Παναγιώτης Ήφαιστος
Καθηγητής, Διεθνείς Σχέσεις-Στρατηγικές Σπουδές
Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών
www.ifestos.edu.gr -- www.ifestosedu.gr -- info@ifestosedu.gr -- info@ifestos.edu.gr
Αναζητώντας μια ευρωπαϊκή κοσμοθεωρία ….
Σημείωση 20.11.2009. Το παρόν κείμενο αποτέλεσε την βάση ομιλίας μου στην Καλαμάτα που διοργάνωσε φοιτητική παράταξη το 2003. Το παραθέτω αυτούσιο και ακατέργαστο. Αποτέλεσε, βασικά, την αφετηρία μιας πιο ρηξικέλευθης και ριζοσπαστικής θεώρησης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που θα αποτυπωθεί στην μονογραφία Το θολό Βασίλειο της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που εκδίδεται το 2010. Ο προσανατολισμός και οι θεμελιώδεις θέσεις αποκρυσταλλώθηκαν στο 6 κεφάλαιο του Κοσμοθεωρία των Εθνών που κυκλοφόρησε πριν μερικές εβδομάδες. Πολλά εξειδικευμένα σχόλια, επίσης, γίνονται στα δοκίμια τέλους του ίδιου βιβλίου.
Παναγιώτης Ήφαιστος
1. Διαχρονικά ερωτήματα για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση,
2. Κοσμοθεωρητικά θεμέλια της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης,
3. Η σημασία ύπαρξης συμβατών κοσμοθεωρητικών θεμελίων και ηθικοκανονιστικών εποικοδομημάτων,
4. Η θεμελιακή σχέση εντολέα-εντολοδόχου στην ΕΕ
5. Στρατηγική ετερότητα και ευρωπαϊκή ολοκλήρωση
-------------------------------------------------------------------------------
1. Διαχρονικά ερωτήματα για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση
Συχνά αναφύεται η απορία κατά πόσο νέες εντυπωσιακές ακαδημαϊκές και δημοσιογραφικές θεωρήσεις για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση καταμαρτυρούν όχι την γονιμότητα του ανθρώπινου πνεύματος αλλά τον αδιέξοδο χαρακτήρα πολλών αντιλήψεων κανονιστικού κυρίως προσανατολισμού. Έτσι, ένα σημαντικό χαρακτηριστικό των αναλύσεων κάθε ιστορικής συγκυρίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι η επανεμφάνιση πολυσυζητημένων ερωτημάτων που συνοδεύονται με εκκλήσεις για κατεπείγουσες απαντήσεις. Τα βασικά ζητήματα που απασχολούν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, εν τούτοις, όχι μόνο είναι μονιμότερου χαρακτήρα αλλά επιπλέον στο παρελθόν έχουν συζητηθεί εξαντλητικά και επανειλημμένα. Πιο κάτω, αφού προηγουμένως συνοψιστούν συντομογραφικά τα μεγάλα ζητήματα που εκτιμάται ότι πάντοτε βρίσκονταν στον πυρήνα του προβληματισμού, θα προχωρήσουμε σε παρατηρήσεις και σχόλια που αφορούν βαθύτερους διαμορφωτικούς παράγοντες που η κανονιστικά προσανατολισμένη σκέψη τείνει να παραβλέπει.
Όπως σε κάθε άλλη περίπτωση κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης το θεμελιώδες ζήτημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι η σχέση εντολέα – εντολοδόχου μεταξύ των μελών ενός κοινωνικού συνόλου και των κανονιστικών δομών ρύθμισης των πολιτικών τους σχέσεων. Ακόμη πιο σημαντικό ζήτημα είναι η έκταση, ο βαθμός και το είδος της κοινωνικοπολιτικής νομιμοποίησης των (υπερεθνικών) θεσμών. Οι πολιτικές και πολιτισμικές παραδόσεις των ευρωπαϊκών κοινωνιών, σημειώνεται, συνηγορούν υπέρ μιας άμεσης άσκησης λαϊκής κυριαρχίας. Αυτό το κεκτημένο των ευρωπαϊκών κοινωνιών συχνά υποτιμάται ή παραβλέπεται με αποτέλεσμα να υποτιμάται το διαρκώς διευρυνόμενο έλλειμμα άσκησης λαϊκής κυριαρχίας. Ήδη από τις πρώτες δεκαετίες, η νομιμοποίηση των υπερεθνικών θεσμών δια της διακυβερνητικής μεθόδου εθεωρείτο ανεπαρκής. Όμως, η εκλογή ενός κοινοβουλευτικού οργάνου σε πανευρωπαϊκή βάση ανάλογου και αντίστοιχου των εθνικών κοινοβουλίων, σκόνταφτε και συνεχίζει να σκοντάφτει στον κοινωνικό κατακερματισμό της Ευρώπης. Αναπόδραστη συνέπεια είναι η διαιώνιση ενός συστήματος έμμεσης άσκησης λαϊκής κυριαρχίας και ενός διαρκώς διογκούμενου δημοκρατικού ελλείμματος που βαθαίνει όσο οι αρμοδιότητές της ΕΕ διευρύνονται. Το σύστημα είναι και θα συνεχίσει να είναι σταθερό ενόσω το δημοκρατικό έλλειμμα και η άμπωτη και πλημμυρίδα αμφίρροπων εθνικών συμφερόντων και στρατηγικών αιτίων που ευνοούν την ύπαρξη της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης συμψηφιστικά βρίσκονται σε κατάσταση γενικής ισορροπίας[1]. Οι εμπειρίες της μεταψυχροπολεμικής εποχής από την Γερμανική επανένωση μέχρι την κρίση του Ιράκ και την καταψήφιση του ευρωσυντάγματος, δείχνουν ότι αν και εύθραυστη αυτή η γενική ισορροπία δεν ανατρέπεται εύκολα. Συνοπτικά και πριν προχωρήσουμε σε αναφορές για τα κοσμοθεωρητικά θεμέλια του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούν συνοπτικά τέσσερις αλληλένδετες δέσμες καίριων ζητημάτων που αφορούν καίρια την προαναφερθείσα άμπωτη και πλημμυρίδα εθνικών συμφερόντων και την κατάσταση γενικής ισορροπίας που παρά τα προβλήματα η Κοινότητα κατορθώνει να επιτυγχάνει:
Πρώτον, η κοινωνική νομιμοποίηση και γενικότερα η δημοκρατία σ’ ένα σύστημα κρατών με διεθνικούς, υπερεθνικούς, υπερκρατικούς και διακυβερνητικούς θεσμούς και διαδικασίες είναι ίσως το σημαντικότερο ζήτημα. Η θέση που υιοθετείται εδώ[2] είναι ότι τόσο σε αναφορά με πιθανά ελλείμματα της λαϊκής κυριαρχίας όσο και σε αναφορά με ήπιους ή λιγότερους ήπιους ηγεμονισμούς, η γενική και διαχρονικά σταθερή ισορροπία του συστήματος συναρτάται –όπως ακριβώς και στην ενδοκρατική τάξη πραγμάτων– με την ύπαρξη βαθύτερων συλλογικών παραδοχών σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Λόγω της βαθύτατης ετερότητας μιας έκαστης κοινωνίας η αναφορά σε ένα ευρωπαϊκό δημόσιο νομικό χώρο αφενός δεν επαρκεί για να ερμηνευτεί η βιωσιμότητα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και αφετέρου δεν προσφέρει οποιαδήποτε νέο στοιχείο όσον αφορά την κοινωνικοψυχολογική νομιμοποίηση των θεσμών ενόψει ενός ελλείμματος άσκησης λαϊκής κυριαρχίας. Που διευρύνεται ολοένα και περισσότερο.
Δεύτερον, η αντιμετώπιση της άνισης ανάπτυξης μεταξύ των εθνικών-κρατικών συστημάτων της Ευρώπης είναι το σημαντικότερο αίτιο πολέμου στην ιστορία των ανθρώπων και η κυριότερη αφετηριακή επιδίωξη του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Παρά την ΟΝΕ και τις επί δεκαετίες προσπάθειες οικονομικής σύγκλισης υπάρχουν μεγάλες διαφορές στις αναπτυξιακές δυνατότητες των μελών που φυσιολογικά βαθαίνουν λόγω διαρκών διευρύνσεων αλλά και αντικειμενικής ανεπάρκειας των πόρων που διατίθενται για σκοπούς αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών και των περιφερειών της Ένωσης. H υιοθέτηση της ONE, για παράδειγμα, δημιουργεί πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι μέχρι σήμερα αλληλεξάρτηση και ενδεχομένως δυναμική «συγχώνευσης» των οικονομιών. Όμως είναι ένα πράγμα η οικονομική ολοκλήρωση και άλλο η ανάπτυξη δυναμικής κοινωνικής ολοκλήρωσης που απαιτείται να συνοδεύεται από μια κεντρικά ρυθμιζόμενη κοινωνική και αναπτυξιακή πολιτική πανευρωπαϊκής εμβέλειας. Το βασικό ερώτημα που τίθεται εδώ, βεβαίως, είναι τα όρια της αλληλεγγύης μεταξύ μελών ενός διακρατικού συνόλου όταν δεν υπάρχουν κοινά κοσμοθεωρητικά θεμέλια ή όταν αυτά είναι ασταθή και ρευστά. Στο επίπεδο της ακαδημαϊκής ανάλυσης και παρά την διαρκώς ολοένα και μεγαλύτερη κοινωνική ετερότητα των μελών της ΕΕ, ουκ ολίγοι αναλυτές του φαινομένου της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είτε παραμένουν προσκολλημένοι σε ξεπερασμένες λειτουργικές και νεολειτουργικές θεωρήσεις που ο Ernst Haas έντιμα εγκατέλειψε ήδη από την δεκαετία του 1960[3] είτε, ενάντια στην ενδοκρατική και διακρατική εμπειρία όλων ων σύγχρονων πολιτειών[4], διολισθαίνουν ολοένα και περισσότερο σε θεωρήματα περί εταιρικού συλλογικού βίου. Έτσι βλέπουν την πολιτική αρετή, την συνταγματική πίστη, την πολιτειακή αφοσίωση και την αυτοθυσία όχι ως συνάρτηση ενός ευρύτερου και βαθύτερου πολιτικού γεγονότος αλλά ως περίπου νομικό ή θεσμικό ζήτημα. Συντομογραφικά, ενώ η ανθρώπινη πολιτική εμπειρία καταμαρτυρεί ότι καθολικά και διαχρονικά το πολιτικό γεγονός είναι αντιληπτό μόνο κοινωνιοκεντρικά, διεθνιστικές και κοσμοπολίτικες θεωρήσεις εμμένουν πεισματικά σε μια μεταφυσικά προσδιορισμένη εταιρική αντίληψη κανονιστικά-αξιολογικά προσδιορισμένη.
