Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής, Διεθνείς Σχέσεις-Στρατηγικές Σπουδές                                                       

Πανεπιστήμιο Πειραιώς

Τμήμα Διεθνών-Ευρωπαϊκών Σπουδών

www.ifestosedu.gr info@ifestosedu.gr

Στρατηγική Θεωρία–Κρατική Θεωρία https://www.facebook.com/groups/StrategyStateTheory/

Άνθρωπος, Κράτος, Κόσμος–Πολιτικός Στοχασμός https://www.facebook.com/groups/Ifestos.political.thought/

Θολό βασίλειο της ΕΕ https://www.facebook.com/groups/TholoVasileioEU/

Θουκυδίδης–Πολιτικός Στοχασμός https://www.facebook.com/groups/thucydides.politikos.stoxasmos/

Μέγας Αλέξανδρος–Ιδιοφυής Στρατηγός και Στρατηλάτης https://www.facebook.com/groups/M.Alexandros/

Προσωπική σελίδα https://www.facebook.com/p.ifestos

Πολιτισμός, Περιβάλλον, Φύση, Ψάρεμα https://www.facebook.com/Ifestos.DimotisBBB

«Κοσμοθεωρία των Εθνών» https://www.facebook.com/kosmothewria.ifestos

Προσωπικό προφίλ https://www.facebook.com/panayiotis.ifestos

Για περισσότερες σελίδες: http://www.ifestosedu.gr/75diadiktyoifestos.htm

Το Κογκρέσο της Βιέννης και σύγχρονη διεθνής πολιτική

Ημερίδα 1.12.2014 – Η Εταιρεία Μελέτης Έργου Ιωάννη Καποδίστρια

Στο τέλος της σελίδας παρατίθεται στην αγγλική γλώσσα

 Π. Ήφαιστος, www.ifestosedu.gr - https://www.facebook.com/p.ifestos

Διεθνείς Σχέσεις – Στρατηγικές Σπουδές, Πανεπιστήμιο Πειραιώς

 

Σε ένα κόσμο κυρίαρχων κρατών άνισου μεγέθους, άνισης ισχύος και άνισης ανάπτυξης από τον οποίο απουσιάζει μια παγκόσμια κυβέρνηση ή μια κυβέρνηση των κυβερνήσεων η σταθερότητα είναι συνάρτηση της ισορροπίας δυνάμεων.

Η απουσία ισορροπίας δυνάμεων ή η προσπάθεια ενός κράτους ή μιας ομάδας κρατών να ανατρέψουν την ισορροπία είναι κύριο αίτιο αστάθειας στην διεθνή πολιτική.

Πριν και μετά το Κογκρέσο της Βιέννης αλλά και καθ’ όλη την διάρκεια της ιστορίας, όπως και στις μέρες μας, η διαλεκτική σχέση ισορροπίας/ανισορροπίας και σταθερότητας/αστάθειας είναι το κύριο ζήτημα.

Πριν την Βιέννη η σταθερότητα διασφαλιζόταν με εξισορροπητικές αποφάσεις κατά της αναθεωρητικής δύναμης. Μετά την Βιέννη έγινε προσπάθεια να υπάρξει συνεννόηση για την διασφάλιση της ισορροπίας.    

 Το διεθνές σύστημα, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, πήρε σάρκα και οστά κατά τη διάρκεια των τεσσάρων δεκαετιών που ακολούθησαν τη Συνθήκη της Βεστφαλίας του 1648 μ.Χ. Καθιέρωσε την κρατική κυριαρχία ως το καθεστώς των διεθνών σχέσεων και την ισορροπία δυνάμεων ως προϋπόθεση σταθερότητας.

            Η σταθερότητα και το κυριαρχικό status quo διασφαλίζονταν με διαρκείς εξισορροπητικές στρατηγικές. Η πιο γνωστή περίπτωση είναι ο Ναπολέων και η αντι-ηγεμονική συμμαχία που συγκροτήθηκε εναντίον του. Το Συνέδριο της Βιέννης, ακριβώς, ήταν μια προσπάθεια για να καθιερωθεί ένα πλαίσιο συνεννόησης μεταξύ των ηγεμονικών ευρωπαϊκών δυνάμεων μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους.

Στην διεθνή πολιτική τάξη, δίκαιο και δικαιοσύνη, ασφαλώς, είναι δύσκολο ή αδύνατο να συμπίπτουν με τρόπο που ικανοποιεί όλους. Ιστορικά τα σύνορα και οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι των εθνών δεν προσδιορίστηκαν στην βάση κάποιων κριτηρίων δικαιοσύνης αλλά όπως τα διαμόρφωσαν οι βαθύτερες δυνάμεις του διεθνούς γίγνεσθαι.

Εξάλλου, υπάρχει μια αντιθετική σχέση ανάμεσα στην ηγεμονικά συμπεφωνημένη τάξη και των υπόλοιπων κρατών.  Αναμφίβολα, όσο περισσότερο οι ηγεμόνες συγκλίνουν και συμφωνούν τόσο περισσότερο σταθερή είναι η διεθνής τάξη, και το αντίστροφο. Ηγεμονική τάξη, παρ' όλα αυτά, δεν μπορεί παρά να είναι εις βάρος των λιγότερο ισχυρών κοινωνιών. Αυτό το γεγονός εξηγεί και την επιφυλακτική στάση των μεγάλων δυνάμεων όσον αφορά την Ελληνική Επανάσταση η οποία αρχικά θεωρήθηκε ως στρεφόμενη κατά τις ισχύουσας διεθνούς τάξης πραγμάτων.

