν θα καθιερώσουν κάποια πρωτοτυπία.
Αυτά τα χαρακτηριστικά υπάρχουν επειδή συμφέρει όλα τα κράτη-μέλη. Τα κοινωνικά τους σώματα δεν είναι μάζες κρέατος αλλά ζωντανοί συλλογικοί οργανισμοί που διαρκώς διαμορφώνονται και μετεξελίσσονται. Διαρκώς όλοι και κάτι θέλουν να αλλάξουν, όλοι ζητούν και κάποια εξαίρεση και όλοι έστω και αν για διαπραγματευτικούς λόγους μπορούν να εκφράζουν δυσφορία ή αντίθεση στο τέλος συνηγορούν να επανεξετάζουν όλα τα ζητήματα για να μπορούν προσαρμόζονται οι αποφάσεις της ΕΕ στα συμφέροντα μελών και στον ευμετάβλητο χαρακτήρα της κοινωνικής βούλησης των πολιτών των κρατών-μελών. Αυτός εξάλλου είναι και ο βαθύτερος λόγος της κυριαρχίας ήδη από τη δεκαετία του 1960 της λογικής των συναινετικών αποφάσεων στην ΕΕ.
Αυτές ακριβώς τις τάσεις είναι που εξυπηρετούν τα λεγόμενα υπερεθνικά όργανα που σωστά νοούμενα είναι ευαίσθητοι δέκτες των τάσεων και αξιώσεων των κρατών-μελών επιχειρώντας να συγκροτήσουν προτάσεις που αποτυπώνουν τη χρυσή τομή ή τη συνισταμένη των συμφερόντων.
Τα όργανα αυτά ως εκ της εθνοκρατοκεντρικής φύσεως της ΕΕ είναι εντολοδόχοι όχι εντολείς των κρατών-μελών. Είναι εντολοδόχοι, επιπλέον, γιατί η λειτουργία τους δεν ελέγχεται και δεν επικυρώνεται κοινωνικοπολιτικά. Εντολέας τους είναι τα διακυβερνητικά όργανα και οι δράσεις των υπερεθνικών οργάνων που εκτυλίσσονται μέσα στο πλαίσιο που αυτά θέτουν. Οι εκτροχιασμοί δεν λείπουν. Παρατηρούνται ολοένα και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια, όποτε η υπερεθνική τεχνόσφαιρα καθίσταται είτε ανεξάρτητη και ανεξέλεγκτη είτε εργαλείο ιδιοτελών καταχρηστικών συμφερόντων των ισχυρών κρατών-μελών.Τα μέλη του πολιτικού προσωπικού εγκληματούν πολιτικά όταν μπροστά σε αυτό τον γιγαντιαίο οργανισμό του οποίου είμαστε μέλος στέκονται απαθείς, αμαθείς και φοβικά σκεπτόμενοι. Έργο τους είναι να προσκολλώνται σθεναρά στο εθνικό συμφέρον, να μεταφέρουν στους θεσμούς της ΕΕ την κρατούσα κοινωνική βούληση, να διεκδικούν ανένδοτα το ζωτικό εθνικό συμφέρον και να είναι αξιόπιστοι κυβερνήτες στο εσωτερικό και (γι’ αυτό σε μεγάλο βαθμό) αξιόπιστοι συνομιλητές με τα υπερεθνικά όργανα και τους άλλους δρώντες της ευρωπαϊκής πολιτικής.
Ανά πάσα στιγμή στην ΕΕ υπάρχουν προτάσεις των υπερεθνικών οργάνων που συγκροτήθηκαν ήδη και άλλες που βρίσκονται στη φάση της διαμόρφωσής τους. Ασταμάτητα αναπτύσσεται μια δυναμική αλληλεπίδραση μεταξύ όλων των συντελεστών του κοινοτικού συστήματος. Σε αυτή την απέραντη καθημερινή διαπραγμάτευση εμπλέκονται αναρίθμητοι δρώντες και ο ρόλος μιας εθνικής διακυβέρνησης είναι να τους επηρεάζει σύμφωνα με τα εθνικά συμφέροντα.
Στη διαπραγματευτική διαδικασία εμπλέκονται αντιπρόσωποι των κρατών, εθνικά κοινοβούλια, ομάδες πίεσης, το Ευρωκοινοβούλιο, διεθνικοί δρώντες και διεθνικοί συντελεστές. Κύριοι δρώντες είναι τα κράτη στο επίπεδο των οποίων ασκείται λαϊκή κυριαρχία και συγκροτούνται οι αποφάσεις που κατατίθενται ως διαπραγματευτικές θέσεις στην κοινοτική διαδικασία λήψης αποφάσεων. Συμπλέκονται επίσης διεθνείς θεσμοί και κάθε άλλος ενδιαφερόμενος δρώντας του διεθνούς συστήματος είτε είναι κράτη είτε φορείς συμφερόντων διαφόρων ειδών. Οι αντιπρόσωποι ενός κράτους δεν είναι άβουλοι γραφιάδες που υπογράφουν μνημόνια όπως έγινε με τους Έλληνες το 2010 και 2012 αλλά ενεργητικοί διαπραγματευτές των εθνικών συμφερόντων που λειτουργούν δραστήρια μέσα σε αυτή την μεγάλη αρένα συμφερόντων και ανταγωνιστικής διαπραγμάτευσης.
Το ζητούμενο δεν είναι να απαριθμήσω εδώ εξαντλητικά τα πιο πάνω και όλα τα άλλα κριτήρια και παράγοντες. Θα χρειάζονταν πολλές χιλιάδες σελίδες και θα έπρεπε να συμβάλουν πολλοί άλλοι, κυρίως οι κρατικοί λειτουργοί και ειδικοί επιστήμονες που εξετάζουν επιμέρους πτυχές της ΕΕ. Το ζητούμενο εδώ είναι να γίνει κατανοητό το γεγονός ότι μια κυβέρνηση ανά πάσα στιγμή απαιτείται να διαθέτει μια σωστή χαρτογράφηση του ευρωπαϊκού πολιτικού, θεσμικού, οικονομικού και στρατηγικού πεδίου. Κάτι τέτοιο είναι προϋπόθεση γνώσης, επίγνωσης και δυνατότητας δράσεων πάνω στα ρευστά και επικαλυπτόμενα πεδία των συμφερόντων, της ισχύος και των στρατηγικών.
