Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής, Διεθνείς Σχέσεις-Στρατηγικές Σπουδές

Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών

www.ifestos.edu.gr  -- www.ifestosedu.gr  --  info@ifestosedu.gr  -- info@ifestos.edu.gr

 

Για μετάβαση στην κεντρική σελίδα, άνοιγμα σε άλλο παράθυρο, κλικ εδώ www.ifestos.edu.gr  ή www.ifestosedu.gr

 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ [κλικ στον τίτλο για μετάβαση]

1. ΑΑΑ. ΤΟ ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΥΠΕΡ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ 7.4.2004

 

1Α. Ελληνική εξωτερική πολιτική 1993-2003: Ο Μεγάλος Ασθενής 1ον (1. Εθνικά συμφέροντα και έσχατες λογικές, 2. Υγιής κοσμοθεωρητική βάση μιας ορθολογιστικής εξωτερικής πολιτικής, 3. Η Νέα Δημοκρατία και οι αντίπαλοί της, 4. Εθνική στρατηγική: ορθολογισμός versus ζεϊμπέκικο, 5. Σχέδιο Αναν, εθνικά συμφέροντα και διακρατική σταθερότητα). ("Τύπος της Κυριακής" 4.1.2004)

 

1Β. Ελληνική Εξωτερική πολιτική 1993-2003: Ο Μεγάλος Ασθενής 2ον (1. Αντικειμενικά και υποκειμενικά κριτήρια επιτυχίας-αποτυχίας της εξωτερικής μας πολιτικής, 2. Κυπριακό: Πολιτικός εμπαιγμός και η «διαστρεμμένη-εκποιημένη διανόηση», 3. Καθεστωτική νοοτροπία, 4. Ένταξη-λύση του κυπριακού: μέτρο στάθμισης οι σκοποί μας, 5) Το μαύρο φθινόπωρο της ελληνικής διπλωματίας: Η χαμένη ευκαιρία βιώσιμης λύσης του κυπριακού). ("Τύπος της Κυριακής 11.1.2004)

 

1. Ανοικτή επιστολή στον Θόδωρο Πάγκαλο για το Κυπριακό, την ένταξη και την «επιτυχία» ("Τύπος της Κυριακής" 18.1.2004)

 

2. Είναι η αξίωση ισόρροπων σχέσεων «αντιαμερικανισμός»; ("Τύπος της Κυριακής"), 25.1.2004

 

3. "Ο Άθεος ως ηγέτης", Τύπος της Κυριακής, 1.2.2004 [1) Άθεος ηγέτης και κοσμικό κράτος, 2) Θεοκρατία, γένεση του έθνους-κράτους και ορθοδοξία, 3) Ρατσισμός και πολυπολιτισμικές κοινωνίες στην Ευρώπη, 4) «Μαντίλες», ο Αρχιεπίσκοπος και το αυγό του φιδιού 5) Ο κοινωνικός ρόλος της θρησκείας και το νεκροταφείο των ιδεών, 6) Ο κοινωνικός ρόλος της θρησκείας και το νεκροταφείο των ιδεών]

 

4. Το σχέδιο Αναν και τα αυτογκόλ ("Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία", 15.2.2004)

 

5. Στην κόψη του ξυραφιού η επίλυση του κυπριακού ("Τύπος της Κυριακής", 15.2.2004)

 

6. Νεοφιλελεύθεροι κατά φιλελευθέρων. Η Ελλάδα στο στόχαστρο των αιθεροβαμόνων της "νέας (μεταεθνικής) εποχής"  ("Τύπος της Κυριακής", 22.2.2004)

 

7. Κυπριακό: Δύσκολα διλήμματα αμέσως μετά τις εκλογές, ("Τύπος της Κυριακής" 29.4.2004)

 

8. Νεοφιλελεύθεροι: ένα ιδεολόγημα χωρίς μέλλον ("Απογευματινή" 29.2.2004)

 

9. Αναζητώντας ελληνική κοσμοθεωρία ... ("Τύπος της Κυριακής" 7.3.2004)

 

10. ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ ΚΑΙ ΚΥΠΡΙΑΚΟ: ΕΝΩΠΙΟΣ ΕΝΩΠΙΩ, ("Σημερινή" 11.3.2004 και "Τύπος της Κυριακή" 21.3.2004)

 

11. Κυπριακό: Η άγνοια και η ολιγωρία βλάπτει σοβαρά την υγεία … 12.3.2004

 

12. Η συμφωνία της Νέας Υόρκης Διαλυει την κυπρο ("Φιλελεύθερος"  27.2.2004 και "ΤΟ ΠΑΡΟΝ" (ένθετο) 15.3.2004)

 

13. Κυπριακή κρατική υπόσταση και οι εκβιασμοί κατάργησής της 13.3.2004 ("Σημερινή", 15.3.2004)

 

14a. Ανοικτή επιστολή προς τον Γιώργο Παπανδρέου, Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ 19.3.2004

 

14b. Ανοικτή επιστολή προς τον Γιώργο Παπανδρέου της 19.3.2004 - Υστερόγραφο-πρόσθετα σχόλια, 21.3.2004

 

15. Το πολιτικό ήθος της αντιπολίτευσης του Γιώργου Παπανδρέου και το κυπριακό ("Τύπος της Κυριακής" 28.3.2004 και "Σημερινή" 28.3.2004)

 

16. Κύπρος: ακάθεκτοι πορεία προς διχοτόμηση; ("TANEA" 30.3.2004)

 

17. OXI: Για μια Ελεύθερη Κυπριακή Δημοκρατία στην Μετά-Ανανική εποχή - ("Τύπος της Κυριακής" 4.4.2004, Παρόν 18.4.2004 (ένθετο)

 

18. Κυπριακό: Κατά συνθήκη ψεύδη και οι συμφωνίες του 1977 και 1979  3.4.2004

 

19. Κυπριακή Δημοκρατία: Θεσμός συλλογικής ελευθερίας των κυπρίων που πρέπει να διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού ("Σημερινή" 10.4.2004)

 

20. Κυπριακό: «Συναισθηματισμός»-ορθολογισμός. Μήπως είναι λάθος αίτημα η Ελευθερία; ("Τύπος της Κυριακής" 11.4.2004)

 

21. Θράσος άνευ ορίων και η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ: Δεκάψαλμος κατά της αξίωσης για τζάμπα ζωή "Αντίβαρο" (www.antibaro.gr) 9.4.2004

 

22. Κυπριακό και η υπονόμευση του ΟΗΕ και του διεθνούς δικαίου ("Σημερινή" 9.4.2004)

 

23. Ναι σημαίνει αυτοκτονία ("Έθνος" 16.4.2004)

 

24. Κυπριακό: Διαλεκτική Σχέση "Ναι-Οχι" - ("Τύπος Κυριακής" - 18.4.2004)

 

25. ΚΥΠΡΟΣ: «ΕΠΙΘΕΣΗ ΕΙΡΗΝΗΣ» «ΚΑΤΑ» ΟΛΩΝ ΜΕΤΑ ΤΟ ΟΧΙ  ("Σημερινή" 22.4.2004)

 

26. ΟΧΙ: Επίθεση φιλίας, ειρήνης, ενημέρωσης και διεκδίκησης ("Έθνος" 26.4.2004)

 

27. Ανοικτή επιστολή στον Πρόεδρο Παπαδόπουλο 21.5.2004

 

28. Το περιεχόμενο μιας ευρωπαϊκής λύσης του κυπριακού

 

Τουρκία - ΕΕ, Ελλάδα και κυπριακό ενόψει του Συμβουλίου της ΕΕ στον Δεκέμβριο του 2004. Σημερινή 24.10.2004. Το Παρόν της Κυριακής 14.11.2004

----------------------------------------------------------------------------------

 

ΚΕΙΜΕΝΑ

1A. Ελληνική εξωτερική πολιτική 1993-2003: Ο Μεγάλος Ασθενής (1ον)

Ειδικός Συνεργάτης (Π. Ήφαιστος). «Τύπος της Κυριακής» 4.1.2004.

 1. Εθνικά συμφέροντα και έσχατες λογικές εξωτερικής πολιτικής

 Η παρούσα ανάλυση είναι η πρώτη μιας σειράς κειμένων με τα οποία θα αντικρουστεί η θέση ότι τα τελευταία χρόνια η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει να παρουσιάσει, δήθεν, μεγάλες επιτυχίες. Επιτυχία στην εξωτερική πολιτική μιας χώρας είναι η διασφάλιση της συλλογικής ελευθερίας-κυριαρχίας της κοινωνίας ενός κράτους και εξασφάλιση του ίδιου αγαθού για τους ομοεθνείς εκτός εθνικής επικράτειας. Η διασφάλιση αυτών των υπέρτατων αγαθών απαιτεί κοσμοθεωρητικές παραδοχές οι οποίες είναι ρητά αντιδιεθνιστικές και αντικοσμοπολίτικες. Για κάθε σύγχρονο κράτος αποτελεί παράδοξο, αντίφαση και ατυχία αν της διπλωματίας τύχει να ηγούνται άτομα που είναι φορείς διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων παραδοχών οι οποίες ως εκ της φύσεώς τους είναι ασύμβατες με την έννοια της ανεξαρτησίας-κυριαρχίας που αποτελεί κοινή κοσμοθεωρητική παραδοχή των ηγετών όλων των βιώσιμων κρατών. Υπό αυτό το πρίσμα, ορθολογιστική διπλωματία σημαίνει πρωτίστως α) ικανότητα αντιμετώπισης των εξωτερικών απειλών (και όχι τακτική αποδυνάμωσης της αμυντικής ικανότητας που συνοδεύεται από ποικιλόχρωμα κοσμοπολίτικα ιδεολογήματα περί τέλους της κυριαρχίας και της έννοιας του εθνικού συμφέροντος), β)  ισχυρές συμμαχίες που επηρεάζουν την  κατανομή ισχύος εις βάρος αυτών που απειλούν την χώρα (και όχι αστείες άσπονδες προσωπικές φιλίες αμφιλεγόμενων προσώπων που επιβραβεύουν τις υποχωρήσεις επί θεμάτων κυριαρχίας), γ) ισχυρή διπλωματία που επιτυγχάνει ισορροπία συναλλαγών και ανταλλαγμάτων με τα ισχυρότερα κράτη και δ) αποτρεπτική φήμη που δεν αφήνει καμιά αμφιβολία στην σκέψη οποιουδήποτε επιβουλεύεται τα ζωτικά μας συμφέροντα για την αποφασιστικότητα και ικανότητά μας να προασπίσουμε την συλλογική ελευθερία-κυριαρχία μας.

 2. Υγιής κοσμοθεωρητική βάση μιας ορθολογιστικής εξωτερικής πολιτικής

 Η διπλωματία ενός κράτους που είναι συμβατή με τις προδιαγραφές μιας σύγχρονης κυρίαρχης χώρας απαιτεί εδραία κοσμοθεωρητικά θεμέλια συμβατά με την συλλογική ανθρώπινη ελευθερία, δηλαδή την κρατική κυριαρχία που αποτελεί και το καθεστώς του διεθνούς συστήματος, τους διεθνούς δικαίου και των διεθνών θεσμών. Μια τέτοια συμβατότητα απαιτεί όπως οι επικεφαλείς της διπλωματίας α) είναι απαλλαγμένοι διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων ιδεολογημάτων (επειδή όπως σημειώθηκε αυτά είναι κάθετα αντίθετα με αυτή καθαυτή την έννοια της κυριαρχίας), β) είναι ικανοί να κατανοήσουν το γεγονός πως στην Ευρωπαϊκή Ένωση οι διαπραγματεύσεις επί ζητημάτων στρατηγικής και εξωτερικής πολιτικής είναι εξ ορισμού εθνοκεντρικές (με κύριο μέλημα όλων των μελών το εθνικό συμφέρον) και γ) είναι επαρκώς ιδεολογικά δεσμευμένοι στα συλλογικά συμφέροντα της χώρας την οποία αντιπροσωπεύουν. Έτσι, ως προς το τελευταίο σημείο, ένα πολιτικό πρόσωπο που βρίσκεται επικεφαλής της διπλωματίας δεν μπορεί να διακηρύττει δημοσίως και ανενδοίαστα ότι έννοιες όπως το εθνικό συμφέρον και η κυριαρχία είναι δήθεν ξεπερασμένες.  

            Σε τελευταία ανάλυση, στο σύγχρονο διεθνές σύστημα η κρατική κυριαρχία είναι συνώνυμη της συλλογικής ελευθερίας μιας κοινωνίας και το εθνικό συμφέρον υπέρτατη υπαρξιακή έννοια και έσχατη λογική των στρατηγικών προσανατολισμών όλων των βιώσιμων κρατών. Το εκάστοτε πολιτικό πρόσωπο που ηγείται της διπλωματίας μιας τέτοιας χώρας –και πολύ περισσότερο όταν ηγείται της χώρας συνολικά– απαιτείται χωρίς μισόλογα, επικίνδυνες σχετικοποιήσεις, κοσμοπολίτικες ασυναρτησίες ή άθεες παραδοχές, να είναι αταλάντευτα δεσμευμένο με αυτές τις έσχατες λογικές. Θα προσθέταμε ότι όταν το πολιτικό πρόσωπο που ηγείται της διπλωματίας μιας χώρας όχι μόνο κατά καιρούς περιπίπτει σε ιδεολογικά ατοπήματα ασύμβατα με την κυριαρχία-ελευθερία μιας κοινωνίας αλλά επιπλέον το «επιτελείο» του είναι πλήρες γραφικών διεθνιστών και κοσμοπολιτών τότε ο κίνδυνος για τα εθνικά συμφέροντα της χώρας είναι άμεσος.       

 3. Η Νέα Δημοκρατία και οι αντίπαλοί της

 Ανεξαρτήτως επιμέρους ατομικής ιδεολογικής επιλογής, τι θα έλεγε ένας σημερινός ορθολογιστής «κεντροαριστερός» ή «κεντροδεξιός» έλληνας για τη Νέα Δημοκρατία όπως διαμορφώθηκε τα τελευταία χρόνια; Προστίθεται το ερώτημα: Τι θα έλεγε ένας «αμιγής αριστερός» –με την έννοια ότι αξιώνει μεγαλύτερη αναδιανομή του πλούτου στις οικονομικά ασθενέστερες τάξεις– για τη Νέα Δημοκρατία, ιδιαίτερα αν συγκριθεί με την παράταξη που κυβερνά τις τελευταίες δεκαετίες; Κατά πρώτον, θα συμφωνούσε με τον Μίκη Θεοδωράκη που εύστοχα παρατήρησε ότι όποιος εκτοξεύει παρωχημένους χαρακτηρισμούς κατά της Νέας Δημοκρατίας ο προορισμός του πρέπει να είναι το άσυλο φρενοπαθών στο Δαφνί. Κανείς νομίζω δεν πρέπει να αφεθεί ελεύθερος να υποτιμά την νοημοσύνη του έλληνα σε τόσο μεγάλο βαθμό.

            Κατά δεύτερον, η ηγεσία και τα μέλη της Νέας Δημοκρατίας δεν πρέπει να αισθάνονται συμπλέγματα ή να νοιώθουν αναστολές επί ζητημάτων κοινωνικής δικαιοσύνης και εξωτερικής πολιτικής. Κανείς δεν πρέπει να λησμονεί ότι, εξ αντικειμένου, απέναντι στην Νέα Δημοκρατία δεν βρίσκεται η παράταξη του Ανδρέα Παπανδρέου (βασική πολιτική θέση του οποίου ήταν «η Ελλάς στους έλληνες» υπό συνθήκες «κοινωνικής δικαιοσύνης» και εξωτερικής ασφάλειας). Απέναντι στην ΝΔ, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, βρίσκεται ένα απίστευτο συνονθύλευμα κατά κύριο λόγο τρωκτικών της εξουσίας χωρίς ιδεολογικό προσανατολισμό και χωρίς συγκροτημένο εθνικό κοσμοθεωρητικό όραμα (το οποίο συνονθύλευμα τρωκτικών εκδιώκει ή καταδιώκει αδίστακτα τα ελάχιστα πλέον στελέχη της παραδοσιακής «πασοκικής» παράταξης). Όντας μη μέλος της Νέας Δημοκρατίας ας μου επιτραπεί η ελευθερία να ισχυριστώ ότι ως προς αρκετά ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και εθνικής ανεξαρτησίας η ΝΔ και όχι το ΠΑΣΟΚ είναι ο εκφραστής των παραδοχών του τελευταίου όπως –έστω και σπασμωδικά και συχνά με λανθασμένους διπλωματικούς χειρισμούς– διατυπώνονταν την δεκαετία του 1980.

            Το σημερινό ΠΑΣΟΚ είναι σε κάθε περίπτωση ένα ιδεολογικό συνονθύλευμα διανοουμένων που αρμενίζει σε πελάγη ιδεολογικής σύγχυσης και το οποίο τα τελευταία δέκα χρόνια κατόρθωσε να καταλάβει τον κομματικό αυτό χώρο λόγω παρακμής της παραδοσιακής του ηγεσίας και λόγω παράλειψης των αντιπάλων τους να ανανεώσουν τον πολιτικό και ιδεολογικό τους λόγο στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Στην πορεία οικοδόμησαν ένα τερατώδες μίγμα διεθνιστικών, κοσμοπολίτικων και νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων αποδυναμωμένων ιδεολογικών δεσμεύσεων στην ελληνική κρατική κυριαρχία και στερημένων ισχυρών πατριωτικών αντανακλαστικών. Έτσι, ενώ για όλους τους ευρωπαίους ηγέτες ανεξαρτήτως ιδεολογίας ο πατριωτισμός είναι αναγκαία και μη εξαιρετέα στάση ζωής, για πολλούς ηγέτες της κατ’ όνομα μόνο σοσιαλιστικής παράταξης, πατριωτισμός είναι, δήθεν, «ξεπερασμένος εθνοκεντρισμός». Ο μόνος ουσιαστικός συνεκτικός ιστός αυτών των ανθρώπων είναι οι χρηστικά ωφέλιμες αντικοινωνικές στάσεις και οι εξυπηρετικές για τα ξένα συμφέροντα στάσεις εξωτερικής πολιτικής που αδιάντροπα ενδύονται σοσιαλιστικούς μανδύες. Κύρια γνωρίσματά τους που μόνο η όντως επαγγελματική επικοινωνιακή δύναμή τους επισκιάζει, είναι η αναποτελεσματική διακυβέρνηση και η πρωτοφανής για ένα κυρίαρχο κράτος προσήλωση στα πρότυπα μιας παρωχημένης ξένης εξάρτησης μπροστά στην οποία αντίστοιχες στάσεις των «δεξιών» μεταμφυλιακών κυβερνήσεων είναι παιδική χαρά. Για να το επιτύχουν καλλιεργούν τα χειρότερα ανθρώπινα ένστικτα της φυγοπονίας και του εφησυχασμού με το να προσπαθούν να πείσουν τους έλληνες ότι η κρατική κυριαρχία είναι αναλώσιμη και πως ζωτικά ελληνικά συμφέροντα όπως η ελευθερία του ενός δεκάτου του ελληνισμού που ζει στην Κύπρο είναι ιφιγένειες στον άσκοπο βωμό κοσμοπολίτικων ιδεολογημάτων που με φανατισμό αναπαράγουν κράχτες και παπαγαλάκια στα διαπλεγμένα μέσα ενημέρωσης.

            Ακριβώς, στην επικείμενη προεκλογική μάχη είναι σημαντικό να συγκροτηθεί πολιτικός αντίλογος που θα αντικρούει τον παραλογισμό που θεωρεί ως δήθεν επιτυχημένη μια εξωτερική πολιτική επειδή κάποιοι ξένοι ηγεμονικοί παράγοντες κτυπούν φιλικά στους ώμους μερικούς έλληνες πολιτικούς ηγέτες των οποίων το μόνο κατόρθωμα είναι ο ενταφιασμός της μόνης ευκαιρίας επίλυσης του κυπριακού των τελευταίων δεκαετιών και η έναρξη υπόγειων διαπραγματεύσεων επί θεμάτων κρατικής κυριαρχίας κατοχυρωμένων από το διεθνές δίκαιο και τις κατακτήσεις του διακρατικού πολιτικού πολιτισμού.

 Η Νέα Δημοκρατία, εν δυνάμει σήμερα η παράταξη της κοινωνικής δικαιοσύνης, του ορθολογιστικού εθνοκεντρικού ευρωπαϊσμού, του υγιούς ψύχραιμου πατριωτισμού και των προσηλωμένων στο διεθνές δίκαιο και στον ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό διεθνοπολιτικών κοσμοθεωριών, οφείλει να ανακτήσει την αυτοπεποίθησή της, να εγκαταλείψει την άσκοπη πολιτική του «ώριμου φρούτου», να προβάλει με δύναμη και αυτοπεποίθηση τα συγκριτικά πλεονεκτήματά της και να καταθέσει χωρίς συμβιβασμούς τόσο την εγγενή πατριωτική κοσμοθεωρία της όσο και την ορθολογιστική προσέγγισή της για ισόρροπες σχέσεις με τις μεγαλύτερες δυνάμεις στην Ευρώπη και διεθνώς. Ασφαλώς, η Νέα Δημοκρατία δεν είναι κόμμα αγγέλων ούτε και θα μπορούσε να είναι. Είναι όμως η παράταξη της αστικής τάξης τον ιστορικό ρόλο της οποίας εν μέρει και ψευδεπίγραφα «υπέκλεψαν» οι κοσμοπολίτες σφετεριστές της πασοκικής παράδοσης και τελικά φανατικοί μαθητευόμενοι μάγοι ακραίων νεοφιλελεύθερων παραδοχών. Η πολιτική ηγεσία της ΝΔ ορθότατα, απέρριψε αγκυλώσεις του παρελθόντος που ήθελαν την αστική τάξη «καπιταλιστική», «αντικοινωνική» και εξαρτημένη σε ξένους παράγοντες.

            Έτσι σήμερα, για κάθε καλόπιστο έλληνα είναι φανερό ότι το «κόμμα του κέντρου» της Νέας Δημοκρατίας –με την έννοια ότι στη βάση μιας ορθολογιστικής πλατφόρμας εν δυνάμει συνενώνει τους συμβατικά ονομαζόμενους «αριστερούς», «δεξιούς» και «κεντρώους»–, το οποίο τυγχάνει να έχει επικεφαλής ένα άτομο εκ φύσεως προοδευτικό και λαϊκό, ορθότατα υιοθετεί στάσεις και συμπεριφορές που αγκαλιάζουν όλους τους έλληνες πολίτες ανεξαρτήτως τάξης και ιδεολογίας. Είναι φανερό πλέον ότι είναι μια παράταξη που συνολικά και συμψηφιστικά προσανατολίστηκε προς την κατεύθυνση εκπλήρωσης των αιτημάτων κοινωνικής δικαιοσύνης με ταυτόχρονη επιδίωξη οικονομικής αποτελεσματικότητας ενώ η πλειονότητα των στελεχών και μελών της είναι απαλλαγμένοι διεθνιστικών παραλογισμών και γι’ αυτό εξ ορισμού στηρίζουν την εθνική ανεξαρτησία την οποία οι σημερινοί αντίπαλοι τους αδιάντροπα περιφρονούν ή και χλευάζουν. Η παράταξη της ΝΔ, πρέπει να τονιστεί, είναι ιστορικά προικισμένη με κοσμοθεωρία χρηστής οικονομικής διαχείρισης επειδή οι φιλελεύθερές της παραδόσεις ευνοούν τον γνήσιο ελεύθερο ανταγωνισμό και επειδή η μετεξέλιξη του κόμματος αυτού του προσέδωσε ευαισθησία για την ανάγκη παρεμβατισμού όταν αυτό απαιτείται λόγω θεμιτών αξιώσεων κοινωνικής δικαιοσύνης. Στο ίδιο πλαίσιο, η φιλελεύθερη παράταξη είναι εξ ορισμού προικισμένη με κοσμοθεωρητικές παραδοχές όχι μόνο υπέρ ενός συστήματος ελεύθερου ανταγωνισμού αλλά επιπλέον υπέρ κοινωνικοπολιτικών ελέγχων και εξισορροπήσεων με οδηγό την χρυσή συνταγή κάθε βιώσιμου οικονομικού συστήματος, ότι δηλαδή «δεν καταναλώνεις περισσότερα από αυτά που παράγεις». Η ΝΔ, εν κατακλείδι, είναι εν δυνάμει η μόνη σήμερα παράταξη που μπορεί να επιτύχει ισορροπία οικονομικής αποτελεσματικότητας και ενός βάσιμου-ορθολογιστικού συστήματος διανεμητικής δικαιοσύνης που θα στηρίξει το ελληνικό κράτος στα δύσκολα χρόνια που έπονται.

 4. Εθνική στρατηγική: ορθολογισμός versus ζεϊμπέκικο

 Ας μου επιτραπεί αν και προφανώς μη μέλος αυτής της παράταξης, να υποστηρίξω πως στην αφελή «τακτική του ζεϊμπέκικου» η οποία υπό το πρίσμα ενός απαράδεκτου διπλωματικού παιδισμού θεωρεί την διπλωματία υπόθεση διαπροσωπικών σχέσεων, προσφέρεται στην Νέα Δημοκρατία η ευκαιρία να προτάξει μια σοβαρή και ψύχραιμη εξωτερική στρατηγική ανυποχώρητης στήριξης της εθνικής κυριαρχίας-ανεξαρτησίας, διαρκούς διαπραγμάτευσης με μόνο γνώμονα το εθνικό συμφέρον και αταλάντευτης επιδίωξης διεθνούς και περιφερειακής ισορροπίας δυνάμεων και συμφερόντων που διασφαλίζει ειρήνη και σταθερότητα επειδή αποθαρρύνει τους αναθεωρητισμούς, τους περιφερειακούς ηγεμονισμούς και τις παραβιάσεις της κυριαρχικής τάξης όπως αυτή προσδιορίστηκε από τις Συνθήκες. Μια τέτοια στάση δεν αποκλείει διαπραγματεύσεις, σχέσεις καλής γειτονίας με άλλα κράτη ή ακόμη και «ζεϊμπέκικο». Είναι άλλο πράγμα όμως το «ζεϊμπέκικο» ως εργαλείο στην υπηρεσία του εθνικού συμφέροντος και άλλο ως αυτοσκοπός και ως στρεβλό ιδεολόγημα ή ακόμη χειρότερα ως υποκριτική στάχτη στα μάτια των ελλήνων πολιτών για να συγκαλυφτεί η ουσιαστική εγκατάλειψη ζωτικών εθνικών συμφερόντων πρώτα στην Κύπρο και στη συνέχεια στο Αιγαίο και ενδεχομένως στη Θράκη.

            Στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής είναι επιτέλους καιρός οι πολιτικοί φορείς της φιλελεύθερης παράταξης να αντιληφτούν την διαφορά μεταξύ της γνήσιας φιλελεύθερης εξωτερικής πολιτικής της οποίας κύριος αμερικανός στοχαστής είναι ο John Rawls (βλ. το βιβλίοΤο Δίκαιο των Λαών, που έχει εκδοθεί από το «Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής») και της νεοφιλεύθερης εξωτερικής πολιτικής η οποία ενάντια στις παραδοσιακές φιλελεύθερες αξίες προβάλλει αξιώσεις ηγεμονικής ισχύος ενδεδυμένες με κοσμοπολίτικες υποκρισίες περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δημοκρατίας και της οποίας η ειρωνεία της τύχης έφερε οι κύριοι σήμερα αντιπρόσωποί της στην Ελλάδα να είναι αυτοί που διαδέχτηκαν τον Ανδρέα Παπανδρέου. «Ακραίοι συντηρητικοί» δεν είναι σήμερα τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας αλλά οι νεοφιλελεύθεροι πολιτικοί της εξουσίας των δέκα τελευταίων χρόνων τα οποία με ευκολία και χωρίς οποιοδήποτε αντάλλαγμα υπακούουν τυφλά στις επιταγές της ηγεμονικών πεποιθήσεων ηγετικής ομάδας που κυριαρχεί σήμερα στην Ουάσινγκτον. 

 5. Σχέδιο Αναν, εθνικά συμφέροντα και διακρατική σταθερότητα 

 Επειδή ο μύθος της επιτυχούς ελληνικής εξωτερικής πολιτικής συνιστά απαράδεκτο πολιτικό εμπαιγμό και επειδή υποτιμά την νοημοσύνη των ελλήνων, υποσχόμαστε να επανέλθουμε σύντομα. Σήμερα περιοριζόμαστε σε τηλεσκοπικά μόνο σχόλια για το σχέδιο Αναν. Η σχετική συζήτηση πριν ένα περίπου χρόνο θα καταγραφεί ως η σκοτεινότερη περίοδος του δημόσιου διαλόγου στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους. Είναι προς τιμή της Νέας Δημοκρατίας το γεγονός ότι, εν μέσω εξαιρέσεων, αποκλεισμών και ρεσιτάλ ιστορικής ανεκδοτολογίας δύο τουλάχιστον στελέχη της –Γιάννης Βαληνάκης και Κώστας Αρβανιτόπουλος– με δημόσια κείμενά τους για το σχέδιο Αναν κράτησαν τα λάβαρα του πολιτικού και διεθνολογικού ορθολογισμού. Προς το παρόν και επειδή η  κυπριακή πολιτική ηγεσία βρίσκεται εγκαταλειμμένη στην προσπάθεια να καταστούν οι προτάσεις επίλυσης του κυπριακού ορθολογιστικές (τουλάχιστον ως προς την βιωσιμότητα των συνταγματικών ρυθμίσεων), είναι ίσως χρήσιμο να καταγραφούν μερικές μόνο πτυχές αυτού του μεγάλου ζητήματος εθνικής στρατηγικής. Κατά πρώτον, υπενθυμίζεται ότι σκοπός της διακομματικής στρατηγικής των τελευταίων δεκαπέντε ετών ήταν να ενταχθεί η Κύπρος στην ΕΕ ούτως ώστε στη συνέχεια το γεγονός της ένταξης να διαμορφώσει τις προτάσεις του ΟΗΕ προς την κατεύθυνση μιας βιώσιμης λύσης. Γι’ αυτό, ενόψει οριστικοποίησης της ένταξης το φθινόπωρο του 2002 (και με δεδομένη την θέση της ΕΕ ότι «η λύση δεν αποτελεί προϋπόθεση ένταξης επειδή η Κύπρος δεν μπορεί να είναι όμηρος της Άγκυρας»), επιτυχία θα ήταν αν η ελληνική διπλωματία κατόρθωνε να αποτρέψει την υποβολή προτάσεων που υπονόμευαν την ενταξιακή πορεία της Κύπρου και αφετέρου αν είχε επιτύχει διαμόρφωση σχεδίου λύσης του Κυπριακού συμβατού με την Κοινοτική έννομη τάξη και τον κοινοτικό πολιτικό πολιτισμό. Επίσης, επιτυχία θα ήταν αν το σχέδιο αυτό εκπλήρωνε τον στρατηγικό μας στόχο να απαλλαγεί η Κύπρος από τα ξένα στρατεύματα, τις αποικιακής μορφής «εγγυήσεις» και την ένταξή της στους δυτικούς θεσμούς υπό συνθήκες ισοτιμίας και κυριαρχίας.     Αντί αυτού, οι καρποί δεκαετούς προσπάθειας σχεδόν χάθηκαν ολοκληρωτικά όταν η ελλαδική κυρίως πολιτική ηγεσία ολιγώρησε και παρασυρμένη από στρεβλές αντιλήψεις των διεθνιστών και κοσμοπολιτών που την περιβάλλουν –«εισήλθαμε στον μεταεθνικό κόσμο της μιας δύναμης όπου η ελευθερία και η κυριαρχία δεν έχουν νόημα …», κτλ– έσπευσε να ονομάσει το προταθέν θεσμικό τερατούργημα ως «ιστορική ευκαιρία». Έτσι κωλυσιέργησε ή ενδεχομένως χάθηκε η μοναδική ευκαιρία ορθολογιστικής λύσης του κυπριακού, του μεγαλύτερου δηλαδή προβλήματος της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Αφού λοιπόν παράλειψαν, ολιγώρησαν και απέτυχαν να προταθεί μια βιώσιμη λύση του κυπριακού οι κρατούντες άφησαν –και πολλοί από αυτούς συνέργησαν– στο να υποβληθεί το σχέδιο Αναν για το οποίο τώρα εκλιπαρούμε για να γίνουν κοσμητικές μόνο «βελτιώσεις». Ουσιαστικά η στάση των σημερινών ηγητόρων της διπλωματίας ισοδυναμούσε με αυτοχειριασμό επειδή αντί με εργαλείο το τετελεσμένο της ένταξης να εμμείνουμε σε μια βιώσιμη ευρωπαϊκή λύση έντρομοι δέχτηκαν την τροχοδρόμηση των διαπραγματεύσεων προς την κατεύθυνση ρυθμίσεων που μελλοντικά δεν μπορεί παρά να αποτελέσουν εστία τριβών, συγκρούσεων και ίσως πολέμου. Χαζοχαρούμενα ονόμασαν το προϊόν της διπλωματικής τους απερισκεψίας «ιστορική ευκαιρία» και άφησαν τους κύπριους στο έλεος της αγγλικής, αμερικανικής και τουρκικής διπλωματίας. Έτσι, παρά τα χοντροειδή λάθη της ελληνικής διπλωματίας η τελική ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ πραγματοποιήθηκε κυρίως λόγω υπέρμετρης πλεονεξίας των τούρκων. Η ανυπαρξία προτάσεων για μια βιώσιμη λύση στο σημερινό διπλωματικό προσκήνιο οδηγεί είτε στην διχοτόμηση είτε στην επιβολή μιας μη βιώσιμης λύσης που θα αποτελέσει εστία μεγάλων μελλοντικών προβλημάτων. Γιατί λοιπόν θα πρέπει η Νέα Δημοκρατία και οι άλλες παρατάξεις να αφήσουν αυτό το πολιτικό έγκλημα γκεμπελικά να χαρακτηρίζεται ως δήθεν «διπλωματική επιτυχία»;

 1.B. Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1993-2003: Ο μεγάλος ασθενής (2ον)

Τα «πραγματικά γεγονότα» περί το σχέδιο Αναν

 Ειδικός Συνεργάτης «Τύπος της Κυριακής» 11.1.2004

 1. Αντικειμενικά και υποκειμενικά κριτήρια επιτυχίας-αποτυχίας της εξωτερικής μας πολιτικής

 Στην επιφυλλίδα της προηγούμενης Κυριακής υποσχεθήκαμε να επανέλθουμε με μια σειρά αναλύσεων αρχίζοντας από το σχέδιο Αναν. Στο εισαγωγικό αυτό σημείωμα υποστηρίξαμε ότι αποτελεί εμπαιγμό να μετονομάζεται η κακοδιαχείριση μεγάλων εθνικών συμφερόντων σε ιστορική επιτυχία. Η επιτυχία ή η αποτυχία προσδιορίζονται με αντικειμενικό μέτρο στάθμισης το ελάχιστο και μέγιστο που θα μπορούσε να επιτύχει η διπλωματία μας σε συνάρτηση με τους σκοπούς μας και όχι με μέτρο τις επικοινωνιακές ανάγκες των εκάστοτε κυβερνητών στην προσπάθειά τους να επανεκλεγούν. Σε τελευταία ανάλυση η ποιότητα ενός πολιτειακού συστήματος συναρτάται με την δυνατότητα διαρκούς εξορθολογισμού διαμέσου κοινωνικοπολιτικών ελέγχων και εξισορροπήσεων στο πλαίσιο των οποίων ένα υγιές δημοκρατικό κράτος ελέγχει τα πολιτικά ψεύδη και τις ανορθολογικές αποφάσεις. Ασφαλώς, δεν μας διαφεύγει το γεγονός ότι στις συζητήσεις για τα «δημόσια αγαθά» της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής εμπλέκονται αντίθετες φιλοσοφικές παραδοχές. Όμως, ορισμένα θεμελιώδη αγαθά όπως η επιβίωση ενός κυρίαρχου κράτους, η συλλογική ελευθερία μιας κοινωνίας, η εθνική ασφάλεια και η μακρόχρονη ισορροπία δυνάμεων και συμφερόντων με τα ηγεμονικά και αναθεωρητικά κράτη αποτελούν έσχατες λογικές κάθε κοινωνίας. Για τα ίδια θεμελιώδη αγαθά, επίσης, δεν χωρούν πολιτικά ψεύδη, ύπουλες εκλογικεύσεις, ανέντιμες αποσιωπήσεις και ανευθυνοϋπεύθυνα εκβιαστικά διλήμματα που σκοπό έχουν να πείσουν ότι κάποιοι πολιτικοί ηγέτες αν και εγνωσμένου μικρού πολιτικού αναστήματος θα μπορούσαν εν τούτοις να διασφαλίσουν «το λιγότερο κακό» και τις «λιγότερες απώλειες». Η ανεξαρτησία ενός σύγχρονου κράτους είναι δύσκολη υπόθεση και δεν διασφαλίζεται μακροχρόνια όταν η πολιτική ηγεσία εθίζει τον λαό στο να αποδέχεται «μικρές απώλειες» «τις οποίες κανείς δεν θα θυμάται σε λίγα χρόνια» ή όταν τον εξαθλιώνει ηθικά με συστηματική καλλιέργεια υποτελών αντιλήψεων, φυγοπονίας και αμφισβητήσεων για τη σημασία της κρατικής κυριαρχίας, των εθνικών συμφερόντων και των εθνικών ερεισμάτων. Η Κύπρος, για παράδειγμα, είναι ο τόπος στον οποίο διαβιούν ή έχουν ως βάση τους ενάμιση περίπου εκατομμύριο έλληνες και γι’ αυτό η βιωσιμότητα της λύσης του κυπριακού είναι υπόθεση ασφαλείας και εθνικής επιβίωσης της ίδιας της Ελλάδας. Γι’ αυτό, ένα πολιτειακό τερατούργημα που θα σερβιριστεί ως δήθεν «επιτυχής λύση» του κυπριακού κατά την διάρκεια του επικείμενου προεκλογικού αγώνα θα εξυπηρετήσει πρόσκαιρα κάποιους φιλόδοξους πολιτικούς αλλά θα παγιδεύσει την Ελλάδα, την Τουρκία και όλους τους κυπρίους σε μακροχρόνια υπαρξιακά αδιέξοδα.

  2. Κυπριακό: Πολιτικός εμπαιγμός και η «διαστρεμμένη-εκποιημένη διανόηση»

 Μια τέτοια παγίδα παραλίγο να στηθεί με το αγγλικής έμπνευσης σχέδιο Αναν που υποβλήθηκε τον Φθινόπωρο του 2002 που όχι μόνο θα ματαίωνε για πάντα τις δυνατότητες μιας πολιτειακά και διεθνοπολιτικά βιώσιμης λύσης αλλά που θα δημιουργούσε επιπλέον εστία ελληνοτουρκικών αντιπαραθέσεων. Σήμερα, αν και υποχρεωτικά το σχέδιο Αναν αποτελεί βάση διαπραγματεύσεων, εάν αποτύχουμε να το βελτιώσουμε ουσιαστικά όπως ζητούν οι κύπριοι (αίτημα ως προς το οποίο η Αθήνα κωφεύει ή αδρανεί), αναπόδραστα θα οδηγήσει όλους σε μια τέτοια παγίδα. Όπως θα υποστηρίξουμε πιο κάτω αυτό το προβληματικό σχέδιο υποβοηθήθηκε και υποστηρίχθηκε πριν και μετά την υποβολή του από ένα μεγάλο φάσμα μιας περί το Υπουργείο Εξωτερικών και περί το Μέγαρο Μαξίμου περιφερόμενης «διανόησης». Αυτή η διανόηση εμφορείται από τα ίδια ιδεολογικά πρότυπα, προσημειώνω, στην βάση των οποίων το 2001-2002 υποστηρίχθηκε η συνομοσπονδία στην Κύπρο πριν καν οι τούρκοι την δουν στα καλύτερα όνειρά τους. Γι’ αυτή την στάση, το κορυφαίο και πιο έμπειρο περί τα διεθνή στέλεχος του ΠΑΣΟΚ δήλωσε ότι κάποιοι «συνεργάστηκαν με πράκτορες ξένων υπηρεσιών προκειμένου να προπαγανδίσουν την άποψη για την επίλυση του κυπριακού με συνομοσπονδία» («Ελευθεροτυπία» 20.02.2002), ενώ ακόμη πιο πρόσφατα το ίδιο στέλεχος δήλωσε στην Κομοτηνή (14.11.2003) για τους φορείς αυτών των ιδεών ότι «πρόκειται για διαστρεμμένη διανόηση που έχει εκποιήσει την συνείδησή της» και που έχει αναλάβει εργολαβικά να υποστηρίζει την θέση ότι «για όλα φταίνε οι έλληνες» οι οποίοι (έλληνες) και θα πρέπει γι’ αυτό να πληρώσουν με υποθήκευση της ελευθερίας τους. Τα μέλη αυτής της παρδαλής μάζας κοσμοπολιτών διανοουμένων που περιτριγυρίζουν το σύστημα λήψεως αποφάσεων εξωτερικής πολιτικής αναμασούν εργολαβικά τις τουρκικές θέσεις ή και έμμεσα τις αποδέχονται. Έτσι, από πολλά κείμενα λείπουν τα θεμιτά και ιστορικά θεμελιωμένα ελληνικά επιχειρήματα ενώ αντίθετα, δεν λείπει ο «ουδέτερος» μηρυκασμός φράσεων περί «Αιγαίου το οποίο οι τούρκοι φοβούνται ότι θα γίνει ελληνική λίμνη», περί φόβων περί «σταδιακού ελληνικού επεκτατισμού στο Αιγαίο», περί «γενοκτονίας στην Μικρά Ασία που δεν έγινε μόνο από τους έλληνες», περί του «συντηρητικού και αντιδραστικού χαρακτήρα του αγώνα του 1955-59 στην Κύπρο» και περί «κυπριωτισμού» που επιβάλλεται, δήθεν, «να αντικαταστήσει την ελληνική και τουρκική συνείδηση των συστατικών οντοτήτων της Κύπρου». Για να γίνει καλύτερα αντιληπτή η φιλοσοφική, ηθική, ιδεολογική και επιστημονική κατατρακύλα, σημειώνεται ότι όχι μόνο αυτές οι ιστορικοπολιτικές αθλιότητες δεν ελέγχονται από την θαυμαστή ζούγκλα των ελλήνων πολιτικών επιστημόνων, αλλά επιπλέον οι φορείς αυτών των επιστημονικών και ιδεολογικών αθλιοτήτων από καιρό βρίσκονται εντός και εκτός των τειχών της ελληνικής διπλωματίας. Ενθαρρύνονται επίσης ποικιλοτρόπως από γνωστά κρατικοδίαιτα ιδρύματα «προτάσεων πολιτικής» και προτείνονται από τους ανώτατους θεσμούς της ελληνικής διπλωματίας ως σύμβουλοι θεσμών εξωτερικής πολιτικής. Ακόμη πιο σημαντικό ιδέες όπως αυτές που αναφέρθηκαν πιο πάνω βρίσκονται στον πυρήνα των προβληματισμών κειμένων που μεταφράζονται στην τουρκική γλώσσα από ιδρύματα με ιστορικά επώνυμα, γεγονός που θα κάνει τον τάφο του Ανδρέα Παπανδρέου να τρίζει. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, υποθέτουμε ποτέ δεν θα είχε συνηγορήσει να χρηματοδοτηθούν με ελληνικά λεφτά μεταφράσεις ελληνόφωνων κειμένων τα οποία λόγω του περιεχομένου τους θα χρησιμεύσουν ως προπαγανδιστικά πολεμοφόδια της τουρκικής επεκτατικής πολιτικής στο Αιγαίο, την Θράκη και στην Κύπρο.  

 3. Καθεστωτική νοοτροπία

 Το πρόβλημα όμως είναι βαθύτερο και το κυπριακό είναι ένα μόνο από τα ζητήματα της ελληνικής κοινωνίας ως προς τα οποία η καθεστωτική νοοτροπία ξετυλίγεται ίσαμε τα ακραίες συνέπειές της. Συνοψίζεται στην θέση ότι «χωρίς εμάς στην κυβέρνηση» η Ελλάδα θα ήταν καμένη γη ή και θα εξαφανιζόταν από τη γη». Δεν θα υπήρχε  πρόοδος, οικονομικά και θεσμικά θα ήμασταν ακόμη στη δεκαετία του 1950, η Κύπρος δεν θα είχε ενταχθεί στην ΕΕ και πιθανότατα, συνεχίζει το ίδιο παρανοϊκό επιχείρημα, θα είχαμε πόλεμος Ελλάδας-Τουρκίας. Υπό το ίδιο ακριβώς πρίσμα καθημερινά γινόμαστε αντικείμενο βομβαρδισμού αποβλακωτικών ισχυρισμών που περίπου συνοψίζονται στην πεποίθηση κάποιων πως ότι βλέπουμε σήμερα γύρω μας ως περιεχόμενο του ελληνικού κράτους είναι κατόρθωμα, δήθεν, αυτών που κυβερνούν τα δέκα τελευταία χρόνια: Δεν αποκλείεται να φθάσουν στο σημείο να μας πουν πώς χωρίς αυτούς οι έλληνες δεν θα είχαν οικογένειες που ευημερούν, δεν θα είχαν κτίσει σπίτια ή εξοχικά, δεν θα είχαν φτιάξει δρόμους, δεν θα είχε γίνει η γέφυρα Ρίο-Αντίριο και το αεροδρόμιο, δεν θα γίνονταν Ολυμπιακοί, δεν θα είχαμε μετρό κτλ. Κανείς δεν λέει ότι γύρω μας είναι μαύρα και είναι άξιον περιέργειας γιατί ο ανώτατος πολιτειακός άρχων το υπονόησε πρόσφατα. Όμως, ο νοήμων και αξιοπρεπής έλληνας πολίτης γνωρίζει την αλήθεια και κυρίως το γεγονός ότι τα περισσότερα από αυτά που επιτεύχθηκαν στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες οφείλονται στην εργατικότητα και δημιουργικότητα των ελλήνων και όχι στο αδηφάγο, σπάταλο και αναποτελεσματικό κράτος. Γνωρίζει ότι κατασπαταλήθηκαν τεράστιοι πόροι που τα τελευταία είκοσι χρόνια εισέρευσαν στην χώρα μας οι οποίοι λόγω παλινωδιών της οικονομικής πολιτικής και θεσμικής ανεπάρκειας αντί να επενδυθούν στην ευημερία και ασφάλεια του μέλλοντος των ελλήνων εξανεμίστηκαν ποικιλοτρόπως. Δεν είναι «όλα μαύρα». Όμως, η αλήθεια είναι ότι τις δύο τελευταίες δεκαετίες η ελληνική κοινωνία προοδεύει σχεδόν αυτονομημένη από το ελληνικό κράτος που την καταδυναστεύει με την γραφειοκρατία, που την χαλιναγωγεί με την κακοδιαχείριση και που κατασπαταλά τον μόχθο της για να διαιωνίζεται ένα αναποτελεσματικό και καιροσκοπικό σύστημα εξουσίας χωρίς ιδεολογία, χωρίς οικονομικό προσανατολισμό και χωρίς εθνικό όραμα. Γιατί να έχουν όραμα, εξάλλου, όταν οι ίδιοι διακηρύττουν πως φθάσαμε δήθεν στην εποχή όπου το κράτος, η κρατική κυριαρχία και το εθνικό συμφέρον είναι, δήθεν, χωρίς νόημα! Η αλήθεια λοιπόν είναι ότι τις δύο τελευταίες δεκαετίες εισέρευσαν στην χώρα πόροι όσο ποτέ άλλοτε στην νεότερη ελληνική ιστορία και η χρηστή διαχείρισή τους θα καθιστούσε την Ελλάδα μια από τις πιο ισχυρές και πιο ασφαλείς χώρες της Ευρώπης και του κόσμου. Ας μη ξεχνούμε επιπλέον ότι ο μέσος έλληνας δουλεύει σκληρά, ότι οι έλληνες εφοπλιστές κυριαρχούν στις θάλασσες, ότι οι έλληνες της διασποράς επενδύουν την γενέτειρά τους και ότι ο τουρισμός –παρά τα ελλείμματα της κυβερνητικής πολιτικής– συνέτεινε τα μέγιστα στο να αυξηθούν οι πόροι που διαθέτουμε ως κοινωνία. Προσθέτουμε όμως ότι οι υπερβολές για τους «δρόμους και τις γέφυρες» που δήθεν «μας έφτιαξαν» αυτοί που στην πραγματικότητα εδώ και είκοσι χρόνια εξανεμίζουν τον μόχθο μας, ωχριούν μπροστά στις αναλήθειες περί τα εξωτερικά. Όσον αφορά τα ζητήματα διπλωματίας ο μέσος έλληνας δεν συμμετέχει παρά μόνο για να ακούσει αποφάσεις παρμένες σε άγνωστα παρασκήνια, στο κυπριακό και στα υπόλοιπα ελληνοτουρκικά από καιρό καλλιεργείται κλίμα κόπωσης και ωχαδελφισμού και οι κρατούντες σε χαμηλούς τόνους καλλιεργούν συστηματικά τα χειρότερα ένστικτα των ελλήνων, όπως την φυγοπονία, τον εφησυχασμό και την διαστρεμμένη κατευναστική αντίληψη που θέλει την εγκατάλειψη των διαπραγματευτικών ερεισμάτων της χώρας ως δήθεν φιλειρηνική και συνετή στάση. Καλλιεργείται εν γένει η λανθασμένη αντίληψη πως στον σύγχρονο άναρχο και ανταγωνιστικό κόσμο η στάση υποταγής, κατευναστικών τακτικών και «ολίγων» παραχωρήσεων είναι, δήθεν, προς το καλό μας.

 4. Ένταξη-λύση του κυπριακού: μέτρο στάθμισης οι σκοποί μας

 Οι σκοποί της υποβολής αίτησης ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ πριν δέκα περίπου χρόνια και η διαδρομή της ελληνικής πολιτικής έκτοτε συνίστανται στα εξής: 1ον) Αρχικά, πριν δεκαπέντε περίπου χρόνια κάποιοι υποστήριξαν (και κάποιοι άλλοι, παρακοιμώμενοι της σημερινής εξουσίας, σιώπησαν ή αντιτάχθηκαν) ότι εάν ταυτόχρονα με την αμυντική ενίσχυση της Κύπρου η αναγνωρισμένη Κυπριακή Δημοκρατία υποβάλει αίτηση ένταξης οι προοπτικές διεξόδου και λύσης του κυπριακού θα ήταν μεγάλες. Με δεδομένη την τουρκική αδιαλλαξία το κεντρικό επιχείρημα ήταν ότι –επειδή ακριβώς είναι αδιανόητο η Κύπρος να αποτελεί στρατηγικό όμηρο της Άγκυρας η οποία αρνείται μια βιώσιμη λύση–, οι διαπραγματεύσεις θα οδηγούσαν σε ένταξη στην ΕΕ «ανεξαρτήτως λύσης». 2ον) Ο στρατηγικός μας σκοπός ήταν να ενταχθεί η Κύπρος και είτε πριν είτε μετά την τελική ένταξη να επιτύχουμε διαμόρφωση προϋποθέσεων και σχεδίων επίλυσης του κυπριακού συμβατών με την κοινοτική έννομη τάξη και τον κοινοτικό πολιτικό πολιτισμό. Αυτή την λογική όχι μόνο δεν μπορούσαν να την αρνηθούν οι ευρωπαίοι συνεταίροι μας αλλά όπως αποδείχθηκε αργότερα πολλοί ευρωπαίοι ηγέτες την υποστήριξαν με συνέπεια (και θα έλεγα περισσότερη συνέπεια σε συγκριση με πολλούς έλληνες). Τέτοια σχέδια σε συνδυασμό με νέες διεθνοπολιτικές ρυθμίσεις (αποστρατικοποίηση, εγγυήσεις  ΟΗΕ, ΕΕ, ΝΑΤΟ) θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν σε μια πολιτειακά και διεθνοπολιτικά βιώσιμη λύση. 3ον) Τελικά, τον φθινόπωρο του 2002 φθάσαμε στα πρόθυρα της ένταξης όχι επειδή η κυβέρνηση ακολούθησε μια μεγαλεπήβολη και αποτελεσματική στρατηγική –υπενθυμίζουμε ότι αφετηριακά η ελληνική διπλωματία καθυστέρησε και λόγω των εσωτερικών προβλημάτων του ΠΑΣΟΚ δεν επέμενε αρχικά στην έγκαιρη υποβολή αίτησης ένταξης από τον τότε κύπριο πρόεδρο– αλλά επειδή η ΕΕ δεν θα μπορούσε να αρνηθεί στην Κύπρο αυτό που αποτελεί ευρωπαϊκό νομικό και πολιτικό κεκτημένο. Σημειώνεται ότι όταν η διπλωματική αυτή προσπάθεια εισήλθε στην τελική της φάση, ο εκτοπισμός του τότε ΥΠΕΞ λόγω του επεισοδίου Οτσαλάν και ο θάνατος του αείμνηστου Γιάννου Κρανιδιώτη αποστέρησε την ελληνική διπλωματία από τα ελάχιστα κυβερνητικά εκείνα στελέχη που κάτι γνώριζαν για τους σκοπούς, τις ευρωπαϊκές διαδικασίες και τις δυνατότητές μας όσον αφορά τη ένταξη της Κύπρου και την βιώσιμη λύση του κυπριακού. 4ον) Το 2002-2003 και ενώ λοιπόν η Κύπρος αναπόδραστα και για αντικειμενικούς λόγους κινήθηκε ακάθεκτη προς την ένταξη φέρνοντας σε θέση άμυνας την τουρκική διπλωματία, πολιτικό γεγονός που κατά κάποιο τρόπο θα αντιστάθμιζε τα στρατιωτικά τετελεσμένα του 1974, η ελληνική διπλωματία έχασε τελείως τον προσανατολισμό της: Αποσύνδεσαν άκαιρα και ολοκληρωτικά τις σχέσεις Τουρκίας-ΕΕ, αποδύθηκαν σε ανταγωνισμό κατευναστικής ρητορείας, άνοιξαν όλα τους χαρτιά, κατέστησαν την πολιτική του ζεϊμπέκικου αυτοσκοπό και συμπαρέσυραν σε οργανωμένες γραφικές εκδηλώσεις, χορούς της κοιλιάς, τραγούδια και άλλα φαιδρές ενέργειες πολλά σοβαρά άτομα που πείσθηκαν πως η προσωπική επικοινωνία είναι δυνατό να επιλύσει χρόνιες διακρατικές διενέξεις. Το ζήτημα που τίθεται ασφαλώς δεν είναι οι προθέσεις όλων όσων συμμετείχαν αλλά στο γεγονός ότι αποτέλεσαν μέρος μιας έξωθεν πολιτικά οργανωμένης διπλωματικής παλινωδίας που φαινομενικά βελτίωνε το κλίμα αλλά κατ’ ουσία άφηνε τα προβλήματα άλυτα ενώ ενίσχυε τον επιτιθέμενο. Αντί λοιπόν σοβαρών διαπραγματεύσεων κυριάρχησαν οι γραφικότητες. Οι σοβαρές διακρατικές διαπραγματεύσεις –οι οποίες εκ της φύσεώς τους είναι σκληρές αναμετρήσεις μέσων και θελήσεων– αντικαταστάθηκαν με αποπροσανατολιστική παραφιλολογία για τις προσωπικές φιλίες και τα «ποικιλόμορφα» διαπροσωπικά ειδύλλια, καθώς και άλλες εκδηλώσεις χωρίς ουσιαστικό πολιτικό περιεχόμενο που έδιναν την εικόνα τερματισμού του τουρκικού αναθεωρητισμού ή ακόμη και κάποιου είδους … ενοποίηση Ελλάδας-Τουρκίας. Ερωτώ: Ο Ανδρέας Παπανδρέου κάποια στιγμή είπε mea culpa. Κάποιοι άλλοι γιατί δεν ζήτησαν συγνώμη όταν ο περιβόητος Τζεμ στον οποίο τόσα πολλά επενδύσαμε υπήρξε έκτοτε ο συνεπέστερος υποστηρικτής του Ντεκτάς! 5ον) Ακόμη πιο σημαντικό, η ανυπαρξία ορθολογιστικής διπλωματίας αποκοίμισε την Ελλάδα με αποτέλεσμα να μην υπάρξουν διαπραγματεύσεις στο πλέγμα σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας-Ευρώπης-ΗΠΑ, αφενός αφήνοντας έτσι το διπλωματικό πεδίο ανοικτό στην Βρετανία και την Τουρκία και αφετέρου αφήνοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων όσον αφορά τις διεθνοπολιτικές πτυχές του κυπριακού στους άγγλους διπλωμάτες. Βασικά, μας είπε άγγλος διπλωμάτης πρόσφατα, το 2002 δεν γνωρίζαμε με ακρίβεια τις ελληνικές θέσεις όσον αφορά τις διεθνοπολιτικές πτυχές του κυπριακού.                

 5) Το μαύρο φθινόπωρο της ελληνικής διπλωματίας: Η χαμένη ευκαιρία βιώσιμης λύσης του κυπριακού

 Παρά τις περί του αντιθέτου εντυπώσεις που δημιούργησε η οργανωμένη και ενορχηστρωμένη προπαγάνδα υπέρ του σχεδίου Αναν, η αλήθεια είναι ότι το φθινόπωρο του 2002 η ελληνική διπλωματία κατεδαφίστηκε αναιρώντας ερείσματα δέκα περίπου ετών τα οποία θα επέτρεπαν ταυτόχρονα με την ένταξη να επιλυθεί το χρονίζον κυπριακό ζήτημα. Όπως γίνεται αντιληπτό το πρόβλημα που τίθεται δεν έγκειται στο γεγονός ότι ο Αναν υπέβαλε σχέδιο αλλά το γεγονός ότι δεν υπέβαλε ένα άλλο σχέδιο που θα περιείχε διεθνοπολιτικά και πολιτειακά βιώσιμες προτάσεις επειδή θα βρίσκονταν σε συμβατότητα με την ιδιότητα της Κύπρου ως πλήρους μέλους της ευρωπαϊκής οικογένειας. Για αυτό το αδιαμφισβήτητο γεγονός κάποιοι ευθύνονται: 1ον) Πολύ πριν την εκδήλωση του σχεδίου Αναν οι προαναφερθέντες «εκποιημένοι διανοούμενοι» και άλλοι περιφερόμενοι εντός και εκτός των τειχών του Μαξίμου και του ΥΠΕΞ υποστήριξαν την «συνομοσπονδία» ουσιαστικά δυναμιτίζοντας έτσι την ευρωπαϊκή προοπτική για μια ενιαία και βιώσιμη κυπριακή πολιτεία ενταγμένη στην ΕΕ. Αυτό όπως ήδη αναφέρθηκε προκάλεσε την οργή του πρώην ΥΠΕΞ και σήμερα αρχηγού της προεκλογικής εκστρατείας του ΠΑΣΟΚ αλλά δυστυχώς ελάχιστοι κατανόησαν την σημασία αυτής της εξέλιξης. Πως θα μπορούσαν εξάλλου όταν ο φορέας αυτής της θέσης είναι γνωστό ότι ήταν ο επί τα επικοινωνιακά εντεταλμένος της ανώτατης πολιτικής εξουσίας. 2ον) «Φημολογίες» θέλουν πολλά άτομα της προαναφερθείσης «εκποιημένης διανόησης» να είχαν συμμετάσχει σε αδιαφανείς ομάδες εργασίας υπό αμερικανούς, βρετανούς και γερμανούς «ιδιώτες» που βοηθούσαν στα σκοτεινά παρασκήνια τις αγγλικές ραδιουργίες κατά της ενταξιακής πορείας της Κύπρου. Έτσι, βασικά, με την ανοχή της δική μας πολιτικής εξουσίας και για λόγους που είναι δύσκολο να κατανοηθούν αναιρούσαν τα διαπραγματευτικά ερείσματα της Κύπρου βοηθώντας αυτούς οι οποίοι αντί ένταξης επεξεργάζονταν την διχοτόμηση του νησιού. Δηλαδή: Αντί σχεδιασμού, αποτελεσματικής εφαρμογής του και ανυποχώρητης στάσης απέναντι στα θέματα αρχής που αφορούσαν την κυπριακή ένταξη (βιωσιμότητα, συμβατότητα με κοινοτικό κεκτημένο και απαλλαγή από αποικιοκρατικές εγγυήσεις), στην καλύτερη περίπτωση στην ελληνική πλευρά επικρατούσε γενικευμένο χάος, ασυναρτησία και αναρχία. 3ον) Όταν προαναγγέλθηκε το σχέδιο Αναν, αν και κάποιοι στην Κύπρο και στην Ελλάδα πρόλαβαν να μουρμουρίσουν ότι η υποβολή του έπρεπε να υποβληθεί μετά την υπογραφή της ένταξης τον Απρίλιο του 2003, η ελληνική διπλωματία, εν τούτοις, παρέλειψε να αντιδράσει και αυτό παρά τα ισχυρά ερείσματά μας που θα μας ενίσχυαν στην προσπάθεια αποτροπής υποβολής των προτάσεων για μερικούς μόνο μήνες. Αυτό ήταν ένα απολύτως θεμιτό αίτημα και είχαμε συμμάχους όλους τους συνεταίρους πλην Βρετανίας οι οποίοι ασφαλώς δεν επιθυμούσαν ένα προβληματικό μελλοντικό κράτος-μέλος. Η ορθή ελληνική θέση έπρεπε να ήταν μια μόνο και ακλόνητη: Η ένταξη έπρεπε να διαμορφώσει την λύση και όχι η λύση να προηγηθεί είτε ανατρέποντας έτσι την ένταξη (όπως οι τούρκοι αξίωσαν αργότερα συνδέοντάς την με την ένταξη της Τουρκίας) είτε να προδικάσει πρόνοιες που θα αναιρούσαν την εφαρμογή του κοινοτικού νομικού και πολιτικού κεκτημένου στην Κύπρο. Η Βρετανία, βεβαίως, η οποία ήθελε να επιτύχει διαιώνιση της στρατηγικής εποπτείας επί της Κύπρου και να διατηρήσει τις στρατιωτικές βάσεις πρωτοστάτησε για να υπάρξει μια κολοβή ένταξη. Γιατί, όμως, να βρεθούν έλληνες οι οποίοι, είτε με σύμπραξη είτε με αδράνεια, τους βοήθησαν σ’ αυτές τις ραδιουργίες; Όπως όλοι γνωρίζουν, συντάκτες του αρχικού σχεδίου Αναν είναι οι βρετανοί διπλωμάτες στα χέρια των οποίων η ελληνική διπλωματία άφησε την τύχη ενάμιση εκατομμυρίων ελλήνων της Κύπρου. Αυτοί είναι οι πολιτικοί άνδρες που ζητούν την ψήφο μας επειδή «πέτυχαν» την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ! 4ον) Συντομογραφικά, οι προτάσεις που τελικά υποβλήθηκαν διχοτομούσαν το νησί, δημιουργούσαν ένα τερατώδες μη λειτουργικό πολιτειακό μόρφωμα, καταργούσαν για πάντα την λαϊκή κυριαρχία των κυπρίων και την υπέτασσαν στην τουρκική και βρετανική δικαιοδοσία, πρόβλεπαν παρουσία ξένων στρατευμάτων για πάντα στο νησί και προ-δέσμευαν την ακύρωση της εφαρμογής της κοινοτικής έννομης τάξης στην Κύπρο που θα επικυρωνόταν … από την Πράξη Προσχώρησης. Στην Αθήνα παρακοιμώμενοι της εκσυγχρονιστικής εξουσίας αποφάνθηκαν αποβλακωτικά ότι «αυτό μπορεί να γίνει» (δηλαδή δεν υπάρχει νομικό κώλυμα αν η διχοτόμηση συμφωνηθεί πριν την ένταξη να εξαιρείται η εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου στην Κύπρο) ενώ σε χειρότερες περιπτώσεις όπως αυτή γνωστού εκσυγχρονιστή φιλοσόφου υποστηρίχθηκε ότι στην … μεταεθνική εποχή της μιας υπερδύναμης η λαϊκή κυριαρχία και η συλλογική ελευθερία των μικρών κρατών είναι έννοιες που χάνουν την σημασία τους και γι’ αυτό το σχέδιο Αναν ήταν επουράνια ευλογία και πρωτοποριακό εγχείρημα δημιουργίας μιας «πολυπολιτισμικής πολιτείας» (το πρώτο στην ιστορία θα ήταν αυτό, το δεύτερο και τελευταίο υποθέτουμε σύντομα η Ελλάδα).  