 

Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τα τρία κύρια χαρακτηριστικά του Συνεδρίου της Βιέννης.

      Πρώτον, η σύγκλησή του έγινε από τις δυνάμεις που σχημάτισαν ένα συνασπισμό για να αντιμετωπίσουν την αστάθεια που προκλήθηκε μετά την Γαλλική Επανάσταση και την αμφισβήτηση της διεθνούς τάξης του Ναπολέοντα. Πολλοί μιλούσαν και για την αναχαίτιση των αξιώσεων για πιο δημοκρατικές δομές.

     Δεύτερον, σκοπός ήταν επίσης η ανακατανομή ισχύος και κάποιες κυριαρχικές αναπροσαρμογές για να αποδυναμωθούν, όπως το έβλεπαν, αξιώσεις για την μεταβολή της ισχύουσας τάξης.

    Τρίτον, ενώ κατά την διάρκεια της προηγούμενης φάσης –από την Βεστφαλία μέχρι την Γαλλική Επανάσταση– η ισορροπία και η σταθερότητα εξασφαλιζόταν από εξισορροπητικές αποφάσεις κατά δυνητικά αποσταθεροποιητικών ανακατανομών ισχύος και κυριαρχίας, στο Κογκρέσο της Βιέννης επιδιωκόταν μια πιο τυπική προσέγγιση των αντί-ηγεμονικών συμμαχιών. Το Συνέδριο, στην πραγματικότητα, οδήγησε σε αυτό που ονομάσθηκε ως Κονσέρτο των μεγάλων δυνάμεων.

    Απλά να αναφέρω, σε αυτό το σημείο, ότι αυτό το Κονσέρτο ήταν, κατά κάποιο τρόπο, ο πρόδρομος του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Δηλαδή, μια προσέγγιση που επιχειρεί να επιτύχει σύγκλιση, μεταξύ των ηγεμονικών δυνάμεων για την διεθνή τάξη και ασφάλεια εάν και όταν συμφωνούν. Εάν και όταν συμφωνούν, τονίζω, καθότι όπως γνωρίζουμε στο ΣΑ απαιτείται ομοφωνία των μεγάλων δυνάμεων.

    Στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, παρά το γεγονός ότι η διακρατική ισοτιμία έγινε μια τυπική αρχή των σύγχρονων διεθνών σχέσεων, διαιωνίζοντας τη λογική του Κονσέρτου Δυνάμεων επιχείρησε μια έμμεση προσέγγιση δύο μέτρων και δύο σταθμών, ότι δηλαδή παρά την σχετική πρόνοια του διεθνούς δικαίου για ισοτιμία και ισότητα τα ισχυρά κράτη έχουν ειδικά προνόμια.

     Απλά να σημειωθεί στο πλαίσιο αυτό ότι υπάρχει μια διαλεκτική αντίθεση όχι μόνο ανάμεσα στην τάξη / ηγεμονία, σταθερότητα και την δικαιοσύνη αλλά και με την Υψηλή Αρχή της Εθνικής Ανεξαρτησίας η οποία στο σύγχρονο διεθνές σύστημα αποτελεί τον άξονα του καθεστώτος της διεθνούς τάξης που στηρίζεται στην κρατική κυριαρχία. Πρόκειται δηλαδή, για μια εγγενή αντίφαση της σύγχρονης διεθνούς πολιτικής.

 

Στο σημείο επισημαίνουμε τρία εγγενή ζητήματα.

      Πρώτον, σε ένα διακρατικό σύστημα ισότιμων κρατών κανείς δεν θα μπορούσε να δώσει ένα κοινά αποδεκτό όρο του τι θα μπορούσε να είναι «ηγεμονία». Σημειώνω σε αυτό το σημείο, ότι η ηγεμονία στα κοσμοσυστήματα της Ανατολικής και Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είχε ένα άλλο νόημα ενταγμένο στην λογική και τις προϋποθέσεις της εποχής.

    Δεύτερον, υπάρχουν πάντοτε αποκλίσεις μεταξύ μιας ηγεμονικής τάξης και των προϋποθέσεων της τάξης που όλοι οι εμπλεκόμενοι θεωρούν δίκαιη και συμφέρουσα, γεγονός που αποτελεί και σημαντικό αίτιο διενέξεων και πολέμου.

   Τρίτον, οι συγκλίσεις των ηγεμονικών δυνάμεων ιστορικά αποδεικνύονται πάντα εφήμερες.

    Συναφώς με το τελευταίο, σε μια συνομιλία του με Ρώσο διπλωμάτη, αντιδρώντας στην θέση των Ρώσων για μια λιγότερο δίκαιη πλην πιο σταθερή διεθνή τάξη που θα διασφαλίζεται με μια στενότερη συνεννόηση των Μεγάλων Δυνάμεων, ο Καγκελάριος Μπίσμαρκ είπε ότι «το πρόβλημα στις διεθνείς σχέσεις έχουμε όχι όταν συμφωνούν οι μεγάλες δυνάμεις αλλά όταν διαφωνούν».

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, η αποτυχία της Κοινωνίας των Εθνών στον Μεσοπόλεμο, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η ακύρωση της Συλλογικής Ασφάλειας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, καταμαρτυρούν πλήρως ότι ανεξαρτήτως συμφωνιών και συνθηκών αυτό που μετράει είναι το τι ισχύει στο επίπεδο της κατανομής ισχύος στο διακρατικό σύστημα.