Χωρίς μια πολιτική διακυβέρνηση υψηλής στάθμης ένα κράτος-μέλος της ΕΕ είναι θλιβερός ουραγός των εξελίξεων που άγεται, φέρεται και κάποια στιγμή συνθλίβεται. Είναι επίσης πηγή ανορθολογισμού για το εγχείρημα της ολοκλήρωσης στο σύνολό του. Αποστολή μιας τέτοιας διακυβέρνησης είναι να επιτυγχάνει το μέγιστο και βέλτιστο, κατιτί που απαιτεί συνεχή ένταση και εγρήγορση. Όποιος δεν εκπληρώνει την αποστολή μέγιστης και βέλτιστης απόδοσης εάν είναι μέλος του πολιτικού προσωπικού ελέγχεται και επιστρέφει στο σπίτι του και εάν είναι ένας ελλειμματικός κρατικός λειτουργός μετακινείται και αξιοποιείται κάπου αλλού σύμφωνα με τις δεξιότητές του.
Καμιάς σύγχρονης κοινωνίας δεν της αξίζει να την καβαλικεύει μια απαθής, ανίκανη και ανενεργή διακυβέρνηση που καθημερινά ομολογεί ανικανότητα επίτευξης βέλτιστων κρατικών επιδόσεων και που αναληθώς και φυγόπονα επικαλείται υπέρτερους έξωθεν κόσμους μπροστά στους οποίους εμείς είμαστε ανίκανοι, ανήμποροι και καταδικασμένοι να υποκύπτουμε αδιαμαρτύρητα.
Τέλος αλλά όχι το τελευταίο που θα έκανε ένας πολιτικός προϊστάμενος ενός επιτελικού υπουργείου είναι να μεριμνήσει ούτως ώστε τα νήματα των παρατηρήσεων και αναλύσεων των κρατικών λειτουργών, των εμπειρογνωμόνων κάθε είδους και του πολιτικού προσωπικού να ενώνονται συγκροτώντας βάσιμες και ακριβείς εκτιμήσεις. Στα αναπτυγμένα κράτη στη βάση αυτών των εκτιμήσεων ο εκάστοτε ηγέτης διαθέτει πλήθος «εναλλακτικών σεναρίων δράσης» που ετοιμάζουν επιτελικές ομάδες και που ανά πάσα στιγμή ανασύρονται ανάλογα με τα γεγονότα, την εξέλιξή τους και ανάλογα με το πώς μεγιστοποιείται το εθνικό συμφέρον.
Αυτό που διακυβεύεται στις εκλογές της 17ης Ιουνίου 2012 είναι το ίδιο με αυτό της 6ης Μαίου 2012: Το πώς η συντριβή των παλαιοκομματικών δομών θα προκαλέσει ανασυγκρότηση και ανασύνταξη του πολιτικού συστήματος. Αυτό που χρειαζόταν και αυτό που χρειάζεται είναι μια (μη τεχνοκρατική) εντολοδόχος μεταβατική εθνική διακυβέρνηση υψηλών ποιοτικών βαθμίδων και υψηλού πολιτικού κύρους που θα διαχειριστεί άμεσα τις διαπραγματεύσεις με την ΕΕ και θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την εκ βάθρων ανασυγκρότηση του εξ αντικειμένου και κατ’ ομολογία των δραστών σάπιου παλαιοκομματικού συστήματος.
Ο ανώνυμος ψηφοφόρος καλείται να επιδείξει ξανά σοφία και να καταστήσει κάθε ανεξάρτητο πολιτικό ρεύμα τον ρυθμιστικό παράγοντα της μετεκλογικής περιόδου.
Απορία προκαλεί πάντως η μανία κάποιων να θέλουν να κάτσουν ξανά πάνω στις καρέκλες της εξουσίας αφού αυτή τη φορά θα είναι ηλεκτροφόρες. Δεδομένο είναι επίσης ότι μετά το αναπόδραστο «άνω-κάτω» θα αναζητηθούν οι δράστες και θα διερευνηθούν οι ευθύνες.
Παναγιώτης Ήφαιστος www.ifestosedu.gr
19-27.5.2012
--------------------------------------
Οι στρατηγικές σεισμικές πλάκες στα θεμέλια της ΕΕ, η Βρετανία και η παράκρουση της «κοινής» δημοσιονομικής πολιτικής
Π. Ήφαιστος www.ifestosedu.gr
Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων – Στρατηγικών Σπουδών
Οι διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις και η προεκλογική ένταση επισκίασαν το γεγονός ότι στο μέτωπο της Ευρωπαϊκής πολιτικής τίποτα πλέον δεν είναι δεδομένο, ενώ όλα είναι ρευστά. Τη στιγμή που οι στρατηγικές σεισμικές πλάκες κινούνται αστάθμητα στην Ευρώπη, στην Αθήνα εντούτοις κανείς δεν συνεκτιμά τις βαθύτατων προεκτάσεων συνέπειες για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Κανείς δεν φαίνεται να είναι σε θέση να αναλύσει το στρατηγικό περιβάλλον, να σχεδιάσει την ελληνική εθνική στρατηγική, να ορίσει σκοπούς και να οργανώσει τα μέσα και τις προσεγγίσεις εκπλήρωσής τους.
Για να καταλάβουμε πως κινούνται οι μεγάλες δυνάμεις σήμερα χρειάζεται να συνοψίσουμε κάποιες κλασικές στρατηγικές παραμέτρους των πολυδαίδαλων σχέσεων Ουάσινγκτον/Λονδίνο – Βερολίνο – Παρίσι. Η επερχόμενη πιθανή στρατηγική αναδιάταξη και η σταθερότητα ή αστάθεια στην Ευρώπη εξαρτώνται από αυτές τις σχέσεις. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον ενέχει η έντονη δραστηριότητα της Βρετανικής διπλωματίας όσον αφορά την κρίση της ευρωζώνης. Αυτή η δραστηριοποίηση του Λονδίνου βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με μακραίωνες Βρετανικές εξισορροπητικές πρακτικές.
Το ύστερο Βρετανικό ενδιαφέρον για την ευρωζώνη οφείλεται, εκτιμάται, στον φόβο του Λονδίνου ότι η κατάσταση μπορεί να γίνει ανεξέλεγκτη. Να διαλυθεί δηλαδή το πλέγμα των μεταπολεμικών θεσμών συνεργασίας συμπεριλαμβανομένης και της ΕΕ. Κύριος διττός σκοπός της μακραίωνης Βρετανικής στρατηγικής ήταν αφενός η σταθερότητα στην ηπειρωτική Ευρώπη και αφετέρου να μην αφεθεί μια ηπειρωτική δύναμη ή μια συμμαχία δυνάμεων να ενοποιήσει την ηπειρωτική περιοχή Ανατολικά της Μάγχης. Γι’ αυτό, η Βρετανία ναι μεν έβλεπε εξαρχής θετικά την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, αλλά μόνο αν δεν οδηγούσε σε πολιτική ενοποίηση. Αυτό που βασικά θέλει το Λονδίνο είναι μια ζώνη ελευθέρων συναλλαγών υπό την υψηλή εποπτεία της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Η Μεγάλη Βρετανία, η οποία επί αιώνες ήταν η μεγάλη ναυτική δύναμη της Δύσης, αντικαταστάθηκε αρχές του 20ού αιώνα από τη νέα πλανητική ναυτική δύναμη, τις ΗΠΑ. Βέβαια, το Λονδίνο μερίμνησε έγκαιρα (ήδη από τη δεκαετία του 1930) να συγκροτήσει με τις ΗΠΑ μια από τις ισχυρότερες σύγχρονες συμμαχίες, γνωστή και ως «ειδική σχέση ΗΠΑ – Βρετανίας». Έκτοτε, η Βρετανική ισχύς είναι ετερόφωτη και ευθέως ανάλογη του βάθους των στρατηγικών σχέσεων του Λονδίνου με την Ουάσινγκτον. Οι σχέσεις ΗΠΑ-Βρετανίας είναι αμοιβαία επωφελείς: Πέραν του ότι η Βρετανία είναι η στενότερη σύμμαχος των ΗΠΑ είναι επίσης συχνά και μακρύ διπλωματικό χέρι της υπερατλαντικής υπερδύναμης. Το βλέπουμε να επαληθεύεται αναρίθμητες φορές. Το βλέπουμε και τώρα λόγω ευθυγράμμισης των δύο κρατών στο θέμα της κρίσης της ευρωζώνης.
