ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Καθηγητής Παναγιώτης Ήφαιστος

Τμήμα Διεθνών και  Ευρωπαϊκών Σπουδών

Ανδρούτσου 150 185 34  Πειραιάς 6ος όροφος    γρ. 601, τηλ. 30 210 414 2725

e-mail: info@ifestosedu.gr ifestos@unipi.gr , Web www.ifestosedu.gr ή www.ifestos.edu.gr

https://www.facebook.com/p.ifestos - https://www.facebook.com/Ifestos.DimotisBBB - https://www.facebook.com/panayiotis.ifestos

 

Η «ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΩΝ» ΚΑΙ Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ.

 

Δοκιμιακές σημειώσεις τέλους σελ. 289 και εντεύθεν του βιβλίου Κοσμοθεωρία των Εθνών, συγκρότηση και συγκράτηση των κρατών, της Ευρώπης και του Κόσμου (https://www.facebook.com/kosmothewria.ifestos)

 

[Τα βιβλία μου των δύο τελευταίων δεκαετιών, αφότου δηλαδή γνώρισα τον Παναγιώτη Κονδύλη πριν αποβιώσει, ολοένα και περισσότερο εδράζονται και αναπτύσσονται σε αναφορά με το γνωστικό κεκτημένο του ελληνογερμανού επιστήμονα. Όσο προχωρώ τόσο περισσότερο εμπεδώνεται η εκτίμησή μου ότι αυτός, 2-3 ακόμη σύγχρονοι επιστήμονες και καμιά δεκαριά κλασικοί του διαχρονικού πολιτικού στοχασμού, προσφέρουν τα θεμέλια περαιτέρω ανάπτυξης της πολιτικής σκέψης. Κανείς δεν πρέπει να λησμονεί ότι η συντριπτική πλειονότητα των πολιτικών επιστημόνων του 20ου αιώνα γαλουχήθηκαν με τα προπαγανδιστικά νάματα των εκατέρωθεν μοντερνιστικών ιδεολογικών δογμάτων. Η ιδεολογία όμως δεν είναι επιστήμη χρήσιμη για όλους παρά μόνο αξίωση ισχύος των κατά περίπτωση εμπλεκομένων. Πολλά κείμενα γράφονται κολυμπώντας μέσα στον Κονδύλειο ωκεανό γνώσης. Η τελευταία δοκιμή είναι το «Κοσμοθεωρία των Εθνών» που περιέχει ισχυρές «Κονδύλειες δόσεις». Πολλά ετοιμάζονται αλλά η δημοσίευσή τους βρίσκεται υπό την αίρεση τόσο της προϋπόθεσης ωρίμανσής τους όσο και των πρακτικών εμποδίων κάθε είδους που προκάλεσε  αναστολών κάθε είδους που προκάλεσε η κρίση μετά το 2010. Η παράθεση της δοκιμιακής σημείωσης τέλους με αριθμό 3 του βιβλίου  μου «Κοσμοθεωρία των Εθνών» είναι ενδεικτική των νέων μου προσανατολισμών.]

Δοκιμιακή σημείωση τέλους αρ. 3. Η «ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΩΝ» ΚΑΙ Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ.

 

Η «νέα γενιά δημοσιεύσεων» του υποφαινόμενου αρχίζει μετά από παρουσία τριών δεκαετιών στον χώρο και το κλείσιμο ενός κύκλου δεκαπέντε περίπου βιβλίων και εκατοντάδων δοκιμίων και άρθρων που αριθμούν μερικές χιλιάδες σελίδες. Για ποσότητα μιλάμε, η ποιότητα κρίνεται και διαρκώς αποτιμάται και από εμένα τον ίδιο. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της ερευνητικής και συγγραφικής δραστηριότητας αφορούσε στη θεωρία διεθνών σχέσεων και στην προέκτασή της, τη στρατηγική ανάλυση, την αμερικανική διπλωματία και στρατηγική, τις ευρωστρατηγικές και ευρωατλαντικές υποθέσεις, τη διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τις στρατηγικές των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων και τις περιφερειακές μελέτες με έμφαση στη Μέση Ανατολή, στην Τουρκία και στα Βαλκάνια. Αυτά αναφέρονται, γιατί έτσι έκλεισε ένας κύκλος τριών δεκαετιών βασάνου με πρωτογενείς θεμελιώσεις και γνωσιολογικές περιγραφές και ερμηνείες, γεγονός που επηρεάζει την επιστημολογία του παρόντος κειμένου και αυτών που έπονται.

Η πορεία στον χώρο των λεγόμενων «κοινωνικών επιστημών» γίνεται μέσα σε ένα ναρκοπέδιο ιδεολογικών εκλογικεύσεων, δηλαδή προπαγάνδας, η οποία καμία απολύτως σχέση δεν έχει με την καθαρή επιστήμη. Στην πορεία της κατανόησης της πολιτικής συμπεριφοράς του ανθρώπου ως άτομο και ως συλλογικότητα, της συγκρότησης των κρατών, τον χαρακτήρα της εθνικής διαμόρφωσης και των εθνοκρατικών δομών και της φυσιογνωμίας και των προβλημάτων της διεθνούς πολιτικής, επιστήμη σημαίνει περιγραφή και ερμηνεία υπό αυστηρά αξιολογικά ελεύθερο πρίσμα. Οτιδήποτε άλλο τη διαφθείρει αθεράπευτα και την καθιστά την πιο άτιμη πράξη των ανθρώπων, την ύπουλη δηλαδή μεταμφίεση προπαγανδιστικών εξωπολιτικών θέσεων με σκοπό πρόκληση διανεμητικών αποτελεσμάτων.