Τρίτον και συναφές, παρά την οικονομική ολοκλήρωση και τα εντυπωσιακά επιτεύγματα στο επίπεδο της ανάπτυξης του κράτους δικαίου, η δημιουργία ενός κοινωνικά θεμελιωμένου ευρωπαϊκού δημόσιου χώρου είναι ακόμη σε νηπιακή ηλικία. Η ανάπτυξή του συναρτάται τόσο με την δημοκρατικότητα των διαδικασιών όσο και με τις προαναφερθείσες θεμελιώδεις κοινωνικές παραδοχές που αφορούν τα έσχατα δηλαδή ερωτήματα κοσμοθεωρητικού και στρατηγικού προσανατολισμού του εγχειρήματος της ολοκλήρωσης. Η ισορροπία και σταθερότητα κάθε κοινωνικοπολιτικού εγχειρήματος εξαρτάται αφενός από την ευρωστία των κοσμοθεωρητικών θεμελίων που προσφέρουν μόνιμη πυξίδα κοινού προσανατολισμού και αφετέρου από την συμβατότητα των υπερεθνικών ηθικοκανονιστικών δομών με αυτά τα θεμέλια. Ακριβώς, θεωρήματα περί νέων μορφών διακυβέρνησης που κινούνται στο επίπεδο του φαντασιακού ιδεολογημάτων περί «έμμεσης δημοκρατίας μεγάλων χώρων στην εποχή της παγκοσμιοποίησης» ή «πολλών θεσμικών επιπέδων και υψηλής αλληλεξάρτησης» δεν ενδείκνυνται ως βάση προβληματισμού για το όντως μοναδικό φαινόμενο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης[5].
Τέταρτον, η αλληλεγγύη μεταξύ των ατόμων και των ομάδων ενός κοινωνικού συνόλου είναι ο σημαντικότερος συνεκτικός ιστός. Ανεξαρτήτως υπερεθνικών νομικών δομών, η ύπαρξη ενός ευρωπαϊκού δημόσιου χώρου με νόημα, περιεχόμενο και ουσιαστική κοινωνική νομιμοποίηση συναρτάται με την αλληλεγγύη σ’ όλα τα δυνατά επίπεδα, συμπεριλαμβανομένης της διπλωματίας, της άμυνας και της ασφάλειας. Πολλά διεθνή γεγονότα μετά τον Ψυχρό Πόλεμο αλλά κυρίως τα συμβάντα στην φάση της γερμανικής επανένωσης και η κρίση του Ιράκ το 2003, κατέστησαν πασιφανές ότι πίσω ή κάτω από τους υπερεθνικούς θεσμούς, την υπερεθνική ρητορεία και τις ωφελιμιστικές συναλλαγές, παραμονεύουν αντίρροπες εθνικές στρατηγικές και διλήμματα ασφαλείας. Ο Hedley Bull, έθεσε το ζήτημα αυτό την δεκαετία του 1980 και δύο δεκαετίες αργότερα είναι επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε. Πιο συγκεκριμένα, υποστήριξε πως πολλά επιφαινόμενα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο ενός κοινωνικοπολιτικά και στρατηγικά ανομοιόμορφου χώρου ενδεδυμένου κοινά αποδεκτές κανονιστικές ρυθμίσεις και ωφελιμιστικές συναλλαγές που δεν αλλοιώνουν στο παραμικρό την εθνική-κρατική ετερότητα που ενυπάρχει ζωντανή και ακμαία στα θεμέλια του υπερεθνικού εποικοδομήματος[6]. Εάν ούτως έχουν τα πράγματα, υποστήριξε ο Bull σ’ αυτή την πολυσυζητημένη και πάντοτε επίκαιρη ανάλυση, το ευρωπαϊκό υπερεθνικό εποικοδόμημα είναι ευάλωτο στις διεθνείς διακυμάνσεις και στις ενδοευρωπαϊκές ανακατανομές ισχύος. Κανένας αναλυτής ή πολιτικός ηγέτης δεν μπορεί να παραβλέψει το γεγονός ότι τόσο στην φάση της γερμανικής επανένωσης, στην κρίση του Ιράκ το 2003 και στην συνέχεια στην περίπτωση της καταψήφισης του ευρωπαϊκού συντάγματος με υπόβαθρο την τουρκική υποψηφιότητα για ένταξη, πασίδηλα η ανάλυση του Bull επιβεβαιώθηκε[7]. Αν και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι μια suis generis διακρατική εμπειρία που συνεχώς εμπλουτίζει και ανανεώνει τα κανονιστικά εποικοδομήματα, η εθνική-κρατική ετερότητα στα θεμέλια του συστήματος το καθιστά ευπαθές στις δομικές αλλαγές του διεθνούς συστήματος και στις εσωτερικές ανακατανομές ισχύος. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, σ’ αντίθεση με τα δοκιμασμένα στο χρόνο βιώσιμα πολιτειακά συστήματα τα οποία είναι προικισμένα με θεμελιώδεις συλλογικές κοσμοθεωρητικές παραδοχές και συμβατά με αυτές σφαιρικά ηθικοκανονιστικά εποικοδομήματα, το υπερεθνικό εποικοδόμημα της ΕΕ τα στερείται. Σε κάθε περίπτωση, είναι σίγουρο ότι δεν μπορεί να αποκτήσει τέτοιες συλλογικές παραδοχές με διατακτικό τρόπο ή με πρόταξη ωφελιμιστικών «καρότων» ή άνωθεν ορισθέντων θεσμικών επιταγών μεταφυσικά προσδιορισμένων. Όπως σημείωσε ο Ernst Haas, στην προαναφερθείσα γνωστή παραδοχή του το 1966, «τα πραγματιστικά συμφέροντα απλώς επειδή είναι πραγματιστικά και δεν ενισχύονται με βαθιές ιδεολογικές και φιλοσοφικές δεσμεύσεις είναι εφήμερα»[8]. Για να αναφερθώ σε ένα ακόμη οξυδερκή στοχαστή, τον Raymond Aron[9], σημείωσε ότι στο παρελθόν οι αυτοκρατορίες καταργούσαν με βίαιο και γενοκτονικό τρόπο τα κυρίαρχα κράτη και τα ενσωμάτωναν στην δική τους μεγαλύτερη κυριαρχία. Εάν αυτό γίνει στην Ευρώπη με εθελούσιο τρόπο στην Ευρώπη δεν θα είναι μια αλλαγή εντός της ιστορίας αλλά αλλαγή της ιστορίας που θα αλλάξει το πρόσωπο του κόσμου.
2. Κοσμοθεωρητικά θεμέλια της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης
Οι διαδοχικές Διακυβερνητικές Διασκέψεις της ΕΕ προκαλούν δημιουργούν ένα παράδοξο: Ενώ υιοθετούν σημαντικά ενοποιητικά βήματα δεν αγγίζουν παρά μόνο επιφανειακά τα κεντρικά ερωτήματα μια πραγματικής Πολιτικής Ένωσης. Ενοποιητικά βήματα λαμβάνουν χώρα αλλά το κατά πόσο οδηγούν ή δεν οδηγούν στην πραγμάτωση μιας πραγματικής Πολιτικής Ολοκλήρωσης είναι ερώτημα που δεν μπορούμε ακόμη να απαντήσουμε με βεβαιότητα. Μέχρι σήμερα, πάντως, τα ενοποιητικά βήματα διέπονται από μια αμιγή διακυβερνητική λογική: Ίσαμε τις ακραίες συνέπειες του κοινοτικού συστήματος, οι υπερεθνικοί θεσμοί, επειδή συνεχίζουν να βρίσκονται υπό την αίρεση διακυβερνητικών αποφάσεων τόσο όσον αφορά την ύπαρξή τους όσο και τις αρμοδιότητες και λειτουργίες τους. Όπως εξάλλου τεκμαίρεται από τον πολιτικό λόγο και την θεωρητική συζήτηση η έννοια «Ευρωπαϊκή Πολιτική Ένωση» δυνατό να σημαίνει διαφορετικά πράγματα για διαφορετικούς ανθρώπους ή διαφορετικές ομάδες. Έτσι, για πολλούς δυνατό να σημαίνει μια σταδιακή μετάβαση σε μια πραγματική Έυρωπαϊκή Ένωση, για ακόμη περισσότερους μια νέας μορφής διακρατική σχέση και για μερικούς άλλους μια νέας μορφής διεθνή διακυβέρνηση. Σε κάθε περίπτωση, το έλλειμμα ρητών αποφάσεων που θα διέπονται από συγκεκριμένο ενωσιακό σκοπό είναι ίσως αναμενόμενο. Ασφαλώς δεν οφείλεται σε κάποια παράληψη ή σε κάποια συγκεκριμένη πρόθεση του ενός ή του άλλου ατόμου ή της μιας ή της άλλης χώρας, ούτε σημαίνει ότι προδίδει έλλειμμα πολιτικής βούλησης. Για να σταθώ στο τελευταίο ζήτημα, ιστορικά, στο ευρύτερο διεθνές σύστημα η πολιτική βούληση των ελίτ ποτέ δεν ήταν επαρκής προϋπόθεση κοινωνικοπολιτικών επαναστάσεων. Η Πολιτική Ένωση, πέραν τουλάχιστον ενός ορισμένου σημείου και εάν διαφοροποιηθεί η σχέση εντολέα-εντολοδόχου μεταξύ κρατών-μελών και υπερεθνικών θεσμών, θα είναι όντως μια κοινωνικοπολιτική επανάσταση. Το έθνος-κράτος ως ηθικοκανονιστικό εποικοδόμημα, για παράδειγμα, προέκυψε τόσο μέσα από αξιώσεις και αγώνες συλλογικής κυριαρχίας-ελευθερίας όσο και μέσα από μακρόχρονες σφυρηλατήσεις συλλογικών ηθικών κριτηρίων και κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένων σκοπών που ενσαρκώνονται στα ηθικοκανονιστικά εποικοδομήματα κάθε κυρίαρχης κοινωνίας.