Πριν και μετά τη Βιέννη η σταθερότητα εξαρτιόταν από μια ισόρροπη κατανομή ισχύος μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων που δεν μπορούσε να ανατραπεί γιατί κάθε τάση για ανισορροπία ρυθμιζόταν με εξισορροπητικές συμμαχίες.

         Όπως εδραίωσε ο Θουκυδίδης στην Παραδειγματική ανάλυσή του, η άνιση ανάπτυξη και τα διλήμματα ασφαλείας οδηγούν σε αντί-ηγεμονικούς πολέμους, ακύρωση των διεθνών θεσμών και συμφωνιών και σε μια νέα διεθνή δομή ισχύος και συμφερόντων.

     Γι’ αυτό εστιάζουμε την προσοχή μας λιγότερο στις τυπικές συμφωνίες και περισσότερο στις στρατηγικές των δυνάμεων πριν και μετά την Βιέννη.

Στον τόπο και στον χρόνο το κύριο ζήτημα είναι ο εκάστοτε συσχετισμός ισχύος. Η συμπεριφορά των κρατών διαμορφώνεται με βάση τις εκτιμήσεις για τα πιθανά οφέλη ή ζημιές λόγω ανακατανομών ισχύος και το υπολογιζόμενο κόστος ή όφελος εναλλακτικών αποφάσεων.

 

Υπάρχουν πολλοί τρόποι να καταλάβουμε την εξέλιξη των Ευρωπαϊκών ισορροπιών πριν και μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους.

    Ένας είναι να κατανοήσουμε τον ρόλο της γεωγραφίας και τον καθοριστικό ρόλο των συναφών γεωπολιτικών και γεωστρατηγικών εκτιμήσεων των μεγάλων δυνάμεων.

    Πριν και μετά το Κογκρέσο της Βιέννης η σταθερότητα στην Ευρασία ήταν συνάρτηση της ισορροπίας μεταξύ των ναυτικών και των ηπειρωτικών δυνάμεων.

    Κατά την διάρκεια του συστήματος ισορροπίας δυνάμεων μέχρι και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ο εξωτερικός εξισορροπητής ήταν η μεγαλύτερη ναυτική δύναμη της εποχής, η Μεγάλη Βρετανία. Η κύρια επιδίωξη της ηπειρωτικής και ναυτικής στρατηγικής της Βρετανίας ήταν σταθερότητα στην Ηπειρωτική Ευρώπη που στηριζόταν στην ισορροπία και αποτροπή  κυριαρχίας ενός κράτους ή μιας συμμαχίας κρατών, πρωτίστως της Γερμανίας και της Ρωσίας.

     Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι όπως προχωρούμε στον 21 αιώνα  το τελευταίο ζήτημα καθίσταται ξανά επίκαιρο.

 

Η στρατηγική όλων των κρατών συναρτάται με πολλά κριτήρια εκ των οποίων ένα πολύ σημαντικό είναι η γεωγραφία.

Εκτιμήσεις για τον ρόλο των γεωγραφικών παραγόντων και τον συσχετισμό τους με την κατανομή ισχύος ήταν πάγιο χαρακτηριστικό των δυνάμεων όλων των εποχών.

Μερικοί ορισμοί ίσως βοηθήσουν να κατανοήσουμε επακριβώς τι εννοούμε.

Η γεωγραφία αναφέρεται στη γη και στο ζωικό της κόσμο ιδιαίτερα στην περιγραφή των γήινων χαρακτηριστικών των θαλάσσιων χαρακτηριστικών και την κατανομή της χλωρίδας και της πανίδας, των πλουτοπαραγωγικών πόρων, του συνόλου των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων και των ανθρωπολογικών προϋποθέσεων όπως είναι και όπως εξελίσσονται.

Η πολιτική γεωγραφία, περιγράφει τα χαρακτηριστικά του παγκόσμιου χώρου που σχετίζονται με ζητήματα οργάνωσης του χώρου, κυρίως τον κατατεμαχισμό του σε ξεχωριστά κρατικά συστήματα. Γεωγραφική θέση, η οικονομία, η δημογραφία, οι θρησκείες κτλ.

Η γεωπολιτική αναλύει την σχέση της πολιτικής ισχύος με το γεωγραφικό περιβάλλον και συνεκτιμά «τα προβλήματα ασφαλείας του κράτους με γεωγραφικούς όρους και με τέτοιο τρόπο ούτως ώστε να συναχθούν συμπεράσματα τα οποία θα μπορούσαν να είναι άμεσης χρησιμότητας στην πολιτική ηγεσία στην οποία διαμορφώνει εξωτερική πολιτική»

Μπορούμε να αναφέρουμεμερικά σταθερά και μεταβλητά χαρακτηριστικά για να κατανοήσουμε ότι οι αλληλοσυνδέσεις και αλληλοσυναρτησεις που επηρεάζουν την ισχύ μπορεί να είναι άπειρες και δυναμικά συσχετισμένες.

·         οικονομία, τεχνολογία, πολιτισμός, θρησκείες, φυλετικά χαρακτηριστικά, ιστορικά χαρακτηριστικά, νομικά συστήματα, πολιτική οργάνωση, στρατηγική κουλτούρα, κτλ.

·         Εδαφική επικράτεια (η έκτασή της, η οργάνωσή της, η φυσική της δομή, κτλ), η θέση στον χώρο και η σημασία της σε σχέση με τα υπόλοιπα γεωγραφικά χαρακτηριστικά (πρόσβαση στις θάλασσες, συνοριακές γραμμές, εγγύτητα στους πλουτοπαραγωγικούς χώρους και τις αγορές, στενά, διώρυγες, ηπειρωτικά ή νησιώτικα χαρακτηριστικά κτλ).