 

Διάσχιση αυτού του ναρκοπεδίου αναπόφευκτα απαιτεί ανάλωση πολύτιμου χρόνου με συμβατικές ιδέες, θεωρήματα και ιδεολογήματα, που μόνο όταν τα γνωρίσεις από πρώτο χέρι μαθαίνεις πως πρέπει να τα υποτιμάς και να τα αποφεύγεις. Γιατί, σκέφτηκα πολλές φορές, να μην υπάρχει τρόπος για μία τυποποιημένη διαδικασία παροχής συμβουλής σε όλους τους νεοεισερχόμενους στις λεγόμενες «κοινωνικές επιστήμες», η οποία να προειδοποιεί πως υπάρχει ένα βουνό σκουπιδιών που πρέπει να παρακάμψουν και πως πρέπει να δίνουν έμφαση μόνο σε καμιά εικοσαριά στοχαστές (και τίποτα άλλο, για να μην χάνουν πολύτιμο χρόνο και για να μην μπερδεύονται). Με λογικούς όρους πραγματολογικά πασίδηλους η απάντηση είναι διττή και αποκαρδιωτική. Ποιος θα τους το πει, όταν οι περισσότεροι πανεπιστημιακοί στα δυτικά πανεπιστήμια είναι συνειδητά παρασιτικοί, καλοπερασάκηδες και εθισμένοι να υπηρετούν λιγότερο τον αξιολογικά ελεύθερο στοχασμό και περισσότερο κυβερνήσεις και ιδεολογίες; Πώς θα αντιστρέψει κανείς την κατά τα άλλα ανθρώπινη τάση των νεοεισερχόμενων πανεπιστημιακών να εκμαυλίζονται με την προοπτική δουλικής τους ένταξης στο υψηλά αμειβόμενο συνδικάτο ιδεολογικοπολιτικών εκλογικεύσεων; Γιατί τα μέλη των κοινωνιών να μην κατανοούν ένα τόσο απλό πράγμα, ότι δηλαδή πρέπει να σταματήσει η χρηματοδότηση εξωπολιτικών ιδεολογικών εκπαιδευτηρίων και να χρηματοδοτηθούν οι κρατικοί θεσμοί και οι φορείς πολιτικών συμφερόντων να εκπαιδεύσουν επίσημα και επί σκοπώ τους πολιτικούς δρώντες;

 

Στους πολιτικούς τους αγώνες οι άνθρωποι δεν χρειάζονται ύπουλους εξωπολιτικούς υποβολείς. Μπορούν να λειτουργήσουν πολιτικά και από μόνοι τους, όπως έκαναν επί χιλιάδες χρόνια επιτυγχάνοντας μία ανοδική πορεία του πολιτικού πολιτισμού. Γι’ αυτούς και πολλούς ακόμη λόγους έκλεισε ένας κύκλος προβληματισμού για την υπόσταση και τον ενδεδειγμένο ορισμό του γνωστικού αντικειμένου, που έλαχε να αφιερώσω μεγάλο μέρος της ζωής μου, δηλαδή τις διεθνείς σχέσεις ως πεδίο επιστημονικής μελέτης. Η διαδρομή θα μπορούσε να είναι διαφορετική και πολύ καλύτερη: Φιλολογικές και κλασικές σπουδές, διατριβές στο πεδίο της κλασικής πολιτικής θεωρίας, μελέτη μόνο 5-6 σοβαρών νεοτερικών στοχαστών και μελέτη 10 περίπου συγκαιρινών συγγρα- φέων διεθνών σχέσεων, που κτίζουν πάνω στον Θουκυδίδη. Στο συγκαιρινό ελληνόφωνο στοχαστικό πεδίο, επιπλέον, ο Παναγιώτης Κονδύλης, ο Χρήστος Γιανναράς και ο Γιώργος Κοντογιώργης προσφέρουν απέραντα πλούσιες θε- ωρήσεις για την Κλασική εποχή, το Βυζάντιο, τους Νέους Χρόνους και την ύστερη διακρατική συγκρότηση.

 

Πριν από μία περίπου δεκαετία έγινε μία συνειδητή επιστημονική και επι- στημολογική μεταστροφή για να εστιάσω την προσοχή μου στα πεδία που κρίνω, πλέον, ότι είναι σημαντικά και στους συγγραφείς, που αν κανείς μελετήσει δεν χάνει τον χρόνο του. Μια τέτοια μεταστροφή οδηγεί σε μία πιο συστηματική προσπάθεια απαλλαγής από συμβατικά βαρίδια και προσφοράς πιο χειραφετημένων κειμένων, που αντικρούουν τη συμβατική σκέψη (που έστω και αργά πρέπει να γίνεται ευθέως και όχι εμμέσως, όπως έκανα μέχρι τώρα, τηρώντας αστείους καθωσπρεπισμούς στο όνομα πολιτισμένων διαπροσωπικών σχέσεων στον εξωπολιτικό χώρο, στον οποίο έλαχε να σταδιοδρομήσω). Όμως, αντίκρουση της συμβατικής σοφίας μάλλον ως σχήμα λόγου πρέπει να λέγεται. Απαιτεί περίσκεψη και προσοχή, γιατί κάθε αναμέτρηση είτε με επιστημονικά ανύπαρκτους «αντιπάλους» είτε με μπερδεμένους, ιδεολογικά προκατειλημμένους και πολιτικά επιστρατευμένους, είναι σκιαμαχία.