 Τα πιο πάνω ερμηνεύουν το γεγονός ότι όπως γνωρίζουν οι παροικούντες στο ελληνικό ΥΠΕΞ, οι πολιτικοί ιθύνοντες της διπλωματίας μας «φόρεσαν μαύρα περιβραχιόνια» όταν στην Κύπρο η κυπριακή κοινωνία εξ ενστίκτου επιβίωσης επέλεξε τον Τάσο Παπαδόπουλο ως Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας (οι οποίος, αν και ελάχιστοι το γνωρίζουν στην Αθήνα, είναι ένας από τους ικανότερους και πλέον σώφρονες σύγχρονους έλληνες πολιτικούς ηγέτες). Έκτοτε, ο νέος πρόεδρος, παρά τις δυσκολίες που δημιούργησε το «διαπραγματευτικό τετελεσμένο του σχεδίου Αναν» αγωνίζεται να πείσει την Αθήνα για στάση υπέρ βελτιώσεων που θα καταστήσουν την λύση ενδεχομένως στοιχειωδώς βιώσιμη. Τελικά, βεβαίως, η πλεονεξία των τούρκων μας διέσωσε προσωρινά και η Κύπρος εντάχθηκε. Το μεγάλο πρόβλημα, επαναλαμβάνουμε, δεν είναι το γεγονός ότι εκδηλώθηκε το σχέδιο Αναν αλλά το γεγονός ότι εκδηλώθηκε άκαιρα και με περιεχόμενο που δεν ήταν συμβατό με την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ ενώ ταυτόχρονα διχοτομούσε για πάντα το νησί. Σε κάθε περίπτωση, αν και υπάρχουν ακόμη ελπίδες κοσμητικών αλλαγών για τις οποίας εκλιπαρεί η Λευκωσία –και εσχάτως μαθαίνουμε και η Αθήνα– ελάχιστες ελπίδες υπάρχουν για ουσιαστικές αλλαγές. Αν δεν καταφέρουμε ούτε αυτά τα ελάχιστα –και με δεδομένο το γεγονός ότι όσον αφορά την συζήτηση των διεθνοπολιτικών ζητημάτων με την Τουρκία και τις άλλες ενδιαφερόμενες δυνάμεις η Αθήνα συνεχίζει να λειτουργεί με την λογική του ζεϊμπέκικου ως δήθεν καταλύτη επίλυσης διακρατικών διενέξεων– η Κύπρος και η Ελλάδα θα χάσουν την τελευταία ίσως ευκαιρία αποφυγής της διχοτόμησης και δημιουργίας ενός βιώσιμου κράτους.

 Με βάση τα πιο πάνω «πραγματικά γεγονότα», είναι πολιτική ύβρις κάθε ισχυρισμός ότι η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ αποτέλεσε μεγάλη επιτυχία της ελληνικής διπλωματίας. Η πραγματικότητα είναι ότι οι λανθασμένοι χειρισμοί, η διπλωματική ολιγωρία, το μικρό πολιτικό ανάστημα των ηγητόρων της διπλωματίας μας, το έλλειμμα σχεδιασμού και προνοητικότητας και οι επιρροές της εντός και εκτός των τειχών «εκποιημένης» κοσμοπολίτικης διανόησης –οι επιρροές της οποίας αν συνεχιστούν μετά τις εκλογές θα προκαλέσουν πολύ μεγαλύτερα κακά στην Ελλάδα– ανέτρεψαν ευκαιρίες, δυνατότητες και προοπτικές. Μετά τα κατά συρροή λάθη τα οποία εν τούτοις αποσιωπήθηκαν για να βαπτιστεί η αποτυχία σε επιτυχία, η λύση στην καλύτερη περίπτωση θα υπολείπεται κατά πολύ των αρχικών προσδοκιών μας και στην χειρότερη περίπτωση θα έχουμε «ευρωδιχοτόμηση» που θα διαιωνίσει μια «βόμβα του μέλλοντος».

1. Ανοικτή επιστολή στον Θόδωρο Πάγκαλο για το Κυπριακό, την ένταξη και την «επιτυχία»

"Τύπος της Κυριακής", 18.1.2004

 Παναγιώτης Ήφαιστος, Καθηγητής Διεθνών σχέσεων-στρατηγικών σπουδών

 Πολλοί και πολύ συχνά διαφώνησαν μαζί σας, άλλοι δικαίως και άλλοι αδίκως. Ενώ σχεδόν όλοι αναγνωρίζουν την ευφυία σας και την πολιτική σας ευθύτητα ως τα μεγαλύτερα προσόντα σας, μερικοί ορθά επικρίνουν τις αυθαίρετες αλλαγές θέσεων ενώ κάποιοι άλλοι εκτιμούν το θάρρος σας όταν ενάντια στο ρέμα ο Θόδωρος Πάγκαλος ορθώνει περιεκτικές και βάσιμες θέσεις κατά του πολιτικού ανορθολογισμού στην εξωτερική μας πολιτική Έτσι, κανείς –και πρωτίστως όχι εσείς– δεν μπορεί να λησμονήσει την στάση σας όταν συγκρουστήκατε με το κόμμα σας το οποίο συμπλέοντας με την καταστροφική στάση του τότε κύπριου προέδρου το 1988-91 δεν πίεσε επαρκώς για έγκαιρη υποβολή αίτησης ένταξης. Δεν διστάσατε, αργότερα, επίσης, να πείτε επανειλημμένα ότι αυτή η αργοπορία καθυστέρησε την ένταξη και έτσι ενδεχομένως καθυστέρησε την λύση του κυπριακού. Στη συνέχεια, μαζί με τον αείμνηστο Γιάννο Κρανιδιώτη και την υποστήριξη πολλών άλλων όλων των ιδεολογιών και όλων των παρατάξεων που στήριξαν την ευρωπαϊκή προοπτική της Κύπρου γράφοντας εκατοντάδες άρθρα και αρκετά βιβλία, ως υπουργός συνεχίσατε την πολιτική ένταξης της οποίας αναμφίβολα είστε ο εμπνευστής, αρχιτέκτονας και πιο αποτελεσματικός διπλωμάτης όταν ήσασταν το Υπουργείο Εξωτερικών.

 Η πιο πάνω αναδρομή στον ρόλο σας και στην θέση σας ήταν αναγκαία για να γίνουν κατανοητοί οι λόγοι για τους οποίους στην πλευρά της σημερινής κυβερνώσας παράταξης εσείς και ο Γεράσιμος Αρσένης, καθώς επίσης και ελάχιστα άλλα στελέχη, εκφράσατε οξύτατες επικρίσεις για τις προτάσεις του ΟΗΕ όπως τελικά υποβλήθηκαν από τον ΓΓ τον ΓΓ Κόφι Αναν το Φθινόπωρο του 2002. Κατά την άποψή μου, αυτές οι δημόσιες θέσεις αποτελούν για τους τότε φορείς τους τίτλο τιμής επειδή σε μια σκοτεινή φάση της δημόσιας ζωής κατά την οποία κυριάρχησαν η ιστορική ανεκδοτολογία και οι ανελεύθερες ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις ποικίλων κοσμοπολίτικων παραδοχών –ή οι πνευματικές διαστροφές αυτών που στις 4.11.2003 ονομάσατε «διαστρεμμένη διανόηση» και «εκποιημένες συνειδήσεις»– κάποιοι κράτησαν το λάβαρο του πολιτικού ορθολογισμού. Οι πιο πάνω οξύτατες επικρίσεις σας, σημειώνω, είναι καταγεγραμμένες και θα ήταν τουλάχιστον θλιβερό εάν σήμερα τις λησμονήσετε. Συναφώς, επιτρέψτε μου να κάνω πέντε επισημάνσεις που οριοθετούν τον σημερινό πολιτικό ορθολογισμό ως προς το κρίσιμο ζήτημα του κυπριακού, το οποίο όπως εσείς γνωρίζετε αλλά πολλοί της παράταξής σας λησμονούν αφορά εκατοντάδες χιλιάδες ελληνοκύπριους και τουρκοκύπριους. Επιπλέον, ενόψει κρίσιμων διαπραγματεύσεων επίλυσης του Κυπριακού, αποτελεί ζωτικό εθνικό συμφέρον να μην υποταχθεί ο ορθολογισμός στις  κακώς νοούμενες σκοπιμότητες κομματικής πειθαρχίας σε μια ούτως ή άλλως αμφιλεγόμενη και ρευστή για την παράταξή σας μεταβατική φάση.

 Πρώτο, η υποστήριξη της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ ήταν ευρεία και έτεμνε κάθετα και εγκάρσια τα κόμματα. Γι’ αυτό σήμερα αποτελεί σφετερισμό και απαράδεκτη ιδιοτέλεια η οικειοποίηση του προσανατολισμού της ένταξης από εφήμερες κομματικές σκοπιμότητες ή προσωπικές αρχηγικές φιλοδοξίες ατόμων που περιέπεσαν σε σοβαρά διπλωματικά ή πολιτικά λάθη. Ακόμη πιο σημαντικό, σας επισημαίνω –με παράκληση να το ψάξετε λίγο περισσότερο– ότι θέσεις που υποστήριξαν την πάγια τουρκική θέση για συνομοσπονδία, και για τους φορείς των οποίων χρησιμοποιήσατε βαρύτατους χαρακτηρισμούς (20.2.2002 και 4.11.2003), ακούστηκε ότι μεταφράζονται στην τουρκική γλώσσα από ίδρυμα που ειρωνικά φέρει το όνομα του αείμνηστου ιδρυτού του ΠΑΣΟΚ. Ποιος λοιπόν θα μπορούσε να κλείσει τα μάτια μπροστά στο τεράστιο πολιτικό ολίσθημα τροφοδότησης της φασιστικής τουρκικής επιχειρηματολογίας από χρηματοδοτούμενες με ελληνικά χρήματα μεταφράσεις επιστημονικά αμφιλεγόμενων αναλύσεων; Πόσο αυτό σχετίζεται με τις μετεκλογικές επιλογές των νέων ηγετών του ΠΑΣΟΚ όσον αφορά την τελική λύση και τι πρέπει να σκέφτεται ένας έλληνας ψηφοφόρος που τον βομβαρδίζουν με προπαγάνδα για μεγάλες διπλωματικές επιτυχίες;

 Δεύτερο, ενώ ο προσανατολισμός της ένταξης ήταν διακομματικός, νομίζω είστε ο τελευταίος που μπορείτε να πείτε ότι το 2002-3 οι επικεφαλείς της ελληνικής διπλωματίας ανταποκρίθηκαν στις ανάγκες των περιστάσεων: α) Οι προτάσεις του ΓΓ του ΟΗΕ, όπως και εσείς υποστηρίξατε, δεν βρίσκονταν σε αρμονία με το Κοινοτικό πολιτικό και νομικό κεκτημένο, β) αφέθηκαν να υποβληθούν άκαιρα και παρά τις αντιρρήσεις μας (που έπρεπε για να είναι επιτυχείς να ήταν πολύ πιο έντονες και πολύ πιο εύστοχες), γ) παράγοντες της διπλωματίας μας ευνόησαν μια απίστευτη καμπάνια ιστορικής ανεκδοτολογίας για να πείσουν τον ελληνικό λαό ότι οι προτάσεις αποτελούσαν «ιστορική ευκαιρία» και δ) προσκείμενοι σ’ αυτούς «διανοητές» υποστήριξαν ότι στην μεταεθνική εποχή ο συμβιβασμός σε θέματα ελευθερίας-λαϊκής κυριαρχίας είναι «σοφία της περιορισμένης δυνατότητας» και υποχρεωτική λόγω «ηγεμονικής αναγκαιότητας». Είναι ή δεν είναι τέτοιες στάσεις, συμπεριφορές και διπλωματικοί χειρισμοί αυτοχειριασμός; Πως μπορεί κάποιος, λοιπόν, ελαφρά τη καρδία, να ομιλεί για διπλωματικές επιτυχίες;

 Τρίτο, όσο κανείς άλλος γνωρίζετε ότι αν το σχέδιο Αναν αν δεν αλλάξει για να είναι συμβατό με την ιδιότητα του μέλους της ΕΕ α) κατ’ ουσίαν αναιρεί την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, β) δημιουργεί ένα πολιτειακό τερατούργημα που καταστέλλει την λαϊκή κυριαρχία-ελευθερία όλων των ελλήνων και γ) θα αποτελέσει εστία συγκρούσεων και κινδύνων για την ασφάλεια όλων των εμπλεκομένων κρατών.

 Για τους πιο πάνω και πολλούς άλλους λόγους, αγαπητέ κ Πάγκαλε, έστω και αν αυτό σημαίνει κόστος για το κόμμα στο οποίο ανήκετε, ως ψηφοφόρος και άτομο που στο παρελθόν αγωνίστηκε παράλληλα με εσάς γι’ αυτή τη μεγάλη υπόθεση παίρνω το θάρρος να σας πω δημοσίως ότι έχετε πολιτικό χρέος να αποκαταστήσετε την αλήθεια και τον ορθολογισμό στον δημόσιο διάλογο: Πρώτο, η επιτυχία της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ ανήκει σε πολλούς και όχι κατ’ ανάγκη σ’ αυτούς που συμβατικά και όλως περιέργως κατονομάζουν πολλοί σχολιαστές ή πολιτικολογούντες ως δαφνοστεφανομένους πρωτεργάτες της «επιτυχίας». Δεύτερον, έγιναν σοβαρά λάθη ή παραλείψεις στην φάση υποβολής των προτάσεων του ΓΓ του ΟΗΕ το 2002-3 για τις οποίες απαιτείται να αποδοθούν πολιτικές ευθύνες. Τρίτο, για μια υπόθεση που και εσείς στο παρελθόν παλέψατε με επιτυχία απαιτείται σήμερα εγρήγορση και ορθολογισμός που δεν πρέπει να επισκιαστεί από τον φανερό πλέον λαϊκισμό της προεκλογικής περιόδου. Η Κύπρος, δεν πρέπει για ακόμη μια φορά να καταστεί εξιλαστήριο θύμα ελλαδικού πολιτικού ανορθολογισμού, λαϊκισμού και εφήμερων κινήσεων εντυπωσιασμού! Έτσι, για να μην υποστούμε εθνική πανωλεθρία όταν, όπως φαίνεται να οδηγούν τα πράγματα, η επιτυχία της ένταξης μετατραπεί σε «ευρωδιχοτόμηση», είναι αναγκαίο να πάρετε πολιτικές πρωτοβουλίες αποκατάστασης της αλήθειας και δημόσιας δέσμευσης όλων –και κυρίως του κόμματός σας– στην ανάγκη αλλαγών στο σχέδιο Αναν που θα καθιστούν την κυπριακή πολιτεία βιώσιμη και συμβατή με την ιδιότητα του μέλους της ΕΕ. Εσείς υποθέτω γνωρίζετε τις εκκλήσεις της δύσμοιρης κυπριακής πολιτικής ηγεσίας που εδώ και μήνες ζητεί συμπαράσταση για αλλαγές έστω και της τελευταίας στιγμής, για να περισωθούν τα στοιχειώδη και ουσιώδη μιας βιώσιμης λύσης αποτρέποντας έτσι διλήμματα του τύπου «είτε μια μη βιώσιμη λύση είτε μια «ευρωδιχοτόμηση».

 2. Είναι η αξίωση ισόρροπων σχέσεων «αντιαμερικανισμός»;

"Τύπος της Κυριακής", 25.1.2004

 Παναγιώτης Ήφαιστος Καθηγητής Διεθνών-στρατηγικών σπουδών, Πάντειον Πανεπιστήμιο.

 Ο ύστερος πολιτικός παραλογισμός του προεκλογικού μας αγώνα αφορά τον «αντιαμερικανισμό». Φθάσαμε στο σημείο που αν κάποιος διερωτηθεί κατά πόσο στην Ελλάδα υπάρχει κίνδυνος να ξανακουστεί το γνωστό «ιδού ο στρατός σου» αυτομάτως χαρακτηρίζεται ως δήθεν «αντιαμερικανός». Αυτό ισοδυναμεί με θέση πως η απαίτηση των ηγετών ενός ανεξάρτητου κράτους για ισόρροπες σχέσεις με τα ισχυρότερα κράτη είναι κάτι το περίεργο ή και κάτι το πρωτοφανές. Όντως, στο παρελθόν, αριστερά και δεξιά ιδεολογήματα θεωρούσαν την Ελλάδα αναλώσιμη στο βωμό πρώην ανατολικών και δυτικών ηγεμονισμών. Τέσσερις σύντομες επισημάνσεις:

Πρώτο, μπορεί η υποτέλεια και η υποχωρητικότητα στην διεθνή πολιτική να προκαλεί φιλικά ηγεμονικά κτυπήματα στην πλάτη αλλά στην πραγματικότητα προκαλεί την περιφρόνηση των ηγετών των ισχυρών κρατών. Δεύτερο, καλός ηγέτης είναι όχι αυτός που τον αγαπούν οι ηγέτες των ξένων κρατών αλλά αυτός που τον σέβονται οι σύμμαχοι και τον φοβούνται οι εχθροί. Τρίτο, καλός ηγέτης είναι όχι αυτός που είναι πάντα έτοιμος να κάνει παραχωρήσεις αλλά αυτός ο οποίος, επειδή ακριβώς γνωρίζει ότι η διπλωματία είναι μια αδυσώπητη αναμέτρηση μέσων και θελήσεων και μια διαρκής διαπραγμάτευση στη βάση των εθνικών συμφερόντων, διεκδικεί ισοτιμία-αμοιβαιότητα, απαιτεί ισορροπία συναλλαγών και ποτέ δεν υποχωρεί επί θεμάτων που αφορούν τα έσχατα κυριαρχικά συμφέροντα όπως αυτά κατοχυρώντονται στις διεθνείς συνθήκες. Τέταρτο, ιδιαίτερα ο ηγέτης μιας λιγότερο ισχυρής χώρας απαιτείται να έχει πλήρη συναίσθηση του γεγονότος ότι οι σχέσεις με τις μεγάλες δυνάμεις είναι ένας αδιάκοπος και δύσκολος αγώνας ούτως ώστε η ασυμμετρία ισχύος να μη καθίσταται ασυμμετρία πολιτικών σχέσεων.

Ο πολιτικός ηγέτης ανεξαρτήτως ιδεολογίας είναι αταλάντευτα πιστός στην εθνική ανεξαρτησία η οποία, πρακτικά  μιλώντας, αποτελεί το ισοδύναμο της ελευθερίας στις ενδοκρατικές σχέσεις. Αν λοιπόν κάποιος επίδοξος ηγέτης είπε στο παρελθόν ότι «το εθνικό συμφέρον και η κυριαρχία είναι έννοιες ξεπερασμένες», είναι θεμιτό να διερωτηθεί κάποιος για την καταλληλότητά του όταν διεκδικεί ύψιστα πολιτικά αξιώματα! Γενικότερα μιλώντας, το ζήτημα αυτό τέθηκε σε λάθος βάση από τον Θόδωρο Πάγκαλο, όταν σε πρόσφατη συνέντευξή του υποστήριξε πως πιθανά ερωτήματα για την βαθμίδα δέσμευσης στο εθνικό συμφέρον ενός ηγέτη ο οποίος διατυπώνει τέτοιες ή ανάλογες θέσεις συνιστά αμφισβήτηση του πατριωτισμού του. Το ζήτημα όμως δεν είναι οι προθέσεις αλλά η «κοσμοθεωρία» ενός πολιτικού ηγέτη η οποία όπως συχνά συμβαίνει δεν είναι η ίδια για όλα τα άτομα. Εμείς δύσκολα θα φτάναμε στο σημείο να μιλήσουμε για «συνεργάτες προδοτών» και «εκποιημένη διανόηση» όπως έκανε ο Θόδωρος Πάγκαλος. Ερωτούμε όμως: Δεν υπάρχουν βαθμίδες δέσμευσης στην πατρίδα και στα εθνικά συμφέροντα; Δεν υπάρχουν κοσμοθεωρίες που δεν είναι συμβατές με την εθνική ανεξαρτησία και τα εθνικά συμφέροντα; Ποιοι και πόσοι λανθσμένα θεωρούν το κράτος αναλώσιμο στο βωμό διεθνιστικών-κοσμοπολίτικων ιδεολογημάτων τη στιγμή που κάποιοι άλλοι ορθά το θεωρούν θεσμό συλλογικής ελευθερίας-ανεξαρτησίας; Ποιοι και πότγε μίλησαν με επιπολαιότητα υποστηρίζοντας βασικά πως η αλληλεξάρτηση και η παγκοσμιοποίηση καθιστούν τον κρατική κυριαρχία περιττή και αναλώσιμη; Πόσοι και ποιοι υποστήριξαν πως η λαϊκή κυριαρχία των κυπρίων που καταργούσε το αρχικό σχέδιο Αναν δεν είχε σημασία επειδή εισερχόμαστε στην… μεταεθνική εποχή και πόσοι άλλοι υποστήριξαν ότι η βιωσιμότητα και δημοκρατικότητα του κυπριακού κράτους είναι ζωτικής σημασίας τόσο για τους ελληνοκύπριους όσο και για τους τουρκοκύπριους! Δηλαδή, ο κύριος Πάγκαλος θα κατέτασσε στην ίδια βαθμίδα δέσμευσης στα ελληνικά εθνικά συμφέροντα εκείνους που υποστηρίζουν ότι επειδή βρισκόμαστε στην «μεταεθνική εποχή» η λαϊκή κυριαρχία είναι περιττή με εκείνους που υποστηρίζουν ότι η εθνική μας ανεξαρτησία και η λαϊκή μας κυριαρχία είναι η συλλογική μας ελευθερία; Τέτοια ισοπέδωση μόνο στο πλαίσιο αγοραίων συζητήσεων θα μπορούσε να γίνει και δεν αρμόζει σε ευφυής ανθρώπους. Πολιτικοί λοιπόν των οποίων το πολιτικό βιογραφικό δείχνει ότι πάντοτε στήριζαν την λαϊκή κυριαρχία και την εθνική ανεξαρτησία καλά θα κάνουν να αποφεύγουν να θυσιάζουν τον ορθολογισμό στο βωμό μικροπολιτικών και εφήμερων κομματικών ισορροπιών. Κυρίως είναι τίμιο να θυμούνται οι ίδιοι τι έλεγαν στο παρελθόν.

Αξίωση ισόρροπων και αξιοπρεπών σχέσεων στις σχέσεις μας με τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι λοιπόν «αντιαμερικανισμός» αλλά διακρατικός ορθολογισμός. Αυτοί που θεωρούν ως «αντιαμερικανισμό» την αξίωση αμοιβαιότητας-ισοτιμίας και ισορροπίας σχέσεων φαίνεται ξέχασαν ποιοι ανταγωνιζόταν αυτό το ισχυρό κράτος άσκοπα και συχνά άδικα (υπόθεση ευρωπυραύλων), ποιοι συνέπλευσαν με τις ΗΠΑ σε λανθασμένες επιλογές και μάλιστα άνευ ανταλλαγμάτων (πόλεμος στο Ιράκ και χρήση της βάσης της Σούδας) και ποιοι στο αποκορύφωμα μιας μεγάλης κρίσης άφησαν να υποβληθεί το σχέδιο Αναν που τώρα τρέχουν να … βελτιώσουν. Στις διεθνείς σχέσεις και λόγω της φύσης του διεθνούς συστήματος (κυρίαρχα κράτη τα οποία επιδιώκουν εκπλήρωση διαφορετικών –άλλοτε συγκλινόντων, άλλοτε ανταγωνιστικών και ενίοτε εχθρικών– εθνικών συμφερόντων) δεν υπάρχουν φίλοι αλλά συμφέροντα στην βάση των οποίων οι πολιτικοί ηγέτες συναλλάσσονται ανταλλακτικά. Όλοι –και ιδιαίτερα τα ισχυρά κράτη των οποίων ο ορθολογισμός δεν πρέπει να υποτιμάται– αναμένουν από λιγότερο ισχυρά κράτη να θέτουν ένα απαραβίαστο σύνορο ως προς το οποίο δεν υπάρχει υποχώρηση, δεν υπάρχει κατευνασμός και δεν υπάρχει διάλογος. Αυτό το σύνορο είναι η ακεραιότητα των συνόρων της εθνικής επικράτειας και η ελευθερία-αξιοπρέπεια των πολιτών (που στην περίπτωσή μας για νομικούς και ηθικούς λόγους καλύπτει και τους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας!). Όταν λοιπόν πρόσφατα έγινε σοβαρά λόγος για «εκποιημένη διανόηση» καλά θα έκανε αυτός που υποστήριξε αυτή την σημαντική και ορθή θέση να γνώριζε τι λένε οι ίδιοι οι αμερικανοί γι’ αυτούς που δουλικά-εκποιημένα υπηρετούν τα συμφέροντά τους σε «ηττημένα» και διαλυμένα κράτη. Σκοπός των ΗΠΑ τις τελευταίες δεκαετίες, έγραψαν πρόσφατα τρις αμερικανοί αναλυτές για τους φορείς «κριτικών-κονστρουκτιβιστικών» ιδεών που αποτελούν και την κυρίαρχη τάση στην Ελλάδα, «είναι να κατορθώσει να αλλάξει τις παραστάσεις με βάση τις οποίες οριοθετούνται οι ιδεολογικές πεποιθήσεις σε λιγότερο ισχυρά κράτη ή ηττημένες πολιτείες». Έτσι, συνεχίζουν, «οι Hνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, πίεσαν συστηματικά και επίμονα για τη διάδοση συγκεκριμένων πεποιθήσεων ως προς το πώς πρέπει να είναι το όραμα της διεθνούς κοινωνίας [που τις συνέφερε] μετά τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ανανέωσαν και αναζωογόνησαν [αυτή τη στρατηγική] την  μεταψυχροπολεμική εποχή». Επειδή λοιπόν η Ελλάδα δεν είναι «ηττημένη πολιτεία» ή υποψήφιο θύμα για θυσία στο βωμό εφήμερων ηγεμονικών συμφερόντων, είναι φυσικό οι πολίτες να εξετάζουν εξονυχιστικά τις κοσμοθεωρίες και τις ιδεολογικές δεσμεύσεις ενός έκαστου επίδοξου πολιτικού ηγέτη όσον αφορά την κρατική κυριαρχία και τα εθνικά συμφέροντα. Επίσης, τις δεσμεύσεις στην εθνική ανεξαρτησία, την λαϊκή κυριαρχία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Καλές σχέσεις με την υπερατλαντική σύμμαχο της Ελλάδας μπορούν να υπάρξουν μόνο στην βάση αξιώσεων για ισοτιμία, αμοιβαιότητα και ισορροπία συναλλαγών. Μια τέτοια στάση όχι μόνο δεν αποτελεί «αντιαμερικανισμό» αλλά, επιπλέον, οι αμερικανοί ηγέτες, ακόμη και όταν διαφωνούν, την θεωρούν ορθολογιστική και σεβαστή. Σε τελευταία ανάλυση δεν χρειάζεται να είναι κάποιος αμερικανός για να γνωρίζει την αμερικανική νοοτροπία και την αμερικανική διπλωματική τακτική!!

Ο άθεος ως ηγέτης

Παναγιώτης Ήφαιστος, «Τύπος της Κυριακής» 1.2.2004

Άθεος ηγέτης και κοσμικό κράτος

Στηλιτεύοντας τον πολιτικό ανορθολογισμό των άθεων «διαφωτιστών» ο μεγάλος μας στοχαστής Παναγιώτης Κονδύλης έγραψε ότι ανεξάρτητα των προσωπικών θρησκευτικών πεποιθήσεων του καθενός δεν μπορεί να παραβλεφτεί η σημασία των μεταφυσικών κατασκευών στον κοινωνικοπολιτικό βίο, στην διαμόρφωση των συλλογικών ταυτοτήτων, στην οικοδόμηση των εθνικών κοσμοθεωριών και στην διασφάλιση της πολιτικής κυριαρχίας ενός κράτους. Δυστυχώς, στην Ελλάδα η συζήτηση περί το ζήτημα περιορίζεται σε αστειότητες αρθρογράφων κυριακάτικων εφημερίδων οι οποίοι ειδικεύονται στην «περιπαικτική επιφυλλιδογραφία». Πρόκειται για μια παρδαλή μάζα στοχαστικών υπολειμμάτων των πιο ακραίων «άθεων» και «εταιρικών» αντιλήψεων τα οποία όντας πνευματικά βαθιά νυχτωμένα κόλλησαν στο τέλμα της θεοκρατικής-κοσμικής διαμάχης του 15ου αιώνα. Συχνά λοιπόν ο Διαφωτισμός ισοπεδώνεται, απλουστεύεται και προσαρμόζεται στις εφήμερες επικοινωνιακές ανάγκες της εργολαβικής αντι-Εκκλησιαστικής εκστρατείας και στην αβυσσαλέα υποκειμενική γνώμη του εκάστοτε επιφυλλιδογράφου.

            Ποιοι είναι λοιπόν φανατικοί και ποιοι έχουν τρικυμισμένο εγκέφαλο; Ποιος πολιτικός ηγέτης είναι άθεος και τι σημαίνει αυτό για την διακυβέρνηση της Ελλάδας; Έχουμε ή δεν έχουμε δικαίωμα να ρωτούμε τους επίδοξους ηγέτες «τι θεό πιστεύουν»; Αναμφίβολα, τόσο ένας άθεος όσο και ένας θρήσκος επίδοξος ηγέτης έχουν το ίδιο ακριβώς δικαίωμα διεκδίκησης των ανώτατων πολιτειακών αξιωμάτων. Οι κοσμοθεωρίες τους, όμως, δεν είναι «ατομικό δεδομένο». Αμφότεροι, έχουν υποχρέωση να ξεδιπλώσουν στους ψηφοφόρους την κοσμοθεωρία τους, να εξηγήσουν τις θέσεις τους απέναντι στα ζητήματα που αφορούν τις θρησκείες και κυρίως, επειδή υπάρχει πληθώρα αντιθετικών παραδοχών γι’ αυτό το καίριο ζήτημα, να εξηγήσουν τον τρόπο που αντιλαμβάνονται το «κοσμικό κράτος» σε σχέση με την θρησκεία. Αυτό σε τελευταία ανάλυση είναι άμεση ανάγκη επειδή ορισμένοι φαίνεται ότι βάλθηκαν να μας πείσουν πως στην Ελλάδα θα υπάρξει αυτό που πουθενά δεν υπάρχει, δηλαδή εσωτερική διάσπαση της ελληνικής Πολιτείας, με σκοπό την μετατροπή της σε κατακερματισμένο «πολυπολιστισμικό κράτος», στο πλαίσιο του οποίοι οι μανιακοί υποστηρικτές φασιστοειδών «ιδεαλιστικών» δογμάτων θα μετατρέψουν την θρησκευτική πίστη σε θήραμα των διεστραμμένων κοσμοπολίτικων φαντασιώσεών τους. Συναφώς, δεν χρειάζεται να είναι κάποιος θρήσκος ή θρησκευόμενος για να γνωρίζει ότι ο Διαφωτισμός δεν παρήγαγε μόνο τον Εμμανουήλ Καντ ή άλλους ανάλογης εμβέλειας στοχαστές αλλά και ακραίες αθεϊστικές παραδοχές οι οποίες ευθύνονται για «ιδεαλιστικές» ανωμαλίες όπως ο κομμουνιστικός αθεϊσμός, ο χιτλερικός αυταρχισμός και το «εταιρικό κράτος» στην διαδικασία ευρωπαϊκή ολοκλήρωσης, διαστροφή και παραλογισμός που εγκαταλείφθηκε βιαστικά την δεκαετία του 1960 μπροστά στην πείσμονα αντίσταση του ευρωπαϊκού εθνικού κράτους. Επειδή λοιπόν κάποιοι επιφυλλιδογράφοι στηριγμένοι στην εφήμερη επικοινωνιακή και αριθμητική τους υπεροχή βάλθηκαν να αποβλακώσουν την ελληνική κοινωνία ας πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. 

Θεοκρατία, γένεση του έθνους-κράτους και ορθοδοξία

Κατά πρώτον, το δυτικοευρωπαϊκό εθνικό κράτος αναδείχθηκε ως θεσμός στο πλαίσιο αγώνων πολιτικής κυριαρχίας των ευρωπαϊκών κοινωνιών κατά της Ρωμαιοκαθολικής αξίωσης ίδρυσης πανευρωπαϊκής θεοκρατικής πολιτείας. Σ’ αυτό οφείλεται ο «ανεξίθρησκος» χαρακτήρας του δυτικοευρωπαϊκού εθνικού κράτους και αυτό με κανένα τρόπο δεν υποδηλώνει πως οι κοινωνίες είναι άθρησκες. Αντίθετα με αυτές τις ιστορικές συνθήκες γένεσης του κράτους στην Ευρώπη, σ’ ανατολικά κράτη όπως η Ελλάδα, εκτός του ότι η επιβίωση των κοινωνιών τους οφείλεται, εν πολλοίς, στην θρησκευτική πίστη, οι ηγεσίες των Εκκλησιών κατά κανόνα ηγήθηκαν των αγώνων για ανεξαρτησία-ελευθερία ενάντια στις δυναστικές πολυεθνικές αυτοκρατορίες. Κατά συνέπεια, ο διαμορφωτικός ρόλος της Εκκλησίας στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι ήταν βαθύτατα διαφορετικός: Στην Ευρώπη το κράτος κτίστηκε ενάντια στους εκκλησιαστικούς ηγέτες (και όχι βεβαίως ενάντια στην θρησκεία) και στην Ελλάδα το κράτος κτίστηκε σε συμμαχία με την Εκκλησία. Γι’ αυτό μόνο στα πλαίσια αγοραίων ή αστείων περιπαικτικών αναλύσεων μπορεί να συγκριθεί η έννοια του κοσμικού κράτους στην Δύση με το κοσμικό κράτος ανατολικών Πολιτειών όπως η Ελλάδα. Επιπλέον, για πολύ συγκεκριμένους λόγους, το κοσμικό κράτος ορθόδοξων κρατών όπως η Ελλάδα είναι για την Δυτική Ευρώπη παράδειγμα προς μίμηση. Η Ορθοδοξία είναι από μόνη της μια αντιρατσιστική, δημοκρατική και πλουραλιστική οικουμενική κοσμοθεωρία. Αυτό το ηθικοφιλοσοφικό υπόβαθρο και ο θεολογικός λόγος είναι βαθύτατα εμπεδωμένος στα ήθη και στα έθιμα του λαού αναπόφευκτα προσαρμόζει τις ηθικοκανονιστικές δομές του κοσμικού κράτους στις παραδόσεις της πολυπολιτισμικής-πολυθρησκευτικής συνύπαρξης με κοινωνικές ομάδες άλλων χριστιανικών δογμάτων και άλλων θρησκειών. Αυτό, σ’ αντίθεση με την Δύση, όχι μόνο δεν θέτει δίλημμα «Θεοκρατία ή κοσμικό κράτος» αλλά συνεισφέρει στην δημιουργία ενός βιώσιμου και ώριμου κοινωνικοπολιτικού συστήματος. Σε κάθε περίπτωση, δεν χρειάζεται να είναι κάποιος θρήσκος για να γνωρίζει ότι οι ηθικοφιλοσοφικές παραδοχές της Ορθοδοξίας είναι βαθύτατα αντιρατσιστικές, βαθύτατα πλουραλιστικές και εξ αντικειμένου προσαρμόσιμες σε κάθε (πολύ)πολιτισμικό περιβάλλον. Η κοινωνία του σύγχρονου ελληνικού κράτους, παρά τις στοχαστικές επιρροές ανόητων και επιπόλαιων κοσμοπολίτικων ιδεολογημάτων είναι προικισμένη με αυτή την οικουμενική πολιτισμική-θρησκευτική κληρονομιά γεγονός που επιτρέπει βιώσιμες κοινωνικές ισορροπίες που πολλοί στην Δυτική Ευρώπη θα ζήλευαν. Αυτές τις ισορροπίες της ελληνικής κοινωνίας φαίνεται ότι κάποιοι άφρονες σκοπό έχουν να τις διαταράξουν όταν χλευάζουν τον θρησκευτικό και πολιτικό πολιτισμό μας και όταν μας καλούν να μιμηθούμε τα ιδεολογήματα ανώριμων κοινωνιών. 

Ρατσισμός και πολυπολιτισμικές κοινωνίες στην Ευρώπη

Κατά δεύτερον, την ηθικοφιλοσοφική ωριμότητα της ελληνικής κοινωνίας και άλλων ορθόδοξων κοινωνιών πολλοί θα την ζήλευαν. Μπορεί λόγω ενός ιστορικά ασθενούς και έξωθεν εξαρτημένου κράτους να υπάρχουν μύρια προβλήματα στην Ελλάδα αλλά αυτό δεν συγκρίνεται με την προβληματική εξέλιξη και διαμόρφωση του δυτικού κράτους. Αυτό καταμαρτυρείται από τις γενοκτονίες, τις εθνοκαθάρσεις και την διαχρονική ευρωστία των ρατσιστικών κομμάτων κατά τη διάρκεια της νεότερης ευρωπαϊκής ιστορίας. Δεν χρειάζεται παρά να έχεις μάτια για δεις ότι οι εσωτερικές ισορροπίες μεταξύ του δυτικοευρωπαϊκού κράτους, των Εκκλησιών και καθ’ έκαστο κράτος κοινωνικού περίγυρου ήταν και συνεχίζουν να είναι εύθραυστες, ευάλωτες και συχνά επικίνδυνα υπερευαίσθητες στους μετανάστες, στις μειονότητες και στους ξένους. Άπειρα παραδείγματα της ύστερης ευρωπαϊκής ιστορίας επαληθεύουν αυτό το γεγονός, καθώς επίσης και το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση –η οποία ως ιδέα σκοπό είχε, ακριβώς, να αντιμετωπίσει αυτά τα υπαρκτά προβλήματα– ελάχιστα επηρέασε τις πιο πάνω εγγενείς υποβόσκουσες τάσεις. Μόνο μερικοί έλληνες άσχετοι και φανατικοί που πρωτοστάτησαν στην υπόθεση του αντιδημοκρατικού μέτρου υποχρεωτικής απάλειψης του θρησκεύματος από τις ταυτότητες των ελλήνων πολιτών, πιστεύουν πως στην Ευρώπη υπάρχει ένας θαυμαστός πολυπολιτισμικός πλουραλισμός και πως η ισορροπία κράτους-κοινωνίας των ευρωπαϊκών πολιτειών είναι ιστορικά δεδομένη, σταθερή και χωρίς προβλήματα. Με πιο απλά λόγια, ενώ ένας έλληνας ή σέρβος ελάχιστα ενοχλείται αν δίπλα του περνούν γυναίκες με μαντίλες, εβραίοι με σκουφάκια ή έλληνες με φουστανέλες, επειδή ο γάλλος στερείται πολυπολιτισμικών παραδόσεων δεν αποκλείεται να αντιδράσει νευρικά, σπασμωδικά και φανατικά. Αυτά είναι τα αίτια των πρόσφατων μέτρων της γαλλικής κυβέρνησης στα οποία αναφέρθηκε ο αρχηγός της Ελλαδικής Ορθόδοξης Εκκλησίας όταν –αν ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος μου επιτρέπει να διερμηνεύσω τις θέσεις του– στηλίτευσε τα μέτρα της γαλλικής κυβέρνησης κατά της μαντίλας. Η αλήθεια λοιπόν είναι ότι στην Ευρώπη υποβόσκουν ισχυρές αποσταθεροποιητικές τάσεις που κατά καιρούς εκδηλώνονται ως ναζισμός, εθνικισμός-σοβινισμός και ξενοφοβία. Οι πρόσφατες αποφάσεις της γαλλικής πολιτείας, ακριβώς, αποτελούν χαρακτηριστική αμήχανη και σπασμωδική αντίδραση κατά της ύστερης όξυνσης της πολυπολυτισμικότητας στα ευρωπαϊκά κράτη την οποία, όπως δείχνουν οι συχνές αυξομειώσεις των ποσοστών των ρατσιστικών κομμάτων, δεν φαίνεται να αντέχουν οι ηθικοκανονιστικές δομές των εξ αντικειμένου ελάχιστα ανεκτικών ευρωπαϊκών κοινωνιών. Και είναι βαθιά νυχτωμένοι, αν επικίνδυνα αιθεροβάμονες, αν κάποιοι αφελείς κοσμοπολίτες νομίζουν ότι νομικίστικες αντιλήψεις του κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι αντισταθμίζουν την κοινωνική ανωριμότητα, το έλλειμμα ηθικής και την ιδεολογική σύγχυση στην Ευρώπη.

«Μαντίλες», ο Αρχιεπίσκοπος και το αυγό του φιδιού

Συνοψίζω: το πρόβλημα της Γαλλίας είναι κατά συνέπεια πολύ διαφορετικό απ’ ότι κάποιοι ισχυρίζονται: Η αύξηση της πολιτισμικής ανομοιογένειας σε συνδυασμό με το ιστορικό έλλειμμα παραδοχών πολυπολιτισμικής και πολυθρησκευτικής συμβίωσης κατά καιρούς προκαλεί κοινωνική νευρική κρίση και σπασμούς, φαινόμενα για τα οποία κάποιος πρέπει να θλίβεται και όχι να ζηλεύει. Είναι κατ’ ουσίαν ομολογία των προαναφερθέντων βαθύτατων αντιφάσεων και ανισορροπιών του σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους τις ασθενείς πολιτισμικές δομές του οποίου ζηλεύουν μερικά ελληνικά στοχαστικά υποπροϊόντα ακραίων-αθεϊστικών νεωτερικών ιδεολογημάτων. Υπονομεύουν έτσι, τις βαθύτατες, υγιείς, πλουραλιστικές και δημοκρατικές παραδοχές των Ελλήνων των οποίων βασικός φορέας και εκφραστής είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία. Μόνο στους φανατισμένους και πνευματικά υπανάπτυκτους μονόλογους των ελλήνων κοσμοπολιτών που εκκολάπτουν το αυγό του φιδιού του ύστερου νεοελληνικού φασισμού ακούονται αντίθετοι ισχυρισμοί, γεγονός που κάνει κάποιο να διερωτηθεί κατά πόσον βαθύτερος πόθος μερικών είναι ενδεχομένως άλλος: Η συνειδησιακή απονεύρωση των ελλήνων, η αποδυνάμωση του κοινωνικού φρονήματος και η κατεδάφιση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους ή η παντελής καθυπόταξή του σε κάποια ηγεμονία όπως με φανατισμό υποστηρίζουν τα ψοφοδεή κατάλοιπα της κοσμοπολίτικης αριστεράς, οι ηρακλειδείς δηλαδή του ασυνάρτητου αναρχοαριστερονεοφιλελεύθερου ιδεολογικού τέρατος που ευδοκιμεί και ανθεί στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Η εφήμερη αριθμητική τους υπεροχή είναι και ο δείκτης της ύστερης στοχαστικής και πολιτικής παρακμής στην Ελλάδα!

Ο κοινωνικός ρόλος της θρησκείας και το νεκροταφείο των ιδεών

Αν και μερικοί εθελοτυφλούν, δεν χρειάζεται κάποιος να είναι θρήσκος για να καταλάβει την σημασία της μεταφυσικής πίστης στην κοινωνικοπολιτική συγκρότηση όλων των  κοινωνιών. Ανεξαρτήτως της κοινωνίας στην οποία αναφερόμαστε, ο αντιθρησκευτικός φανατισμός είναι αναχρονισμός και επικίνδυνη στάση που στην Ελλάδα άρχισε να παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις. Σχεδόν όλοι οι πολίτες όλων των κοινωνιών είναι προικισμένοι με πνευματικό κόσμο του οποίου η πίστη στον θεό είναι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο μερικοί επιφανείς φιλόσοφοι των νεότερων χρόνων που αερολόγησαν περί του αντιθέτου βρίσκονται στο νεκροταφείο των ιδεών από το οποίο τα προαναφερθέντα ελληνικά στοχαστικά υποπροϊόντα τους αντλούν τα αυθαίρετα ιδεολογήματά τους. Σε οποιαδήποτε κοινωνία κι αν αναφερόμαστε, αν αμφισβητηθούν οι κρατούσες μεταφυσικές αντιλήψεις και εάν επιχειρηθούν αντιδημοκρατικές-τυραννικές για την πλειονότητα ηθικοκανονιστικές δομές αναπόδραστα θα προκληθούν κοινωνικές τριβές και θα αποδυναμωθεί η αναγκαία και μη εξαιρετέα εσωτερική πολιτική και κοινωνική ενότητα. Θα πρόσθετα ότι μπορεί κάποιοι επιφυλλιδογράφοι να αερολογούν ανεύθυνα αλλά οι πολιτικοί ηγέτες δεν έχουν την πολυτέλεια να «παίζουν με την φωτιά», δηλαδή με την πίστη των πολιτών, την νομιμοφροσύνη στην πατρίδα και τις πιστές στις παραδόσεις κοσμοθεωρίες των διαμορφωμένων κοινωνιών.

Ο άθεος πολιτικός ηγέτης και η διακυβέρνηση της χώρας

Κατά συνέπεια, κάθε πολιτικός ηγέτης που φιλοδοξεί να ηγηθεί μιας οποιασδήποτε κοινωνίας, είναι τίμιο και ορθό να δηλώνει δημοσίως, γενναία και ευθαρσώς εάν ο ίδιος είναι άθεος ή θρήσκος και να ξεδιπλώνει χωρίς αναστολές όλες τις πτυχές της ατομικής του κοσμοθεωρίας και των προσωπικών φιλοσοφικών παραδοχών. Είναι ορθολογιστικό, σ’ αυτό το πλαίσιο, να τοποθετείται με ακρίβεια και σαφήνεια για τον τρόπο με τον οποίο οι κρατούσες πνευματικές παραδοχές της κοινωνίας της οποίας φιλοδοξεί να ηγηθεί συνδέονται με την δική του αξίωση διακυβέρνησης της χώρας, με την σχεδιαζόμενη από αυτόν ή τους συνεργάτες του θέσπιση των νόμων που αφορούν την θρησκεία, την Εκκλησία και τις υπόλοιπες ηθικοκανονιστικές δομές της Πολιτείας. Αν και αναμφίβολα ο καθένας είναι ελεύθερος να είναι θρήσκος ή άθεος, η κοσμοθεωρητική, φιλοσοφική και ηθική διαμόρφωση του πολιτικού ηγέτη, με κανένα τρόπο δεν είναι προσωπική του υπόθεση και ασφαλώς είναι φυσιολογικό να του ζητείται να εκθέσει τις προσωπικές παραδοχές του στους ψηφοφόρους. Προσθέτω ότι οι θρησκευτικοί ηγέτες όλων των θρησκευτικών παραδοχών της Ελλάδας –τόσο της ορθόδοξης πλειονότητας όσο και των θρησκειών με μικρότερο ποίμνιο– όχι μόνο έχουν δικαίωμα αλλά επιπλέον έχουν υποχρέωση να ζητήσουν από τους επίδοξους ηγέτες να δώσουν εξηγήσεις για το πώς οι προσωπικές τους φιλοσοφικές παραδοχές σχετίζονται με συγκεκριμένα ζητήματα της διακυβέρνησης της χώρας. Αν μη τι άλλο, δεν έχουμε ανάγκη διαμάχης για «φουστανέλες» και «μαντίλες» που θα επαναλάβουν την πολιτική τραγωδία της αντιδημοκρατικής απαγόρευσης αναγραφής της θρησκευτικής πίστης στις ταυτότητες των πολιτών. Για όλους τους πιο πάνω και πολλούς άλλους λόγους οι επίδοξοι ηγέτες πρέπει να είναι «ανοικτό φιλοσοφικό τετράδιο», να ομολογούν αν είναι άθεοι, θρήσκοι ή ουδέτεροι και να εξηγούν τον τρόπο που οι προσωπικές μεταφυσικές πεποιθήσεις τους και οι προσωπικές κοσμοθεωρίες τους θα επηρεάσουν την διακυβέρνηση της χώρας. Αυτό ισχύει όλως ιδιαιτέρως αν η επικοινωνιακή δύναμη κάποιων υποψηφίων για τα ανώτατα αξιώματα επισκιάζει το πραγματικό ηθικοφιλοσοφικό τους περιεχόμενο και την πιθανή κρυφή ατζέντα αυτών και του περίγυρού τους που μελλοντικά θα μπορούσε να ματώσει την ελληνική κοινωνία.  

4. Το σχέδιο Αναν και τα αυτογκόλ (Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 15.2.2004)

Παναγιώτης Ήφαιστος

Κατανόηση της παρούσης συγκυρίας προϋποθέτει κατανόηση της αφετηρίας, της πορείας και των αποτελεσμάτων της διακομματικής στρατηγικής επίτευξης «ευρωπαϊκής λύσης» του κυπριακού προβλήματος. Σε γενικές γραμμές, μετά το 1992 η στρατηγική αυτή ξετυλίχθηκε ως εξής: 1ον) Αγώνας υποβολής αίτησης ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ ενάντια στις εγχώριες αντιρρήσεις. 2ον) Αγώνας στο διπλωματικό στίβο της Ευρώπης για την καλλιέργεια της θέσης ότι «η ένταξη ανεξαρτήτως λύσης» θα οδηγούσε στην επίλυση του πολιτικού προβλήματος με το να επεκτείνει στο νησί το κοινοτικό νομικό κεκτημένο και τον κοινοτικό πολιτικό πολιτισμό. 3ον) Ενίσχυση της άμυνας για να επιτύχουμε ισορροπία δυνάμεων ούτως ώστε οι διαπραγματεύσεις να διεξάγονται χωρίς τον φόβο διπλωματικών-στρατιωτικών εκβιασμών. 4ον) Προσέγγιση των τουρκοκυπρίων για να πειστούν ότι τους συμφέρει μια ενωμένη Κύπρος ενταγμένη στην ΕΕ. 5ον) Καλλιέργεια στην Άγκυρα της πολιτικά ορθολογιστικής άποψης ότι η ένταξη-λύση του κυπριακού προσφέρει στην Τουρκία την δυνατότητα μιας έντιμης απαγκίστρωσης από την κυπριακή περιπέτειά της. 6ον) Διεξαγωγή παράλληλων «στρατηγικών διαπραγματεύσεων» στο επίπεδο Ελλάδας-Τουρκίας-ΗΠΑ-ΕΕ για επίτευξη συμφωνίας επί των διεθνοπολιτικών πτυχών του κυπριακού.          

            Τον φθινόπωρο του 2002 φθάσαμε στην βρύση αλλά λόγω ολέθριων λαθών της ελληνικής διπλωματίας δεν ήπιαμε νερό: 1ον) Αν και Κοινότητα υιοθέτησε την θέση «ένταξη ανεξαρτήτως λύσης» περιέργως δεν εκμεταλλευτήκαμε αυτή την δέσμευση. 2ον) Δεν δράσαμε έγκαιρα για να πειστεί ο ΟΗΕ και τα μέλη το Συμβουλίου Ασφαλείας ότι οι προτάσεις λύσης του κυπριακού θα έπρεπε να βρίσκονται σε συμβατότητα με την ιδιότητα της Κύπρου ως πλήρους μέλους της ΕΕ και παραλείψαμε να ζητήσουμε –όπως είχαμε κάθε δικαίωμα– να μην υποβληθεί σχέδιο που δεν θα πληροί αυτές τις προϋποθέσεις. 3ον) Γι’ αυτό, δεν είναι τυχαίο ότι το σχέδιο Αναν: α) Αναιρεί εκ προοιμίου την ένταξη επειδή προτείνει ένα πολιτειακό τερατούργημα που δεν είναι συμβατό με την κοινοτική έννομη τάξη. β) Διχοτομεί το νησί και καταργεί την λαϊκή κυριαρχία με το να την παγιδεύει σε δαιδαλώδεις διαδικασίες και με το να την θέτει υπό την αίρεση της πολιτικής βούλησης τριών κρατών. γ) Προβλέπει αποικιακού χαρακτήρα «εγγυήσεις» που καταργούν την εξωτερική και εσωτερική κυριαρχία του κυπριακού κράτους και που καθιστούν την Τουρκία και την Βρετανία παντοτινούς στρατηγικούς πάτρωνες. δ) Θέτει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις σε τροχιά τριβών και συγκρούσεων που θα μπορούσαν να οφείλονται είτε σε αντικειμενικούς λόγους επειδή οι κυπριακές κρατικές δομές θα είναι δαιδαλώδεις και μη λειτουργικές είτε σε σκόπιμες ενέργειες που θα εξυπηρετούν στρατηγικούς σκοπούς της Άγκυρας.

            Χαρακτηριστικό των ολέθριων λαθών του πρόσφατου παρελθόντος είναι το γεγονός ότι όταν αυτό το σχέδιο-τερατούργημα υποβλήθηκε τα αυτογκόλ συνεχίστηκαν. Πιο συγκεκριμένα, γίναμε όλοι μάρτυρες της «επικοινωνιακής καταιγίδας» υπέρ της «ιστορικής ευκαιρίας» που δήθεν διανοιγόταν, ανεκδοτολογικές εξιστορήσεις αντέστρεψαν τους ρόλους θύτης-θύμα της κυπριακής ιστορίας και αιθεροβάμονες φιλόσοφοι επιστρατεύθηκαν για να αιτιολογήσουν την κατάργηση της κυπριακής λαϊκής κυριαρχίας ως δήθεν πρωτοποριακό πείραμα της… «μεταεθνικής εποχής». Ακόμη, γνωστοί καθηγητές-γραφειοκράτες εγγύτατα της ελληνικής διπλωματίας επιστρατεύτηκαν για να γράψουν ότι η μη εφαρμογή της κοινοτικής έννομης τάξης στην Κύπρο θα μπορούσε να θεσπιστεί προενταξιακά ως … εξαίρεση. Γι’ αυτούς και πολλούς άλλους λόγους προκαλεί τουλάχιστον απορία η αργοπορημένη δήλωση (6.2.2004) του υπουργού εξωτερικών ότι στις επικείμενες διαπραγματεύσεις η Ελλάδα θα επιμείνει σε «λύση που θα είναι συμβατή με τις ευρωπαϊκές αρχές και το κοινοτικό κεκτημένο». Τώρα θυμηθήκαμε αυτή την βασική αρχή;

            Έστω και αργοπορημένα, απαιτείται υιοθέτηση ανυποχώρητη θέσης ότι η λύση α) θα εφαρμόζει την κοινοτική έννομη τάξη σε ολόκληρο το νησί, β) θα επανενώνει το νησί υπό συνθήκες δημοκρατίας και σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και γ) θα αποκλείει αποικιακού χαρακτήρα «εγγυήσεις». Σ’ αντίθετη περίπτωση αντί λύσης θα έχουμε διχοτόμηση και η Κύπρος θα μετατραπεί σε μόνιμη εστία ελληνοτουρκικών τριβών και συγκρούσεων. Μια τέτοια στάση είναι αναγκαία και για ένα ακόμη σημαντικό λόγο: Ενδεχομένως διακυβεύεται το μέλλον της Ευρώπης. Πιο συγκεκριμένα, η Τουρκία απέρριψε το σχέδιο Αναν όχι επειδή δεν την συμφέρει ως πολιτειακή και διεθνοπολιτική ρύθμιση αλλά επειδή δεν συνέδεε όπως αυτή θα το ήθελε την «λύση» του κυπριακού με την τουρκική ένταξη στην ΕΕ. Πριν την ένταξη της Κύπρου την 1η Μαίου και με την υποστήριξη του Λονδίνου και της Ουάσινγκτον, η Άγκυρα επιδιώκει να αντιστρέψει τους όρους του παιχνιδιού είτε με το να μεταθέσει την ένταξη μέχρι την δική της ένταξη είτε με το να την θέση υπό την αίρεση αποδοχής μελλοντικής τελικής λύσης στη βάση του σχεδίου Αναν. Έτσι, η διαδικασία ένταξης της Τουρκίας στην Ευρώπη χωρίς όρους και προϋποθέσεις θα εγκλωβίσει όχι μόνο την Ελλάδα και την Κύπρο αλλά και την ΕΕ σε αδιέξοδα μακρόχρονα ανατολίτικα παζάρια στο πλαίσιο των οποίων Λονδίνο και Ουάσινγκτον σε συμμαχία με την Άγκυρα θα προσαρμόζουν την διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στα πάγια ευρωατλαντικά πρότυπα και θα αποδυναμώνουν διαρκώς τον πολιτικό χαρακτήρα της ΕΕ. Η Ελλάδα θα καταντήσει έτσι χειροκροτητής όχι μόνο της ματαίωσης των στόχων επίλυσης του κυπριακού αλλά και αμέτοχος παρατηρητής της βρετανικής στρατηγικής που σκοπό έχει να αλλάξει τον μεταπολεμικό πολιτικό χάρτη της Ευρώπης.

ΣΤΗΝ ΚΟΨΗ ΤΟΥ ΞΥΡΑΦΙΟΥ η επίλυση του Κυπριακού

"Τύπος της Κυριακής", 15.2.2004)

 Παναγιώτης Ήφαιστος

Ολέθρια λάθη της ελληνικής διπλωματίας των δύο τελευταίων ετών ξαναφέρνουν την Κύπρο στην προκρούστεια κλίνη πρωτόγνωρων πολιτικών πειραματισμών η εφαρμογή των οποίων καταργεί την λαϊκή κυριαρχία του κυπριακού λαού, υποτάσσει την εξωτερική-εσωτερική κυριαρχία της Κύπρου στα βρετανικά και τουρκικά στρατηγικά σχέδια και αναπόδραστα θέτει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στην τροχιά μόνιμων τριβών και συγκρούσεων. Μια τέτοια πορεία, επιπλέον, ενδεχομένως θα αποβεί, όπως θα υποστηριχθεί πιο κάτω, μοιραία και για το μέλλον της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συντομογραφικά, θα αναφερθούμε στον σκοπό, στην πορεία, στα λάθη και στους κινδύνους της σημερινής συγκυρίας.

            Ο αφετηριακός διακομματικά συμφωνημένος σκοπός της ελληνικής πλευράς όταν υποβλήθηκε η αίτηση ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ το 1992 ήταν η διεθνοποίηση-«ευρωποίηση» του κυπριακού προβλήματος, η προσέλκυση των τουρκοκυπρίων στην ιδέα μιας πολιτειακά ενιαίας Κύπρου ενσωματωμένης στην διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και η δρομολόγηση έτσι διαδικασιών επίλυσης της ελληνοτουρκικής διένεξης σε μακρόχρονη βάση. Για να επιτευχθούν αυτοί οι σκοποί απαιτείτο ενίσχυση της διαπραγματευτικής μας θέση με την αμυντική ενίσχυση της Κύπρου και αποτροπή των αναμενόμενων διπλωματικών και στρατιωτικών εκβιασμών της Άγκυρας. Κεντρική ιδέα ήταν ότι η εφαρμογή της κοινοτικής έννομης τάξης στην Κύπρο επιλύει αυτόματα το κυπριακό πρόβλημα και ότι θα πείθαμε ή θα αναγκάζαμε διπλωματικά την Άγκυρα να δεχθεί ότι η βιώσιμη λύση του κυπριακού είναι προς όφελος της Τουρκίας επειδή της προσφέρει την δυνατότητα έντιμης απαγκίστρωσης από την μακρόχρονη κυπριακή περιπέτειά της. 

Μετά από μια μακρόχρονη πορεία στην οποία συμμετείχαν όλες οι πολιτικές δυνάμεις της Κύπρου και της Ελλάδας το Φθινόπωρο του 2002 φθάσαμε στην βρύση αλλά δεν ήπιαμε νερό: α) Ολοκληρώθηκαν με επιτυχία οι διαπραγματεύσεις ένταξης, β) έγινε αποδεκτό επισήμως στην Ευρώπη ότι η ένταξη της Κύπρου θα γίνει «ανεξαρτήτως λύσεως», γ) έγινε αποδεκτό ότι η πορεία των σχέσεων Τουρκίας-ΕΕ περνάει μέσα από την επίδειξη διαλλακτικότητας και δ) οι περισσότεροι ευρωπαίοι ηγέτες φοβούμενοι την δημιουργία ενός προβληματικού κράτους-μέλους ευνοούσαν μια βιώσιμη λύση συμβατή με την κοινοτική έννομη τάξη. Αυτά τα φοβερά διπλωματικά πλεονεκτήματα τα κατεδάφισαν σε μερικές μέρες μια σειρά ολέθριων λαθών της ελληνικής διπλωματίας: Πρώτο, η ελληνική διπλωματία παρέλειψε να επηρεάσει τον ΓΓ του ΟΗΕ προς την κατεύθυνση υποβολής ενός σχεδίου λύσης που θα ήταν συμβατό με την κοινοτική έννομη τάξη. Δεύτερο, όταν βρετανοί και αμερικανοί παρασκηνιακά επεξεργάστηκαν ένα διχοτομικό σχέδιο παρέλειψε να εμποδίσει τον ΓΓ –όπως είχε κάθε δικαίωμα, επειδή κατά πάγια πρακτική ο ΓΓ είναι εντολοδόχος και όχι εντολέας των εμπλεκομένων μελών μιας διένεξης– από το να υποβάλει προτάσεις που κατ’ ουσίαν ακύρωναν την ένταξη και διχοτομούσαν το νησί. Τρίτο, παρέλειψε να προσπαθήσει να επηρεάσει τους βρετανούς και τους αμερικανούς στην φάση συγγραφής των προτάσεων που τελικά ο κ Αναν υπέβαλε ως προτάσεις του ΟΗΕ. Τέταρτο, παρέλειψε να διαπραγματευτεί με την ίδια την Άγκυρα για να επιχειρήσει να την πείσει ότι συμφέρει όλους να απαγκιστρωθεί η Τουρκία από την κυπριακή περιπέτειά της. Πέμπτο, παρέλειψε να καλλιεργήσει τους φίλια προσκείμενους διπλωματικούς συντελεστές της Ευρώπης και ιδιαίτερα τους θεσμούς αλλά και τους ηγέτες που δεδηλωμένα ευνοούσαν μια βιώσιμη λύση. Τέλος, όταν ο κ Αναν ερήμην μας και αναιρώντας την στρατηγική μας υπέβαλε τις διχοτομικές του προτάσεις οι κρατούντες στην Αθήνα με την βοήθεια του κοσμοπολίτικου ιδεολογικού συνονθυλεύματος διανοουμένων που τους στηρίζουν επιδόθηκαν σε μια πρωτοφανή προσπάθεια να εμφανιστούν οι προτάσεις ως «ιστορική ευκαιρία». Έτσι, συχνά η κυπριακή ιστορία διαστρεβλώθηκε βάναυσα για να εμφανιστούν οι θύτες ως θύματα και εμείς υποχρεωμένοι, δήθεν, να αποδεχτούμε την ιστορική μας μοίρα. Ασκήθηκαν επίσης αφόρητες πιέσεις στην Λευκωσία για να δεχθεί ένα σχέδιο το οποίο θα εγκαθίδρυε πρωτόγνωρες τερατώδεις πολιτειακές δομές, θα κατάστελλε παντοτινά την κυπριακή λαϊκή κυριαρχία, θα καταργούσε παντοτινά την εξωτερική-εσωτερική κυριαρχία και θα έθετε το νησί υπό τον παντοτινό έλεγχο της βρετανικής και τουρκικής στρατηγικής. Είναι ευνόητο, ότι μια τέτοια «διευθέτηση» του κυπριακού δημιουργεί εστία μελλοντικών τριβών και συγκρούσεων που ματαιώνουν κάθε δυνατότητα μακρόχρονης ομαλοποίησης των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας. Τα αίτια αυτών των ολέθριων διπλωματικών λαθών είναι πολλά. Κυρίως όμως οφείλονται στην αφελή πεποίθηση της πολιτικής ηγεσίας της ελλαδικής διπλωματίας των τελευταίων ετών ότι οι αισθητικές σχέσεις υπερτερούν σε σημασία των ουσιαστικών διακρατικών διαπραγματεύσεων. Έτσι, ενώ η Άγκυρα με μεθοδικότητα και αποτελεσματικότητα διαπραγματεύεται στην βάση των συμφερόντων των ενδιαφερομένων κρατών η ελλαδική διπλωματία εγκλωβίστηκε σε αφελείς «φιλίες», γραφικές εκδηλώσεις και άγονες μυστικές συνεννοήσεις που ευνόησαν την στρατηγική της Άγκυρας.

            Έτσι, τον Φεβρουάριο του 2004 εν μέσω προεκλογικού πυρετού και σπασμωδικών κινήσεων και αντιφατικών δηλώσεων των ηγετών της ελλαδικής διπλωματίας –πχ η αργοπορημένη δήλωση του ελλαδίτη Υπουργού εξωτερικών στις 6.2.2004 ότι «επιδιώκει την εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου στην λύση» –, Κύπρος και Ελλάδα σύρονται σε διαπραγματεύσεις που κρίνουν όχι μόνο την μοίρα της Κύπρου και των ελληνοτουρκικών σχέσεων αλλά επιπλέον το μέλλον της Ευρώπης. Πιο συγκεκριμένα, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η Άγκυρα στο παρελθόν απέρριψε το σχέδιο Αναν όχι επειδή δεν την συμφέρει διεθνοπολιτικά και πολιτειακά αλλά επειδή δεν συνέδεε την λύση του κυπριακού με την τουρκική ένταξη. Αυτό επιχειρείται αυτή στιγμή όταν παρουσιάζεται διαλλακτική: Αντιστρέφοντας τις δικές μας διασυνδέσεις, με συμμάχους το Λονδίνο και την Ουάσινγκτον και με την Αθήνα να πιστεύει αφελώς σε καλόπιστες «διεθνείς συμμετοχικές λύσεις», επιχειρείται να χρησιμοποιηθεί η κυπριακή ένταξη ως μέσο εμπλοκής της αδύναμης και εξαρτημένης από τις ΗΠΑ ευρωπαϊκής διπλωματίας σε ανατολίτικα παζάρια ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ. Μια τέτοια πορεία θα είναι μοιραία για την Ευρώπη επειδή θα προσφέρει φοβερά όπλα στους αγγλοαμερικανούς να αποδυναμώσουν τον πολιτικό χαρακτήρα της ΕΕ, να υποτάξουν την διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ακόμη περισσότερο στην ατλαντική λογική και να την κατακερματίσουν σε ποικίλες ταχύτητες συμμετοχής προσαρμοσμένες στα πρότυπα των αγγλικών θέσεων για τις ευρωατλαντικές σχέσεις. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας πορείας, αντί λύσης του κυπριακού και μακρόχρονης σύνδεσης της συμπεριφοράς της Άγκυρας με τις σχέσεις της Τουρκίας με την ΕΕ, και αντί ομαλοποίησης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, οι έλληνες μετατρέπονται σε μοιραίους χειροκροτητές της διαδικασίας αποδυνάμωσης του πολιτικού χαρακτήρα της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στην οποία τόσα πολλά έχουν επενδύσει η Ελλάδα και πολλά άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Στο ίδιο πλαίσιο, οι ευγενείς σκοποί «ευρωπαϊκής επίλυσης του κυπριακού προβλήματος» ματαιώνονται τελεσιδίκως.