·         Πληθυσμός (μόρφωση, κουλτούρα, πυκνότητα, μετανάστευση, κοινωνική συνοχή, εργατικό δυναμικό κτλ).

·         Ποσότητα και η ποιότητα των πλουτοπαραγωγικών πηγών, η πολιτική ισχύς, η εξάρτηση από τις εισαγωγές, οι καταναλωτικές συνήθεις, η διείσδυση σε ξένες αγορές, ο βαθμός εκβιομηχάνισης, η αγροτική οικονομία, η ενεργειακή κατάσταση, και γενικότερα οι πολιτικές και κοινωνικές δομές).

 

Η γεωστρατηγική, τώρα, συνδέει σταθερές και μεταβλητές παραμέτρους για να συναχθούν συμπεράσματα για τη δομή και κατανομή της ισχύος παγκόσμια και περιφερειακά τόσο στη στατική όσο και στην εξελικτική της διάσταση. Εστιάζουμε την προσοχή μας σε παράγοντες των οποίων η σημασία αντέχει στο χρόνο.

            Η Γεωπολιτική ανάλυση είναι λοιπόν το αναλυτικό εργαλείο για τη διάγνωση της δομής ισχύος και συμφερόντων στον διεθνή χώρο ενδιαφέροντος ενός κράτους και η κύρια χρησιμότητά της είναι η εκτίμηση της κατανομής ισχύος, της οικείας σχετικής ισχύος και της θέσης και του ρόλου των εμπλεκομένων κρατών.

Ο Raymond Aron δίνει ένα ευρύτερο ορισμό όταν γράφει ότι η «η γεωπολιτική ανάλυση συνδυάζει τις γεωγραφικές σχηματοποιήσεις με τις πολιτικές και διπλωματικές σχέσεις μαζί και γεωγραφικές και οικονομικές αναλύσεις για τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους, με τέτοιο τρόπο ούτως ώστε προσφέρει ερμηνείες για τους διπλωματικούς χειρισμούς».

 

Δύο εξέχοντες γεωπολιτικοί αναλυτές είναι ο Αμερικανός Μάχαν και ο Άγγλος Μακίντερ. Ο πρώτος έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στην θαλάσσια ισχύ. Ο δεύτερος περιέγραψε με αρκετή ακρίβεια την υψηλή στρατηγική της Μεγάλης Βρετανίας πριν τους δύο παγκοσμίους πολέμους και των ΗΠΑ η οποία έκτοτε μέχρι και σήμερα είναι η ναυτική δύναμη που διαδέχθηκε την Βρετανία.

            Ο Μακίντερ με το να υπογραμμίσει την στρατηγική σημασία της ηπειρωτικής μάζας υπέδειξε αυτό που οι Βρετανοί έκαναν επί αιώνες, ότι δηλαδή με την ναυτική και ηπειρωτική τους στρατηγική (ναυτικοί αποκλεισμοί και διαίρει και βασίλευε στην ηπειρωτική Ευρώπη)  λειτουργούσαν ως εξισορροπητής του συστήματος ισορροπίας δυνάμεων μέχρι και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. 

Αυτή η Βρετανική στρατηγική παράδοση επηρέασε δραστικά την στάση του Ηνωμένου Βασιλείου τόσο απέναντι στην Γαλλία όσο και απέναντι στην Γερμανία και συνεχίζει να αποτελεί τον άξονα των Βρετανικών στρατηγικών υπολογισμών. Η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μετά το 1945, η δημιουργία της Ατλαντικής Συμμαχίας και οι ρυθμίσεις όσον αφορά την Γερμανία επηρεάστηκαν δραστικά από το Λονδίνο είτε μεμονωμένα είτε σε συνεργασία με τις ΗΠΑ.

Μια διατύπωση του Μακίντερ η οποία είναι πολύ συναφής με την διεθνή πολιτική όπως προχωρούμε στον 21ο αιώνα έχει ως εξής:

 «όποιος ελέγχει την Ανατολική Ευρώπη κυριαρχεί την καρδιά της γης. Όποιος ελέγχει την καρδιά της γης κυριαρχεί στην παγκόσμια νήσο. Και όποιος ελέγχει την παγκόσμια νήσο κυριαρχεί στον πλανήτη»

 Εάν η Ρωσία και η Γερμανία συγκλίνουν ή συμμαχούν και εάν το αμερικανικό στρατηγικό συμφέρον στην Ευρώπη φθίνει μετατοπίζοντας το κέντρο βάρος της Αμερικανικής στρατηγικής λόγω άλλων πιο σημαντικών γεγονότων στον πλανήτη, μια αντί-Γερμανική συμμαχία στην Ευρώπη μεταξύ Γαλλίας και Βρετανίας είναι κάτι περισσότερο από πιθανή. Την είχαμε δει στο Σύμφωνο της Δουγκέρκης αμέσως μετά τον πόλεμο και πριν εξασφαλιστεί η Αμερικανική στρατηγική παρουσία με την Ατλαντική Συμμαχία.

            Στον παρελθόν η στρατηγική πυρηνικής αποτροπής προς «όλα τα αζιμούθια» της Γαλλίας κανένα δεν εξαιρούσε ενώ δεν πρέπει να λησμονείται πως στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η κύρια άρνηση συμμετοχής της ενωμένης Γερμανίας στο ΣΑ του ΟΗΕ προερχόταν από το Παρίσι και το Λονδίνο.