 

Τραυματικές εμπειρίες πολλών δεκαετιών βεβαιώνουν ότι στη θαυμαστή ζούγκλα των λεγόμενων «κοινωνικών επιστημόνων», παρά το γεγονός ότι στον κανόνα υπάρχουν και εξαιρέσεις, α) όλοι στρέφονται εναντίον όλων, β) διαβάζουν τους άλλους, όταν θέλουν να τους υπονομεύσουν, γ) τα «εχθρικά» κείμενα βολεύονται με το να τα παραπέμπουν αποσπασματικά, δ) διαστρέφουν υποστηρικτικά τους ομοϊδεάτες φίλους, ε) συκοφαντούν «επιστημονικά» τους θεωρούμενους ως εχθρούς, στ) θρέφουν ναπολεόντεια σύνδρομα που εκτονώνουν πάνω στους φοιτητές ή ανυποψίαστους φοιτητές και ζ) ολοένα και περισσότερο κολυμπούν σε πελάγη ημιμάθειας και αμάθειας, που τους καθιστούν φτωχούς συγγενείς των πολυμαθών ομοϊδεατών-ιδεολόγων προγόνων τους. Όσοι συμπορεύονται με αυτόν τον κακόγουστο και κακόπιστο όχλο κανείς είναι αδύνατον να συνομιλήσει επιστημονικά. Στον κανόνα, όπως είπαμε, υπάρχουν και εξαιρέσεις. Λίγες αλλά πολύτιμες.

 

Τώρα, όσον αφορά τις προγενέστερες δημοσιεύσεις μου, επειδή προηγήθηκαν εκτεταμένες επαγωγικές μελέτες συσχετισμένες με πολλές άλλες, που εδραίωσαν πορίσματα για τη σχέση του μέρους με το Όλο, μπορώ τώρα πιο άνετα να λειτουργήσω επαγωγικά, δηλαδή στο πλαίσιο μιας παραγωγικής λογικής, η οποία θα κινείται πρωτίστως από το Όλο προς το μέρος ή ακόμη και να στέκεται αποκλειστικά στο Όλο γνωρίζοντας ότι οι περιγραφές και οι ερμηνείες δεν είναι έωλες. Η υιοθέτηση αυτής της επιστημολογικής προσέγγισης δεν είναι κάποιου είδους αυτοεξαίρεση από την υποχρέωση τεκμηρίωσης και θεμελίωσης. Το αντίθετο ισχύει. Ο παραμερισμός των συμβατικών θεωρημάτων πολεμικού και επιστρατευμένου χαρακτήρα και η αυστηρή εκλεκτική άντληση από δευτερογενείς πηγές υψηλής επιστημονικής αξιοπιστίας –για παράδειγμα, τον Παναγιώτη Κονδύλη και τα κλασικά πολιτικά κείμενα– είναι επιστημονικά και επιστημολογικά επιβεβλημένος. Ιδιαίτερα όσον αφορά τους Νέους Χρόνους, το μεγάλο έλλειμμα αξιόπιστων πηγών λόγω ιδεολογικής επιστράτευσης της συντριπτικής πλειονότητας των πολιτικών στοχαστών καθιστά τη διυποκειμενική-μακροϊστορική επαλήθευση θέσεων και απόψεων αναγκαία προϋπόθεση επιστημονικής εγκυρότητας.

 

Στην τελική ευθεία που βρίσκομαι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, εκτιμώ ότι η επιστημονική μου «συνομιλία» με τον αείμνηστο Παναγιώτη Κονδύλη, που κράτησε πάνω από μία δεκαετία, προκάλεσε εισροή γνώσεων και σκέψεων, οι οποίες σε συνδυασμό με το δικό μου επιστημονικό κεκτημένο και πολλών άλλων του Πολιτικού Ρεαλισμού λειτουργεί, ευελπιστώ, γενετικά και δημιουργικά. Τον ακριβή χαρακτήρα της οφειλής προς τον Κονδύλη δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω. Δεν γνωρίζει τι χάνει όποιος έχει στοχαστικά ενδιαφέροντα και αγνοεί το έργο του Κονδύλη. Βασικά, όποιος θα είχε χρόνο να το κάνει, θα πρόσφερε τα μέγιστα στην πολιτική σκέψη αν κατόρθωνε να διευρύνει την Κονδύλεια περιγραφική-αξιολογικά ελεύθερη επιστημολογία και θεωρία πέραν των γερμανικών και ελληνικών συνόρων. Όσον με αφορά, πάντως, σιγά σιγά ολοκληρώνω μία διεθνολογική αποτίμηση του Κονδύλη. Αργά ή γρήγορα αυτό θα γίνει. Όμως, η συγκαιρινή πολιτική θεωρία στον κυρίαρχο αγγλόφωνο χώρο στερείται των ανεκτίμητων Κονδύλειων θεωρήσεων. Το στοχαστικό οικοδόμημα του Κονδύλη είναι ένα ολιστικό, σφαιρικό και αυτοδύναμο «κλειστό σύστημα σκέψης», που επιχειρεί να περιγράψει και να ερμηνεύσει τα τρία επίπεδα ανάλυσης των ανθρωπίνων πραγμάτων: Τον άνθρωπο, το κράτος και το διεθνές σύστημα.