Χρήσιμο είναι να γνωρίζουμε τους θεμελιώδεις άξονες της Βρετανικής διπλωματίας. Το Βρετανικό στρατηγικό δόγμα που και σήμερα ακολουθεί το Λονδίνο, διατυπώθηκε ήδη από τον Τσόρτσιλ το 1946, όταν όρισε τους τρεις κύκλους της μεταπολεμικής Βρετανικής διπλωματίας. Μεταξύ άλλων, όρισε την ειδική σχέση με τις ΗΠΑ ως την υπέρτατη επιλογή της μετά-αποικιακής Βρετανικής διπλωματίας. Στις ευρωπαϊκές υποθέσεις, αντίστοιχα, λειτουργώντας με κλασικούς Βρετανικούς στρατηγικούς όρους ενθάρρυνε τη συνεργασία αλλά όχι την ενοποίηση της Δυτικής Ευρώπης.
Ενώ αρχικά η Μεγάλη Βρετανία δεν συμμετείχε στην Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, το στίγμα των Βρετανικών σκοπών αποτυπώθηκε από τον Τσόρτσιλ όταν δήλωσε «είμαστε μαζί σας, αλλά όχι ένας από εσάς» («we are with you, but not one of you»). Το 1958 ο Μακμίλλαν, επίσης, έκανε σαφές στον Πρόεδρο Ντε Γκολ ότι ο λόγος που η Βρετανία ήθελε να ενταχθεί στην τότε ΕΟΚ –όπως τελικά και έγινε όταν αποχώρησε ο στρατηγός–, ήταν για να εμποδίσει τυχόν περαιτέρω ενοποιητικά βήματα και τυχόν στενότερες σχέσεις μιας συμμαχίας κρατών στην ηπειρωτική Ευρώπη με την Ουάσινγκτον, κατιτί που κατά τους Βρετανούς υποβαθμίζει τον ρόλο του Λονδίνου.
Τις επόμενες δεκαετίες οι κοινοί στρατηγικοί σκοποί Βρετανών και Αμερικανών συγκεκριμενοποιήθηκαν ακόμη ακριβέστερα: «Οι ΗΠΑ είναι στρατηγική δύναμη και η Ευρώπη μια περιφερειακή δύναμη», δήλωσε ο Κίζιγκερ το 1973. «Όριο είναι ο ουρανός για μια ευρωπαϊκή πολιτική διπλωματίας, άμυνας και ασφάλειας», δήλωσε η Θάτσερ το 1979, «αλλά αυτός ο ουρανός, συνέχισε, έχει οροφή, δηλαδή την Ατλαντική Συμμαχία».
Σταθερότητα, οικονομική συνεργασία, Ατλαντισμός και ισορροπία δυνάμεων και συμφερόντων είναι λοιπόν το τρίπτυχο της Βρετανικής διπλωματίας απέναντι στην ηπειρωτική Ευρώπη. Όταν αυτά δεν εκπληρώνονται το Λονδίνο δραστηριοποιείται διπλωματικά ή αν καταστεί αναπόφευκτο και στρατιωτικά. Η Βρετανία παρεμβαίνει δραστήρια, όταν η Ευρώπη οδηγείται σε αστάθεια ή όταν ενοποιείται αμφισβητώντας τη Βρετανική στρατηγική πρωτοκαθεδρία. Στην παρούσα φάση, εκτιμάται, το Λονδίνο παρεμβαίνει επειδή στρατηγικά μιλώντας διαφαίνεται στον ορίζοντα το ενδεχόμενο μιας πιθανής Γερμανικής ηγεμονίας και το φάσμα μιας ανεπίστροφης δρομολόγησης προϋποθέσεων μεγάλης αστάθειας.
Η Γερμανία ούτως ή άλλως τους τρεις τελευταίους αιώνες βρισκόταν και συνεχίζει να βρίσκεται στον πυρήνα όλων των στρατηγικών ζητημάτων της Ευρώπης και του Ευρωατλαντικού χώρου. Μετά το 1945, όλο το σύστημα ευρωπαϊκών και Ατλαντικών θεσμών του οποίου η Βρετανία υπήρξε κύριος αρχιτέκτονας, αποσκοπούσε στον οικονομικό, πολιτικό και στρατηγικό έλεγχο της Γερμανίας. Βασικά, δεν υπάρχει θεσμός στον Ευρωατλαντικό χώρο ο οποίος να μην είχε ως κύριο σημείο αναφοράς το «Γερμανικό ζήτημα».
Πρακτικά, αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, τον έλεγχο των γερμανικών οικονομικών πολιτικών από υπερεθνικούς πλην διακυβερνητικά εποπτευόμενους θεσμούς, την απαγόρευση απόκτησης πυρηνικών όπλων από τη Γερμανία, την υιοθέτηση από το Βερολίνο χαμηλών τόνων στην εξωτερική πολιτική και την ένταξη των γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων στην Ατλαντική Συμμαχία και στους μικρότερης εμβέλειας ευρωπαϊκούς θεσμούς άμυνας και ασφάλειας. Συνολικά, ο σκοπός ήταν να διασφαλίζεται διαρκώς επαρκής στρατηγική εποπτεία επί της Γερμανίας στα πεδία της οικονομίας, της άμυνας και της διπλωματίας.