            Αν θέλουμε τις μέρες και εβδομάδες που έρχονται η ελληνική διπλωματία να κινηθεί σε ορθολογικούς προσανατολισμούς, απαιτείται έστω και αργοπορημένα να υιοθετηθεί επισήμως η θέση ότι καμιά λύση δεν είναι αποδεκτή αν δεν εφαρμόζει στην Κύπρο την κοινοτική έννομη τάξη. Αν δεν το δεχθούν αυτό οι Τούρκοι τότε μετά την ένταξη έχουμε καιρό να συνεχίσουμε τις διαπραγματεύσεις, πάντοτε όμως στην ίδια ορθολογιστική βάση.

            Καμία εφήμερη πολιτική σκοπιμότητα δεν είναι υπέρτερη του δικαιώματος για κυρίαρχη-ελεύθερη ύπαρξη εκατοντάδων χιλιάδων κυπρίων. Η ελευθερία εκατοντάδων χιλιάδων κυπρίων και το μέλλον της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής δεν πρέπει να υποταχθεί στις συγκριτικά ασήμαντες πολιτικές σκοπιμότητες του εφήμερου πολιτικού αγώνα για θέσεις και αξιώματα στην Ελλάδα. Επειδή όμως οι κρατούντες είναι βυθισμένοι στα λάθη τους το βάρος της ευθύνης πέφτει στα κόμματα της αντιπολίτευσης που θα πρέπει να ενεργήσουν έγκαιρα ούτως ώστε να αποφευχθεί εν μέσω της δίνης των προεκλογικών συγκρούσεων να παγιδευτούν μακρόχρονα η Κύπρος, η Ελλάδα και η ίδια η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

 

Νεοφιλελεύθεροι κατά Φιλελευθέρων

Η Ελλάδα στο στόχαστρο των αιθεροβαμόνων της «νέας μεταεθνικής εποχής»

"Τύπος της Κυριακής" 22.2.2004

 Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής διεθνών σχέσεων-στρατηγικών σπουδών, Πάντειον Πανεπιστήμιο, www.ifestos.edu.gr

 

Η άλωση μιας ολόκληρης παράταξης.

Ανοίγματα ενός σοσιαλιστικού κόμματος προς τον φιλελευθερισμό είναι ένα πράγμα και άλλο η πρόχειρη κατάποση των υποπροϊόντων μιας μεταπρατικής ελληνικής εκδοχής ακραίων νεοφιλελεύθερων θεωρημάτων και συγκεχυμένων κοσμοπολίτικων ιδεολογημάτων. Είναι κατά το πλείστον οι φορείς ενός μέχρι πρόσφατα διάσπαρτου «συνονθυλεύματος κοσμοπολιτών» που κατάφερε σε μερικές μόνο μέρες να αιφνιδιάσει και να αλώσει τους κομματικούς μηχανισμούς ενός μεγάλου κομματικού σχηματισμού, να συσκοτίσει το πολιτικό τοπίο με την γνωστή «επικοινωνιακή καταιγίδα», να παραμυθιάσει εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόρους και να εξοντώσει πολιτικά μια ολόκληρη στρατιά παραδοσιακών ηγετικών στελεχών. Οι επιλογές τους στην οικονομική πολιτική είναι λίγο-πολύ γνωστές και στα εξωτερικά ζητήματα περιγράφονται από θέσεις και απόψεις που ακούστηκαν τα τελευταία χρόνια υπέρ των επεμβάσεων στην Σερβία, στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ και υπέρ της καταστολής της συλλογικής ελευθερίας των κυπρίων. Βασικά, οι θέσεις αυτές ενσαρκώνουν το πιο εξτρεμιστικό και αντιδραστικό ιδεολόγημα εξωτερικής πολιτικής των νεότερων χρόνων, τον νεοφιλελευθερισμό. Πρέπει εν τούτοις να τονιστεί ότι είναι ένα πράγμα ο νεοφιλελευθερισμός ως ηγεμονική στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών και άλλο ο κοσμοπολίτικος νεοφιλελευθερισμός πολιτικών μεταπρατών που οδηγεί στην αποδυνάμωση των λιγότερο ισχυρών κρατών με αποτέλεσμα να καθίστανται εύκολη λεία ηγεμονικών αξιώσεων ισχύος.

            Κατάληψη της εξουσίας από φορείς τέτοιων πολιτικών θέσεων δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους για την ασφάλεια και τα ζωτικά συμφέροντα μιας χώρας. Υπό αυτό το πρίσμα ούτε αθώες ούτε χωρίς συνέπειες είναι οι πολιτικές ανακατατάξεις των τελευταίων εβδομάδων. Η ολιγωρία των παραδοσιακών στελεχών του ΠΑΣΟΚ και η σύγχυση των ημερών προσφέρει την δυνατότητα να συσπειρωθούν και να οργανωθούν το σύνολο των αριστεροδεξιών φορέων νεοφιλελεύθερων και κοσμοπολίτικων παραδοχών. Έτσι, χωρίς έλεγχους και εξισορροπήσεις στήνεται κυριολεκτικά στο πόδι μια επίδοξη εξουσία χωρίς βάσιμες πολιτικές ιδέες, χωρίς πρόγραμμα εξωτερικής πολιτικής και κυρίως χωρίς κάποια επαληθεύσιμη ιδέα ή όραμα για την θέση και τον ρόλο της χώρας στις διεθνείς σχέσεις (παρά μόνο γενικόλογες συνταγές, τις ίδιες στην βάση των οποίων αυτή τη στιγμή διχοτομείται Κύπρος). Οι πλέον αξιοθρήνητοι συνοδοιπόροι αυτού του θεάτρου του παραλόγου, πάντως, είναι τα ιστορικά κομματικά στελέχη που γνωρίζουν πολύ καλά τι σημαίνουν όλα αυτά αλλά για ανερμήνευτους μέχρι στιγμής λόγους χειροκροτούν αμήχανα, εκλογικεύουν ασύστολα γελοιοποιώντας τους εαυτούς τους, χαζοχαρούμενα διανοίγουν τον δρόμο στον δικό τους προαναγγελθέντα πολιτικό αποκεφαλισμό και διευκολύνουν έτσι την ολοκληρωτική άλωση μιας μεγάλης ιστορικής παράταξης.  

Σκιαγράφηση της φιλελεύθερης παράδοσης και σύγκριση με τον νεοφιλελευθερισμό

Ποιες είναι όμως οι διαφορές μεταξύ φιλελευθέρων και νεοφιλελεύθερων; Συντομογραφικά, μεταξύ άλλων, κλασικές αρχές του φιλελευθερισμού είναι, α) οι κοινωνικοπολιτικοί έλεγχοι και εξισορροπήσεις ως προϋπόθεση συλλογικού ορθολογισμού, κοινωνικής ισορροπίας και κοινωνικής σταθερότητας, β) η ανεκτικότητα, ο πλουραλισμός και τα ανθρώπινα δικαιώματα ως προϋποθέσεις πολιτισμένων ενδοκρατικών σχέσεων, γ) ο ανταγωνισμός ως προϋπόθεση οικονομικού ορθολογισμού, οικονομικής αποτελεσματικότητας και ίσων ευκαιριών, δ) η αρχή της πλειοψηφίας ως προϋπόθεση δημοκρατίας, ε) η κοινωνική αλληλεγγύη ως προϋπόθεση συλλογικής πολιτικής συνύπαρξης και στ) η διασφάλιση της ιδιοκτησίας ως θεμέλιο της ελεύθερης αγοράς. Επιπλέον, σ’ όλες τις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες θεωρείται ότι το κοινωνικοπολιτικό οικοδόμημα στέκεται σε στέρεα-υγιή θεμέλια όταν οικοδομούνται διαρκώς η φιλοπατρία και το εθνικό αίσθημα. Το ισχυρό έθνος-κράτος, εξάλλου, θεωρείται θεσμός ελευθερίας και η κρατική κυριαρχία το καθεστώς διεθνούς δικαίου και η προϋπόθεση ειρηνικών και ισόρροπων συναλλαγών μεταξύ των κρατών. Στην πράξη, όμως, υπάρχουν πολλά προβλήματα. Πιο συγκεκριμένα, σε μερικές ισχυρές δυνάμεις με προεξάρχων σήμερα παράδειγμα τις ΗΠΑ –εθνικές αξίες, για παράδειγμα τα ανθρώπινα δικαιώματα και η δημοκρατία, όπως αυτά είναι αντιληπτά στην Αμερική–, εκλογικεύονται ως οικουμενικές δήθεν και κοσμοπολίτικες αξίες με αποτέλεσμα να μετατρέπονται σε ηγεμονικές αξιώσεις ισχύος κύριοι εκπρόσωποι των οποίων είναι όσοι ασπάζονται τις νεοφιλελεύθερες ιδέες εξωτερικής πολιτικής. Πρόκειται για αυτό που οι «πολιτικοί ρεαλιστές» (οι προοδευτικοί δηλαδή διεθνολόγοι) ονομάζουν διεθνοφασισμό και διεθνοσοβινισμό στις διεθνείς σχέσεις. Αντίστροφα, στα αδύναμα και ιδεολογικά ασθενή κράτη αριστερά και δεξιά κοσμοπολίτικα ιδεολογήματα –βασικά λειτουργώντας μεταπρατικά ως ιδεολογικά υποπροϊόντα του νεοφιλελευθερισμού–, συνειδητά ή ασυνείδητα μερικοί υιοθετούν στάσεις και συμπεριφορές που εξυπηρετούν τις πιο πάνω αξιώσεις ηγεμονικής ισχύος.

            Συνοψίζουμε: 1ον) Ο φιλελευθερισμός είναι βάση λειτουργίας των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών. 2ον) Ο νεοφιλελευθερισμός είναι το ιδεολόγημα –ταυτόχρονα κοσμοπολίτικο και ηγεμονικό– που εκδηλώνεται ως αξίωση ηγεμονικής ισχύος. 3ον) Στα ασθενή-αδύναμα κράτη τα πιο ακραία υποπροϊόντα του νεοφιλελευθερισμού και του κοσμοπολίτικου αναρχοαριστερού χώρου συγκλίνουν –συνήθως με μανδύα υποκριτικά, ωραιοποιημένα ή κενού περιεχομένου συνθήματα όπως «νέα εποχή», «παγκόσμια κοινωνία» και μεταεθνική εποχή– με σκοπό α) να υποβαθμίσουν και ενίοτε να καταπολεμήσουν τον θεσμό ελευθερίας του έθνους-κράτους και την αρχή της εθνικής ανεξαρτησίας, β) να καταπολεμήσουν τις ιστορικές παραδόσεις, γ) να υποεκτιμήσουν τον ρόλο των συνόρων και της κρατικής κυριαρχίας στην διεθνή πολιτική, δ) να υπονομεύσουν κάθε ιδέα αντίστασης στον ηγεμονισμό-αναθεωρητισμό και ε) να σχετικοποιήσουν την ανάγκη ανάπτυξης ισόρροπων σχέσεων με τις ισχυρότερες δυνάμεις με μουρμουρητά που υπονοούν πως είναι πεπρωμένο τα λιγότερο ισχυρά κράτη να υποτάσσονται στα πιο ισχυρά. Αυτές οι ιδεολογικές διαστροφές σε ασθενείς κοινωνίες συνήθως συνοδεύονται από ασυναρτησίες και εξτρεμιστικές θέσεις που ακόμη και οι πιο ακραίοι αμερικανοί νεοφιλελεύθεροι δεν θα τολμούσαν να εκστομίσουν.

Στέλιος Ράμφος και οικογένεια-παραδόσεις.

Για να μην αναφερθώ στις ποικίλες θέσεις γνωστών πολιτικών προσώπων για τους βομβαρδισμούς των Βαλκανίων και την εισβολή στο Ιράκ, θα μπορούσα να θίξω ένα μόνο χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός γνωστού και τα τελευταία χρόνια μεταλλαγμένου –σε σχέση με προγενέστερες θέσεις του– φιλοσόφου, του Στέλιου Ράμφου. Μεταξύ πολλών άλλων, υποστήριξε πως στο σύγχρονο κράτος «αντιστέκονται σθεναρά οι συλλογικές μας ψυχές και οι μικροθεσμοί μας, με πρώτη την οικογένεια, μια ταυτότητα η οποία ριζώνει στα καθηλωμένα σύμβολα της παραδόσεως και στο βίωμά τους. Σε τέτοιους ογκόλιθους πατούν οι νεοελληνικές αδράνειες» («Έμφαση», 2001, σ. 99) . Είναι σαφές ότι στόχος αυτών των εταιρικών-αιρετικών και ακραίων αντιλήψεων είναι ο θεσμός της οικογένειας που πάντοτε αποτελούσε τον πυρήνα κάθε κοινωνικής οργάνωσης και η ετερότητα των παραδόσεων που παντού και πάντοτε συνιστά το κοσμοθεωρητικό υπόβαθρο κάθε κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης. Πως όπως ο ίδιος στοχαστής, τοποθετείται στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής; Με αφορμή το κυπριακό και το σχέδιο Αναν, ο Στέλιος Ράμφος συνόψισε την κρατούσα αντίληψη του «κοσμοπολίτικου συνονθυλεύματος» με χαρακτηριστικό τρόπο. Παραθέτω τα λόγια του σε επιφυλλίδα του στις 8.12.2002 παρεμβάλλονται μερικά δικά μου ταπεινά σχόλια:

Συμβιβασμός και η (νέα) «μεταεθνική» εποχή:

Ράμφος: «Συμβιβασμός είναι η σοφία της περιορισμένης δυνατότητας». Σχόλιο: Για την αδυναμία της Ελλάδας και της Κύπρου εργάστηκαν σκληρά όσοι επί μακρόν καταπολεμούσαν την ανάγκη ισορροπίας δυνάμεων και την οικοδόμηση μιας αξιόπιστης αποτρεπτικής στρατηγικής. Το ίδιο σύστημα ιδεών σήμερα, παροτρύνει την καταστολή της συλλογικής ελευθερίας εκατοντάδων χιλιάδων κυπρίων. Ράμφος: «Ο καλός διαπραγματευτής λαμβάνει υπ’ όψιν και το συμφέρον του άλλου. Κερδίζει εν τέλει στον συμβιβασμό όποιος δεν κυνηγά την νίκη. Να σκεφτούμε τον συμβιβασμό ως υποχρεωτική ανιδιοτέλεια. Το σχέδιο Αναν χαράζει δύσκολα τον δρόμο της καθάρσεως στα πλαίσια ενός μεταεθνικού Εγώ που σκεπάζει και λειαίνει το αγκαθωτό εθνικό εγώ». Σχόλιο: Υποστηρίζεται λοιπόν πως δεν πρέπει να αντιστεκόμαστε στην παραβίαση του διεθνούς δικαίου, πως η ανατροπή των τετελεσμένων της βίας δεν πρέπει να αποτελεί στόχο και πως το συμφέρον του επιτιθέμενου «Άλλου» πρέπει να καθοδηγεί σκοπούς και στόχους. Η εθνική ανεξαρτησία, η άμυνα στον αναθεωρητισμό και η λαϊκή κυριαρχία, επίσης, αυθαίρετα υπονοείται ότι αποτελεί «αγκαθωτό εθνικό εγώ». Ερωτάται: Πώς θα έμοιαζε ο κόσμος αν τα κράτη υιοθετούσαν αυτές τις ασυναρτησίες περί «μεταεθνικής εποχής» και «εθνικού εγώ»;. Τι θα σήμαιναν άραγε όλα αυτά εάν οι ημέτεροι μαθητευόμενοι μάγοι μετά τη Κύπρο τους δοθεί η ευκαιρία να μετατρέψουν την Θράκη και το Αιγαίο σε νέα ηγεμονικά πειραματόζωα της μεταεθνικής εποχής; «Νέα μεταεθνική εποχή» και το εθνικό κράτοςΡάμφος: «Στο υπερεθνικό ή μεταεθνικό πνεύμα των καιρών, λογική του σχεδίου Αναν είναι η λογική της νέας εποχής που διανύουμε, μιας εποχής η οποία αφομοιώνει υπερβατικά προηγούμενες εμπειρίες στενώσεων, όπως εκείνη του εθνικού κράτους. [Το κρατίδιο που πρότεινε ο Αναν στην Κύπρο] δεν είναι ένα εθνικό μόρφωμα αλλά ένα μεταεθνικό [κοινό κράτος]». «Στην παγκοσμιοποιημένη υφήλιο της μιας εποχής και των μειωμένης ισχύος κρατών που την περιβάλλουν, το κενό της απουσίας ετέρων δυνάμεων ενθαρρύνει την επιθυμία συμμετοχής σε μια ομάδα ευνοουμένων. Στην μεταεθνική εποχή, το εθνικό κράτος προστατεύει ενδεχομένως τις μειονότητες χωρίς ωστόσο να αναλαμβάνει την ευθύνη του για να τις θέσει σε ίση μοίρα με την δική του πλειοψηφία». Σχόλιο: Χαρακτηριστικό παράδειγμα της «νέας εποχής» ευνοούμενων της «μιας δυνάμεως» είναι οι πρόθυμοι υποστηρικτές των παράνομων επιθέσεων κατά της Σερβίας το 1999 και κατά του Ιράκ το 2003. Το ιδεολόγημα περί «μεταεθνικής (νέας) εποχής», «μεταεθνικού κράτους» και σχέσεων μειονότητας-πλειονότητας, όπως κατανοεί κάθε αναγνώστης, πρόκειται περί εφευρήματος εξόχως ελληνικού, το οποίο αν εφαρμοζόταν θα μετέτρεπε τον κόσμο σε αρένα τριβών και συγκρούσεων. Η αρχή πάντως γίνεται στην Κύπρο και αυτό στέφεται ως «επιτυχία εξωτερικής πολιτικής» που καταξιώνει τους δράστες για νέα εντολή διακυβέρνησης.

            Αν λοιπόν αυτή είναι η ιδεολογία που προτείνεται στις 7.3.2002, οι έλληνες καλούνται να υπερψηφίσουν πολιτικές που θα μπορούσαν να καταλύσουν το κράτος που με τόσο κόπο έκτιζαν από το 1821 μέχρι σήμερα. Το διακύβευμα, βασικά, είναι η εθνική ανεξαρτησία. Ήδη, ένα ελληνικό κράτος, η Κύπρος, κατεδαφίζεται αυτή τη στιγμή μπροστά στα μάτια μας και κάποιοι με προπέτεια το θεωρούν ως πολιτική επιτυχία. Αν δεν προσέξουμε έπεται το ελλαδικό κράτος. Αυτό που χρειάζεται είναι να υπερψηφιστούν εκείνες οι δυνάμεις που θα επιτύχουν μια ευρεία κοινωνική συναίνεση γύρω από μια ορθολογιστική εθνική στρατηγική η οποία θα βασίζεται στο εθνικό συμφέρον, στις συμμαχίες, στο διεθνές δίκαιο, στην συλλογική ασφάλεια, στην ειρηνική επίλυση των διαφορών, στον συμβιβασμό επί μη ζωτικών συμφερόντων, στην άρνηση συμβιβασμού επί κυριαρχικών ζητημάτων και στην αποτρεπτική στρατηγική για να διασφαλίζεται η άμυνα της επικράτειας και η δυνατότητα ισόρροπων διαπραγματεύσεων.

ΚΥΠΡΙΑΚΟ: ΔΥΣΚΟΛΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΑΜΕΣΩΣ ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ

Παναγιώτης Ήφαιστος

"Τύπος της Κυριακής" 29.2.2004

Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων-στρατηγικών σπουδών και Έδρας Jean Monnet για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση, Πάντειον Πανεπιστήμιο, www.ifestos.edu.gr

 Εκατοντάδες δημοσιογράφοι στην Κύπρο παρακολουθούν την έκβαση των διαπραγματεύσεων επίλυσης του κυπριακού. Στην Αθήνα όπου οι εκλογές προκηρύχθηκαν με δικαιολογία τις εξελίξεις του κυπριακού δεν ακούεται τίποτα. Χαρακτηριστικό του κλίματος είναι όταν συχνά δημοσιογράφοι στις συζητήσεις διακόπτουν απότομα τους συνομιλητές τους λέγοντάς τους ότι το κυπριακό δεν θα κρίνει το εκλογικό αποτέλεσμα επειδή, δήθεων, δεν ενδιαφέρει τον μέσο πολίτη. Το κυπριακό στην παρούσα φάση αναλύθηκε από αυτή την στήλη επανειλημμένα και γι’ αυτό δεν θα αναφερθώ σε λεπτομέρειες. Αυτό στο οποίο αξίζει να εστιάσουμε την προσοχή μας είναι νομίζω τα διλήμματα και τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση. Το πιθανότερο ενδεχόμενο είναι μετά το πέρας των διαπραγματεύσεων να γίνουν δύο ξεχωριστά δημοψηφίσματα. Δύο είναι τα πιθανά σενάρια.

 Κατά πρώτον, αν και στην παρούσα φάση οι δημοσκοπήσεις φέρουν την συντριπτική πλειονότητα των κυπρίων εναντίον του σχεδίου Αναν, οι κύπριοι μπροστά στα εκβιαστικά διλήμματα, τις απειλές και τις πιέσεις, ενδέχεται να ψηφίζουν κατά πλειοψηφία θετικά υπέρ των προτάσεων όπως θα οριστικοποιηθούν από τον Κόφι Αναν. Κατ’ αρχάς, η νέα κυβέρνηση της Ελλάδας θα πρέπει να διαπραγματευτεί τα ζητήματα εγγυήσεως ως προς τα οποία οι Τούρκοι ήδη τηρούν άκαμπτη και αδιάλλακτη στάση. Εάν και αυτό ξεπεραστεί, καταλύεται η Κυπριακή Δημοκρατία και έτσι επιβάλλεται η διχοτόμηση που επί δεκαετίες οι έλληνες αρνούνταν. Αν και επιμελώς αποσιωπήθηκε τι ακριβώς σημαίνει μια τέτοια εξέλιξη, η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει πλέον μια κατάσταση όπου εκατοντάδες χιλιάδες ομοεθνείς, οι οποίοι από το 1960 μέχρι σήμερα διέθεταν το δικό τους κράτος, θα εγκλωβιστούν σ’ ένα πρωτόγνωρο υβριδικό κρατίδιο όπου ακόμη και η παραμικρή απόφαση θα πρέπει να περνά από τέσσερα έως πέντε κύματα ομόφωνων αποφάσεων μεταξύ τουρκοκυπρίων και ελληνοκυπρίων. Εάν δεν συμφωνούν –δηλαδή εξ ορισμού σχεδόν πάντα– δικαστήριο αποτελούμενο από 3 τουρκοκύπριους, δύο ελληνοκύπριους και τρις ξένους θα αποφασίζει στο όνομα των κυπρίων. Έτσι, το έξωθεν επιβληθέν «Σύνταγμα» θα καταργεί την λαϊκή κυριαρχία των κυπρίων στο όνομα των οποίων θα αποφασίζουν άλλοι.

            Αναπόδραστα οι συνέπειες θα είναι πολλές και άμεσες. Μεταξύ άλλων: 1) Οι κύπριοι θα αισθάνονται ότι περίπου βρίσκονται σε κράτος που θα μοιάζει περισσότερο με σωφρονιστικό ίδρυμα και λιγότερο με ευρωπαϊκή πολιτεία που είναι αυτή τη στιγμή. Η «Ενωμένη Κύπρος», εξάλλου, όπως θα ονομάζεται, θα είναι εκ των πραγμάτων ένα κράτος-μη μέλος της ΕΕ. 2) Η Κυπριακή Δημοκρατία, εδραία και ισχυρή σήμερα, δεν θα υπάρχει πλέον και οποιοσδήποτε μπορεί να κατανοήσει τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την κυπριακή οικονομία που σήμερα είναι μια από τις πιο εύρωστες της Ευρώπης. 3) Η μαζική φυγή των κυπρίων από το νησί πρέπει να θεωρείται βεβαία με όλες τις ευνόητες συνέπειες. Πιθανότατα, όπως συνέβηκε στην Ίμβρο, Τένεδο και Κωνσταντινούπολη θα είναι η αρχή του (πολύ σύντομου) τέλους της τρισχιλιετούς παρουσίας του ελληνισμού στην Κύπρο. Πολλοί από τους κύπριους που θα μείνουν στο νησί, όπως και πάλιν συνέβηκε συχνά στην ελληνική ιστορία σε ανάλογες περιστάσεις, θα μηδίσουν πριν αφομοιωθούν πλήρως στο αδηφάγο τουρκικό κράτος. 4) Βραχυχρόνια και πριν συμβούν αυτά, τόσο μεταξύ τούρκων-ελλήνων όσο και μεταξύ ελλήνων-ελλήνων που μηδίζουν αναπόδραστα θα υπάρξουν τριβές και συγκρούσεις. Ουσιαστικά, όλοι οι αξιοπρεπείς έλληνες της Κύπρου (δηλαδή η συντριπτική πλειονότητα) είτε θα φύγουν από το νησί είτε θα αντιδρούν και θα διώκονται επειδή δεν θα «συμμορφώνονται» στις φασιστοειδείς δομές βρετανοανανικής έμπνευσης. Συναφώς, τα κοινωνικοπολιτικά συστήματα ποτέ δεν ήταν προϊόντα δοκιμαστικών σωλήνων έξωθεν διεστραμμένων επινοήσεων: Η ιστορία διδάσκει ότι πάντοτε όλα τα κράτη οφείλουν την ύπαρξή τους σε μια αρχική αξίωση ελευθερίας πολιτισμικά ομοιογενών ανρθώπινων οντοτήτων και εάν και όταν κερδηθεί η πολιτική κυριαρχία οι κοινωνίες τους αρχίζουν μια μακρόχρονη πορεία σφυρηλάτησης, διαμόρφωσης και σταθεροποίησης βιώσιμων καθεστωτικών δομών, δηλαδή θεσμών και συλλογικού κατ’ αλήθειαν βίου με τα οποία είναι προικισμένο κάθε βιώσιμο κυρίαρχο κράτος. Είναι αστείο ακόμη και να σκεφτεί κάποιος ότι θα δημιουργηθεί μια νέα βιώσιμη κυπριακή πολιτεία στη βάση των διαστρεμμένων κοσμοπολίτικων επινοήσεων που θέλουν να εγκαθιδρύσουν εκ του μηδενός ένα εθνικά-ρατσιστικά διχασμένο και μη δημοκρατικά δομημένο κρατίδιο. Εν τούτοις, προς τα εκεί οδηγούν τα πράγματα λόγω ολέθριων λαθών της ελληνικής διπλωματίας. 5) Επειδή οι τούρκοι ηγέτες συνηθίζουν να μας προειδοποιούν τι μας περιμένει, ήδη ο τούρκος υπουργός εξωτερικών δήλωσε ότι πολλές πρόνοιες του σχεδίου Αναν δεν θα ισχύουν στο νέο κράτος μέχρι να εισέλθει η Τουρκία στην ΕΕ. Με πιο απλά λόγια, Κύπρος, Ελλάδα αλλά και Ευρώπη θα είναι υποχρεωμένες να συμμορφώνονται στις τουρκικές αξιώσεις όποτε η Άγκυρα κρίνει σκόπιμο να προχωρήσει σε στρατιωτικούς και διπλωματικούς εκβιασμούς. Το μέσο θα είναι το ούτως ή άλλως προβληματικό κυπριακό κρατίδιο στο οποίο η Άγκυρα φρόντισε να υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες εγκάθετοί της (οι έποικοι, που είναι ήδη η πλειονότητα των κατοίκων των κατεχομένων και οι οποίοι δεν αποχωρούν). Άποψή μου είναι ότι αυτές οι καταστροφικές συνέπειες είναι πλέον αναπόφευκτες αν δεχτούμε να αρχίσει η εφαρμογή των ιδεών Αναν και δυστυχώς οι περισσότεροι πολιτικοί ηγέτες που συμμετέχουν στον προεκλογικό αγώνα δεν κατανοούν την δύσκολη θέση της χώρας και των κυπρίων ομοεθνών εάν αρχίσει αυτό το πρωτοφανές πολιτειακό πείραμα το οποίο όπως γίνεται σαφές καμιά απολύτως δυνατότητα δεν έχει να επιτύχει.      

 Τα πιο πάνω θα ισχύουν αν τελικά δεχτούμε το σχέδιο Αναν ως έχει και οι κύπριοι εκβιαστούν να το υπερψηφίσουν. Τι συμβαίνει όμως είτε στην περίπτωση που θα διακοπούν οι διαπραγματεύσεις είτε στην περίπτωση που μια από τις δύο πλευρές ή και οι δύο καταψηφίσει το δημοψήφισμα; Τι θα σημαίνει μια τέτοια εξέλιξη για την νέα ελληνική κυβέρνησης; Η γνώμη που εκφράσαμε από αυτή εδώ την στήλη επανειλημμένα τις τελευταίες εβδομάδες είναι ότι το 2002-3 και επειδή η Κύπρος είχε ήδη καταστεί πλήρες μέλος (οριστικοποίηση των διαπραγματεύσεων, υπογραφή της Πράξης Προσχώρησης και πρόσφατα επικύρωσή της από τα κοινοβούλια), αντί αβρόχοις ποσί να δεχθούν τις διχοτομικές προτάσεις που εκκολάφθηκαν στο βρετανικό υπουργείο εξωτερικών και υποβλήθηκαν δια στόματος του ΓΓ του ΟΗΕ, η Λευκωσία και η Αθήνα έπρεπε να είχαν δώσει μια μεγάλη διπλωματική μάχη. Θέση –αναμφίβολα θα ήταν ευκολότερο να είχε υιοθετηθεί πριν ενάμιση χρόνο απ’ ότι είναι τώρα– έπρεπε να είναι ότι οι προτάσεις του ΟΗΕ επιβαλλόταν να είναι συμβατές με την κοινοτική έννομη τάξη και τον κοινοτικό πολιτικό πολιτισμό γιατί έτσι μόνο θα είχαμε ένα βιώσιμο κράτος. Αυτό σήμαινε ενοποίηση του νησιού, αποστρατικοποίηση, ανάληψη ρόλου από την ΕΕ στα ζητήματα ασφαλείας και «στρατηγικές διαπραγματεύσεις» μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας, Ευρώπης-Τουρκίας και άλλων κρατών για τα υπόλοιπα ζητήματα που αφορούν τις διεθνοπολιτικές πτυχές του κυπριακού.

            Αναμφίβολα, η εξεύρεση μιας βιώσιμης λύσης του κυπριακού και ταυτόχρονα η επανένωση του νησιού ποτέ δεν ήταν εύκολη και ούτε θα είναι εύκολη εάν όντως τα πράγματα οδηγηθούν σε αδιέξοδο τις προσεχείς εβδομάδες. Όσο δύσκολες και να είναι οι επιλογές, όμως, θα μας πρόσφερε μια νέα ευκαιρία για να δώσουμε την διπλωματική μάχη που δυστυχώς δεν δόθηκε το 2002-3. Επιπλέον, αποφεύγουμε την σίγουρη διχοτόμηση και κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας που θα έχουμε στις 2 Μαίου αν τελικά αρχίσει να εφαρμόζεται το σχέδιο Αναν. Επιπλέον, ο χρόνος θα αρχίσει να τρέχει ενάντια στα τουρκικά συμφέροντα. Εκτός του ότι η Τουρκία θα κατέχει ευρωπαϊκό έδαφος, θα αναπτυσσόταν αφόρητη πίεση πάνω στους στρατοκράτες της Άγκυρας λόγω πίεσης των τουρκοκυπρίων και θα οδηγούσε κάποια στιγμή σε επανένωση των δύο κομματιών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σε κάθε περίπτωση, αν και αυτό θα ήταν το πιθανότερο ενδεχόμενο, για τις Κασάνδρες αντιτάσσεται το γεγονός ότι ακόμη και στο χειρότερο ενδεχόμενο –δηλαδή μη επίδειξη ορθολογιστικής συμπεριφοράς εκ μέρους της Άγκυρας και μη επίλυση του κυπριακού στο εγγύς μέλλον– αποκλείεται να συμβεί κάτι επαχθέστερο απ’ ότι προτείνεται με το σχέδιο Αναν. Δηλαδή: Η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η παντοτινή τουρκοβρετανική επικυριαρχία, ο εγκλωβισμός των κυπρίων στις δομές ενός πολιτειακού τερατουργήματος και οι αναπόφευκτες τριβές Ελλάδας-Τουρκίας στο πολύ προσεχές μέλλον.

            Σ’ αυτές επομένως τις περιστάσεις θα βρεθούμε σε μερικούς μήνες αν μια από τις δύο πλευρές απορρίψει το σχέδιο στο δημοψήφισμα ή εάν ενωρίτερα οι διαπραγματεύσεις καταρρεύσουν. Για να το θέσουμε διαφορετικά, αν και τα πράγματα ποτέ δεν ήταν εύκολα, η νέα κυβέρνηση, θα έχει μπροστά της μια νέα ευκαιρία για να διεξάγει ορθολογιστικές διαπραγματεύσεις βιώσιμης και λειτουργικής λύσης του κυπριακού. Κατά κάποιο τρόπο, θα πρέπει να προσπαθήσει να επανορθώσει τα ολέθρια λάθη και τις παραλήψεις της ελληνικής κυβέρνησης των δύο τελευταίων ετών όταν αμαχητί δέχτηκε την διχοτόμηση της Κύπρου με το να αποδεχθεί το σχέδιο Αναν ως «ιστορική ευκαιρία» και με το να πιέσει αφόρητα τους κύπριους να το υπογράψουν. Επειδή και στις δύο περιπτώσεις που περιγράψαμε πιο πάνω η νέα κυβέρνηση θα έχει να αντιμετωπίσει δύσκολα προβλήματα που δημιούργησε η ολέθρια διπλωματική τακτική των κυβερνώντων τα δύο τελευταία χρόνια, θα πρέπει από τώρα να προετοιμάζεται. Ενδεχομένως θα πρέπει, επίσης, να δηλώσει από την επομένη μιας νικηφόρας έκβασης των εκλογών ότι δεσμεύεται μόνο από μια βιώσιμη και λειτουργική λύση του Κυπριακού. Θυμίζω ότι σε πολύ πιο δύσκολους καιρούς ο Ανδρέας Παπανδρέου απέκλεισε το ενδεχόμενο η Ελλάδα να δεχθεί μια μη βιώσιμη λύση την οποία λόγω εκβιασμών και φόβου οι κύπριοι ενδεχομένως θα δέχονταν. Όπως όλοι γνωρίζουμε, «στην ιστορία των λαών δικαιώνονται οι Προμηθείς και ποτέ οι Επιμηθείς».

Νεοφιλελευθερισμός: ένα ιδεολόγημα χωρίς μέλλον

Παναγιώτης Ήφαιστος

"Απογευματινή", 29.2.2004

Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων-Στρατηγικών σπουδών και Έδρας Jean Monnet για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση, Πάντειον Πανεπιστήμιο

 

Το πιο πολυσυζητημένο ζήτημα αυτών των εκλογών είναι η διαφορά φιλελευθέρων και νεοφιλελεύθερων. Ποια είναι όμως η διαφορά και μάλιστα στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής; Βασικές αρχές του κλασικού φιλελευθερισμού είναι οι κοινωνικοπολιτικοί έλεγχοι και εξισορροπήσεις, η ανεκτικότητα, ο πλουραλισμός και ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως προϋποθέσεις ενός βιώσιμου και δίκαιο ενδοκρατικού συστήματος. Σ’ αυτά προστίθενται η ανάγκη υγιούς ανταγωνισμού, η κοινωνική αλληλεγγύη, η διασφάλιση της ιδιοκτησίας και ασφαλώς η αρχή της πλειοψηφίας σ’ όλα τα επίπεδα λήψεως αποφάσεων ενός κράτους. Στις διεθνείς σχέσεις, ο κλασικός φιλελευθερισμός υπερασπιζόταν την αυτοδιάθεση των λαών, την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου, την ανάπτυξη των διεθνών θεσμών και την δημιουργία των θεσμικών και πολιτικών προϋποθέσεων ελεύθερου διεθνούς εμπορίου.

            Τις δύο τελευταίες δεκαετίες, όμως, βλέπουμε να αναδεικνύεται ένα περίεργο νέο μίγμα ηγεμονικών αξιώσεων, θεοποίησης της ελεύθερης αγοράς στις ενδοκρατικές και διακρατικές σχέσεις και δαρβινιστικών παραδοχών που στην μεταψυχροπολεμική εποχή συνοψίστηκαν από το νεοφιλελεύθερο θεώρημα της θεωρίας διεθνών σχέσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι από τους 5-6 κορυφαίους νεοφιλελεύθερους διεθνολόγους, τουλάχιστον τρις τα τελευταία δέκα χρόνια κατείχαν ανώτατες θέσεις στο στερέωμα της αμερικανικής διπλωματίας. Αν θα μπορούσε να συνοψιστεί σε μερικές μόνο γραμμές αυτό το θεώρημα θα αναφέραμε την προσπάθεια μετατροπής της υπόθεσης των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και της «δημοκρατίας» ως εργαλεία αξιώσεων ισχύος του αμερικανικού ηγεμονισμού με σαφή σκοπό –που αποκαλύφθηκε σε όλη του την έκταση κατά τη διάρκεια της κρίσης του Ιράκ το 2003– την προώθηση των αμερικανικών συμφερόντων σε γραμμές αυτού που εμείς οι διεθνολόγοι ορίζουμε ως ιμπεριαλισμό (καταχρηστική απόκτηση ή έλεγχος πλουτοπαραγωγικών πόρων και άλλων συντελεστών ισχύος εκτός των κρατικών συνόρων μιας δύναμης).

            Αρχικά την δεκαετία του 1980, η δήθεν πολιτικά αθώα νεοφιλελεύθερη θέση υπέρ της ενίσχυσης των διεθνών θεσμών που όπως υποστηριζόταν θα βρισκόταν υπό την «ήπια αμερικανική ηγεμονική διαχείριση» (γιατί δήθεν «τα αγγλοσαξονικά καθεστωτικά πρότυπα και διοικητικές προσεγγίσεις είναι οι καλύτερες»), μετατράπηκε την δεκαετία του 1990 σε ανεξέλεγκτο παρεμβατισμό και τελικά οι νεοφιλελεύθερες ιδέες έβγαλαν όλα τα προσωπεία και υποστήριξαν ότι: 1ον) Οι διεθνείς θεσμοί είτε θα είναι εργαλεία της αμερικανικής ισχύος είτε θα παραμερίζονται. 2ον) Το διεθνές δίκαιο δεν μετράει για τις μεγάλες δυνάμεις επειδή «ο ισχυρός πρέπει», δήθεν, «να επιβάλλει ότι του επιτρέπει η δύναμή του». 3ον) Δεν υπάρχει ανεκτικότητα για τα άλλα καθεστωτικά πρότυπα και διακηρυγμένος απώτερος σκοπός είναι πλέον ο μετασχηματισμός των άλλων κοινωνιών ομοιώματα του αμερικανικού πολιτικού συστήματος που αυτονόητα θα εξυπηρετούν τα συμφέροντά του. 4ον) Έτσι πήρε σταδιακά σάρκα και οστά η ύστερη εκδοχή του «πεπρωμένου του έθνους», ενός δηλαδή νέου επαναστατικού ιδεολογήματος υπέρ της επιθετικής διάδοσης των αμερικανικών εθνικών αξιών στον υπόλοιπο κόσμο. Πρόκειται γι’ αυτό που πολλοί σοβαροί διεθνολόγοι ονομάζουν «διεθνοφασισμό» ή «διεθνοσοβινισμό» (Hans Morgenthau), χαρακτηριστικό των επαναστατικών αξιώσεων των εκάστοτε ισχυρών κρατών του ιστορικού γίγνεσθαι. Όμως αναφέρθηκε πιο πάνω, με ισοπεδωτικό, ύπουλο και υποκριτικό τρόπο τα ανθρώπινα δικαιώματα και η δημοκρατία εκλογικεύονται ως οικουμενικές δήθεν και κοσμοπολίτικες αξίες με αποτέλεσμα να μετατρέπονται σε ηγεμονικές αξιώσεις ισχύος κύριοι εκπρόσωποι των οποίων είναι όσοι συνειδητά ασπάζονται τις πιο πάνω νεοφιλελεύθερες ιδέες εξωτερικής πολιτικής.

            Θα πρέπει να τονιστεί πάντως, ότι αντίθετες φωνές και μάλιστα ισχυρές υπάρχουν στις ίδιες της ΗΠΑ (στον χώρο των διεθνών σχέσεων είναι οι «πολιτικοί ρεαλιστές» και στον χώρο της φιλοσοφίας του δικαίου στοχαστές όπως ο ταγός του κλασικού φιλελευθερισμού John Rawls. Θα πρέπει να τονιστεί επίσης ότι δεν είναι τυχαίο πως οι πιο φανατικοί κράχτες των νεοφιλελεύθερων θεωρημάτων-ιδεολογημάτων είναι τα στοχαστικά και πολιτικά υποπροϊόντα του νεοφιλελευθερισμού σε λιγότερο ισχυρά κράτη. Όπως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, συνήθως είναι «βασιλικότερα του βασιλέα», φανατικότερα των ίδιων των αμερικανών και συχνά ασυνάρτητα σε βαθμό που δεν εκφράζουν ούτε τον φιλελευθερισμό, ούτε τον νεοφιλελευθερισμό αλλά μόνο την δική τους προσωπική αγωνία να προσεχθούν από τον εκάστοτε αμερικανό πρέσβη στην πρωτεύουσα του κράτους τους. Εκδηλώνονται επίσης ως φανατικοί φορείς ακραίων κοσμοπολίτικων ιδεών που απορρίπτουν ή υποτιμούν τις παραδόσεις μιας κοινωνίας, τις ιστορικές της μνήμες, τους τοπικούς πολιτισμούς και την κρατική κυριαρχία. Έτσι, η παγκοσμιοποίηση θεοποιείται, η διπλωματία των ισχυρών κρατών μπαίνει στο απυρόβλητο και οι μη συμμορφούμενοι με τις κλασικές ηγεμονικές αξιώσεις στιγματίζονται με ποικίλα κοσμητικά επίθετα που δεν αντέχουν σε σοβαρή συζήτηση. Οι φορείς τέτοιων ιδεών είναι σε κάθε περίπτωση αξιοθρήνητοι μεταπράτες ακραίων ιδεών που δεν έχουν μέλλον ούτε ακόμη και στις Ηνωμένες Πολιτείες εκτός και αν οι ηγεμονικές αξιώσεις θα είναι ο μπούσουλας της μελλοντικής αρχιτεκτονικής του κόσμου και οι χωρίς κοινωνική ευαισθησία οικονομικές πολιτικές θα είναι η κυρίαρχη ιδεολογία στον κόσμο. Η δική μας ανάγνωση της ιστορίας είναι ότι πρόκειται για αναχρονιστικά δονκιχωτικά ιδεολογήματα χωρίς μέλλον. Η ιστορία διδάσκει ότι παρά το γεγονός πως οι ηγεμονικές αξιώσεις προκαλούν ζημιές και καταστροφές βραχυπρόθεσμα –ιδιαίτερα στις ευκολόπιστες και ασθενείς κοινωνίες– τελικά υπερτερούν οι αμάχητες αξιώσεις συλλογικής ελευθερίας, δηλαδή οι αξιώσεις των επιμέρους κοινωνιών για  ανεξαρτησία-κυριαρχία. Αν και αυτές αξιώσεις είναι ακόμη ευάλωτες λόγω αιτιών πολέμου, έχουν εν τούτοις «καταγραφεί ιστορικά» ως οι θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου, δηλαδή της μη επέμβασης, του δικαιώματος εσωτερικής αυτοδιάθεσης και της διακρατικής ισοτιμίας. Μέχρι να έλθει η στιγμή να εφαρμοστούν, είναι νομίζω φανερό ποια είναι η ηθικά βάσιμη στάση κάθε πολιτισμένου ανθρώπου.

 

Αναζητώντας ελληνική κοσμοθεωρία …

«Τύπος της Κυριακής» 7.3.2004

Παναγιώτης Ήφαιστος

Στις σημερινές εκλογές, ουσιαστικά, συγκρούεται ο πολιτικός ορθολογισμός με τον πολιτικό ανορθολογισμό. Στην μια πλευρά βρίσκεται το θέατρο του πολιτικού παραλόγου: Ένα κόμμα σε πλήρη μετάβαση προς άγνωστο προσανατολισμό του οποίου ο άνωθεν διορισθείς αρχηγός επιβλήθηκε αβρόχοις ποσί, ένα όνομα που έπρεπε να αλλάξει αλλά η απόφαση αναβλήθηκε για αργότερα, έναν απερχόμενο πρωθυπουργό ο οποίος αντί να κάνει απολογισμό του έργου του βασικά κρυβόταν, ένα στρατό αξιοθρήνητων παραδοσιακών στελεχών να χειροκροτούν αμήχανα τον προαναγγελθέντα πολιτικό αποκεφαλισμό τους, ένα μεγάλο πλήθος κρατικοδίαιτων στελεχών να αγωνιούν για τα προνόμιά τους και μια πολιτικοοικονομική και επικοινωνιακή διαπλοκή να αδυνατεί να αντιληφθεί ότι μια κοινωνία δεν μπορεί να εμπαίζεται διαπαντός. Είναι επιπλέον ένα κόμμα σε μετάβαση το οποίον πέραν του προαναγγελθέντος αποκεφαλισμού όλων των παραδοσιακών στελεχών έδωσε το στίγμα της μελλοντικής του πορείας με την προσχώρηση του πιο απίθανου ιδεολογικοπολιτικού συνονθυλεύματος: πρώην αναρχικοί, άτομα γνωστών αναρχοαντιθρησκευτικών παραδοχών, κοσμοπολίτες ανεπανάληπτης πνευματικής σύγχυσης και αμφιλεγόμενες προσωπικότητες ακραίων-συντηρητικών νεοφιλελεύθερων παραδοχών. Ασφαλώς, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αν σε οποιοδήποτε κράτος του κόσμου η πολιτειακή εξουσία καταληφθεί από τέτοιες δυνάμεις η χώρα κινδυνεύει να αποδυναμωθεί, να συρρικνωθεί ή ακόμη και να διασπαστεί-διαλυθεί. Συνολικά ο νέος πολιτικός σχηματισμός προϊόν «επικοινωνιακής καταιγίδας» και άνωθεν διορισμών ενσαρκώνει σχεδόν πλήρως αυτό που ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε πει πριν μια περίπου δεκαετία εισάγοντας τον όρο «εξωελληνική νοοτροπία», ο οποίος υπήρξε η αφορμή να συγγράψει ο υπογράφων βιβλίο με αυτό τον τίτλο. Ευθέως ή με λανθάνοντα τρόπο, η «εξωελληνική νοοτροπία» ως όρος, αναφέρεται στα πολιτικά και στοχαστικά ελίτ τα οποία εκφράζουν ιδεολογικές και φιλοσοφικές επιφυλάξεις ως προς το κατά πόσον το ελληνικό εθνικό συμφέρον προηγείται ή έπεται σκοπιμοτήτων και κριτηρίων διεθνιστικού-κοσμοπολίτικού χαρακτήρα. Καλλιεργούνται έτσι θολά και νεφελώδη πολιτικά διλήμματα για τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, στηρίζονται συστηματικά συμπεριφορές και ενέργειες που εκλαμβάνουν ως δεδομένη την ύπαρξη ελληνικής μειονεξίας που δημιουργεί, δήθεν, αναγκαιότητα υποχωρήσεων επί θεμάτων κυριαρχίας και υποστηρίζεται η θέση ότι ο στόχος ισόρροπων σχέσεων με τα ισχυρότερα κράτη, είναι, δήθεν ανέφικτος. Τέτοιες στάσεις και νοοτροπίες, ασφαλώς, είναι ανορθολογικές. Λογικά οι έλληνες πολίτες  σήμερα θα τις καταψηφίσουν. Αναμφίβολα αυτό τους συμφέρει ενώ ταυτόχρονα, σχεδόν δύο αιώνες μετά την Ελληνική Επανάσταση, διανοίγεται μια μεγάλη ευκαιρία δρομολόγησης της οικοδόμησης μιας σύγχρονης, προοδευτικής, πατριωτικής και προσαρμοσμένης στην πραγματική κατάσταση του σύγχρονου κόσμου ελληνικής κοσμοθεωρίας. Βεβαίως, αν τελικά σήμερα οι έλληνες πολίτες επιλέξουν τον ιδιόμορφο πολιτικό ανορθολογισμό που περιγράψαμε πιο πάνω, δυστυχώς δεν θα είναι η πρώτη φορά που διαπράττουν τόσο μεγάλα πολιτικά σφάλματα και αυτή τη φορά οι ζημιές θα είναι ανυπολόγιστες.

            Στην άλλη πλευρά φαίνεται να έχει διαμορφωθεί ένα νέο προοδευτικό παραταξιακό σύστημα ευρείας κοινωνικής διαστρωμάτωσης, εκσυγχρονισμένο και προικισμένο μ’ ένα ευδιάκριτο ελληνικό κοσμοθεωρητικό προσανατολισμό και μια εξόχως σύγχρονη αντίληψη του έθνους-κράτους ως θεσμού τάξης και δικαιοσύνης και ως θεσμού, επίσης, συμμετοχής στο διεθνές εθνικό-κρατικό και ευρωπαϊκό πολιτικό γίγνεσθαι. Είναι αξιοσημείωτο, πάντως, ότι όχι μόνο σ’ αυτή την παράταξη αλλά και στον ευρύτερο χώρο της αντιπολίτευσης, αναπτύσσεται μια βαθύτερη πολιτική συναίνεση που θα μπορούσε να αποτελέσει, ενδεχομένως, την αφετηρία ενός πιο μόνιμου συλλογικού κοσμοθεωρητικού προσανατολισμού των Ελλήνων. Εγκαταλείποντας αβάσιμες ιδεολογικές παραδοχές του παρελθόντος, πολλοί έλληνες συγκλίνουν σε θέσεις που υπερασπίζονται την εθνική-κρατική κυριαρχία, θέλουν έστω και την τελευταία στιγμή να μαζέψουν τα θρύψαλα του κυπριακού και εκφράζονται υπέρ μιας ορθολογιστικής διακρατικής διαπραγμάτευσης με την Τουρκία που δεν θα εδράζεται πλέον στις αφελείς «φιλίες», στις γραφικές κοινωνικές σχέσεις και στους ευσεβείς πόθους. Αυτή η νέα αξιοσημείωτη σύγκλιση ιδεολογικά-κομματικά ετερογενών κοινωνικών ομάδων έχει ως άξονα το εθνικό συμφέρον, την εθνική ανεξαρτησία, την προσήλωση στο διεθνές δίκαιο, την ειρηνική επίλυση των διαφορών και ταυτόχρονα την ισχυρή αποτρεπτική ισχύ κατά των εξωτερικών απειλών. Ανεξαρτήτως του κατά πόσον διατυπώνονται με τις ίδιες φράσεις που χρησιμοποιούμε εδώ, αυτές οι συγκλίσεις οφείλονται στην σταδιακή ωρίμανση και συνειδητοποίηση του γεγονότος, 1ον) ότι  οι διεθνιστικές και κοσμοπολίτικες ιδεολογίες είναι αβάσιμες, 2ον) ότι η παγκοσμιοποίηση των οικονομικών φαινομένων βεβαιώνει την παραδοχή πολλών που από καιρό υποστήριζαν πως το έθνος-κράτος είναι θεσμός συλλογικής ελευθερίας κατά των ηγεμονικών συμπεριφορών, 3ον) ότι το έθνος-κράτος και οι διεθνείς θεσμοί συλλογικής ελευθερίας είναι τα κύρια μέσα των λιγότερο ισχυρών κρατών για ισόρροπες διακρατικές σχέσεις, 4ον) ότι το βαρύ κλασικό πολιτισμικό κληροδότημά μας και η κυρίαρχη (ορθόδοξη) θρησκευτική μας παράδοση είναι τόσο σημαντικά όσο και το αίμα μας και 5ον) ότι ένα σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης που διασφαλίζει αλληλεγγύη και κοινωνική σταθερότητα είναι η πεμπτουσία συλλογικής κυρίαρχης ύπαρξης σ’ ένα ασταθή κόσμο. Ίσως έφθασε η στιγμή να υπάρξει μια ευρύτερη κοινωνική συναίνεση στη βάση αυτών των θεμελιωδών παραδοχών και να συγκροτηθεί μια πιο συνεκτική εθνική κοσμοθεωρία που θα στηρίζει ένα σύγχρονο ελληνικό κράτος, δίκαιο, αποτελεσματικό, ισχυρό και ασφαλές. Αυτές εξάλλου είναι αναγκαίες και μη εξαιρετέες προϋποθέσεις ισότιμης, γόνιμης και αποτελεσματικής συμμετοχής στο ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα και στο ευρύτερο διεθνές σύστημα. Για να εκπληρωθούν όλοι αυτοί οι ευγενείς σκοποί, όμως, είναι αναγκαίο να αντιμετωπιστεί μια μεγάλη πρόκληση της νέας κυβέρνησης: Να μην παγιδευτούν διαπαντός οι κύπριοι και οι ελλαδίτες στα δεσμά ενός μη λειτουργικού και μη βιώσιμου κρατιδίου στην Κύπρο.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ ΚΑΙ ΚΥΠΡΙΑΚΟ: ΕΝΩΠΙΟΣ ΕΝΩΠΙΩ

Παναγιώτης Ήφαιστος

"Σημερινή" 11.3.2004 και "Τύπος της Κυριακής" 21.3.2004

Οι αποφάσεις που πρέπει να πάρει τις προσεχείς εβδομάδες ο Πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής για το Κυπριακό είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου για εκατοντάδες χιλιάδες έλληνες. Οι αποφάσεις αυτές σε τίποτα δεν μοιάζουν με τις ανάλογες αποφάσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1959. Τότε αφορούσαν μια προβληματική ανεξαρτησία, σήμερα αφορούν το κατά πόσο θα συνεχιστεί ή θα τερματιστεί η τρισχιλιετής παρουσία των ελλήνων στην Κύπρο. Ποιοτικά, εξάλλου, σχετίζεται λιγότερο με γραφειοκρατικές ή τεχνοκρατικές αναλύσεις και περισσότερο με πρωταρχικά και θεμελιώδη ζητήματα για τους στρατηγικούς προσανατολισμούς της Ελλάδας και των εξαρτημένων από αυτή ελλήνων της Κύπρου. Ακόμη, αυτή την κρίσιμη στιγμή ο Κώστας Καραμανλής καλείται να αποφασίσει υπό το βάρος των ολέθριων λαθών της προηγούμενης κυβέρνησης. Με τις αποφάσεις τους οι προκάτοχοί του Κώστα Καραμανλή ουσιαστικά τον παγίδεψαν επειδή η συμφωνία της Νέας Υόρκης προβλέπει ότι το μέλλον των κυπρίων αποφασίζεται από τον ΓΓ του ΟΗΕ, εξέλιξη που μάλλον δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Αυτό γιατί τα κράτη τα γεννούν αγώνες ελευθερίας και τα κοινωνικοπολιτικά τους συστήματα διαμορφώνονται στον τόπο και στον χρόνο υπό συνθήκες διαρκών κοινωνικοπολιτικών ελέγχων και εξισορροπήσεων και άσκησης λαϊκής κυριαρχίας. Αυτούς τους θεμελιώδεις ρόλους του κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι, λοιπόν, με προπέτεια ο σημερινός ΓΓ του ΟΗΕ καταχρηστικά τους θεωρεί προνόμιό του και όλως περιέργως πολλοί έλληνες το δέχονται αδιαμαρτύρητα.

            Υπό αυτό το πρίσμα, σκοπός των γραμμών που ακολουθούν είναι να αποκρυσταλλωθούν τα βασικά διλήμματα του κυπριακού όπως τίθενται στο σταυροδρόμι των μεγάλων αποφάσεων στο οποίο βρέθηκε ο Κώστας Καραμανλής μερικές μόνο μέρες μετά την εκλογή του. Βασική λοιπόν θέση που υποστηρίζεται εδώ είναι ότι για να εξευρεθεί βιώσιμη λύση του κυπριακού, για να αποφευχθεί η διχοτόμηση της Κύπρου και για να διαφύγουμε τον κίνδυνο μιας παντοτινής τουρκοβρετανικής επικυριαρχίας στην Κύπρο που μας ξαναφέρνει πίσω στην αποικιακή εποχή, είναι αναγκαίο να απαγκιστρωθούμε από την δύσκολη θέση στην οποία περιήλθαμε τα δύο τελευταία χρόνια μετά την υποβολή του σχεδίου Αναν. Ανεξαρτήτως τακτικών χειρισμών για τους οποίους ο υπογράφων δεν είναι αρμόδιος, θα θέλαμε να τονίσουμε και να αναλύσουμε τρις κρίσιμες πτυχές που αφορούν τους στρατηγικούς προσανατολισμούς:

            Κατά πρώτον, οι βασικοί σκοποί της στρατηγικής μας την τελευταία δεκαετία που αποτελούν και τις κατευθυντήριες γραμμές των τακτικών μας χειρισμών σήμερα, είναι οι εξής: Πρώτο, να επανενωθεί η Κύπρος. Δεύτερο, να κατοχυρωθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων των κυπρίων. Τρίτο, να μην επαναληφθούν οι αποικιακού χαρακτήρα εγγυήσεις. Τέταρτο, να διασφαλιστούν οι δημοκρατικές δομές της Κυπριακής πολιτείας. Εκπλήρωση αυτών των σκοπών δεν είναι μόνο προς το συμφέρον των ελλήνων αλλά και των τουρκοκυπρίων και του τουρκικού λαού επειδή έτσι διασφαλίζεται ότι οι κύπριοι μελλοντικά θα διαθέτουν μια βιώσιμη πολιτεία που δεν θα αποτελεί εστία ελληνοτουρκικών τριβών και συγκρούσεων.

            Κατά δεύτερον, ο κίνδυνος στην παρούσα φάση (μέχρι την 1η Μαιου) έγκειται στο γεγονός ότι επισπεύδεται η υιοθέτηση πριν την ένταξη πολιτειακών ρυθμίσεων που αντίκεινται στην κοινοτική έννομη τάξη και που γι’ αυτό αναιρούν του προαναφερθέντες θεμελιώδεις σκοπούς της στρατηγικής μας. Ουσιαστικά, αυτό που επιδιώκουν οι κυβερνήσεις της Τουρκίας και της Βρετανίας είναι 1ον)  να καταργηθεί η Κυπριακή Δημοκρατία και 2ον) να διχοτομηθεί το νησί πριν την οριστική ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ την 1η Μαίου. Έτσι, αντί το γεγονός της ένταξης να διαμορφώσει λύση στη βάση βιώσιμων λειτουργικών πολιτειακών ρυθμίσεων συμβατών με την κοινοτική έννομη τάξη θα συμβεί το αντίθετο: Επαχθείς για τον κυπριακό λαό «συμφωνίες» ουσιαστικά επιβάλλονται εκβιαστικά πριν την οριστικοποίηση της ένταξης για να ενσωματωθούν στην Πράξη Προσχώρησης και να κατοχυρωθεί έτσι η διχοτόμηση ως … κοινοτική έννομη τάξη. Βασικά, θα συντελεστεί η διχοτόμηση που επί τριακονταετία απορρίπταμε και θα τεθεί –τόσον όσον αφορά το Σύνταγμα όσον και όσον αφορά το διεθνοπολιτικό καθεστώς της Κύπρου– το νησί υπό παντοτινή τουρκοβρετανική συγκυριαρχία. Έτσι, η Κύπρος αντί γέφυρας φιλίας και συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας θα καταστεί εστία τριβών και αστάθειας. Ακόμη πιο σημαντικό, ενώ οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν θα ομαλοποιηθούν, η Τουρκία, χωρίς όρους και προϋποθέσεις θα τροχοδρομηθεί προς πλήρη ένταξη στην ΕΕ έχοντας μάλιστα ως εργαλείο διπλωματικών και στρατιωτικών εκβιασμών κατά της ελληνικής διπλωματίας το μελλοντικό κυπριακό κρατίδιο για το οποίο ο τούρκος Υπέξ δεν δίστασε να μας πληροφορήσει πρόσφατα πως μέχρι την τελική ένταξη της ίδιας της Τουρκίας πολλές πρόνοιες του σχεδίου Αναν δεν θα ισχύουν. Ας μη ξεχνάμε ότι η άνευ όρων και προϋποθέσεων πορεία της Τουρκίας προς την ΕΕ ευνοεί τους χειρισμούς εκείνων των κρατών της Ευρώπης τα οποία παγίως επιθυμούν μια πολιτικά αδύναμη ΕΕ και που ευνοούν μια ευρωπαϊκή άμυνα υποταγμένη στους μεταψυχροπολεμικούς στρατηγικούς σχεδιασμούς της Ουάσιγκτον. Η Τουρκία –απαλλαγμένη πλέον όρων και προϋποθέσεων– θα αποτελεί ένα φοβερό όπλο μεταλλαγής της Ευρώπης ενώ ταυτόχρονα θα θρέφονται οι ηγεμονικές-αναθεωρητικές τάσεις των ηγετών της Άγκυρας. Όμως, τέτοιες εξελίξεις δεν συνάδουν με τις προσδοκίες μας για διακρατικές σχέσεις βασισμένες στο διεθνές δίκαιο, για τερματισμό των αναθεωρητικών αξιώσεων της Άγκυρας στην Κύπρο και στο Αιγαίο και για αποδοχή από την Άγκυρα πως η σταδιακή προσχώρηση της Τουρκίας στην ΕΕ θα πληροί συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις αρχής γενομένης με την αποδοχή μιας βιώσιμης λύσης του κυπριακού προβλήματος.     

            Τρίτον, εκτιμούμε ότι στην παρούσα φάση υπάρχει μια μόνο διέξοδος: Με δεδομένη την τουρκική αδιαλλαξία των δεκαπέντε τελευταίων μηνών η ελληνική πλευρά είναι νομιμοποιημένη να επιδιώξει απαγκίστρωση από την προβληματική διαδικασία στην οποία βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή. Αναμφίβολα, θα ήταν καλύτερα εάν το σχέδιο του ΓΓ του ΟΗΕ που υποβλήθηκε το Φθινόπωρο 2002 ήταν συμβατό με την ιδιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας ως πλήρους μέλους της ΕΕ. Αν και τα ολέθρια λάθη και παραλείψεις των προκατόχων του Κώστα Καραμανλή έθεσαν τις διαπραγματεύσεις σε λάθος βάση υπάρχουν εν τούτοις ακόμη περιθώρια για εύστοχους διπλωματικούς χειρισμούς που θα μας επιτρέψουν, ενδεχομένως, να εξέλθουμε του αδιεξόδου.    Πιο συγκεκριμένα, υπό το φως των εξελίξεων μετά την συμφωνία της Νέας Υόρκης, οι κυβερνήσεις της Κύπρου και της Ελλάδας θα μπορούσαν να ζητήσουν από τον ΓΓ του ΟΗΕ να μην υποβάλει σχέδιο λύσης που οδηγεί σε μια μη βιώσιμη πολιτεία. Εάν παραταύτα ο ΓΓ καταχραστεί τον ρόλο του και επιμείνει να προσδιορίσει αυθαίρετα το εσωτερικό πολιτειακό καθεστώς της Κύπρου (συναφώς, υπενθυμίζουμε ότι βάσει του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ ο ΓΓ είναι εντολοδόχος και όχι εντολέας των εμπλεκομένων κρατών), τότε η ελλαδική και κυπριακή πολιτική ηγεσία θα πρέπει να αποφύγει να θέσει τον κυπριακό λαό μπροστά στο εκβιαστικό δίλημμα υπερψήφισης ενός σχεδίου διχοτομικής λύσης το οποίο δεν θα δημιουργεί μια βιώσιμη κυπριακή πολιτεία, το οποίο δεν θα είναι συμβατό με το διεθνές δίκαιο και το οποίο, επιπλέον, δεν θα είναι συμβατό με την κοινοτική έννομη τάξη.

            Στην συνέχεια και με δεδομένο το γεγονός της πλήρους ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ την 1η Μαιου, θα μπορούσαμε να αναλάβουμε πρωτοβουλίες σε τρία τουλάχιστον επίπεδα. Στο επίπεδο του ΓΓ του ΟΗΕ από τον οποίο θα ζητούμε υποβολή νέου σχεδίου συμβατού με το γεγονός της πλήρους ένταξης στης Κύπρου στην ΕΕ, στο επίπεδο της ΕΕ όπου θα απαιτήσουμε ανάπτυξη πρωτοβουλιών επίλυσης του κυπριακού προβλήματος σύμφωνα με την κοινοτική έννομη τάξη και στο επίπεδο της Άγκυρας στην οποία θα θέσουμε την προοπτική μιας συνολικής επίλυσης των ελληνοτουρκικών προβλημάτων αρχής γενομένης με το κυπριακό ζήτημα. Εάν μια τέτοια προσέγγιση δεν τελεσφορήσει άμεσα, δεν θα είναι καταστροφή:

            Πρώτο, δεν υπάρχει επαχθέστερη λύση από αυτή που βρίσκεται στο τραπέζι αυτή τη στιγμή: Το νησί διχοτομείται, στην θέση της εδραίας Κυπριακής Δημοκρατίας που καταργείται εγκαθιδρύεται ένα μη βιώσιμο κεντρικό κρατίδιο και αυτή η καταστροφική για όλους εξέλιξη συνοδεύεται από μια προβληματική επικυριαρχία ξένων δυνάμεων που θα θρέφει τις ηγεμονικές αξιώσεις της Άγκυρας.