Μελλοντικά, ίσως κάποιοι ασχοληθούν με το μυστήριο για τον τρόπο με τον οποίο ένας άνθρωπος στο διάστημα τριών δεκαετιών ερευνητικού χρόνου κατόρθωσε να αποκτήσει τόσες πολλές γνώσεις, να τις συμπυκνώσει εύτακτα στο μυαλό του, να τις ταξινομήσει τόσο καλά, να επιτύχει ένα μοναδικό περιγραφικό κατόρθωμα και να διατυπώσει ερμηνείες και εκτιμήσεις άψογα συνδεδεμένες, διαχρονικά συνεπείς και επιστημολογικά ακλόνητες. Πάντως, οφείλω να τονίσω μία εκτίμησή μου για το έργο του Κονδύλη: Είτε κανείς κολυμπά στους Κονδύλειους γνωστικούς ωκεανούς είτε διερευνά τα δάση, τα λαγκάδια και τα λιβάδια της Κονδύλειας επιστημοσύνης, δεν μπορεί να αντλήσει πληροφορίες και πορίσματα χωρίς κινδύνους και κυρίως χωρίς τον κίνδυνο να διολισθήσει σε αντιφάσεις. Θα τολμούσα να πω ότι σχοινοβατεί αντίστοιχα επικίνδυνα με όσους μέχρι τώρα καταπιάστηκαν με τον Πλατωνισμό. Με συνέπεια μπορεί κανείς, αφού κατανοήσει την επιστημολογία του Κονδύλη, να προχωρήσει στη δική του ερμηνεία συμπλέοντας ή όχι μαζί του. Αυτός τελικά, πιστεύω, ήταν και ο επιστημονικός στόχος του ίδιου του Κονδύλη. Πάντως, η άντληση πληροφοριών από τις Κονδύλειες περιγραφές και θεμελιώσεις και η σχοινοβασία στα λεπτά σύνορα των ερμηνειών του είναι μια ριψοκίνδυνη επιστημολογική επιλογή. Απαιτείται μεγάλη βάσανος, γιατί οι αντιφάσεις παραμονεύουν για όσους θέλουν απλά να αντλήσουν από τις περιγραφικές θεμελιώσεις και ερμηνείες ή να κινηθούν με προδιάθεση κριτική. Το ρίσκο μειώνεται ή και εκμηδενίζεται –προς όφελος μιας ορθής χρήσης των Κονδύλειων θεωρήσεων και της Κονδύλειας επιστημολογίας– αν κανείς εμπεδώσει σωστά την έννοια της τυπικής λογικής κάθε διαφορετικά διαμορφωμένης οντότητας. Αποτελεί τον πυρήνα της Κονδύλειας επιστημολογίας και κατά την εκτίμησή μου καταμαρτυρείται κάθε στιγμή της ανθρώπινης ζωής και κάθε στιγμή της ενδοκρατικής και διακρατικής ζωής. Από αυτήν, επίσης, απορρέει μια πραγματολογικά επαληθευμένη ερμηνεία των αξιώσεων ισχύος στην πολιτική ζωή και στον ρόλο εναλλακτικών παραδοχών του Πολιτικού στην αέναη προσπάθεια των ανθρώπων να αυτοοργανωθούν με το να κτίζουν πολιτικό πολιτισμό. Διαφωνώ με τη θέση ότι έτσι ο Κονδύλης υποβάλλει μία συγκεκριμένη ανθρωπολογία του υποκειμένου: Μόνο περιγράφει και ερμηνεύει. Ο άνθρωπος κάνει πνευματικές και αισθητές επιλογές, που τον διαμορφώνουν και κτίζουν ανθρωπολογικά. Ο Κονδύλης, εκτιμώ, κανένα διαμορφωτικό παράγοντα δεν απορρίπτει. Αντίθετα, κάνει μία συγκλονιστική ιεράρχηση των βαθύτερων διαμορφωτικών δυνάμεων (που συμπεριλαμβάνουν και τη μεταφυσική).

 

Αναγκαία προϋπόθεση της κατανόησης της επιστημολογίας του Κονδύλη αλλά και της δικής μου εδώ, είναι να γίνει κατανοητή η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ επιστήμης και ιδεολογίας-προπαγάνδας. Ίσως ακόμη πιο σημαντικό αλλά πολύ πιο δύσκολο, είναι να κατανοηθεί η έκταση της ιδεολογικοποίησης και της πολιτικής στράτευσης. Πιο κάτω, θα επιμείνω τόσο στην κάθετα αντιθετική σχέση μεταξύ της    Πολιτικής κλασικά νοούμενης και της ιδεολογίας όσο και στις συνέπειες για τη δημοκρατία λόγω εισροής εξωπολιτικών δρώντων, που εισβάλλουν προκαλώντας διανεμητικά αποτελέσματα στερούμενα κοινωνικών και πολιτικών ελέγχων.

 

Κάθε κοινωνικός επιστήμονας, είτε το επιθυμεί είτε όχι, κινείται μέσα σε αυτό το πεδίο ιδεολογίας, εξωπολιτικών δρώντων και προπαγανδιστών κάθε είδους, που καμία σχέση δεν έχουν με τη δημοκρατία και την πολιτική ελευθερία ως σκοπό της πολιτικής αυτοοργάνωσης του πολιτισμένου πολιτικού βίου. Αν λοιπόν κανείς επιθυμεί να γίνει «κοινωνικός επιστήμονας» και γνωρίζει το ναρκοπέδιο μέσα στο οποίο κινείται, η αμφιβολία για την υπόσταση και τον ρόλο των κοινωνικών επιστημών, όπως εξελίχθηκαν τους τελευταίους αιώνες, είναι ζωτικό επιστημονικό ζήτημα. Πρόκειται, εν πολλοίς, για προπαγανδιστικούς μηχανισμούς εξωπολιτικού, όπως είπαμε, χαρακτήρα. Γι’ αυτό πρέπει κανείς να είναι προσεκτικός, με την έννοια του γνώθι σαυτόν, και να έχει επίγνωση πως, αν αρχίσει να κατεβαίνει προς το τέλμα των ιδεολογικών εκλογικεύσεων, συνειδητά ή ασυνείδητα αποδέχεται τον ρόλο του μεταμφιεσμένου προπαγανδιστή, δηλαδή, ενός άτιμου ρόλου για έναν οποιοδήποτε ακαδημαϊκό. Λέω «προσεκτικός» με την έννοια ότι πρέπει να οριστικοποιεί θέσεις και απόψεις, που εδράζονται σε αυτοπεποίθηση, που μπορεί να αποκτηθεί μόνο με σκληρή και συστηματική δουλειά, μόρφωση και άτεγκτη κατανόηση των επιστημολογικών διλημμάτων.