            Στο Παρίσι μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αναπτύχθηκε μια παράδοση αφενός ανάπτυξης ανεξάρτητων στρατηγικών επιλογών αλλά και αφετέρου μια ευαισθησία όσον αφορά την Αμερικανική στρατηγική παρουσία στην Δυτική Ευρώπη. Συναφής είναι η υπόθεση των «ευρωπυραύλων» την δεκαετία του 1980 και η πίεση πάνω στην Γερμανία να δεχθεί τα αμερικανικά όπλα ως στρατηγική αντιστάθμιση, τότε, των αντίστοιχων σοβιετικών.

            Η εμπειρία των δύο προηγούμενων αιώνων δείχνει ότι η Γερμανία, η επικράτεια της οποίας λίγο πολύ εκτείνεται στο κέντρο της Ευρώπης, προκαλεί διλήμματα ασφαλείας στην Γαλλία όταν, είτε τείνει προς ουδετερότητα είτε συγκλίνει με την Μόσχα. Συναφές είναι το λεγόμενο σχέδιο Στάλιν του 1955 για γερμανική ουδετερότητα και ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε από τις δυτικές δυνάμεις.

            Εάν σταθούμε στην Γερμανία, ο Ratzel, εκτός από πατέρας της πολιτικής γεωγραφίας επηρέασε βαθιά την γερμανική γεωπολιτική σκέψη με την εισαγωγή εννοιών όπως ο «χώρος» υπογραμμίζοντας τα φυσικά του χαρακτηριστικά και την θέση του κράτους στον χώρο. Αναφέρθηκε επίσης και σε βιολογικούς παράγοντες και στην ρατσιστική θέση ότι «κάποιοι λαοί έχουν την δυνατότητα να ελέγχουν τον χώρο περισσότερο από άλλους». Για να είμαστε ακριβείς, βέβαια, σε όλα τα ηγεμονικά γεωπολιτικά δόγματα της σύγχρονης κρατοκεντρικής εποχής αυτή είναι μια υποβόσκουσα θέση.

            Άλλοι γεωπολιτικοί όπως ο Haushofer, ανάπτυξε την λεγόμενη «γερμανική σχολή» που οδηγήθηκε σε συγκεκριμένες ατραπούς για μια φιλοσοφία της ιστορίας για την φύση του κράτους σε συνάρτηση με δόγματα για τον χώρο και την εδαφική έκταση.

 Η πείρα του συστήματος ισορροπίας ισχύος όπως βεβαίως και όλων των εποχών που προηγήθηκαν, δείχνει ότι η ανάπτυξη της ισχύος μιας μεγάλης δύναμης δεν αφήνει αδιάφορες τις άλλες μεγάλες δυνάμεις. Πριν και μετά το 1945, καθώς επίσης και μετά το 1992, οι συμπεριφορές και η ανάπτυξη της ισχύος της Γερμανίας αποτελούσαν και συνεχίζουν να αποτελούν παράγοντες που αναπτύσσουν υποβόσκουσες τάσεις που θρέφουν αντί-Γερμανικές, συσπειρώσεις τόσο στα Ανατολικά όσο και στα Δυτικά.

            Αυτές οι υποβόσκουσες τάσεις ενισχύθηκαν λόγω της Γερμανικής επανένωσης, της δεσπόζουσας οικονομικής παρουσίας στην κεντρική Ευρώπη και τις ανισορροπίες που δημιουργήθηκαν από την οικονομική υπεροχή της Γερμανίας μετά το 1992. Με κάθε κριτήριο, η Γερμανία είναι ήδη το ισχυρότερο κράτος στο κέντρο της Ευρώπης και με δύναμη η οποία πλην πυρηνικών τείνει να είναι αντίστοιχη της Ρωσικής.

 Κλείνω συνοψίζοντας ορισμένα σημεία που είναι πολύ επίκαιρα.

    Καθ’ όλη την διάρκεια του συστήματος ισορροπίας δυνάμεων από το 1648 μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο η σταθερότητα ήταν συνάρτηση μιας κατανομής ισχύος που αποθάρρυνε τους αμφισβητίες του status quo. Κατά την διάρκεια αυτών των αιώνων η Βρετανία ήταν ο ναυτικός εξισορροπητής.

    Η εξισορρόπηση πιθανών ηγεμόνων της Ηπειρωτικής Ευρώπης είναι μια βαθιά ριζωμένη Βρετανική στρατηγική κουλτούρα. Σχετίζεται με την αντίληψη των διπλωματών στο Λονδίνο όσον αφορά την ασφάλεια των Βρετανικών νήσων. Για το Λονδίνο όλα τα άλλα είναι δευτερεύοντα.

   Όσον αφορά τους Γάλλους, πριν και μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους, ένοιωθαν πάντοτε να ασφυκτιούν επειδή η Γαλλία είναι γεωπολιτικά τοποθετημένη στις συμπληγάδες των συγκρούσεων μεταξύ ναυτικών και ηπειρωτικών δυνάμεων. Οι ιστορικές τους εμπειρίες τους επηρέασαν τόσο στην μεταπολεμική υιοθέτηση του δόγματος της Εθνικής ανεξαρτησίας και στο να αποφασίσουν να επιδιώξουν επιπρόσθετη ασφάλεια με το να αποκτήσουν πυρηνικά όπλα.