            Δεύτερο, έχοντας σε πρώτη φάση αποφύγει την διχοτόμηση και την κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας θα μπορούσαμε στη συνέχεια με ψυχραιμία να αναπτύξουμε τις προαναφερθείσες πρωτοβουλίες με ένα και μοναδικό σκοπό: Την χωρίς χρονικά και εκβιαστικά διλήμματα επανέναρξη διπραγματεύσεων επανένωσης της Κύπρου, με όρους διεθνούς δικαίου και υπό το πρίσμα των προνοιών της Πράξης Προσχώρησης που προβλέπει την εφαρμογή της κοινοτικής έννομης τάξης στην Κυπριακή Δημοκρατία. Αυτό μακρόχρονα συμφέρει τους ελληνοκύπριους, τους τουρκοκύπριους, την Ελλάδα, την Τουρκία και ευρύτερα την ειρήνη και την σταθερότητα στην περιοχή. Αν και δεν μας διαφεύγει ότι αν πάρουμε μια τέτοια απόφαση ο αγώνας θα είναι δύσκολος, τίποτα δεν συνηγορεί με την θέση που μερικοί εκφράζουν πως συντρέχουν, δήθεν, λόγοι ανωτέρας βίας που μας υποχρεώνουν εδώ και τώρα να βιαστούμε να αποδεχθούμε τα τετελεσμένα της βίας, τον εγκλωβισμό των κυπρίων στις δομές ενός μη βιώσιμου κράτους και την εγκαθίδρυση μιας εστίας τριβών και συγκρούσεων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Εν ολίγοις, η βιώσιμη λύση του κυπριακού όχι μόνον αποτελεί μέγιστο ελληνικό εθνικό συμφέρον αλλά επιπλέον αποτελεί προϋπόθεση μελλοντικών σταθερών και ειρηνικών διακρατικών σχέσεων στην περιοχή μας.

            Ορθολογιστικές διπλωματικές επιλογές όπως οι πιο πάνω αν και δεν είναι εύκολες επειδή απαιτούν κοπιαστικές προσπάθειες πειθούς της Τουρκίας, των συνεταίρων μας στην ΕΕ και των άλλων ενδιαφερομένων κρατών, υπό τις περιστάσεις είναι εν τούτοις η λιγότερο ζημιογόνα πορεία: Αφενός διασώζει την Κυπριακή Δημοκρατία και αφήνει περιθώρια μιας βιώσιμης λύσης μελλοντικά και αφετέρου διανοίγει τη δυνατότητα εκμετάλλευσης του γεγονότος της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ και προώθησης βιώσιμων πολιτειακών διευθετήσεων. Είναι απείρως προτιμότερο να αποδυθούμε σε ένα κοπιαστικό διπλωματικό αγώνα μερικών μηνών –ουσιαστικά για να διορθωθούν τα ολέθρια διπλωματικά λάθη και παραλείψεις της προηγούμενης κυβέρνησης– παρά να δεχθούμε εδώ και τώρα πρόχειρες διευθετήσεις που εξυπηρετούν εφήμερες ηγεμονικές σκοπιμότητες του Λονδίνου και της Άγκυρας και που οδηγούν σε αστάθεια και προβλήματα μπροστά στα οποία τα προβλήματα που δημιούργησε η Συνθήκη της Ζυρίχης θα ωχριούν. Η τελευταία γραμμή μάχης θα είναι το δημοψήφισμα όπου όμως η απόρριψη του σχεδίου που καταργεί την Κυπριακή Δημοκρατία αν και όχι χωρίς πολιτικό κόστος θα είναι εν τούτοις η τελευταία ελπίδα διάσωσης των ελλήνων από βέβαιη και ολοκληρωτική καταστροφή.

            Τέλος, η πολιτική ηγεσία δεν πρέπει να αφήσει το βάρος των αποφάσεων στον κυπριακό λαό που λειτουργεί υπό το κράτος συνεχών εκβιασμών. Πιο συγκεκριμένα, άγγλοι και αμερικανοί επίσημοι με απαράδεκτες και προσβητικές δηλώσεις τους που άρχισαν πριν τις εκλογές και συνεχίζονται μέχρι σήμερα, ευθέως απειλούν τον κυπριακό λαό να ψηφίσει «ναι» στο δημοψήφισμα, διαφορετικά, όπως απειλούν, «θα υπάρξουν βαρύτατες συνέπειες. Προς τι λοιπόν το δημοψήφισμα όταν η βούληση του λαού εκβιάζεται με αυτό τον προκλητικό, βάναυσο και φασιστικό τρόπο. Βεβαίως, τίθεται και ένα πολύ σοβαρό ερώτημα: Ενώ αυτοί οι εκβιασμοί άρχισαν εδώ και μερικές εβδομάδες, στην Ελλάδα κανένας μέχρι σήμερα δεν φιλοτιμήθηκε να κάνει μια απλή δήλωση ότι η επίσημη Ελλάδα θεωρεί απαράδεκτο να απειλείται και να εκβιάζεται ο κυπριακός λαός. Γιατί στην Ελλάδα συνεχίζουμε να σφυρίζουμε αδιάφορα μπροστά σ’ αυτή την απαράδεκτη προσβολή των νεοαποικιακών αντιπροσώπων κατά εκατοντάδων χιλιάδων ελλήνων;  

Κυπριακό: Η άγνοια και η ολιγωρία βλάπτει σοβαρά την υγεία …

 Παναγιώτης Ήφαιστος

 Ένας καλός ιστορικός του μέλλοντος θα ερμηνεύσει τα δεινά των κυπρίων ως φυσικό επακόλουθο ιδεολογικής παρακμής και απίστευτης άγνοιας του διεθνούς συστήματος. Για να σταθώ στο τελευταίο η λήψη αποφάσεων στη βάση λανθασμένων εκτιμήσεων για τον χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος ενδεχομένως δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία των διακρατικών σχέσεων. Τα κύρια χαρακτηριστικά του διεθνούς συστήματος τα οποία αν οι ηγέτες ενός κράτους και η ενδιαφερόμενη κοινωνία δεν εκτιμήσουν ορθά θα πάθουν σοβαρές ζημιές είναι τα εξής: Πρώτον, τα κράτη του διεθνούς συστήματος λειτουργούν και συμπεριφέρονται στη βάση των εθνικών τους συμφερόντων. Επίσης, λόγω αυτής της δομής του διεθνούς συστήματος, δεν υπάρχει –όπως ρητά προβλέπουν οι θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου και ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ στο Κεφάλαιο Ι άρθρο 2– κοινά αποδεκτή έννοια ως προς το τι συνίσταται η «διεθνής δικαιοσύνη» και γι αυτό οι κυβερνήσεις προσδιορίζουν τις θέσεις τους ή τις αλλάζουν ανάλογα με τα εθνικά τους συμφέροντα. Στο ίδιο πλαίσιο, οι διεθνείς οργανισμοί δεν έχουν αρμοδιότητα επί ζητημάτων εσωτερικής δικαιοσύνης αλλά μόνον επί ζητημάτων διακρατικής τάξης (και στην περίπτωση της Κύπρου μόνο όσον αφορά την αποκατάσταση της κυριαρχίας-ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας). Οι οριοθετήσεις της διεθνούς τάξης όταν αμφισβητείται δεν προσδιορίζονται από κάποιο αδέκαστο «διεθνή δικαστήριο» αλλά είναι αποτέλεσμα σκληρής αναμέτρησης μέσων, θελήσεων και ισχύος των εμπλεκομένων και ενδιαφερομένων. Το αντίθετο θα σήμαινε πως πλην των Συνθηκών υπάρχουν άλλα ανώτερης βαθμίδας οικουμενικά κριτήρια ηθικής και δικαιοσύνης στη βάση των οποίων χαράσσονται τα σύνορα, δημιουργούνται νέα κράτη, αναδιανέμονται συγκρουόμενα συμφέροντα κτλ. Δεύτερον, η ισχύς –διπλωματική, στρατιωτική, συμμαχική– είναι προσδιοριστικός παράγων που επηρεάζει τις διακρατικές διαπραγματεύσεις και την επίλυση των διεθνών συγκρούσεων. Τρίτον, οι διεθνείς θεσμοί –συμπεριλαμβανομένων της ΕΕ και του ΟΗΕ– δεν είναι ανεξάρτητοι δρώντες αλλά θεσμοί εξαρτημένοι από τα εθνικά συμφέροντα και την ισχύ των εμπλεκομένων. Τέταρτον, τα κράτη και οι κοινωνίες τους δεν είναι ικέτες-ζητιάνοι δικαιωμάτων αλλά φορείς αξιώσεων που αγωνίζονται γι’ αυτές σ’ ορθολογιστική βάση. Μια ορθολογιστική στάση κάθε κοινωνίας που δεν θέλει να αυτοκτονήσει είναι να αρνείται με πείσμα να εγκαταλείψει την συλλογικής της ελευθερία, δηλαδή την εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία και την λαϊκή κυριαρχία. Συνολικά, λοιπόν, το διεθνές σύστημα είναι ένα σύνολο κρατών και άλλων διεθνικών δρώντων που στροβιλίζεται στη δίνη των εθνικών συμφερόντων και των σχέσεων ισχύος. Σ’ αυτό το σύστημα σχέσεων παρεμβάλλονται οι διεθνείς θεσμοί ως εξαρτημένες μεταβλητές. Υπό το πρίσμα αυτών των πραγματολογικά επαληθευμένων εκτιμήσεων πρέπει κάποιος να λαμβάνει σοβαρά υπόψη ότι η βασική λειτουργία διεθνών θεσμών όπως ο ΟΗΕ είναι όχι να υποδείξουν ή επιβάλουν εκβιαστικά στους ενδιαφερόμενους αυθαίρετες «λύσεις» που αφορούν την εσωτερική τους τάξη-δικαιοσύνη αλλά να ταπεινά, εξυπηρετικά να υποβοηθήσουν τις διακρατικές διαπραγματεύσεις εάν και όταν οι άμεσα εμπλεκόμενοι το επιθυμούν ή εάν και όταν τίθεται σοβαρά σε κίνδυνο η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια. Όσον αφορά την τελευταία πτυχή, ένας τέτοιος κίνδυνος για τη διεθνή ειρήνη ήταν η εισβολή στην Κύπρο το 1974. Η παταγώδης αποτυχία του ΟΗΕ να επιβάλει την διεθνή τάξη στην Κύπρο αποτελεί μια από τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις που επαληθεύουν την ανάλυση του χαρακτήρα των διακρατικών σχέσεων που κάναμε μόλις.

            Η στάση των κυπρίων τις τελευταίες δεκαετίες αποτελεί εξόφθαλμη επαλήθευση της θέσης ότι αν μια κοινωνία δεν εκτιμά ορθολογιστικά το διεθνές σύστημα βλάπτει σοβαρά την συλλογική της υγεία. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι επί δεκαετίες η μόνη στρατηγική μας συνίστατο σε άσκοπες επικλήσεις στην ανύπαρκτη «διεθνή κοινή γνώμη» ή σε αναποτελεσματικές και συχνά άσκοπες προσφυγές στους διεθνείς θεσμούς. Είναι και το γεγονός ότι το 2002 όταν επιτέλους καταφέραμε την απόφαση ένταξης «ανεξαρτήτως λύσεως» περίπου αποφασίσαμε να αυτοκτονήσουμε με το να επιτρέψουμε στον ΓΓ του ΟΗΕ να υποβάλει σχέδιο λύσης το οποίο 1ον) καταργεί την Κυπριακή Δημοκρατία, ένα δηλαδή ανεξάρτητο-κυρίαρχο κράτος μέλος του ΟΗΕ, 2ον) καταργεί την συλλογική ελευθερία των κυπρίων (εξωτερική-εσωτερική κυριαρχία) με αποικιακού χαρακτήρα «εγγυήσεις» και πρωτόγνωρες συνταγματικές δεσμεύσεις, 3ον) καταργεί την λαϊκή κυριαρχία και πάγιες δημοκρατικές αρχές με το να την θέτει υπό την αίρεση ενός ανεφάρμοστου πολιτειακού τερατουργήματος πολλαπλών δυνατοτήτων αρνησικυρίας σ’ εθνική βάση και υπό την δαμόκλειο σπάθη εξίσου πρωτόγνωρων συνταγματικών προνοιών όσον αφορά τον ρόλο τρίτων κρατών και 4ον) διχοτομεί το νησί ανεπιστρεπτί σ’ εθνική βάση. Πρακτικά και αποτελεσματικά, επίσης, εξουδετερώνει την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ με τρις τουλάχιστον τρόπους: α) Γιατί όλη η Κύπρος θα αποτελεί εξαίρεση στην κοινοτική έννομη τάξη, β) γιατί λόγω αρνησικυρίας δεν θα είναι εφικτό να λαμβάνεται οποιαδήποτε ουσιαστική απόφαση επί κοινοτικών ζητημάτων και γ) γιατί επί στρατηγικών ζητημάτων όπως η διεύρυνση της ΕΕ η Κύπρος δεσμεύεται συνταγματικά να υιοθετεί προαποφασισμένες θέσεις όπως η ένταξη της Τουρκίας στην κοινότητα.     

            Η άγνοια και οι λανθασμένες εκτιμήσεις αποκορυφώθηκαν στην Νέα Υόρκη και στην χρονική περίοδο που διέρρευσε όταν εχθροί και φίλοι –μερικοί χαιρέκακα– χειροκροτούν το γεγονός, ότι, «κλείδωσαν» τους κυπρίους σε πορεία όπου ένας «αυτόματος πιλότος» αναπόδραστα καταργεί την Κυπριακή Δημοκρατία και οδηγεί τους κυπρίους σε δημοψήφισμα όπου οι μόνες εναλλακτικές επιλογές είναι ένα καταστροφικό ναι ή ένα δήθεν πολιτικά δυσβάστακτο όχι. Σχετικά, δεν έχω παρά να μνημονεύσω τον Woodrow Wilson, πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ και ταγό του διεθνούς δικαίου και των διεθνών θεσμών, ο οποίος είπε ότι «ένα κράτος έχει την δυνατότητα να καταγγείλει κάθε Συνθήκη με την οποία έχει δεσμευτεί κάποτε». Έκτοτε επιβεβαιώνεται πλήρως και σχεδόν καθημερινά όταν τα κράτη εγκαταλείπουν δεσμεύσεις που δεν τους συμφέρουν. Εν τούτοις, η ανεξάρτητη-κυρίαρχη Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει καν την ανάγκη να καταγγείλει μια διεθνή Συνθήκη. Απλά δύναται να επιδιώξει να αποδεσμευτεί από την ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΕΣΜΕΥΣΗ που της επιβλήθηκε ΕΚΒΙΑΣΤΙΚΑ στην Νέα Υόρκη και η οποία σε κάθε περίπτωση με δεδομένη την τουρκική στάση έκτοτε αποδείχτηκε ότι δεν έχει κανένα νόημα και ότι δεν οδηγεί σε μια βιώσιμη λύση. Υπό το πιο πάνω πρίσμα ισχύουν τα εξής:         Πρώτο, η Νέα Υόρκη δεν είναι πλέον δεσμευτική: Εκτός του ότι στην Νέα Υόρκη δεχτήκαμε αθέμιτες και παράνομες πιέσεις η τουρκική στάση έκτοτε δείχνει τις πραγματικές προθέσεις της Άγκυρας και των αντιπροσώπων των τουρκοκυπρίων.

            Δεύτερο, εάν απορρίψουμε τους εκβιασμούς και τα χρονικά διλήμματα ή αν στο δημοψήφισμα απορρίψουμε τις εκ προοιμίου καταστροφικές προτάσεις Αναν με κανένα τρόπο δεν αναιρείται η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ. Όποιος ισχυριστεί το αντίθετο είναι βαθιά νυχτωμένος όσον αφορά τις λειτουργίες και τον πολιτικό χαρακτήρα της ΕΕ. 

            Τρίτο, ο ΓΓ του ΟΗΕ ο οποίος είναι εντολοδόχος και όχι εντολέας  των κρατών μελών (!!!) συμπεριφέρεται ωσάν και οι κύπριοι να είναι υποψήφιοι για σωφρονιστικό ίδρυμα και όχι ένας αξιοπρεπής λαός που αξίζει μια πιο πολιτισμένη μεταχείριση (ιδιαίτερα όταν εξ αντικειμένου δεν αξιώνουν τίποτα περισσότερο από την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου και τον σεβασμό του Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ τον οποίο ο ΓΓ είναι εντεταλμένος να υπηρετεί και όχι να παραβιάζει.

            Τέταρτο, στην Νέα Υόρκη αλλά και στην συνέχεια εκστομίστηκαν απίστευτες απειλές: Απειληθήκαμε πως αν δεν συμμορφωθούμε στα αθέμιτα κελεύσματα ο ΓΓ θα μας είχε καταγγείλει στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Λυπούμαι αφάνταστα για το γεγονός ότι οι τότε ελλαδίτες και οι κύπριοι ηγέτες λόγω άγνοιας ή λόγω ολιγωρίας δεν αντέδρασαν με σφοδρότητα για να επαναφέρουν τον ΓΓ του ΟΗΕ στην τάξη που απαιτεί ο θεσμικός του ρόλος. Πιο συγκεκριμένα, για να του υπενθυμίσουν ότι οι κύπριοι τίποτα δεν έκαναν για να «κινδυνεύει η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια» (οπότε και κατά κάποιους θα δικαιολογούσε, ενδεχομένως, ρόλο ή και μέτρα του Συμβουλίου Ασφαλείας). Η Κύπρος υπήρξε θύμα επιθέσεως της αμερικανοθρεμμένης χούντας της Αθήνας (για την οποία ο Πρόεδρος Κλίντον ζήτησε συγνώμη όταν επισκέφτηκε την Ελλάδα και ως προς την οποία οι «εγγυήτριες δυνάμεις» δεν τήρησαν την υπόσχεσή τους για σεβασμό της κυπριακής κυριαρχίας-ανεξαρτησίας). Στη συνέχεια υπήρξε θύμα βάρβαρης και καταδικασμένης από το Συμβούλιο Ασφαλείας εισβολής και κατοχής εδάφους της κυρίαρχης Κυπριακής Δημοκρατίας. Επί δεκαετίες, εξάλλου, κανείς δεν αναγνώρισε –συμπεριλαμβανομένων των κρατών της ΕΕ και των ΗΠΑ– τις διαδοχικές παρανομίες του κρατιδίου στα κατεχόμενα και γι’ αυτό η Κοινότητα με νόημα είχε αποφασίσει ότι «η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας θα γίνει ανεξαρτήτως λύσεως»! Προς τι λοιπόν οι προπετείς και πρωτοφανείς προσβολές του ΓΓ Κόφι Αναν εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας και των αντιπροσώπων της! Τι θα κατάγγελλε στο Συμβούλιο Ασφαλείας ο κ Αναν; Μήπως θα μας κατάγγελλε ότι δεν δεχόμαστε ένα μη λειτουργικό κράτος το οποίο δεν είναι συμβατό με την Κοινοτική έννομη τάξη, το διεθνές δίκαιο και τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ και το οποίο ως πολιτειακό μόρφωμα πουθενά δεν υπήρξε στο παρελθόν και αποκλείεται να υπάρξει μελλοντικά!

            Πέμπτο, κανείς –απολύτως κανείς–δεν είναι νομιμοποιημένος να απαιτεί από τους κυπρίους να καταργήσουν παντοτινά την συλλογική τους ελευθερία, δηλαδή την λαϊκή κυριαρχία και την εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας. Εξάλλου, τίποτα –απολύτως τίποτα– δεν μας υποχρεώνει και ούτε υπάρχει βιασύνη να διχοτομήσουμε την Κύπρο. Πολύ περισσότερο, η ένταξη είναι ήδη γεγονός, κάτι που μας επιτρέπει ανεξαρτήτως «πολιτικού κόστους» να ζητήσουμε από όλους να διεξάγουν διαπραγματεύσεις με κριτήριο το γεγονός της ιδιότητας της Κύπρου ως πλήρους μέλους της ΕΕ.

            Επιτέλους, μετά από πολλές δεκαετίες, είναι καιρός οι έλληνες πολιτικές ηγέτες να αντιτάξουν σε κάθε ενδιαφερόμενο και στον όλως περιέργως εξαιρετικά βιαστικό ΓΓ του ΟΗΕ ότι δεν υπάρχουν «διαπραγματευτικά κεκτημένα» όταν η άλλη πλευρά υπαναχωρεί διαρκώς. Οι πολιτικές συμφωνίες εντάσσονται στο εκάστοτε πολιτικό συγκυριακό πλαίσιο και η τουρκική στάση τους τελευταίους μήνες όπως και αυτή τη στιγμή μας νομιμοποιούν να ζητήσουμε ριζική επανατοποθέτηση του προβλήματος: Χωρίς όρους, προϋποθέσεις ή χρονικά διλήμματα να αρχίσουν σοβαρές συνομιλίες μετά την 1η Μαιου με όλους τους ενδιαφερομένους για το κατά πόσον υπάρχει δυνατότητα επανένωσης της Κύπρου και δημιουργίας ενός πραγματικά βιώσιμου κράτους. Για να το θέσουμε διαφορετικά: Θα πρέπει να είμαστε πολιτικά μαζοχιστές για να δεχθούμε διχοτόμηση, ένα προβληματικό κρατίδιο που θα καταργεί την κραταιά Κυπριακή Δημοκρατία και ταυτόχρονα την επικυριαρχία ξένων δυνάμεων. Δεν συντρέχει λόγος να συνδράμουμε στην διχοτόμηση της Κύπρου και αντί αυτού επιλέγουμε διαπραγματεύσεις άνευ χρονικών και άλλων εκβιαστικών διλημμάτων. Ο νομιμοποιημένος και θεμιτός σκοπός των μελλοντικών διαπραγματεύσεων που μπορούν να διεξαχθούν χωρίς όρους και προϋποθέσεις είναι η αποκατάσταση της διεθνούς τάξης με την αποχώρηση των ξένων δυνάμεων και την επανένωση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ενώ μετά την ένταξη έστω κα αργοπορημένα δημιουργούνται κάποιες προϋποθέσεις επιτυχίας του δύσκολου αγώνα επανένωσης της Κύπρου, δεν παύει να ισχύει το γεγονός ότι ακόμη και το χειρότερο δυνατό μελλοντικό σενάριο αποκλείεται να είναι επαχθέστερο από αυτό που μας πιέζουν να δεχθούμε αυτή τη στιγμή. Εάν η πολιτική ηγεσία δεν αποφασίσει γι’ αυτούς πρέπει στο επερχόμενο δημοψήφισμα όλοι οι κύπριοι να απαντήσουν με ένα βροντερό όχι.

Η συμφωνία της Νέας Υόρκης Διαλύει την Κύπρο

(«Στην ιστορία των λαών δικαιώνονται οι Προμηθείς και ποτέ οι Επιμηθείς»).

 Φιλελεύθερος 19.2.2004 & στο ΤΟ ΠΑΡΟΝ 14.3.2004

 Οι αποφάσεις της Νέας Υόρκης στις 13.2.2004 και οι διαπραγματεύσεις που άρχισαν στην Λευκωσία στη συνέχεια οδηγούν σε μια ακάθεκτη πορεία καταστροφικής διάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, καταστολής της κυπριακής λαϊκής κυριαρχίας, υποταγής των κυπρίων σε παντοτινή τουρκοβρετανική επικυριαρχία και πυροδότησης τριβών και συγκρούσεων που δυνατό να επεκταθούν στο επίπεδο Ελλάδας – Τουρκίας και Τουρκίας - Ευρώπης. Εν ολίγοις, η Κύπρος, η Ελλάδα και η Ευρώπη εισέρχονται σε μια μακρόχρονη τροχιά αποδυνάμωσης και προβλημάτων. Αναμφίβολα, οι κύπριοι και οι ελλαδίτες πολιτικοί αναμενόμενα υπεραμύνονται των αποφάσεών τους. Όσο ποτέ άλλοτε, όμως, είναι αναγκαίο να κατανοήσουμε τα πραγματικά γεγονότα και τις βαθύτατες προεκτάσεις των εξελίξεων που δρομολογήθηκαν με τις αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου στην Νέα Υόρκη.

            Πρώτο, εκτός απροόπτου η «διαδικαστική απόφαση» της Νέας Υόρκης οδηγεί στην εφαρμογή του σχεδίου Αναν ως έχει: Ήδη η τουρκική πλευρά ζητεί «αποδοχή των πραγματικοτήτων στην Κύπρο» και κατά συνέπεια το πιθανότερο ενδεχόμενο θα είναι το αδιέξοδο. Όμως, έχει ήδη προβλεφτεί ότι εάν οι δύο πλευρές δεν συμφωνούν ο Κόφι Αναν θα προσδιορίσει μόνος του και αυθαίρετα τις πρόνοιες του σχεδίου στα σημεία όπου υπάρχει διαφωνία. Τελικά, όταν στη συνέχεια το σχέδιο θα τεθεί σε δημοψήφισμα οι κύπριοι θα γίνουν αντικείμενο εκβιασμών υπέρ της υπερψήφισης του διχοτομικού αυτού σχεδίου. Ασφαλώς, αν και το πολιτικές συνέπειες θα είναι ενδεχομένως μεγάλες, ύστατη ελπίδα διάσωσης του μη κατεχόμενου κομματιού της Κύπρου θα είναι η ανεξαρτήτως κόστους καταψήφιση κάθε πρότασης που θα καταργεί την Κυπριακή Δημοκρατία και θα δημιουργεί ένα κρατίδιο έρμαιο ξένων δυνάμεων.

            Πάντως, αν τον Απρίλιο φθάσουμε σ’ αυτό το σημείο, οι πιέσεις θα είναι μεγάλες. Χαρακτηριστικά, δεν είναι τυχαίο ότι απευθυνόμενος σε όλους τους εμπλεκόμενους ως αυτός να είναι κάποιος ουδέτερος παρατηρητής, ο απερχόμενος ελλαδίτης πρωθυπουργός δήλωσε καυστικά στις 13.3.2004 ότι «δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια κωλυσιεργίας». Εμμέσως πλην σαφώς, δηλαδή, προειδοποιεί και την ελληνοκυπριακή πλευρά ότι η μοίρα της είναι να καταστεί έρμαιο των διακριτικών εξουσιών που δόθηκαν στον ΓΓ Αναν. Το σχέδιο Αναν, υπενθυμίζω, τους τελευταίους μήνες θεωρήθηκε ευρέως ότι δεν είναι συμβατό με την κοινοτική έννομη τάξη, ότι είναι μη λειτουργικό και ότι γι’ αυτό δεν δημιουργεί ένα βιώσιμο κράτος. Σ’ αυτό ακριβώς το πνεύμα ο έλληνας υπουργός εξωτερικών δήλωσε στις 6.2.2004 στο συνέδριο του κόμματός του –ο ίδιος υπουργός που το Φθινόπωρο του 2002 το θεωρούσε «ιστορική ευκαιρία»– ότι «στόχος μας είναι οι διαπραγματεύσεις να οδηγήσουν σε μια λύση που θα είναι σύμφωνη με τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας και συμβατή με την κοινοτική έννομη τάξη». Πότε είχε δίκαιο, τότε ή σήμερα;

            Δεύτερο, το νέο πολιτειακό καθεστώς της Κύπρου όπως προτείνεται στο σχέδιο Αναν δεν θα είναι συμβατό με την κοινοτική έννομη τάξη. Πιο συγκεκριμένα, ελάχιστοι πρόσεξαν την ακριβή δήλωση του ΓΓ του ΟΗΕ. Μετά την λήξη των διαπραγματεύσεων στην Νέα Υόρκη ο Κόφι Αναν δήλωσε ότι «η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει δώσει διαβεβαιώσεις ότι θα ενσωματώσει την συμφωνία στο κοινοτικό κεκτημένο» (Δηλώσεις στις 13.2.2004). Την ίδια στιγμή ο Ραούφ Ντεκτάς δήλωσε ότι όλα θα γίνουν με την προϋπόθεση της συμπερίληψης αυτών των αλλαγών στην πράξη προσχώρησης και κατά συνέπεια στο Σύνταγμα της ΕΕ «διαφορετικά δεν θα γίνει τίποτα». Δηλαδή: 1ον) Η συμμετοχή της ΕΕ θα είναι «τεχνικού» χαρακτήρα και όχι –όπως λανθασμένα υποστηρίχθηκε– ουσιαστική-πολιτική. 2ον) Η εφαρμογή του διχοτομικού σχεδίου Αναν εγκαθιδρύει ένα υβριδικό κρατίδιο χωρίς εσωτερική και εξωτερική κυριαρχία και εκ προοιμίου εξαιρεί τη εφαρμογή των βασικών αρχών της κοινοτικής έννομης τάξης. Βασικά, θα έχουμε όχι προσαρμογή της λύσης του κυπριακού στο κοινοτικό κεκτημένο αλλά το αντίστροφο, δηλαδή καθιέρωση της μη εφαρμογής του κοινοτικού κεκτημένου στην Κύπρο ως εξαίρεση στην κοινοτική έννομη τάξη. Με άλλα λόγια, αντίθετα με πάγιες επιδιώξεις δέκα ετών, η ένταξη προσαρμόζεται στην διχοτόμηση που προβλέπει το σχέδιο Αναν αντί η ένταξη να αποκλείσει την διχοτόμηση και να οδηγήσει σε μια ενιαία, βιώσιμη και λειτουργική Πολιτεία. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι απλό: Γιατί περιμέναμε τρις δεκαετίες να δεχθούμε την διχοτόμηση για να συνοδευτεί τελικά με συγκυριαρχία της Τουρκίας και Βρετανίας σε ολόκληρο το νησί!

            Τρίτο, πέραν των λαϊκίστικων θριαμβολογιών προς άγρα ψήφων και του μουρμουρητού των ηγετών που φέρουν την μεγάλη ιστορική πολιτική ευθύνη ότι παραδίδουν την Κύπρο χειροπόδαρα δεμένη στην Βρετανία και στην Τουρκία, πρέπει να αναμένουμε μεγάλα προβλήματα: 1ον) Κατάλυση της κραταιής Κυπριακής Δημοκρατίας που μέχρι σήμερα πρόσφερε ασφάλεια και ευημερία σε εκατοντάδες χιλιάδες κύπριους (και που απάλλασσε το ελλαδικό κράτος από πολλές «σκοτούρες»). 2ον) Τριβές και συγκρούσεις στην Κύπρο μόλις γίνει προσπάθεια να τεθούν σε εφαρμογή οι πρωτοφανείς ρυθμίσεις που πρότεινε ο πολιτικά ανεύθυνος ΓΓ του ΟΗΕ. Ουσιαστικά, για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία, η «συμμετοχική διακυβέρνηση» θα γίνει προσπάθεια να εφαρμοστεί στο πλαίσιο ενός πολιτειακού συστήματος διαιρεμένου σε εθνική βάση. Πότε αλήθεια θα έχουμε ανάλογες και αντίστοιχες ρυθμίσεις στην Ελλάδα και σε άλλα κράτη;  3ον) Αποδέσμευση της Τουρκίας από όρους και δεσμεύσεις στις σχέσεις της με την και εντατική προώθηση από τους αγγλοαμερικανούς των τουρκικών αξιώσεων όσον αφορά τα ευρωπαϊκά και ευρωατλαντικά ζητήματα. 4ον) Όξυνση των τουρκικών ηγεμονικών συμπεριφορών με δυνατότητα μάλιστα πλέον η Άγκυρα να χρησιμοποιεί προβλήματα στην Κύπρο για να προβαίνει σε στρατιωτικούς και διπλωματικούς εκβιασμούς. 5ον) Περιθωριοποίηση της Ελλάδας στην Ευρώπη και στην περιφέρεια στην οποία ανήκει. 6ον) Δυνατότητες πλήρους εκπλήρωσης πάγιων αγγλοαμερικανικών στόχων για αποδυνάμωση του πολιτικού χαρακτήρα της Ευρώπης και ενδεχομένως για ριζοσπαστική αλλαγή του ευρωπαϊκού και ευρασιατικού πολιτικού σκηνικού.

 Για να το θέσω διαφορετικά, αντί προσαρμογής της Τουρκίας στην Ευρώπη στο πλαίσιο μιας ορθολογιστικής ελληνικής και ευρωπαϊκής στρατηγικής που θα έθετε όρους και προϋποθέσεις σταδιακής ομαλοποίησης των σχέσεων Τουρκίας–ΕΕ θα έχουμε το αντίστροφο: Θα έχουμε εμπλοκή όλης της Ευρώπης σε ανατολίτικα παζάρια που θα προσαρμόζουν την ΕΕ στις αστείρευτες τουρκικές αξιώσεις και στους πάγιους στρατηγικούς σκοπούς των αγγλοαμερικανών. Όσο για τους κύπριους, είναι για μια ακόμη φορά τα μεγάλα θύματα επειδή θα χάσουν το πιο πολύτιμο αγαθό που διαθέτει μια συλλογική ανθρώπινη οντότητα, δηλαδή την πολιτική κυριαρχία της χώρας τους. Τις συνέπειες μιας τέτοιας καταστροφής οι κύπριοι θα τις αισθανθούν πλήρως εάν δεν κατορθώσουν να ανατρέψουν τα «διαδικαστικά τετελεσμένα» της Νέας Υόρκης μέχρι τον Μάιο του 2004. Θα τις αισθανθούν επίσης και οι ελλαδίτες όταν λίγο αργότερα τους αγγίξουν οι συνέπειες του γεγονότος ότι οι κύπριοι χάνουν το κράτος τους. Το κράτος το οποίο με τόσο κόπο έκτιζαν επί δεκαετίες και που η κατάλυσή του σημαίνει ότι εκατοντάδες χιλιάδες έλληνες γίνονται πλέον έρμαια της τουρκικής στρατηγικής και των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων τις δεκαετίες που έρχονται. Οι συνέπειες για τους ελλαδίτες θα είναι μελλοντικά ακόμη μεγαλύτερες αν οι μαθητευόμενοι μάγοι της ελλαδικής διπλωματίας που ευθύνονται για την δεινή θέση στην οποία βρισκόμαστε σήμερα στην Κύπρο προσπαθήσουν μελλοντικά να εφαρμόσουν τις ίδιες ιδέες στην Θράκη και στο Αιγαίο.

            Ελάχιστη σημασία έχει το γεγονός ότι ο «ιστορικός του μέλλοντος» θα καταμερίσει ευθύνες για τις ολέθριες αποφάσεις του σήμερα. Σημασία έχει ότι η συλλογική ελευθερία των κυπρίων θυσιάστηκε στο βωμό ποικίλων συμφερόντων τα οποία όλοι γνωρίζουμε. Σημασία έχει επίσης ότι «στην ιστορία των λαών δικαιώνονται οι Προμηθείς και ποτέ οι Επιμηθείς» και ότι η σημερινή επιμήθειά μας προδιαγράφει ζοφερό για ολόκληρη την Ελλάδα.

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΚΡΑΤΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΚΒΙΑΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ

Σημερινή 15.3.2004 

Παναγιώτης Ήφαιστος

Στο κατώφλι της επίλυσης του κυπριακού το Φθινόπωρο του 2002 εκδηλώθηκε το σχέδιο Αναν που οδήγησε σε συρροή λανθασμένων χειρισμών με αποκορύφωμα την συμφωνία της Νέας Υόρκης μετά από την οποία το διακύβευμα δεν είναι πλέον η λύση του κυπριακού αλλά η συλλογική ελευθερία και γενικότερα η επιβίωση των κυπρίων ως ανεξάρτητη κοινωνικοπολιτική οντότητα. Εξετάζοντας τα αίτια αυτής της κατηφόρας ο ιστορικός του μέλλοντος θα είναι αμείλικτος. Όμως, στην παρούσα φάση το μέλημά μας δεν πρέπει να είναι η ιστορική δικαίωση ή καταδίκη κάποιων πολιτικών προσώπων αλλά η υιοθέτηση επιλογών που επιτρέπουν στους κυπρίους να επιβιώσουν ως ελεύθερη κοινωνία. Στην παρούσα συγκυρία, δύο επισημάνσεις είναι εξαιρετικά σημαντικές. Η πρώτη αφορά την σημασία του κράτους για την ευημερία και επιβίωση μιας κοινωνίας και τη δεύτερη την σημασία των αφόρητων εκβιαστικών πιέσεων για την κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας.  

      Καταρχάς, η σημασία της Κυπριακής Δημοκρατίας: Η κρατική κυριαρχία προκύπτει πάντοτε μετά από ένα αγώνα συλλογικής ελευθερίας. Η απόφαση ανεξαρτησίας-κυριαρχίας συμβολίζει το γεγονός ότι μια κοινωνία είναι πλέον συλλογικά ελεύθερη, ότι προικίστηκε με ένα γεωγραφικά και πολιτικά προσδιορισμένο κοινωνικοπολιτικό σύστημα, ότι είναι ισότιμη με τις κοινωνίες των άλλων κρατών, ότι μπορεί να αποφασίζει αυτόνομα τον συλλογικό τρόπο ζωής, ότι μπορεί να συγκροτεί ένα οικείο σύστημα τάξης και δικαιοσύνης, ότι μπορεί να αναπτύξει ένα οικονομικό σύστημα ως βάση της ευημερίας της και ότι μπορεί να εγκαθιδρύει ένα σύστημα άμυνας, ασφάλειας και διπλωματίας που διασφαλίζει όλα αυτά τα δημόσια αγαθά. Το ηθικοφιλοσοφικό περιεχόμενο αυτού του κράτους, εξάλλου, δεν μπορεί να είναι προϊόν κριτηρίων μεταφυσικά προσδιορισμένων ή δοτών νόμων που εξυπηρετούν εξωγενή-αλλότρια πολιτικά συμφέροντα. Για όλα τα κράτη οι θεμελιώδεις καταστατικοί νόμοι εγκαθιδρύονται στο στάδιο της ανακήρυξης της ανεξαρτησίας και οι υπόλοιποι νόμοι μετεξελίσσονται διαρκώς υπό το πρίσμα διαρκών κοινωνικοπολιτικών ελέγχων και εξισορροπήσεων που κατοπτρίζουν κοινωνικές επιλογές, κοινωνικές παραδοχές και πνευματικές ή υλικές ανάγκες στο πλαίσιο της διαρκούς ανάπτυξης και μετεξέλιξης μιας κυρίαρχης κοινωνίας. Νομιμοποιητικό υπόβαθρο όλων αυτών είναι οι συλλογικές κοσμοθεωρίες, οι συλλογικές ταυτότητες,  οι συλλογικές κοσμοεικόνες και όλες εν γένει οι πνευματικές ή αισθητές νοηματοδοτήσεις που προσδιορίζουν το ηθικό, βιολογικό, ανθρωπολογικό και κοσμολογικό υπόβαθρο των μεμονωμένων ανθρώπων και των κοινωνιών. Κατά βάση, κάθε πνευματικά και αισθητά συγκροτημένη κοινωνία είναι προϊόν μακρόχρονων πνευματικών και λειτουργικών σφυρηλατήσεων και μεθέξεων που συμβολίζεται με διακριτές για κάθε κοινωνία συλλογικές κοσμοθεωρητικές εκδοχές και κοσμολογικές-ανθρωπολογικές παραδοχές χωρίς τις οποίες το κοινωνικοπολιτικό της σύστημα είναι μετέωρο, παραπαίων και επισφαλές. Για κάθε κοινωνία το κράτος, εν ολίγοις, είναι ο συλλογικός θεσμός ελευθερίας. Αυτό ακριβώς συμβολίζουν οι θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου περί μη επέμβασης, διακρατικής ισοτιμίας και του δικαιώματος εσωτερικής αυτοδιάθεσης κάθε κυρίαρχης κοινωνίας. Γι΄ αυτό ακριβώς η προπετής αξίωση του κ Αναν, του κ Χάνευ και άλλων να προσδιορίσουν το κοινωνικοπολιτικό σύστημα της Κύπρου είναι παράνομη, καταχρηστική και αντίθετη με τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ που θεωρεί παράνομη την με οποιοδήποτε τρόπο παρέμβαση οποιουδήποτε στο εσωτερικό πολιτικό σύστημα ενός κυρίαρχου κράτους μέλους των Ηνωμένων Εθνών. Το ότι μερικοί κύπριοι δέχονται κάτι τέτοιο αποτελεί δυστυχώς αποτέλεσμα έσχατης πολιτικής παρακμής, κοσμοθεωρητικής αποδυνάμωσης και φόβου λόγω αδυναμίας που οδηγεί ακόμη και σε συμβιβασμούς επί παγίων κατακτήσεων του ανθρώπινου πολιτισμού όπως είναι η ελευθερία, η αξιοπρέπεια και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

       Υπόδουλη μια κοινωνία είναι αυτή που δεν έχει ιστορικά προικιστεί με ένα ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος και γι’ αυτό η ελευθερία της και η αξιοπρέπειά της είναι ζητούμενο. Εάν αντίστροφα μια κοινωνία είναι κυρίαρχη-ανεξάρτητη και εγκαταλείψει την συλλογική της ελευθερία είναι ενέργεια που ουσιαστικά ισοδυναμεί με συλλογική αυτοκτονία. Οι κύπριοι αυτή τη στιγμή ουσιαστικά εκβιάζονται και εξωθούνται να αυτοκτονήσουν ηθικά, πολιτικά και πολιτειακά. Οι κύπριοι καλούνται να καταργήσουν την Κυπριακή Δημοκρατία που κατάκτησαν με τον αγώνα ανεξαρτησίας-ελευθερίας και αντί αυτού εξωθούνται στην εγκαθιδρύσουν ένα κοινό κρατίδιο, ούτε  καν με τους τουρκοκυπρίους αλλά με την Τουρκία η οποία στην βάση επεκτατικών, ηγεμονικών και ρατσιστικών αιτιολογήσεων εδώ και δεκαετίες αποτελεί το μόνιμο θανάσιμο αντίπαλο της ανεξαρτησίας-ελευθερίας τους. Βεβαίως, αντάλλαγμα για κάτι τέτοιο δεν υπάρχει, εκτός και αν κάποιος ισχυριστεί ότι γνωρίζει τι σημαίνει αντάλλαγμα στην μετά θάνατο φάση μιας συλλογικής ή ατομικής ανθρώπινης οντότητας. Μόνο ως αστείο, ασφαλώς, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το αντάλλαγμα είναι η ασαφής και αβέβαιη υπόσχεση πως σε μερικά χρόνια θα επιστρέψουν μερικές χιλιάδες έλληνες πρόσφυγες υπό ένα αβέβαιο και αμφιλεγόμενο καθεστώς. Όσο για την υπόσχεση για την δημιουργία στην θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας μιας «Ενωμένης Κύπρου» στο πλαίσιο της οποίας οι κύπριοι θα εγκαταλείψουν το κοσμολογικό και κοσμοθεωρητικό τους υπόβαθρο, αποτελεί αναμφίβολα την μεγαλύτερη πολιτική απάτη και τον μεγαλύτερο πολιτικό παραλογισμό των νεώτερων χρόνων. Σίγουρα είναι θλιβερό το φαινόμενο όταν κύπριοι συνηγορούν με τέτοιες κακόβουλες εξωγενείς σκοπιμότητες και μάλιστα με φανατισμό. Αποδέχονται, ουσιαστικά, ότι είναι υποτελείς, απροσάρμοστοι και υποψήφιοι σωφρονισμού εντός των δυναστικών κανονιστικών δομών του κάθε αναρμόδιου και τυχαίου Αναν, Χάνευ ή άλλων απρόκλητων σωφρονιστών που με προπέτεια αξιώνουν να καταργήσουν το πολιτειακό σύστημα των κυπρίων για να εγκαθιδρύσουν ένα εξωγενώς προσδιορισμένο εξαρτημένο και υποτελές κρατίδιο. Αν μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο χωρίς να καταπατηθούν οι κατακτήσεις του πολιτικού πολιτισμού των ανθρώπων, όλα τα κράτη θα είχαν από καιρό κατακερματιστεί εσωτερικά για να εξυπηρετήσουν πολιτειακά τις μειονότητές τους, και γιατί όχι, ο πλανήτης θα είχε ενοποιηθεί κάτω από κάποιους νόμους που θα όριζε κάποιος Αναν, κάποιος Λόρδος Χάνευ ή κάποιος φορέας ενός παγκόσμιου πολιτικού ορθολογισμού. Όλα αυτά, ασφαλώς, είναι αυτονόητα-αυτόδηλα ανορθολογικά και αντιβαίνουν στον πολιτικό πολιτισμό των διεθνών σχέσεων όπως συμβολίζεται από τις προαναφερθείσες θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου και άλλες πάγιες κατακτήσεις. 

          Επειδή οι πολιτικοί τους ηγέτες δυστυχώς στην Νέα Υόρκη δεν φρόντισαν να τους προστατέψουν έγκαιρα από τις ιμπεριαλιστικές συνομωσίες κατά της συλλογικής τους ελευθερίας, η πιο επείγουσα συλλογική απόφαση των κυπρίων τις προσεχείς εβδομάδες θα είναι να απορρίψουν τους φασιστοειδείς εκβιασμούς ποικίλων αυτόκλητων συνωμοτών που με προκλητικά εξόφθαλμο τρόπο υπηρετούν αλλότρια στρατηγικά συμφέροντα. Είναι πραγματικά θλιβερό και πρωτόγνωρο το φαινόμενο ποικίλων αυτόκλητων κηνσόρων του κοινωνικοπολιτικού μας βίου που απροκάλυπτα συνωμοτούν, φλυαρούν, απειλούν, εκβιάζουν και στοχεύουν τους δυνητικά φοβισμένους ή ευκολόπιστους κυπρίους. Εκτοξεύουν ασύστολα ψεύδη πως θα υπάρξει δήθεν «μεγάλο κόστος» αν απορρίψουμε τους φασιστοειδείς-ιμπεριαλιστικούς στρατηγικούς σχεδιασμούς τους και οι κύπριοι αρνηθούν να εγκαταλείψουν το θεσμό ελευθερίας που κατάκτησαν και έκτισαν με μεγάλους αγώνες, δηλαδή την Κυπριακή Δημοκρατία. Οι κύπριοι θα πρέπει να απορρίψουν καθολικά τα σχέδιά τους στο δημοψήφισμα για ένα τουλάχιστον λόγο: Προσβάλλεται η αξιοπρέπειά τους, τα ανθρώπινα δικαιώματά τους και η συλλογική τους ελευθερία. Ποιος ο λόγος, εξάλλου, να γίνει δημοψήφισμα αν αυτό θα γίνει υπό το κράτος εκβιαστικών διλημμάτων και απειλών; Σε τι έφταιξαν οι κύπριοι για να απειλούνται με αυτό τον τρόπο; Μήπως φταίνε γιατί ως αποτέλεσμα του πραξικοπήματος της αμερικανοθρεμένης χούντας η Τουρκία εισέβαλε παράνομα στην Κύπρο; Μήπως φταίνε γιατί επί δεκαετίες αρνήθηκαν να νομιμοποιήσουν τα τετελεσμένα της βίας και με πείσμα αξίωναν να εφαρμοστεί το διεθνές δίκαιο; Μήπως φταίνε γιατί επί δεκαετίες επέμεναν σε μια ειρηνική διευθέτηση; Μήπως φταίνε γιατί επιδίωξαν μια έντιμη για όλους διέξοδο με την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής προοπτικής της Κύπρου;

       Ενάντια λοιπόν στους εκβιασμούς που μας καλούν να εγκαταλείψουμε την Κυπριακή Δημοκρατία που αποτελεί τον θεσμό ελευθερίας όλων των κυπρίων (όλων ανεξαιρέτως των κυπρίων, ελληνοκυπρίων και μελλοντικά δυνητικά των τουρκοκυπρίων), η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι ένα συντριπτικά πλειοψηφικό ΟΧΙ. Εκτός και αν υπάρχει ενδιάμεση απόφαση μεταξύ ελευθερίας και υποδούλωσης ή μεταξύ αξιοπρέπειας και αναξιοπρέπειας. 

Ανοικτή επιστολή στον Γεώργιο Παπανδρέου – Πρόεδρο ΠΑΣΟΚ

 -Από Παναγιώτη Ήφαιστο, Καθηγητή Διεθνών Σχέσεων-Στρατηγικών Σπουδών και Έδρας Jean Monnet για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ενοποίηση.

-Προς Κύριο Γεώργιο Παπανδρέου, Πρόεδρο ΠΑΣΟΚ

19.3.2004

 Αγαπητέ κύριε Πρόεδρε του ΠΑΣΟΚ,

 Με έκπληξη σας άκουσα στις 18.3.2004 όταν μιλούσατε στην νέα κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ να δηλώνεται ότι εντάξατε την Κύπρο στην ΕΕ και ότι αυτό εκτιμάται πως αποτελεί μια «θετική απογραφή» του έργου σας. Άναυδο αφήνει μάλιστα τον πληροφορημένο παρατηρητή η επόμενη φράση σας όταν δηλώσατε πως «δεν θα επιτρέψετε στην νέα κυβέρνηση να αφήσει τους κύπριους στον αυτόματο πιλότο». Επιτρέψτε μου λοιπόν να κάνω τα πιο κάτω σχόλια, διεθνολογικής, ηθικής και πολιτικής υφής τα οποία και προτίθεμαι να δημοσιοποιήσω ευρύτερα. Αφορούν δικά σας ολέθρια διπλωματικά λάθη ως υπουργού εξωτερικών τα οποία δημιουργούν θανάσιμους κινδύνους για την ανθρώπινη ελευθερία, για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, για την περιφερειακή σταθερότητα και για την μελλοντική ασφάλεια-ευημερία των πολιτών του ελληνικού κράτους. Αυτοί είναι εξάλλου οι λόγοι για τους οποίους αναλύω το ζήτημα αυτό υπογράφοντας με την ακαδημαϊκή μου ιδιότητα. Αν μη τι άλλο επειδή δημιουργούνται κίνδυνοι για την συλλογική ελευθερία και τη δημοκρατία νομίζω ότι η ελεύθερη έκφραση-κριτική δεν είναι μόνο δικαίωμα αλλά και υποχρέωση. Έτσι, πέραν του παρόντος και των αναλύσεων τις οποίες έχω ήδη δημοσιεύσει (βλ. http://www.ifestos.edu.gr/13.htm), σύντομα θα ενδιατρίψω συγγραφικά στα αίτια του πολιτικού φαινομένου ενός Υπουργού Εξωτερικών που ενώ ευθύνεται για ολέθρια λάθη και παραλείψεις που αφορούν ζωτικά εθνικά συμφέροντα, την δημοκρατία στην Κύπρο και την ανθρώπινη ελευθερία ενός λαού δεν ελέγχθηκε πολιτικά. Επίσης, είναι συγγραφικά και πολιτικά εξαιρετικά ενδιαφέρον το φαινόμενο ενός μεγάλου αριθμού στελεχών μιας μεγάλης παράταξης τα οποία ενώ πολλά δήλωναν πέρυσι για τις καταστροφικές συνέπειες του σχεδίου Αναν τους τελευταίους μήνες όταν εσείς μιλάγατε για «επιτυχή ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ» διακρίθηκαν λόγω ηχηρής σιωπής. Προς το παρόν, σας απευθύνω δημοσίως τις πιο κάτω απόψεις.   

            Πρώτο, η Κύπρος δεν εντάσσεται στην ΕΕ αλλά, εάν εφαρμοστεί το σχέδιο Αναν, διχοτομείται. Όπως εύστοχα δήλωσε η μεγάλη μορφή του ελληνισμού Βάσος Λυσσαρίδης «από κολοσσιαίο επίτευγμα μετατρέπουμε την ένταξη σε καταστροφικό μπούμερανγκ» (14.3.2002).

            Δεύτερο, το μπούμερανγκ, στο οποίο αναφέρθηκε ο Βάσος Λυσσαρίδης, είχε ως αφετηρία τον Φθινόπωρο του 2002, την στιγμή δηλαδή που όλα έδειχναν ότι δρομολογούνται οι προϋποθέσεις βιώσιμης λύσης του κυπριακού [α. Ολοκλήρωση των διαδικασιών ένταξης που εν πολλοίς οφείλονται στις οικονομικές και πολιτικές επιδόσεις των κυπρίων. β. Πολιτικό κεκτημένο ότι η ένταξη θα γίνει «ανεξαρτήτως λύσης». γ. Δηλώσεις πολλών ευρωπαίων ηγετών υπέρ μιας βιώσιμης λύσης συμβατής με την κοινοτική έννομη τάξη]. Δικά σας ολέθρια λάθη ή παραλείψεις –και επιτρέψτε μου να προσθέσω πολιτικές αποφάσεις που στηρίζονται σε κοσμοπολίτικους παραλογισμούς περί ευκαιρίας, δήθεν, δημιουργίας ενός… «μεταεθνικού κράτους» στην Κύπρο, εξωφρενική και πολιτικά ανεύθυνη θέση που δημοσίως υποστήριξε το σύστημα ιδεών το οποίο εσείς ως πολιτικό πρόσωπο φαίνεται ότι εκφράζετε και το οποίο ασφαλώς καμιά πολιτική σχέση δεν έχει με το πολιτικό κληροδότημα των Ανδρέα Παπανδρέου-Γεώργιο Παπανδρέου των δεκαετιών του 1960–, επέτρεψαν στον ΓΓ ΟΗΕ να καταστεί εντολοδόχος των βρετανικών συμφερόντων. Ο Κόφι Αναν καταχράστηκε τον ρόλο του (που είναι εντολοδόχος των εμπλεκομένων και όχι εντολέας συμφερόντων που αντιβαίνουν στο διεθνές δίκαιο και στον Καταστατικό Χάρτη) και αφέθηκε να προτείνει σχέδιο λύσης του κυπριακού το οποίο παραβιάζει κάθε αρχή διεθνούς δικαίου, το οποίο δεν είναι συμβατό με την  ιδιότητα της Κύπρου ως μέλους της ΕΕ και το οποίο παραβιάζει κατάφωρα κάθε έννοια ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Για να αναφερθώ λοιπόν στις δικές σας δηλώσεις στις 18.3.2004, η απογραφή των έργων σας ως επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας καταμαρτυρεί την ακύρωση του πολιτικοδιπλωματικού κεκτημένου της κυπριακής ένταξης και το στρίμωγμα εκατοντάδων χιλιάδων ελληνοκυπρίων, τουρκοκυπρίων, εποίκων, βρετανών στρατιωτών, τούρκων στρατιωτών και ελλήνων στρατιωτών «σ’ ένα αεροπλάνο» με πιλότο τον Κόφι Αναν ο οποίος αντί εντολοδόχος των εμπλεκομένων, υπηρέτης του Καταστατικού Χάρτη και υπερασπιστής του διεθνούς δικαίου λειτουργεί ως εντολοδόχος άγγλων, αμερικανών και τούρκων διπλωματών που τους τελευταίους δεκαπέντε μήνες όταν εμείς υπνώτταμε αυτοί οργίαζαν στα παρασκήνια εις βάρος του κυπριακού λαού. Αυτά μάλιστα συνέβηκαν όταν ακούονταν ακατανόητα μουρμουρητά για «ιστορικές ευκαιρίες» και δαφνοστεφανωμένες «επιτυχίες». Αν λοιπόν θα πρέπει να γίνει απογραφή θα πρέπει να εξετάσει τα αίτια για τα οποία πασιφανώς ως επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας αφήσατε να εκδηλωθεί το σχέδιο Αναν με αυτό το περιεχόμενο και τους λόγους για τους οποίους από το Φθινόπωρο του 2002 μέχρι την ολέθρια συμφωνία της Νέας Υόρκης του Φεβρουαρίου 2004 αφήσατε τις εξελίξεις να – όπως εύστοχα σημείωσε ο Βάσος Λυσσαρίδης– μετατρέψουν τα επιτεύγματα των κυπρίων σε καταστροφικό μπούμερανγκ.

            Τρίτο, μετά την Νέα Υόρκη δρομολογήθηκαν εξελίξεις τις οποίες συνοψίζω στον εξής «δεκάλογο»:

i)                    Αν στις 20 Απριλίου οι κύπριοι δεν καταψηφίσουν το ολέθριο σχέδιο που εσείς ονομάσατε «ιστορική ευκαιρία», κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου καταργείται η εδραία Κυπριακή Δημοκρατία, δηλαδή, καταργείται ο θεσμός συλλογικής ελευθερίας που οι κύπριοι με αίμα κατάκτησαν και με κόπο έκτισαν τα τελευταία σαράντα χρόνια.

ii)                   Η Κύπρος αναπόδραστα διχοτομείται,

iii)                 Η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ ουσιαστικά ακυρώνεται,

iv)                 Καταργείται παντοτινά η κυπριακή λαϊκή κυριαρχία επειδή τίθεται υπό την αίρεση προβληματικών πολιτειακών ρυθμίσεων και υπό παντοτινή εποπτεία ξένων (τουρκικές «εγγυήσεις» και ξένοι δικαστές).

v)                  Καταστρατηγούνται πάγιες δημοκρατικές αρχές επειδή οι πολιτειακές ρυθμίσεις δημιουργούν καθεστώς τυραννίας του 18% επί του 82% και παντοτινού δικαιώματος της Τουρκίας και εποίκων να αποφαίνονται αυθαίρετα για τα τεκταινόμενα και στα δύο έξωθεν εξαρτημένα κρατίδια που θα αντικαταστήσουν την εδραία Κυπριακή Δημοκρατία.

vi)                 Εξουδετερώνεται η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ με τρις τουλάχιστον τρόπους: α) Γιατί όλη η Κύπρος θα αποτελεί εξαίρεση στην κοινοτική έννομη τάξη, β) γιατί λόγω αρνησικυρίας δεν θα είναι εφικτό να λαμβάνεται οποιαδήποτε ουσιαστική απόφαση επί κοινοτικών ή άλλων ζητημάτων και γ) γιατί επί στρατηγικών ζητημάτων όπως η διεύρυνση της ΕΕ η Κύπρος δεσμεύεται συνταγματικά να υιοθετεί προαποφασισμένες θέσεις.

vii)               Έτσι, λόγω δικών σας ολέθριων λαθών ή παραλείψεων, με το εκβιαστικό δημοψήφισμα που καταχρηστικά επιβάλλει ο Αναν για να προλάβει την τελική ένταξη, θα έχουμε όχι προσαρμογή της λύσης του κυπριακού στο κοινοτικό κεκτημένο αλλά το αντίστροφο, δηλαδή καθιέρωση της μη εφαρμογής του κοινοτικού κεκτημένου στην Κύπρο ως εξαίρεση στην κοινοτική έννομη τάξη. Αντίθετα με πάγιες επιδιώξεις δέκα ετών, η ένταξη προσαρμόζεται στην διχοτόμηση που προβλέπει το σχέδιο Αναν αντί η ένταξη να αποκλείσει την διχοτόμηση και να οδηγήσει σε μια ενιαία, βιώσιμη, λειτουργική, αποτελεσματική και σταθερή Κυπριακή Πολιτεία.

viii)              Εάν οι κύπριοι καταψηφίσουν το ανανικό πολιτειακό τερατούργημα, έστω κα αργοπορημένα δημιουργούνται κάποιες προϋποθέσεις επιτυχίας του δύσκολου αγώνα επανένωσης της Κύπρου μετά την 1η Μαιου. Εν τούτοις, όπως οι δηλώσεις σας δείχνουν δεν φαίνεται να κατανοείται αυτό το πασίδηλο γεγονός και συνεχίζεται να θεωρείται την «ανανική διχοτόμηση» της Κύπρου ως δήθεν επιτυχία.

ix)                 Είναι χαρακτηριστικό ότι άγγλοι και αμερικανοί αξιωματούχοι τις τελευταίες μέρες απειλούν και εκβιάζουν τους κυπρίους να πουν ναι στο δημοψήφισμα. Εν τούτοις, ούτε εσείς ούτε κάποια άλλη ελλαδική φωνή δεν συμπαραστάθηκε στον κυπριακό λαό με το να αντικρούσει αυτούς του κυριολεκτικά ανήθικους (διεθνο)φασιστικούς εκβιασμούς.

x)                  Δέκατο, αλλά όχι το τελευταίο που θα μπορούσε να αναφερθεί, ενώ νομιμοποιούνται τα τελεσμένα της βίας η Τουρκία αποδεσμεύεται από όρους και προϋποθέσεις προώθησης των σχέσεών της με την ΕΕ. Ενισχύεται έτσι η βρετανική θέση υπέρ της διεύρυνσης και κατά της αυτοδύναμης πολιτικής εμβάθυνσης της διαδικασίας ολοκλήρωσης. Αναπόδραστα οδηγούμαστε σε όξυνση των τουρκικών ηγεμονικών συμπεριφορών με δυνατότητα μάλιστα πλέον η Άγκυρα να χρησιμοποιεί προβλήματα στην Κύπρο για να προβαίνει σε στρατιωτικούς και διπλωματικούς εκβιασμούς κατά της Ελλάδας και κατά της υπόλοιπης Ευρώπης.

 Για τους πιο πάνω λόγους, η δική μας «απογραφή» του δικού σας έργου ως επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας είναι ότι επιτρέψατε να δρομολογηθούν εξελίξεις που νομιμοποιούν τον τουρκικό αναθεωρητισμό-επεκτατισμό, που αναπόδραστα καταστρέφουν όλους τους κυπρίους επειδή τους στερούν το κράτος τους, που καθιστούν την Ελλάδα αξιοθρήνητο χειροκροτητή της άνευ όρων και προϋποθέσεων επιχείρησης αποδυνάμωσης της Ευρώπης και που αναπόδραστα δημιουργούν εστία αστάθειας, τριβών και συγκρούσεων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Για να αναφερθώ ξανά στον Βάσο Λυσσαρίδη, υποστηρίζω ότι λόγω ολέθριων λαθών ή παραλείψεων της κυβέρνησης της οποίας ήσασταν κορυφαίο στέλεχος, τα κολοσσιαία επιτεύγματα των κυπρίων μετατράπηκαν σε καταστροφικό μπούμερανγκ. Εσείς, εν τούτοις, αντί απολογισμού λαθών ή θαρραλέου mea culpa όλως περιέργως ζητάτε «απογραφή» καταγραφής των επιτυχιών. Για όλες τις πολιτικές δυνάμεις, βεβαίως, απομένει μια τελευταία ευκαιρία: Να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να ζητήσουν να μην αφεθούν οι ευρισκόμενοι υπό συνεχή εκβιασμό κύπριοι να αποφασίσουν για την  καταστροφή όλων μας. Μετά την 1η Μαιου, χωρίς όρους, προϋποθέσεις, χρονικά διλήμματα και εκβιασμούς, μπορούν να αρχίσουν σοβαρές συνομιλίες με όλους τους ενδιαφερομένους για το κατά πόσον υπάρχει δυνατότητα επανένωσης της Κύπρου και δημιουργίας ενός πραγματικά βιώσιμου κράτους. Ο νομιμοποιημένος και θεμιτός σκοπός των μελλοντικών διαπραγματεύσεων είναι η αποκατάσταση της διεθνούς τάξης με την αποχώρηση των ξένων δυνάμεων και την επανένωση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως πλήρους πλέον μέλους της ΕΕ. Κανείς επομένως δεν πρέπει να κρυφτεί πίσω από το απαράδεκτο επιχείρημα ότι «οι κύπριοι αποφασίζουν», την στιγμή που όπως ήδη αναφέρθηκε οι τελευταίοι λειτουργούν υπό την πίεση των ελλαδικών λαθών και υπό το κράτος των προαναφερθέντων απροσχημάτιστων βρετανικών-αμερικανικών και τουρκικών εκβιαστικών δηλώσεων που τους καλούν να υποθηκεύσουν παντοτινά την συλλογική ελευθερία τους και τα δημοκρατικά δικαιώματά τους.