Το ρηθέν «οι ΗΠΑ με τη στρατηγική παρουσία τους στην Ευρώπη σώζουν τους ευρωπαίους από τους εαυτούς τους» συμβολίζει μια επαληθευμένη πραγματικότητα: Η Ευρώπη είναι στρατηγικά σταθεροποιημένη λόγω Αμερικανικής παρουσίας. Η σταθερότητα αυτή έχει ως συνέπεια τη στρατηγική εξάρτηση από τις ΗΠΑ στα πεδία της διπλωματίας, της άμυνας και της οικονομίας. Συντομεύοντας υπενθυμίζουμε ότι λόγω μεγάλων διλημμάτων ασφαλείας, το 1989-92, όταν η Γερμανία επανενωνόταν και πριν παρέμβουν οι ΗΠΑ, οι εύθραυστες στρατηγικές ισορροπίες στο τρίγωνο Βρετανίας-Γαλλίας-Γερμανίας έφτασαν σε σημείο τήξης και ρήξης.
Η Αμερικανική υψηλή στρατηγική με την οποία η Βρετανία συμπορεύεται πλήρως, φαίνεται να υπονομεύεται σοβαρά λόγω της χρηματοοικονομικής κρίσης. Το Λονδίνο βλέπει ξεκάθαρα ότι δημιουργούνται οι εξής συστημικές προϋποθέσεις οι οποίες δυνατό να αλλάξουν ριζικά το στρατηγικό περιβάλλον: Είτε διαλυθεί η ευρωζώνη είτε όχι, μια Γερμανική οικονομική ηγεμονία θα επιφέρει μια Γερμανική οικονομικοπολιτική πρωτοκαθεδρία. Το ίδιο ισχύει εάν διαλυθεί ή μετασχηματιστεί δραστικά η ΕΕ με σκοπό τη δημιουργία μιας «διαφοροποιημένης και ιεραρχημένης ευρωπαϊκής δομής» πολλών ταχυτήτων στην οποία αναπόδραστα θα δεσπόζει ο αναδυόμενος Γερμανικός πολιτικοοικονομικός κολοσσός.
Όπως ξεκάθαρα βλέπουμε να συμβαίνει τώρα ακόμη και υπό συνθήκες πολύ πιο χαλαρών δομών, τους πολιτικοοικονομικούς όρους των αποφάσεων τους ορίζει ο ισχυρός και ο αδύναμος υποχωρεί και προσαρμόζεται. Η ασυμμετρία σχέσεων προκαλεί οικονομική, πολιτική, στρατηγική και κοινωνική ασυμμετρία. Μέχρι τώρα αυτό μετριαζόταν επειδή επίμονα και επί δεκαετίες τα μέλη μεριμνούσαν η ΕΕ να διατηρεί αντί-ηγεμονικά χαρακτηριστικά. Δηλαδή, συναινετικές αποφάσεις, για να μην μπορεί ο ισχυρός να επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και φροντίδα για να συντηρούνται και να αναπτύσσονται ισότιμες σχέσεις. Μια ιεραρχημένη δομή στη βάση κριτηρίων μεγέθους και ισχύος αλλάζει εκ βάθρων το κοινοτικό εγχείρημα και το καθιστά βασικά αχρείαστο.
Το έμπειρο αετίσιο μάτι των Βρετανών διπλωματών, επιπλέον, βλέπει να σωρεύονται σύννεφα στο «Ανατολικό μέτωπο». Μια δηλαδή διαφαινόμενη προσέγγιση της Γερμανίας με τη Ρωσία. Απλά, όπως θα δούμε πιο κάτω, μια τέτοια εξέλιξη αναβιώνει εφιάλτες του παρελθόντος, όποτε και όταν Μόσχα και Βερολίνο συμπορεύτηκαν στρατηγικά.
Η δεύτερη υψηλή στρατηγική η οποία τρίζει λόγω της κρίσης της ευρωζώνης είναι η εθνική στρατηγική της Γαλλίας την οποία θεμελίωσε ο Πρόεδρος Ντε Γκολ και την οποία υπηρέτησαν πιστά όλοι οι μετέπειτα πρόεδροι. Η Γαλλία στο πλαίσιο της δεδηλωμένης στρατηγικής της «εθνικής ανεξαρτησίας» διατηρεί πυρηνικά όπλα για μια πλανητική αναλογική στρατηγική αποτροπή, αλλά –όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε στο παρελθόν από υψηλά ιστάμενους Γάλλους ηγέτες–, το πυρηνικό αποτρεπτικό χρησιμεύει και ως «ψυχολογική εξισορρόπηση της Γερμανίας».
Επιπλέον, η Γαλλία ακολουθώντας μια ανεξάρτητη εθνική στρατηγική και κρατώντας επί δεκαετίες αποπνικτικά «σφικταγκαλιασμένη» τη Γερμανία με τη Συμφωνία του 1963, φρόντιζε ούτως ώστε μέχρι σήμερα η ΕΕ να παραμένει ένα κρατοκεντρικό σύστημα όπου οι υπερεθνικοί θεσμοί θα είναι εντολοδόχοι και όχι εντολείς των διακυβερνητικών θεσμών.
Για να το πούμε διαφορετικά και συνδέοντάς το με τα συντρέχοντα γεγονότα, η Γαλλία όπως και τα μικρότερα κράτη της ΕΕ δεν ήθελαν και δεν θέλουν να στριμωχθούν μέσα σε ένα υπερεθνικό θεσμό όπου λόγω υπερισχύουσας οικονομικής θέσης θα ηγεμονεύει το Βερολίνο. Φανταστείτε μια κοινή δημοσιονομική πολιτική η οποία θα είναι δήθεν υπερεθνική αλλά λόγω συντριπτικής υπεροχής της Γερμανίας θα ηγεμονεύεται από το Βερολίνο.
Οι τάσεις αυτή τη στιγμή είναι χαρακτηριστικές: Λόγω άνισου ανταγωνισμού και ασύμμετρων πολιτικοοικονομικών σχέσεων, το ένα μετά το άλλο τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη συνθλίβονται οικονομικά και υποτάσσονται με «μνημόνια» διαφόρων ειδών. Εν δυνάμει ή ήδη εμπράγματα ο πλούτος τους εκποιείται στους πλουσιότερους και μετατρέπονται σε Γερμανική αποικία νέου είδους.
Οι επισημάνσεις που προηγήθηκαν μας οδηγούν στο ζήτημα των στρατηγικών προεκτάσεων της «ολοκλήρωσης» και των ύστερων νομισματικών αποφάσεων του 1991-2. Το γεγονός ότι η ΕΕ δεν προσαρμόστηκε στην κρατοκεντρική της φύση με το να μετατρέψει τους υπερεθνικούς θεσμούς σε αυστηρά εντολοδόχους των εντολέων διακυβερνητικών θεσμών, είναι ένα μεγάλο ζήτημα που αναλύθηκε αλλού (συνοπτικά αλλά πυκνά στο ημέτερο Κοσμοθεωρία των Εθνών).