 

Μένει κανείς άφωνος, για παράδειγμα, όταν βλέπει κορδωμένους ημιμα- θείς, που δηλώνουν προγραμματικά πως θα μιλήσουν κανονιστικά και πως κάνοντάς το θα παραμερίσουν την ανθρώπινη εμπειρία. Περιφρονώντας την απέραντη ανθρώπινη ετερότητα στις ατομικές και συλλογικές εκδηλώσεις της, μπαίνουν έτσι μεγάλες ιδέες μέσα σε στενόμυαλους κανονιστικούς εγκεφάλους. Είναι κατιτί χειρότεροι από τους παράφρονες του φρενοκομείου, όπου πολλοί προσποιούνται ότι είναι ο Μέγας Αλέξανδρος ή ο Μέγας Ναπολέων. Για φανταστείτε τι σημαίνει για την κοινωνία, αν χιλιάδες τέτοιοι μεγαλομανείς και θεότρελοι, αντί να εγκλειστούν, διακινούνται στα περιθώρια της πολιτικής διαμάχης ή ακόμη χειρότερο «εκπαιδεύουν» τους νέους στα πανεπιστήμια. Ο νοών νοείτω. Σημειώνω, πάντως, ότι εισερχόμενος σε ένα από τα εκατοντάδες παγκοσμίως πλέον τμήματα «κοινωνικών επιστημών», η διολίσθηση στο τέλμα είναι κατά κανόνα προδιαγεγραμμένη. Αυτό πρέπει να το καταλάβουν καλά τα μέλη των κοινωνιών που χρηματοδοτούν εξωπολιτικά ιδεολογικοπολιτικά εκπαιδευτήρια και οι γονείς, οι οποίοι όντας ανυποψίαστοι στέλνουν τα παιδιά τους σ’ αυτά. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που θα κατορθώσουν γρήγορα και χωρίς χρονοτριβές να μορφωθούν, να καταρτιστούν και να εισέλθουν στων «Ιδεών την Πόλη». Πάρα πολλοί είναι αυτοί, βεβαίως, οι οποίοι μπαίνουν από τη μία πόρτα και βγαίνουν από την απέναντι χωρίς ποτέ να καταλάβουν το παραμικρό. Πολλοί επίσης είναι εκείνοι, οι οποίοι εκμεταλλεύονται τις περιστάσεις και γίνονται κατάπτυστοι, γιατί, αφού εξελιχθούν «ακαδημαϊκά», ειδικεύονται στο να ξεγελούν τους άλλους με το να μεταμφιέζουν εξεζητημένες προπαγάνδες σε δήθεν επιστημονικά έγκυρες θέσεις.

 

Πάρα πολλοί είναι αυτοί, ακόμη, οι οποίοι θα εισέλθουν στο ναρκοπέδιο του πολιτικού στοχασμού, για να ακολουθήσει μία διαδικασία σμίκρυνσής τους όχι σε σπιθαμιαίο επιστημονικό ανάστημα αλλά σε εκμηδενισμένο μοριακό μέγεθος. Τους τελευταίους, αν και επιστημονικά απειροελάχιστοι, τους αναγνωρίζεις εύκολα, καθώς στις λεγόμενες «κοινωνικές επιστήμες» είναι πάμπολλοι: Μιλούν πομπωδώς και κορδωμένοι παρελαύνουν πάνω σε πασαρέλες που χειροκροτεί όχλος αδαών, επικαλούνται ως δήθεν ανίκητη τεκμηρίωση κάποιους άγνωστους, συνήθως, ξενόγλωσσους συγγραφείς ως συμμάχους των επιστρατευμένων πολεμικών θέσεών τους, εμφανίζουν κάποιες ρηχές δημοσιεύσεις, που τις προωθούν σε «περιοδικά αξιολογητών», που συντηρούν ομοϊδεάτες τους ή σύμμαχοί τους, και ντύνουν τα κείμενά τους με σπουδαιοφανείς και ασυνάρτητες ορολογίες. Εμφανίζονται επίσης ως νηφάλιοι για να επικαλούνται την ανάγκη πλουραλισμού θέσεων, που σχετικοποιεί την αλήθεια εξυπηρετώντας προπαγανδιστικούς σκοπούς και που επιτρέπει αντί περιεκτικών επιστημονικών συζητήσεων, που απαιτούν κόπο και μόχθο, να γίνονται ασυνάρτητες και αόρατες-εξαερωμένες σκιαμαχίες. Όλοι μαζί σπουδαιοφανώς προσποιούνται ότι λένε κατιτί σημαντικό για να θρέφουν τη ματαιοδοξία τους. Δηλαδή, πλουραλισμός είναι, όπως αυτάρεσκα το εννοούν «Αυτοί», να λέει ο καθένας ό,τι θέλει, να γίνονται διάλογοι κουφών και ημιμαθών και να χασκογελούν όλοι μαζί υποκριτικά στις πολυτελείς κοινωνικοπολιτικές συνάξεις («συνέδρια»), που χρηματοδοτούν ενδοκρατικοί, διακρατικοί και ολοένα και περισσότερο όμοιοι με αυτούς εξωπολιτικοί διεθνικοί δρώντες (ακόμη και κερδοσκόποι, όπως ο George Soros, που διαθέτει ένα γιγαντιαίο δίκτυο χρηματοδοτούμενων προπαγανδιστικών «ιδρυμάτων»). Αν ο αναγνώστης εντυπωσιαστεί από αυτή την περιγραφή και διερωτηθεί κατά πόσο είναι αληθινή, πρέπει να γνωρίζει ότι αυτές είναι καθημερινές εμπειρίες όποιου λάχει να βρεθεί σε τέτοιους τόπους. Είναι ο κανόνας όχι η εξαίρεση.