 

Ανοικτή επιστολή προς τον Γιώργο Παπανδρέου της 19ης Μαρτίου 2004 - Υστερόγραφο-πρόσθετα σχόλια

 Παναγιώτης Ήφαιστος

21.3.2004

 Η ανοικτή επιστολή προς τον Γεώργιο Παπανδρέου (http://www.ifestos.edu.gr/13.htm) γράφτηκε και δημοσιοποιήθηκε ως άμεση αντίδραση σε αποσπάσματα της ομιλίας του Γεωργίου Παπανδρέου που μεταδίδονταν τηλεοπτικά στις 18.3.2004. Με άλλα αποσπάσματα της ομιλίας του Γεωργίου Παπανδρέου που αναπαράχθηκαν στον ημερήσιο τύπο στις 19.3.2004, ο νυν αρχηγός του ΠΑΣΟΚ «προτρέπει την κυβέρνηση να αναλάβει πρωτοβουλίες και να κάνει προτάσεις για το κυπριακό», ενώ φέρετε να κάνει την εξής ακόμη πιο εκπληκτική δήλωση: «Είναι λογικό οι κινήσεις και οι προτάσεις του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ να μην ανταποκρίνονται πάντα στις επιθυμίες μας ή να αντιβαίνουν στα εθνικά συμφέροντα». Επί αυτών κάνουμε τις εξής αναγκαίες και μη εξαιρετέες πρόσθετες επισημάνσεις:

            Πρώτο, με δεδομένο το γνωστό κοσμοπολίτικο σύστημα ιδεολογημάτων το οποίο ως πολιτικό πρόσωπο κατά την εκτίμησή μας εκφράζει ο Γιώργος Παπανδρέου –το οποίο συχνά-πυκνά υποστηρίζει ότι έθνος-κράτος, εθνικό συμφέρον και κυριαρχία είναι παρωχημένες έννοιες– ερωτούμε:  Επειδή ο προεκλογικός αγώνας κυριαρχήθηκε από την επίδειξη ικανότητας εκτέλεσης επικοινωνιακών καταιγίδων ή επίδειξη γυμναστικών ικανοτήτων και όχι από την εκφορά ουσιαστικού ιδεολογικοπολιτικού λόγου, πότε ο Γιώργος Παπανδρέου ως πολιτικός ανήρ όρισε και ανέλυσε με ακρίβεια αυτά τα εθνικά συμφέροντα; Πότε μας πληροφόρησε ως προς το ποια είναι αυτά τα εθνικά συμφέροντα στην Κύπρο; Ή μήπως θεωρεί την κατάργηση και την διχοτόμηση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως ελληνικό εθνικό συμφέρον; Έχει ή δεν έχει επίγνωση του γεγονότος ότι είναι ένα πράγμα η έννοια του εθνικού συμφέροντος στην βάση του οποίου λειτουργούν όλα τα σύγχρονα κράτη και άλλο οι ασυναρτησίες του νεοφιλελεύθερου και/ή του απολιτικού-κοσμοπολίτικου συστήματος ιδεολογημάτων που πολλοί εκτιμούν ότι ως πολιτικός ανήρ ο ίδιος ενσαρκώνει! Να είναι σίγουρος ο κ Παπανδρέου και οι αρχιερείς ιδεών ηγεμονικής-κοσμοπολίτικης έμπνευσης ότι θα επανέλθουμε με πιο λεπτομερείς αναφορές, παραπομπές και τεκμηριώσεις! Ενδιαμέσως, επειδή δεν αμφισβητούμε τις προθέσεις του παρά μόνο τις πολιτικές του επιλογές, ίσως είναι χρήσιμο στον Γιώργο Παπανδρέου να μελετήσει την τελευταία μονογραφία του γράφοντος, Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης (για περισσότερες πληροφορίες βλ. http://www.ifestos.edu.gr/7.htm), όπου σε πολλά σημεία ελέγχεται στοχαστικά το σύστημα ιδεών το οποίο εκτιμώ ότι ο ίδιος συνειδητά ή χωρίς να το κατανοεί εκφράζει. Αυτό το σύστημα ιδεών, κατά την εκτίμησή μου, καμία απολύτως σχέση δεν έχει με το πολιτικό-κοσμοθεωρητικό κληροδότημα των βιολογικών προγόνων του Γιώργου Παπανδρέου ή με τις κυρίαρχες κοσμοθεωρητικές παραδοχές του κομματιού εκείνου της ελληνικής κοινωνίας το οποίο είναι σήμερα ενταγμένο (ή μήπως εγκλωβισμένο;) σ’ ένα ρευστό πολιτικό χώρο του οποίου πολλοί διερωτώνται πιο θα είναι το όνομα, τα στελέχη και το ιδεολογικό περιεχόμενο βρίσκονται σε μετάβαση προς, όπως φαίνεται, προς την διαμόρφωση ενός πρωτόγνωρου μίγματος «απολιτικού μεταεθνικού κοσμοπολιτισμού» και αντιδραστικού νεοφιλελευθερισμού.     

            Δεύτερο, κάθε πολίτης έχει δικαίωμα –αν όχι υποχρέωση–να ελέγχει τις αντιφάσεις, τα λογικά σφάλματα, τα πολιτικά σφάλματα και τις πολιτικές συνέπειες των ιδεών και των πράξεων ενός πολιτικού άνδρα που διατείνεται ότι είναι ο καταλληλότερος να ηγηθεί μιας μεγάλης δημοκρατικής-προοδευτικής παράταξης και κατ’ επέκταση του ελληνικού κράτους. Υπό αυτό το πρίσμα η δήλωση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ ότι «είναι λογικό οι κινήσεις και οι προτάσεις του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ να μην ανταποκρίνονται πάντα στις επιθυμίες μας ή να αντιβαίνουν στα εθνικά συμφέροντα» θέτει εύλογα ερωτήματα για τον τρόπο που ο ίδιος λειτούργησε ως Υπουργός Εξωτερικών. Εκτιμούμε λοιπόν ότι είτε δεν κατανοεί πλήρως την σημασία και τις συνέπειες των θέσεων και των πράξεών του ως υπουργός εξωτερικών της Ελλάδας τα δύο τελευταία χρόνια, είτε –αντί θαρραλέου mea culpa–, επιχειρεί να τις συσκοτίσει πολιτικά με γενικόλογες και αντιφατικές δηλώσεις.

            Εάν ισχύει το πρώτο τότε πολλοί θα πρέπει να διερωτηθούν κατά πόσο το συγκεκριμένο πρόσωπο είναι πολιτικά κατάλληλο να ηγείται μιας μεγάλης ιστορικής παράταξης η οποία στα μάτια πολλών συνεχίζει την πατριωτική-προοδευτική πολιτική παράδοση του Βενιζέλου και των Παπανδρέου και η οποία ιστορικά πλειοψηφούσε στην ελληνική κοινωνία. Ακόμη, πολλοί θα πρέπει να διερωτηθούν για τα αίτια, τις μεθοδεύσεις και τις συμπεριφορές που οδήγησαν στην περιθωριοποίηση ή στον εκτοπισμό ικανών και δοκιμασμένων στελεχών αυτής της μεγάλης παράταξης της οποίας αιφνιδίως ο Γιώργος Παπανδρέου έγινε αρχηγός. Εν τέλει, συγκρίνοντας του αρχηγούς των δύο μεγάλων κομμάτων και του συστήματος ιδεών που εκπέμπουν ποιος είναι πιο κατάλληλος να συνεχίσει αυτήν την πολιτική παράδοση: Ο Γιώργος Παπανδρέου ή ο Κώστας Καραμανλής; Έγκαιρα, ο υπογράφων υποστήριξε ότι είναι ο δεύτερος.

            Εάν ισχύει το δεύτερο, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα επειδή ο πολιτικός υπεύθυνος της υποβολής μη βιώσιμης λύσης του κυπριακού επιστρέφει στον τόπο του «διπλωματικού εγκλήματος» σφυρίζοντας αδιάφορα ή ρίχνει στάχτη στα μάτια μας υποθέτοντας ότι όσον αφορά την δική του στάση απέναντι στον ΓΓ  όλοι θα λησμονήσουμε τι έλεγε, τι εξέπεμπε και τι έπραττε. Όπως έχουμε εκτενέστατα εξηγήσει σε πρόσφατα κείμενά μας (βλ. http://www.ifestos.edu.gr/13.htm) και όπως ήδη υποσχεθήκαμε ότι θα υποστηρίξουμε με μεταγενέστερη μελέτη:

                        1) Το 2002 την στιγμή που η Κύπρος συμπλήρωνε επιτυχώς τις διαπραγματεύσεις ένταξης στην ΕΕ ο πρώην ΥΠΕΞ απέτυχε παταγωδώς στην εκπλήρωση του στόχου να αποκτήσουν οι προτάσεις του ΓΓ του ΟΗΕ περιεχόμενο συμβατό με το διεθνές δίκαιο, την κοινοτική έννομη τάξη και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Πως λοιπόν ο κ Παπανδρέου νομιμοποιείται σήμερα όταν τα πράγματα είναι απείρως δυσκολότερα να είναι τιμητής των άλλων!

                        2) Όταν το Φθινόπωρο του 2002 ακούστηκε ότι αναμένεται η υποβολή τους αν και ο ίδιος όπως και πολλοί άλλοι εξέφραζαν την δυσφορία τους –και παρά τις ευνοϊκές για εμάς πολιτικές συγκυρίες τις οποίες εξηγώ στην ανοικτή επιστολή μου της 18ης Μαρτίου– παρέλειψε να εμποδίσει την υποβολή τους. Ή μήπως παρά τα κάποια μουρμουρητά επιθυμούσε την υποβολή προτάσεων με αυτό ακριβώς το περιεχόμενο; Η στάση του στη συνέχεια και οι «αναλύσεις» του συστήματος ιδεολογημάτων που τον στήριξε μας, δυστυχώς, οδηγούν σε καταφατική απάντηση.   

                        3) Όταν στην συνέχεια καταχρηστικά και αναρμόδια ο ΓΓ του ΟΗΕ λειτουργούσε ως εντολοδόχος του βρετανού διπλωμάτη λόρδου Χάνευ με το να στέλλει αναξιοπρεπή χρονικά τελεσίγραφα ή με το να εκβίαζε τους κύπριους να δεχθούν το απαράδεκτο σχέδιό του ως είχε, ο κ Παπανδρέου φάνηκε να αδρανεί πλήρως (αν όχι να παροτρύνει τους κυπρίους προς την κατεύθυνση υποταγής) όταν αυτός και ο τότε πρωθυπουργός αθυρόστομα χαρακτήρισαν το σχέδιο Αναν όπως αρχικά υποβλήθηκε ως «ιστορική ευκαιρία».

            4) Σ’ όλα αυτά τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, προστίθεται ότι δεκαπέντε μήνες μετά μέχρι και την συμφωνία της Νέας Υόρκης, ο κ Γιώργος Παπανδρέου όχι μόνο δεν έκανε κάτι ουσιαστικό και αποτελεσματικό για να διαμορφωθούν νέες προτάσεις βιώσιμης λύσης αλλά επιπλέον: i) Το σύστημα ιδεολογημάτων που πολλοί εκτιμούν ότι εκφράζει (ιδιαίτερα αυτό της επιστημονικοφανούς ιστορικής ανεκδοτολογίας που διακρίνεται σε πρόχειρα στημένα τηλεοπτικά παράθυρα) επιδόθηκε σε μια πρωτοφανή εκστρατεία να πειστούν οι έλληνες της Κύπρου να δεχθούν πολιτειακές δομές που θίγουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την ανθρώπινη ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. ii) Δηλαδή, ουσιαστικά οι κύπριοι «παροτρύνθηκαν» να δεχθούν την κατάργηση της συλλογικής τους ελευθερίας (εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία και λαϊκή κυριαρχία). iii) Επιβλήθηκε ο νόμος της σιωπής κατά όποιων μοναχικά υποστήριζαν ότι διακυβεύεται η ανθρώπινη ελευθερία και κυριάρχησαν στις διαπλεγμένες τηλεοπτικές εκπομπές και επιφυλλίδες –για να αποφύγω πιο σκληρά λόγια ή αυτονόητα υπονοούμενα– οι πιο επιστημονικά αναρμόδιες-καταγέλαστες γνώμες iv) Πριν και μετά την επάρατη «συμφωνία» της Νέας Υόρκης ο Γιώργος Παπανδρέου ως υπουργός εξωτερικών και στη συνέχεια ως αρχηγός του τότε κυβερνώντος κόμματος –αντί να επηρεάσει τον ΓΓ είτε να σταματήσει τις εκβιαστικές πρακτικές είτε να συμμορφωθεί με τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ και την κοινοτική έννομη τάξη– συνέπραξε στον ενταφιασμό των ελπίδων βιώσιμης λύσης ενώ ταυτόχρονα όλως περιέργως δεν παρέλειπε να καυχάται ότι «πέτυχε την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ». Αυτά τα αδιαμφισβήτητα πραγματικά γεγονότα υποδηλώνουν ότι ο Γιώργος Παπανδρέου είναι ο κύριος πολιτικός υπεύθυνος της παντοτινής υποθήκευσης της ελευθερίας των κυπρίων, της ιστορικής παγίδευσης της ελληνικής διπλωματίας και της δημιουργίας μιας τρομακτικής εστίας τριβών και συγκρούσεων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος διασώζεται πολιτικά αν ευθυνόφοβα οι κύπριοι αφεθούν να «αποφασίσουν» υπό το βάρος εκβιασμών, φόβου, διπλωματικών τετελεσμένων και ουσιαστικής αδιαφορίας του «μητροπολιτικού» ελληνικού κράτους. Η κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η στρατηγική ομηρία εκατοντάδων χιλιάδων ελλήνων, εν κατακλείδι, δεν αποτελεί υπόθεση μόνο των ίδιων των κυπρίων αλλά και όλων των υπόλοιπων ελλήνων  και του ελληνικού κράτους που μελλοντικά θα υποστεί τις συνέπειες.  

            Τέλος αλλά όχι το τελευταίο στο οποίο θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε, πριν και μετά την «συμφωνία» της Νέας Υόρκης, το σύστημα ιδεολογημάτων το οποίο πολλοί εκτιμούν ότι εκφράζει πολιτικά και ιδεολογικά ο Γιώργος Παπανδρέου υποστήριζε και συνεχίζει να υποστηρίζει ότι το ανανικό πολιτειακό τερατούργημα αποτελεί θρίαμβο της «νέας εποχής» επειδή η Κύπρος θα καταστεί το πρώτο … μεταεθνικό πείραμα. Υποστήριζε, δηλαδή, την δημιουργία ενός πρωτόγνωρου δοκιμαστικού σωλήνα εντός του οποίου θα επιχειρηθεί η πολιτισμική απονεύρωση και η πολιτειακή καθυπόταξη ενός λαού για να εκπληρωθούν οι διαστρεμμένες και ανελεύθερες ιδέες της «μεταεθνικής εποχής». Για να ικανοποιήσουν αυτές τις ιδεολογικές διαστροφές μερικοί δεν διστάζουν να ζητούν με φανατισμό την διχοτόμηση και ουσιαστική κατάργηση ενός κυρίαρχου-ανεξάρτητου κράτους.

            Βεβαίως, αυτά συμβαίνουν και αλλού –Κόσοβο, Βοσνία, Ιράκ κτλ– με την διαφορά ότι οι αρχιερείς της αμφισβήτησης του εθνικού συμφέροντος και του θεσμού συλλογικής ελευθερίας του έθνους-κράτους δεν έχουν ακόμη κατορθώσει να οριστικοποιήσουν τα άνομα, ανελεύθερα και ανήθικα σχέδιά τους. Στην Κύπρο, εάν τα ολέθρια λάθη-παραλείψεις και τα στρεβλά-διεστραμμένα ιδεολογήματα σύντομα οδηγήσουν στην προσπάθεια εφαρμογής των άνομων προτάσεων του ΓΓ του ΟΗΕ, οι οποίες όχι μόνο αντιβαίνουν στα ελληνικά εθνικά συμφέροντα» αλλά επίσης παραβιάζουν κατάφορα τα ανθρώπινα δικαιώματα, πάγιες δημοκρατικές αρχές, το διεθνές δίκαιο και το κοινοτικό κεκτημένο της ΕΕ της οποίας η Κύπρος υποτίθεται ότι γίνεται πλήρες μέλος, θα καταστήσουν τους εκατοντάδες χιλιάδες ελληνοκύπριους και τουρκοκύπριους τα πρώτα θύματα των ηγεμονικής έμπνευσης «μεταεθνικών» διαστροφών. Κάποιοι «διανοούμενοι» φορείς φασιστοειδών ηγεμονικών παραδοχών κατά των θεσμών συλλογικής ελευθερίας των λιγότερο ισχυρών κρατών δυνατό να επιχαίρουν χαιρέκακα για το γεγονός ότι οι κύπριοι βρέθηκαν στο στόχαστρο αυτών των συνωμοσιών. Οι κύπριοι πάντως έχουν μια ακόμη ευκαιρία: Να πουν ένα μαζικό ΟΧΙ στο δημοψήφισμα. Κάθε πολιτικά υπεύθυνος έλληνας δημοκράτης έχει υποχρέωση να τους ενισχύσει να προασπίσουν την συλλογική τους ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματά τους.                 

15. Κυπριακό και το πολιτικό ήθος της αντιπολίτευσης του Γιώργου Παπανδρέου

"Τύπος της Κυριακής", 28.3.2004 και "Σημερινή" 28.3.2004

Παναγιώτης Ήφαιστος, Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων-Στρατηγικών Σπουδών και Έδρας Jean Monnet για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση, Πάντειον Πανεπιστήμιο, www.ifestos.edu.gr

Η αντιπολίτευση στα δημοκρατικά καθεστώτα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην αναβάθμιση των κοινωνικοπολιτικών ελέγχων και εξισορροπήσεων και στην καλλιέργεια πολιτικού ορθολογισμού στο πολιτικό σύστημα. Προϋπόθεση για πολιτικό πολιτισμό αυτών των προδιαγραφών, όμως, είναι η ουσιαστική-βάσιμη επιχειρηματολογία, οι πραγματολογικά τεκμηριωμένοι ισχυρισμοί και ο απαλλαγμένος ύπουλων εκλογικεύσεων ή διαστρεβλώσεων πολιτικός λόγος. Στο παρελθόν, έστω και αν κάποιοι διαφωνούσαν με τις πολιτικές θέσεις και την εξ αντικειμένου κοσμοπολίτικη ιδεολογία του Γιώργου Παπανδρέου, αποδέχονταν ότι πρόκειται περί ενός «ήπιου νέου πολιτικού ηγέτη» και περί μιας «ευγενούς» και «πολιτικά έντιμης προσωπικότητας». Εκεί λοιπόν που κάποιοι άρχισαν να λησμονούν το απαράδεκτο σπασμωδικό «πολιτικό ροκ» των τελευταίων ημερών του προεκλογικού αγώνα, ο Γιώργος Παπανδρέου αρχίζει να εκπέμπει ανησυχητικά μηνύματα πολιτικής νοοτροπίας που δεν συνάδουν με τον πολιτικό πολιτισμό μιας σύγχρονης κοινωνίας. Απογυμνωμένος πλέον επικοινωνιακών εξωραϊσμών, επικοινωνιακών καταιγίδων και εφήμερων πολιτικών θεοποιήσεων που επέβαλε η κακώς νοούμενη κομματική πειθαρχία φαίνεται ότι «ο Βασιλιάς είναι γυμνός ….». Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι την στιγμή που στην Ελβετία κρίνεται η τύχη εκατοντάδων χιλιάδων κυπρίων για την δυσχερή πολιτική θέση των οποίων αυτός ευθύνεται, παρεμβαίνει με αβάσιμους ισχυρισμούς, αντιφάσκει με τα δικά του λόγια και πράξεις και δυσχεραίνει τους δύσκολους διπλωματικούς χειρισμούς οι οποίοι ασφαλώς δεν είναι κομματικού αλλά εθνικού χαρακτήρα. Εκτός λοιπόν και αν δεν έχει επίγνωση των ολέθριων συνεπειών των διπλωματικών του λαθών ο Γιώργος Παπανδρέου δεν θα τολμούσε να πει αυτά που είπε για το Κυπριακό. Δήλωσε ότι «δεν θα επιτρέψει στην νέα κυβέρνηση να αφήσει τους κύπριους στον αυτόματο πιλότο» και ότι παραμονεύει να ελέγξει τους νυν ιθύνοντες για αμέλεια γιατί, όπως όψιμα αντιλήφθηκε, «οι κινήσεις και οι προτάσεις του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ δεν ανταποκρίνονται πάντα στις επιθυμίες μας ή αντιβαίνουν στα εθνικά συμφέροντα». Σε προγενέστερες αναλύσεις μου στον έγκριτο «Τύπο της Κυριακής» (4.1.2004, 11.1.2004,15.2.2004 και 29.2.04) και σε άλλες δημοσιεύσεις (αναδημοσιεύονται όλες στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.ifestos.edu.gr/13.htm), νομίζω ότι θεμελιώθηκαν δύο τουλάχιστον θέσεις: Πρώτο, ότι το σχέδιο Αναν όπως αρχικά υποβλήθηκε καταμαρτυρεί την ολοκληρωτική αποτυχία της ελληνικής διπλωματίας όταν ο Γιώργος Παπανδρέου ήταν Υπουργός Εξωτερικών και δεύτερο, ότι ο μεγάλος πολιτικός υπεύθυνος των αδέξιων, λανθασμένων και ολέθριων χειρισμών που δημιουργούν θανάσιμο κίνδυνο για την συλλογική ελευθερία εκατοντάδων χιλιάδων ελλήνων χειρισμών ήταν σχεδόν αποκλειστικά ο ίδιος ο Υπουργός του οποίου εν τούτοις τα μέσα ενημέρωσης διασφάλιζαν μια ιδιότυπη πολιτική ασυλία. Ο κ Γιώργος Παπανδρέου, όμως κάνει λάθος αν νομίζει ότι συνεχίζει να βρίσκεται στο απυρόβλητο και καλά θα κάνει να μελετήσει την καλόπιστη κριτική που του έγινε και να αναλογιστεί τις πολιτικές του ευθύνες. Όχι μόνο η τροπή που παίρνει η εξωτερική μας πολιτική θα τερματίσει την πολιτική ασυλία αλλά επιπλέον κάποιοι όπως ο υπογράφων διαρκώς θα του υπενθυμίζουν τα ολέθρια λάθη και τις ολέθριες παραλείψεις που προκαλούν μεγάλη ζημιά στα εθνικά συμφέροντα.

            Στο παρόν κείμενο θα γίνουν μερικές σύντομες επισημάνσεις: Πρώτο, ο Γιώργος Παπανδρέου είναι πολιτικός υπεύθυνος του γεγονότος ότι το 2002 αντί ο ΓΓ του ΟΗΕ να υποβάλει προτάσεις συμβατές με το διεθνές δίκαιο, το κοινοτικό κεκτημένο και τα ανθρώπινα δικαιώματα, είτε λόγω διπλωματικής ανεπάρκειας του τότε έλληνα Υπουργού εξωτερικών είτε λόγω έμφυτης αδυναμίας-επιρρέπειας να κατευνάζει τα ξένα συμφέροντα, το περιεχόμενο του σχεδίου Αναν όπως υποβλήθηκε τελικά καταστέλλει παντοτινά την συλλογική ελευθερία των κυπρίων. Μήπως ο κ Παπανδρέου έχει αντίθετη γνώμη; Γιατί σήμερα που Αθήνα και Λευκωσία αγωνίζονται να διορθώσουν το απαράδεκτο αρχικό σχέδιο Αναν ο Γιώργος Παπανδρέου αντί να θυμηθεί τα λόγια του  και τα λόγια των πολιτικών του φίλων γίνεται τιμητής των άλλων! Δεύτερο, η αδιαμφισβήτητη φανατική υποστήριξη του απαράδεκτου αρχικού σχεδίου το 2002-3 –και η απρόσεκτες δημόσιες δηλώσεις ότι «αποτελεί ιστορική ευκαιρία»– αποδυνάμωσαν τις φωνές του ορθολογισμού, της λογικής και της σύνεσης με αποτέλεσμα έκτοτε η ελληνική πλευρά να διολισθήσει σε σειρά κατευναστικών υποχωρήσεων. Έτσι, αν στην συντρέχουσα διπλωματική διαπραγμάτευση δεν ανατραπεί το αρνητικό διαπραγματευτικό κεκτημένο που δημιούργησε ο Γιώργος Παπανδρέου ως Υπουργός Εξωτερικών το τεράστιο θετικό διαπραγματευτικό κεκτημένο που πέτυχε η Κύπρος τα τελευταία δέκα χρόνια εξανεμίζεται πλήρως. Ο Βάσος Λυσσαρίδης, η μεγάλη αυτή μορφή του ελληνισμού, εύστοχα παρατήρησε πρόσφατα (14.3.2004) ότι με το σχέδιο Αναν όπως κατατέθηκε και εξελίχθηκε «από κολοσσιαίο επίτευγμα μετατρέπει την ένταξη στην ΕΕ σε καταστροφικό μπούμερανγκ». Αυτό γιατί ουσιαστικά η Κύπρος δεν εντάσσεται στην ΕΕ αλλά διχοτομείται, καθίσταται απαθές μη-κράτος μέλος, όλοι οι κύπριοι μετατρέπονται σε «μεταεθνικά πειραματόζωα» όπως τους θέλουν φίλια προσκείμενοι στον Γιώργο Παπανδρέου φιλόσοφοι και διεθνολογούντες, καταργείται η εξωτερική-εσωτερική κυριαρχία, εξουδετερώνεται η λαϊκή κυριαρχία και το νησί τίθεται υπό παντοτινό τουρκοβρετανικό στρατηγικό και πολιτικό έλεγχο. Τρίτο, το «μπούμερανγκ», στο οποίο αναφέρεται ο Βάσος Λυσσαρίδης, είχε ως αφετηρία τον Φθινόπωρο του 2002, την στιγμή δηλαδή που όλα έδειχναν ότι δρομολογούνται οι προϋποθέσεις βιώσιμης λύσης του κυπριακού [α. Εν πολλοίς λόγω των οικονομικών και διαπραγματευτικών επιδόσεων των κυπρίων ολοκληρώθηκαν επιτυχώς οι διαπραγματεύσεις ένταξης. β. Το επίσημα διακηρυγμένο πολιτικό κοινοτικό κεκτημένο ήταν «ένταξη ανεξαρτήτως λύσης». γ. Πολλοί ευρωπαίοι πολιτικοί ηγέτες τάσσονταν υπέρ μιας βιώσιμης λύσης συμβατής με την κοινοτική έννομη τάξη και καλούσαν την Τουρκία να συμμορφωθεί με αυτά τα δεδομένα]. Ο Γιώργος Παπανδρέου όχι μόνο δεν μπόρεσε να αποτρέψει τον ΓΓ του ΟΗΕ να υποβάλει σχέδιο με επαχθές περιεχόμενο αλλά επιπλέον ο ελληνισμός εξευτελίστηκε με το να αφήνεται ανεξέλεγκτος να δηλώνει πως «όνειρό του είναι να φτιάξει στην Κύπρο ένα νέο έθνος» και να θέτει αναξιοπρεπή τελεσίγραφα για την αποδοχή των ασύμβατων με το διεθνές δίκαιο σχεδίων του. Πως λοιπόν σήμερα αντί να εξηγήσει τους λόγους των ολέθριων λαθών και παραλείψεών του που μετατρέπουν τα επιτεύγματα των κυπρίων σε μπούμερανγκ ο κ Παπανδρέου γίνεται τιμητής των άλλων; Τέταρτο, λόγω του βάρους των λαθών του Γεωργίου Παπανδρέου το οποίο με δυσκολία σηκώνει σήμερα η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση και ιδιαίτερα η δυσχερής διπλωματική μας θέση λόγω των δεσμεύσεων της 13ης Φεβρουαρίου στην Νέα Υόρκη, οι πολιτικές ευθύνες του Γιώργου Παπανδρέου συνοψίζονται στα εξής: i) Αν στις 20 Απριλίου οι κύπριοι δεν καταψηφίσουν το ολέθριο σχέδιο που η προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση άπρεπα χαρακτήρισε «ιστορική ευκαιρία», καταργείται η εδραία Κυπριακή Δημοκρατία κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου. Δηλαδή, καταργείται ο θεσμός συλλογικής ελευθερίας που οι κύπριοι με αίμα κατάκτησαν και με κόπο έκτισαν τα τελευταία σαράντα χρόνια. ii) Χωρίς το παραμικρό ουσιαστικό αντάλλαγμα για την ελληνική πλευρά –παρά μόνο μια υπόσχεση πως αν όλα πάνε καλά ενδεχομένως να επιστρέψουν μερικές χιλιάδες πρόσφυγες σε μερικά χρόνια οι περισσότεροι υπό τουρκική διοίκηση– η διχοτόμηση που η ελληνική πλευρά απέρριπτε επί πέντε δεκαετίες είναι με την δική μας πλέον υπογραφή γεγονός. iii) Καταργείται παντοτινά η κυπριακή λαϊκή κυριαρχία επειδή τίθεται υπό την αίρεση προβληματικών πολιτειακών ρυθμίσεων και υπό παντοτινή εποπτεία ξένων (τουρκικές «εγγυήσεις» και ξένοι δικαστές. iv) Καταστρατηγούνται πάγιες δημοκρατικές αρχές επειδή οι πολιτειακές ρυθμίσεις δημιουργούν καθεστώς τυραννίας του 18% επί του 82% και παντοτινό δικαίωμα της Τουρκίας και των εποίκων να αποφαίνονται αυθαίρετα για τα τεκταινόμενα και στα δύο έξωθεν εξαρτημένα κρατίδια που θα αντικαταστήσουν την εδραία Κυπριακή Δημοκρατία. v) Εξουδετερώνεται η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ με τρις τουλάχιστον τρόπους: α) Γιατί όλη η Κύπρος θα αποτελεί εξαίρεση στην κοινοτική έννομη τάξη (ακόμη και αν οι εξαιρέσεις δεν είναι μόνιμες τίποτα δεν θα εμποδίσει να γίνουν μελλοντικά μόνιμες!!»), β) γιατί λόγω αρνησικυρίας στην λήψη όλων των αποφάσεων δεν θα είναι εφικτό να λαμβάνεται οποιαδήποτε ουσιαστική απόφαση επί κοινοτικών ή άλλων ζητημάτων και γ) γιατί επί στρατηγικών ζητημάτων όπως η διεύρυνση της ΕΕ ή η ευρωπαϊκή άμυνα η Κύπρος δεσμεύεται συνταγματικά να συμμορφώνεται με την τουρκική στρατηγική. vi) Έτσι, λόγω ολέθριων λαθών ή παραλείψεων του Γιώργου Παπανδρέου, με το εκβιαστικό δημοψήφισμα που καταχρηστικά επιβάλλει ο Αναν για να προλάβει την τελική ένταξη, θα έχουμε όχι προσαρμογή της λύσης του κυπριακού στο κοινοτικό κεκτημένο αλλά το αντίστροφο, δηλαδή καθιέρωση της μη εφαρμογής του κοινοτικού κεκτημένου στην Κύπρο ως εξαίρεση στην κοινοτική έννομη τάξη. Σ’ αντίθεση με τις πάγιες επιδιώξεις δέκα ετών, αντί να αποκλείσει την διχοτόμηση και να οδηγήσει σε μια ενιαία, βιώσιμη, λειτουργική, αποτελεσματική και σταθερή Κυπριακή Πολιτεία, η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ προσαρμόζεται στην διχοτόμηση που προβλέπει το σχέδιο Αναν.

            Εάν οι κύπριοι καταψηφίσουν το ανανικό πολιτειακό τερατούργημα, έστω και αργοπορημένα δημιουργούνται κάποιες προϋποθέσεις επιτυχίας του δύσκολου αγώνα επανένωσης της Κύπρου μετά την 1η Μαιου. Εν τούτοις, όπως οι δηλώσεις του Γιώργου Παπανδρέου δείχνουν ο αρχηγός της ελλαδικής αντιπολίτευσης ήδη άρχισε να θέτει διαπραγματευτικά εμπόδια σε μια τέτοια μελλοντική προσπάθεια. Ο Γιώργος Παπανδρέου πρέπει τέλος πάντων να μας πει τι θέλει: Συνεχίζει να θεωρεί ναι ή όχι την ανανική διχοτόμηση ως «ιστορική ευκαιρία»; viii) Είναι χαρακτηριστικό ότι άγγλοι και αμερικανοί αξιωματούχοι τις τελευταίες μέρες απειλούν και εκβιάζουν τους κυπρίους να πουν ναι στο δημοψήφισμα. Εν τούτοις, ούτε ο Γιώργος Παπανδρέου ή κάποια άλλη ελλαδική φωνή δεν συμπαραστάθηκε στον κυπριακό λαό με το να αντικρούσει αυτούς του κυριολεκτικά ανήθικους (διεθνο)φασιστικούς εκβιασμούς. Τέλος αλλά όχι το τελευταίο που θα μπορούσε να αναφερθεί, χωρίς να λυθεί το κυπριακό στη βάση μιας βιώσιμης διευθέτησης, νομιμοποιούνται τα τελεσμένα της βίας, η Τουρκία αποδεσμεύεται από όρους και προϋποθέσεις προώθησης των σχέσεών της με την ΕΕ και εμείς απαθείς θα υποχρεωθούμε μια προδιαγεγραμμένη πορεία αποδυνάμωσης και υποταγής μας. Ενισχύεται έτσι η βρετανική θέση υπέρ της διεύρυνσης και κατά της αυτοδύναμης πολιτικής εμβάθυνσης της διαδικασίας ολοκλήρωσης. Αναπόδραστα οδηγούμαστε σε όξυνση των τουρκικών ηγεμονικών συμπεριφορών με δυνατότητα μάλιστα πλέον η Άγκυρα να χρησιμοποιεί προβλήματα στην Κύπρο για να προβαίνει σε στρατιωτικούς και διπλωματικούς εκβιασμούς κατά της Ελλάδας και κατά της υπόλοιπης Ευρώπης.             Για τους πιο πάνω λόγους, η «απογραφή» του έργου του Γιώργου Παπανδρέου ως επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας είναι ότι επέτρεψε να δρομολογηθούν εξελίξεις που καταλύουν την Κυπριακή Δημοκρατία, που νομιμοποιούν τον τουρκικό αναθεωρητισμό-επεκτατισμό, που αναπόδραστα τερματίζουν την τρισχιλιετή ελληνική παρουσία στην Κύπρο, που καθιστούν την Ελλάδα αξιοθρήνητο χειροκροτητή της άνευ όρων και προϋποθέσεων επιχείρησης αποδυνάμωσης της Ευρώπης και που δημιουργούν εστία αστάθειας, τριβών και συγκρούσεων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ορθώς λοιπόν ο Βάσος Λυσσαρίδης δήλωσε ότι «τα κολοσσιαία επιτεύγματα των κυπρίων μετατράπηκαν σε καταστροφικό μπούμερανγκ» και αυτό ο κ Παπανδρέου δεν πρέπει να ξεχνά ότι οφείλεται σε δικά του ολέθρια λάθη και παραλείψεις. Στην παρούσα δύσκολη διπλωματική συγκυρία, αντί να είναι απρόκλητος τιμητής των άλλων, το μόνο που θα μπορούσε να κάνει ο Γιώργος Παπανδρέου είναι είτε να σιωπήσει είτε να δηλώσει θαρραλέα mea culpa και ταπεινά να συνδράμει την νέα κυβέρνηση στους δύσκολους διπλωματικούς χειρισμούς. Ο κύριος πολιτικός υπεύθυνος του καταστροφικού μπούμερανγκ δεν μπορεί να επιστρέφει στον τόπο του «διπλωματικού εγκλήματος» σφυρίζοντας αδιάφορα ή επιχειρώντας να ρίχνει στάχτη στα μάτια ανυποψίαστων ακροατών και αναγνωστών.

Κύπρος: ακάθεκτοι πορεία προς διχοτόμηση; TANEA 30.3.2004

Παναγιώτης Ήφαιστος*

Αρχές της δεκαετίας του 1990 μερικοί πρότειναν μια διττή στρατηγική: Πρώτο, αποτρεπτική ισχύ για να διασφαλιστούν τα ελάχιστα και για να ενισχυθεί η διαπραγματευτική θέση της ελληνικής πλευράς. Δεύτερο, υποβολή αίτησης ένταξης στην ΕΕ για να διευρυνθεί ο διπλωματικός ορίζοντας. Η μάχη δόθηκε και το αποτέλεσμα τον Φθινόπωρο του 2002 ήταν αυτό που τότε προβλέφθηκε: i) Οι κύπριοι ολοκλήρωσαν με επιτυχία τις διαπραγματεύσεις, ii) το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε «ένταξη ανεξαρτήτως λύσης», iii) πολλοί ευρωπαίοι ηγέτες δήλωναν ότι «η Κύπρος δεν μπορεί να είναι όμηρος της Τουρκίας» και ότι ο «οδικός χάρτης» της τελευταίας προς την Ευρώπη σημαίνει επίλυση του κυπριακού, και iv) οι τουρκοκύπριοι προσχώρησαν στην ιδέα της λύσης-ένταξης στην ΕΕ. Εν τούτοις, η διπλωματία μας δεν άδραξε την ευκαιρία για να επιτύχει το εφικτό, δηλαδή μια βιώσιμη ευρωπαϊκή λύση. Ο ΓΓ του ΟΗΕ «αφέθηκε» από τους τότε ιθύνοντες να υποβάλλει προτάσεις για μια συνομοσπονδία, την οποία δυστυχώς κάποιοι ελλαδίτες αξιωματούχοι και κάποιοι διανοούμενοι είχαν ήδη προαναγγείλει πολύ πριν τις προτάσεις Αναν. Το σχέδιό Αναν του 2002, το οποίο όλως περιέργως τότε χαρακτηρίστηκε ως «ιστορική ευκαιρία», σήμερα, χωρίς ουσιαστικές αλλαγές τίθεται σε δημοψήφισμα. Αν υπερψηφιστεί πρόκειται για την απόλυτη καταστροφή: i) Καταργεί την Κυπριακή Δημοκρατία κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, ii) διχοτομεί το νησί με υπογραφή των ίδιων των κυπρίων, iii) καταστέλλει παντοτινά τα ανθρώπινα δικαιώματα, iv) οι ίδιοι οι κύπριοι εξαιρούνται από την κοινοτική έννομη τάξη, v) αναπαράγει και αναβαθμίζει τις απαράδεκτες «εγγυήσεις» καθιστώντας ουσιαστικά την Κύπρο τουρκοβρετανικό προτεκτοράτο, vi) εγκαθιδρύει ένα τερατώδες κρατικό μόρφωμα που αναπόδραστα θα αποτελέσει εστία τριβών, συγκρούσεων και πολέμου στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και vii) νομιμοποιεί τα τετελεσμένα της βίας και η Άγκυρα, απερίσπαστη μπαίνει πλέον σε άνευ όρων ακάθεκτη πορεία ένταξης. Μια πορεία όμως στο πλαίσιο της οποίας τον «οδικό χάρτη» θα τον ορίζει η Άγκυρα και όχι η Ελλάδα ή η ΕΕ. Αν ο κυπριακός λαός φοβηθεί τους εκβιασμούς που καθημερινά εκτοξεύονται και υπερψηφίσει το σχέδιο Αναν η διχοτόμηση θα επέλθει άμεσα και θα συνοδεύεται από παντοτινή τουρκοβρετανική συγκυριαρχία επί ολοκλήρου της Κύπρου. Αν όπως αναμένεται ο κυπριακός λαός καταψηφίσει το σχέδιο Αναν η διχοτόμηση ενδεχομένως θα επέλθει σταδιακά. Πάντως, όπως καταντήσαμε, η πρώτη διχοτόμηση θα είναι σκλαβιά και η δεύτερη σωτηρία από την σκλαβιά. Η καταψήφισή του από τον κυπριακό λαό, βεβαίως, θα αφήσει μια τελευταία ελπίδα: Μετά τον Μάιο κύπριοι και ελλαδίτες, όπως έπρεπε να είχε ήδη γίνει το 2002, να κτίσουν στο γεγονός της ένταξης και της τουρκικής κατοχής ευρωπαϊκού εδάφους και να προχωρήσουν σε διαπραγματεύσεις με στόχο μια επανενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία όπου θα ισχύει η κοινοτική έννομη τάξη και ο κοινοτικός νομικός και πολιτικός πολιτισμός. Έστω και αν αυτές οι διαπραγματεύσεις δεν επιτύχουν, τουλάχιστον δεν θα σκλαβωθεί η ελεύθερη σήμερα Κυπριακή Δημοκρατία η οποία και θα παραμείνει μέλος της ΕΕ διατηρώντας ταυτόχρονα στενές σχέσεις με την Ελλάδα και τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη.

 ΟΧΙ: Για μια Ελεύθερη Κυπριακή Δημοκρατία στην Μετά-Αναν εποχή  "Τύπος της Κυριακής", 4.4.2004, Παρόν 18.4.2004 (ένθετο)

 

 Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων-Στρατηγικών Σπουδών και Έδρας Jean Monnet για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση www.ifestos.edu.gr

 ΌΧΙ στο δημοψήφισμα στην Κύπρο κατά του σχεδίου Αναν στις 24 Απριλίου είναι ψήφος υπέρ της ελευθερίας, υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, υπέρ του διεθνούς δικαίου και υπέρ μιας βιώσιμης και ελεύθερης Κυπριακής Δημοκρατίας. Αφήνει επίσης περιθώρια για μια νέα διαπραγμάτευση μετά την 1η Μαίου ούτως ώστε να διερευνηθεί εάν υπάρχουν περιθώρια επανένωσης του νησιού με τρόπο που θα διασφαλίζει αυτά τα αγαθά. Αυτό που προεξάρχει είναι το γεγονός ότι Κύπρος δεν θα νομιμοποιήσει την διχοτόμηση και υπό πιο ευνοϊκές συνθήκες μετά τον Μάιο θα έχει την δυνατότητα να αρχίσει νέες προσπάθειες ειρηνικής και βιώσιμης λύσης. Αν τελικά το ΟΧΙ επικρατήσει στην Κύπρο το νέο πεδίο θα είναι απείρως πιο ευνοϊκό: Το πρώτο βήμα που θα πρέπει να γίνει είναι να κατεδαφιστεί το αρνητικό «διαπραγματευτικό κεκτημένο» του διχοτομικού σχεδίου Αναν με το να διακηρυχθεί επισήμως και αποφασιστικά ότι τίποτε δεν ισχύει από το θέατρο του παραλόγου που παίχτηκε στην Ελβετία. Ταυτόχρονα, να τεθούν αμετάθετοι όροι βιώσιμης επίλυσης του κυπριακού προβλήματος χωρίς χρονικούς περιορισμούς, εκβιασμούς και τελεσίγραφα. Κατά δεύτερον, από την Ευρώπη θα πρέπει να ζητηθεί να αναληφθούν πρωτοβουλίες για άνευ εξαιρέσεων εφαρμογή της κοινοτικής έννομης τάξης στο κατεχόμενο μέρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Πράξη Προσχώρησης, τονίζεται, αναγνωρίζει μόνο ένα κράτος και γι’ αυτό μετά την 1η Μαίου το βόρειο μέρους της Κύπρου θα είναι το μόνο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα είναι κατεχόμενο, από μια μάλιστα δύναμη που θέλει να ενταχθεί στην Κοινότητα. Κατά τρίτον, από τα Ηνωμένα Έθνη να ζητηθεί να επανέλθουν στον πραγματικό τους ρόλο που είναι η διασφάλιση της διεθνούς τάξης όπως προβλέπεται από τις διεθνείς συνθήκες.  Τέταρτον, από την Τουρκία να απαιτηθεί να τερματίσει άμεσα την κατοχή και αν θέλει να γίνει μέλος της ΕΕ να τηρήσει ένα «οδικό χάρτη» σύμφωνο με το διεθνές δίκαιο, σύμφωνο με τον κοινοτικό πολιτικό και νομικό πολιτισμό και σύμφωνο με τις συμβάσεις για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Πέμπτον, να πεισθούν οι τουρκοκύπριοι να πιέσουν τους ηγέτες τους για επανένωση του νησιού με επέκταση της ευρωπαϊκής έννομης τάξης στο βόρειο τμήμα της Κύπρου. Νέες εσωτερικές πολιτειακές ρυθμίσεις μπορούν να συμφωνηθούν μεταξύ των κυπρίων υπό το πρίσμα της ιδιότητας της Κύπρου ως πλήρους μέλους της ευρωπαϊκής οικογένειας και σε συμβατότητα με πάγιες δημοκρατικές αρχές και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Έκτο, να επαναληφθεί η πρότασή μας για αποστρατικοποίηση με τον όρο ότι θα αποχωρήσουν όλες ανεξαιρέτως οι ξένες δυνάμεις. Αυτές έπρεπε να ήταν οι θέσεις μας το 2002 όταν η Κύπρος ολοκλήρωσε τις διαπραγματεύσεις ένταξης στην ΕΕ. Σε κάθε περίπτωση, θα έπρεπε να είχαμε απαιτήσει από τον ΓΓ του ΟΗΕ να μην υποβάλει προτάσεις αντίθετες με τον σύγχρονο νομικό και πολιτικό πολιτισμό των διακρατικών σχέσεων και με τον ίδιο τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών όπως τελικά έκανε. Τα πράγματα, εξάλλου, οπωσδήποτε θα ήταν διαφορετικά αν υψηλόβαθμοι πρωθυπουργικοί αξιωματούχοι της προηγούμενης κυβέρνησης και γραφικοί διανοούμενοι που τους περιέβαλλαν δεν είχαν υποστηρίξει πολύ πριν τον Αναν μια διχοτομική-συνομοσπονδιακή λύση που υπονόμευσε την προοπτική «ευρωπαϊκής» λύσης του κυπριακού προβλήματος. Μετά την Ελβετία, έστω και αν χάθηκαν δύο ολόκληρα χρόνια, δεν είναι αργά για να προσπαθήσουμε να θέσουμε τις διαπραγματεύσεις σε τροχιά που θα μπορούσε, ενδεχομένως, να οδηγήσει σε μια βιώσιμη λύση. Βεβαίως, δεν αποκλείεται αυτή η προσέγγιση να αποτύχει με αποτέλεσμα μακροχρόνια η Κύπρος να μείνει de facto διαιρεμένη. Κάποιος, όμως, θα πρέπει να έχει ξεκάθαρα στο μυαλό του τις προοπτικές, τα προβλήματα και τα διλήμματα εναλλακτικών επιλογών. Άμεση εφαρμογή του σχεδίου Αναν σημαίνει: i) άμεση διχοτόμηση με την δική μας μάλιστα υπογραφή, ii) επιβράβευση των τετελεσμένων της βίας και ταυτόχρονα άμεση τουρκική τουρκοβρετανική επικυριαχία επί ολοκλήρου της Κύπρου, iii) άμεση νομιμοποίηση και πολιτογράφηση των εποίκων, iv) αποδοχή παντοτινής καταστολής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, v) παντοτινή καταστρατήγηση πάγιων δημοκρατικών αρχών, vi) άμεση κατάργηση της εδραίας Κυπριακής Δημοκρατίας και δημιουργία ενός προβληματικού και μη λειτουργικού κρατιδίου και vii) δημιουργία μιας εστίας τριβών και συγκρούσεων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις που θα συνοδεύεται από μια μακρόσυρτη σταδιακή εγκατάλειψη του νησιού από τους ελληνοκύπριους. Τέλος, η Ελλάδα και Ευρώπη θα πληρώσουν πολύ ακριβό τίμημα: Αφού πλέον η Άγκυρα θα έχει επιβραβευθεί για τα τετελεσμένα της βίας θα αποθρασυνθεί παντελώς και ενθαρρυμένη από την Μεγάλη Βρετανία που βρίσκεται πίσω από όλες αυτές τις εξελίξεις η Τουρκία θα εισέλθει σε πορεία ακάθεκτης ένταξης στην ΕΕ. «Οδικός χάρτης» σε μια τέτοια περίπτωση θα υπάρχει μόνο που τους όρους δεν θα τους θέτει πλέον η ΕΕ ή η Ελλάδα αλλά η Άγκυρα και θα αφορούν τους πρώτους. Εάν το διχοτομικό σχέδιο Αναν απορριφθεί από τους κυπρίους στις 24 Απριλίου, δύο είναι τα πιθανά ενδεχόμενα: Πρώτον, στο πλαίσιο της προαναφερθείσης πλατφόρμας θέσεων και μιας καλά κοινής στρατηγικής της Κύπρου και της Ελλάδας να επιδιωχθεί βιώσιμη επίλυση του κυπριακού και ταυτόχρονα συνολικότερη ρύθμιση των ελληνοτουρκικών σχέσεων στην βάση του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συνθηκών με τις οποίες η Τουρκία θα πρέπει να συμμορφωθεί. Αν η Τουρκία επιμένει ότι υπάρχουν ελληνοτουρκικές διαφορές δεν έχει παρά να προσφύγει στους διεθνείς θεσμούς για ειρηνική αντιμετώπισή τους. Κάνοντας την υπόθεση ότι η Τουρκία σκοπό έχει να προσεγγίσει περαιτέρω την ΕΕ, δικός μας στόχος είναι μια επανενωμένη και σταθερή Κυπριακή Δημοκρατία που θα αποτελέσει παράγοντα σταθερότητας και όχι αστάθειας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις που θα τεθούν έτσι σε μια νέα συνολικότερη και πιο ορθολογιστική βάση. Αναμφίβολα, εάν παρ’ ελπίδα αυτή η στρατηγική δεν επιτύχει, σταδιακά η διαίρεση της Κύπρου ενδεχομένως θα παγιωθεί. Αν και μια τέτοια εξέλιξη είναι ασφαλώς απευκταία, εν τούτοις, το ενδεχόμενο άμεσης διχοτόμησης και τουρκικής συγκυριαρχίας όπως προτείνεται στο σχέδιο Αναν είναι απείρως χειρότερο. Η Κυπριακή Δημοκρατία αν και ακρωτηριασμένη θα παραμείνει τουλάχιστον ελεύθερη-ανεξάρτητη, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κράτος που θα αναπτύσσει στενές σχέσεις με την Ελλάδα και τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη. Πρωτίστως, οι κύπριοι δεν θα χάσουν το κράτος τους, θα είναι συλλογικά ελεύθεροι και ευημερούντες σ’ ένα δημοκρατικό κράτος. Μελλοντικά, εάν και όταν οι περιστάσεις το ευνοήσουν, οι τουρκοκύπριοι θα μπορούσαν να αποστασιοποιηθούν από την Άγκυρα και να προσχωρήσουν στην Κυπριακή Δημοκρατία. Ο χρόνος θα πιέζει αυτούς και όχι εμάς.

ΚΥΠΡΙΑΚΟ: ΚΑΤΑ ΣΥΝΘΗΚΗ ΨΕΥΔΗ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΤΟΥ 1977 ΚΑΙ 1979

3.4.2004

Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων-Στρατηγικών Σπουδών και Έδρας Jean Monnet για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση www.ifestos.edu.gr

Λανθασμένες πληροφορίες, λανθασμένες εκτιμήσεις και λανθασμένες αναφορές σε πραγματικά γεγονότα οδηγούν μια κοινωνία στον ανορθολογισμό, στον αποπροσανατολισμό και στις λανθασμένες αποφάσεις. Συστηματικά και από πολλούς –σε βαθμό μάλιστα που γεννά πολλές σκέψεις και απορίες για μια οργανωμένη προσπάθεια εκτόξευσης κατά συνθήκη αναληθών θέσεων περί το κυπριακό– οι συμφωνίες του 1977 και 1979 παρουσιάζονται ως η αφετηρία που νομοτελειακά, δήθεν, θα οδηγούσε στο σχέδιο Αναν το οποίο επιδόθηκε από τον ΓΓ του ΟΗΕ στην Ελβετία. Οι σημερινές προτάσεις, υποστηρίζουν τα κατά συνθήκη ψεύδη, είναι περίπου μια αργοπορημένη εξέλιξη των συμφωνιών του 1977 και 1979 και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο «λόγω συναισθηματισμού» δεν δέχονται σήμερα πολλοί «θερμόαιμοι» έλληνες στην Κύπρο και στην Ελλάδα. Για όσους επιθυμούν να γνωρίζουν την αλήθεια για τις συμφωνίες του 1977 και 1979 για το κυπριακό παραθέτουμε τις πιο κάτω πληροφορίες για τα «πραγματικά γεγονότα»:

Πρώτον, οι συμφωνίες του 1977 και 1979 αποτελούσαν ένα γενικό προσανατολισμό για μια «έντιμη συμβιβαστική λύση» στο πλαίσιο ενός κράτους με ενιαία κυριαρχία. Αν και σπάνια προσδιορίστηκε με ακρίβεια το περιεχόμενο μιας «δικοινοτικής-διζωνικής ομοσπονδίας» εμείς πάντοτε επιμέναμε αταλάντευτα για 1ον) ενιαίο κράτος, 2ον) ενιαία κυριαρχία και ισχυρά ομοσπονδιακά όργανα, 3ον) αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων, αποστρατικοποίηση και εγκατάλειψη των αποικιακών «εγγυήσεων», 4ον) πλήρη και άνευ της παραμικρής εξαίρεσης σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, 5ον) δικαίωμα περιουσίας, επιστροφής των προσφύγων στις εστίες τους και δικαίωμα εγκατάστασης,  6ον) αποχώρηση όλων των εποίκων πολλοί από τους οποίους συμμετείχαν στην εισβολή, 7ον) ισότητα πολιτών και όχι ισότητα κοινοτήτων και 8ον) πολυμερείς εγγυήσεις κατά προτίμηση του ΟΗΕ και του της ΕΕ. Μάλιστα, είναι γνωστό ότι το 1992 ο τότε Πρόεδρος Βασιλείου έχασε τις εκλογές γιατί ακριβώς υπήρχαν υποψίες ότι αποδεχόταν πτυχές του σχεδίου Γκάλι που δεν ήταν συμβατές με μερικές από αυτές τις απαράβατες και ορθολογιστικές αρχές οι οποίες και αποτελούσαν πάντοτε μέχρι και το Φθινόπωρο του 2002 (όταν εκδηλώθηκε το σχέδιο Αναν) την κόκκινη γραμμή των θέσεών μας [Ο κ Γλαύκος Κληρίδης κέρδισε τις εκλογές με σημαία την αποτρεπτική ισχύ-«μεραρχία» και την «προώθηση της ένταξης στην ΕΕ»].

 Δεύτερον, πολλοί –μεταξύ των οποίων και ο υπογράφων– ήταν πολύ προβληματισμένοι για την σοφία αυτών των συμφωνιών. Μεταξύ άλλων, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, υποστήριζαν μετά επιτάσεως ότι αυτές οι συμφωνίες είναι ατελέσφορες και ότι διέξοδος θα υπάρξει μόνο 1ον) με την ενίσχυση της αποτρεπτικής μας ικανότητας και 2ον) με την υποβολή αίτησης ένταξης στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Στην βάση αυτής της στρατηγικής, υποστηρίχθηκε, μπορούσαμε να προσδιορίσουμε θετικά το περιεχόμενο μιας συμβιβαστικής λύσης που θα εμπεριέχει τις προαναφερθείσες πάγιες θέσεις μας προσφέροντας ταυτόχρονα διέξοδο στους τουρκοκύπριους και στην Τουρκία: η αίτηση ένταξης ήταν το μέσον να ακυρωθούν νομικά και πολιτικά οι αδιέξοδες συμφωνίες του 1979 οι οποίες αν και συμφωνημένες [πολιτικές συμφωνίες τις οποίες οι τούρκοι αθετούσαν συνεχώς), έπρεπε να ξεπεραστούν με διεθνοπολιτικά και πολιτειακά ορθολογιστικές-βιώσιμες διευθετήσεις συμφέρουσες για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Πιο συγκεκριμένα, με 1ον) εφαρμογή της κοινοτικής έννομης τάξης σε όλη την Κύπρο και 2ον) εφαρμογή του κοινοτικού πολιτικού και νομικού πολιτισμού συμπεριλαμβανομένων των προνοιών για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Σε εύθετο χρόνο, συνέχιζαν τα ίδια επιχειρήματα, θα αναπτύσσονταν διπλωματικές πρωτοβουλίες για υποβοήθηση εκείνων των τουρκικών πολιτικών δυνάμεων που έβλεπαν το τουρκικό εθνικό συμφέρον υπό το πρίσμα προώθησης των σχέσεων με την Ευρώπη, επίλυσης των διενέξεων με την Ελλάδα και απαγκίστρωσης από την Κύπρο. Αυτή η ορθολογιστική στρατηγική τινάχθηκε στον αέρα με την κατευναστική λογική της «διπλωματίας του ζεϊμπέκικου» και με τα ολέθρια λάθη ή παραλείψεις που οδήγησαν στην εκδήλωση της καταστροφικής πρωτοβουλίας του Κόφι Αναν το φθινόπωρο του 2002. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι η συνομοσπονδιακή-διχοτομική λογική που εμπεριέχει το σχέδιο Αναν ουσιαστικά προαναγγέλθηκε από τον Σύμβουλο του τότε Πρωθυπουργού  και διανοούμενους του τότε κυβερνητικού περίγυρου.

 ΤΡΙΤΟΝ, τόσο το αρχικό σχέδιο Αναν όσο και τα τέσσερα επόμενα που ακολούθησαν καμιά σχέση δεν έχουν με το πνεύμα, το γράμμα, τις πολιτικές συγκυρίες, τις θέσεις που υιοθετούσαμε επί τρις δεκαετίες, τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας (οι τελευταίες έστω και αν προσαρμόζονταν στην δική μας υποχωρητικότητα επέμεναν στην αποκατάσταση της διεθνούς νομιμότητας) και την απόφαση της ΕΕ το 2002-3 για πλήρη ένταξη με την νόμιμη και νομικά ενιαία Κυπριακή Δημοκρατία. Το σχέδιο που υπέβαλε ο Αναν, παραβιάζει το διεθνές δίκαιο, καταστέλλει παντοτινά τα ανθρώπινα δικαιώματα, καταστέλλει παντοτινά την λαϊκή κυριαρχία και την εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία των κυπρίων και δημιουργεί ένα πολιτειακό τέρας προορισμένο να αποτελεί μόνιμη εστία τριβών, συγκρούσεων και πολέμου. Όποιος κατά βάση υποστηρίζει την παραβίαση του διεθνούς δικαίου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών αρχών της δημοκρατίας και την υποταγή της λαϊκής κυριαρχίας των λαών στα εκάστοτε φασιστοειδή ηγεμονικά συμφέροντα να το πει ανοικτά και τίμια και όχι να κρύβεται πίσω από τις συμφωνίες του 1977 και 1979 ή πίσω από ασυναρτησίες περί «συναισθηματισμού».

 Η πιο τραγική περίπτωση, βεβαίως, είναι όταν κάποιοι εξ αγνοίας υποστηρίζουν ότι το σχέδιο Αναν σχετίζεται με αυτό που εμείς και όλος ο υπόλοιπος κόσμος πλην τούρκων υποστήριζαν επί δεκαετίες. Το παρόν σημείωμα απευθύνεται στους τελευταίους. Οι κύπριοι πάντως βρίσκονται στην κόψη του ξυραφιού κινδυνεύοντας να καταστούν ακόμη μια φορά εξιλαστήρια θύματα ολέθριων λαθών, ολέθριων παραλείψεων και ολέθριας άγνοιας ενίοτε επιμελώς καλλιεργημένης.

     

 Κυπριακή Δημοκρατία: Θεσμός συλλογικής ελευθερίας των κυπρίων που πρέπει να διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού

10.4.2004 "Σημερινή"

 Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων-Στρατηγικών Σπουδών, www.ifestos.edu.gr

 Οι κύπριοι πρέπει να διαφυλάξουν την Δημοκρατία τους ως κόρη οφθαλμού. Ποτέ να μην δεχθούν την κατάργησή της, ποτέ να μην δεχθούν να την μετατρέψουν σε εργαστήρι καταστολής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ποτέ να μην εκχωρήσουν το δικαίωμα πολιτικής κυριαρχίας που με αίμα κατάκτησαν. Ποτέ εξάλλου δεν πρέπει να δεχθούν μια «διευθέτηση» η οποία θα είναι απείρως χειρότερη από την παρούσα κατάσταση όπως διαμορφώθηκε τις τρις τελευταίες δεκαετίες (ισχυρή οικονομία, ασφάλεια, πλήρες μέλος της ΕΕ, εδραίους δημοκρατικούς θεσμούς, κράτος δικαίου). Αυτό ήταν βασικά το μεγάλο πολιτικό μήνυμα του Προέδρου Παπαδόπουλου και είναι αλάνθαστα ορθολογικό. «Η παρηγοριά την ώρα του κινδύνου», έγραψε πριν από εκατοντάδες χρόνια ο Θουκυδίδης, «όσους την έχουν από περίσσια δύναμη κι αν τους βλάψει δεν τους καταστρέφει. Όσοι όμως, στηριγμένοι πάνω της, τα παίζουν όλα για όλα (γιατί από την φύση της είναι σπάταλη), μονάχα όταν αποτύχουν την γνωρίζουν, όταν πια, για εκείνον που έκαμε την γνωριμία της, δεν έχει απομείνει τίποτα για να τον προφυλάξει από αυτήν». Καμιά άλλη ανάλυση δεν θα μπορούσε εκφράσει τα διλήμματα των κυπρίων καλύτερα και ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος με τον αλάνθαστο ορθολογισμό του, την εδραία επιχειρηματολογία του και την τετράγωνη θουκυδίδεια λογική των παραδόσεών μας απάντησε με αποφασιστικότητα και ξεκάθαρα: Αν τίποτα δεν απομείνει από την Κυπριακή Δημοκρατία δεν θα έχει απομείνει τίποτα για να μας προφυλάξει. Θα απομείνουν γραμμάτια ελπίδας άνευ αντικρύσματος, ψευδαισθήσεις για καλή πίστη των τούρκων και πολιτικά ανεύθυνες ασυναρτησίες αυτών που μιλούν για «μεταεθνικό» πείραμα στην Κύπρο.

            Είναι σημαντικό το γεγονός ότι το ιστορικό διάγγελμα του Προέδρου Παπαδόπουλου συνέπεσε με μια «ιστορική» επιφυλλίδα του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη στην «Ελευθεροτυπία» (7.4.2004) την οποία οι κύπριοι καλά θα κάνουν να διαβάσουν προσεκτικά επειδή ενσαρκώνει την σημερινή παρακμή του ελλαδικού κράτους. Στην επίμαχη επιφυλλίδα και αφού κουράστηκε να μας εξηγεί την «αναγκαιότητα» να αποδεχθούμε το τερατώδες σχέδιο Αναν, ο κ Σημίτης κατέληξε σ’ αυτό που πραγματικά επί χρόνια είχε στο μυαλό του και αυτό το οποίο υποβόσκει στην σκέψη πολλών ηγετών στο σημερινή παρακμάζων ελλαδικό κράτος. Έγραψε πως δεν πρέπει να χάσουμε την «ευκαιρία» του σχεδίου Αναν γιατί «ο γεωπολιτικός ρόλος της Τουρκίας για τις ΗΠΑ και την ΕΕ θα είναι όλο και πιο σημαντικός». Αυτή είναι μια απερίφραστη συνταγή κλασικού κατευνασμού: Η λύση των διεθνών προβλημάτων επιτυγχάνεται με το τάισμα του τέρατος και εμείς (οι ελλαδίτες) θα αναπαυθούμε με μακαριότητα για μερικά ακόμη χρόνια –ή μέχρι το αδηφάγο τουρκικό τέρας καταβροχθίσει και άλλους στο Αιγαίο αυτή τη φορά και στη Θράκη;– εάν θυσιάσουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ασφάλεια και την ευημερία των κυπρίων. Ερωτούμε: Αν απερίσκεπτα διαλύσουμε το κράτος μας αυτή δεν θα είναι η ξανά η θέση κάποιου νέου Σημίτη όταν αναπόδραστα ως απελπισμένη «κοινότητα» που θα βρίσκεται υπό τουρκική «εγγύηση»-εκβιασμό θα αναζητούμε αγωνιωδώς «κηδεμόνα» και σωτηρία στην Ελλάδα; Όχι μόνο θα είναι η ίδια αλλά όπως στο παρελθόν ξανάγινε θα βγάζουν τους κύπριους τρελούς και εθνικιστές επειδή αξιώνουν ανθρώπινα δικαιώματα, στοιχειώδεις ελευθερίες και το αγαθό μιας ανεξάρτητης και κυρίαρχης πολιτείας. Ας θυμηθούμε την εγκατάλειψη των Κωνσταντινοπολιτών, των Ιμβρίων και τους Τενεδιών όταν ζητούσαν βοήθεια και εφαρμογή των Συνθηκών. Ας λάβουμε υπόψη ότι αυτή την στιγμή στην Ελλάδα ακούονται ύβρεις περί ακραίων και εθνικιστών κατά όσων δεν αποδέχονται την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την παραβίαση του διεθνούς δικαίου και την έγκλημα πολέμου που ονομάζονται έποικοι. Ας λάβουμε υπόψη επίσης ότι αυτή την στιγμή στην Ελλάδα κυκλοφορούν κείμενα υπογραμμένα από πολιτικούς, διανοούμενους και ακαδημαϊκούς που υποστηρίζουν με λυσσαλέο φανατισμό την «Κυπριακή Συνομοσπονδία» και εξωραίζουν το μεγαλείο της ανανικής «μεταεθνικής πολιτείας» που στήνεται στην Κύπρο (η οποία όπως οι κύπριοι πολύ καλά γνωρίζουν έστω και αν φοβισμένοι πουν «Ναι», αντί κράτους βασισμένου στα ανθρώπινα δικαιώματα και στις δημοκρατικές αρχές θα μετατρέψει τον κυπριακό λαό σε πειραματόζωο στο χειρουργείο των ιμπεριαλιστικών παρασκηνίων). Ας μη ξεχνάμε επίσης ότι τα επιχειρήματα των κινδυνολόγων είναι έωλα για ένα τουλάχιστον λόγο: Οτιδήποτε κι αν συμβεί μελλοντικά θα είναι απείρως λιγότερο χειρότερο από το εφιαλτικό μέλλον που επιφυλάσσουν οι εφιαλτικοί πειραματισμοί του τερατουργήματος του Αναν που στήθηκε υπό την πίεση απερίφραστων και φανερών ιμπεριαλιστικών κελευσμάτων.

            Κόκκινη γραμμή λοιπόν στους παραλογισμούς, στους εκβιασμούς, στην παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στα τελεσίγραφα: Στον καιάδα το πολιτειακό έκτρωμα του Αναν και επανατοποθετούμε τις διαπραγματεύσεις: Πρώτο,  δεν δεχόμαστε να καταλυθεί η Κυπριακή Δημοκρατία. Δεύτερο, δεν δεχόμαστε να παραμείνουν οι έποικοι. Τρίτο, δεν δεχόμαστε τον παραμικρό συμβιβασμό όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τέταρτο, δεν δεχόμαστε εξαιρέσεις από την κοινοτική έννομη τάξη και μάλιστα κεκαλυμμένα παντοτινές. Πέμπτο, δεν δεχόμαστε τον αφοπλισμό μας και εκχώρηση της ασφάλειάς μας στην «καλή θέληση» των στρατοκρατών της Άγκυρας. Έκτο, δεν αγοράζουμε ελπίδες και υποσχέσεις (σταδιακή επιστροφή κάποιων προσφύγων) έναντι άμεσων δικών μας παραχωρήσεων (βασικά τα πάντα ακόμη και την ελευθερία μας). Έβδομο, δεν δεχόμαστε την Τουρκία ως εγγυητή της Κυπριακής Δημοκρατίας. Όγδοο, δεν δεχόμαστε δημιουργία ενός πειραματικού κρατικού συστήματος που θα στερείται κοινωνικοπολιτικού ορθολογισμού και που θα διοικείται με δικαστικές αποφάσεις.