    Όσον αφορά την Γερμανία, το στρατηγικό ένστικτο του καγκελάριου Μπίσμαρκ για ισορροπία και η διπλωματική του επιδεξιότητα αποθάρρυναν την συγκρότηση αντί-Γερμανικών συσπειρώσεων. Όταν αποχώρησε την δεκαετία του 1890 δεν αργήσαμε να οδηγηθούμε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

 Σε ένα άναρχο  κόσμο, λοιπόν, όπου οι διεθνείς θεσμοί είναι εξαρτημένες μεταβλητές της ισχύος και κυρίως των μεγάλων δυνάμεων, η ισορροπία δυνάμεων είναι ο κύριος παράγων σταθερότητας ανεξαρτήτως ύπαρξης ή ανυπαρξίας διεθνών θεσμών.

    Αυτό είναι ένα βασικό αξίωμα του Θουκυδίδη και ισχύει για όλα τα διεθνή συστήματα όλων των εποχών που στηρίζονται στην κυριαρχία πολλών κρατών άνισου μεγέθους, άνισης ισχύος και άνισης ανάπτυξης. Η ισορροπία κατατείνει στην σταθερότητα και η ανισορροπία προκαλεί αστάθεια και πόλεμο.

            Σκιαγραφώντας παρατηρούμε ότι από 1648 μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο η σταθερότητα διασφαλιζόταν με ισορροπία. Από το 1945 μέχρι το 1990 η σταθερότητα διασφαλιζόταν από την προεκταθείσα αποτροπή των ΗΠΑ στην Ευρώπη και την στρατηγική της παρουσία στην περίμετρο της Ευρασίας. Μετά το 1990 οι Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρασίας βρίσκονται σε μια μεταβατική φάση διαρκών ανακατανομών ισχύος και πιθανών διενέξεων. Το ίδιο και πλανητικά, δεδομένου ότι αναδύεται ένα πολυπολικό διεθνές σύστημα του οποίου η ισορροπία και η σταθερότητα θα είναι μια πολύ πιο σύνθετη κατάσταση απ’ ότι κατά την διάρκεια του συστήματος ισορροπίας δυνάμεων πριν και μετά το Κογκρέσο της Βιέννης.

Τέλος, στο ίδιο πάντα πλαίσιο, ενώ όπως προχωράμε στην Τρίτη μεταψυχροπολεμική δεκαετία και ενώ το χάσμα συνεννόησης μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων διογκώνεται, δεν διαφαίνεται ένα νέο Κογκρέσο ανάλογο και αντίστοιχο με αυτό της Βιέννης ή ακόμη και της Γιάλτας. Δεν προκρίνουμε θετικά ή αρνητικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο αλλά επισημαίνουμε το γεγονός της διεύρυνσης του χάσματος μεταξύ των ηγεμονικών δυνάμεων. Είναι μάλιστα αμφίβολο κατά πόσο είναι εφικτό, καθότι ο εκατέρωθεν φόβος είναι πολύ μεγάλος εκ του γεγονότος ότι δεν είναι εύκολο πλέον να σταθμιστούν οι λόγω τεχνολογικών εξελίξεων καταιγιστικές ανακατανομές ισχύος, συμπεριλαμβανομένης και της πυρηνικής ισχύος.

Ένα είναι σίγουρο: Στο πεδίο των πυρηνικών όπλων, στον κυβερνοχώρο και στους τομείς της συλλογικής και επεξεργασίας πληροφοριών τα πάντα καλπάζουν δημιουργώντας εύθραυστες ισορροπίες και διλήμματα ασφαλείας.

Πολλά μεγάλα και αρχαία Έθνη μακραίωνων πολιτικών παραδόσεων, επιπλέον, τα οποία μέχρι πρότινος τελούσαν υπό αποικιακή καταστολή, τώρα αξιώνουν ισότιμες σχέσεις ή μελλοντικά ίσως και κάτι περισσότερο. Στην ίδια κατάσταση βρίσκονται και πολλά άλλα κράτη και πολλές περιοχές. Στις περισσότερες περιοχές που πρόσφατα βρίσκονταν υπό αποικιακή κατοχή, η αποχώρηση των αποικιακών δυνάμεων άφησε πολλά προβλήματα τα πλείστα εκ των οποίων προκλήθηκαν από στρατηγικές διαίρει και βασίλευε.

Πολλά κράτη και πολλές περιοχές είναι, βασικά, ένα μετά-αποικιακό ανθρωπολογικό καζάνι που κοχλάζει και μέσα στο οποίο μικρά και μεγάλα έθνη αναζητούν σταθερά σύνορα, τις μεταξύ τους ισορροπίες και τις ανθρωπολογικές προϋποθέσεις κρατικά και περιφερειακά. Κατάσταση που αναμένεται να διαρκέσει για πολλές δεκαετίες.  

 

Αγγλική εκδοχή

 

Professor Panayiotis Ifestos

International Relations – Strategic Studies

University of Piraeus

 

In a world of sovereign states of unequal size, unequal power and uneven growth and which lacks a world government or “government of the governments”, stability is a function of the balance of power.

            Absence of equilibrium or attempts of anyone state to create an imbalance is a main cause of instability in international politics.

            Before and after the Congress of Vienna and throughout history, as well as today, the principal question of international politics is the dialectical relationship between balance/balance and stability/instability.

            Before Vienna balancing secured stability against challengers of the status quo, after Vienna an attempt was made for more formal communications among the powers, that is, an attempt to create a hegemonic concert.           

 

The international system as we know it today took shape during the four decades that followed the Westphalia Treaty of 1648. It established state sovereignty as the regime of international relations and functioned in the context of the balance of power system.