 

Επανερχόμενοι στον Κονδύλη, ένα σημαντικό στοιχείο της συνεισφοράς του είναι ότι μπορεί να στηρίξει κάθε σοβαρή προσπάθεια ανάλυσης του Πολιτικού. Είναι γνωστό ότι ο ίδιος δεν θέλησε να περιγράψει το Πολιτικό με τρόπο άμεσο και κοινωνικοπρακτικά χρησιμοποιήσιμο. Ίσως επειδή δεν πρόλαβε, ίσως επειδή έκρινε –ορθά κατά την εκτίμησή μου– ότι η δική του συνεισφορά ήταν να στηρίξει στοχαστικά και πολιτικά έναν πραγματικά και όχι ονομαστικά

περιεκτικό ορισμό του              Πολιτικού. Σε έναν τέτοιο στοχαστή δεν οφείλεις κάτι συγκεκριμένο αλλά τα πάντα ή καλύτερα μία μεγάλη ευγνωμοσύνη, γιατί υπήρξε επιστημονικά. Μία επιστημονική ύπαρξη που είναι αμφίβολο αν μπορεί να επαναληφθεί, γιατί η πνευματική ασκητική είναι σπάνιο φαινόμενο. Η επιβλητική επιστημονική παρουσία του Κονδύλη δεν επαναλαμβάνεται εύκολα: Δεν είναι μόνο η συντεταγμένη στοχαστική του διαμόρφωση, αλλά, όπως φαίνεται, και ο αφετηριακά συνειδητός και σχεδιασμένος τρόπος ανάπτυξης του στοχαστικού του κατορθώματος. Ακόμη, μερικοί αυτού του διαμετρήματος μαζί με τους κλασικούς και δεν θα χρειαζόμαστε άλλους για να στηρίξουμε γόνιμες και περιεκτικές ερμηνείες των συγκαιρινών πολιτικών φαινομένων. Υπό αυτό το πρίσμα και παρά το γεγονός ότι ο Κονδύλης δεν έχει ανάγκη να τον υπερασπίζονται άλλοι, δεν θα διστάσω να είμαι απόλυτος λέγοντας ότι όσον αφορά αυτούς που μικρόψυχα και άδικα τον καταπολεμούν με ιδιάζων μάλιστα μένος, μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι το κάνουν, γιατί δεν έχουν κάτι ουσιαστικό να πουν οι ίδιοι. Τους περιέγραψα παραπάνω.

 

Εκτιμώ –και αυτό δεν είναι τυχαίο με την τελευταία παρατήρηση– ότι μία από τις πιο σημαντικές πνευματικές συνεισφορές του Κονδύλη είναι το στοχαστικό ξεγύμνωμα του ιδεολογικού χαρακτήρα πολλών παρασιτικών συσπειρώσεων ομοϊδεατών, που λέγονται «κοινωνικοί επιστήμονες». Αυτή είναι μία τεράστια επιστημονική παρακαταθήκη του Κονδύλη κοινωνικοπρακτικά πάρα πολύ χρήσιμη: Τα μέλη της κοινωνίας θα πρέπει να ανατρέξουν στις θεμελιώσεις του, για να κατανοήσουν ότι η αλόγιστη ανάπτυξη των λεγόμενων τμημάτων «κοινωνικών επιστημών» δεν σπαταλά μόνο πολύτιμους σπάνιους πόρους. Επιπλέον, πληρώνουν τη μεγέθυνση μηχανισμών υπονόμευσής τους με τη δημιουργία ενός μεγάλου στρατού αστάθμητων και ανεξέλεγκτων προ- παγανδιστών. Πλέον πάρα πολλοί κινούνται μέσα στο θολό διεθνικό βασίλειο των κερδοσκόπων, των αξιωματούχων των ηγεμονικών κρατών, των τεχνοκρατών διεθνών οργανισμών και άλλων πολλών εξωκοινωνικών και εξωπολιτικών δρώντων. Εμφανίζονται επιστημονικά μεταμφιεσμένοι, αλλά ο ρόλος τους τελικά είναι παντελώς(!) εξωπολιτικός, διεφθαρμένος από το ιδεολογικό σαράκι και συνειδητά ή ασυνείδητα μεταμφιεσμένος και προπαγανδιστικά επιστρατευμένος. Ο Κονδύλης με μοναδικά θεμελιωμένο τρόπο εξηγεί τη διαδρομή αυτού, που σήμερα επικράτησε να ονομάζεται «κοινωνικές επιστήμες» και που κανείς, αν εμφορείται από στοιχειώδη κριτήρια δεοντολογίας της επιστήμης (αυτό που ο Κονδύλης στο Αόρατο χρονολόγιο της σκέψης  ονομάζει «ασκητική επιστημονική ηθική»), δεν μπορεί παρά να είναι εξαιρετικά κριτικός ζητώντας ταυτόχρονα τον τερματισμό της δημόσιας χρηματοδότησης κοινωνικά παρασιτικών δραστηριοτήτων.