            Ιδιαίτερα όσον αφορά το τελευταίο σημείο δίνει και το στίγμα της στρατηγικής μας μετά το ΟΧΙ: Πρώτο, συνεχίζουμε να θεωρούμε τους τουρκοκύπριους πολίτες της νόμιμης Κυπριακής Δημοκρατίας, προσβλέπουμε σε αλλαγές της τουρκικής στρατηγικής και είμαστε πάντοτε έτοιμοι να συζητήσουμε ορθολογιστικά και σε νέα βάση. Δεύτερο, γινόμαστε ενεργό μέλος των δυτικών θεσμών και ιδιαίτερα της ΕΕ όπου και θα αξιολογούμε, αναλύουμε, εκτιμούμε και αποφασίζουμε υπό το φως των εξελίξεων. Αν οι κυβερνήτες του ελλαδικού κράτους φοβισμένοι γονατίζουν εμείς δεν τους ακολουθούμε και συμπεριφερόμαστε ως αξιοπρεπής λαός και ως μέλος της ΕΕ. Τρίτο, δεν βιαζόμαστε να καταστραφούμε με το να διαλύσουμε την Κυπριακή Δημοκρατία κάτι που θα είναι απείρως χειρότερο από την παρούσα κατάστασή μας η οποία είναι η καλύτερη μετά το 1974. Τέταρτο, στις νέες διαπραγματεύσεις που αργά ή γρήγορα θα έχουμε ζητούμε από τον ΓΓ του ΟΗΕ να υποβάλει προτάσεις συμβατές όχι με τα κελεύσματα των ηγεμονικών παρασκηνίων αλλά με τον Καταστατικό Χάρτη, το διεθνές δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Πέμπτο, ζητούμε από τους υπόλοιπους εταίρους μας στην ΕΕ να σεβαστούν πλήρως την ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας και να εδράσουν τις αποφάσεις τους στο κοινοτικό δικαιακό και νομικό κεκτημένο του πολιτικού και νομικού πολιτισμού της Ευρώπης. Τέλος, ζητούμε από τους εταίρους μας να εκτιμήσουν το γεγονός ότι αν και επιθυμούμε εξομάλυνση των σχέσεων με την Τουρκία η θέση μας είναι ότι οι βολικές υπεκφυγές και οι εκβιαστικές εξαιρέσεις που διχοτομούν την Κύπρο και που κατευνάζουν τους στρατοκράτες της Άγκυρας αποτελούν δυναμίτη στα θεμέλια του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Τέλος, διαμηνύουμε ότι δεν δεχόμαστε την παραμικρή υποχώρηση όσον αφορά δημοκρατικές αρχές και κοινωνικοπολιτικές κατακτήσεις του νεωτερικού δυτικού πολιτισμού οι οποίες ισχύουν σ’ όλα τα αναπτυγμένα δυτικά κράτη. Πιο συγκεκριμένα, η βιωσιμότητα, η λειτουργικότητα και η οικονομική σταθερότητα ενός κράτους δεν μπορεί να στηριχθεί στην καλή θέληση των ανθρώπων, των κρατών και πολύ περισσότερο των ξένων «εγγυήσεων». Μπορεί να λειτουργήσει και να επιβιώσει μόνο αν εδράζεται στις κατακτήσεις του πολιτικού πολιτισμού της Ευρώπης, στον πολιτειακό ορθολογισμό που αντλείται από κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένους σκοπούς και που διαμορφώνεται διαρκώς υπό το πρίσμα συνεχών κοινωνικοπολιτικών ελέγχων και εξισορροπήσεων των μελών ενός ενιαίου λαού και που βρίσκεται σε αρμονία με απαραβίαστες αρχές περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πάγιες δημοκρατικές διαδικασίες.

 Κυπριακό: «Συναισθηματισμός»-ορθολογισμός. Μήπως είναι λάθος αίτημα η Ελευθερία;

8.4.2004 "Τύπος της Κυριακής"

Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων-Στρατηγικών Σπουδών, www.ifestos.edu.gr

 

Οι συζητήσεις των τελευταίων εβδομάδων περί το κυπριακό μετέτρεψαν τον δημόσιο διάλογο σε αρένα ιδεολογικών αντιπαραθέσεων όπου κυριαρχούν κραυγές, βρυχηθμοί και κανιβαλικές διαθέσεις. Το διάγγελμα του Προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου αποτελεί κάλεσμα υπέρ της ελευθερίας και αποδεικνύει ότι ο ορθολογισμός και το εθνικό αίσθημα είναι έννοιες απόλυτα συμβατές. Αυτό το ιστορικό διάγγελμα αποκάλυψε το έλλειμμα ορθολογισμού και την προκατάληψη που κυριάρχησε στον ελληνικό δημόσιο διάλογο τις τελευταίες μέρες. Κάποιοι υστερικά σαλπίζουν γενική υποχώρηση που ικανοποιεί ψυχισμό και σύνδρομα κατευναστικά αιώνων και κάποιοι άλλοι απρόσεκτοι αποκαλύφθηκαν επειδή δηλώνουν απερίφραστα ότι η υποθήκευση της ελευθερίας εκατοντάδων χιλιάδων ελλήνων και η εγκατάλειψη ζωτικών εθνικών συμφερόντων είναι, δήθεν, περίπου αναπόφευκτη και ίσως αναγκαία. Ο νέος πατριωτικός στόχος, δηλώνουν οι αφιλότιμοι, είναι η «Κυπριακή Συνομοσπονδία». Κάποιοι άλλοι, όμως, με ψυχραιμία και ορθολογισμό ενισχυμένο από φιλοπατρία και εθνικό αίσθημα χωρίς δεύτερη σκέψη στηρίζουν την ανθρώπινη ελευθερία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις αρχές του διεθνούς δικαίου, προασπίζουν τα θεμιτά εθνικά συμφέροντα και συντάσσονται με τον κυπριακό λαό, του οποίου η συλλογική ελευθερία διέρχεται θανάσιμο κίνδυνο. Απρεπείς χαρακτηρισμοί, εξάλλου, δεν λείπουν. Μεταξύ άλλων ακούονται τα εξής: «Είναι συναισθηματισμός η αξίωση συλλογικής ελευθερίας-κυριαρχίας των κυπρίων», «είναι συναισθηματισμός η άρνησή τους να εγκλωβιστούν οι κύπριοι σ’ ένα μη λειτουργικό κρατίδιο», «είναι σύνεση και σωφροσύνη να υποχωρείς λόγω δυσμενών διεθνών συσχετισμών» και «είναι ακραίοι όσοι δεν δέχονται το πολιτειακό μόρφωμα που προτείνεται για την Κύπρο». Αυτές οι ύβρεις κατά της λογικής, βεβαίως, δεν συγκινούν ή πτοούν τον  πολιτικοποιημένο ακροατή ή αναγνώστη και τον αναλυτή που εμμένει σε ορθολογικές και βάσιμες θεωρήσεις και εκτιμήσεις. Τέτοιες στάσεις, εν τούτοις, φανερώνουν την έκταση της ιδεολογικής παρακμής και τους θανάσιμους κινδύνους για την επιβίωση εκατοντάδων χιλιάδων ελλήνων (άμεσα στην Κύπρο και μελλοντικά στον ελλαδικό χώρο). Φορείς θέσεων που εκτιμάται ότι με την στάση τους αυτή εξυπηρετούν ξένα στρατηγικά συμφέροντα, υποστηρίζουν ουσιαστικά, ότι ήταν λάθος αίτημα η αξίωση ελευθερίας των κυπρίων και ότι είναι λάθος αίτημα η αξίωση να διατηρήσουν τον συλλογικό θεσμό ελευθερίας που με κόπο έκτισαν, δηλαδή την Κυπριακή Δημοκρατία. Υποστηρίζουν κατά βάση την «λόγω αναγκαιότητας» παραβίαση του διεθνούς δικαίου, την παντοτινή καταστολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την πολιτογράφηση εποίκων, την παντοτινή παρουσία τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων σε ευρωπαϊκό έδαφος και την οπισθοδρόμηση των διεθνών σχέσεων στην αποικιακή εποχή με την καθιέρωση επεμβατικών «δικαιωμάτων». Σηκώνοντας την σημαία του ενδοτισμού, του κατευνασμού και του διεθνολογικού παραλογισμού, ο πρώην πρωθυπουργός σ’ ένα «ιστορικό» κείμενό του («Ελευθεροτυπία» 7.4.204) υποστήριξε ότι όλα αυτά είναι αναπόφευκτα λόγω αναγκαιότητας. Ίσως για να δικαιολογηθεί γιατί το είχε ονομάσει «ιστορική ευκαιρία» το σχέδιο Αναν, υποστηρίζει τώρα ότι θα χάσουμε αυτή την ευκαιρία επειδή «ο γεωπολιτικός ρόλος της Τουρκίας για τις ΗΠΑ και την ΕΕ θα είναι όλο και πιο σημαντικός». Ερωτούμε: Το ίδιο θα πούμε αύριο αν οι κύπριοι χρειάζονται βοήθεια ή αν υπάρξουν αξιώσεις κατά άλλων ζωτικών εθνικών συμφερόντων στο Αιγαίο και στην Θράκη; Άλλες ανάλογες και αντίστοιχες θέσεις που προσυπογράφονται από διανοούμενους, πολιτικά πρόσωπα και καθηγητές Πανεπιστημίου φανατικά υποστηρίζουν την πάγια φασιστοειδή θέση των τούρκων στρατοκρατών για «Κυπριακή Συνομοσπονδία», την οποία μέχρι πρότινος οι φασιστές της Άγκυρας ούτε στα καλύτερα όνειρά τους δεν πίστευαν ότι θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα. «Κυπριακή Συνομοσπονδία» συνοδευόμενη με αποικιακού χαρακτήρα εγγυήσεις και με παντοτινή! παραμονή τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο, επισημαίνεται, είναι εξ αντικειμένου διχοτόμηση και ταυτόχρονα τουρκική συγκυριαρχία επί ολοκλήρου του νησιού. Μπορεί λοιπόν η παρδαλή μάζα των κραχτών ηγεμονικών αξιώσεων οι οποίες (αξιώσεις) είναι εκ φύσεως διεθνοφασιστικές να στηρίζουν με την στάση τους τον τουρκικό αναθεωρητισμό και να κραυγάζουν χαιρέκακα ενόψει ενδεχομένου διάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο καθένας όμως αντιλαμβάνεται ότι η άρνηση στα σχέδια καταστολής της ελευθερίας των κυπρίων είναι αλάνθαστος ορθολογισμός. Είναι ορθολογισμός ο οποίος οριοθετείται από το ελληνικό εθνικό συμφέρον, από τις κατακτήσεις πολιτισμού των διακρατικών σχέσεων όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα και το διεθνές δίκαιο και από την κοινοτική έννομη τάξη της οποίας είμαστε πλήρες μέλος. Η διαλεκτική σχέση ορθολογισμού-ανορθολογισμού στην συγκεκριμένη περίπτωση, κατά συνέπεια, τίθεται ως εξής:

            Πρώτο, ορθολογιστική ήταν και συνεχίζει να είναι η θέση που πολλοί επί δύο δεκαετίες υποστήριζαν για αποτρεπτική ισχύ και για προσπάθειες επίλυσης του κυπριακού με κύριο μέσο την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ. Δεν είναι τυχαίο ότι όσοι με φανατισμό σήμερα υποστηρίζουν την «Κυπριακή Συνομοσπονδία», δηλαδή την διχοτόμηση του νησιού και την τουρκική επικυριαρχία, είναι σχεδόν οι ίδιοι οι οποίοι με ανάλογο ανορθολογικό φανατισμό καταπολέμησαν τις ορθολογικές και βάσιμες στρατηγικές για αποτρεπτική ισχύ και για πλήρη ένταξη στην ΕΕ. Δεύτερο, ορθολογισμός είναι επίσης η αταλάντευτη προσκόλληση σ’ αυτό που όλοι οι λαοί θεωρούν ως απαραβίαστο-ιερό αγαθό, δηλαδή την εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία ως προϋπόθεση συλλογικής ελευθερίας των κυπρίων. Για την διασφάλιση αυτών των αγαθών έπρεπε η ελληνική πλευρά να είχε από καιρό χαράξει κόκκινη γραμμή πέραν της οποίας καμιά υποχώρηση δεν είναι νοητή: α) Δεν υποχωρούμε όσον αφορά τις κατακτήσεις του διεθνούς δικαίου (μη κατάλυση της κυρίαρχης Κυπριακής Δημοκρατίας, αποχώρηση των εποίκων των οποίων η εγκατάσταση στην Κύπρο αποτελεί έγκλημα πολέμου). β) Δεν δεχόμαστε καταστολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μάλιστα παντοτινή. γ) Δεν δεχόμαστε εξαιρέσεις από την κοινοτική έννομη τάξη και μάλιστα κεκαλυμμένα παντοτινές. Τρίτο, ορθολογισμός είναι να αρνηθούμε εγκατάλειψη των πάντων (την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, τον αφοπλισμό μας, την παρουσία ξένων στρατευμάτων, την συνομολόγηση νέων αποικιακού χαρακτήρα εγγυήσεων, την εγκατάλειψη των εδαφών μας και την δικοινοτική ισοτιμία). Ανορθολογισμός αντίθετα είναι, στο ίδιο πλαίσιο, να πιστέψουμε ότι τα τεράστια ζητήματα ασφαλείας που τίθενται για την Ελλάδα και για την Κύπρο μπορούν να αντιμετωπιστούν με γνώμονα την «καλή θέληση του αντιπάλου». Τέταρτο, είναι ανορθολογικό να θεωρήσουμε ως επιτυχία την υποσχόμενη σταδιακή εντός τριών επιστροφή μερικών χιλιάδων προσφύγων υπό τουρκική διοίκηση όταν αυτό θα είναι άκρως επισφαλές και υπό την αίρεση επιτυχίας του πρωτόγνωρου πολιτειακού εγχειρήματος. Δηλαδή, όσοι υποστηρίζουν το τερατούργημα του Κόφι Αναν παραβλέπουν ότι καταλύεται η Κυπριακή Δημοκρατία, ότι καθιστούμε την Τουρκία επικυρίαρχο και επιδιαιτητή επί ολοκλήρου της Κύπρου και ότι η επιστροφή μερικών χιλιάδων προσφύγων στις εστίες τους θα εκπληρωθούν μόνο αν επιτύχει το πρωτόγνωρο «μεταεθνικό» κοινωνικοπολιτικό πείραμα. Πέμπτο, ορθολογικό είναι επίσης μετά το αναμενόμενο ΟΧΙ του κυπριακού λαού να ζητήσουμε από τον ΓΓ του ΟΗΕ να υποβάλει προτάσεις συμβατές όχι με τα κελεύσματα των ηγεμονικών παρασκηνίων αλλά με τον Καταστατικό Χάρτη, το διεθνές δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Έκτο, ορθολογικό είναι να ζητήσουμε από τους υπόλοιπους εταίρους μας στην ΕΕ να σεβαστούν πλήρως την ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας και να εδράσουν τις αποφάσεις τους στο κοινοτικό δικαιακό και νομικό κεκτημένο του πολιτικού και νομικού πολιτισμού της Ευρώπης. Ορθολογισμός είναι στο ίδιο πλαίσιο να εξηγήσουμε στους εταίρους μας ότι αν και επιθυμούμε εξομάλυνση των σχέσεων με την Τουρκία η θέση μας είναι ότι οι βολικές υπεκφυγές και οι εκβιαστικές εξαιρέσεις που διχοτομούν την Κύπρο και που κατευνάζουν τους στρατοκράτες της Άγκυρας αποτελούν δυναμίτη στα θεμέλια του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Έβδομο, ορθολογικό επιπλέον είναι να  μην δεχθούμε την παραμικρή υποχώρηση όσον αφορά δημοκρατικές αρχές και κοινωνικοπολιτικές κατακτήσεις του νεωτερικού δυτικού πολιτισμού οι οποίες ισχύουν σ’ όλα τα αναπτυγμένα δυτικά κράτη. Πιο συγκεκριμένα, η βιωσιμότητα, η λειτουργικότητα και η οικονομική σταθερότητα ενός κράτους δεν μπορεί να στηριχθεί στην ομοφωνία δύο ισότιμων και εθνικά αμιγών κρατιδίων (για την ρατσιστική καθαρότητα «μεριμνά» το ίδιο το σχέδιο Αναν), κάτι το οποίο είναι εξ αντικειμένου εξαιρετικά δύσκολο ή και αδύνατο. Όγδοο και συναφές, ορθολογισμός είναι επίσης να απορρίπτονται οι ύπουλες και επικίνδυνες εκλογικεύσεις ότι «με καλή θέληση τα προβλήματα θα επιλύονται». Εκτός του ότι θα είναι πρωτοφανές και άκρως επικίνδυνο να στηρίζονται οι διακρατικές ρυθμίσεις «στην καλή θέληση» άλλων κρατών (Τουρκία, Βρετανία, Ελλάδα)  και εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων (τουρκοκύπριοι και ελληνοκύπριοι), το προτεινόμενο υβριδικό κυπριακό κρατίδιο θα στερείται παντελώς το αναγκαίου και μη εξαιρετέου πολιτειακού ορθολογισμού με τον οποίο είναι προικισμένα όλα τα σύγχρονα βιώσιμα δυτικά κράτη. Δηλαδή, το κρατίδιο που προτείνεται 1ον) θα στερείται των αναγκαίων κοινωνικοπολιτικών ελέγχων και εξισορροπήσεων υπό καθεστώς δημοκρατίας, 2ον) θα στερείται δικαιακών πολιτειακών ρυθμίσεων σφυρηλατημένων στους κοινούς αγώνες και στις κοινές κοσμοθεωρίες των πολιτών και 3ον) θα είναι υποχρεωμένο να λειτουργεί σε πάρα πολλά ζητήματα αν όχι σε όλα στη βάση δικαστικών αποφάσεων του Ανώτατου Δικαστηρίου όπου την αποφασιστική ψήφο θα έχουν μη κύπριοι. Όλες αυτές οι ρυθμίσεις είναι φασιστοειδείς υφής και ανατρέπουν τις δικαιακές και κοινωνικοπολιτικές κατακτήσεις του δυτικού πολιτικού πολιτισμού. Το νέο πολιτειακό τερατούργημα θα είναι κυριολεκτικά κτισμένο πάνω στην άμμο. Απόρριψη αυτών των παραλογισμών δεν είναι συναισθηματισμός αλλά, επαναλαμβάνουμε, αλάνθαστος ορθολογισμός. Τέλος, έστω και αν κάποιος λόγω διαβρωμένης συνείδησης αποδέχεται φιλοσοφικά να εξανεμισθεί ο κυπριακός ελληνισμός, ορθολογισμός σημαίνει να προστατευτούν άμεσα ζωτικά ζητήματα της ασφάλειας του ίδιου του ελλαδικού κράτους. Χωρίς να εισέλθω στην ανάλυση περί ολέθριων συνεπειών όταν αναθεωρητικά και επιθετικά κράτη κατευνάζονται, αναφέρω απλώς ότι κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας σημαίνει πως το ελληνικό κράτος θα είναι πλέον υπεύθυνο για την ασφάλεια εκατοντάδων αφοπλισμένων ελλήνων που θα στερούνται δικού τους κράτους, δικών τους θεσμών και νομικής δυνατότητας προσφυγής στους διεθνείς θεσμούς. Όταν λοιπόν αναμενόμενα θα αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα θα προσέρχονται –ως κοινότητα πλέον– στην Αθήνα αναζητώντας βοήθεια. Εύστοχα και με κάποια δόση απολύτως δικαιολογημένης ειρωνείας ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος δήλωσε ότι δεν θα μετατρέψει το κράτος σε κοινότητα για να αρχίσει στη συνέχεια να αναζητεί κηδεμόνα αυτής της κοινότητας. Ας αφήσουμε λοιπόν τους χαρακτηρισμούς περί συναισθηματισμών να είναι θλιβερό προνόμιο αυτών που τους εκστομίζουν και ας εμμείνουμε στην υπεράσπιση του διακρατικού ορθολογισμού, στην υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στο διεθνές δίκαιο, στις ρυθμίσεις που εξυπηρετούν τα νομιμοποιημένα εθνικά συμφέροντα και στις στρατηγικές εκείνες που δεν θέτουν σε κίνδυνο την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια.

Κυπριακό: Δεκάψαλμος κατά της αξίωσης για «τζάμπα ζωή»

 Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων-Στρατηγικών Σπουδών www.ifestos.edu.gr

 

Τα καλά κόποις κτώνται. Εν τούτοις, φαίνεται ότι στην τουρκική πλευρά εκκολάφθηκαν αντιλήψεις νέου τύπου στις οποίες προσχώρησαν και πολλοί συμπατριώτες μας τουρκοκύπριοι: Από την μια πλευρά θέλουν να ενταχθούν χωρίς κόπο στην ΕΕ, από την άλλη πλευρά να επωφεληθούν τα μέγιστα από τις δικές μας αποταμιεύσεις τριών δεκαετιών και ταυτόχρονα λέξη δεν λένε για το γεγονός ότι τα διεστραμμένα σχέδια των ιμπεριαλιστικών παρασκηνίων παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματά των ελληνοκυπρίων. Δύο θα μπορούσαν να είναι οι πιθανοί λόγοι: Πρώτο, στην κατεχόμενη Κύπρο η πλειονότητα είναι πλέον έποικοι και οι τουρκοκύπριοι μετατράπηκαν σε «μειονότητα εντός μειονότητας». Δεύτερο, για πολλούς που κατοικούν πέραν της πράσινης γραμμής η αποδοχή του σχεδίου Χανάν (Χάνεϋ+Αναν) δεν φαίνεται να οφείλεται στην επιθυμία επανένωσης της Κύπρου αλλά στο γεγονός ότι έχουν σκανδαλισθεί από τις υποσχέσεις απόκτησης αγαθών για τα οποία ποτέ δεν δούλεψαν. Οι τούρκοι το 1974 κατέλαβαν το σύνολο σχεδόν της κυπριακής οικονομίας αλλά αποδείχθηκαν ανίκανοι να την εκμεταλλευτούν. Αυτό το γεγονός καταμαρτυρείται από την κατάσταση που όλοι βλέπουμε στα κατεχόμενα και που συχνά θυμίζει εγκαταλελειμμένη ασιατική Ανατολία. Ασφαλώς, η θέληση της συντριπτικής πλειονότητας των ελληνοκυπρίων για να βοηθήσουν τους τουρκοκύπριους είναι απεριόριστη και στοχεύει στην ραγδαία οικονομική τους ανάπτυξη και στην πλήρη ενσωμάτωσή τους στην κοινοτική τάξη πραγμάτων. Στα κατεχόμενα, εν τούτοις πολλοί δείχνουν πως μερικοί κακόπιστα επικαλούνται ανακριβή ιστορικά γεγονότα για να δικαιολογήσουν διχοτομικές αξιώσεις. Ενώ είναι σήμερα γνωστό ότι τα προβλήματα της περιόδου 1963-64 ανέκυψαν λόγω δυσλειτουργιών του δοτού αποικιακού κράτους και της οργανωμένης τουρκοβρετανικής συνομωσίας που σκοπό είχε την αποσταθεροποίηση του κράτους, σήμερα δείχνουν να έχουν καταπιεί την προπαγάνδα των στρατοκρατών της Άγκυρας. Εάν σταθούμε στην διαπραγμάτευση της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ ήταν εξ αντικειμένου ένα μεγάλο επίτευγμα της ελληνικής πλευράς. Εν τούτοις οι ελληνοκύπριοι πάντοτε έλεγαν ότι τα οφέλη που προκύπτουν ανήκουν σ’ όλους τους κυπρίους. Οι ελληνοκύπριοι πέτυχαν αυτόν τον άθλο γιατί τις τρις τελευταίες δεκαετίες εργάστηκαν σκληρά, γιατί έκτισαν μια πανίσχυρη κοινωνία με συνοχή και αλληλεγγύη, γιατί μέσα από τις στάχτες ανέδειξαν-ανέπτυξαν ένα ζηλευτό οικονομικό σύστημα, γιατί έφτιαξαν ένα από τα πιο οργανωμένα κράτη στον κόσμο, γιατί προίκισαν αυτό το κράτος με μια ζηλευτή θεσμική υποδομή και γιατί μετέτρεψαν την Κυπριακή Δημοκρατία σ’ ένα παραδειγματικό κράτος δικαίου που ενδεχομένως αποτελεί πρότυπο κατακτήσεων του ανθρώπινου πολιτικού πολιτισμού στις διεθνείς σχέσεις. Το τελευταίο και μόνο έπρεπε να κάνει όλους τους τουρκοκύπριους να επιθυμούν διακαώς να επεκταθεί και στις περιοχές που κατοικούν για να ορθοποδήσουν, να εξέλθουν από τον μεσαίωνα που τους έβαλαν οι εγκάθετοι των στρατοκρατών της Άγκυρας και για να τους καταστήσουν πλήρως συμμέτοχους των πολιτικών και νομικών μας κατακτήσεων. Η ελληνική πλευρά ποτέ δεν αμφέβαλλε: Ειλικρινής, δεδηλωμένος και θεσμικά-πολιτικά κατοχυρωμένος σκοπός –όπως αποδεικνύεται από τις πρόνοιες της Πράξης Προσχώρησης που εμείς συνάψαμε–  ήταν και συνεχίζει να είναι οι τουρκοκύπριοι να γίνουν αυτομάτως και χωρίς τον παραμικρό κόπο πολίτες της ευημερούσης ευρωπαϊκής πλέον Κυπριακής Δημοκρατίας. Να γίνουν οι τουρκοκύπριοι μέλος της μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας όπου υπό συνθήκες κράτους δικαίου και εφαρμογής του πολιτικού και νομικού πολιτισμού της ΕΕ τουρκοκύπριοι και ελληνοκύπριοι θα συμβίωναν και θα ευημερούσαν ειρηνικά. Για να μας εκδικηθούν όπως φαίνεται για τον αγώνα ελευθερίας πριν από μισό αιώνα και για να διατηρήσουν τα στρατηγικά τους ερείσματα, οι βρετανοί συγγραφείς του σχεδίου Χανάν μας σερβίρουν την καταστροφή μας και προπετώς μας εκβιάζουν να την υπερψηφίσουμε. Το ΝΑΙ κυριολεκτικά μας καταστρέφει ενώ προκαταβολικά μας κάνει να αισθανόμαστε κυριολεκτικά κορόιδα, ηττημένοι, και υποψήφιοι δούλοι των τούρκων και των βρετανών: 1ον) Νομιμοποιούμε το έγκλημα πολέμου που λέγονται «έποικοι». 2ον) Νομιμοποιούμε τα τετελεσμένα της βίας του 1974 ενώ επιπλέον δεχόμαστε την διχοτόμηση. 3ον) Καταργούμε την εδραία Κυπριακή Δημοκρατία. 4ον) Δεχόμαστε την πρωτοφανή «δικοινοτική ισοτιμία» ως βάση λειτουργίας του κράτους γεγονός που αντιβαίνει στις πάγιες δημοκρατικές αρχές και στα θεμελιώδη πολιτικά κεκτημένα των πολιτισμένων κοινωνιών. 5ον) Υποχρεωνόμαστε σε ηθική και οικονομική αφαίμαξη αφού καλούμαστε να πληρώσουμε δυσανάλογα και υπέρογκα τους εισβολείς, τους τεμπέληδες, τους αργόσχολους, τους αποτυχημένους και τους θρασείς εθνικιστές (ντόπιους και ξενόφερτους οι οποίοι και επικρατούν συντριπτικά επί των αμιγών τουρκοκυπρίων). 6ον) Μας παίρνουν τις περιουσίες μας, μας απαγορεύουν να έχουμε ανθρώπινα δικαιώματα στον τόπο μας, μας βάζουν σύνορα στο εσωτερικό του κράτους, μας εξαιρούν τα αγαθά του κοινοτικού κεκτημένου αφού το κράτος δεν θα λειτουργεί και κυριολεκτικά μας εμπαίζουν με το να μας… παραχωρούν «δικαίωμα εξοχικής κατοικίας». 7ον) Μας επιβάλλουν αποικιακές εγγυήσεις και παραμονή ξένου στρατού την στιγμή που εμείς δεχθήκαμε αποστρατικοποίηση και εγγυήσεις όλων των διεθνών θεσμών. 8ον) Καλούμαστε να δεχθούμε σε βάση 50%-50% τούρκους (τουρκοκύπριους κα έποικους) σε όλα τα όργανα του κράτους, σε όλες τις εξωτερικές αντιπροσωπεύσεις και σε όλους τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Πως αλήθεια θα εξευρεθούν άτομα με δεξιότητες που να εκπληρώνουν τις ανάγκες αυτών των θέσεων και τι θα έλεγαν οι κύπριοι πολίτες που πιθανόν να έχουν ως υπουργό ένα πρώην εισβολέα εγκληματία πολέμου! 9ον) Ακούμε από πολλούς στα κατεχόμενα να λένε με θρασύτητα ότι τα θέλουν όλα αυτά τζάμπα και ταυτόχρονα ότι δεν έχουν καμιά ηθική αναστολή να κατασταλούν τα ανθρώπινα δικαιώματα των ελληνοκυπρίων που θα καταστούν τουρίστες (και μάλιστα υπό περιορισμό) στην ίδιά τους την χώρα. 10ον) Μεταφράζω αυτό που κατά βάση λένε πολλοί τούρκοι στα κατεχόμενα: Σας θέλουμε σκλάβους μας να δουλεύετε για εμάς, σας θέλουμε περίπου ελεύθερους πολιορκημένους στην χώρα σας, απαιτούμε τα δικά μας να είναι δικά μας και τα δικά σας πάλι δικά μας, πληρώστε μας απλά επειδή είμαστε τούρκοι, πληρώστε μας για να μην σας επιτιθέμαστε με τον μόνιμο τουρκικό στρατό (δηλαδή, περίπου μαφιόζικη προστασία), νομιμοποιείστε το δόγμα «η θέληση της μειονότητας του 18% είναι διαταγή» και σας καταναγκάζουμε, επιπλέον, να μας ευχαριστείτε γονατιστοί επειδή κάποιοι τωρινοί και μελλοντικοί Αναν ή Ντε Σότο εντολοδόχοι των ιμπεριαλιστικών παρασκηνίων θα αποφαίνονται για την δική μας ζωή. Εμείς λοιπόν θα πούμε ένα μεγάλο ΟΧΙ στην θρασύτητα, ΟΧΙ στον εμπαιγμό, ΟΧΙ στον εκβιασμό και ΟΧΙ στην βαρβαρότητα. Ποτέ δεν θα αναγνωρίσουμε τους εισβολείς ως κτήτορες των ιερών εστιών μας, ποτέ δεν θα αναγνωρίσουμε τους εισβολείς κτήτορες της πατρίδας μας και ποτέ δεν θα δεχθούμε την θεσμοθέτηση της καταστολής του μεγαλύτερου αγαθού του σύγχρονου πολιτισμού, δηλαδή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στους πραγματικούς τουρκοκύπριους που φαίνεται να σκανδαλίστηκαν και θέλουν ΝΑΙ για να έχουν μια «τζάμπα ζωή» λέμε: Δουλέψτε να αποτινάξετε τον ξένο ζυγό, αγωνιστείτε να ενωθείτε μαζί μας υπό συνθήκες δημοκρατίας και κράτους δικαίου, δουλέψτε να φθάσετε το βιοτικό μας επίπεδο (και εμείς θα σας βοηθούμε συνεχώς), αγωνιστείτε να φύγουν οι εγκληματίες πολέμου από την κοινή μας πατρίδα και αγωνιστείτε να επιτύχετε τις προδιαγραφές δημοκρατίας που έχουμε. Όταν λοιπόν τα επιτύχετε εμείς θα είμαστε έτοιμοι να σας δεχθούμε στην αγκαλιά μας με μεγαλοψυχία, σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματά σας και σοβαρότητα για την βιωσιμότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εν τω μεταξύ, οι πραγματικοί τουρκοκύπριοι γνωρίζουν ότι εμείς είμαστε πάντα εδώ και πρόθυμοι να τους βοηθούμε και να τους ενθαρρύνουμε όταν κινούνται προς αυτούς τους ορθολογιστικούς και συμφέροντες για όλους προσανατολισμούς. Αυτή είναι ή αυτή πρέπει να είναι η στρατηγική που διασφαλίζει ένα ασφαλές και ευημερών μέλλον.

Kυπριακό και η υπονόμευση του ΟΗΕ και του Διεθνούς Δικαίου 9.4.2004

Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων-Στρατηγικών Σπουδών, www.ifestos.edu.gr  

 Ιστορικά, η ανάδειξη των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου (διακρατική ισοτιμία, μη επέμβαση και δικαίωμα εσωτερικής αυτοδιάθεσης) και η ενσάρκωσή τους στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ αποτελούν τις μεγαλύτερες κατακτήσεις του πολιτικού πολιτισμού των ανθρώπων στις διακρατικές σχέσεις. Συμπληρώθηκαν με την Χάρτα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που περιγράφει το αυτονόητο ως προς το τι θα πρέπει να ισχύει στο εσωτερικό μιας πολιτισμένης κοινωνίας. Η ενσάρκωση αυτών των αρχών στα καταστατικά των διεθνών θεσμών αποτελεί ουσιαστικά επίτευγμα των λιγότερο ισχυρών κρατών κατά των κατά καιρούς αναθεωρητικών-ηγεμονικών κρατών που δεν σέβονται την διεθνή τάξη όπως αυτή ορίζεται από τις διεθνείς Συνθήκες (και που επιπλέον δεν δέχονται να προσφύγουν στους διεθνείς θεσμούς όταν ζητούν αλλαγή των κυριαρχικών οριοθετήσεων που ορίζουν οι διεθνείς Συνθήκες). Ασφαλώς, οι διαφορές ισχύος και η συχνή εκδήλωση αναθεωρητικών συμπεριφορών δεν επιτρέπουν την πλήρη εφαρμογή των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου και την αποτελεσματική (και σύμφωνη με τον Χάρτη) λειτουργία του ΟΗΕ ως σύστημα Συλλογικής Ασφάλειας. Γι’ αυτόν τον λόγο, κάθε σοβαρός πολιτικός και αναλυτής των διεθνών σχέσεων που σέβεται τον εαυτό του και τους άλλους υιοθετεί την θέση ότι η ασφάλεια η ασφάλεια των φιλειρηνικών κρατών συναρτάται με την κατοχή επαρκούς αποτρεπτικής ισχύος κατά των αναθεωρητικών απειλών.

            Η στάση και συμπεριφορά του ΓΓ του ΟΗΕ τα τελευταία χρόνια υπονομεύουν σοβαρά το διεθνές δίκαιο και αναμφίβολα αποτελούν μεγάλη οπισθοδρόμηση των προσπαθειών της κοινότητας των κυρίαρχων κρατών να μετατρέψουν έστω και σταδιακά τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών σ’ ένα αποτελεσματικό σύστημα Συλλογικής Ασφάλειας που θα λειτουργεί σύμφωνα με το πνεύμα και το γράμμα του Καταστατικού του Χάρτη και όχι σύμφωνα με τα εκάστοτε εφήμερα συμφέροντα των ηγεμονικών κρατών. Αναμφίβολα, αυτό το γεγονός θα απασχολήσει σοβαρά τόσο τους υπεύθυνους πολιτικούς των λιγότερο ισχυρών χωρών και τους σοβαρούς εκείνους διεθνολόγους οι οποίοι πιστοί σε πάγιες δεοντολογικές αρχές της επιστήμης δεν στηρίζουν τις διεθνοφασιστικές αξιώσεις όπως αυτή της Τουρκίας και της Βρετανίας για κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και δημιουργία μιας «Κυπριακής Συνομοσπονδίας» που θα εξυπηρετεί πάγιους ιμπεριαλιστικούς σκοπούς.

            Στην περίπτωση της Κύπρου, ο ΓΓ του ΟΗΕ απροσχημάτιστα μετατράπηκε σε εντολοδόχο των ηγεμονικών συμφερόντων, περιφρόνησε τις διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη που υποτίθεται υπηρετεί, ζήτησε να καταλυθεί ένα ανεξάρτητο-κυρίαρχο κράτος υπό το βάρος απειλών και τετελεσμένων της βίας, χωρίς αναστολές επενέβη στο εσωτερικό ενός κυρίαρχου κράτους που το 1974 υπήρξε θύμα διπλής επίθεσης και υπέβαλε σχέδια δήθεν επίλυσης του κυπριακού προβλήματος που παραβιάζουν κατάφωρα τα ανθρώπινα δικαιώματα. Όλα αυτά, επισημαίνεται, συνέβηκαν παρά το γεγονός ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας και άλλα όργανα του ΟΗΕ επί τρις δεκαετίες ψηφισμάτων που σέβονταν την κυριαρχία-ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας και καλούσαν τον ΓΓ να ασκήσει τον ρόλο του σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη, δηλαδή, όχι ως εντολέα αλλά ως εντολοδόχου των εμπλεκομένων για να διευκολύνει την αποκατάσταση της διεθνούς τάξης όπως προβλέπουν οι Συνθήκες και το διεθνές δίκαιο. Προστίθεται ότι οι καταχρηστικές ενέργειες και συμπεριφορές του ΓΓ του ΟΗΕ γίνονταν την ίδια περίοδο που η Κυπριακή Δημοκρατία ολοκλήρωσε επιτυχώς την Πράξη Προσχώρησης στην ΕΕ. Πιο πρακτικά, με την Πράξη Προσχώρησης που υπογράφηκε από τις κυβερνήσεις και επικυρώθηκε από τα κοινοβούλια των κρατών-μελών της ΕΕ, αναγνώριζε την Κυπριακή Δημοκρατία ως κυρίαρχο και αδιαίρετο κράτος και θεωρούσε την εδαφική περιοχή όπου εισέβαλε ο τουρκικός στρατός το 1974 ως κατεχόμενη. Μολαταύτα, ακόμη και μετά την υπογραφή και επικύρωση της Πράξης Προσχώρησης, ο ΓΓ του ΟΗΕ κυριολεκτικά μαινόμενος και απειλώντας επιχείρησε να επιβάλει καθεστώς που νομιμοποιούσε τα τετελεσμένα της βίας, που νομιμοποιούσε το έγκλημα πολέμου που ονομάζεται «εποικισμός», που άφηνε ξένα στρατεύματα επί ενός κυρίαρχου κράτους, που διαιώνιζε αποικιακής υφής «εγγυήσεις» και που παραβίαζε κατάφωρα και ευθέως τα ανθρώπινα δικαιώματα, σε μια παντοτινή μάλιστα βάση. Η άνευ ορίων προπέτεια και οι καταχρηστικές ενέργειες του ΓΓ του ΟΗΕ έφθασαν στο σημείο να επιχειρήσει να κονιορτοποιήσει κάθε έννοια διεθνούς δικαίου και συλλογικής ασφάλειας με το να φέρει αυτό το τερατώδες σχέδιο για «έγκριση» στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Το γεγονός ότι το Συμβούλιο Ασφάλειας απέφυγε να κάνει κάτι τέτοιο δεν αποτελεί παρηγοριά γιατί μια συγκυριακή ηγεμονική σύγκλιση επί άλλων ζητημάτων θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια τέτοια εξωφρενική και αλλόκοτη επικύρωση της παράνομων και καταχρηστικών προτάσεων του ΓΓ. Κάτι τέτοιο πλήττει τον πολιτικό και νομικό πολιτισμό των διακρατικών σχέσεων αφού, αν δεν κάνω λάθος, η Κυπριακή Δημοκρατία θα αποτελούσε το πρώτο κράτος μέλος του ΟΗΕ μετά το 1945 το οποίο θα είχε καταργηθεί με απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας και το πρώτο κείμενο ενός διεθνούς θεσμού στο οποίο η παντοτινή καταστολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα επικυρωνόταν με επίσημα και ομόφωνο τρόπο. Το ΌΧΙ των κυπρίων σώζει όχι μόνο μεγαλύτερο αγαθό μιας κοινωνίας, δηλαδή το κυρίαρχο κράτους της, αλλά επιπλέον διασώζει και την ιδέα της Συλλογικής Ασφάλειας από τις βάρβαρες καταχρήσεις των οργάνων που τάχθηκαν να υπηρετήσουν τους σκοπούς του Καταστατικού Χάρτη.

            Τα πιο πάνω, εξάλλου, επιβεβαιώνουν απόλυτα τις διεθνολογικές εκείνες αναλύσεις που επισημαίνουν ότι η διεθνής αναρχία και τα αίτια πολέμου που εκδηλώνονται όσο ποτέ άλλοτε κατά την διάρκεια της μεταψυχροπολεμικής εποχής και υποδηλώνουν ότι η επιβίωση μιας κυρίαρχης κοινωνίας είναι συνάρτηση της κατοχής επαρκούς αποτρεπτικής ισχύος. Υποδηλώνουν, επίσης, ότι οι διεθνείς θεσμοί θα συνεχίσουν να είναι εξαρτημένες μεταβλητές της ισχύος μέχρι και την εξάλειψη των αιτιών πολέμου. Ο Θουκυδίδης είναι ολοένα και πιο επίκαιρος: Είχε επισημάνει ότι υπό καθεστώς αναρχίας (όταν δηλαδή κάθε κοινωνία θέλει να είναι κυρίαρχη) και άνισης ανάπτυξης της ισχύος που προκαλεί αίτια πολέμου, «το δίκαιο λογαριάζεται όταν υπάρχει ίση δύναμη για την επιβολή του και όταν αυτό δεν ισχύει, οι δυνατοί κάνουν όσα τους επιτρέπει η δύναμή τους και οι αδύναμοι υποχωρούν και αποδέχονται». Το κράτος που δεν λαμβάνει σοβαρά υπόψη αυτή την αλάνθαστη εκτίμηση του μεγαλύτερου διεθνολόγου όλων των εποχών, απλά αποθνήσκει ή παθαίνει μεγάλες ζημιές.

23. ΝΑΙ σημαίνει Αυτοκτονία Έθνος 16.4.2004

Παναγιώτης Ήφαιστος

Το διάγγελμα του Προέδρου Παπαδόπουλου και οι δηλώσεις του πρωθυπουργού Καραμανλή πρωτίστως καταρρίπτουν την κινδυνολογία περί σίγουρης καταστροφής μετά το σίγουρο ΟΧΙ των κυπρίων. Η εμπειρία της διεθνούς πολιτικής δείχνει ότι όλοι θα προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, δηλαδή στην αντίσταση του κυπριακού λαού στις φασιστοειδείς πολιτειακές επινοήσεις του κοινωνικοπολιτικά αναρμόδιου Κόφι Αναν. Υπερβαίνοντας τον θεσμικό του ρόλο ο Κόφι Αναν πασίδηλα εξυπηρέτησε ποικίλα συμφέροντα που θέλουν την Κύπρο πλωτό αεροδρόμιο αλλά παρέλειψε να προτείνει μια έστω και στοιχειωδώς λειτουργική-βιώσιμη λύση. Εξάλλου, δεν νομίζω να υπάρχει άλλο κείμενο προερχόμενο από τον ΟΗΕ το οποίο με τόσο έκδηλο και απερίφραστο τρόπο να παραβιάζει τις κατακτήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το διεθνές δίκαιο. Προκλητικά και σκανδαλωδώς, επίσης, παραβίαζε το πνεύμα και το γράμμα του νομικού και πολιτικού πολιτισμού της ΕΕ της οποίας η Κύπρος είναι ήδη μέλος. Μετά το ΟΧΙ η επανένωση του νησιού είναι πλέον ζήτημα ορθής στρατηγικής. Μιας στρατηγικής όμως που θα χαράξει κόκκινη γραμμή όσον αφορά 1ον) τα ανθρώπινα δικαιώματα, 2ον) την διατήρηση της κυρίαρχης-ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας και 3ον)  την καθολική εφαρμογή της Κοινοτικής έννομης τάξης σ’ ολόκληρο το νησί. Επιπλέον, αφού προβλέπεται αποστρατικοποίηση του νησιού δεν είναι νοητή η παρουσία ξένων στρατευμάτων και οι αποικιακού χαρακτήρα εγγυήσεων. Τους επόμενους μήνες και τα επόμενα χρόνια χωρίς τελεσίγραφα, εκβιαστικά τηλέφωνα και ανανικούς εκβιασμούς μπορούμε να εξαντλήσουμε όλα τα περιθώρια επανένωσης του νησιού στο πλαίσιο της Ευρώπης. Τέλος, μερικοί να ξανασκεφτούν τις «συμβουλές» που εκτοξεύουν κατά των κυπρίων προτρέποντάς τους να καταργήσουν το κράτος τους, να διχοτομήσουν το νησί τους, να ζήσουν παντοτινά με τα ξένα στρατεύματα και τους έποικους, να δεχθούν απεριόριστα επεμβατικά «δικαιώματα» της Τουρκίας και να εγκλωβιστούν για πάντα στο διεστραμμένο ανανικό πολιτειακό τερατούργημα «δικοινοτικής ισοτιμίας» που παρόμοιό του ποτέ δεν υπήρξε. Εμείς θα δεχόμασταν ένα ελληνικό κράτος «τρικοινοτικής ισοτιμίας» με τους μουσουλμάνους και τους μετανάστες; Θα το δέχονταν οι Τούρκοι ή άλλοι λαοί σε σχέση με τις μειονότητές τους; Συναφώς, ας μη ξεχνάμε ότι αν περί «τιμωρίας», «κόστους» και οδυνηρών λύσεων ο λόγος, οι κύπριοι σε τίποτα δεν έφταιξαν όταν το 1974 υπήρξαν θύματα διπλού εγκλήματος, του πραξικοπήματος και της εισβολής. Οι ενοχές ας μην μετατρέπονται σε κακές συμβουλές που ισοδυναμούν με παροτρύνσεις για συλλογική αυτοκτονία!

24.  ΚΥΠΡΙΑΚΟ: ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ «ΝΑΙ»-«ΟΧΙ» ΚΑΙ Η ΜΕΤΑ-ΟΧΙ ΕΠΟΧΗ "Τύπος της Κυριακής" 18.4.04

Παναγιώτης Ήφαιστος, Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων-Στρατηγικών Σπουδών, Πάντειον Πανεπιστήμιο www.ifestos.edu.gr

Δεν υπάρχουν σοβαροί αναλυτές που διαφωνούν ότι εάν υπήρχε «εμπιστοσύνη» στις διακρατικές σχέσεις και εάν τα πολιτειακά συστήματα μπορούσαν να λειτουργούν στην βάση της «κοινοτικής ισοτιμίας» μεταξύ της πλειονότητας και των μειονοτήτων στο εσωτερικό κάθε κράτους, ο κόσμος θα ήταν διαφορετικός. Εν τούτοις, πολλοί που ποτέ δεν θα αναγκαστούν να ζήσουν σ’ ένα κράτος «δικοινοτικής ισοτιμίας» που επιπλέον θα λειτουργεί υπό την σκιά τουρκικών όπλων και τουρκικών «εγγυήσεων», με ευκολία ζητούν από τους κύπριους να πουν «ΝΑΙ» στην ανατροπή των νομοτελειών της διακρατικής ζωής και του ενδοκρατικού βίου. Απευθυνόμενοι στους κύπριους συχνά λένε, «μην νοιάζεστε για το παντοτινό δικαίωμα της Τουρκίας να επεμβαίνει στο κράτος σας», «μην ανησυχείτε επειδή με καλή θέληση το κράτος θα είναι λειτουργικό» και «δεν πρέπει να ενοχλείστε που η λαϊκή κυριαρχία θα έχει ουσιαστικά κατασταλεί, γιατί κάποιοι άλλοι θα αποφασίζουν για εσάς».   

Κατά πρώτον, αν υπήρχε «εμπιστοσύνη» μεταξύ των κρατών και αν οι προσδοκίες εκατέρωθεν «καλών προθέσεων» κυριαρχούσαν τότε θα είχαν εξαλειφτεί τα προβλήματα, οι ανταγωνισμοί, οι συγκρούσεις και οι πόλεμοι. Όμως, ο πάντα επίκαιρος Θουκυδίδης προειδοποίησε εδώ και αιώνες –και έκτοτε επιβεβαιώνεται καθημερινά–, ότι στις διεθνείς σχέσεις λόγω άνισης ανάπτυξης μεταξύ κρατών διαφορετικού μεγέθους και διαφορετικής ισχύος τα ισχυρότερα «επιβάλλουν την εξουσία τους» και «το δίκαιο λογαριάζεται μόνο όταν υπάρχει ίση δύναμη για την επιβολή του (όταν αυτό δεν συμβαίνει οι δυνατοί κάνουν ότι τους επιτρέπει η δύναμή τους)». Έτσι, συμπλήρωσε, «όσοι διατηρούν την ελευθερία τους το χρωστούν στην δύναμή τους». Παρακάμπτοντας αυτές τις νομοτέλειες των διακρατικών σχέσεων πολιτικά πρόσωπα όπως ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης ζητούν από τους κυπρίους να δεχθούν το επαχθές πολιτειακό κατασκεύασμα του Κόφι Αναν αιτιολογώντας αυτήν την ανέξοδη «συμβουλή» στην βάση της εκτίμησης ότι η Τουρκία καθίσταται ολοένα και πιο ισχυρή «γεγονός που την καθιστά ολοένα πιο πολύτιμη για τα γεωπολιτικά συμφέροντα των ΗΠΑ και της ΕΕ». Ερωτούμε: 1ον) Δέκα χρόνια πρωθυπουργός τι έκανε για να είναι η Ελλάδα ισχυρή ή μήπως εφησύχαζε γιατί όπως δήλωνε κατείχε «αήττητα νομικά όπλα»; 2ον) Αφού τώρα οι κύπριοι καλούνται να φανούν «γενναίοι» στην βάση της αιτιολόγησης ότι αυξάνεται η γεωπολιτική σημασία της Τουρκίας τι θα συμβεί μεθαύριο όταν όπως ο ίδιος προβλέπει η Τουρκία θα είναι ακόμη πιο ισχυρή και όταν θα ελέγχει ολόκληρη την Κύπρο με στρατό και μεσαιωνικές «εγγυήσεις»; Μήπως η σημερινή προτροπή για συμβιβασμό-υποδούλωση θα μετατραπεί μεθαύριο σε συμβουλή-εντολή προς τους κυπρίους: «σφάξε με αγά μου ν’ αγιάσω»; 3ον) Αφού είναι τόσο «γενναίοι» κάποιοι ώστε να συμβουλεύουν του κύπριους να βασίσουν την ασφάλειά τους και την ευημερία τους στην «καλή θέληση» του αντιπάλου γιατί δεν συμβουλεύουν ανάλογες «συμμετοχικές» λύσεις για άλλα κράτη ή ακόμη και για το δικό μας; Ή μήπως αυτά είχαν στο μυαλό όταν οι ίδιοι προεκλογικά λαϊκίστικα απευθύνονταν στα χειρότερα φυγόπονα ένστικτα των ανθρώπων και ουσιαστικά κήρυτταν μονομερή αφοπλισμό δηλώνοντας ταυτόχρονα πως στοχεύουν έτσι στην «εξοικονόμηση κονδυλίων για ευημερία και για ανάπτυξη»!

Κατά δεύτερον, αν υπήρχε δυνατότητα τα πολιτεύματα να κατασκευάζονται στην βάση της κοινοτικής σύνθεσης μιας χώρας, να ισχύει δηλαδή ισοτιμία μεταξύ της πλειονότητας και των μειονοτικών κοινοτήτων, να επιβάλλεται ένα έξωθεν προσδιορισμένο Σύνταγμα και αυτό να είναι κοινωνικοπολιτικά λειτουργικό και βιώσιμο, τότε ο πλανήτης θα είχε από καιρό ενοποιηθεί πολιτειακά. Η πραγματικότητα όμως είναι άλλη και γι’ αυτό ο πλανήτης είναι κατακερματισμένος σε διακόσια περίπου ανεξάρτητα κράτη. Ιστορικές μνήμες, ιστορικές ταυτότητες, θρησκείες, μύθοι, ιδεολογίες και μακρόχρονα σφυρηλατημένες κοινές συνειδήσεις, πνευματικές νοηματοδοτήσεις της ανθρώπινης ύπαρξης και ανθρωπολογικά-κοσμολογικά συστήματα ιδεών και ηθικές αντιλήψεις είναι εποικοδομήματα συλλογικών κοσμοθεωρητικών παραδοχών που νομιμοποιούν τα κρατικά συστήματα, τους νόμους και τα συντάγματα. Αποτελεί κατάκτηση του δυτικού νεωτερικού πολιτικού πολιτισμού η ευρέως αποδεκτή παραδοχή ότι προϋποτιθέμενη συνθήκη βιωσιμότητας ενός κράτους δικαίου είναι πρώτον, να ισχύει η δημοκρατική αρχή «η πλειονότητα αποφασίζει και η μειονότητα κατοχυρώνεται», δεύτερον, να διασφαλίζονται νομικοπολιτικά τα ανθρώπινα δικαιώματα και τρίτο, το κράτος να λειτουργεί στην βάση κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένων σκοπών υπό συνθήκες διαρκών και πλουραλιστικά εδραιωμένων κοινωνικοπολιτικών ελέγχων και εξισορροπήσεων. Αυτές τις κατακτήσεις του δυτικού πολιτικού πολιτισμού τις παραβιάζει όλες ανεξαιρέτως το ανανικό Πολιτειακό τερατούργημα. Σ’ αυτό το κράτος-φυλακή όπου θα εγκλωβιστούν ελληνοκύπριοι και τουρκοκύπριοι οι αποφάσεις στην καλύτερη περίπτωση θα λαμβάνονται με την βαρύνουσα ψήφο ξένων δικαστών. Έτσι, απλά, το ανανικό κρατικό τερατούργημα θα είναι απάνθρωπο, μη λειτουργικό, αντιδημοκρατικό, ανασφαλές και δυσλειτουργικό, εκτός και αν κάποιοι θιασώτες αυταρχικών καθεστώτων υπολογίζουν ότι οι κύπριοι πολίτες και ηγέτες θα περνούν από κάποιο σωφρονιστικό ίδρυμα που θα τους απονευρώνει, αποστειρώνει πνευματικά και εξουθενώνει ηθικά μετατρέποντάς τους κατ’ αυτόν τον τρόπο σε πειθήνια «πολιτικά ρομπότ» εφαρμογής έξωθεν προσδιορισμένων νόμων.

Το αναμενόμενο ΟΧΙ των κυπρίων προσφέρει ασφαλή διέξοδο και την δυνατότητα να χαράξουμε κόκκινη γραμμή πίσω από την οποία κρατώντας γερά τα κεκτημένα –και κυρίως διατηρώντας την Κυπριακή Δημοκρατία– θα μπορούμε πλέον να αρχίσουμε μια νέα διαπραγμάτευση για μια βιώσιμη λύση στην «μετά-ΟΧΙ εποχή»: Πρώτο, απορρίπτουμε την ιδέα κατάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ως βάση συζήτησης αποδεχόμαστε μόνο την εσωτερική μεταρρύθμισή της με τρόπο που θα ενσαρκώνει απόλυτα το πνεύμα και το γράμμα του διεθνούς δικαίου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της κοινοτικής έννομης τάξης της οποίας η Κύπρος θα είναι πλέον μέλος. Δεύτερο, απορρίπτουμε τις αποικιακού χαρακτήρα «εγγυήσεις» και αρνούμαστε να νομιμοποιήσουμε με την υπογραφή μας την παρουσία τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο. Τρίτο και συναφές, δεν δεχόμαστε αφοπλισμό παρά μόνο αν διασφαλιστεί η πλήρης αποχώρηση όλων ανεξαιρέτως των ξένων στρατευμάτων οπότε και θα μπορούσαμε να αποδεχθούμε εγγυήσεις μόνο του ΟΗΕ. Τέταρτο, δεν δεχόμαστε την νομιμοποίηση του εγκλήματος πολέμου που ονομάζονται «έποικοι» και ζητούμε την αποχώρησή τους. Πέμπτο, δεν δεχόμαστε καμιά απολύτως εξαίρεση από την κοινοτική έννομη τάξη. Έκτο, συνεχίζουμε να θεωρούμε τους Τουρκοκύπριους πολίτες της νόμιμης Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά αναμένουμε από αυτούς να υποστηρίξουν τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων των πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Έβδομο, οι κύπριοι γίνονται ενεργό μέλος των δυτικών θεσμών και ιδιαίτερα της ΕΕ, όπου και θα αξιολογούν, αναλύουν, εκτιμούν και αποφασίζουν υπό το φως των εξελίξεων, ιδιαίτερα υπό το φως των εξελίξεων στις σχέσεις Τουρκίας-Ευρώπης και της τουρκικής στρατηγικής.

Τα υπόλοιπα θα τα αναδείξει ο χρόνος. Όντως, μπορεί ποτέ να μη μάθουμε αν θα γύριζαν μερικοί πρόσφυγες σε 42 μήνες όπως προβλέπει το σχέδιο Αναν αλλά θα διατηρήσουμε την Κυπριακή Δημοκρατία, την πολιτική κυριαρχία των κυπρίων, τα ανθρώπινά δικαιώματά τους και δεν θα υπογράψουμε την διχοτόμηση, δεν θα υπογράψουμε υπέρ της παντοτινής διατήρησης τουρκικών στρατευμάτων στο νησί και δεν θα υπογράψουμε Συνθήκη με την οποία οι τούρκοι στρατηγοί που κυβερνούν στην Άγκυρα θα έχουν δικαίωμα επέμβασης ακόμη και στο προτεινόμενο ελληνοκυπριακό κρατίδιο. Εάν οι προσπάθειές μας για ειρηνική επίλυση του κυπριακού μετά το ΟΧΙ δεν επιτύχουν, αν και όντως αυτό είναι ένα πιθανό ενδεχόμενο, σε σύγκριση με τις συνέπειες από την εφαρμογή του σχεδίου Αναν θα είναι λιγότερο επαχθές επειδή δεν θα καταργηθεί η Κυπριακή Δημοκρατία, δεν θα προσβληθεί η αξιοπρέπειά μας και δεν θα υποθηκευτεί η ασφάλεια των κυπρίων με την παραχώρηση παντοτινών δικαιωμάτων στην Άγκυρα. Με αλάνθαστο ορθολογισμό, εδραία επιχειρηματολογία και τετράγωνη λογική που παραπέμπει στην θουκυδίδειες πολιτικές παραδόσεις των ελλήνων, ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος περιέγραψε άψογα αυτά τα διλήμματα των ελλήνων όταν είπε ότι «αν καταργήσουμε την Κυπριακή Δημοκρατία θα μείνουμε με γραμμάτια ελπίδας χωρίς αντίκρισμα. Θα μείνουμε με ψευδαισθήσεις για καλή πίστη των Τούρκων και με τις συνέπειες των ανεύθυνων ασυναρτησιών που εκτοξεύουν σήμερα όσοι υποστηρίζουν την δημιουργία μιας φασιστοειδούς «Κυπριακής Συνομοσπονδίας» που θα ικανοποιεί ανήθικους πολιτικούς πόθους και διεστραμμένες ανελεύθερες ιδέες περί «μεταεθνικών κρατών». Οι κύπριοι δεν προσφέρονται για πειραματόζωα και γι’ αυτό βασικά στην συντριπτική τους πλειοψηφία ψηφίζουν ΟΧΙ. Όσοι ενδιαφέρονται για τέτοια ανθρωποπειράματα να τα κάνουν στο δικό τους κράτος.

Τέλος, αυτοί κάνουν μεγάλο λάθος αυτοί που νομίζουν ότι προβλήματα όπως το κυπριακό μπορούν να σκουπιστούν «κάτω από το χαλί» για «να τραβήξουμε, όπως λένε γραμμή» και για «να τελειώνουμε επιτέλους».  Αν οι κύπριοι χάσουν το κράτος που με κόπο έκτισαν τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες, οι συνέπειες για την Ελλάδα θα είναι ανυπολόγιστες. Πιο συγκεκριμένα, αν καταλυθεί η Κυπριακή Δημοκρατία η Ελλάδα σύντομα –πολύ πιο σύντομα απ’ ότι μερικοί υπολογίζουν– θα κληθεί να υπερασπιστεί εκατοντάδες χιλιάδες αφοπλισμένους ομοεθνείς οι οποίοι εγκλωβισμένοι στο ανανικό πολιτειακό τερατούργημα θα στερούνται νομιμοποιημένων θεσμών, νόμων, συμμάχων και δυνατότητας προσφυγής στους διεθνείς οργανισμούς.      