Σημασία έχει εδώ να τονίσουμε ότι οι πιο πάνω λεπτές στρατηγικές ισορροπίες μπήκαν σε τροχιά αστάθειας, όταν λήφθηκε η απόφαση του 1991-92 για τη δημιουργία της ΟΝΕ. Πρόκειται για μια από τις πλέον ανορθολογικές αποφάσεις της σύγχρονης ιστορίας. Αυτή η απόφαση επαληθεύει ότι για κάποιο περίεργο λόγο ξανά και ξανά ακόμη και μεγάλα και πολύ οργανωμένα κράτη όλως περιέργως περιπίπτουν σε μοιραία και τραγικά πολιτικά σφάλματα. Αλλού υποστηρίξαμε ότι αυτό οφείλεται στο έλλειμμα πολιτικής σκέψης απόρροια μιας περιρρέουσας μοντερνιστικής ουτοπικής και ιδεολογικά βεβαρημένης ατμόσφαιρας που επέτεινε η στρατηγική και πνευματική σύγχυση του Ψυχρού Πολέμου και της παραληρηματικής μεταψυχροπολεμικής εποχής.
Οι Γάλλοι, για παράδειγμα, αφελώς πίστεψαν πως «δένοντας το Βερολίνο με τις κλωστές» ενός νομισματικού συντονισμού θα ήλεγχαν τον ενοποιημένο πια Γερμανικό οικονομικό και κοινωνικό γίγαντα. Η ένταξη της Αυστρίας μαζί με τη σταδιακή ανάπτυξη δεσμών με τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης απλά οδήγησε σε ένα πανίσχυρο γερμανικό μπλοκ στο κέντρο της Ευρώπης, που συνθλίβει οικονομικά τις ασθενέστερες εθνικές οικονομίες του Νότου και όχι μόνο. Εν τούτοις, οι Γάλλοι πίστεψαν εσφαλμένα πως δεν είχε μεγάλη σημασία η Γερμανική οικονομική ισχύς αυτή καθεαυτήν εάν δημιουργούσαν νομισματικούς εποπτικούς θεσμούς.
Παρενθετικά επισημαίνουμε ότι αναμφίβολα η άσκοπη και απροετοίμαστη Ελληνική ένταξη στην ΟΝΕ, πριν δέκα χρόνια, ήταν ένα ιστορικό πολιτικό και στοχαστικό «έγκλημα» στο οποίο εμπλέκονται αναρίθμητοι ηθικοί αυτουργοί, κυρίως τεχνοκράτες, αδιάβαστα μέλη του πολιτικού προσωπικού και συνάδελφοί μου που περιφέρονται μεταξύ διεθνικών ιδρυμάτων, διεθνικών συνάξεων και ελληνικών κομματικών και κυβερνητικών γραφείων. Δεν υπήρχε ο παραμικρός λόγος να αποφασιστεί μια απροετοίμαστη εσπευσμένη προσχώρηση σε ένα νομισματικό χώρο όπου θα υπήρχε ένας θηριώδης ανταγωνισμός που θα στερείτο (πανευρωπαϊκούς) κοινωνικούς και πολιτικούς ελέγχους.
Η πανταχόθεν περιρρέουσα πολιτική και πνευματική σύγχυση κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών έκανε πολλούς που αυτό-ονομάζονται «ορθολογιστές» να πιστέψουν πως μπορεί να υπάρξει μια κοινή ευρωπαϊκή δημοσιονομική πολιτική πάνω σε ένα κοινωνικά και εθνοκρατικά διαφοροποιημένο χώρο. Η ίδια καταστροφική εσφαλμένη σκέψη κατατρύχει πολλούς αυτή τη στιγμή, όταν όλες οι κοινωνίες και οι πολιτικές τους ηγεσίες έντρομες αναζητούν διέξοδο από τη δίνη που προκάλεσαν οι εσφαλμένες αποφάσεις του 1992.
Υπήρξαν ακόμη και φωνές «υψηλών» προσωπικοτήτων τις οποίες πολλοί από εμάς τότε δικαίως, χαρακτηρίσαμε «νοημοσύνης νηπίου», οι οποίοι δήλωναν πως με ωφελιμιστικά και χρησιμοθηρικά κριτήρια που θα βάθαιναν μέσω νομισματικών και οικονομικών αποφάσεων θα περνούσαμε, δήθεν, σε μια ευρωπαϊκή οικονομική ένωση που θα κατέληγε τελικά, δήθεν, σε μια πολιτική ένωση της Ευρώπης. Είναι γνωστές οι τότε ειρωνείες των Βρετανών που δεν συμμετείχαν και οι οποίοι αρχικά αντιστέκονταν στη μετονομασία της ΕΟΚ σε ΕΕ. Ονοματολογική αλλαγή που τελικά αποδέχθηκαν δηλώνοντας σαρκαστικά πως μια τέτοια μετονομασία δεν έχει και πολύ μεγάλη σημασία.
Τα κράτη και τις αυτοκρατορίες ή οποιεσδήποτε σύγχρονες υπερεθνικές και διακυβερνητικές ρυθμίσεις δεν τις συγκροτούν και δεν τις συγκρατούν θεσμικές κλωστές ή ωφελιμιστικά κριτήρια. Η εθνοκρατική συγκρότηση –και πολλοί ονειρεύονται επικίνδυνα μια τέτοια συγκρότηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο– συμπεριλαμβάνει μεν την οικονομία αλλά όχι μόνο αυτή. Είναι και μια πνευματική υπόθεση. Απαιτεί μια συνεκτική πολιτική ανθρωπολογία που νομιμοποιεί τις πανευρωπαϊκές μακροϊκονομικές αποφάσεις. Η μακροοικονομία όπως και τα ζητήματα άμυνας και ασφάλειας είναι «υψηλή πολιτική», όπως λέμε. Απαιτεί υψηλής βαθμίδας κοινωνική δέσμευση και κοινωνική νομιμοποίηση.
Αν υπάρξει ένωση των Ευρωπαίων με οικονομικούς δεσμούς, υπογράμμισε το 1966 ο Raymond Aron, «δεν θα αποτελέσει αλλαγή εντός της ιστορίας, αλλά αλλαγή της ιστορίας». Ο Raymond Aron, όμως, ήταν μια βαρυσήμαντη στοχαστική προσωπικότητα σπάνιας εμβέλειας. Η περιρρέουσα συμβατική ατμόσφαιρα ακαδημαϊκών και πολιτικών αναλύσεων στην Ευρώπη –για την Ελλάδα είναι περιττό να αναφερθούμε γιατί αποτελούν ρεσιτάλ πολιτικοστοχαστικού παραληρήματος διαρκείας δύο δεκαετιών– απλά ενίσχυσε τον ανορθολογισμό των πολιτικών, οικονομικών και στρατηγικών αποφάσεων. Έτσι, πολλοί πίστεψαν πως η «ολοκλήρωση» των Ευρωπαίων θα ήταν μια απλή και γραμμική οικονομική υπόθεση ή απλή υπόθεση ευθυγράμμισής τους με κάποια ιδεολογικά και θεσμικά δόγματα.