 

Σε αναφορά με τη θέση που εξέφρασα πιο πάνω για τον ιδεολογικό ρόλο των περισσοτέρων αναλύσεων, εκτιμώ ότι τους διεθνείς θεσμούς και την ευρω- παϊκή ολοκλήρωση αυτό που χρήζει πλέον δεν είναι μια ακόμη περιγραφή των αδιέξοδων ιδεολογικοπολιτικών εκλογικεύσεων («λειτουργιστικές θεωρίες» και «θεσμικές θεωρίες») ή πολύ λιγότερο μία διαμάχη με τους φορείς αυτών των εκλογικεύσεων, αλλά μετάβαση σε μία διαφορετική, πιο χειραφετημένη επιστημολογία, που επαναπροσδιορίζει την πορεία, τους σκοπούς και τους στόχους της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Όλοι αυτοί έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό, ότι δηλαδή, ενώ δεν εδράζουν τις αναλύσεις τους πάνω σε οποιαδήποτε υπαρκτή ανθρωπολογία κανονιστικά, επιπλέον, θεωρούν ότι οι άνθρωποι μπορούν να μπουν σε ιδεολογικά καλούπια δικής τους υποκειμενικής επινόησης και να διαμορφωθούν σύμφωνα με τα δικά τους μεταφυσικά ιδεολογικά πρότυπα. Πρόκειται για υπέρτατη πολιτική διαστροφή, που θέτει εμπόδια ή και αντιστρέφει το κοινωνικό γίγνεσθαι σύμφωνα με την ιστορική ανθρωπολογική ετερότητα κάθε κοινωνικής οντότητας.

 

Το κείμενο που έπεται θα μπορούσα να μην το έχω γράψει και μονολεκτικά να ζητήσω από τους αναγνώστες να σκεφτούν οι ίδιοι με όρους κοινής λογικής να αποφανθούν ως προς το ποια είναι η πνευματική, ανθρωπολογική, νομική και οικονομική δομή του κόσμου και της Ευρώπης. Σίγουρα η συντριπτική πλειονότητα, επειδή διαθέτει κοινό νου, θα περιέγραφε αυτό που πιο κάτω θα υποστηρίξω ότι είναι το αληθές και η βάση για περαιτέρω πολιτικό στοχασμό. Δηλαδή, ο κοινός νους υποδηλώνει ποια είναι η πραγματική πνευματική και ανθρωπολογική δομή της Ευρώπης και του κόσμου. Όμως, κοινό νου δεν διαθέτει ένα μεγάλο πλήθος εκπαιδευμένων «κριτικών», «κριτικών θεσμικών», «λειτουργιστών» και άλλων φορέων εξεζητημένων αλλά επιστημονικά κενών ονοματολογιών και τίτλων. Παρά το ότι εισπράττουν τον παρασιτικό μισθό τους από τους φορολογούμενους πολίτες των κρατών-μελών της ΕΕ –τις ΗΠΑ δεν τις συμπεριλαμβάνω, γιατί εκεί στην πλειονότητά τους οι «κοινωνικοί επιστήμονες» είναι συνειδητά, ρητά και διακηρυγμένα επιστρατευμένοι στην εθνική στρατηγική της χώρας αυτής–, βολικά θέτουν τους εαυτούς τους εκτός ευρωπαϊκής ανθρωπολογικής πραγματικότητας. Συνεχίζουν το βιολί των παρωχημένων και από καιρό αναιρεμένων θέσεων των υλιστών παππούδων τους. Τη γιγαντιαία αυτή παράκρουση θα τη θίξω βαθύτατα στις σελίδες που ακολουθούν με το να φωτίσω τις έσχατες λογικές του υλισμού και με το να συνδέσω τον υλισμό με όλες τις διεθνιστικές ιδεολογίες, από τις οποίες τόσοι πολλοί υπέφεραν ή και σκοτώθηκαν. Ακόμη, θα τονιστεί ότι είναι δεοντολογικά έκθετοι όσοι αμφισβητούν τα κοινωνικοντολογικά γεγονότα και θέλουν να «συμμορφώσουν τους ανθρώπους διαμέσου θεσμών», γεγονός που οριοθετεί και τη δική τους αυθαίρετη απαγωγική μεταφυσική. Αν και εξαιρέσεις μπορούν να υπάρξουν, πρέπει να γίνει απόλυτα κατανοητό ότι το γένος των υπηρετών των ιδεολογημάτων είναι κατά βάση μορφικά πανομοιότυπο και αθεράπευτα προπαγανδιστικό. Το περιεχόμενο της ιδεολογίας τους διαφέρει, μόνο όταν διαφέρουν τα συμφέροντά τους.

 