ΚΥΠΡΟΣ: «ΕΠΙΘΕΣΗ ΕΙΡΗΝΗΣ» «ΚΑΤΑ» ΟΛΩΝ ΜΕΤΑ ΤΟ ΟΧΙ

Σημερινή 25.4.2004

 Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων-Στρατηγικών Σπουδών www.ifestos.edu.gr

 Αν και την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν είναι γνωστό, το «ΟΧΙ» των κυπρίων εκλαμβάνεται ως δεδομένο. Αν το αποτέλεσμα είναι «Ναι» η ανάλυση που ακολουθεί διατηρεί την σημασία της επειδή αναδεικνύει τα αδιέξοδα και τους κινδύνους. Οι αποφάσεις που πρέπει να πάρουν Ελλάδα και Κύπρος μετά το ΟΧΙ των κυπρίων είναι εκ των πραγμάτων προδιαγεγραμμένες: Θα πρέπει να εστιάσουν τις προσπάθειές τους στην ουσία του κυπριακού προβλήματος που είναι η επανένωση της Κυπριακής Δημοκρατίας η οποία είναι ήδη πλήρες κράτος-μέλος της ΕΈ. Όσοι είναι στοιχειωδώς εξοικειωμένοι με την κυπριακή πολιτική γνωρίζουν ότι διαπραγμάτευση για διχοτόμηση (έδαφος έναντι αναγνώρισης) είναι προς το παρόν τουλάχιστον αδιανόητη, αν όχι αχρείαστη Η διχοτόμηση, ασφαλώς, ενδεχομένως να προκύψει μακροπρόθεσμα ως αποτέλεσμα αποτυχίας των προσπαθειών επανένωσης του νησιού. Κατά συνέπεια, ποια η νέα κατάσταση, ποιες οι δυνατότητες επιτυχίας επανένωσης της Κύπρου και ποια είναι η στρατηγική εκπλήρωσης αυτού του σκοπού. Κατ’ αρχάς, το πάθημα του σχεδίου Αναν πρέπει να γίνει μάθημα για όλους τους εμπλεκόμενους. Πιο συγκεκριμένα, δεν είναι δυνατό να καλείς μια κοινωνία που πρόσφατα αγωνίστηκε και κέρδισε την ανεξαρτησία της να υπερψηφίσει την κατάργηση του κράτους της, την καταστολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την συνομολόγηση αποικιακού χαρακτήρα εγγυήσεων, την στάθμευση ξένων στρατών, την πολιτογράφηση των εισβολέων του 1974 και την δημιουργία αντιδημοκρατικών πολιτειακών δομών στο πλαίσιο των οποίων, ουσιαστικά, θα καταργηθεί η λαϊκή κυριαρχία και οι αποφάσεις θα λαμβάνονται από ξένους δικαστές. Μετά από ένα ΟΧΙ κατά συνέπεια, θα πρέπει ανθρώπινα δικαιώματα, δημοκρατία και διεθνές δίκαιο να αποτελέσουν ανυποχώρητη «κόκκινη γραμμή» της νέας στρατηγικής της ελληνικής πλευράς. Με πιο πολιτικούς όρους, θα προσθέταμε ότι επειδή η ανεξαρτησία για το κράτος είναι ό,τι είναι η ελευθερία το άτομο, στις διεθνείς σχέσεις τίποτα δεν μπορεί να αντισταθμίσει την απώλεια της κυριαρχίας του κυπριακού κράτους που θα προκύψει αν εφαρμοστεί το σχέδιο Αναν λόγω περιστολής της λαϊκής κυριαρχίας, εγγυητικών ρητρών, παρουσίας ξένων στρατευμάτων και αντικατάστασης των κοινωνικοπολιτικών αποφάσεων με αποφάσεις ξένων δικαστών. Το κυριότερο μέσο που θα διαθέτουν Ελλάδα και Κύπρος ως μέλη της ΕΕ και των διεθνών θεσμών ευρύτερα είναι ακριβώς η ανεξαρτησία-ελευθερία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η ελληνική πλευρά δεν θα επιτεθεί κατά οιουδήποτε και δεν θα παραβιάσει τους διεθνείς κανόνες. Την επομένη του δημοψηφίσματος Ελλάδα και Κύπρος θα πρέπει να αποδυθούν σε μια συνδυασμένη, δυναμική και διεκδικητική «επίθεση ειρήνης» στη βάση αλάθητα  ορθολογιστικών επιχειρημάτων και αιτημάτων για τα εθνικά συμφέροντα των εμπλεκομένων, την διεθνή τάξη και την διεθνή ειρήνη και σταθερότητα. Η «επίθεση ειρήνης» θα διεξαχθεί σε τέσσερα ταυτόχρονα επίπεδα:

            1ον) ΕΠΙΘΕΣΗ ΕΙΡΗΝΗΣ «κατά» των τουρκοκυπρίων για να πειστούν ότι ένα κράτος δικαίου που σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, που λειτουργεί δημοκρατικά και που είναι απαλλαγμένο ξένων στρατευμάτων και αποικιακού χαρακτήρα εγγυήσεων είναι προς το συμφέρον όλων των κυπρίων. Πέραν του γεγονότος ότι de jure οι τουρκοκύπριοι είναι πλέον μέλη ενός κράτους-μέλους της ΕΕ, η πολιτειακή τους θέση σ’ ένα δημοκρατικό κυπριακό κράτος θα είναι σε κάθε περίπτωση τόσο προνομιακή όσο καμιάς άλλης κοινότητας στον κόσμο. Αυτό που δεν είναι επιτρεπτό είναι να νομίζουν κάποιοι στα κατεχόμενα πως είναι δυνατό να έχουν καταχρηστικά προνόμια εις βάρος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της πλειονότητας, εις βάρος της δημοκρατίας και εις βάρος της εξωτερικής κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο Κόφι Αναν, ακριβώς, έχει σκανδαλίσει πολλούς καλλιεργώντας τέτοιες αντιλήψεις. 2ον) ΕΠΙΘΕΣΗ ΕΙΡΗΝΗΣ «κατά» της Άγκυρας για να πειστούν οι τούρκοι ηγέτες και η τουρκική κοινωνία ότι το μακρόχρονο εθνικό συμφέρον της Τουρκίας απαιτεί απαγκίστρωσή της από την Κύπρο. Αυτό σημαίνει να αφήσει την Κυπριακή Δημοκρατία ελεύθερη και απερίσπαστη να ευημερήσει για να μπορέσει έτσι να καταστεί πολιτική, οικονομική, πολιτισμική και διπλωματική γέφυρα ειρήνης και συνεργασίας στην ευρύτερη περιοχή. Για να πειστεί επίσης η Άγκυρα ότι οι αποικιακού χαρακτήρα «εγγυήσεις», η στάθμευση ξένων στρατευμάτων και η πολιτειακή απονεύρωση των κυπρίων κανένα έρεισμα δεν θα τους προσφέρει. Αντίθετα, θα δημιουργήσει μια αρρωστημένη διεθνοπολιτική και πολιτειακή κατάσταση που θα αποτελεί μόνιμο γόρδιο δεσμό και μόνιμη εστία τριβών και συγκρούσεων. Μια τέτοια κατάσταση δεν είναι συμβατή με τον δεδηλωμένο δυτικό και ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Τουρκίας και ασφαλώς δεν θα βρίσκεται σε αρμονία με τα βαθύτερα εθνικά της συμφέροντα για πρόοδο, ανάπτυξη και ευημερία του τουρκικού λαού. 3ον) ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ «κατά» της Ευρώπης με «όπλα» την κοινοτική έννομη τάξη και τις κοινές δηλώσεις και αποφάσεις δεκαετιών που καλούν ή στοχεύουν στην ανάπτυξη μιας ευρωπαϊκής πολιτικής ταυτότητας. Με «όπλο» επίσης τις πολιτικές και συμβατικές υποχρεώσεις μεταξύ των κρατών-μελών για αλληλεγγύη και το συμφέρον τόσο της Κοινότητας όσο και των ευρωπαϊκών κρατών να μην υπάρξουν συμβιβασμοί επί αυτών που θεωρούνται τα υπέρτατα κεκτημένα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, δηλαδή το κράτος δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα και η δημοκρατία (καθώς επίσης και οι θεμελιώδεις παραδοχές του διεθνούς δικαίου και της συλλογικής ασφάλειας). Θα πρέπει επίσης τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ να πειστούν ότι είναι ένα πράγμα ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Τουρκίας και άλλο η μετατροπή της τελευταίας σε ελέφαντα εν υαλοπωλείο που θα κατεδαφίσει τις πολιτικές και νομικές κατακτήσεις της Ευρώπης αρχής γενομένης από την Κύπρο. 4ον) ΕΠΙΘΕΣΗ ΕΙΡΗΝΗΣ «κατά» όλων των υπόλοιπων κρατών και «κατά» όλων των διεθνών θεσμών για να αντιληφτούν οι πάντες ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ένα φιλειρηνικό κράτος το οποίο είναι έτοιμο ανά πάσα στιγμή να δεχθεί τους τουρκοκύπριους στους κόλπους του στο πλαίσιο μιας βιώσιμης λύσης και ότι είναι έτοιμο να υποβοηθήσει τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Τουρκίας. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι η Κύπρος είναι υποχρεωμένη να καταστεί το πρώτο κράτος διεθνοπολιτικό και πολιτειακό πειραματόζωο του διεθνούς συστήματος που αντιβαίνει με τις θεμελιώδεις κατακτήσεις του διακρατικού νομικού και πολιτικού πολιτισμού. Αυτές οι κατακτήσεις είναι οι θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου για μη επέμβαση, διακρατική ισοτιμία και εσωτερική κυριαρχία, η τήρηση των Συνθηκών, η ειρηνική επίλυση των διαφορών, η αποφυγή χρήσης βίας και η προσφυγή στους αρμόδιους θεσμούς επί ζητημάτων διεθνούς τάξης (δηλαδή διακρατικών κυριαρχικών οριοθετήσεων). Στο ίδιο πλαίσιο, δεν είναι προς το συμφέρον οποιουδήποτε κράτους να σταθμεύουν στρατεύματα σε άλλα κράτη και να ενσωματώνονται σε διεθνείς συνθήκες και στα συντάγματα των κρατών πρόνοιες για «εγγυήσεις» που παραβιάζουν το πνεύμα και το γράμμα του διεθνούς δικαίου. Στην περίπτωση της Κύπρου, ασφαλώς, η αποστρατικοποίηση σε συνδυασμό με την παρουσία στρατευμάτων του ΟΗΕ στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας καθιστούν περιττή την παρουσία ξένων στρατευμάτων και την συμπερίληψη στις Συνθήκες παρωχημένων επεμβατικών προνοιών. Αν όλα τα πιο πάνω αποτύχουν πιθανότατα η ντε φάκτο κατάσταση στην Κύπρο να παγιωθεί.

            Λογικά κάτι τέτοιο είναι απίθανο επειδή αντιβαίνει με τα εθνικά συμφέροντα της Τουρκίας, τα συμφέροντα των τουρκοκυπρίων, τα συμφέροντα των κρατών-μελών της Ευρώπης και τον κοινό συμφέρον όλων των κοινωνιών για ειρήνη και σταθερότητα στην περιοχή. Φτάνει η ελληνική πλευρά να χαράξει μια πολύπλευρη ενεργητική εθνική στρατηγική με στόχους, αποτελεσματικές προσεγγίσεις εκπλήρωσής τους και πίστη στον ορθολογισμό των επιδιώξεών της. Δύναμή των ελλήνων είναι οι φιλειρηνικές τους προθέσεις, ο ορθολογισμός των αποφάσεων που θα ληφθούν, η αποτρεπτική ισχύς, το φρόνημα του λαού και η αποτελεσματικότητα των διπλωματικών της πρωτοβουλιών στην Ευρώπη, στην Ατλαντική Συμμαχία και στο ευρύτερο διεθνές σύστημα. Τέλος, αν οι προσπάθειες αποτύχουν τουλάχιστον τα κεκτημένα των κυπρίων θα διατηρηθούν, δηλαδή δεν θα χάσουν την Κυπριακή Δημοκρατία, το δημοκρατικό καθεστώς, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την δυνατότητα ανεξάρτητης συμμετοχής στο διεθνές σύστημα, και την δυνατότητα των κυπρίων να αμύνονται, να συμμαχούν και να προσφεύγουν στους διεθνείς θεσμούς εάν και όταν κινδυνεύει η ελευθερία τους.

ΟΧΙ: ΕΠΙΘΕΣΗ ΦΙΛΙΑΣ, ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗΣ

Έθνος 26.4.2004

 Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων-Στρατηγικών Σπουδών www.ifestos.edu.gr

 Την επόμενη μέρα, κτίζοντας πάνω στο μεγαλειώδες ΟΧΙ του κυπριακού λαού θα πρέπει να σχεδιαστεί και εφαρμοστεί άμεσα επίθεση ειρήνης, φιλίας, πληροφόρησης και διεκδίκησης προς όλους τους ενδιαφερόμενους και εμπλεκόμενους. Οι θέσεις μας οριοθετούνται από τα ανθρώπινα δικαιώματα, το διεθνές δίκαιο και τον Κοινοτικό νομικό και πολιτικό πολιτισμό:

            1ον) Επίθεση ειρήνης και φιλίας προς τους τουρκοκύπριους –οι πρακτικές προσεγγίσεις και μεθοδεύσεις δεν είναι του παρόντος αλλά όριο έχουν τον ουρανό– για να πειστούν ότι το συμφέρον τους είναι ένα βιώσιμο κράτος δικαίου που θα σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, θα ενσωματώνει χωρίς εξαιρέσεις και καθυστερήσεις τα νομικά και πολιτικά κεκτημένα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και αφού θα αποστρατικοποιηθεί θα πρέπει να είναι απαλλαγμένο από ξένους στρατούς, έποικους και αποικιακές εγγυήσεις.

            2ον) Επίθεση ορθολογισμού κατά της Τουρκίας (κυρίως από την Ελλάδα αλλά όχι μόνο) για να πειστεί ότι μακροχρόνια το εθνικό της συμφέρον και η ευημερία του λαού της απαιτούν απαγκίστρωση από την Κύπρο από την οποία δεν έχει τίποτα να φοβηθεί αφού θα αποστρατικοποιηθεί.

            3ον) Επίθεση πληροφόρησης και διεκδίκησης στην ΕΕ για να υπογραμμιστεί με αυστηρότητα ότι η Πράξη Προσχώρησης αποτελεί –πολιτικά και νομικά– δεσμευτικό κείμενο, ότι η Κύπρος δεν είναι «μπελάς» αλλά πρόκληση για να αναπτύξει πολιτικό ρόλο η Κοινότητα σ’ ένα μάλιστα βατό πεδίο και ότι απαιτούμε! οι θέσεις και αποφάσεις να εδράζονται στα κριτήρια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του διεθνούς δικαίου και της κοινοτικής έννομης τάξης. Να απαιτηθεί επίσης όπως αξιωματούχοι όπως ο κκ Φερχόινγκεν και Σολάνα οι οποίοι δεν έχουν κοινωνικοπολιτική αρμοδιότητα δεν έχουν δικαίωμα να προσβάλουν εκλεγμένους ηγέτες και να περιφρονούν την λαϊκή κυριαρχία των κρατών-μελών.

            4ον) Επίθεση διεκδίκησης στα Ηνωμένα Έθνη, επίσης, για να απαιτήσουμε ο ΓΓ να αυτοπεριόριζεται από το διεθνές δίκαιο, τον Καταστατικό Χάρτη, την Χάρτα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας.

    

Παναγιώτης Ήφαιστος – Panayiotis Ifestos

Καθηγητής – Professor

Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές, Έδρα Jean Monnet για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση

International Relations-Strategic Studies. Jean Monnet Chair European Political Integration

Πάντειον Παν/τήμιον, ifestos@panteion.gr, info@ifestos.edu.gr, www.ifestos.edu.gr

----------------------------------------------------------------------------------------------------

 Ανοικτή επιστολή στον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας

Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας

Τάσσο Παπαδόπουλο

Αγαπητέ κ Πρόεδρε,

Για πολλούς και όχι μόνο έλληνες συμβολίζετε πλέον την ύστερη εκδοχή του αγώνα υπέρ της συλλογικής ανθρώπινης ελευθερίας: Μέχρις στιγμής αντισταθήκατε σθεναρά, αξιοπρεπώς και αποτελεσματικά στα διεθνοφασιστικά σχέδια που αποσκοπούσαν στην παντοτινή υποδούλωση όλων των κυπρίων και στην μετατροπή τους σε υποτελείς των κατά τα άλλα καταδικασμένων σε αποτυχία νεοιμπεριαλιστικών αξιώσεων. Γι’ αυτό, επιτρέψτε μου να σας απευθύνω αυτή την ανοικτή επιστολή που αφορά καίρια ζητήματα του κυπριακού προβλήματος και τις προσπάθειες βιώσιμης επίλυσής του στην παρούσα ιστορική συγκυρία. Με συντομία, θα θιγούν ζητήματα που αφορούν θεμελιώδεις αρχές, στρατηγικούς προσανατολισμούς και τακτικές προσεγγίσεις μιας αξιόπιστης εθνικής στρατηγικής τις εβδομάδες και τους μήνες που έρχονται.

Θα έχετε προσέξει ότι πολλοί στο εξωτερικό υποστηρίζουν πως μετά το ΟΧΙ της 24ης Απριλίου «οι κύπριοι δεν ξέρουν τι θέλουν». Αυτή η εντύπωση που καλλιεργείται επιμελώς ακόμη και στην Αθήνα, επιτείνεται από το γεγονός ότι ο πρόεδρος της κυπριακής Βουλής και μερικοί άλλοι κύπριοι πολιτικοί ηγέτες σε δημόσιές τους δηλώσεις δίνουν την εντύπωση ότι η μόνη αντίρρησή μας που οδήγησε στο ΟΧΙ ήταν το γεγονός ότι δεν διασφαλιζόταν επαρκώς η εφαρμογή των διευθετήσεων που πρότεινε ο Κόφι Αναν. Μια τέτοια θέση αποπροσανατολίζει και οδηγεί σε πιέσεις να αποδεχθούμε το τερατώδες σχέδιο του Αναν αφού γίνουν κοσμητικές μόνο αλλαγές και/ή αφού δοθούν κοσμητικές επίσης διαβεβαιώσεις για την εφαρμογή της λύσης.

Εκτίμησή μου είναι πως βασικό χαρακτηριστικό της «διεθνούς διακυβέρνησης» είναι το γεγονός ότι οι χιλιάδες εμπλεκόμενοι –πρωθυπουργοί, υπουργοί, διπλωμάτες, ομάδες πίεσης, ομάδες μελέτης, ινστιτούτα ανάλυσης, δημοσιογράφοι, κτλ– στην διαδικασία επίλυσης ενός οποιουδήποτε διεθνούς προβλήματος, συνεκτιμούν διαρκώς ένα πλήθος παραγόντων στην πιο ψηλή βαθμίδα των οποίων βρίσκονται αφενός τα δικά τους εθνικά συμφέροντα και αφετέρου οι σκοποί των άμεσα εμπλεκομένων και οι δυνατότητές τους να τους εκπληρώσουν. Γι’ αυτό, απαιτείται όπως οι τελευταίοι έχουν σαφείς διακηρυγμένες θέσεις που οριοθετούν τις αδιαπραγμάτευτες «έσχατες λογικές» του συμφέροντος επιβίωσης και των υπολοίπων συμφερόντων που ενδεχομένως θεωρούνται διαπραγματεύσιμα. Οι «έσχατες λογικές» αφορούν το συμφέρον επιβίωσης ως προς το οποίο τα κράτη ποτέ δεν υποχωρούν στο παραμικρό. Έτσι, αν μια κυβέρνηση δεν διακηρύξει έγκαιρα και ξεκάθαρα τις θέσεις της, τότε οι συλλογισμοί, οι αναλύσεις, οι μελέτες και τα συμπεράσματα αθροίζονται και διαμορφώνουν θέσεις και απόψεις των δρώντων της διεθνούς πολιτικής υπό το πρίσμα κριτηρίων και παραγόντων που δεν συμπεριλαμβάνουν τα συμφέροντα του κράτους που αντιπροσωπεύει.     

Για τους προαναφερθέντες λόγους εκτιμώ ότι στην παρούσα φάση είναι πλέον ζωτική ανάγκη ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας με νωπή την εντολή του ΟΧΙ της 24ης Απριλίου να παρακάμψει τα σεκταριστικά και ηττοπαθή μισόλογα των αποκομμένων από την κοινωνική τους βάση πολιτικών αρχηγών μερικών κυπριακών και ελλαδικών κομμάτων και να οριοθετήσει-οροθετήσει το πλαίσιο μιας βιώσιμης λύσης του κυπριακού ανεξάρτητα του τερατουργήματος που πρότεινε ο Κόφι Αναν. Είτε αρέσει είτε όχι στους τρίτους αυτό το πλαίσιο βιώσιμης λύσης θα αποτελεί πλέον σημείο αναφοράς όσων εμλέκονται στην κυπριακή διένεξη. Κυρίως, αυτό ισχύει για την ΕΕ της οποίας η κοινοτική έννομη τάξη θα αποτελεί αναπόφευκτα και το περιεχόμενο μιας βιώσιμης λύσης. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι εάν υιοθετηθεί μια τέτοια ορθολογιστική στάση, κάποιες πιθανές αντιρρήσεις την Αθήνα θα καταπνιγούν στην άβυσσο των αντιφάσεών τους και ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής με ανακούφιση θα μπορέσει να χαράξει μια πιο αξιόπιστη και αποτελεσματική εθνική στρατηγική στήριξης των προσπαθειών βιώσιμης λύσης.

            Εάν γίνει μια τέτοια νέα τοποθέτηση θα δεσμεύσει τον προσανατολισμό όσων αναμιχθούν με την επίλυση του κυπριακού και θα αποτελέσει πλαίσιο ορθολογιστικών προσεγγίσεων κάθε νέας προσπάθειας. Κατά κάποιον τρόπο, θα προδικάσει την λύση ή τουλάχιστον σε μερικούς μήνες θα καταστήσει σαφές το κατά πόσον θα υπάρξουν στο παρόν στάδιο δυνατότητες μιας βιώσιμης λύσης ή εναλλακτικά δυνατότητα υιοθέτησης κάποιων άλλων επιλογών. Θα είμαστε ακόμη πιο πειστικοί και αξιόπιστοι αν διακηρύξουμε χωρίς περιστροφές –για να το ακούσουν καλά και οι τουρκοκύπριοι πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας– ότι η κατάσταση θα παραμείνει ως έχει μέχρι να γίνει αποδεκτή η εφαρμογή του διεθνούς δικαίου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών αρχών της δημοκρατίας. Αυτό αποτελεί ίσως και το κυριότερο μέσον για να αφυπνιστούν οι τουρκοκύπριοι για να καταλάβουν ότι απαιτείται στο άμεσο προσεχές μέλλον να δραστηριοποιηθούν προς την κατεύθυνση της Άγκυρας ζητώντας από την τελευταία να εγκαταλείψει τις αναθεωρητικές-ηγεμονικές της συμπεριφορές. Για να το θέσουμε διαφορετικά, μεταξύ της άμεσης αποδοχής διευθετήσεων που συνεπάγονται την απώλεια της ελευθερίας όλων των κυπρίων και που δημιουργούν συνθήκες μόνιμης αστάθειας και των βραχυχρόνιων ή και μακροχρόνιων προσπαθειών αναζήτησης μιας βιώσιμης λύσης χωρίς αμφιταλαντεύσεις επιλέγουμε και επιμένουμε το δεύτερο. Συναφώς, το μεγαλύτερο ίσως λάθος των τελευταίων ετών οφείλεται στο γεγονός ότι εγκλωβισμένοι σ’ ένα αδιέξοδο διάλογο που ενορχήστρωναν αδαείς ή συνειδητοί υπηρέτες των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων οι έλληνες συζητούσαν όχι για το πια είναι η βιώσιμη λύση αλλά για το ποια από τις πολλές μη βιώσιμες λύσεις θα αποδεχτούμε. Με διαφορετικά λόγια, συζητήσουμε όχι για το πώς ο κυπριακός λαός θα είναι ελεύθερος αλλά για την βαθμίδα παντοτινής υποδούλωσής του. Πρόκειται για ανορθολογική στάση που είτε οδηγεί σε αδιέξοδο του κυπριακού προβλήματος είτε σε αποδοχή μιας καταστρεπτικής για όλους τους εμπλεκόμενους διεθνοπολιτικής και πολιτειακής ρύθμισης.    

Ο ριζικός επαναπροσδιορισμός των θέσεών μας νομιμοποιείται για τρις βασικά λόγους: Πρώτον, επειδή η λαϊκή ετυμηγορία της 24ης Απριλίου το απαίτησε. Δεύτερον, επειδή η κοινή λογική υποδηλώνει ότι το σχέδιο Αναν είναι ως φιλοσοφία, ως πολιτειακή δομή και ως διεθνοπολιτική διευθέτηση ένα φασιστοειδές τερατούργημα που αρμόζει σε υπάνθρωπους και όχι σ’ ένα περήφανο, ηθικά διαμορφωμένο και οικονομικά ανεπτυγμένο κοινωνικό σύνολο. Τρίτον, επειδή η Κυπριακή Δημοκρατία είναι πλέον πλήρες μέλος της ΕΕ και –όπως αρχικά εξηγούσαμε όταν πριν πολλά χρόνια υποστηρίζαμε την ευρωπαϊκή προοπτική ως διέξοδο– η βιώσιμη λύση προδιαγράφεται από αυτό το γεγονός που Χάνευ και Γουέστον μέσω του Αναν και των ιδεολογικών υπηρετών τους στα άμεσα ενδιαφερόμενα κράτη επιχείρησαν να αναιρέσουν πριν την πλήρη και οριστική ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ. Η πλήρης ένταξη προσφέρει την δυνατότητα έντιμης διεξόδου για όλους, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας τα εθνικά συμφέροντα της οποίας όχι μόνο δεν βλάπτονται αλλά εξυπηρετούνται αν τερματιστεί κυπριακή περιπέτειά της. Πιο συγκεκριμένα, μια (ευρωπαϊκή) βιώσιμη λύση προσφέρει την δυνατότητα για άμεση εφαρμογή του κοινοτικού νομικού και πολιτικού πολιτισμού και της κοινοτικής έννομης τάξης.

            Ακριβώς, το μεγαλύτερο λάθος της ελληνικής πλευράς τα τελευταία χρόνια ήταν δεν επέμενε αταλάντευτα στην άμεση επίλυση του εσωτερικού προβλήματος με την εφαρμογή της κοινοτικής έννομης τάξης κάνοντας ταυτόχρονα ξεκάθαρο ότι αποδέχεται να συζητήσει μόνο τις διεθνοπολιτικές μιας πιθανής λύσης. Συναφώς, όσον αφορά τις «εγγυήσεις» για τις οποίες πενήντα χρόνια μετά την αποαποικιοποίηση έπρεπε να απορριφθούν εκ προοιμίου, είναι ένα ζήτημα το οποίο αντιμετωπίζεται απόλυτα με την αποστρατικοποίηση και ενδεχομένως με κάποιες «διεθνείς» εγγυήσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας και ίσως της ΕΕ. Αντί αυτού δεχθήκαμε να συζητάμε για ρυθμίσεις για εγγυήσεις και παραμονή ξένων στρατευμάτων που όχι μόνο αντιβαίνουν με την ιδέα της αποστρατικοποίησης αλλά που επιπλέον παραβιάζουν θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου, της συλλογικής ασφάλειας και των θεμελιωδών παραδοχών ως προς το τι συνίσταται η συλλογική ελευθερία-κυριαρχία που αποτελεί το υπόβαθρο του σύγχρονου διεθνούς συστήματος. Γιατί, σε τελευταία ανάλυση, να συνεχίσουμε να μιλάμε για εγγυήσεις Τουρκίας-Βρετανίας-Ελλάδας όταν αυτή η αντίληψη εδράζεται σε δύο απαράδεκτες και απορριπτέες σκοπιμότητες: Στην διεθνοφασιστική αντίληψη μερικών στρατοκρατών στη Άγκυρα περί «ζωτικού χώρου» που καμιά σχέση δεν έχει με την ασφάλεια των τουρκοκυπρίων και την επιθυμία των βρετανών να ανατρέψουν μιας και δια παντός την κυπριακή ανεξαρτησία που με αίμα κερδίσαμε και την οποία στην πραγματικότητα αυτοί ουδέποτε αποδέχθηκαν.  

Μια τέτοια άμεση και ριζική επαναχάραξη της στρατηγικής μας εξυπηρετεί, πέραν πολλών άλλων, και ένα ακόμη πολύ σημαντικό σκοπό: Ενόψει διεργασιών στην Ουάσινγκτον για την νέα αμερικανική προσέγγιση του κυπριακού προβλήματος, θα προκαταλάβουμε τους «δυσαρεστημένους» γραφειοκράτες και θα υποκινήσουμε μια νέα αμερικανική πολιτική αντίληψη προς την κατεύθυνση μιας βιώσιμης λύσης. Αναμφίβολα, αυτή η νέα αντίληψη δεν θα διαμορφωθεί ακαριαία. Είναι όμως σημαντικό στην αφετηρία να δρομολογηθούν διαδικασίες επανεξέτασης του κυπριακού ζητήματος από την Ουάσινγτον προς προσανατολισμούς που συνεκτιμούν μια βιώσιμη λύση ή τουλάχιστον που συνεκτιμούν ότι εμείς αυτό μόνο δεχόμαστε. Τονίζω το γνωστό και αυτονόητο γεγονός ότι αν είναι να γίνει μια επαναχάραξη της στρατηγικής μας με σκοπό, μεταξύ άλλων, να επηρεαστεί η αμερικανική πολιτική ηγεσία, θα πρέπει να γίνει άμεσα για να ευνοηθεί από δραστηριοποίηση της ελληνικής ομογένειας που αδημονεί να έχει σαφή μηνύματα για την ακριβή στρατηγική, τους σκοπούς και τις μεθοδεύσεις της Αθήνας και της Λευκωσίας.

Δεν θα ήταν υπερβολικό αν πούμε ότι η πρώτη μας προτεραιότητα ίσως θα πρέπει να είναι να αποτραπεί μια δυσμενείς για όλους εξέλιξη ανάλογη με της περιόδου 2001-2002 όταν ΗΠΑ και Βρετανία έγιναν καταλύτες εξελίξεων που δεν οδηγούν σε μια βιώσιμη λύση. Στο ίδιο πλαίσιο, μια νέα ρηξικεύλευθη προσέγγιση θα αποτρέψει τους υπαλλήλους του ΟΗΕ από το να αυτονομηθούν ξανά και από το να παρουσιάσουν ξανά προτάσεις διαμορφωμένες στα παρασκήνια με τρόπο που παραβιάζει το διεθνές δίκαιο, τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας και τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ. Επίσης, ενόψει συζητήσεων στο Συμβούλιο Ασφαλείας, θα εμποδίσουμε την λήψη αποφάσεων που θα νομιμοποιούν τα ανοσιουργήματα των κυρίων Ντε Σότο, Χάνευ και Αναν οι οποίοι κατά παράβαση του Καταστατικού Χάρτη καταστρατήγησαν πάγιες αρχές λειτουργίας των διακρατικών σχέσεων και οι οποίοι κατ’ αυτόν τον τρόπο προσπάθησαν να ποδογετήσουν το Συμβούλιο Ασφαλείας σε αποφάσεις που αντιβαίνουν στο θεμελιώδες άρθρο 2.7 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ.

            Συναφώς, το Συμβούλιο Ασφαλείας είναι πολιτικό όργανο. Μέχρι σήμερα τηρούσε τα προσχήματα και οι πολιτικές του αποφάσεις πρόβλεπαν τον τερματισμό της κατοχής και την συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Καταστατικού Χάρτη. Αν εμείς οι ίδιοι δεχθούμε μια νέα διεθνή τάξη στην Κύπρο τίποτε δεν τους εμποδίζει να λάβουν κάποια απόφαση (στην οποία αυτή την φορά η Ρωσία ενδέχεται να μην αντιταχθεί), που θα μπορούσε να διευκολυνθεί από ηγεμονικές πελατειακές σχέσεις και που θα ενισχύει τις αξιώσεις να καταστεί η Κύπρος μια κακόμοιρη ιστορική εξαίρεση του διακρατικού συστήματος. Κάτι τέτοιο δυνατό να εξυπηρετεί εφήμερα στρατηγικά συμφέροντα και τον ανώμαλο ψυχισμό μιας μικρής μερίδας διανοητών εκποιημένης συνείδησης που χαιρέκακα περιμένουν να δουν τους κύπριους να καταστρέφονται για να θρέψουν τις πολιτικοιδεολογικές-ψυχικές τους ανωμαλίες αλλά δεν εξυπηρετεί τους έλληνες, τους τούρκους και την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια.

            Στο ίδιο πλαίσιο, είναι πλέον γνωστό και δεδηλωμένο ότι η απάθειά μας και οι ολέθριοι χειρισμοί των κρατούντων το 2001-2002 άφησαν να εκκολαφτούν διεστραμμένες ιδέες περί το κυπριακό που υποστήριζαν διαπασών εκποιημένες-διεστραμμένες διάνοιες και που οδήγησαν άτομα όπως οι κκ Φερχόυτεν, Σολάνα, Χάνευ να πιστέψουν ότι μπορούν να μετατρέψουν τους κυπρίους σε κακόμοιρα πειραματόζωα της ιστορίας. Δεν πρόκειται για συνωμοσιολογικές ερμηνείες της διεθνούς πολιτικής οι οποίες δεν αρμόζουν στην ιδιότητα του υποφαινομένου. Όλοι πλέον γνωρίζουμε επειδή ομολογήθηκε δημόσια ότι αυτά τα άτομα (προφανώς λειτουργώντας ως εντολοδόχοι αδιαφανών διεθνοπολιτικών παρασκηνίων) επιχείρησαν να μετατρέψουν την Κύπρο σ’ ένα πειραματικό «μεταεθνικό» πολιτειακό προτεκτοράτο το οποίο στην συνέχεια θα επιχειρούσαν να εφαρμόσουν σε άλλες περιοχές στα Βαλκάνια, στην Μέση Ανατολή και ευρύτερα. Η τότε πολιτική ηγεσία της Κύπρου και της Ελλάδας, ακριβώς, άφησε ένα ολόκληρο λαό να γίνει έρμαιο αυτών των διεθνοφασιστικών και ανελεύθερων διαστροφών τις οποίες κάποιοι «διανοούμενοι» που τους τελευταίους μήνες επιδίδονται στο απεχθές επάγγελμα του «πολιτικού τρομοκράτη» τις υποστήριξαν (και συνεχίζουν να τις υποστηρίζουν) με ανερμήνευτο φανατισμό, γεγονός που φυσιολογικά αφήνει πολλά ερωτηματικά για τα πραγματικά κίνητρά τους. Την στιγμή λοιπόν που τα σχέδιά των παρωχημένων ηγεμονικών αξιώσεων καταρρέουν παντού και οι αμερικανοί στο Ιράκ ομολογούν ότι βρίσκονται στο χείλος της αβύσσου και την ιστορική στιγμή που οι ηγεμονικές αξιώσεις αποτυγχάνουν, παραπαίουν και ενδεχομένως χάνουν κάθε έρεισμα και δυνατότητα άξιων λόγου επιτυχιών, θα ήταν τραγικό αν λόγω ολιγωρίας ή λανθασμένης εκτίμησης οι κύπριοι ευκολόπιστα αφεθούν να καταστούν τα πρώτα –και ίσως τα τελευταία–πειραματόζωα του νεοιμπεριαλισμού. Αυτή η παρατήρηση δεν  είναι ρητορική αλλά ουσιαστική και περιγράφει το πώς εξελίσσεται το διεθνές σύστημα από το οποίο οι κύπριοι θα εξαιρεθούν παντοτινά αν γίνουν ένα μοναδικό είδος υποτελών της Τουρκίας και της Βρετανίας.     

Όσον αφορά ειδικότερα τον ρόλο του ΓΓ του ΟΗΕ, ένα σημαντικό έρεισμα που η ελληνική πλευρά εγκατάλειψε στο παρελθόν είναι το πολιτικό, νομικό και ηθικό δικαίωμα που τα κυρίαρχα κράτη έχουν να ζητούν από διεθνείς θεσμούς όπως ο ΟΗΕ και η ΕΕ όπως οι εντολοδόχοι αντιπρόσωποί τους περιορίζονται σε προτάσεις και σε δημόσιες θέσεις που είναι συμβατές με το πνεύμα και το γράμμα των Καταστατικών τους Χαρτών, όπως συμμορφώνονται με το διεθνές δίκαιο, και, στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπως συμμορφώνονται με το κοινοτικό νομικό και πολιτικό πολιτισμό και τις κοινοτικές κανονιστικές διατάξεις. Θα πρόσθετα ότι το γεγονός πως δεν αντιδρούμε έντονα και απαγορευτικά όταν αυτό δεν συμβαίνει μας αποστερεί ένα από τα ισχυρότερα πολιτικά και διπλωματικά μέσα που διαθέτει ένα μικρό κράτος. Μπορεί να φανταστεί κάποιος τον κ Σολάνα ή τον κ Φερχόϋτεν να υιοθετεί ανάλογη στάση στο ζήτημα της Ιρλανδίας, του Γιβραλτάρ ή των Βάσκων με αυτή που αναρμόδια υιοθέτησαν στο Κυπριακό. Η απάντηση είναι ότι τα ενδιαφερόμενα κράτη θα είχαν φροντίσει να απολυθούν την επομένη τέτοιων δηλώσεων. Η Ελλάδα και η Κύπρος μπορούσε, τουλάχιστον, να τους υπενθυμίσει τον ρόλο τους και τις πολιτικές εντολές που οριοθετούνται από τα διακυβερνητικά όργανα της ΕΕ στα οποία όχι τυχαία όλα τα κράτη μέλη διαθέτουν δικαίωμα αρνησικυρίας και τα οποία πριν λίγους μήνες είχαν συνομολογήσει, υπογράψει κα επικυρώσει την Πράξη Προσχώρησης της Κύπρου στην ΕΕ. Στο πλαίσιο μιας πιο «επιθετικής πολιτικής» η Κύπρος και η Ελλάδα θα μπορούσαν να ζητήσουν ακόμη και την απόλυσή τους επειδή εκτράπηκαν θεσμικά, ηθικά και πολιτικά.

Μια νέα στρατηγική στην βάση θεμελιωδών αρχών όχι μόνο θα προσδιορίσει τον στρατηγικό προσανατολισμό αλλά επιπλέον και το περιεχόμενο μιας νέας πρότασης λύσης καθώς και τους τακτικούς χειρισμούς επίτευξής της. Οι διπλωματικοί συντελεστές της διεθνούς πολιτικής έχουν αισθητήρες με τους οποίους παρατηρούν, εκτιμούν και αποφασίζουν καθημερινά για τα προβλήματα που αφορούν τα κράτη τους και τους διεθνείς θεσμούς στους οποίους συμμετέχουν. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, η έγκαιρη δήλωση-κατάθεση των θέσεων μιας χώρας αποτελεί αναγκαία πράξη στην διπλωματική πρακτική για να συνεκτιμώνται επακριβώς τα αιτήματά της, να αθροίζονται ερείσματα δυνητικών υποστηρικτών, να παρέχονται δυνατότητες διπλωματικών επαφών και να προειδοποιούνται οι τρίτοι ότι υπάρχουν «κόκκινες γραμμές» τις οποίες δεν μπορούν να υπερβαίνουν. Αν αυτό δεν γίνεται τα γεγονότα συντελούνται ερήμην του κράτους που δεν ενεργεί προνοητικά και αυτό ακριβώς συνέβηκε τα τρία τελευταία χρόνια: Από το 2001 μέχρι το 2003 Αθήνα και Λευκωσία αφενός δεν δήλωσαν το πλαίσιο λύσης μιας αδιαπραγμάτευτης βιώσιμης λύσης και αφετέρου άφησαν τους τρίτους να οργιάσουν στα παρασκήνια  με αποτέλεσμα να χαθεί η ευκαιρία  εκμετάλλευσης της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ για να γίνουν ουσιαστικές διαπραγματεύσεις. Όχι μόνον αυτό, αλλά επιπλέον, σύμβουλος του τότε έλληνα πρωθυπουργού είχε προδικάσει την λύση της συνομοσπονδίας ήδη από το 2001-2 και, όπως σήμερα γνωρίζουμε, κάποιοι έδωσαν απαράδεκτες εξωθεσμικές υποσχέσεις που κατέστησαν την ένταξη δώρο άδωρο.

Για τους πιο πάνω λόγους απαιτείται άμεσα να προταχθούν τα αυτονόητα. Πιο συγκεκριμένα, να κατανοήσουν όλοι ότι το σχέδιο Αναν απέτυχε, μεταξύ άλλων, για τους εξής πολύ γνωστούς λόγους:

            1) Δεν δημιουργούσε ένα λειτουργικό-βιώσιμο κράτος.

            2) Δεν σεβόταν τις μεγαλύτερες ίσως κατακτήσεις του ανθρώπινου πολιτισμού όπως ενσαρκώνονται στις Συνθήκες που κατοχυρώνουν τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες.

            3) Δεν σεβόταν το Διεθνές Δίκαιο, μεταξύ άλλων, με το να προβλέπει την κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, ένα δηλαδή κυρίαρχο κράτος μέλος του ΟΗΕ.

            4) Παρά την αποστρατικοποίηση πρόβλεπε τόσο παραμονή ξένων στρατευμάτων όσο και διαιώνιση αποικιακού χαρακτήρα εγγυήσεων.

            5) Επί μακρόν όλοι εννοούσαν ως βιώσιμη λύση του κυπριακού την εσωτερική διοικητική μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αναφέρονταν στην «δικοινοτική-διζωνική ομοσπονδία» με αυτή την έννοια και η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ θα σήμαινε, ακριβώς, την εφαρμογή της Κοινοτικής έννομης τάξης που θα επίλυε ακαριαία το κυπριακό πρόβλημα. Αντί αυτού είχαμε προτάσεις ασύμβατες με τον ανθρώπινο πολιτικό πολιτισμό και την ιδιότητα μέλους της ΕΕ για δημιουργία ενός μη λειτουργικού και μη δημοκρατικού πολιτειακού τερατουργήματος το οποίο είναι ασύμβατο με την άσκηση ενιαίας λαϊκής κυριαρχίας (το πιο εξόφθαλμο παράδειγμα ήταν η θρασεία πρόνοια για τον ρόλο των ξένων δικαστών), το οποίο δεν σεβόταν τα ανθρώπινα δικαιώματα, το οποίο καθυπότασσε την λαϊκή βούληση σε εξωτερικά κελεύσματα και γενικότερα που υπότασσε την δημοκρατία και την ελευθερία των κυπρίων σε έξωθεν «αναγκαιότητες» που προσδιορίζονται από διεθνοφασιστικές ηγεμονικές σκοπιμότητες. 

            Εάν δεν απορρίψουμε κάθε «λύση» βασισμένη σε τέτοιες ρυθμίσεις κινδυνεύουμε από τα εξής:

            1ον) Ποτέ να μην υπάρξει βιώσιμη λύση του κυπριακού (Από καιρό έπρεπε να γίνει απόλυτα σαφές ότι ποτέ δεν θα δεχόμασταν μια μη βιώσιμη λύση και αυτό έπρεπε να αποτελεί πάγιο σημείο αναφοράς και ομοφωνίας όλων ανεξαιρέτως των πολιτικών δυνάμεων της Κύπρου και της Ελλάδας).

            2ον) Κινδυνεύουμε επίσης να επιβληθεί τους επόμενους μήνες μια διευθέτηση παρόμοια με αυτή που πρόβλεπε το σχέδιο Αναν η οποία θα οδηγήσει τάχιστα και ακάθεκτα στην καθολική και παντοτινή απώλεια της ελευθερίας, δημοκρατίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο και η οποία θα αποβεί εστία τριβών, συγκρούσεων και πολέμου στην περιφέρειά μας.

            3ον) Όπως έγραψε ο John Quincy Adams ένας από τους θεμελιωτές του αμερικανικού κράτους, αναφορικά με την πρόθεση των τότε ευρωπαϊκών δυνάμεων να παρεμβαίνουν στα εσωτερικά των ΗΠΑ, κάθε προσπάθεια εκ μέρους μας να τους πείσουμε «δεν θα έχει άλλο αποτέλεσμα από το να πιστέψουν ότι πέραν των φιλοδοξιών μας είμαστε, επίσης, και υποκριτές». Για εμάς, υπενθυμίζω, φιλοδοξία μας για την οποία θα πρέπει να μιλούμε με ευθύτητα και ειλικρίνεια είναι η εφαρμογή του διεθνούς δικαίου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δημοκρατικών προσεγγίσεων στην οποία στηρίζεται ο δυτικός πολιτισμός. Τίποτα λιγότερο από αυτό δεν είναι αποδεκτό και ο λόγος που καλλιεργήθηκε η αντίληψη πως μπορούν να μας πιέζουν προς την αντίθετη κατεύθυνση οφείλεται, νομίζω, στο γεγονός ότι στο παρελθόν δεν οροθετήσαμε με ακρίβεια, σαφήνεια και απόλυτο τρόπο την προσήλωσή μας σ’ αυτά τα θεμελιώδη και ουσιώδη του δυτικού πολιτειακού και διεθνοπολιτικού πολιτισμού.

            Το γεγονός επιπλέον ότι το 2001-2, όταν δηλαδή έκλειναν οι διαπραγματεύσεις ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ, δεν οριοθετήσαμε το περίγραμμα μιας βιώσιμης λύσης είναι ένα τραγικό γεγονός για το οποίο ο ιστορικός του μέλλοντος θα καταδικάσει την τότε ελλαδική και κυπριακή πολιτική ηγεσία ως υπεύθυνη για ολέθρια λάθη και παραλήψεις τα οποία αναλύσαμε σε προγενέστερα κείμενα. Αυτό το γεγονός επίσης, υποδηλώνει το αβάσιμο των ισχυρισμών κάποιων ότι «έβαλαν την Κύπρο στην ΕΕ». Στόχος που δεν επιτεύχθηκε ήταν να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις επανένωσης της Κύπρου με αφορμή την ένταξή της στην ΕΕ και οι δυνατότητες που αυτό προσέφερε για διεθνοπολιτική και πολιτειακή διέξοδο του κυπριακού προβλήματος. Αντί αυτού ολέθρια λάθη και παραλήψεις δημιούργησαν συνθήκες που πιέζουν είτε προς αποδοχή της διχοτόμησης-υποδούλωσης που ρητά προβλέπει το σχέδιο Αναν είτε προς την εδραίωση μιας εξίσου απαράδεκτης «ευρωδιχοτόμησης». Δεν είναι τυχαίο, πάντως, ότι μερικά στελέχη μιας μεγάλης παράταξης στην Ελλάδα τα οποία ευθύνονται για την ολέθρια πορεία του κυπριακού τα τρία τελευταία χρόνια, δεν διστάζουν τους τελευταίους μήνες να μουρμουρίζουν την απαράδεκτη αβάσιμη γνώμη ότι οι κύπριοι, δήθεν, δεν θέλουν την επανένωση και πως η ευρωδιχοτόμηση είναι τελικά η λύση.  

Εκτίμησή μου είναι ότι ιεραρχώντας τις προτεραιότητές μας απαιτείται άμεση συντονισμένη ενεργοποίηση όλων των οργάνων της ΕΕ για εφαρμογή στην Κύπρο του «κοινοτικού πολιτικού και νομικού πολιτισμού και της κοινοτικής έννομης τάξης». Ως ισότιμα κράτη-μέλη της ΕΕ να υποδειχθεί άμεσα και απερίφραστα από τις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Κύπρου η αναγκαιότητα και η σκοπιμότητα άμεσων συλλογικών Κοινοτικών πρωτοβουλιών σύμφωνα με τον νομικό και πολιτικό πολιτισμό της ΕΕ: Το κράτος δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την δημοκρατία, την λαϊκή κυριαρχία και το διεθνές δίκαιο. Συναφώς, το φαινόμενο των τελευταίων μηνών όταν εντολοδόχοι (όπως οι Σολάνα, Φερχόυτεν) χωρίς κανείς να τους ελέγχει εμφανίζονται ως εντολείς και φορείς αυθαίρετων πολιτικών θέσεων και οι εξίσου αυθαίρετες θέσεις πολιτικών ηγετών που αντιβαίνουν στην Πράξη Προσχώρηση, όχι μόνο είναι αντιμετωπίσιμο ζήτημα αλλά επιπλέον μας δίνει το θεμιτό δικαίωμα νομιμοποιημένης «αντεπίθεσης» με όπλα τις αρχές και τα κριτήρια πάνω στα οποία εδράζεται όχι μόνο η ίδια η ΕΕ αλλά και το υπόλοιπο διακρατικό σύστημα

Πιο συγκεκριμένα ο «Κοινοτικός νομικός και πολιτικός πολιτισμός και κοινοτική έννομη τάξη» ορίζονται ως εξής:

            1) Όλο το νομικό-κανονιστικό κεκτημένο το οποίο μετά από δεκάχρονες διαπραγματεύσεις συμφωνήθηκε να εφαρμοστεί στην Κύπρο (Η Κύπρος, υπενθυμίζεται ξανά, υπέγραψε την Πράξη Προσχώρησης, οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών την υπέγραψαν και  τα κοινοβούλιά τους την επικύρωσαν).

            2) Το κράτος δικαίου όπως διαμορφώθηκε από την συστηματική σώρευση-ενσωμάτωση κοινών δικαιακού χαρακτήρα κανονιστικών ρυθμίσεων και την ανάδειξη-καταξίωση της Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών ως δικαιακό-πολιτικό υπόβαθρο του κοινοτικού πολιτικού και νομικού πολιτισμού.

            3) Ο πλουραλισμός που εδράζεται αφενός στο κράτος δικαίου και στις δημοκρατικές αρχές που έχουν ως υπόβαθρο την αποτελεσματική και άμεση άσκηση λαϊκής κυριαρχίας, τις πλειοψηφικές αποφάσεις και τους διαρκείς κοινωνικοπολιτικούς ελέγχους και εξισορροπήσεις. Αυτές και μόνο οι αρχές προσφέρουν –και αυτό θεωρείται κεκτημένο στον νεωτερικό μας πολιτισμό εδώ και αιώνες–, τον αναγκαίο και μη εξαιρετέο πολιτειακό ορθολογισμό σ’ όλα τα αναπτυγμένα κράτη.

            4) Τέλος αλλά όχι το τελευταίο, αναπόδραστο μέρος του πολιτικού και νομικού πολιτισμού της ΕΕ είναι η προσήλωση στις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου, η διακρατική ισοτιμία και η ειρηνική επίλυση των διαφορών.

Όλα τα προαναφερθέντα παραβιάζονται κατάφωρα τόσο λόγω της καταχρηστικής στάσης του ΓΓ του ΟΗΕ (και κυρίως των βοηθών του και των βρετανών-αμερικανών τους συμβούλων) όσο και λόγω ανάλογων και όχι λιγότερο σημαντικών αυτονομήσεων εντολοδόχων όπως οι κ Σολάνα και Φερχόυτεν. Αυτά επισημαίνονται όχι στο πλαίσιο μιας νομικίστικης αντίληψης του διεθνούς συστήματος αλλά αντίθετα για να τονιστεί ότι οι νομικές ρυθμίσεις διαμορφώνονται ανάλογα με τις θέσεις, στάσεις και συμπεριφορές των εμπλεκομένων. Υπό αυτό το πρίσμα, στον αγώνα βιώσιμης λύσης του κυπριακού ορισμένα κριτήρια και παράγοντες προσφέρονται ως τα κυριότερα θεμιτά και νομιμοποιημένα μέσα του αγώνα για μια βιώσιμη λύση του κυπριακού προβλήματος ο οποίος, εκτιμώ, μόλις αρχίζει.

       Εκτιμώ επίσης, ότι η αύξηση δηλώσεων μερικών ελλαδιτών και κυπρίων πολιτικών ηγετών μετά την ένταξη της Κύπρου που διολισθαίνουν σε κάποιου είδους έμμεση ή άμεση υπονόμευση της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας και αναίρεσης της Πράξης Προσχώρησης οφείλονται, ενδεχομένως, στην χαλαρότητα με την οποία, όπως ήδη υποστήριξα πιο πάνω, οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Κύπρου αντιμετώπισαν την αυτονόμηση εντολοδόχων όπως οι κ Σολάνα, Φερχόυτεν και Ντε Σότο. Συναφώς, το γεγονός ότι δεν τελεσφόρησε το σχέδιο Αναν είναι ένα εσωτερικό πολιτικό ζήτημα της Κυπριακής Δημοκρατίας και όλοι οι θεσμοί της ΕΕ είναι νομικά, πολιτικά και ηθικά υποχρεωμένοι να σέβονται το κυπριακό κράτος, τις αποφάσεις του, να μην παρακάμπτουν τους φορείς της κυπριακής πολιτείας και να επεξεργάζονται την αντιμετώπιση των πολιτικών προβλημάτων που ανακύπτουν με κριτήριο την δεσμευτική κοινοτική έννομη τάξη. Πριν υπάρξει ανεξέλεγκτη χιονοστιβάδα φαινομένων που θα δημιουργεί τετελεσμένα απαιτείται να διατυπωθούν δικοί μας ξεκάθαροι προσανατολισμοί και δικές μας ξεκάθαρες θέσεις για την πολιτειακή και διεθνοπολιτική βιωσιμότητα της λύσης του κυπριακού προβλήματος.     

Τέλος αλλά όχι το τελευταίο που θα μπορούσε να αναφερθεί, αποτελεί εφεύρημα το συχνά λεγόμενο επιχείρημα ότι η Κύπρος με το ΟΧΙ γίνεται, δήθεν, «βάρος της ΕΕ» λόγω προβλήματος. Αυτό είναι αβάσιμο επιχείρημα που μπορεί να εκφέρεται από αδαείς και βαθιά νυχτωμένους όσον αφορά τον πραγματικό χαρακτήρα της ΕΕ. Η ορθολογιστική στάση που αρμόζει σ’ ένα αξιοπρεπές και αξιόπιστο κράτος-μέλος της ΕΕ είναι, στην συγκεκριμένη περίπτωση, να «αντεπιτεθούμε» άμεσα και ενεργητικά για να υπενθυμίσουμε την συχνά διακηρυγμένη αναγκαιότητα ανάπτυξης της ευρωπαϊκής πολιτικής-διπλωματικής ταυτότητας. Όχι μόνο η ΕΕ έχει χρέος και συμφέρον να ενεργοποιηθεί προς αυτή την  κατεύθυνση αλλά επιπλέον αποτελεί μια σχετικά εύκολη πρόκληση αφού η εφαρμογή της Πράξης Προσχώρησης σε όλη την Κύπρο σύμφωνα με τα πολιτικά και νομικά κεκτημένα της ΕΕ και η συμμόρφωση της υποψήφιας Τουρκίας με αυτή την λογική είναι κάτι περισσότερο από αυτονόητα πράγματα. Ακριβώς, τα σημαντικότερα «όπλα» της ΕΕ και της ελληνικής πλευράς είναι οι προαναφερθείσες αρχές που διέπουν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η δεδηλωμένη ορθολογιστική επιθυμία μέρους της πολιτικής ηγεσίας της Τουρκίας να σεβαστεί την διεθνή νομιμότητα και τις ευρωπαϊκές αρχές και η ιστορική αναγκαιότητα να υπενθυμίζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες ότι  εξέλιξη του διεθνούς συστήματος απαιτείται να συναρτάται με τον σεβασμό της δημοκρατίας, της λαϊκής κυριαρχίας όλων των ανεξάρτητων κρατών, του διεθνούς δικαίου και της Συλλογικής Ασφάλειας.           Αυτές οι έσχατες λογικές των διεθνών σχέσεων και της ΕΕ από τις οποίες εξαρτάται η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια δεν εξυπηρετούνται αν η Κυπριακή Δημοκρατία καταργηθεί, αν ο κυπριακός λαός τεθεί υπό παντοτινή ηγεμονική κατοχή, αν τα ανθρώπινα δικαιώματα των κυπρίων κατασταλούν παντοτινά, αν η κυπριακή λαϊκή κυριαρχία ακυρωθεί παντοτινά και αν τρία τουλάχιστον κράτη δημιουργήσουν ένα κυπριακό γόρδιο δεσμό που θα αποτελέσει εστία τριβών, αντιπαραθέσεων και πολέμου.

Με απέραντη εκτίμηση

Παναγιώτης Ήφαιστος

Αθήνα 21/5/2004

----------------------------------------------------------------------------------------------------

ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΜΙΑΣ «ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΛΥΣΗΣ»

Πολλά λέγονται τα τελευταία χρόνια για το περιεχόμενο μιας ευρωπαϊκής λύσης. Αρκετά από το μέλη του ψηφοδελτίου «Ευρωπαϊκή Συνεργασία» στο οποίο συμμετάσχω ήδη από το 1988-9 αποτελούσαμε τον πυρήνα της «Κίνησης για την Ευρώπη» η οποία έδρασε καταλυτικά υπέρ της ευρωπαϊκής πορείας της Κύπρου που θα άρχιζε με την υποβολή αίτησης ένταξης κάτι που ο τότε πρόεδρος αρνιόταν και κάποιοι καταπολεμούσαν λυσσαλέα (ας θυμηθούμε τις τεράστιες αφίσες στους δρόμους της Λευκωσίας με τα φίδια πάνω στα οποία έγραφε «ΕΟΚ» υπογραμμένα από το μεγαλύτερο κόμμα της Κύπρου). Ποια λοιπόν ήταν η φιλοσοφία της στρατηγικής μας για «ευρωπαϊκή λύση» του κυπριακού όπως τη διατυπώσαμε σε εκατοντάδες κείμενα τα τελευταία είκοσι χρόνια; Πρώτον, διπλωματική αντιστάθμιση των πλεονεκτημάτων της τουρκικής εισβολής του 1974. Δεύτερον, ένταξη ανεξαρτήτως λύσης στην ΕΕ. Τρίτον, όπως γράψαμε το 1988-9, το γεγονός της ένταξης θα έδινε πλέον μια νέα ερμηνεία στις συμφωνίες του 1977 και 1979 που θα πρόσφερε μια «έντιμη και ορθολογιστική διέξοδο σε όλους τους εμπλεκόμενους»: Πλήρη εφαρμογή της κοινοτικής έννομης τάξης στην Κυπριακή Δημοκρατία, γεγονός που θα προκαλούσε μια εσωτερική μεταρρύθμιση της κυπριακής πολιτείας που θα επίλυε σχεδόν αυτόματα το κυπριακό πρόβλημα. Αν δεν συνωμοτούσαν οι Χάνεϋ-ντε Σότο για να παρασύρουν τον ΓΓ του ΟΗΕ σε προτάσεις παντοτινής υποδούλωσης των κυπρίων στα ύστερα νέο-ιμπεριαλιστικά συμφέροντα και αν σ’ αυτό δεν συνέπρατταν οι τότε πολιτικές ηγεσίες της Λευκωσίας και της Αθήνας, το περίφημο «κοινοτικό κεκτημένο» που θα εφαρμοζόταν στην Κύπρο σήμαινε τα εξής: 1ον) Διασφάλιση του κράτους δικαίου, 2ον) διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και 3ον) διασφάλιση της ελευθέρας εγκατάστασης και διακίνησης ανθρώπων, υπηρεσιών, κεφαλαίου και αγαθών. Αυτά τα κεκτημένα του νομικού και πολιτικού πολιτισμού είναι και το θεμελιώδες υπόβαθρο του Κοινοτικού οικοδομήματος που αναιρεί ή αναβάλλει παντοτινά το γραμμένο δια χειρός Χάνευ ανανικό τερατούργημα. Αυτά τα πολιτικά-νομικά αγαθά, εξάλλου, διασφαλίζουν το δημοκρατικό αγαθό κάθε βιώσιμης πολιτείας, ότι δηλαδή η πλειονότητα αποφασίζει, ότι το σύστημα λειτουργεί υπό καθεστώς διαρκών κοινωνικοπολιτικών ελέγχων και εξισορροπήσεων, ότι τα συμφέροντα της μειονότητας συνεκτιμώνται απόλυτα και ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων των πολιτών διασφαλίζονται επίσης απόλυτα υπό συνθήκες πλουραλισμού, δημοκρατίας κα κράτους δικαίου. Τέταρτο, διαπραγματεύσεις «στρατηγικού χαρακτήρα» το 2001-2 στο επίπεδο Αθήνας-Άγκυρας, Άγκυρας-ΗΠΑ-Αθήνας, Αθήνας-Βρυξέλλες-Άγκυρα για την διεθνοπολιτική πτυχή του κυπριακού προβλήματος. Δηλαδή, την αποστρατικοποίηση, την συνεπαγόμενη αποχώρηση όλων ανεξαιρέτως των ξένων στρατευμάτων και την κατάργηση των αποικιακών εγγυήσεων (αποστρατικοποίηση και εγγυήσεις-ξένα στρατεύματα είναι ασφαλώς απόλυτα ασύμβατα και το γεγονός ότι το μέχρι σήμερα δεχόμαστε να το συζητάμε δείχνει και το βάθος της πολιτικής και ιδεολογικής παρακμής μας). Πέμπτο και συναφές, στο πλαίσιο μιας αποστρατικοποιημένης Κύπρου οι «εγγυήσεις» μπορούν να είναι μόνο πολυμερείς (Συμβούλιο Ασφαλείας και ενδεχομένως της ΕΕ της οποίας δύο άμεσα εμπλεκόμενα είναι μέλη και το τρίτο υποψήφιο). Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι μια τέτοια εξέλιξη συνάδει με το εξίσου σημαντικό κεκτημένο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που είναι η διακρατική ισοτιμία, η μη επέμβαση και η εσωτερική αυτοδιάθεση αρχές που αποτελούν και το θεμελιώδες υπόβαθρο του διεθνούς δικαίου. Έκτο, άμεση επανένωση της Κύπρου και άμεση επικοινωνία των δύο κοινοτήτων στο πλαίσιο σεβασμού των εκατέρωθεν συμφερόντων υπό συνθήκες δημοκρατίας ούτως ώστε όλοι οι κύπριοι να επωφεληθούν πλήρως από την ένταξη αλλά και από την πρωτοφανή ανάπτυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στον οικονομικό, στους θεσμικούς τομείς και στο κράτος δικαίου.

            Τα πιο πάνω δεν είναι ιδεατές καταστάσεις. Είναι οι βασικές συνιστώσες αυτού που πολλοί στον σύγχρονο κόσμο ονομάζουν πολιτικός πολιτισμός των διακρατικών σχέσεων και της Ευρώπης, διεθνές δίκαιο, ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερία. Τα δικαιούμασταν πλήρως όλοι οι κύπριοι, πολύ περισσότερο ως μέλη της ευρωπαϊκής κοινότητας. Κάποιοι εν τούτοις θεώρησαν τους κύπριους υπάνθρωπους, αναλώσιμα προϊόντα και κυρίως πειραματόζωα της ιστορίας στον βωμό διεθνοφασιστικών νεοϊμπεριαλιστικών πειραματισμών. Το γεγονός ότι πολλοί –συμπεριλαμβανομένων πολλών συνεταίρων μας στην ΕΕ– κυριολεκτικά περιφρόνησαν την ελευθερία μας οφείλεται σε τρις λόγους: Πρώτο, οι διεθνείς θεσμοί είναι εξαρτημένες μεταβλητές της ισχύος και γι’ αυτό ισχύει το «συν Αθηνά και χείρα κίνει». Δεύτερο και συναφές, επί μακρόν αρκετοί ελλαδίτες και κύπριοι διανοούμενοι και «νεαρά πολιτικά ελίτ» πήγαιναν σε «συναντήσεις» όπου «στοχαστικοί πράκτορες» των νεοϊμπεριαλιστικών συμφερόντων τους «έκαναν μαθήματα» για το πώς οι κύπριοι θα μπορούσαν να καταστούν το πρώτο «μεταεθνικό πείραμα» ενός ανθρώπινου συνόλου συνειδησιακά απονευρωμένων ατόμων στο πλαίσιο ενός προτεκταροποιημένου κρατιδίου. Η «παγκοσμιοποιημένη διεθνής κοινωνία της μιας υπερδύναμης» υποστήριξαν κάποιοι από αυτούς, σχετικοποιεί την ελευθερία, την λαϊκή κυριαρχία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Έτσι, θαυμάσαμε πολλούς ημέτερους να παρελαύνουν στα τηλεοπτικά πάνελ και να εκλογικεύουν αυτές τις διεθνοφασιστικές ιδέες. Τρίτο, μέρος της ελλαδικής και κυπριακής πολιτικής ηγεσίας είχε από καιρό απονευρωθεί ιδεολογικοπολιτικά με αποτέλεσμα να αποδυναμωθεί ο διπλωματικός μας ορθολογισμός. Πιο συγκεκριμένα, κάποιοι πίστεψαν ότι με ζεϊμπέκικα και διαπροσωπικές σχέσεις λύνονται τα διεθνή προβλήματα. Έτσι, αντί να επιδιώξουμε ορθολογιστικές διαπραγματεύσεις στην βάση των εθνικών συμφερόντων των εμπλεκομένων –με κύριο επιχείρημα ότι ένα τέτοιο συμφέρον της Τουρκίας είναι να απαγκιστρωθεί από την αδιέξοδη κυπριακή περιπέτειά της και ότι το συμφέρον της τουρκοκυπριακής μειονότητας σημαίνει ανθρώπινα δικαιώματα, δημοκρατία, ελευθερία και κράτος δικαίου–, συρθήκαμε στις ανορθολογικές ατραπούς των αδιέξοδων νεοιμπεριαλιστικών συνωμοσιών.

            Δεν αμφισβητούμε ότι η παρούσα κυπριακή και ελλαδική πολιτική ηγεσία κληρονόμησε βαρύ αν όχι ασήκωτο «διαπραγματευτικό κεκτημένο». Βασικά, οι επιλογές είναι 1ον) να αυτοκτονήσουμε δεχόμενοι την αιώνια υποδούλωσή μας όπως προτείνει ο νεοιμπεριαλιστής Χάνευ δια χειρός ντε Σότο, 2ον) να αυτοκτονήσουμε υποκριτικά δεχόμενοι κοσμητικές μόνον αλλαγές του ανανικού τερατουργήματος, 3ον) να επιμένουμε μέχρι νεοτέρας σε διαπραγματεύσεις που να επανατοποθετούν ριζικά το κυπριακό πρόβλημα υπό το φως του γεγονότος της ένταξης στις γραμμές που αρχικά υποστηρίζαμε και 4ον) να επιμένουμε τους μήνες που έρχονται να γίνουν ουσιαστικές αλλαγές του υπάρχοντος σχεδίου που αν δεν το καθιστούν ανεκτό να το καθιστούν τουλάχιστον βιώσιμο (και με κανένα τρόπο να μη δεχθούμε αποστρατικοποίηση και ταυτόχρονα «εγγυήσεις»-ξένα στρατεύματα). Η 3η και 4η «επιλογή» συνδέονται επειδή αν δεν είναι εφικτή η 4η τότε η 3η είναι η μόνη διέξοδος (κάτι για το οποίο πρέπει να προετοιμαζόμαστε). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι κύπριοι δεν πρέπει ποτέ να δεχθούν να διαπραγματευτούν ξανά την βαθμίδα υποδούλωσής τους. Μεταξύ ελευθερίας-ανεξαρτησίας και υποδούλωσης δεν υπάρχουν ενδιάμεσες αποχρώσεις επιλογών. Αν για ποικίλους λόγους η πλειονότητα της τουρκοκυπριακής κοινωνίας δεν υιοθετήσει αυτή την ορθολογιστική θέση και επειδή ακριβώς μεταξύ ελευθερίας και δουλείας δεν υπάρχουν ενδιάμεσες επιλογές θα πρέπει ως έλληνες κύπριοι να ξανασκεφτούμε εκ βάθρων τις θεμελιώδεις επιλογές που διασφαλίζουν ελευθερία, δημοκρατία, ανθρώπινα δικαιώματα, κράτος δικαίου και ασφάλεια. Σ’ αυτά (πρέπει να) συμφωνούμε όλοι.          

 

----------------------------------------------------------------------

 ΤΟΥΡΚΙΑ-ΕΕ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΒΕΤΟ

Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων – Στρατηγικών Σπουδών, Έδρας Jean Monnet για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση, Πάντειον Πανεπιστήμιο www.ifestos.edu.gr

 

Σημερινή 24.10.2004,

Παρόν Κυριακής 14.11.2004

 

Περιεχόμενα: 1. Βιώσιμη λύστη του κυπριακού. 2. Στρατηγική ένταξης-λύσης: σκοποί και μέσα. 3. Ελληνικό αυτογκόλ: άρθρο Πανταγιά. 4. Συνέπειες του αυτογκόλ: ΟΧΙ υπέρ ελευθερίας και το Συμβούλιο της ΕΕ τον Δεκέμβριο 2004. 5. Τραγικά διλήμματα, διέξοδος και το μέλλον της ίδιας της ΕΕ. 6. Διέξοδος ενόψει ενταξιακών διαπραγματεύσεων Τουρκίας - ΕΕ (κλίκ για μετάβαση στον τίτλο)

 

1. Βιώσιμη λύση του κυπριακού

 

Προϋπόθεση για να μην θέσει η Κύπρος βέτο στην έναρξη των διαπραγματεύσεων της ΕΕ με την Τουρκία είναι –ή πρέπει να είναι–, η Άγκυρα να δεσμευτεί σε μια πορεία βιώσιμης λύσης του κυπριακού προβλήματος. Η πρώτη ευκαιρία είναι στις 17 Δεκεμβρίου 2004 και η επόμενη πολύ αργά, σε 10-15 ή και περισσότερα χρόνια εάν και όταν ολοκληρωθούν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις.

            Για να γίνουν κατανοητές οι ευκαιρίες, οι κίνδυνοι και οι δυνατότητες, είναι αναγκαίο, αφενός να αναφερθούν συντομογραφικά οι πέντε θεμελιώδεις αρχές μιας βιώσιμης λύσης του κυπριακού, και αφετέρου, να ανατρέξουμε στους διαμορφωτικούς παράγοντες της σημερινής συγκυρίας.

            Οι πέντε απαράβατες αρχές είναι οι εξής: 1ον) Η λύση να διασφαλίζει τον δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος της Κυπριακής Δημοκρατίας (πλειοψηφικές αποφάσεις στην βάση της αρχής ένα άτομο μια ψήφος). 2ον) Άμεση άσκηση λαϊκής κυριαρχίας (έλεγχος της εξουσίας από μια αδιαίρετη κυπριακή κοινωνία, διαρκείς έλεγχοι και εξισορροπήσεις). 3ον) Αποκλεισμός ρυθμίσεων που δεσμεύουν ή περιορίζουν την εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας (αποκλεισμός παρουσίας ξένων στρατευμάτων, αποκλεισμός παρουσίας «ξένων δικαστών», τερματισμό του εγκλήματος πολέμου του εποικισμού). 4ον) Απόλυτη τήρηση των συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα (όπως περιγράφονται στην επώνυμη Χάρτα και όπως απαιτούν οι σχετικές διεθνείς συμβάσεις). 5ον) Άμυνα-Ασφάλεια: Εάν συμφωνηθεί αποστρατικοποίηση να συνοδευτεί από αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων και ει δυνατό να ληφθεί σχετική απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας.