Σ’ αντίθεση με τις οντολογικού χαρακτήρα οντολογικές καταβολές του έθνους-κράτους, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στερείται αφετηριακής πανευρωπαϊκής αξίωσης συλλογικής ελευθερίας-κυριαρχίας ενώ τόσο αφετηριακά όσο και στη συνέχεια μέχρι και σήμερα είναι μάλλον υπόθεση των ελίτ και μόνο έμμεσα και απόμακρα αποτέλεσμα κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένων σκοπών.
Η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, εξάλλου, μετά το τεράστιο ποιοτικό άλμα ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς το 1992 και της ταυτόχρονης υιοθέτησης της ΟΝΕ– αμφιταλαντεύεται στο μεταίχμιο μεταξύ ριζοσπαστικών βημάτων η λήψη των οποίων προϋποθέτει την ύπαρξη μια κοινωνικής ολοκλήρωσης και στασιμότητας ή από-ολοκλήρωσης που θα θέτει σε κίνδυνο το κοινοτικό κεκτημένο του οποίου την χρησιμότητα κανείς δεν φαίνεται να αμφισβητεί. Ποιο είναι όμως το δίλημμα; Σε οργανωμένο κοινωνικό περιβάλλον, το βασικό ερώτημα είναι το κατά πόσον οι θεσμοί έπονται ή προηγούνται της κοινωνικής βούλησης. Στην πρώτη περίπτωση το πολιτικό γεγονός εκτυλίσσεται και αναπτύσσεται στη βάση κοινωνικά προσδιορισμένων σκοπών ενώ στην δεύτερη περίπτωση κάποιος δικτάτορας, κάποιοι «πεφωτισμένοι» ή κάποιοι συνωμότες προδικάζουν και προτάσσουν τα δικά τους κριτήρια και ιδέες στην κοινωνική βούληση. Δεν είναι του παρόντος για να εξηγηθούν οι λόγοι που καθιστούν την ΕΕ μια ενδιάμεση περίπτωση. Αναφέρεται απλώς ότι η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης υπήρξε δημιούργημα των πολιτικών ελίτ και ότι διαδοχικές πολιτικές ηγεσίες από την δεκαετία του 1950 και μετά σχοινοβατούσαν μεταξύ υπερεθνικών και διακυβερνητικών ρυθμίσεων ούτως ώστε να μην προκύπτουν κοινωνικές αντιστάσεις σε εθνικό ή ευρωπαϊκό επίπεδο. Σ’ αυτό ακριβώς οφείλεται και το γεγονός των μικρών μόνο βημάτων της ενοποιητικής διαδικασίας: Η ενοποίηση ήταν πάντοτε συνάρτηση των δυνατοτήτων διεθνικής αλληλεγγύης. Ιδιαίτερα όταν υπάρχουν αξιώσεις για ταχύρυθμα ενοποιητικά βήματα προς την κατεύθυνση αύξησης και διεύρυνσης των αρμοδιοτήτων των νομοθετικών και εκτελεστικών υπερεθνικών οργάνων χωρίς κοινωνική ολοκλήρωση, τα διλήμματα εντείνονται: περαιτέρω ενοποιητικά βήματα σημαίνουν είτε διεύρυνση ενός ήδη προβληματικού ελλείμματος άσκησης λαϊκής κυριαρχίας είτε υιοθέτηση υπερεθνικών διευθετήσεων οι οποίες θα στηρίζονται στην ιεραρχία ισχύος και που ως τέτοιες βρίσκονται σε υπαρξιακή αντίθεση με τις αφετηριακές λογικές του κοινοτισμού και της αλληλεγγύης πάνω στις οποίες και εδράζεται το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ποιες είναι λοιπόν οι συνθήκες μεγαλύτερης σταθερότητας και λιγότερης έντασης μεταξύ της αξίωσης για υπερεθνική ολοκλήρωση και της αξίωσης των κρατών να παραμείνουν οι εντολείς του συστήματος; Η απάντηση είναι ότι απαιτούνται στέρεα κοινά κοσμοθεωρητικά θεμέλια που θα νομιμοποιούν τα υπερεθνικά εποικοδομήματα.
Ακριβώς, εάν σταθούμε σε ζητήματα κοινωνικοπολιτικής οντολογίας, στο ερώτημα ως προς τα ποια είναι τα κοσμοθεωρητικά θεμέλια της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης πάνω στα οποία εδράζεται και νομιμοποιείται το υπερεθνικό εποικοδόμημα, η απάντηση είναι: Πρώτον, ο αντιηγεμονικός χαρακτήρας του εγχειρήματος και δεύτερον, ο κοινοτισμός ως ισοτιμία και αλληλεγγύη. Πέραν του ότι η αντιηγεμονική παραδοχή βρίσκεται στις αφετηριακές διακηρύξεις η πρακτική των δεκαετιών που ακολούθησαν κατέδειξε πως βάση λειτουργίας του κοινοτικού συστήματος δεν μπορεί παρά να είναι η διακρατική ισοτιμία, οι συναινετικές αποφάσεις και η θεσμική-πολιτική διαφάνεια. Ο κοινοτισμός με την έννοια που χρησιμοποιείται εδώ είναι η πρακτική ή η προσδοκία των ευρωπαϊκών κοινωνιών ότι τα ενοποιητικά βήματα είναι συνδεδεμένα με τον βαθμό και την ένταση της αλληλεγγύης μεταξύ των μελών. Προστίθεται πως η ειδοποιός διαφορά μεταξύ του πολιτειακού καθεστώτος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με το πολιτειακό καθεστώς του έθνους-κράτους έγκειται στο γεγονός ότι το τελευταίο είναι προικισμένο τόσο με πληθώρα αφετηριακών συλλογικών κοσμοθεωρητικών παραδοχών όσο και με κοινωνικοπολιτική ολοκλήρωση που σφυρηλατήθηκε στην ιστορική διαχρονία μεταξύ των μελών κάθε εθνικής-κρατικής οντότητας. Η ετερότητα των κοινωνικοπολιτικών δομών βρίσκεται τόσο στα κοσμοθεωρητικά θεμέλια όσο και στα ηθικοκανονιστικά εποικοδομήματα.
Η αντιηγεμονική και κοινοτική παραδοχή είναι διακρατική-διακυβερνητική παραδοχή και όχι παραδοχή που προτάσσει και προϋποθέτει μια πανευρωπαϊκή-υπερεθνική κοινωνικοπολιτική οντότητα. Δηλαδή, στο επίπεδο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης όπως θεμελιώθηκε την δεκαετία του 1950 και όπως οικοδομήθηκε έκτοτε, εμπλέκονται πρωτίστως τα κράτη και έμμεσα (και όχι πάντοτε ουσιωδώς) οι κοινωνικές μάζες των κρατών-μελών. Το οποιοδήποτε «ευρωπαϊκό κοινωνικό συμβόλαιο», εξάλλου, αφενός δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας ευρωπαϊκής επανάστασης ή ευρωπαϊκής αξίωσης κυριαρχίας-ελευθερίας και αφετέρου, δημιουργήθηκε και συντηρήθηκε περισσότερο από τα ηγετικά ελίτ και λιγότερο από τις κοινωνικές μάζες. Ρεαλιστικά μιλώντας, δεν θα μπορούσε να συμβαίνει κάτι διαφορετικό εκτός και αν η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είχε γεννηθεί, αφετηριακά λόγω μιας αφετηριακής αξίωσης συλλογικής ελευθερίας-κυριαρχίας όπως συμβαίνει με το σύνολο σχεδόν των βιώσιμων Πολιτειακών οντοτήτων. Ούτε όμως είχαμε δημιουργία μιας νέας βιώσιμης πολιτικής κοινότητας λόγω «μετατόπισης πίστης, νομιμοφροσύνης, εξουσιών και προσδοκιών» από το εθνικό στο υπερεθνικό επίπεδο λόγω οικονομικών-ωφελιμιστικών ανταλλαγών[10]. Για να συμβεί το τελευταίο, όμως, θα έπρεπε να είχαν επαληθευτεί οι προσδοκίες της λειτουργικής σχολής για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, κάτι που ασφαλώς δεν συνέβηκε[11].
Αν και οι μαρξιστές ενδεχομένως διαφωνούν με αυτή τη θέση, θα μπορούσε εν τούτοις να επισημανθεί ότι, επειδή ακριβώς οι θεσμοί έπονται και δεν προηγούνται της κοινωνίας, στο εσωτερικό κάθε βιώσιμης εθνικής-κρατικής οντότητας η εξουσία δεν θεωρείται ηγεμονική και τα μέλη υπομένουν τις διακυμάνσεις της αλληλεγγύης στο όνομα της αποτελεσματικότητας γιατί το Πολιτειακό γεγονός συντελείται στο πλαίσιο μιας δεδομένης ευρείας, σφαιρικής και βαθιάς κοσμοθεωρητικής και κοινωνικοπολιτικής ενότητας. Για να το θέσουμε διαφορετικά, ενώ ο ηγεμονισμός στις διακρατικές σχέσεις αποτελεί αφορμή για αντίσταση και πόλεμο, στις ενδοκρατικές σχέσεις επειδή εντάσσεται σε μια νομιμοποιητική κοσμοθεωρητική και ηθικοκανονιστική αποτελεί αφορμή πολιτικής δράσης για κυβερνητική αλλαγή ή το πολύ αφορμή επανάστασης για καθεστωτική αλλαγή.
3. Η σημασία ύπαρξης συμβατών κοσμοθεωρητικών θεμελίων και ηθικοκανονιστικών εποικοδομημάτων
Οι πιο πάνω πτυχές αν και όχι πολυσυζητημένες, δεν μπορούν εν τούτοις να υποτιμηθούν. Αφορούν την φύση του εθνικού-κρατικού συστήματος όπως διαμορφώθηκε στο μεταβεστφαλιανό διακρατικό σύστημα. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση όσο και αν συνήθισε να παραπέμπει τα ζητήματα κοινωνικοπολιτικής οντολογίας στις καλένδες δεν μπορεί εν τούτοις να παρακάμπτει επ’ άπειρον το ζήτημα της θεμελιώδους φύσης των εθνών-κρατών που με τον ένα ή άλλο τρόπο αποσκοπεί να ολοκληρώσει, καθώς επίσης και ίσαμε τις ακραίες συνέπειες τον επαναστατικό χαρακτήρα αυτού του φιλόδοξου σκοπού.