Επιπλέον, αναρίθμητοι ειδικοί των μεταφυσικών αλμάτων στο πεδίο των ψυχολογικών ερμηνειών οι οποίοι ποτέ δεν εργάστηκαν και οι οποίοι ζουν παρασιτικά μέσα σε πανεπιστημιακά ιδρύματα, συνηθίζουν εδώ και δεκαετίες να αναλύουν το «συλλογικό υποκείμενο» ως και να μπορούν, δήθεν, να εντοπίσουν την κατάσταση κάποιας μυστηριώδους (και πάντα κατ’ αυτούς χαλασμένης) «συλλογικής ψυχής». Μέσα σε αυτή την ψυχή μπορούν, δήθεν, να καταδυθούν για να μιλήσουν προπετώς για το πώς πρέπει να σκέφτονται οι άνθρωποι και για το πως θα πρέπει να οργανώνονται ανθρωπολογικά, κοινωνικά και πολιτικά.
Συναφώς, ιστορικά είναι αποδεδειγμένο ότι τα ποικίλων εκδοχών γενοκτονικά εγκλήματα και οι ηθικοί αυτουργοί τους στο πολιτικοστοχαστικό επίπεδο αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Συνειδητά ή ανεπίγνωστα αποτελούν πνευματικά τέκνα γενοκτονικών συλλογικών ενοχοποιήσεων της δεκαετίας του 1930.
Στην Ευρώπη εξώθησαν στο στρίμωγμα των εθνών μέσα σε ιδεολογικά επινοημένους κατασκευαστικούς θεσμούς. Στην Ελλάδα, παρομοίως, πολλοί υποστηρίζουν σήμερα, δεν φταίει ο τρόπος που συγκροτείται και ασκείται η πολιτική εσωτερικά και στην Ευρώπη αλλά τα «κακά ψυχόρμητα» των πολιτών. Αυτονόητα, αυτά είναι κακόγουστες ασυναρτησίες. Οι Έλληνες θα ματώσουν πολύ περισσότερο αν δεν κατανοήσουν τι συμβαίνει στην Ευρώπη και στον κόσμο τις τελευταίες δεκαετίες και αν δεν αρχίσουν να αγαπάνε την πατρίδα τους παραμερίζοντας όσα δεξιοαριστερά μεταμοντέρνα ορφανά του Ψυχρού πολέμου παραληρούν κοσμοπολίτικα και διεθνιστικά.
Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά στα ίδια ακριβώς διλήμματα και προβλήματα της μεταπολεμικής περιόδου. Το ζήτημα είναι κατά πόσο είναι εφικτό να έχουμε μια εθνοκρατοκεντρική δομή ισότιμων σχέσεων αντί-ηγεμονικά διασφαλισμένων ή εάν θα εισέλθουμε ξανά μέσα στον χαώδη κόσμο των πολιτικοστοχαστικών παρακρούσεων.
Το εξισωτικό και εξομοιωτικό σχέδιο νομισματικής ενοποίησης απέτυχε και τώρα η ακαταστασία που προέκυψε επιχειρείται να αντιμετωπιστεί με συμμόρφωση στους ανελέητους όρους που θέτει η Βόννη από θέση ισχύος και με αποφάσεις που κυριολεκτικά λαμβάνονται στο πόδι από κοινωνικά άγνωστους τεχνοκράτες ανατριχιαστικής προπέτειας. Η πολιτική οργάνωση της Ευρώπης, αν μη τι άλλο για να διασφαλιστούν τα συνεργασιακά κεκτημένα, δεν μπορεί παρά να συγκροτηθεί σύμφωνα με τη διαφοροποιημένη κοινωνική του φύση. Οι ρυθμίσεις στο οικονομικό πεδίο είναι κρίσιμης σημασίας και αυτό δεν φαίνεται να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη.
Πιο συγκεκριμένα, δεν αναφερόμαστε μόνο στις ιστορικές ταυτότητες και στις εθνικές ιδιαιτερότητες σε όλο το ανθρωπολογικό φάσμα (θεσμικές παραδόσεις, νομικά συστήματα, εργασιακές πρακτικές, πολιτισμικοί παράγοντες κτλ). Αναφερόμαστε επίσης στον κυριότερο παράγοντα μιας εθνοκρατικής συγκρότησης: Την κοινωνική δικαιοσύνη που συνδέει βαθειά τις κοινωνικές, οικονομικές και πνευματικές δομές στο εσωτερικό ενός εθνοκράτους. Ανά πάσα στιγμή η κοινωνική δικαιοσύνη ενσαρκώνει τον εθνικό τρόπο ζωής και νομιμοποιεί τις βαθύτατων διανεμητικών προεκτάσεων ιδιοκτησιακές, παραγωγικές, καταναλωτικές, διανεμητικές και εξουσιαστικές ιεραρχίες.
Με Αριστοτελικούς όρους, είναι η ανά πάσα στιγμή διανεμητική δικαιοσύνη όπως αναδεικνύεται μέσα από τις κοινωνικές σχέσεις και όπως εξελίσσεται το οικείο κοινωνικοπολιτικό σύστημα. Κανένα εθνοκρατικό σύστημα κοινωνικής δικαιοσύνης δεν είναι όμοιο με κάποιο άλλο. Ακόμη και τυφλοί μπορούν να δουν αυτή τη διαφοροποιημένη κοσμοθεωρητική, ηθική και κανονιστική συγκρότηση του πλανήτη. Μπορούν να το κάνουν με το να διαβάσουν τους νόμους, τα Συντάγματα και τις υπόλοιπες κρατικές εθνοκρατικές θεσμίσεις.
Όποιος πιστέψει πως μπορεί να καταστήσει τις κοινωνίες υποχείριο –ξεχνώντας ότι η καθεμιά εξ αυτών είναι ένας κινούμενος και ιδιόμορφα αναπτυσσόμενος κοινωνικοπολιτικός οργανισμός– για να κατασκευάσει μια ευρωπαϊκή δημοσιονομική «γερμανική σαλάτα» δεν είναι μόνο αφελής αλλά και άκρως επικίνδυνος. Δεν συγκροτούνται έτσι τα συστήματα κοινωνικής και διανεμητικής δικαιοσύνης και οι εμπειρίες των τελευταίων δεκαετιών για υπερεθνική συγκρότηση στην πρώην ΕΣΣΔ, στην πρώην Γιουγκοσλαβία και στην ίδια την ΕΕ, αν και πολλά διδάσκουν εν τούτοις πολλοί αποδεικνύονται ανεπίδεκτοι μαθήσεως.