Αφού λοιπόν αιτιολόγησα εκτενώς το πόσο λίγη επιστημονική υπόληψη τρέφω για τον μεγάλο συγκαιρινό όχλο επιστημονικά μεταμφιεσμένων ιδεολόγων και προπαγανδιστών, διευκρινίζω ότι θα γίνονται ελάχιστες ή καθόλου αναφορές σ’ αυτούς (και κατά το δυνατόν ανώνυμες ή γενικόλογα ακατανόμαστες εμφανίζοντάς τες, δηλαδή, ως ένα αδιαφοροποίητο άθροισμα προπαγανδιστών). Συναφώς, τυγχάνει να μην κατανοώ πλέον, και το καταθέτω ως άποψη, γιατί να είναι κάποιος υποχρεωμένος να συζητεί με τσαρλατάνους που μεταμφιέζουν επιστημονικά ιδεολογίες και ιδεολογήματα ασκώντας, εκτιμώ, τον ιστορικά μακάβριο ρόλο αποσταθεροποίησης του ομαλού και φυσιολογικού βίου των ανθρώπων. Γιατί, όπως εξηγώ εντός κειμένου, η ιδεολογία είναι  αντίποδας της  Πολιτικής, δηλαδή του πολιτικού πολιτισμού των κοινωνικών οντοτήτων. Μία τέτοια συζήτηση δεν ωφελεί τις κοινωνίες, γιατί οι ίδιες απερίσπαστες πρέπει να γνωρίζουν καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον την εμπειρία της κοινωνικής καθημερινότητας («κοινωνία σχέσεων»), τις συμβατές με αυτές ανθρωπολογικές προϋποθέσεις και τις συμβατές με αυτές νοηματοδοτήσεις του Πολιτικού. Υπό το πρίσμα των προηγηθέντων επισημάνσεων, είναι ζήτημα συνέπειας να τεθεί με απόλυτη σαφήνεια το επιστημονικό και επιστημολογικό πλαίσιο των αναλύσεων που έπονται:

 

Πρώτον, η κατάτμηση της μελέτης του ανθρώπου, του κράτους και του διεθνούς συστήματος είναι μία μεγάλη ιστορική «στοχαστική απάτη» των Νέων Χρόνων. Βολεύει δεκάδες χιλιάδες ημιμαθείς να κάθονται κορδωμένοι πάνω σε ψεύτικους επιστημονικούς θρόνους, να εισπράττουν παχυλούς μισθούς και να κατορθώνουν ιδιοτελείς αναρριχήσεις. Βολεύει επίσης εφήμερα συμφέροντα των κρατικών στρατηγικών εκείνων των ηγεμονικών δυνάμεων, που επιθυμούν να αποδομήσουν και να ελέγξουν άλλα κράτη. Η αποσπασματική ενασχόλησή τους με ένα μόνο μικρό κομμάτι του ενός από τους τρεις αυτούς τομείς ανάλυσης –δηλαδή τον άνθρωπο, το κράτος και το διεθνές σύστημα– είναι όχι μόνο ηθικοπρακτικά και πνευματικά άχρηστη, αλλά επιπλέον και μολυσματική πηγή στοχαστικών συγχύσεων. Απαιτείται κατά συνέπεια μια διαρκής αναμέτρηση με την ολιστική σύλληψη του Πολιτικού  και στα τρία επίπεδα. Βασικά, ο Κονδύλης, όσο κανείς άλλος στην ιστορία των πολιτικών στοχασμών, προς αυτή την Ιθάκη πορευόταν έχοντας φθάσει, πριν αποχωρήσει, στα παράλιά της. Δεύτερον, η ιστορία, η κοινωνιολογία, οι διεθνείς σχέσεις και οι εν γένει λεγόμενες «κοινωνικές επιστήμες» της νεοτερικότητας δεν συγκρότησαν ένα επιστημονικό σώμα εφάμιλλο του κλασικού ή και του μεσαιωνικού, αλλά αποτελούν, κατά κύριο λόγο, εργαλεία εξυπηρέτησης ιδεολογιών, τους σκοπούς των οποίων κηρύττουν αναρίθμητα συγκεχυμένα, αντιφατικά, αντιθετικά, προπαγανδιστικά και αποπροσανατολιστικά ιδεολογήματα, που συγκαλύπτονται μέσα σε έναν ακατάληπτο λαβύρινθο ανεδαφικών αλλά συμβατικά σπουδαιοφανών θεωρημάτων. Όπως είπαμε, τέτοια είναι τα «κριτικά θεωρήματα» και οι «θεσμικές θεωρίες» (παλαιές και δήθεν κάποιες «νέες»). Η αποκορύφωση αυτής της στοχαστικής κατολίσθησης είναι τα μεταμοντέρνα ιδεολογήματα στα οποία θα επιμείνουμε πιο κάτω. Ιδεολογίες, ιδεολογήματα και θεωρήματα, θα υποστηριχθεί, δρουν αντίρροπα στην κοινωνιοκεντρική θεμελίωση της ετε- ρότητας, της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας των κοινωνιών και του κόσμου (που ερήμην τους συντελείται στο υπόβαθρο των θεσμικών εποικοδομημάτων). Γνωρίζουμε και το τονίζουμε, ασφαλώς, ότι αυτά τα εθνοκρατικά σύνολα είναι ελλειμματικά, ότι στις σχέσεις τους παρεισφρέουν αίτια πολέμου και ότι απέχουν πολύ από τη στιγμή που θα αποκτήσουν μια κοσμοσυστημική ενότητα και σταθερότητα (χρησιμοποιώ τους όρους αυτούς σύμφωνα με την τυπολογία του Γιώργου Κοντογιώργη). Τρίτον, στον τρικυμισμένο ωκεανό των λεγόμενων «κοινωνικών επιστημών» της νεοτερικότητας, αν και υπάρχουν και μερικά αξιόλογα κείμενα, απαιτείται να κινείται κανείς με περίσκεψη. Καλύτερα θα ήταν, θα έλεγα, η προσκόλληση σε κλασικές πηγές, που διαθέτουν περισσότερο στοχαστικό σφρίγος και περισσότερη συνάφεια με τον πραγματικό κόσμο (τόσο πνευματικό όσο και αισθητό) και που αναμφίβολα ανήκουν σε υψηλότερες ερμηνευτικές βαθμίδες. Στη συνέχεια θα υποστηρίξω ότι η Αριστοτελική θεώρηση του Κοινωνικού, του Πολιτικού και της μεταφυσικής είναι βασικά η πραγματική κατάσταση των ανθρώπων και της ζωής τους.