Τα επιστημονικά και λογικά σφάλματα περί την ΕΕ οφείλονται, κατά κύριο λόγο, στο γεγονός πως παραβλέπεται το γεγονός ότι σε κάθε βιώσιμη Πολιτεία αναγνωρίζεται τόσο από τα κοσμοθεωρητικά του θεμέλια που προσφέρουν μόνιμο στρατηγικό προσανατολισμό όσο και από τα ηθικοκανονιστικά εποικοδομήματα που διαρκώς μεταλλάσσονται διαμέσου των κοινωνικοπολιτικών ελέγχων και εξισορροπήσεων προκαλώντας κυβερνητικές αλλαγές, νομοθετικές αλλαγές, διοικητικές αλλαγές και συνταγματικές αλλαγές. Η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στις έσχατες λογικές της είναι ένα φαινόμενο κοινωνικοπολιτικής οντολογίας που δεν δύναται να αποφύγει αυτά τα έσχατα ερωτήματα που αφορούν κάθε συλλογικό τρόπο ζωής.
Όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, τα κράτη της Ευρώπης όπως και όλα τα υπόλοιπα κράτη του διακρατικού συστήματος έχουν μια αφετηρία στη φάση των αξιώσεων συλλογικής ελευθερίας, δηλαδή στη φάση της γέννησής τους ως ανεξάρτητες συλλογικές οντότητες, η οποία τα προικίζει με συγκεκριμένα κοσμοθεωρητικά θεμέλια πάνω στα οποία στη πορεία του χρόνου κτίζονται και σφυρηλατούνται τα ηθικοκανονιστικά εποικοδομήματα, δηλαδή τα πολιτειακά καθεστώτα, τα νομικά συστήματα, οι διοικητικές προσεγγίσεις και άλλες ορατές ή αόρατες κανονιστικές δομές. Ενώ τα κράτη ως κοινωνικοπολιτικές οντότητες δυνατό αν διαφέρουν ως προς το εσωτερικό τους περιεχόμενο είναι εν τούτοις όμοια ως προς τα μορφικά χαρακτηριστικά τους: Όλες οι βιώσιμες πολιτειακές οντότητες είναι προικισμένες τόσο με τα κοσμοθεωρητικά θεμέλια που επιτρέπουν τον συλλογικό κατ’ αλήθειαν βίο όσο και με ένα συμβατό με αυτά και διαρκώς εξελισσόμενο συλλογικό τρόπο ζωής, δηλαδή τα ηθικοκανονιστικά εποικοδομήματά τους[12]. Διατάραξη αυτής της λεπτής αλλά ουσιαστικής σχέσης θεμελίων και εποικοδομημάτων τα κλονίζει και συχνά τα διασπά ή τα καταργεί. Ενώ λοιπόν η ΕΕ, στην πορεία πέντε δεκαετιών επιτυχούς οικονομικής ολοκλήρωσης έχει οικοδομήσει ωφελιμιστικά εποικοδομήματα στερείται εν τούτοις στέρεων πανευρωπαϊκών κοσμοθεωρητικών θεμελίων και ταυτόχρονα οι προαναφερθείσες θεμελιώδεις παραδοχές του κοινοτισμού και της απόρριψης των ηγεμονικών συμπεριφορών είναι ευάλωτες στις ενδο-κοινοτικές και διεθνείς ανακατανομές ισχύος και συμφερόντων. Υπό το πιο πάνω πρίσμα, οποιαδήποτε απόφαση δημιουργίας υπερεθνικών κανονιστικών δομών που δεν είναι συμβατή με αυτές τις κοσμοθεωρητικές προϋποθέσεις υπονομεύει τα κεκτημένα της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Θα μπορούσε να προστεθεί πως κάθε ενοποιητικό βήμα το οποίο γίνεται είτε με εισαγωγή κριτηρίων ισχύος είτε με αποσύνδεση της ενοποίησης από την αλληλεγγύη, εν δυνάμει, ξαναφέρνει στο ευρωπαϊκό προσκήνιο το κλασικό πρόβλημα της ανασφάλειας λόγω άνισης ανάπτυξης και εν δυνάμει δημιουργεί ενδο-κοινοτικές εντάσεις οι οποίες δυνατό, ιδιαίτερα σε περιστάσεις κρίσεων, να αλλάξουν ριζικά την υπολογισμούς κόστους-οφέλους συμμετοχής για μικρά και μεγάλα κράτη.
Εάν η σχέση μεταξύ των κοσμοθεωρητικών θεμελίων και του υπερεθνικού κανονιστικού συστήματος είναι αυτή που περιγράψαμε πιο πάνω, τότε κάποιος θα μπορούσε να προχωρήσει σε εύλογες ερμηνείες για το καταμαρτυρούμενο γεγονός των δισταγμών και των διαιρέσεων των διακυβερνητικών διασκέψεων των τελευταίων δεκαετιών. Δύο πιθανές ερμηνείες είναι οι εξής: Πρώτον, η ομολογουμένως συντηρητική προσέγγιση σκοπό έχει να διασφαλίσει τα κεκτημένα –δηλαδή τον αντιηγεμονικό και κοινοτικό χαρακτήρα της Ένωσης– και να αποφύγει άλματα στο κενό τα οποία ενδεχομένως θα δημιουργούσαν προβλήματα άνισης ανάπτυξης. Σε τελευταία ανάλυση, κάποιοι δυνατό να υποστηρίξουν πως το γεγονός και μόνο ότι οι υπάρχουσες δομές διαχειρίζονται την αλληλεξάρτηση μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών είναι ένα τόσο σημαντικό και πολύτιμο κεκτημένο που απαιτείται να διαφυλαχθεί κατά των κινδύνων επαναστατικών πειραματισμών[13]. Κατά κάποιο τρόπο, οι συζητήσεις για το ευρωπαϊκό σύνταγμα στις συντρέχουσες διακυβερνητικές διασκέψεις κατοπτρίζουν αυτήν ακριβώς την διστακτικότητα των πολιτικών ηγετών στις ιδέες για επαναστατικές αλλαγές που θα ανατρέπουν την σχέση εντολέα-εντολοδόχος μεταξύ των κρατών μελών και των υπερεθνικών θεσμών. Δεύτερον, οι ευρωπαϊκές πολιτικές ηγεσίες[14] συνειδητοποιούν το γεγονός ότι στην σχέση «εντολέα-εντολοδόχου» υπάρχουν όρια τα οποία η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν μπορεί να υπερβεί με ενωσιακά άλματα που στερούνται τόσο επαρκών κοσμοθεωρητικών παραδοχών και κοινωνικοπολιτικών νομιμοποιήσεων. Γι’ αυτό, όταν κρίνεται ένα κείμενο συντάγματος όπως το «Ευρωπαϊκό Σύνταγμα» που καταψηφίστηκε σε μερικά κράτη-μέλη, πέραν των καθαρά νομικών ερμηνειών χρειάζεται να εξετάζεται και να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του κοινωνικοπολιτικού περιβάλλοντος στο οποίο ανήκει.
Ακόμη πιο σημαντικό, τόσο σε ηθικοπρατικό όσο και σε ακαδημαϊκό επίπεδο, η διαπίστωση ότι «τα εθνικά κράτη δεν μαράθηκαν βαθμιαία όπως είχα προβλέψει ορισμένοι», για να μην προκαλούνται επιστημονικά, λογικά και πολιτικά σφάλματα, είναι αναγκαίο να οδηγείται ίσαμε τις ακραίες συνέπειές του. Δηλαδή, ότι στην διαδικασία ολοκλήρωσης η σχέση εθνικού-κράτους και υπερεθνικών θεσμών απαιτείται να είναι σχέση εντολέα-εντολοδόχου, μια δηλαδή αμιγής διακυβερνητική σχέση εδρασμένη στην κρατοκεντρική ιδέα του κόσμου και της Ευρώπης, όπως ακριβώς είχε ορθολογιστικά υποστηριχθεί από τον Πρόεδρο της Γαλλίας στρατηγό Ντε Γκολ την δεκαετία του 1960 όταν υποστήριζε ότι η πολιτική Ευρώπη μπορεί να είναι μόνο μια «Ευρώπη των Πατρίδων».
4. Η θεμελιακή σχέση εντολέα-εντολοδόχου στην ΕΕ
Το τελευταίο σημείο θεωρώ πως είναι καίριο και χρήζει περαιτέρω διευκρινήσεων. Αποφεύγοντας λεπτές νομικές θεωρήσεις του κοινοτικού φαινομένου θα μπορούσαμε να σταθούμε στις πολιτικές όψεις του φαινομένου για να υποστηριχθεί ότι η ουσία της σχέσης «εντολέα-εντολοδόχου» στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση συχνά επισκιάζεται από αναλύσεις θεσμικής λογικής ή πολιτικής σκοπιμότητας και ακόμη πιο συχνά συγκαλύπτεται από αποφάσεις των διακυβερνητικών διασκέψεων οι οποίες είναι στολισμένες με άφθονη ενωσιακή ρητορική που επισκιάζουν το έλλειμμα ενωσιακού περιεχομένου. Όπως φάνηκε από την καταψήφιση του ευρωσυντάγματος, αυτό τον ανορθολογισμό που συχνά συνοδεύεται από πολιτική ρητορική που υποκρύπτει πολιτική υποκρισία, φαίνεται ότι πολλές ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν είναι πρόθυμες να συνεχίσουν να αποδέχονται.