Αυτές τις μέρες παρατηρούμε το ίδιο θέατρο του παραλόγου. Ακούμε τις ίδιες ηγεμονικά εμπνευσμένες και ανίατα στρεβλές διεθνιστικές και κοσμοπολίτικες παρακρούσεις. Μάλιστα, στη Γερμανία, η μέθη που προκαλεί η οικονομική ισχύς, παραμερίζει τα ιστορικά στρατηγικά ζητήματα και οι γερμανοί ηγέτες επιχειρούν να επιβάλουν μια γερμανικά εποπτευόμενη «κοινή» δημοσιονομική πολιτική και μια στενότερη θεσμική και πολιτική δομή που αναπόδραστα θα είναι εξαρτημένη μεταβλητή του ισχυρότερου. Οι γερμανικές αξιώσεις, αν και παράλογες, είναι εν τούτοις αναμενόμενες: Κλασικά ισχύει το ρηθέν ότι ο ηγεμόνας αγαπά πάντα αυτούς τους οποίους θέλει να κυριαρχήσει. Λογικό είναι η Βόννη να επιδιώκει μια κατά το δυνατόν στενότερη σχέση. Μια δυναστική ασύμμετρη σχέση!
Ο κατακτητής (εδώ ο οικονομικός κατακτητής) αγαπάει πάντα την ειρήνη και τη σταθερότητα στις σχέσεις του με τους κατακτημένους. Τα μνημόνια και οι νεόδμητες «αποικίες του ευρωπαϊκού Νότου» που ακυρώνουν την εθνική ανεξαρτησία και τη δημοκρατία των κρατών αυτών, είναι ο τρόπος και η μεθόδευση της Γερμανικής επικυριαρχίας. Υπό τις περιστάσεις η κοινή δημοσιονομική πολιτική εκπληρώνει τον σκοπό του οικονομικού και αύριο πολιτικού κατακτητή να έχει υπό τον έλεγχο τους ηττημένους μέσα σε μια Γερμανικά κυριαρχούμενη κοινή δομή.
Ένας πρώην υπουργός της Πρωθυπουργού Θάτσερ συνόψισε τις διαχρονικές επιφυλάξεις πολλών όταν δήλωσε: «Με την επανένωση η Γερμανία σχεδιάζει να επιτύχει με οικονομικό τρόπο ό,τι δεν πέτυχε ο Χίτλερ με στρατιωτικά μέσα». Όπως σημειώσαμε και πιο πάνω μια Γερμανική πολιτικοοικονομική ηγεμονία επί των «μνημονιακά» χειροπόδαρα δεμένων «αποικιών του Νότου» θα βαθαίνει ολοένα και περισσότερο. Ολοένα και περισσότερο οι «αποικίες» αυτές θα συνθλίβονται οικονομικά και θα εκποιούνται με εξευτελιστικούς όρους.
Οι πιο πάνω τάσεις που εκδηλώνονται έντονα στο πεδίο της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης επιβεβαιώνουν ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά στο θολό βασίλειο της Εσπερίας. Τα υπόλοιπα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη –τα μικρότερα κατάντησαν θλιβεροί κομπάρσοι μέσα σε μια παρωχημένη «ευρωπαϊστική» ρητορική– είναι παγιδευμένα μέσα σε μια στρατηγική δίνη. Η δίνη αυτή συνδυάζει δυναμικά:
α) μια βαθειά οικονομική κρίση (παρόμοια είχαμε μόνο στο τέλος της δεκαετίας του 1920),
β) μια Γερμανική οικονομική ηγεμονία (ενώ είναι γνωστό ότι ποτέ η Γερμανία δεν μπορεί να γίνει αναίμαχτα ηγεμόνας της Ευρώπης),
γ) μια γιγαντιαία θεσμικοπολιτική υπερεθνική φούσκα που ανεξέλεγκτοι τεχνοκράτες διογκώνουν ολοένα και περισσότερο) και
δ) μια απουσία στρατηγικού σταθεροποιητή (καθότι είναι αμφίβολο κατά πόσο μπορεί να είναι αποτελεσματική η αγγλοσαξονική στρατηγική δραστηριοποίηση).
Τώρα, τι ακριβώς κάνει το Λονδίνο; Γιατί αυτό το ξαφνικό έντονο ενδιαφέρον να «εφαρμόσει η Ελλάδα τις υποχρεώσεις της» και γιατί μια τόσο έντονη ανησυχία για το μέλλον της ευρωζώνης; Μιας ευρωζώνης για την οποία μέχρι πρότινος οι Βρετανοί ειρωνεύονταν!
Αφήνοντας κατά μέρος την ανάλυση του πως ακριβώς επηρεάζει τη Βρετανία μια άτακτη διάλυση της ευρωζώνης, για το Λονδίνο –και για τον εν μέσω εκλογικών αναμετρήσεων υπερατλαντικό συνεταίρο της Βρετανίας– ο κύριος λόγος ανησυχίας έγκειται στο γεγονός ότι οι διπλωμάτες οσφραίνονται μια επερχόμενη μεγάλη και παταγώδη κατεδάφιση του μεταπολεμικού πολιτικού, οικονομικού και στρατηγικού εποικοδομήματος.
Στη βάση πάγιων στρατηγικών αντιλήψεων στο Λονδίνο το συμφέρον της Βρετανίας έγκειται στο σταδιακό ξεφούσκωμα της προαναφερθείσης θεσμικοπολιτικής και οικονομικής φούσκας και στη δημιουργία μιας νέας θεσμικά πιο χαλαρής ευρωατλαντικής αρχιτεκτονικής (στο παρελθόν είχε προταθεί άπειρες φορές). Όμως, εγγενή χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος, καθιστούν αυτή τη φορά κάτι τέτοιο δύσκολο ή και ανέφικτο. Το Λονδίνο ανησυχεί!
Κατ’ αρχάς, υπάρχει αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ Γερμανικής οικονομικής ηγεμονίας και Γερμανικής βούλησης να μεταφέρει επαρκείς πόρους σταθεροποίησης της ευρωπαϊκής οικονομίας μέσα σε μια μη ηγεμονική πολιτικοθεσμική δομή. Το Βερολίνο κατανοεί πως για πρώτη φορά μετά τον Βίσμαρκ είναι σε θέση να ορίσει και μάλιστα αναίμαχτα τους όρους και τις προϋποθέσεις ενός Γερμανικού υπερισχύοντος ηγεμονικού ρόλου στην Ευρώπη. Άλλωστε, κάθε βράδυ η κυρία Μέρκελ και ο κύριος Σόϊμπλε μας το υπενθυμίζουν στους τηλεοπτικούς μας δέκτες. Μόνο πολιτικά νήπια θα ανέμεναν αλτρουισμό.