            Stability and the status quo was secured through balancing strategies of the status quo powers at any time against the challenger. The most known and exemplified case is Napoleon and the anti-hegemonic alliance against them. The Congress of Vienna, precisely, was an attempt to establish a more formal framework amongst the hegemonic powers in Europe.

            At the point let us stress the difference between order and justice. The more the hegemons converge and agree the more order we have and vice versa. Hegemonic order, nonetheless, could not take place but at the expense of less powerful societies. This logic explains the reserve posture of the big European powers as regards the Greek Independence struggle which was originally consider as an agitation to the existing order. 

 

In fact, the period from Westphalia until WW1 was one of the most stable periods in history. It is important to understand three principal features of the Vienna Congress.

First, it was initiated by the powers that formed the coalition which faced the major disturbance of the balance of power system caused by the wars that followed the French revolution and the major challenges against the established order posed by Napoleon.

Second, a resizing of some powers and the drawing of new borders in certain areas took place. The purpose was to create conditions that would had reduced claims against the existing order.

Third, whilst during the preceding phase –from Westphalia to the French revolution– equilibrium and stability was secured by decisions that were reacting to potentially destabilizing redistributions of power, the more formal approach that same aimed in Vienna had as a purpose to plan and check revisionists claims as early as possible. The Congress, in fact, gave rise to what is called the Concert of the European powers.

Just to mention, at this point, that this concert, in some ways, is the precursor of the Security Council of the United Nations. That is, an approach that attempts to give birth to convergences among hegemonic powers regarding international order.

In the Security Council of the UN despite the fact that interstate parity became a standard principle of contemporary international relations, perpetuating the logic of the Concert of Power, established a double standard criterion that wants some states to be primus inter pares.

Just to note in this connection that a dialectical antithesis exists between order/hegemony, stability/justice and the high principle national independence as the zenith of contemporary international order to which nominally everyone adheres.

First, no one could define acceptable and legitimate definitions of hegemony.

Second, divergences between hegemonic order and the condition that actors consider as fair and justifiable are almost always unbridgeable thus generating conflict.

Third, great powers convergences are almost always ephemeral. 

Bismarck in a conversation with a Russian Diplomat –who was pledging for more agreements among the big powers of the Concert of Europe– once observed that there is no problem when great powers’ interest converge thus leading to agreements between them and producing stability. At issue, he observed, is the disagreement of great powers which is the main source of international instability and war.    

 

Before and after Vienna the stability in fact, was a function of a distribution of power that no great power could challenge because the other powers were swiftly allying against the challenger of the status quo.

            WW1 and WW2 provided abundance of evidence that, owing to redistributions of power, when irrespective formal agreements among states realities on the ground change, war becomes inevitable.

As Thucydides established in his Paradigmatic analysis, uneven growth and security dilemmas lead to anti-hegemonic wars and a new international order.

            We shall thus focus less on formal agreements and more on strategic practices before and after the Vienna Congress.

 

At issue in space and time is the constellation of power. Redistributions of power and the calculations for potential benefits or loses for the state actors involved are the principal factors of state behavior.

There are many approaches to understand the evolution of the European balance of power system both until the Napoleonic wars and during the Concert of Europe.

            One is to understand the determinant role of geopolitical considerations and the role of Geography. Before and after the Vienna Congress international order was in fact a function of balance among naval and continental forces on Eurasia.

            As a matter of fact historical experience is telling: Geopolitical considerations is the foundation of national strategies, alliances and their geostrategic considerations. Geopolitical facts are central inputs in strategic thinking, strategic action and strategic planning in medium and long terms.

            During the balance of power period from the Westphalia period until WW1 the external balancer was the most important naval force, Great Britain. At issue was both stability based on balance on Continental Europe and deterrence against hegemony of anyone power or of an Alliance on the continent.

British diplomacy always takes care to prevent any power or alliance of continental powers from dominating the continent, especially Germany, Russia, or an alliance between them. This is very relevant for international politics and for stability in Western and central Europe.

  

Geographical considerations and correlations to power and power distribution is to be found at all times in history.

Napoleon’s quote that “the strategy of all big powers is related to geography” is found in most modern texts of strategic theory and is deeply rooted in the mind of political leadership. Let us shorty define principal concepts.

Geography describes the earth and its life, especially the distribution of land, sea, air, plant, animal life, including anthropology and man activities such as industry and agriculture and resources.

Political geography deals with those and other elements and factors in relation to the interstate setting, the position and strength of state actors, their communications and exchanges and the juxtaposition of factors such as geographical location, economic structures, demography, political traditions, cultural factors and certainly religion and in a broader sense metaphysic norms and structures in all its politically related spiritual consequences.

Geopolitical analysis is the next step whereby we enter into the dynamic correlation of those and many other related factors which if combined in one analytical framework provide clues for power, security and prosperity and role and position in an a priori antagonistic international system.

By focusing our attention on “factors of enduring importance geopolitics refer to the relation of international political power and considers the security problems of a country in geographical terms in such a way that the conclusions can be a direct and immediate use to the statesmen whose duty is to set up the strategy which fulfils national interests (Spykman).

Raymond Aron gives a broader definition when he writes that “geopolitical analysis combines a geographical schematization of the political and diplomatic relations with geographical and economic analysis of the resources, in a way that also provides interpretations of diplomatic behavior in correlational-functional terms to the life and the environment”.