Το βασικό ερώτημα κατά συνέπεια είναι: «εμείς οι ευρωπαίοι» ή «εμείς τα ευρωπαϊκά κράτη»; Επιστημονική και πολιτική τοποθέτηση όσον αφορά την σχέση εντολέα-εντολοδόχου στο Κοινοτικό θεσμικό σύστημα απαιτεί απάντηση του ερωτήματος κατά πόσον το «ΕΜΕΙΣ» αφορά τα μέλη μιας υπαρκτής ή εν δυνάμει υπαρκτής ευρωπαϊκής κοινωνίας ή κατά πόσον αντίθετα αφορά τα κράτη-μέλη στα οποία οι suis generis υπερεθνικοί θεσμοί βρίσκονται σε μια θέση διαρκούς υποταγής στα κράτη-μέλη (ή σ’ ένα τέλος πάντων τερματικό όπου ανεξαρτήτως δοτών αρμοδιοτήτων ο έσχατος, ύστερος και υπέρτατος κριτής θα είναι οι κυβερνήσεις των κρατών μελών και οι εντολείς τους δηλαδή οι κοινωνίες των κρατών-μελών). Σε όλες τις μορφές κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης η σημασία του υπέρτατου και έσχατου εντολέα είναι μεγάλη. Στο επίπεδο του κοινοτικού κανονιστικού συστήματος, εάν η «απόφαση» είναι πως ύστατοι, έσχατοι και υπέρτατοι εντολείς είναι τα κράτη-μέλη, αυτό σημαίνει ότι ανεξαρτήτως περιθωρίων δοτής αρμοδιότητας που αφήνονται στους υπερεθνικούς θεσμούς τα διακυβερνητικά όργανα θα συνεχίσουν να είναι αυτά που θα μπορούν να καταργούν, δημιουργούν και επιφέρουν μεταβολές στις αρμοδιότητες και τις λειτουργίες των υπερεθνικών θεσμών.
Σ’ ένα τέτοιο σύστημα, ενώ οι διακυβερνητικές διασκέψεις –και οι ίδιοι οι θεσμοί με πρωτοβουλίες που διευρύνουν τις αρμοδιότητές τους εντός των πλαισίων που θέτουν τα κράτη μέλη– δυνατό να μεγεθύνονται διαρκώς, αυτό μπορεί να λαμβάνει χώρα μόνον εντός του πλαφόν που οριοθετεί η σχέση «εμείς τα κράτη οι εντολείς» και «εσείς οι υπερεθνικοί θεσμοί οι εντολοδόχοι». Εάν δεν υπάρξουν επαναστατικές αλλαγές των κοσμοθεωρητικών θεμελίων του ευρωπαϊκού κοινωνικού περιβάλλοντος ποτέ οι διακυβερνητικές διασκέψεις δεν πρέπει να αναμένεται να υπερβούν ουσιαστικά αυτό το θεσμικό και πολιτικό πλαφόν. Για λόγους αυτοσυντήρησης που επιτάσσει το κοινό συμφέρον διαιώνισης του κεκτημένου της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μετά το 1957, επίσης, δεν πρέπει να αναμένεται ουσιαστική αλλαγή του θεμελιωδώς αντι-ηγεμονικού χαρακτήρα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, εκτός βεβαίως και αν τα κράτη αποφασίσουν μια επαναστατική επαναπροσέγγιση των σχέσεών τους.
Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει αμφιβολία πως ενστικτωδώς τουλάχιστον οι κυβερνήσεις και οι κοινωνίες που αντιπροσωπεύουν έχουν επίγνωση των θεμελιωδών χαρακτηριστικών του συστήματος και αυτός είναι ακριβώς το νόημα του «αμφιλεγόμενου» συμβιβασμού του Λουξεμβούργου του 1966 όσο και της συζήτησης που ακολούθησε έκτοτε για τα όρια, τους περιορισμούς και τις προϋποθέσεις των πλειοψηφικών αποφάσεων[15]. Πιο συγκεκριμένα, τα τελευταία πενήντα χρόνια ναι μεν οικοδομήθηκαν υπερεθνικοί θεσμοί πλην όμως στερούνται κοινωνικοπολιτικής αυτονομίας και ως προς τις έσχατες συνέπειές τους τελικοί κριτές είναι τα κυρίαρχα κράτη-μέλη που λειτουργούν υπό καθεστώς ισοτιμίας, συνήθως με ομοφωνία-συναίνεση και επί συνταγματικών θεμάτων πάντοτε με ομοφωνία. Για να διατυπώσω αυτή τη θέση ρητά, εάν δεν υπάρξει ευρωπαϊκή κοινωνική ολοκλήρωση, στην Ευρώπη θα έχουμε «Ένωση Κρατών» και όχι ευρωπαϊκή κοινωνικοπολιτική ολοκλήρωση. Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον δημοκρατία σημαίνει διακρατική ισοτιμία και ομόφωνες αποφάσεις, κάτι που όλως περιέργως δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από όσους συχνά καλούν για πλειοψηφικές αποφάσεις που αναπόδραστα διολισθαίνουν σε αυταρχισμό, αξιώσεις ισχύος και υπονόμευση του κοινοτισμού. Ακόμη πιο συχνά, παρουσιάζεται το παράδοξο κάποιοι να αξιώνουν ταυτόχρονα «ισοτιμία» και πλειοψηφικές αποφάσεις, αγνοώντας ή παραβλέποντας πως εν τη απουσία ευρωπαϊκής κοινωνικής ολοκλήρωσης πρόκειται για αντιθετικές έννοιες.
Το ζήτημα αν και βαθύτατων προεκτάσεων είναι εν τούτοις απλό. Το ζήτημα που τίθεται σ’ αυτή την περίεργη σχέση εντολέα-εντολοδόχου είναι απλό. Όσο διευρύνονται οι αρμοδιότητες των υπερεθνικών οργάνων εντός του προαναφερθέντος πολιτικού και θεσμικού πλαφόν τόσο περισσότερο διευρύνεται το έλλειμμα λαϊκής κυριαρχίας και κοινωνικοπολιτικών ελέγχων και εξισορροπήσεων ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν αντίστροφα εύλογα –από την άποψη της αποτελεσματικότητας των θεσμών– αιτήματα για θεσμικές και πολιτικές ιεραρχήσεις στη βάση κριτηρίων ισχύος. Όπως σε κάθε πολιτειακό σύστημα, όπως προαναφέρθηκε, το ζήτημα είναι η εξουσία να μη θεωρείται ηγεμονική και τα μέλη να ανέχονται τις διακυμάνσεις της αλληλεγγύης που γίνονται στο όνομα της αποτελεσματικότητας. Στο επίπεδο των βιώσιμων πολιτειών, επαναλαμβάνεται, αυτό συμβαίνει επειδή υπάρχει επαρκής κοσμοθεωρητική και κοινωνική ενότητα που δεν αφορά μόνο ωφελιμιστικά κριτήρια αλλά ευρύτερες και βαθύτερες παραδοχές και έσχατα ερωτήματα του συλλογικού κατ’ αλήθειαν βίου. Κοντολογίς, ενώ το Πολιτειακό σύστημα στο επίπεδο των εθνών-κρατών είναι βαθύτατα κοινωνιοκεντρικό στο επίπεδο της ΕΕ είναι εξ ορισμού διακυβερνητικό. Ταυτόχρονα, ένας ευρωπαϊκός δημόσιος χώρος μπορεί να είναι μόνο νομικός και σε έκταση μόνο που το επιτρέπουν τα κράτη. Αυτός ο δημόσιος νομικός χώρος εξάλλου λειτουργεί υπό συνθήκες διαρκούς έντασης λόγω κοινωνικοπολιτικού κατακερματισμού ενώ διασαλεύεται όποτε και όσο εισρέουν ηγεμονικά κριτήρια ή εγκαταλείπεται τελείως η αλληλεγγύη στο όνομα της αποτελεσματικότητας. Σε κάθε περίπτωση, ευρωπαϊκός δημόσιος κοινωνικοπολιτικός χώρος δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς κοινωνιοκεντρική πολιτική ολοκλήρωση κάτι που αν υπάρξει οι διακυβερνητικές διασκέψεις θα χρειαστούν μόνο για να το διαπιστώσουν και να βεβαιώσουν άπαξ την ύπαρξη μιας νέας πολιτικής κοινότητας που θα αντικαταστήσει τα έθνη-κράτη.
Κάποιος μπορεί να εκλογικεύει άνευ ορίων ή να εξορκίζει την απουσία κοινωνικοπολιτικής ένωσης αλλά διαπράττει τεράστια επιστημονικά, λογικά και πολιτικά σφάλματα αν ορθολογιστικά δεν αποδεχθεί την απουσία οντολογικών θεμελίων πέραν των εύθραυστων αντι-ηγεμονικών και κοινοτικών παραδοχών. Σ’ αυτά τα τεράστια σφάλματα, ακριβώς, οφείλονται τόσο ο επιπόλαιες επιθέσεις κατά της διακρατικής ισοτιμίας όσο και οι συχνές επικίνδυνες προτάσεις υπέρ μιας πιο αποτελεσματικής κοινότητας που θα περιέχει λιγότερη ή και καθόλου αλληλεγγύη. Σ’ αυτά τα σφάλματα οφείλονται επίσης οι αντιθέσεις, αντιφάσεις και σχεδόν απόλυτη πολιτική σύγχυση που συνόδεψε τις συζητήσεις για ενταξιακές διαπραγματεύσεις με ένα κράτος όπως η Τουρκία[16], εξέλιξη η οποία αναπόδραστα θα τις εντείνει και βαθύνει.
5. Στρατηγική ετερότητα και ευρωπαϊκή ολοκλήρωση
Κάποιος βεβαίως είναι ελεύθερος να κλείνει τα μάτια μπροστά στα προαναφερθέντα υπαρκτά εγγενή ζητήματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αλλά αυτό δεν αναιρεί το γεγονός, πρώτον, ότι παραμονεύουν ως μεγάλα προβλήματα στα θεμέλια του υπερεθνικού εποικοδομήματος και δεύτερον, ότι δυνατό να προκαλέσουν γεγονότα που δύσκολα θα μπορούσαν να προβλεφτούν, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων. Η στρατηγική ετερότητα των κρατών-μελών σε συνάρτηση με διεθνείς κρίσεις.