Η Γαλλία, όντας και αυτή σε θέση αδυναμίας και με πολιτικούς ηγέτες που έφθασαν στο μικροπρεπές επίπεδο να προσβάλλουν έλληνες πολιτικούς ηγέτες (της αξιωματικής αντιπολίτευσης) μη αποδεχόμενοι συνάντηση, επειδή «δεν το επέτρεπε το πρωτόκολλο» –για να δεχθούν, λίγες μέρες μετά, τον αρχηγό του τρίτου κόμματος, ο οποίος υποθέτω λόγω απειρίας δέχθηκε–, κινούνται μεν σπασμωδικά μεταξύ Λονδίνου και Ουάσινγκτον, αλλά όλοι γνωρίζουν ότι αυτές οι σχέσεις είναι εφήμερες και επίπλαστες.
Η μόνη φορά που το Παρίσι μπόρεσε να αντιμετωπίσει τη Γερμανία τους δύο τελευταίους αιώνες ήταν όταν ο Χίτλερ ηττήθηκε. Με τις συμφωνίες του 1955 που επαναλήφθηκαν το 1994 κυριολεκτικά κράτησαν τη Γερμανία δεμένη χειροπόδαρα. Σήμερα και παρά το γεγονός ότι η κατοχή πυρηνικών όπλων είναι μια διόλου αμελητέα παράμετρος, είναι αμφίβολο κατά πόσο το Παρίσι μπορεί να κάνει πολύ περισσότερα. Το πιο επικίνδυνο είναι εάν οι Γάλλοι συνεχίσουν να λειτουργούν σπασμωδικά.
Αυτά που ακούμε σήμερα μοιάζουν πολύ με τις αποφάσεις του 1991-92 όταν δημιουργήθηκε η ΟΝΕ: Ξανά με ημίμετρα στημένα στο πόδι επιχειρούν να δέσουν τον Γερμανικό γίγαντα με κλωστές. Για να ακριβολογούμε, όχι να τον δέσουν, αλλά να τον δεσμεύσουν με μεταφορές κάποιων χρηματοοικονομικών πόρων οι οποίοι θα αποτελούν τρύπα στο νερό μιας και το πρόβλημα δεν είναι οι τεμπέληδες έλληνες, ιταλοί, ισπανοί, πορτογάλοι ή κάποιοι άλλοι, αλλά ο άνισος οικονομικός ανταγωνισμός.
Κοντολογίς, μόνο αν κανείς είναι τυφλός δεν μπορεί να δει ότι η Ευρώπη παγιδεύτηκε θανάσιμα: Μια ανέφικτη πολιτική ένωση είναι προϋπόθεση μιας οικονομικής ένωσης, ενώ βήματα προς οικονομική ένωση σημαίνει υποταγή στον Γερμανικό γίγαντα. Το γεγονός ότι πολλοί είναι εγκλωβισμένοι μέσα σε διεθνιστικές και κοσμοπολίτικες παρακρούσεις πολιτικά, κοινωνικά και ανθρωπολογικά ανεδαφικές είναι και το μεγάλο πρόβλημα της Ευρώπης σήμερα. Η στρατηγική και η πολιτική σκέψη είναι ελλειμματική και ο πολιτικός ορθολογισμός σπανίζει.
Τέλος αλλά όχι το τελευταίο που θα μπορούσε να τονιστεί, αφορά το μέγα στρατηγικό ζήτημα των σχέσεων Βερολίνου – Μόσχας. Η σχέση αυτή εξελίσσεται σύμφωνα με την εγγενή φύση των εξελίξεων των δύο τελευταίων δεκαετιών: Η πανίσχυρη πλέον Γερμανία ατενίζει Ανατολικά, και όχι μόνο. Το κατά πόσο αυτό αποτελεί προϊόν Γερμανικού στρατηγικού σχεδιασμού είναι αδιάφορο. Σημασία έχει ότι, πλέον, για εγγενείς δομικούς οικονομικούς λόγους που σχετίζονται με αγορές και πρώτες ύλες η Γερμανία προσβλέπει σε ένα «ζωτικό χώρο» στην Κεντρική Ευρώπη και στην Ανατολική Ευρώπη. Όσον αφορά τον Ευρωπαϊκό Νότο αλλά όχι μόνο, με ψυχραιμία και σιγουριά που παγώνει, το Βερολίνο επιχειρεί να τον μετατρέψει σε εκποιημένο και εξαγορασμένο από αυτήν αποικιακό χώρο.
Σίγουρο είναι ότι ο κλασικός εξισορροπητής, δηλαδή το Λονδίνο, «κινείται». Το ζήτημα όμως είναι κατά πόσο υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να συγκρατηθεί και για να μετασχηματιστεί το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα. Εκτιμούμε πως είναι δύσκολο, αν όχι ανέφικτο. Όλα δείχνουν ότι τα πράγματα κινούνται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που δημιουργεί η υπερισχύουσα Γερμανική θέση.
Όμως, εδώ βρίσκονται και τα σπέρματα μιας μεγάλης αστάθειας: Ποτέ η Γερμανία δεν μπόρεσε να ηγεμονεύσει επί της Ευρώπης. Για στρατηγικούς λόγους που αφορούν την παγκόσμια κατανομή ισχύος και συμφερόντων οι Δυτικοί ποτέ δεν θα της το επιτρέψουν.
Διαχρονικά η θέση της Ρωσίας επί αυτού ήταν πονηρή και επαμφοτερίζουσα. Το στρατηγικό παίγνιο, αν και είναι δύσκολο, ευνοεί τη Μόσχα: Τυγχάνει σήμερα η Ρωσία να είναι η μόνη που διαθέτει πολιτική ηγεσία με ικανότητα θέασης του ιστορικού παρελθόντος και του μέλλοντος.
Στην Ελλάδα, μετά τις εκλογές της 6ης Μαίου λογικά έπρεπε να πάρουν το τιμόνι της διπλωματικής και οικονομικής διακυβέρνησης προσωπικότητες υψηλού πολιτικού και στοχαστικού κύρους, για να μπορέσουν να πλοηγήσουν το ελληνικό καράβι μέσα από τις συμπληγάδες. Το ίδιο ζήτημα τίθεται μετά τις εκλογές της 17ης Ιουνίου.
Οι συμπληγάδες είναι πολλές και αλληλένδετες. Η διαπραγμάτευση μέσα στο ρευστό στρατηγικό και πολιτικοθεσμικό πεδίο που προσπαθήσαμε να σκιαγραφήσουμε πιο πάνω απαιτεί κομματικά αδιάφθορες προσωπικότητες υψηλού πολιτικού κύρους και διακεκριμένων επιδόσεων. Επιπλέον, η διαχείριση των πρωτογενών ελλειμμάτων θα πρέπει να συνδυαστεί με κοινωνική συνοχή, ευνομία και οικονομική ανάπτυξη.
12/6/2012
Σημείωση. Το κείμενο αναρτήθηκε στην διεύθυνση http://www.ifestosedu.gr/112ekloges12.htm