Geopolitics considerations which were and still are central to political decisions and great power politics in some sort is an analysis which explores the structure of policy problems without necessarily prescribing policy action. Specific policy action follows thereafter.

It is precisely when we analyze national interests and alternative strategic options that we come to geostrategy. Certainly, the two concepts, geopolitics and geostrategy are the two sides of the same coin.

Geostrategy does not just correlate geopolitical factors alone. In addition it introduces and combines planning, strategy, tactics, relating dynamically military power, diplomacy and political purposes.

Mahan and Mackinder though the first more than the second stressed the importance of sea power, the tenets of both define Britain’s strategy and substantially so the American high strategy from 1947 onwards until today.

Spykman’s thesis about the role of the perimeter of Eurasia emphasized the evolving post war power structures on the continent and provided the foundations of the subsequent containment strategy.

In fact, Mackinder is by and large the thinker that described Great Britain’s strategy during the balance of power phase and stressed the strategic importance of continental land masses, as opposed to seas.

Mackinder’s central area concept and the corollary tenets which stipulate that none should control the “core of the earth”, is identified with Britain’s le as the balancer of the of power relations on continental Europe. It influenced and continues to influence British postures as regards Germany, Russia and the claim for a more unified continental Europe, an idea that after 1957 is incarnated in the process of European integration.

British diplomatic attitudes emanate from British insular geopolitical position and by and large explains post-war British reluctance to favor integration on the continent.

Before the two world wars alone, after WW2 in alliance with the United States and currently as a free rider trying to influence Paris and Washington, London tries to regulate the distribution of power in accordance to its high strategic purposes.

What does precisely Mackinder says. He supported that,

“who rules East Europe commands the Heartland. Who rules the Heartland commands the world island. And who rules the world island commands the World.”

If Russia and Germany converge or form an alliance and if USA’s interest for Europe diminishes owing to developments in Far East and a drastic shift of the center of gravity eastwards, an anti-German alliance in Western Europe is something more than probable.

            French leaders were always sensitive to what happens Eastward and the geopolitical considerations as regards power on the continent are very much related to post WW2 decision of Paris to go nuclear.

The French post-war power calculus watch carefully the fluctuations of the American strategic commitment to Western Europe and to the strategies of the continental power when it attempts to establish a regional hegemony, previously the Soviet Union and today Russia.

For Paris, Germany which is positioned in the middle of the continent is a cause of concern when Berlin either tends to act independently, be neutral or ally with Russia. Typical examples is the so called Stalin plan in the 1950s and the Euromissile crisis when in the mid of huge demonstrations president Mitterrand warned Germans for the grave consequences of not adhering to the 1979 two track decision of NATO.   

Ratzel, now, is often considered as the father of political geography and the thinker that influenced considerably German thinking by introducing the concept of “space” in geopolitical analysis in a way that stresses physical factors and the position of a state. He also stressed biological factors and the racial view that “some people have capacities to master the space” more than others.

Other German theorists especially Haushofer, gave rise to the so called German school that later on were used as a framework for a whole philosophy of history and the nature of the state that gave rise to the magic concept of space and to doctrines for territorial expansion.

French geopolitical thinking, is defined by its geographic position which as already mentioned is historically squeezed between Maritime and continental powers. For all practical purposes, modern geostrategic thinking flourished around de Gaulle’ s dominant role in post war French strategic thinking and incorporated successfully the twin element of national independence and the nuclear deterrent. 

Before and after WW1 And WW2 the underlying potential anti-German alliances was and still is the dominant feature of strategic calculus of the other big powers. These trends tend to be strengthened whenever arise signs that the united German state, by all means the strongest power of Europe after 1990, could become a hegemon of central Europe, that is of the Heartland as Mackinder described it. It is only natural that the possibility of Germany the status of a regional hegemon is a principal input in the calculus of the other big powers.

I conclude by summing up some points that are very relevant today.

During the balance of power phase (1648 well until WW2) stability was a function of a distribution of power that discouraged the challengers of the status quo. Britain was the balancer all along.

Balancing as regards continental Europe is a deeply rooted culture of Great Britain related to the London’s perception of security and the survival of the British islands. Experience is telling and diachronic: For Foreign Office everything else is secondary and or instrumental.

France, before and after Napoleon was and still is a power which is positioned in between continental and maritime powers. The sense of suffocation or squashed in power competition and the doctrine of national independence which after WW2 was accompanied by a nuclear deterrent was and still is an automatic reflection of France’s geopolitical position.

During Bismarck epoch the German Chancellor’s sense of balance and his wise strategy that discouraged anti-German alliances favored stability on the continent. Shortly stated, Bismarck’s departure was followed by an almost inescapable downfall of the Concert of Europe that let to WW1.

In an anarchic world international institutions are dependent variables of states and almost always of Great Powers. Balance of power is the single most important factor of stability both in the presence and the absence of institutions. This is a basic axiom of Thucydides, the political thinker that established lasting axioms for all international systems based on state sovereignty of states of unequal size, unequal power and unequal growth. Balance leads to stability and imbalance to instability.

From 1648 until WW1 stability was secured through balance. From 1945 until 1990 stability was secured owing to the American strategic presence in Europe and its extended deterrence strategy. From 1990 the powers on the continent are in a conflictual transition in search of a new balance in a multipolar world. Just to underline that owing to USA’s overwhelming power during the two post-Cold War decades we have relative stability. We just enter to the phase which balancing, conflicts and wars lead to either a new global multipolar balance of power system or to a prolonged instability of many decades. Prospects for a new Vienna Congress do not seem to exist for the foreseeable future.