Στο τομέα των πολιτικοστρατηγικών ζητημάτων τις πέντε τελευταίες δεκαετίες τα κράτη-μέλη επέλεξαν να περιορίσουν την συνεργασία σε αμιγώς διακυβερνητικά πλαίσια. Για πολλά από αυτά, για λόγους που ερμηνεύονται εύκολα, η σημασία της Ατλαντικής Συμμαχίας δεν έπαυσε ποτέ να ιεραρχείται πιο ψηλά από οποιαδήπότε αμυντικοδιπλωματική διευθέτηση αποφασίζεται στο επίπεδο της Ευρώπης. Αυτή η στάση αποτελεί πλέον κυρίαρχο χαρακτηριστικό μετά την διεύρυνση, όπως ήδη αναφέρθηκε, στα νέα κράτη-μέλη της Κεντρικής Ευρώπης και την αναμενόμενες αναπροσαρμογές λόγω ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας. Επιπρόσθετα, σημειώνεται ότι το φαινόμενος της διαχρονικής άρνησης των μελών να δεχθούν υπερεθνικές διευθετήσεις στα πολιτικοστρατηγικά ζητήματα παρατηρείται παρά το γεγονός ότι διαρκώς τρίτοι παράγοντες εκτός Κοινότητας ζητούν ή θεωρούν ως δεδομένο πως η Ευρώπη πρέπει να μιλά με μια φωνή τόσο επί ζητημάτων που συναρτώνται με την οικονομική ολοκλήρωση όσο και επί των υπόλοιπων διεθνών προβλημάτων. Συναφώς, επίσης, αυτό παρατηρείται παρά το γεγονός ότι οι ολοένα διευρυνόμενες υπερεθνικές οικονομικές ρυθμίσεις θέτουν επί τάπητος τόσο πολιτικά ζητήματα που καλούν για συλλογική θέση όσο και νομικά ζητήματα που συχνά φέρνουν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σε δύσκολη θέση[17]. Η ουσία αυτών των στάσεων και συμπεριφορών, εν τούτοις, δεν βρίσκεται στην παράλειψη υιοθέτησης θεσμικών ρυθμίσεων αλλά στο γεγονός της προαναφερθείσης εθνικής-κρατικής κοινωνικοπολιτικής και κοσμοθεωρητικής ετερότητας που συνυπάρχει με τους υπερεθνικούς θεσμούς και που θέτει όρια στην πολιτική και θεσμική ανάπτυξη της κοινότητας.
Ενώ λοιπόν τα κράτη-μέλη επένδυσαν ουκ ολίγα στους ωφελιμιστικούς τομείς, στα πολιτικοστρατηγικά ζητήματα βασίζουν τις αποφάσεις τους σε κριτήρια κατανομής ισχύος με κύριο χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς τους την εθνική ισχύ και τις ισχυρές συμμαχίες.
Ακριβώς, η εικόνα της Ευρώπης τόσο κατά τη διάρκεια της γερμανικής επανένωσης την περίοδο 1988-92[18] όσο και κατά τη διάρκεια της κρίσης του Ιράκ την άνοιξη του 2003 αποτελούν περιπτώσεις που δυνατό να βοηθήσουν κάποιο να κατανοήσει εύκολα την πολιτικοστρατηγική δομή του ευρωπαϊκού χώρου. Τι παρατηρείται σ’ αμφότερες τις περιπτώσεις; Πρώτον, βαθύτατη ετερότητα στρατηγικών προσανατολισμών. Δεύτερον, πολιτικές διαιρέσεις που έτεμναν την Ευρώπη καθέτως και εγκαρσίως. Τρίτον, παντελή έλλειψη πολιτικής συνοχής ή στοιχειωδών συγκλίσεων όσον αφορά τα μεγάλα ζητήματα του κόσμου (πιο συγκεκριμένα τον ρόλο των διεθνών θεσμών, τα κριτήρια των διεθνών επεμβάσεων, το ζήτημα των όπλων μαζικής καταστροφής, την άνιση ανάπτυξη και την αντιμετώπιση των περιφερειακών προβλημάτων). Τέταρτον, καιροσκοπικές θέσεις και στάσεις αυτών που σύμπραξαν με τις ΗΠΑ κατά τη κρίση του Ιράκ όπως η Ισπανία και η Ιταλία αλλά και άλλων που υιοθέτησαν στάση επιτήδειου ουδέτερου σχοινοβατώντας αλλοπρόσαλλα μεταξύ των κυβερνητικών στάσεων και των τάσεων στο επίπεδο της κοινωνίας. Αυτό που έχει σημασία όσον αφορά αυτές τις συμπεριφορές, είναι ότι δεν οφείλονται σε συγκυριακά παθολογικά αίτια αλλά κατοπτρίζουν το πραγματικό κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον της Ευρώπης. Αποτελούν πρόκληση που καλεί για ψύχραιμες, υπεύθυνες και ρεαλιστικές αναλύσεις και εκτιμήσεις για τη δομή, τον χαρακτήρα και τον ρόλο της ΕΕ στον σύγχρονο κόσμο.
Αφετηρία κάθε σκέψης για τα θέματα αυτά είναι το πασίδηλο γεγονός πως πέντε δεκαετίες μετά την ίδρυσή της η ΕΕ είναι αφενός ένα τεράστιο εποικοδόμημα αλληλεξαρτούμενων οικονομιών και συνεταιρικών θεσμών και αφετέρου ένα σύστημα κρατών του οποίου τα κράτη-μέλη χαρακτηρίζονται από οξεία ετερότητα όχι μόνο στον κοινωνικό τομέα αλλά και στα στρατηγικά ζητήματα. Η στρατηγική ετερότητα είναι ιδιαίτερα έντονη στο επίπεδο των τριών μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων ενώ η κοινωνική ετερότητα κατοπτρίζεται, όπως ήδη τονίστηκε, στο γεγονός πως παρά τους ποικίλους δεσμούς στο πλαίσιο της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης οι κοινωνίες –ενδεχομένως αναμενόμενα– συνεχίζουν να εδράζονται πάνω σε διακριτές οικείες κοσμοθεωρίες και διακριτά ηθικοκανονιστικά συστήματα. Αυτή η πολυποίκιλη ετερότητα δεν εκδηλώθηκε για πρώτη φορά την δεκαετία του 1990 ή του 2000. Ήταν παρούσα στις αφετηριακές συζητήσεις της ΕΑΚ/ΕΠΚ, η ύπαρξή της επιβεβαιώθηκε με τις κρίσεις της δεκαετίας του 1960, αναδείχθηκε ξανά στην κρίση του 1973, καταδείχθηκε όταν προσπάθειες δεκαετιών στο πλαίσιο της ΕΠΣ δεν οδήγησαν σε ένα ουσιαστικό ρόλο στο Μεσανατολικό ή κάποιο άλλο διεθνές πρόβλημα, απλά κορυφώθηκαν στην μεγαλύτερη ίσως κρίση της Κοινότητας στην φάση της Γερμανικής επανένωσης την περίοδο 1989-91, κρυφόκαιαν στις διαδοχικές κρίσεις των Βαλκανίων και ξανα-κορυφώθηκαν στην κρίση του Ιράκ το 2003 και στην φάση των δημοψηφισμάτων του 2004-5 για το ευρωσύνταγμα που συνοδεύτηκαν με την τουρκική υποψηφιότητα. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 το modus vivendi που συμφωνήθηκε και εδραιώθηκε είναι πως από τη μια πλευρά θα ενισχυθεί το κοινοτικό κεκτημένο με την νομισματική και οικονομική ενοποίηση και από την άλλη πλευρά τα κράτη θα συνεχίσουν να είναι οι ύστατοι εντολείς των εντολοδόχων υπερεθνικών θεσμών. Ταυτόχρονα, το status quo στα θέματα άμυνας και στρατηγικής διαιωνίστηκε με την εθνικές στρατηγικές και την Ατλαντική Συμμαχία να βρίσκονται στις ψηλότερες βαθμίδες των προτεραιοτήτων των κρατών μελών. Το ζήτημα λοιπόν που τίθεται δεν είναι απελπισμένοι αξιολογικοί θρήνοι για το γεγονός ότι το κράτος δεν καταργήθηκε αλλά νέες θεωρήσεις που να εκτιμούν ορθολογιστικά και ορθά τον θεμελιώδη κρατικοκεντρικό χαρακτήρα του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος που ουδόλως αλλοιώθηκε λόγω ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Για όσους ενδιαφέρονται, οι ιδέες του στρατηγού Ντε Γκολ για τον κόσμο και την Ευρώπη που οριοθετούν την κρατοκεντρική θεώρηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, οριοθετούν κάθε ορθολογικού προβληματισμού για το θέμα αυτό[19].
[1] Αυτό το πασίδηλο γεγονός, θέτει την πρόκληση για μια αφενός πρωτότυπη διερεύνηση των αιτίων αυτής της σταθερότητας και αφετέρου των πιθανών παραγόντων που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν συνθήκες αστάθειας και ανατροπών. Κυρίως, αυτό το γεγονός δεν νομιμοποιεί, σε ακαδημαϊκό τουλάχιστον επίπεδο, συχνές και εύκολες διαπιστώσεις άνευ επιστημονικού νοήματος του τύπου «αν οι πολίτες είχαν να επιλέξουν ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την χώρα τους θα επέλεγαν την τελευταία» ή εύκολες σφαιρικές δήθεν ανασκοπήσεις της «ενωτικής» πορείας που καταλήγουν σε μεγαλοπρεπείς διαπιστώσεις ότι «τα εθνικά κράτη δεν έχουν μαραθεί βαθμιαία». Απλή αναφορά σε ανάλογες τεκμηριωμένες και βαθυστόχαστες διαπιστώσεις όπως του Stanley Hoffmann στο «Obstinate or Obsolete? The Fate of the Nation - State and the Case of Western Europe», Daedalus, vol. 95, no 3, Summer 1966 ή του Hedley Bull, στο «Civilian power Europe: A Contradiction in Terms?», Journal of Common Market Studies, no 1 - 2, September – December 1982, οι οποίοι εδώ και δεκαετίες διαπίστωσαν τους προσανατολισμού του ενοποιητικού εγχειρήματος αφενός δίνουν πληρέστερη εικόνα και αφετέρου προσφέρουν την δυνατότητα για προώθηση της σκέψης σε πιο πρωτότυπες διερευνήσεις.
[2] Οι σκέψεις στο παρόν είναι προέκταση εκτενέστερων δημοσιεύσεων για τα ίδια ή παρόμοια θέματα. Επειδή λόγω χώρου και σκοπών του παρόντος αφενός πολλά συναφή ζητήματα δεν αναλύονται και αφετέρου πολλές πρωτογενείς και δευτερογενείς θεμελιώσεις δεν κρίνεται αναγκαίο να επαναλαμβάνονται, ο ενδιαφερόμενος θα προστρέξει σε αυτές τις δημοσιεύσεις. Αναφέρονται ενδεικτικά τα εξής: 1. European Political Cooperation, towards a framework of supranational diplomacy? England: Gower Publishers 1987. 2. Nuclear Strategy and European Security Dilemmas, towards an Autonomous European Defence System? England: Gower Publishers 1988 3. «Το ευρωπαϊκό σύστημα ασφαλείας προς το 2000», μέρος Β στο Ήφαιστος Π. & Τσαρδανίδης Χ., Το Ευρωπαϊκό σύστημα Ασφαλείας και η Ελληνική - Εξωτερική Πολιτική προς το 2000. Αθήνα: Σιδέρης 1992. 4. Ευρωπαϊκή άμυνα και ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η Ευρώπη των πολλών Ταχυτήτων και κατηγοριών κατά της Ευρωπαϊκής Ιδέας Αθήνα: Οδυσσέας 1994. 5. Διπλωματία και στρατηγική των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας, Γερμανίας.. Αθήνα: Ποιότητα 2000. 6. Θεωρία διεθνούς και ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, Αθήνα: Ποιότητα 1999. 7. Ευρωατλαντικές σχέσεις (συν-συγγραφή με Κ. Αρβανιτόπουλο), Αθήνα: Ποιότητα 1999. 9. Κοσμοθεωρητική Ετερότητα και αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας, Ευρωπαϊκή Άμυνα, Ασφάλεια και Πολιτική Ενοποίηση. Αθήνα: Ποιότητα 2001. 10. Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, διαδρομή, αντικείμενο, περιεχόμενο και γνωσιολογικό περιεχόμενο, Ποιότητα, Αθήνα 2004 (Στο πυρήνα των θεωρητικών αναζητήσεων των δύο τελευταίων βρίσκεται ακριβώς το ζήτημα των βαθύτερων διαμορφωτικών δυνάμεων του κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι και των οντολογικών θεμελιώσεών τους).
[3] Μετά την κρίση του 1965-66, η οποία οδήγησε στον συμβιβασμό του Λουξεμβούργου και το κείμενο-σταθμό στην θεωρία ολοκλήρωσης του Stanley Hoffmann «Obstinate or Obsolete» (ό.π.), ο Ernst Haas έκανε την εξής παραδοχή που εκτιμάται ότι αποτελεί σταθμό στην θεωρία ολοκλήρωσης: «η ένταση μεταξύ του οράματος του Ζαν Μοννέ και του Κάρολου Ντε Γκώλ ξεπερνούν το επίπεδο της ιδεολογίας τω ατόμων και τις διαφορές επιθυμητών επιλογών. Η ένταση δείχνει πως ολοκλήρωση και από-ολοκλήρωση είναι δύο προτσές που αναπτύσσονται ταυτόχρονα», Haas Ernst, «The Uniting of Europe and the Uniting of Latin America», Journal of Common Market Studies, vol. 5, 1966-7, σελ. 315. Ο Haas, επίσης, αποδέχεται, τελικά, την μεγάλη σημασία των οντολογικών παραγόντων οι οποίοι παρεμβαίνουν στην αέναη διαπάλη της «λογικής της ετερότητας» με την «λογική της ολοκλήρωσης». Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνει πως υπάρχουν όρια πέραν των οποίων η ολοκλήρωση στην βάση καταναλωτικών και άλλων υλικών συμφερόντων δεν μπορεί να υπερβεί. Όπως με ενάργεια και παραδειγματική εντιμότητα το έθεσε: «Ο Ντε Γκώλ απέδειξε ότι κάναμε λάθος (…) τα πραγματιστικά συμφέροντα, απλώς επειδή είναι πραγματιστικά και δεν ενισχύονται από βαθιές ιδεολογικές και φιλοσοφικές δεσμεύσεις, είναι εφήμερα Απλώς επειδή τα ενώνουν πολύ χαλαροί δεσμοί, πολύ εύκολα μπορούν να διαλυθούν ή να γίνουν θρύψαλα. Επομένως, ένα πολιτικό προτσές το οποίο οικοδομείται και προβάλλεται στην βάση πραγματιστικών συμφερόντων, είναι καταδικασμένο να είναι μια ευπαθής διαδικασία, επιρρεπής σε αποσύνθεση και από-ολοκλήρωση. Με αυτή την τροποποίηση των λογικών βάσεων του λειτουργισμού, μπορούμε να επανεξετάσουμε τον χαρακτήρα των πολιτικών και οικονομικών αποφάσεων. Αποφάσεις που βασίζονται στην υψηλή πολιτική και θεμελιώδεις δεσμεύσεις είναι αναμφίβολα πιο στέρεες από δεσμεύσεις που στηρίζονται σε πραγματιστικές προσδοκίες», ό.π. σελ. 327 και 328.
[4] Αυτές οι θεωρήσεις συνήθως κινούνται προς δύο παράλληλους προσανατολισμούς με την ίδια όμως αφετηρία, την εταιρική αντίληψη του συλλογικού βίου. Προς την μια κατεύθυνση βρίσκονται οι θεωρήσεις οι οποίες ως να μην υπάρχουν τα αίτια πολέμου θεωρούν πανάκεια την οικονομική και θεσμική αλληλεξάρτηση ενός διακρατικού συστήματος του οποίου όσο περισσότερο οι κοινωνίες καθίστανται κοσμοπολίτικες τόσο περισσότερο θα αναδύεται ένας δημόσιος χώρος όπου οι ταυτίσεις με το πολιτικό γεγονός θα είναι απαλλαγμένες παραδοχών κλασικού χαρακτήρα. Δεν αποκλείουν, ταυτόχρονα –και έτσι συναντώνται με την άλλη παράλληλη παραδοχή–, ότι αυτό θα οδηγήσει σε κάποιου είδους διεθνή ρυθμιστική εξουσία, με αποτέλεσμα τα αδιέξοδα μιας τέτοιας παραδοχής να διολισθαίνουν σε εκλογικεύσεις περί «ήπιου ηγεμονισμού» ή περί «νέων μορφών διακυβέρνησης». Ο αναδυόμενος δημόσιος χώρος, ο δημόσιος λόγος, το κοινό συμφέρον και ευρύτερα η θεώρηση του πολιτικού γεγονότος, υποστηρίζουν αμφότερες οι θεωρήσεις ίσαμε τις ακραίες συνέπειές τους, δεν συναρτάται με εθελοντισμό που εκπηγάζει από παραδοσιακές παραδοχές συλλογικής ταύτισης του ατόμου, αλλά με άνωθεν καλούς θεσμούς που θα επιφέρουν μια ορθολογιστική αν όχι πεφωτισμένη διαμόρφωση του ατόμου, των ομάδων και των κανονιστικών δομών. Σε κάθε περίπτωση, οι θεσμοί προηγούνται και διαμορφώνουν την κοινωνία και όχι το αντίστροφο. Οι ρίζες αμφότερων των παραδοχών βρίσκονται στα κάθε λογής διεθνιστικά και κοσμοπολίτικα δόγματα, στην αμφισβήτηση της εθνικής-κρατικής διαμόρφωσης των Νέων Χρόνων και στην αμφισβήτηση της κρατικής κυριαρχίας ως καθεστώτος μεταξύ των κυρίαρχων κοινωνιών. Το γεγονός ότι αυτό είναι το υπόβαθρο από το οποίο αντλούν οδηγεί σε στοχαστικά αδιέξοδα, αμφισβήτηση της κοινωνικοπολιτικής οντολογίας και σε τελευταία ανάλυση σε επιστημονικά και λογικά σφάλματα. Αυτή είναι η μοίρα όλων των διεθνιστικών, κοσμοπολίτικων και ηγεμονικών θεωρήσεων που αν και αμφισβητούν το οντολογικά διαμορφωμένο κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον που εδράζεται στην Πολιτεία – Έθνος-κράτος ποτέ δεν κατόρθωσε να προτείνει βάσιμα υποκατάστατο και κυρίως τρόπους διεθνούς αλλαγής των υπαρχόντων κοινωνικοπολιτικών γεγονότων.
[5] Κυρίως, επειδή βρίσκονται σε δυσαρμονία με τον πολιτικό πολιτισμό των κρατών-μελών της ΕΕ.
[6] Όπως αναφέρθηκε στην υποσημείωση 1 πιο πάνω, κατά καιρούς διάφοροι αναλυτές υπό το πρίσμα μιας απελπισμένης απόγνωσης επειδή οι ευσεβείς κοσμοπολίτικοι πόθοι δεν εκπληρώθηκαν θυμούνται ότι «τα έθνη-κράτη δεν έχουν μαραθεί βαθμιαία …» κτλ. Τα προβλήματα σ’ αυτή την περίπτωση είναι δύο: Πρώτον, όταν η ανθρώπινη εμπειρία διαψεύδει τα κανονιστικά και μεταφυσικά προσδιορισμένα θεωρήματα οι δράστες επιβάλλεται να το παραδέχονται ευθαρσώς και ίσαμε τις ακραίες συνέπειες αυτού του γεγονότος να το ενσωματώνουν στην ανάλυσή τους για μπορούν να αναπτυχθούν ορθολογιστικά οι επιστημονικές συζητήσεις. Δεύτερον, επειδή ακριβώς αυτό δεν γίνεται, μεγάλο μέρος των αναλύσεων περί ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι γεμάτες με επιστημονικά και λογικά σφάλματα που κανείς δεν ελέγχει επειδή η πλειονότητα των θεσμικά χρηματοδοτούμενων αναλύσεων κολυμπά σε πελάγη θεσμικών χρηματοδοτήσεων που επιβάλλουν στοχαστικούς συμβιβασμούς και συμμόρφωση με την περιρρέουσα συμβατική ατμόσφαιρα. Νεότεροι αναλυτές, επιπλέον, υποχρεώνονται να εμπλέκονται στα ίδια στοχαστικά αδιέξοδα επειδή αυτό αποτελεί εισιτήριο ακαδημαϊκής εξέλιξης, θεσμικών χρηματοδοτήσεων και κοινωνικής αναγνώριση.
[7] Βλ. 1982 σ. 163. Το πλήρες απόσπασμα του σχετικού εδαφίου είναι το εξής: «Δεν υπάρχει υπερεθνική κοινότητα στην Δυτική Ευρώπη. Υπάρχει μια ομάδα κρατών (επιπλέον, εάν υπήρχε μια υπερεθνική εξουσία στη Δυτική Ευρώπη θα ήταν πηγή αδυναμίας και όχι ισχύος ως προς την αμυντική πολιτική. Αυτό που είναι πηγή ισχύος στην Ευρώπη είναι το έθνος-κράτος – δηλαδή η Γαλλία, η Γερμανία, η Βρετανία – και η ικανότητά τους να εμπνεύσουν πίστη και νομιμοφροσύνη στα θέματα του πολέμου). Ένα κονσέρτο κρατών, των οποίων η βάση είναι μια περιοχή ως προς την οποία πιστεύεται πως υπάρχουν κοινά συμφέροντα μεταξύ των μεγαλυτέρων δυνάμεων (της περιοχής), αντίληψη η οποία ενισχύεται από πολλές διαδικασίες διαβουλεύσεων στις οποίες συμμετέχουν και μικρότερες δυνάμεις καθώς και διεθνείς οργανισμοί. Η ιστορία των Ευρωπαίων είναι μια ιστορία εγγενούς-ενδημικής σύγκρουσης. Εάν πρόσφατα απέκτησαν τη συνήθεια της συνεργασίας (σημείωση: στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης), αυτό έγινε υπό την ομπρέλα των ΗΠΑ και υπό την απειλή εξ ανατολών. Ακόμη και η απλή σκέψη ότι τα ευρωπαϊκά κράτη συνιστούν μια “κοινότητα ασφαλείας” ή μια “περιοχή ειρήνης” είναι ευσεβής πόθος, εάν αυτό σημαίνει ότι πόλεμος μεταξύ τους δεν θα υπάρξει ξανά, και όχι ότι δεν υπήρξε τα τελευταία χρόνια και ότι είναι εκτός λογικής εάν υπάρξει ξανά». Βλ. Bull Hedley, ό.π. σελ. 163.
[8] Βλ. ό.π. Spring 1966 σ. 327.
[9] Βλ. Aron Raymond, «The Anarchical Order of Power», Daedalus, vol. 95, no 2, Spring 1966 σ. 484.
[10] Αυτό πρόβλεπαν οι λειτουργικές θεωρήσεις του κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι που βρίσκονταν στο υπόβαθρο των πολιτικών εξελίξεων των πρώτων δεκαετιών. Όπως το έθεσε ο Ernst Haas, «τα βιώσιμα έθνη-κράτη συνιστούν πολιτικές κοινότητες. Ως αποτέλεσμα της συγχώνευσης τέτοιων κρατών, θα μπορούσε, επίσης, να σχηματισθεί μια νέα πολιτική κοινότητα. Διάφορες παραλλαγές συνταγματικών και δομικών παραγόντων είναι συμβατές με αυτό τον όρο [της συγχωνευμένης κοινότητας]. Πολιτική κοινότητα υπάρχει, όταν υπάρχει δυνατότητα ειρηνικών εσωτερικών αλλαγών υπό συνθήκες συναγωνισμού και [ειρηνικής] διαπάλης μεταξύ ομάδων με ανταγωνιστικά συμφέροντα. Τη διαδικασία με την οποία επιδιώκουμε την επίτευξη αυτού του στόχου την ονομάζουμε ολοκλήρωση. Δηλαδή ολοκλήρωση είναι η διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας διάφοροι πολιτικοί παράγοντες που δρουν σε διακριτά εθνικά περιβάλλοντα πείθονται να μετατοπίσουν την πίστη τους, τη νομιμοφροσύνη τους, τις προσδοκίες τους και τις πολιτικές τους δραστηριότητες σε ένα ευρύτερο κέντρο, του οποίου οι θεσμοί αποκτούν ή διεκδικούν τις δικαιοδοσίες των προϋπαρχόντων εθνών-κρατών», «International Integration: The European and the Universal Process» στο Hodges Michael (ed.) European Integration, Penguin, Harmondsworth 1972, σελ. 92). Σε άλλη περίπτωση έγραψε, «το τελικό αποτέλεσμα μιας διαδικασίας ολοκλήρωσης είναι μια νέα πολιτική κοινότητα η οποία τίθεται υπεράνω των προϋπαρχόντων πολιτικών κοινοτήτων» (Haas Ernst, The Uniting of Europe, Stanford Univ. Press, Stanford, 2nd ed., 1958, σελ. 16).
[11] Για την ανάλυση του γράφοντος ως προς αυτό το ζήτημα βλ. το Θεωρία Διεθνούς και Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης ό.π.
[12] Αυτά τα ζητήματα κοινωνικοπολιτικής οντολογίας έχουν αναλυθεί εκτενώς από τον υποφαινόμενο στο Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, διαδρομή, αντικείμενο, περιεχόμενο και γνωσιολογικό υπόβαθρο, Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2003 ιδ. ό.π. ιδ. κεφ. 2.
[13] Μερικοί μάλιστα ίσως υποστηρίξουν ότι σχήματα «μεταβλητής γεωμετρίας», δημιουργία κρατών πρώτης και δεύτερης τάξης, αυξημένοι ρόλοι λόγω υπέρτερης κρατικής ισχύος και αντίστροφα μειωμένοι ρόλοι λόγω λόγω αδυναμίας, κτλ., δεν είναι κατ’ ανάγκη καταστροφή αλλά ένα άλλο ευρωπαϊκό διακρατικό πολιτικό σύστημα που όπως το γνωρίσαμε στο παρελθόν. Κάποιος, όμως, θα πρέπει να γνωρίζει πως ένα τέτοιο κλασικό σύστημα –το οποίο σε κάθε περίπτωση ισχύει στον υπόλοιπο κόσμο– στηρίζεται στην διαρκή εξισορρόπηση ισχύος και συμφερόντων και όχι στην διαρκή συναινετική διαχείρισή τους όπως καθιερώθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης τις τελευταίες δεκαετίες. Επιπλέον, τα ιστορικά παραδείγματα δείχνουν πως όταν η αλληλεξάρτηση δεν τυγχάνει επιτυχούς διαχείρισης οδηγεί σε σφοδρές συγκρούσεις ακύρωσής της και αναδιανομής των αγαθών μεταξύ των κοινωνιών που εμπλέκονται. Μια από τις ιδιομορφίες του κοινοτικού συστήματος, ακριβώς, είναι ότι το ιδιόμορφο μικτό σύστημα υπερεθνικότητας και διακυβερνητισμού διαχειρίζεται την οικονομική και πολιτική αλληλεξάρτηση μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών. Για όσους είναι εξοικειωμένοι με την ανάλυση για τα αίτια πολέμου και ιδίως την άνιση ανάπτυξη, γνωρίζουν πως αυτή και μόνο η πτυχή του κοινοτικού συστήματος συνιστά «διακρατική επανάσταση». Το ζήτημα του κατά πόσο αυτή η επανάσταση μπορεί να «εξαχθεί» στον υπόλοιπο κόσμο είναι μια άλλη υπόθεση. Υπενθυμίζεται πως αρχικά η θεωρία ολοκλήρωσης συμπεριελάμβανε εγχειρήματα ολοκλήρωση και άλλων περιφερειών.
[14] Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, όπως πολλοί και συχνά επισημαίνουν, κατά το πλείστον αποτελεί υπόθεση των ελίτ που παίρνουν τις αποφάσεις μετά από συνήθως στοιχειώδεις μόνο συζητήσεις στο εθνικό επίπεδο. Σπάνια ο «απλός άνθρωπος» κατανοεί την ειδοποιό διαφορά μεταξύ ενός αμιγούς υπερεθνικού μορφώματος που προϋποθέτει κοινωνικοπολιτική ολοκλήρωση και «μετάθεση πίστης, νομιμοφροσύνης, προσδοκιών και εξουσιών στο υπερεθνικό επίπεδο ούτως ώστε να δημιουργηθεί μια νέα πολιτική κοινότητα» (Haas 1948 ό.π.) και ενός διακυβερνητικού συστήματος η ευρωστία του οποίου εξαρτάται από την δυνατότητα ομόφωνων αποφάσεων, από τις συναινετικές αποφάσεις και την ενίσχυση των κανονιστικών δομών των κρατών-μελών. Βλ. Haas Ernst, «International Integration: The European and the Universal Process» στο Hodges Michael (ed.) ό.π. σελ. 92,138 και Haas Ernst, 1948, σελ. 16
[15] Το ζήτημα αυτό έχει εξεταστεί εκτενώς στο Ifestos 1987 κεφ. 17.
[16] Με τα δεδομένα της μέχρι σήμερα ύπαρξης και λειτουργίας της ΕΕ η ετερότητα της Τουρκίας είναι ασφαλώς πρωτοφανής. Αναπόδραστα, θα θέσει έντονα επί τάπητος τα θεμελιώδη ερωτήματα για το «ποιοι είμαστε» και «προς τα πού κατευθυνόμαστε». Υπό τέτοιες συνθήκες καθώς και επικράτησης των αγγλοαμερικανικών αντιλήψεων μετά την διεύρυνση προς την κεντρική Ευρώπη, το ερώτημα όσον αφορά την Τουρκία είναι κατά πόσο στην πλάστιγγα των αλλαγών που θα τίθενται ως απαίτηση για την ένταξη ενός τέτοιου κράτους, θα οδηγεί στον λεγόμενο «εξευρωπαϊσμό» της Τουρκίας ή σταδιακά στην πλήρη πολιτική αποδυνάμωση της ΕΕ. Σε κάθε περίπτωση, κάποιος θα πρέπει να διακρίνει μεταξύ της σε κάθε περίπτωση αναμενόμενης μετεξέλιξης της τουρκικής κοινωνίας και των θεσμών της και υποτιμητικών αξιώσεων για «εξευρωπαϊσμό» που αν αποδυναμωθεί πολιτικά η κοινότητα δεν θα έχει σταθερό σημείο αναφοράς.
[17] Για το θέμα αυτό βλ. Ήφαιστος Π. Κοσμοθεωρητική Ετερότητα και αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας, ευρωπαϊκή άμυνα, ασφάλεια και πολιτική ολοκλήρωση, Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2002 κεφ. 15.
[18] Βλ. εκτενή ανάλυση ό.π. κεφ. 16-17. Επίσης Π. Ήφαιστος, Διπλωματία και στρατηγική των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, ό.π. κεφ. 6.
[19] Για τις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και επίκαιρες ιδέες του γάλλου προέδρου βλ. Π. Ήφαιστος, Διπλωματία και στρατηγική των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, ό.π., κεφ. 3.