 

2. Στρατηγική ένταξης-λύσης: σκοποί και μέσα

 

Τα πιο πάνω, υποστηρίχθηκε πριν δεκαπέντε περίπου χρόνια, εκπληρώνονται εάν η Κυπριακή Δημοκρατία ενταχθεί στην ΕΕ οπότε και αυτομάτως επεκτείνεται στην Κύπρο ο κοινοτικός πολιτικός και νομικός πολιτισμός: ανθρώπινα δικαιώματα, δημοκρατία, κράτος δικαίου, θεσμοθετημένοι κοινωνικοπολιτικοί έλεγχοι και εξισορροπήσεις, σεβασμός του διεθνούς δικαίου και τήρηση των αρχών του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Αυτή δεν ήταν μια ιδεαλιστική τοποθέτηση αλλά μια ρεαλιστική πρόταση που δημιουργούσε ένα συνολικό σύστημα ιδεών για λύση του κυπριακού που θα ήταν συμβατή με το υπόλοιπο διακρατικό σύστημα και κυρίως συμβατή με την ιδιότητα του πλήρους μέλους της ΕΕ. Ακριβώς, η πορεία αυτή, με πρακτικό και αποτελεσματικό τρόπο που ταυτόχρονα δεν βρισκόταν σ’ αντίθεση με τα καλώς νοούμενα συμφέροντα όλων των εμπλεκομένων, αναιρούσε ή προσάρμοζε στο διεθνές δίκαιο τις συμφωνίες του 1977 και του 1979 τις οποίες η ελληνική πλευρά είχε δεχθεί απρόθυμα και υπό συνθήκες πολιτικοστρατιωτικού εκβιασμού.

            Αναπόδραστα, λόγω ελληνικής αδυναμίας, οι συμφωνίες του 1977 και 1979 δεν μπορούσαν παρά να οδηγήσουν –όπως έδειξε τελικά το σχέδιο Αναν– σε συζητήσεις που κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα επέβαλλαν ως νέο διακρατικό καθεστώς τα τελεσμένα της εισβολής του 1974. Είναι γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους που προς το τέλος της δεκαετίας του 1980 η πρόταση υποβολής αίτησης ένταξης συνοδεύτηκε με θέσεις υπέρ της αμυντικής θωράκισης της Κύπρου και της Ελλάδας και υπέρ της δρομολόγησης ενός «οδικού χάρτη» που θα συμπεριλάμβανε στρατηγικού χαρακτήρα διπλωματικές διαπραγματεύσεις στο τρίγωνο Ελλάδα, Κύπρος – Τουρκία – Ευρώπη, ΗΠΑ.

            Σήμερα, είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό ότι ο άξονας γύρω από τον οποίο θα περιστράφηκε η στρατηγική μας, ήταν οι εξής θέσεις ή επιδιώξεις: 1ον)  ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ ανεξαρτήτως λύσης, 2ον) προσχώρηση των τουρκοκυπρίων στην ιδέα μιας ενιαίας ευρωπαϊκής Κυπριακής Δημοκρατίας και 3ον) αποδοχή εκ μέρους της Άγκυρας της ιδέας ότι μια βιώσιμη λύση του κυπριακού στις πιο πάνω γραμμές εξυπηρετεί τα καλώς νοούμενα εθνικά συμφέροντα της Τουρκίας και ότι θα μπορούσε έτσι να εισέλθει σε μια πορεία διαρκούς εναρμόνισής της με το πολιτικό κεκτημένο της ΕΕ, μεταξύ άλλων, με την αποδοχή των προνοιών για ειρηνική επίλυση των διαφορών στην βάση των Συνθηκών, του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας και των συμβατικών προνοιών για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Για να εκπληρωθούν αυτοί οι φιλειρηνικοί στόχοι, η ελληνική εθνική στρατηγική δεν μπορούσε να στηριχθεί μόνο στις γραφικές επαναπροσεγγίσεις και στην ανάπτυξη αισθητικών διαπροσωπικών σχέσεων που κατεύναζαν προσωρινά την τουρκική επιθετικότητα αλλά δεν την τερμάτιζαν. Η εκπλήρωση των σκοπών της ελληνικής στρατηγικής απαιτούσε σιδερένια θέληση, σκληρά νεύρα, μακρόχρονη πολιτικοδιπλωματική προσπάθεια και επαρκή αμυντική θωράκιση που θα διασφάλιζε ισόρροπες διαπραγματεύσεις.

 

3. Ελληνικό αυτογκόλ: άρθρο Πανταγιά

 

Πλήθος αιθεροβαμόνων ή κακόπιστων διανοουμένων αμφισβητούσαν διαρκώς τόσο τους πιο πάνω σκοπούς όσο και τις προσεγγίσεις εκπλήρωσής τους. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι πρόκειται σχεδόν για τα ίδια άτομα και τις ίδιες ομάδες που διαδοχικά και με φανατισμό στράφηκαν σε πρώτη φάση το 1988-1992 κατά της υποβολής αίτησης ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ, σε δεύτερη φάση την περίοδο 1993-1996 κατά του ενιαίου αμυντικού χώρου και σε στην τελική φάση το 2001-2004 υπέρ του ανελεύθερου σχεδίου Αναν. Μετά το σωτήριο ΟΧΙ της κυπριακής κοινωνίας, αντί να υποκλιθούν στην συντριπτική λαϊκή βούληση, συνεχίζουν να μεμψιμοιρούν, κινδυνολογούν και να συναναστρέφονται τον νεοιμπεριαλιστή Λόρδο Χάνευ σε καλοπληρωμένα «συνέδρια κοινωνικού χαρακτήρα».   

            Το αμφιλεγόμενο άρθρο Πανταγιά ήταν η αφετηρία εκτροχιασμού της στρατηγικής ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ και των προσπαθειών μας για βιώσιμη λύση σ’ αυτό το πλαίσιο. Εκφράστηκαν θέσεις οι οποίες αν δεν ήταν προϊόν πολιτικής υπουλότητας της τότε ανώτατης πολιτικής ηγεσίας ήταν σίγουρα προϊόν εγκληματικής πολιτικής επιπολαιότητας. Οι θέσεις αυτές εκφράστηκαν από τον σύμβουλο του πρωθυπουργού και είχαν ως αποτέλεσμα να αποδυναμωθεί η ελληνική θέση την κρίσιμη εκείνη στιγμή, όταν δηλαδή για πρώτη φορά μετά το 1974 η ελληνική πλευρά απέκτησε διπλωματικό πλεονέκτημα λόγω επιτυχούς ολοκλήρωσης των διαπραγματεύσεων. Στην κρίσιμη εκείνη συγκυρία, ακριβώς, ουσιαστικά είχε ολοκληρωθεί ένας μακρόχρονος κύκλος διαπραγματεύσεων που πρόβλεπε την ένταξη της ολόκληρης της Κυπριακής Δημοκρατίας ανεξαρτήτως λύσης και από διακηρύξεις πολλών στην Ευρώπη ότι η Κύπρος δεν μπορεί να παραμείνει όμηρος της τουρκικής στρατηγικής. Οι όροι ειρηνικής επίλυσης του κυπριακού, μάλιστα, είχαν οριοθετηθεί επακριβώς στην Πράξη Προσχώρησης όπου κατ’ ουσία είχαν περιγραφεί οι μέθοδοι ενσωμάτωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας στο κοινοτικό πολιτικό και νομικό κεκτημένο, γεγονός κάτι που βασικά σήμαινε ότι είχαν καταγραφεί σε μια διεθνή σύμβαση μεγάλης εμβέλειας οι πολιτειακοί και διεθνοπολιτικοί όροι τελικής λύσης του κυπριακού προβλήματος.

            Υπενθυμίζεται επίσης ότι πριν και μετά το επίμαχο αμφιλεγόμενο άρθρο Πανταγιά γίναμε μάρτυρες μιας εκστρατείας επιστημονικοφανών αναλύσεων υπέρ των τουρκικών θέσεων εκ μέρους σωρείας ελλήνων διανοουμένων οι οποίοι όλως περιέργως βρέθηκαν ξαφνικά σε θέση αριθμητικής υπεροχής στις επιφυλλίδες, στα δημοσιογραφικά πάνελ και στις βιβλιοκριτικές χαμηλής ποιότητας βιβλίων στα ένθετα των ελλαδικών εφημερίδων.

            Κυρίαρχο χαρακτηριστικό πολλών διεστραμμένων πολιτικών εκλογικεύσεων και των ιδεολογικών επινοημάτων που τις συνόδευαν ήταν η θέση πως επειδή φταίει, δήθεν, η ελληνική πλευρά, θα πρέπει να «συμβιβαστούμε» είτε με ένα «βελούδινο διαζύγιο» είτε με εθελούσια απώλεια της ελευθερίας. Με διαφορετικά λόγια, υποστήριζαν πως επειδή τις τελευταίες δεκαετίες οι έλληνες δεν ήσαν αρκετά ισχυροί να διασφαλίσουν την ελευθερία τους κατά της επεκτατικής Τουρκίας και ιμπεριαλιστικής Βρετανίας και επειδή γι’ αυτό, δήθεν, φταίνε, θα πρέπει είτε να δεχθούν την διχοτόμηση είτε να δεχθούν την παντοτινή καταστολή της δημοκρατίας, της λαϊκής κυριαρχίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο. Είναι κοινώς γνωστό πλέον ότι πολλά διακεκριμένα μέλη της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας και πολλοί διανοούμενοι όχι μόνο αδράνησαν αλλά ενίοτε συνέπραξαν στην εκκόλαψη του σχεδίου του οποίου αρχιτέκτων ήταν ο Λόρδος Χάνευ, συγγραφέας ο πολιτικά ανεξέλεγκτος ντε Σότο και εισηγητής ο Κόφι Αναν.

 

4. Συνέπειες του αυτογκόλ: ΟΧΙ υπέρ ελευθερίας και το Συμβούλιο της ΕΕ τον Δεκέμβριο 2004

 

Η εκδήλωση αυτού του σχεδίου και οι επί τριετία ασφυκτικές πιέσεις των αγλλοαμερικανών να το επιβάλουν δεν ήταν χωρίς συνέπειες. Ουσιαστικά ακυρώθηκαν τα βασικά ερείσματα της στρατηγικής μας επειδή αφενός σκανδάλισε τους τουρκοκύπριους προσφέροντάς τους καταχρηστικές εξουσίες και δελεαστικά υλικά οφέλη και αφετέρου απάλλαξε πολιτικά την Τουρκία από τα διεθνή εγκλήματα της εισβολής, της κατοχής ξένων εδαφών και του εποικισμού. Επίσης, επειδή το τελικό σχέδιο Αναν ουσιαστικά εξαιρούσε την Κύπρο από τα βασικά στοιχεία της ιδιότητας του πλήρους μέλους της ΕΕ, ακύρωνε τις δυνατότητες που διάνοιγε το γεγονός της ένταξης.

            Σε κάθε περίπτωση, σε μια κρίσιμη συγκυρία όταν η ένταξη ήταν πλέον γεγονός εμπόδισε πρωτοβουλίες για ορθολογιστικές διαπραγματεύσεις που θα μετέτρεπαν την εισδοχή της Κύπρου στην ΕΕ σε αφετηρία για διαδικασίες βιώσιμης λύσης του κυπριακού.

            Το ΟΧΙ της κυπριακής κοινωνίας τον Απρίλιο 2004 διέσωσε προσωρινά την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας, δηλαδή την συλλογική ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων των κυπρίων, και επέτρεψε στην Κύπρο να καταστεί πλήρες και ισότιμο μέλος της ΕΕ. Ταυτόχρονα, το ΟΧΙ άφησε κάποια περιθώρια τον ερχόμενο Δεκέμβριο στο Συμβούλιο της ΕΕ να επανέλθουμε σε τροχιά αποκατάστασης της διεθνούς νομιμότητας, δηλαδή την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου και την εφαρμογή της κοινοτικής έννομης τάξης σ’ ολόκληρη την επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας όπως προβλέπει η Πράξη Προσχώρησης στην ΕΕ. Σχετικά με το τελευταίο σημείο, εις πείσμα πολλών ντόπιων πολιτικών μεταπρατών των ιμπεριαλιστικών αγγλικών συμφερόντων και εις πείσμα του αμετροεπούς και στερημένου πολιτικής εντολής Επιτρόπου Φερχόυτεν, τονίζεται ότι η συλλογική πολιτική θέση της ΕΕ ως διεθνούς θεσμούς –η οποία είναι δεσμευτική για τα κράτη-μέλη– εμπεριέχεται στην Πράξη Προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και όχι στο σχέδιο Αναν. Αντί λοιπόν να τονίζουμε αυτό το γεγονός, πολλοί, ακόμη και υψηλόβαθμα πολιτικά στελέχη του Υπουργείου Εξωτερικών της προηγούμενης κυβέρνησης, δήλωναν ότι οι ευρωπαίοι «θέλουν το σχέδιο Αναν». Αυτό είναι ένα ακόμη από τα πολλά αυτογκόλ που βάλαμε στις εγχώριες συζητήσεις γύρω από το σχέδιο Αναν το 2003 και 2004. Με διαφορετικά λόγια, ενώ οι Ευρωπαίοι είχαν δεσμευτεί με την Πράξη Προσχώρησης για την τελική λύση του κυπριακού προβλήματος και την στιγμή που οι άγγλοαμερικανοί ιμπεριαλιστές – οι οποίοι όπως ομολόγησαν σήμερα δημοσίως προσπαθούσαν να δώσουν την Κύπρο στην Τουρκία μέσω του σχεδίου Αναν για να την δελεάσουν να συμπράξει μαζί τους στο Ιράκ– κάποιοι συνέπραξαν στην έξωθεν προσπάθεια αναίρεσης των πολιτικοδιπλωματικών μας ερεισμάτων, στάση βεβαίως που προσέκρουσε στο υπέρ ελευθερίας ΟΧΙ της κυπριακής κοινωνίας τον Απρίλιο του 2004.  

 

5. Τραγικά διλήμματα, διέξοδος και το μέλλον της ίδιας της ΕΕ

 

Οι τελευταίες προκλήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο είναι δηλωτικές της τουρκικής στρατηγικής: Προσδιορίζει τον τρόπο της «καθόδου» της προς την Ευρώπη: 1ον) Θα θέτει αυτή όρους και όχι οι πολιτικά αδύναμοι ευρωπαίοι. 2ον) Αφού γίνει αποδεκτή για διαπραγματεύσεις, όποτε συναντά δυσκολίες θα καταφεύγει στην προσφιλή της τακτική των στρατιωτικοπολιτικών εκβιασμών, κατά προτίμηση κατά της Ελλάδας και κατά της Κύπρου (η τελευταία αν αποδεχόταν το σχέδιο Αναν θα ήταν επιπλέον αποστρατικοποιημένη, δηλαδή παντελώς έρμαιο και όμηρος της τουρκικής στρατηγικής).

 

Αν και όχι απίθανο να συμβεί, είναι εν τούτοις παντελώς ανορθολογικό να γίνει δεκτή η Τουρκία για διαπραγματεύσεις πλην δεχθεί απολύτως να τερματίσει τις αναθεωρητικές της συμπεριφορές. Το ελάχιστο που θα μπορούσε να γίνει είναι πρώτο, η Άγκυρα να δεχθεί προσφυγή στους διεθνείς θεσμούς για οτιδήποτε απαιτήσεις κατά της Ελλάδας, δεύτερο, έστω και στην βάση χρονοδιαγράμματος, να δεσμευτεί για αποχώρησή της από την Κύπρο, σεβασμό του διεθνούς δικαίου και τήρηση των Συνθηκών. Επιπλέον, τυχόν απόφαση για έναρξη διαπραγματεύσεων σ’ αυτή την βάση θα πρέπει να προβλέπεται ο τερματισμός τους αν η Τουρκία δεν συμμορφώνεται. Μάλιστα, επειδή αυτό το ζήτημα εμπίπτει στην πολιτικοστρατηγική σφαρία θα πρέπει η απόφαση για διακοπή των συνομιλιών να μπορεί να γίνει έστω και αν το θέλει ένα μόνο κράτος της ΕΕ (και δεν θα υπόκειται σε οποιαδήποτε διαδικασία πλειοψηφικών αποφάσεων). Αυτό θα ζητούσε κάθε άλλο κράτος-μέλος της ΕΕ και δεν βλέπω τον λόγο γιατί να μην αποτελεί αξίωση της Ελλάδας.

            Δηλαδή, η πορεία της Τουρκίας προς την Ευρώπη, απαιτείται να είναι δεσμευμένη με τερματισμό του αναθεωρητισμού και με την αποδοχή της μιας τελικής βιώσιμης λύσης του Κυπριακού ζητήματος στην βάση του γεγονότος της ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ. Ασφαλώς, οι χειρισμοί αυτοί είναι δυσχερείς τόσο λόγω της πολιτικής αδυναμίας της Ευρώπης όσο και λόγω των δικών μας απλουστευτικών θεωρήσεων που κυριαρχούν στον ελληνικό δημόσιο διάλογο. Όσον αφορά το κυπριακό, πιο συγκεκριμένα, η προαναφερθείσα πολιτική επιπολαιότητα ή ενίοτε και συνειδητή ταύτιση με τις ιμπεριαλιστικές ραδιουργίες μας έφεραν σε μια δυσχερή θέση που αντιμετωπίζεται μόνο με ρηξικέλευθες στάσεις και αποφάσεις. Η τραγική θέση στην οποία έχουμε περιέλθει περιγράφεται ως εξής: Από την μια πλευρά οι έλληνες κύπριοι αν εμμείνουν σε μια βιώσιμη λύση ενδεχομένως δεν θα επανέλθουν σύντομα (ή και ποτέ) στις πατρογονικές τους εστίες. Θα συνεχίσουν εν τούτοις να είναι συλλογικά ελεύθεροι-ανεξάρτητοι και ευημερούντες, ενώ ταυτόχρονα θα υπάρξουν μελλοντικά δυνατότητες βιώσιμης διεξόδου και επανένωσης της Μεγαλονήσου. Από την άλλη πλευρά αν οι κύπριοι υποκύψουν στους εκβιασμούς και δεχθούν τα δεσμά που ορίζει το αγγλικής έμπνευσης σχέδιο Αναν, θα τερματιστεί παντοτινά η συλλογική ελευθερία-ανεξαρτησία όλων των κυπρίων, θα υποταχθεί παντοτινά ο κυπριακός  λαός στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα της Τουρκίας και της Βρετανίας, θα εκκολαφθούν μελλοντικές ελληνοτουρκικές διενέξεις και, επειδή μια πολιτικά αδύναμη ΕΕ θα εισέλθει σε ενταξιακές διαπραγματεύσεις με μια αναθεωρητική και υπεροπτική Τουρκία, θα αποτελέσει ενδεχομένως την αφετηρία πολιτικής ακύρωσης της ίδιας της ΕΕ, κάτι το οποίο, εξάλλου, αποτελεί πάγιο στόχο της βρετανικής διπλωματίας.

 

6. Διέξοδος ενόψει των ενταξιακών διαπραγματεύσεων Τουρκίας-ΕΕ

 

Όσον αφορά το κυπριακό, παίζει με την φωτιά και το μέλλον της Ελλάδας όποιος δεν υιοθετήσει τέσσερις απαράβατες αρχές ή κριτήρια που θα τεθούν ως προϋπόθεση έναρξης διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την ΕΕ: 1ον) Η κυρίαρχη Κυπριακή Δημοκρατία αποκλείεται να δεχθεί οποιοδήποτε εσωτερικό καθεστώς που θα της στερεί αυτά που αποτελούν κεκτημένα όλων των υπόλοιπων συνεταίρων της στην ΕΕ. 2ον) Ως κυρίαρχο μέλος τους διεθνούς συστήματος εμμένει σ’ αυτό που για τρις δεκαετίες απαιτούσε: συμμόρφωση όλων των εμπλεκομένων με τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ. 3ον) Ως ισότιμο μέλος της ΕΕ η Κυπριακή Δημοκρατία αταλάντευτα απαιτεί συμμόρφωση των υποψηφίων μελών με τις αρχές του νομικού και πολιτικού πολιτισμού της Ευρώπης και των υπολοίπων διεθνών συνθηκών.

            Οι τακτικοί χειρισμοί εκπλήρωσης αυτών των σκοπών είναι υπόθεση των κυβερνήσεων Ελλάδας και Κύπρου που δεν έχουν την πολυτέλεια να αποτύχουν. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ενδεχομένως να αλλάξει ο ρους της ελληνικής και ευρωπαϊκής ιστορίας αν η πολιτικά παραπαίουσα ΕΕ αυτοχειριαστεί με το να δεχτεί διαπραγματεύσεις με ένα αναθεωρητικό κράτος, την Τουρκία, η οποία επιπλέον κατέχει έδαφος ενός μέλους της ΕΕ, της Κύπρου, την οποία εξάλλου αρνείται να αναγνωρίσει. Για να μην υπάρξει ανάγκη για ένα ακόμη αναπόφευκτο κυπριακό ΟΧΙ (βέτο) τον Δεκέμβριο, Αθήνα και Λευκωσία έχουν μερικές μόνο εβδομάδες να μεταπείσουν τους υπόλοιπους ευρωπαίους και την Άγκυρα για ένα νέο ξεκίνημα για μια βιώσιμη λύση. Τελικά, όμως, ίσως αυτό να παραμείνει μια προσδοκία, επειδή η κοσμοθεωρητική σήψη που αρχίζει από τον πανεπιστημιακό χώρο και επεκτείνεται στο πολιτικό σύστημα έχει από καιρό αποδυναμώσει τον συλλογικό πολιτικό μας ορθολογισμό και έχει απονευρώσει την ικανότητά μας να βλέπουμε ακόμη και τα πιο ολοφάνερα ερείσματά μας! 

 

 

===================================================================================

 

    ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ ΥΠΕΡ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΥ, ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ, ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

(Κ) Πρόεδρος Παπαδόπουλος - Διάγγελμα (ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ)
ΚΥΠΕ - ΛΕΥΚΩΣΙΑ-Κύπρος - 07/04/2004 22:23:57 
ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΑΣΣΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ ΤΗΣ 24ΗΣ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2004


Συμπατριώτισσες, Συμπατριώτες,

Αυτές της εξαιρετικής ιστορικής σημασίας συνθήκες, νιώθω υποχρέωσή μου να απευθυνθώ σ΄ εσάς: στον Κυρίαρχο Κυπριακό Λαό. Κάθε λαός διαμορφώνει και γράφει τη δική του ιστορία. Άλλοτε με απελευθερωτικούς και κοινωνικούς αγώνες, άλλοτε με δημοκρατικές διαδικασίες διά της ψήφου του. Τώρα καλείται ο Κυπριακός Λαός, καλούμαστε ο καθένας χωριστά και συλλογικά, να γράψουμε την ιστορία του μέλλοντος της Κύπρου.

Η πατρίδα μας, διέρχεται τις πιο δραματικές ώρες της μακραίωνης ιστορίας της. Ώρες καθοριστικές όχι μόνο για το παρόν και τη δική μας γενεά, αλλά και για το μέλλον και τις γενεές που θα έρθουν. Οι αποφάσεις που θα πάρουμε εμείς σήμερα, διαμορφώνουν και καθορίζουν τις τύχες και τα πεπρωμένα και των επερχόμενων γενεών.

Είμαι πεπεισμένος ότι ολόκληρη η πολιτική ηγεσία του τόπου, αλλά και η κάθε μιά και ο καθένας από σας, έχει πλήρη επίγνωση της σοβαρότητας της απόφασης που καλούμαστε να πάρουμε στο Δημοψήφισμα της 24ης του Απρίλη, και ότι συμμερίζεστε το βάρος της ευθύνης που αναλαμβάνουμε με την ψήφο μας. Αυτή η απόφαση ανήκει αποκλειστικά και μόνο στον Κυπριακό Λαό. Ελπίζω οι ξένοι φίλοι μας να σεβαστούν το λαό και την Κυπριακή Δημοκρατία. Ελπίζω να κατανοήσουν ότι παρεμβάσεις και πιέσεις προσβάλλουν την αξιοπρέπεια του Κυπριακού λαού, είναι αντίθετες προς ρητή πρόνοια του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και, τελικά, καταλήγουν αντιπαραγωγικές.

Η κρισιμότητα των αποφάσεων που καλούμαστε να πάρουμε συλλογικά, αλλά και ατομικά, δεν μας επιτρέπει να αποδυθούμε σε συναγωνισμό για το ποιός είναι περισσότερο ή λιγότερο πατριώτης. Όλοι έχουμε τον ίδιο στόχο και όλοι έχουμε την ίδια έγνοια για το μέλλον της πατρίδας μας.

Υπάρχουν διαφορές στις εκτιμήσεις, στην ανάλυση των περίπλοκων και, εν πολλοίς, δυσνόητων προνοιών του Σχεδίου Ανάν και των βραχυπρόθεσμων και μακροχρόνιων αποτελεσμάτων του. Καλώ όλους να λειτουργήσουμε σε πνεύμα αλληλοσεβασμού, χωρίς φανατισμό και προπηλακισμούς.

Δεν πρόκειται για πολιτικές εκλογές όπου τα Κόμματα καταμετρούν τη δύναμή τους. Δεν θα αναμετρηθούν τα Κόμματα μεταξύ τους. Θα αναμετρηθούμε με την ιστορία.

Η διαφύλαξη λοιπόν της ενότητας μας είναι ύψιστο χρέος προς την πατρίδα μας. Όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, οφείλουμε να το σεβαστούμε και η επόμενη μέρα πρέπει να μας βρει μονιασμένους και δυνατούς. Η Κύπρος θα μας χρειαστεί όλους. Δεν περισσεύει κανένας.

Σέβομαι και εκτιμώ κάθε καλόβουλη και ειλικρινή άποψη και προσπαθώ να την κρίνω με αντικειμενικότητα και να την σταθμίσω, χωρίς προκαταλήψεις, και ανεπηρέαστος από δογματισμούς ή συναισθηματική φόρτιση.

Ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και εκλεγμένος εκπρόσωπος της Ελληνοκυπριακής κοινότητας φέρω το αυξημένο βάρος της ευθύνης της διεξαγωγής των διαπραγματεύσεων και το χρέος να δηλώσω δημόσια, με ειλικρίνεια και παρρησία τη δική μου αποτίμηση της κατάληξης και την δική μου απόφαση. Χωρίς καμιά προσπάθεια επιβολής της δικής μου επιλογής και θέλησης αλλά ως καθοδήγηση και συνεκτίμηση από σας. Η τελική απόφαση ήταν πάντα και παραμένει δική σας. Η ετυμηγορία σας θα εκφραστεί στο Δημοψήφισμα της 24ης του Απρίλη.

Από την ημέρα που επέστρεψα από τη Λουκέρνη, αφιέρωσα όλο μου το χρόνο για να μελετήσω με τους συνεργάτες μου και τους λειτουργούς του Κράτους το τελικό Σχέδιο Ανάν, σε όλες του τις πτυχές. Άκουσα απόψεις, εκτιμήσεις και αναλύσεις. Παρακολούθησα με προσοχή τον δημόσιο διάλογο που έχει αναπτυχθεί και τα επιχειρήματα που οι διάφορες πλευρές παρέθεσαν. Έχω ζητήσει και έλαβα γνωμοδοτήσεις ξένων διεθνολόγων και συνταγματολόγων πάνω σε συγκεκριμένες πτυχές και πρόνοιες του Σχεδίου. Αξιολόγησα τις δηλώσεις διεθνών παραγόντων με νηφαλιότητα, ψυχραιμία και αντικειμενικότητα. Αξιολόγησα τις εκτιμήσεις Ελλαδικών Κομμάτων και ξένων Κυβερνήσεων με τις οποίες επικοινώνησα. Αναμένω και θα μελετήσω με προσοχή τις τελικές αποφάσεις των πολιτικών Κομμάτων της Κύπρου, τα οποία σέβομαι και εκτιμώ για την προσφορά τους στον τόπο. Κριτήριο της αξιολόγησής μου ήταν ένα και μοναδικό: η εξυπηρέτηση των συμφερόντων και δικαιωμάτων του Κυπριακού Λαού στο σύνολό του, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Αυτό μου επιβάλλει η συνείδησή μου. Αυτό απαιτεί το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, στο οποίο με τη ψήφο σας με εκλέξατε.

Ελληνικέ Κυπριακέ Λαέ,

Όταν πριν από ένα χρόνο, ζήτησα τη ψήφο σου, ανέλαβα την δέσμευση ότι θα αγωνιστώ με όλες μου τις δυνάμεις, σε κάθε επίπεδο και από κάθε βήμα που προσφέρεται, για να πετύχω, βελτιώσεις στην, τότε, εκδοχή του Σχεδίου Ανάν, με στόχο να καταστεί λειτουργικό και, άρα, βιώσιμο. Δεσμεύτηκα ότι οι απαιτήσεις μας για βελτιώσεις θα ήσαν εντός των παραμέτρων του Σχεδίου και δεν θα ανέτρεπαν την γενική φιλοσοφία του Σχεδίου, ούτε θα ανέτρεπαν ουσιώδεις και βασικές πρόνοιές του ή συμβιβασμούς που είχαν συμφωνηθεί στις συνομιλίες που είχαν προηγηθεί της εκλογής μου.

Δεσμεύτηκα, ακόμη, ότι θα επεδίωκα λύση που θα διασφάλιζε τα συμφέροντα των Ελληνοκυπρίων αλλά και των Τουρκοκυπρίων, στα πλαίσια μιας επανενωμένης Κύπρου.

Συνεπής στην πάγια πολιτική του Εθνικού Συμβουλίου, ότι η δική μας πλευρά επιδίωκε δικοινοτικές διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών και ανταποκρινόμενος σε συνεχείς παραινέσεις της πολιτικής ηγεσίας του τόπου, δεν έπαυσα να επιζητώ και να πιέζω για επανάληψη της πρωτοβουλίας του Γενικού Γραμματέα με βάση το Σχέδιο Ανάν και κάτω από τις προϋποθέσεις που είχαν συμφωνηθεί στο Εθνικό Συμβούλιο.

Τελικά, ο Γενικός Γραμματέας μας κάλεσε στη Νέα Υόρκη στις 10 Φεβρουαρίου του 2004, για να συμφωνήσουμε σε νέα διαδικασία διεξαγωγής των διαπραγματεύσεων, θέτοντας ως όρο για την ανάληψη νέας πρωτοβουλίας, την αποδοχή διαιτητικού ρόλου του Γενικού Γραμματέα.

Αν δεν ανταποκρινόμουνα θετικά στην πρόσκληση του Γενικού Γραμματέα θα ενεργούσα αντίθετα με την πάγια πολιτική του Εθνικού Συμβουλίου και θα ήμουνα ασυνεπής στην πάγια θέση μας ότι επιδιώκουμε λύση του προβλήματος με συνομιλίες υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών.

Με τη σύμφωνη γνώμη των εκπροσώπων των, αριθμητικά, μεγαλύτερων πολιτικών δυνάμεων που με συνόδευσαν στη Νέα Υόρκη και με τη σύμφωνη γνώμη της, τότε, Κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης της Ελλάδας, δεχτήκαμε αυτή την αλλαγή της διαδικασίας. Προσωπικά, δέχτηκα αυτή τη νέα διαδικασία, εφόσον στη διαιτητική απόφαση του Γενικού Γραμματέα, ο λαός της Κύπρου με την άμεση και προσωπική ψήφο του καθενός σε Δημοψήφισμα, θα είχε τον τελευταίο λόγο.

Μετά από εκτίμηση της πλειοψηφίας του Εθνικού Συμβουλίου, ότι η από μέρους μας υποβολή μαξιμαλιστικών θέσεων θα οδηγούσε σε επικρίσεις κατά της πλευράς μας, υποβάλαμε συναινετικές προτάσεις που εξυπηρετούσαν και τις δύο Κοινότητες. Διατηρήσαμε το δικαίωμα να εγείρουμε πρόσθετα θέματα, σχετικά με το εδαφικό, τις περιουσίες και την επιστροφή των εκτοπισμένων, αν η Τουρκοκυπριακή πλευρά ήγειρε τέτοια θέματα. Όντως η Τουρκοκυπριακή πλευρά ήγειρε τέτοια θέματα και η δική μας πλευρά, με έγγραφα της, ήγειρε τις ανταπαιτήσεις της, τόσο στην εδαφική πτυχή όσο και για τα δικαιώματα εκτοπισμένων και περιουσιών.

Περιοριστήκαμε στον ελάχιστο αλλά πολύ σημαντικό στόχο: στην επανένωση της πατρίδας μας και του λαού μας. Επιδιώξαμε θεσμικές αλλαγές που, από τη μια, θα ενίσχυαν τη λειτουργικότητα της λύσης και από την άλλη θα δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για επανένωση θεσμών και λειτουργιών.

Η αρνητική στάση και οι μαξιμαλιστικές θέσεις της Τουρκικής πλευράς, αλλά και η ανοχή που τα Ηνωμένα Έθνη επέδειξαν για απαιτήσεις της εκτός των παραμέτρων του Σχεδίου Ανάν, δεν επέτρεψαν τη διεξαγωγή ουσιαστικών διαπραγματεύσεων, παρά τη δική μας καλή θέληση.

Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, ασκώντας τη διαιτητική αρμοδιότητα του, κατάρτισε το Πέμπτο Σχέδιο Ανάν, χωρίς να προϋπάρξει συμφωνία των μερών σε οποιοδήποτε από τα θέματα που είχαν εγερθεί στις διαπραγματεύσεις, στη Λευκωσία και στην Ελβετία.

Στο Πέμπτο Σχέδιο Ανάν, περιέχονται βελτιώσεις σε σύγκριση με το Τρίτο και Τέταρτο Σχέδιο Ανάν. Αυτές οι βελτιώσεις δεν ικανοποιούν τις ελάχιστες απαιτήσεις που είχαμε υποβάλει. Ούτε όσο αφορά τη λειτουργικότητα του Σχεδίου, ούτε όσο αφορά την ετοιμότητα εφαρμογής του από την επόμενη των δημοψηφισμάτων, ούτε όσο αφορά την ουσιαστική επανένωση της πατρίδας μας στο οικονομικό, δημοσιονομικό και νομισματικό τομέα.

Αυτή δεν είναι η ώρα ούτε η ευκαιρία να προβώ σε λεπτομερή ανάλυση του Σχεδίου Ανάν. Αυτό θα γίνει στις επόμενες μέρες και μέχρι την διεξαγωγή των δημοψηφισμάτων.

Νομίζω, όμως, ότι είναι χρήσιμο να αναφερθώ, εν είδει παραδειγμάτων, σε μερικές πτυχές που φαίνεται να σας προβληματίζουν. Δεν θα επιχειρήσω ούτε «δαιμονοποίηση» ούτε εξωραϊσμό του Σχεδίου Ανάν. Δεν δέχομαι, όμως, τον ισχυρισμό ότι όποιος επισημαίνει αδυναμίες του Σχεδίου, αναγκαστικά, επιδίδεται σε παραπληροφόρηση ή ότι αυτό δεν είναι αντικειμενική ενημέρωση του Λαού.

Οι προτάσεις μας για διασφάλιση της λειτουργικότητας, δεν περιορίζονταν και δεν εξαντλούνταν στη σύνθεση του Προεδρικού Συμβουλίου ή στην ίδρυση και λειτουργία Πρωτόδικου Δικαστηρίου ή στη Συμφωνία Συνεργασίας για θέματα Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντίθετα, επεκτείνοντο και κάλυπταν και τους επτά τομείς των προτάσεών μας, δηλαδή, τη νομοθεσία, την Κεντρική Τράπεζα, την κοινή νομισματική και δημοσιονομική πολιτική, τη σμίκρυνση των χρονικών περιόδων ανάκτησης περιουσίας, την σμίκρυνση των μεταβατικών περιόδων, τη διοικητική διάρθρωση της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης, την εκλογή των μελών των Κοινοβουλευτικών Οργάνων, τη νομοθεσία και τους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων από διοικητικά όργανα, την εδαφική πτυχή, το θέμα των αγνοουμένων, το θέμα της Καρπασίας και άλλα. Θέλω να τονίσω εμφαντικά, ότι όλες οι απαιτήσεις μας, που υποβλήθηκαν με πλήρη τεκμηρίωση, ήσαν εντός των παραμέτρων του Σχεδίου Ανάν και δεν αφαιρούσαν δικαιώματα που το Σχέδιο Ανάν παρείχε στους Τουρκοκύπριους συμπατριώτες μας.

Αντίθετα, η Τουρκική πλευρά υπέβαλε 11 απαιτήσεις, που επηρεάζουν αρνητικά τα συμφέροντα των Ελληνοκυπρίων και οι οποίες υιοθετούνται, όλες, στο τελικό κείμενο του Σχεδίου Ανάν.

Τώρα καλούμαστε να κρίνουμε κατά πόσο το τελικό Σχέδιο Ανάν ικανοποιεί τους ελάχιστους στόχους που έχουμε θέσει. Με αντικειμενικότητα και με αίσθημα ευθύνης, καλούμαστε να κρίνουμε εάν επιτυγχάνεται η επανένωση της πατρίδας μας σε ένα ομόσπονδο κράτος που θάναι λειτουργικό, βιώσιμο, θα διασφαλίζει τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα και θα δημιουργεί συνθήκες ασφάλειας και οικονομικής ευημερίας τόσο για τους Ελληνοκύπριους, όσο και για τους Τουρκοκύπριους.

Κατά πόσο οι πρόνοιες του Σχεδίου Ανάν, όπως έχουν οριστικά διαμορφωθεί μας επιτρέπουν να μετέχουμε ενεργητικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να αξιοποιήσουμε τα οφέλη που θα προκύψουν.

Με πόνο ψυχής καταλήγω στη διαπίστωση ότι ακόμα και με την πιο ελαστική, την πιο επιεική κρίση, το τελικό Σχέδιο Ανάν δεν ικανοποιεί τους ελάχιστους στόχους που θέσαμε. Οι ουσιαστικότερες των προτάσεών μας δεν έγιναν αποδεκτές. Ακόμη και στις πρόνοιες που έχουν βελτιωθεί, διαπιστώνουμε λειτουργικές δυσκολίες, περίπλοκες διαδικασίες και επικίνδυνες ασάφειες.

Η πιο βασική και θεμελιώδης ανησυχία και αγωνία μου για το μέλλον της πατρίδας μας εστιάζεται στα εξής:-

Η Τουρκοκυπριακή κοινότητα αποκτά όλα τα βασικά αιτήματα που διεκδίκησε, από την πρώτη ημέρα εφαρμογής της λύσης. Για την ακρίβεια, 24 ώρες μετά την διεξαγωγή των Δημοψηφισμάτων.

Παραμένει, ακόμα, αβέβαιο και ασαφές αν θα υπάρξει επικύρωση της Συνθήκης από το Τουρκικό Κοινοβούλιο, πριν τεθεί σε εφαρμογή η Ιδρυτική Συμφωνία.

Αναγνωρίζεται η οντότητά της ως «νόμιμο συνιστών Κράτος». Διαγράφεται η εισβολή και η κατοχή. Οι κάτοχοι της Τουρκοκυπριακής υπηκοότητας, γίνονται αποδεκτοί ως νόμιμοι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι Τουρκοκύπριοι εξασφαλίζουν ισότιμη συμμετοχή στη διοίκηση του νέου Ομοσπονδιακού Κράτους, με το καθεστώς των ισότιμων «συμπροέδρων» και ισότιμη και ισάριθμη συμμετοχή των εκπροσώπων του Τουρκοκυπριακού συνιστώντος Κράτους, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και σε όλες τις ειδικές Επιτροπές και Όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αντίθετα, όλα και όσα προσδοκεί να αποκτήσει η Ελληνοκυπριακή κοινότητα, έστω και από μια κακή και οδυνηρή λύση, παραπέμπονται χωρίς εγγυήσεις στο μέλλον και εξαρτώνται από την καλή πίστη της Τουρκίας να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει. Υπόκεινται ακόμη, στην προϋπόθεση ότι όλα θα λειτουργήσουν ομαλά.

Με λίγα λόγια «αγοράζουμε ελπίδα», με μόνο αντάλλαγμα και διασφάλιση την καλή θέληση της Τουρκικής πλευράς να τηρήσει τη συμφωνία.

Η επιστροφή των κατεχόμενων δικών μας εδαφών, θα γίνει σε περίοδο μεταξύ τρεισήμισι μηνών και τρεισήμισι χρόνων, από την υπογραφή της λύσης, χωρίς καμία εγγύηση ότι αυτό θα εφαρμοστεί. Η πρότασή μας όπως υπαχθούν τα εδάφη αυτά υπό τον έλεγχο της Ειρηνευτικής Δύναμης και όχι του τουρκικού στρατού, έχει απορριφθεί.

Η απόκτηση περιουσιών ή αποζημιώσεων το συντομότερο που θα γίνει, είναι σε περίοδο 3 χρόνων μετά την υπογραφή της λύσης και 5 χρόνων ή, περισσότερων, κατά απόφαση του Συμβουλίου Περιουσιών, και μέσα από μια περίπλοκη διαδικασία με πολλές ασάφειες και δυσμενείς οικονομικές πρόνοιες για την πλευρά μας. Το κόστος των αποζημιώσεων θα κληθούν να καταβάλουν στο μεγαλύτερο του μέρος, οι Ελληνοκύπριοι. Εγείρονται σοβαρά ερωτήματα αν το Ομοσπονδιακό Κράτος που θα εγγυηθεί το ένα τρίτο των αποζημιώσεων, θα έχει το τεκμήριο έγκυρου εγγυητή για να μην σημειωθεί πτώση στην αξία των Ομολόγων, όπως έγινε με το Χρηματιστήριο. Το ίδιο ισχύει και για τον Οργανισμό δανειοδότησης με υποθήκη για απόκτηση των περιουσιών Ελληνοκυπρίων που δεν θα επιστραφούν από Τουρκοκύπριους.

Πρόσφατα έχει αναχθεί σε μεγάλο θέμα και παρουσιάζεται ως σημαντική παραχώρηση προς τους Ελληνοκυπρίους, η ευχέρεια απόκτησης δευτερεύουσας κατοικίας στο Τουρκοκυπριακό συνιστών κράτος.

Ασφαλώς αυτό το δικαίωμα, θα είχε μεγάλη σημασία, αν ήταν αυτόματο και γενικό.

Δυστυχώς οι πρόνοιες του σχετικού Συνταγματικού Νόμου και της Πράξης Προσαρμογής που θα εγκρίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση, καθορίζουν ότι αυτό το δικαίωμα δεν είναι αυτόματο.

Αντίθετα, το Τουρκοκυπριακό συνιστών κράτος έχει δικαίωμα και ευχέρεια, με δικό του νόμο, να ρυθμίζει και να περιορίζει αυτό το δικαίωμα για μια δεκαπενταετία ή μέχρις ότου το ακαθάριστο εθνικό προϊόν του Τουρκοκυπριακού συνιστώντος κράτους φθάσει στο 85% του κατά κεφαλή εισοδήματος του Ελληνοκυπριακού συνιστώντος κράτους.

Η επιστροφή των προσφύγων υπό Τουρκοκυπριακή διοίκηση προβλέπεται να γίνει με τέτοια χρονοδιαγράμματα και ποσοστώσεις που δεν δημιουργούν συνθήκες ασφάλειας, για να μπορέσουν με βεβαιότητα οι πρόσφυγες μας να ασκήσουν αυτό το δικαίωμα, και να έχουν βεβαιότητα ότι θα έχουν ασφάλεια ή ότι θα έχουν σχολεία για τα 3, 10 ή 20 παιδιά τους. Και δυστυχώς δεν αποκτούν όλοι οι πρόσφυγές μας το αναφαίρετο δικαίωμα της επιστροφής. Επιπλέον, οι Ελληνοκύπριοι που θα ζουν στο Τουρκοκυπριακό συνιστών Κράτος θα στερούνται των πολιτικών τους δικαιωμάτων, και του δικαιώματος ψήφου για την Γερουσία, κατά παράβαση κάθε δημοκρατικής αρχής.

Με το τελικό Σχέδιο Ανάν δεν ικανοποιήθηκαν οι Κύπριοι αλλά ικανοποιήθηκε απόλυτα η επιδίωξη της Τουρκίας να ελέγχει και να κηδεμονεύει την Κύπρο. Παραμένουν στην ουσία όλοι οι έποικοι, ενώ μετά από 19 χρόνια, εμφανής είναι η πιθανότητα της κατάργησης της παρέκκλισης του 5% Ελλήνων και Τούρκων υπηκόων που θα μπορούν να εγκατασταθούν στην Κύπρο, με ορατό τον κίνδυνο για νόμιμο μαζικό εποικισμό της Κύπρου από την Τουρκία. Διότι η συνέχιση της διασφάλισης του 5%, μετά τα 19 χρόνια, θα εξαρτάται από την έγκριση νόμου από το Προεδρικό Συμβούλιο, τη Βουλή και τη Γερουσία, όπου χρειάζεται και η συναίνεση των αντίστοιχων Τουρκοκυπριακών μελών αυτών των οργάνων.

Η παραμονή έστω και μικρού αριθμού Τουρκικών στρατευμάτων μόνιμα στην Κύπρο, με διευρυμένα παρεμβατικά δικαιώματα στο Ελληνοκυπριακό κρατίδιο χωρίς εγγυητικούς μηχανισμούς, ενώ εμείς θα έχουμε διαλύσει την Εθνική Φρουρά, δημιουργεί συνθήκες ανασφάλειας για τους Ελληνοκυπρίους. Τόσο ο εποικισμός όσο και η συνεχής παρουσία τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο, δεν εξυπηρετεί βέβαια ούτε τους Ελληνοκύπριους ούτε τους Τουρκοκύπριους, παρά μόνο την Τουρκία.

Μέσα από προσεκτική μελέτη των οικονομικών πτυχών του Σχεδίου Ανάν, διαπιστώνουμε ότι είναι αμφίβολη η οικονομική βιωσιμότητά του. Η εφαρμογή των σχετικών προνοιών συνεπάγεται δυσβάστακτες οικονομικές επιπτώσεις για τους Ελληνοκύπριους, ενώ η όλη δομή του Σχεδίου θα οδηγήσει, αν όχι σε κατάρρευση της Κυπριακής οικονομίας, σίγουρα σε σοβαρή οικονομική κρίση και επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο των Ελληνοκυπρίων που με τόσες θυσίες οικοδομήσαμε.

Οι λειτουργικές αδυναμίες του Σχεδίου θέτουν, μεταξύ άλλων, σε κίνδυνο την ομαλή δραστηριότητα και συμμετοχή της Κύπρου, με μια φωνή, στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ενώ με πολλές θυσίες οι Ελληνοκύπριοι κατέκτησαν την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πολύ εύκολα μπορεί να οδηγηθούμε σε «αδρανοποίηση» της ένταξης μέχρι την υιοθέτηση όλων των απαραίτητων ομοσπονδιακών και περιφερειακών νομοτυπικών μέτρων ή της απώλειας των ωφελημάτων της ένταξης ή της αντιμετώπισης εμποδίων στη συμμετοχή της Κύπρου στην ΟΝΕ και τους άλλους Ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Με άλλα λόγια, το Σχέδιο Ανάν δεν καταλύει την de facto διχοτόμηση, αλλά, αντίθετα τη νομιμοποιεί και την εμβαθύνει. Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν θέλουμε τη λύση και επανένωση της πατρίδας μας. Διότι σε αυτό το ερώτημα, η καθολική απάντηση είναι «ναι». Το πραγματικό ερώτημα είναι εάν το Σχέδιο Ανάν επιφέρει την επανένωση ή αν διαιωνίζει τη διαίρεση και, μάλιστα, με τη συγκατάθεση και υπογραφή μας.

Το Σχέδιο Ανάν, δεν οδηγεί στην επανένωση των δύο Κοινοτήτων αλλά αντίθετα προωθεί το μόνιμο διαχωρισμό με περιορισμούς στη διακίνηση, εγκατάσταση, στο δικαίωμα κτήσεως περιουσίας, στην άσκηση πολιτικών δικαιωμάτων και των άλλων χωριστικών στοιχείων του.

Ενώ η ενοποίηση της οικονομίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια ενοποιητική δυναμική, με κοινούς οικονομικούς στόχους, κοινά οικονομικά προβλήματα, κοινούς αγώνες και ακόμη μελλοντικά οργάνωση των εργαζομένων σε κοινές συντεχνίες, κάτι που εξυπηρετούσε την Κύπρο, τελικά επιβλήθηκε χωριστή οικονομία. Δεν θα υπάρχει κοινή νομισματική, δημοσιονομική πολιτική και δεν θα επιτρέπονται επενδύσεις Ελληνοκυπριακών Επιχειρήσεων στο Τουρκοκυπριακό συνιστών Κράτος.

Ο στόχος της επανένωσης της πατρίδας μας και του λαού της, δεν επιτυγχάνεται. Με την μετατροπή των διαιρετικών προνοιών του Σχεδίου σε πρωτογενές δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκλείπει ακόμη και η αμυδρή ελπίδα για εξέλιξη και βελτίωση μελλοντικά της λύσης. Ο στόχος της Τουρκοκυπριακής πλευράς για δύο λαούς, με δύο κράτη που θα ζουν χωριστά και απλά θα συνεργάζονται, επιτυγχάνεται απόλυτα.

Είναι σωστό ότι η διαδικασία διαπραγματεύσεων συνεπάγεται συμβιβασμούς. Μειώνοντας το χάσμα των διαφορετικών επιδιώξεων και των διαφορών. Μια διαδικασία «πάρε – δώσε».

Υπάρχουν πολλές πτυχές και πρόνοιες του Σχεδίου Ανάν, για τις οποίες δεν είμαι ικανοποιημένος από τους συμβιβασμούς που επιβλήθηκαν, χωρίς κάν να προηγηθεί διαπραγμάτευση και με πλήρη παραγνώριση των δικών μας τεκμηριωμένων απαιτήσεων.

Δεν είμαι ικανοποιημένος, για παράδειγμα, από την μείωση του αριθμού των εκτοπισμένων που θα επιστρέψουν.

Δεν είμαι ικανοποιημένος από τις ποιοτικές και ποσοστιαίες μειώσεις στα περιουσιακά δικαιώματα των νομίμων ιδιοκτητών περιουσιών στα κατεχόμενα.

Αυτά αποτελούν δυσμενέστερες πρόνοιες από αυτές που υπήρχαν στο Σχέδιο Ανάν Τρία ή στο Σχέδιο Ανάν Τέσσερα που το Εθνικό Συμβούλιο έκρινε ότι δεν ήταν αποδεκτό ως λύση, αλλά μόνο ως βάση για διαπραγμάτευση, με στόχο τη βελτίωση αυτών των προνοιών. Τώρα αυτές οι πρόνοιες έχουν γίνει δυσμενέστερες για τους Ελληνοκύπριους.

Μας ζητούν να δεχτούμε αυτές τις πιο δυσμενείς προσαρμογές, μέσα στο πνεύμα του συμβιβασμού. Μας λένε ότι δεν μπορεί να προκύψει λύση, αν δεν γίνουν τέτοιοι οδυνηροί συμβιβασμοί, και ότι πρέπει να βρεθεί η μέση λύση.

Όμως, υπάρχουν θέματα αρχών και ανθρώπινων δικαιωμάτων όπου η «μέση λύση» δεν συνιστά την σωστή απάντηση. Η ολοφάνερη και σωστή αρχή δεν είναι ο νόμιμος ιδιοκτήτης να μοιραστεί την περιουσία του με τον παράνομο εισβολέα ή να διεκδικήσει αποζημιώσεις για την αποστέρηση της περιουσίας του, που, μάλιστα, σε τελευταία ανάλυση, θα τις καταβάλει ο ίδιος, αφού το ένα τρίτο των αποζημιώσεων θα το εγγυηθεί το Ομοσπονδιακό Κράτος, οι πόροι του οποίου θα προέρχονται κατά τα εννέα δέκατα από Ελληνοκύπριους και μόνο το ένα δέκατο από τους Τουρκοκύπριους.

Το Σχέδιο Ανάν προνοεί ότι, μετά τα 19 χρόνια ή μέχρι την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όποιο συμβεί πρώτο, οι κατοικούντες αντίστοιχα, σε κάθε ένα από τα δυό συνιστώντα κράτη οι οποίοι δεν έχουν ως μητρική γλώσσα την επίσημη γλώσσα του άλλου συνιστώντος Κράτους, δεν μπορούν να υπερβαίνουν το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού εκείνου του συνιστώντος Κράτους. Δηλαδή οι ομιλούντες την ελληνική γλώσσα σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούν να υπερβαίνουν το 1/3 του συνολικού πληθυσμού του τουρκοκυπριακού κρατιδίου.

Αυτό αν και είναι θετικό, εν τούτοις αξίζει να αναφερθεί ότι στα προηγούμενα Σχέδια Ανάν δεν υπήρχε ούτε ο χρονικός ούτε ο ποσοστιαίος περιορισμός του ενός τρίτου, από την στιγμή που η Τουρκία θα καθίστατο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Πρόσθετα, σύμφωνα με το Σχέδιο Ανάν, τώρα στο ένα τρίτο της έκτασης γης που θα μπορούν να αποκτήσουν οι Ελληνοκύπριοι στο Τουρκοκυπριακό συνιστών Κράτος (και, αντίστοιχα, οι Τουρκοκύπριοι στο Ελληνοκυπριακό συνιστών Κράτος) προστίθεται και το κριτήριο «της αξίας» του ενός τρίτου και η προϋπόθεση ότι από αυτό το ένα τρίτο, εξαιρούνται οι περιουσίες στις οποίες δικαιούται ο σημερινός Τουρκοκύπριος χρήστης.

Οι πιο σοβαρές ανησυχίες και προβληματισμοί μου για το Σχέδιο Ανάν, δεν εστιάζονται στους συμβιβασμούς που προτάθηκαν ή επιβλήθηκαν, που πολλοί κρίνουν ως άδικους για την πλευρά μας.

Άλλωστε, εδώ και πολύ χρόνο, έχω πει ότι η οποιαδήποτε λύση που θα εξευρεθεί κάτω από τη σκιά και τα τετελεσμένα της εισβολής και της παρουσίας 35,000 Τουρκικού στρατού στην Κύπρο, δεν μπορούσε να είναι δίκαιη. Αυτό το τίμημα, είμαστε έτοιμοι να το καταβάλουμε προκειμένου να βρεθεί λύση στο Κυπριακό. Αν, όμως, δεν μπορούσε να είναι δίκαιη η λύση, έπρεπε, να επιδιώξουμε να είναι τουλάχιστο λειτουργική ώστε να είναι βιώσιμη.

Χωρίς λειτουργικότητα, χωρίς αποτελεσματική διαδικασία για επίλυση των αδιεξόδων σε ένα καθεστώς όπου οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται με βάση ισοτιμίας, δηλαδή 50% με 50%, παρέχεται σε κάθε πλευρά η ευχέρεια και η δυνατότητα να δημιουργούν αδιέξοδα που θα οδηγούν σε παράλυση τις διοικητικές λειτουργίες του κράτους.

Μια παράλυση, που όταν συνεχίζεται, αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε διάλυση της κρατικής λειτουργίας, προτού κάν εφαρμοστεί η «νέα κατάσταση πραγμάτων», το νέο Κράτος.

Να θυμούμαστε πάντα, ότι εμείς δίνουμε από την επόμενη των δημοψηφισμάτων όλα και όσα επιδιώκει η Τουρκοκύπριοι, και το Κράτος μας καταλύεται, ενώ εμείς θα αναμένουμε να εξασφαλίσουμε τα δικά μας ανταλλάγματα, όπως, επιστροφή εδαφών, περιουσίες και εγκατάσταση, στο μέλλον.

Από τριάμισυ χρόνια για επιστροφή κατεχόμενων εδαφών, σε πέντε χρόνια για την επανάκτηση περιουσίας ή αποζημίωσης για περιουσία στο Τουρκοκυπριακό συνιστών κράτος και από τρία μέχρι 19 χρόνια για σταδιακή επιστροφή στο Τουρκοκυπριακό συνιστών κράτος. Στο μεταξύ η Κυπριακή Δημοκρατία θα έχει εξαφανιστεί 24 ώρες μετά τα Δημοψηφίσματα.

Οι σοβαρές ανησυχίες μου δεν είναι γι’ αυτά τα άδικα και αβέβαια.

Οι ανησυχίες μου εστιάζονται και οφείλονται στην αβεβαιότητα για τη νέα Κύπρο που θα προκύψει από αυτό το Σχέδιο Ανάν.

Από την ευχέρεια και την δυνατότητα του νέου κράτους να εγκαθιδρυθεί και να λειτουργήσει. Από την ικανότητα του να διαδραματίσει τον σωστό ρόλο του μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως εποικοδομητικό μέλος και όχι ως ενοχλητικός συνεταίρος. Από την ανησυχία μου αν το νέο καθεστώς θα μπορεί, λόγω των αδιεξόδων στη λήψη αποφάσεων, να έχει ρόλο και λόγο στα Ηνωμένα Έθνη και άλλα διεθνή βήματα.

Από την αγωνία μου αν η Κυβέρνηση του Ομοσπονδιακού κράτους, θα μπορεί να διασφαλίσει στους πολίτες του την οικονομική δυνατότητα και τις ευκαιρίες για ευημερία, ευμάρεια, ειρήνη και ασφάλεια σε ένα κράτος δικαίου, δημοκρατίας, συναίνεσης, που θα σέβεται και θα προασπίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα του κάθε πολίτη.

Αντί αυτού, το Σχέδιο Ανάν, απαιτεί από μένα να απευθύνω επιστολή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με την οποία να ζητώ να καταστεί η Ιδρυτική Συμφωνία πρωτογενές Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έτσι που να εμποδίζεται ο κάθε Κύπριος πολίτης να διεκδικήσει τα ανθρώπινα δικαιώματα του από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Ακόμα, απαιτεί, να απευθύνω άλλη επιστολή στο Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με την οποία να απαιτώ, απόσυρση όλων των προσφυγών που πολίτες κατέθεσαν και εκκρεμούν σε αυτό το Δικαστήριο.

Δεν είναι δυνατό ούτε θεωρώ ότι μου είναι επιτρεπτό, ως θεματοφύλακας των ανθρώπινων δικαιωμάτων του κάθε πολίτη, να προβώ σε τέτοια ενέργεια που, στην ουσία, θα αφαιρεί από τον πολίτη το δικαίωμα να διεκδικήσει τα ανθρώπινα δικαιώματα του που είναι κατοχυρωμένα με διεθνείς συνθήκες που έχει επικυρώσει η Κυπριακή Δημοκρατία.

Με την ίδια υπευθυνότητα που πρέπει να αξιολογήσουμε τους κινδύνους από την υιοθέτηση του Σχεδίου Ανάν, πρέπει να μελετήσουμε και τις πιθανές επιπτώσεις από την απόρριψή του. Δεν συμμερίζομαι τις υπερβολές και τους εκβιασμούς που οι υποστηρικτές του Σχεδίου προβάλλουν στο λαό. Πρέπει νάμαστε έντιμοι και ειλικρινείς έναντι του λαού.

Λογικά υποβάλλεται το ερώτημα, ποιές θα είναι οι συνέπειες αν ο Λαός στο δημοψήφισμα ψηφίσει «όχι».

Αν ο κυρίαρχος λαός με τη ψήφο του απορρίψει το Σχέδιο, σε μία εβδομάδα η Κυπριακή Δημοκρατία θα καταστεί πλήρες και ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα πετύχουμε ένα στρατηγικό στόχο που από κοινού θέσαμε για να αναβαθμίσουμε και να θωρακίσουμε πολιτικά την Κυπριακή Δημοκρατία. Είναι δογματισμός και υποδηλεί άγνοια των κανόνων της διεθνούς πολιτικής, η άποψη ότι αυτή θάναι η τελευταία πρωτοβουλία για λύση του Κυπριακού. Οι βασικοί παράμετροι που επέφεραν αυτή την πρωτοβουλία θα συνεχίσουν να υπάρχουν και μετά την 25η Απριλίου. Η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση θάναι δεδομένη. Η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας επίσης θα συνεχιστεί και έτσι η Άγκυρα θα βρίσκεται υπό συνεχή αξιολόγηση για την υιοθέτηση και εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου. Το διεθνές ενδιαφέρον για εξομάλυνση και ειρήνευση της περιοχής μας θα συνεχίσει να υπάρχει.

Δεν υπάρχουν προϋποθέσεις για αναγνώριση του ψευδοκράτους, από χώρες που έχουν σημασία. Όπως είναι οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γιατί αυτές, έχουν, ήδη, υπογράψει με την Κυπριακή Δημοκρατία τη Συνθήκη Ένταξης που απαγορεύει τέτοια αναγνώριση. Όσα δε λέγονται για διεθνή απομόνωση αποτελούν εκβιασμό άνευ περιεχομένου. Η Κύπρος θάναι η μόνη χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου με αναβαθμισμένο ρόλο αλλά και ευθύνες. Δεν θα επαναπαυθούμε, όμως, με την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Δεν θα πάψουμε να αγωνιζόμαστε για την επίλυση του Κυπριακού. Η ιστορία δεν τελειώνει την 1η Μαϊου. Θα συνεχίσουμε να αναλαμβάνουμε πρωτοβουλίες για λύση και να προωθούμε μέτρα στήριξης των συμπατριωτών μας Τουρκοκυπρίων.

Απευθυνόμενος στους συμπατριώτες μας Τουρκοκύπριους, θέλω να υπογραμμίσω την πραγματική μας έγνοια για μια λύση που να εξυπηρετεί και τα δικά τους συμφέροντα. Ουδέποτε απέβλεψα σε φαλκίδευση ή στέρηση των δικαιωμάτων τους. Οι προτάσεις που κατέθεσα στις συνομιλίες και τα μέτρα στήριξής τους που εξήγγειλα πριν από ένα περίπου χρόνο, αποτελούν απτή απόδειξη. Αυτή μου η στάση πηγάζει από την ειλικρινή μου πεποίθηση, ότι ο σεβασμός της αξιοπρέπειας και των δικαιωμάτων τους, η παραχώρηση σ΄ αυτούς ακόμη περισσοτέρων δικαιωμάτων για να νιώθουν μεγαλύτερη ασφάλεια, η αναγνώριση και η ισοτιμία τους, η ισομερής πρόοδος και ευημερία τους, αποτελούν θεμελιακές προϋποθέσεις για την ειρήνη και την ομαλότητα στην Κύπρο. Γι΄ αυτό και θα αποτελούν μόνιμο στόχο της πολιτικής μας. Εμείς δεν έχουμε ένσταση, αντίθετα υποστηρίζουμε τις προσδοκίες της Τουρκίας για καθορισμό σύντομης ημερομηνίας έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Διότι μια Τουρκία που θα βρίσκεται στη διαδικασία ενταξιακών συνομιλιών, θα βρίσκεται κάτω από συνεχή πίεση, και δική μας, να αποδεικνύει συνεχώς ότι συμπεριφέρεται σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο και αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Είμαστε πάντα έτοιμοι για μετάλλαξη του σημερινού Κράτους σε Ομοσπονδία που θα διέπεται καθοριστικά από δημοκρατικές αρχές και από πλήρη σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα.

Εγγύηση για την ειλικρίνεια αυτών των προσανατολισμών μας αποτελεί η ένταξή μας στον πολιτικό σύστημα και τις αρχές δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή η εγγύηση καλύπτει αξιόπιστα και τους Τουρκοκυπρίους και τις ανάγκες ασφάλειας της Τουρκίας.

Εκείνο που ζητώ από τους συμπατριώτες μας Τουρκοκύπριους να κατανοήσουν είναι ότι, όσο δεν δέχομαι να καταπατηθούν τα δικά τους δικαιώματα και συμφέροντα, άλλο τόσο οφείλω να υπερασπιστώ τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των Ελληνοκυπρίων.

Τις πιθανές συνέπειες από την απόρριψη του Σχεδίου, πρέπει να τις αντιπαραθέσουμε με τους κινδύνους που εμπερικλείει το Σχέδιο Ανάν όπως τους προανέφερα. Θα πρέπει ακόμη να μας προβληματίσει το τίμημα που καλούμαστε να πληρώσουμε με την αποδοχή ενός Σχεδίου που αδικεί τον Κυπριακό Ελληνισμό και δεν παρέχει σοβαρά εχέγγυα λειτουργικότητας και βιωσιμότητας. Καλούμαστε να καταλύσουμε την Κυπριακή Δημοκρατία, το μόνο έρεισμα ασφάλειας του λαού μας και εγγύηση της ιστορικής μας φυσιογνωμίας. Να καταλύσουμε την διεθνώς αναγνωρισμένη κρατική μας οντότητα ακριβώς στη στιγμή που ενισχύεται, η διεθνής πολιτική της βαρύτητα, με την ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οφείλουμε να εκτιμήσουμε με σοβαρότητα τους κινδύνους από μια πιθανή κατάρρευση της νέας κατάστασης πραγμάτων, γιατί τα δεδομένα που θα δημιουργηθούν δεν θα είναι αναστρέψιμα. Κατάρρευση του Ομόσπονδου Κράτους θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σ΄ αυτό που όλοι θέλουμε να αποφύγουμε: στη διχοτόμηση μέσα από τη διεθνή αναγνώριση των δύο συνιστώντων Κρατών.

Ελληνικέ Κυπριακέ Λαέ,

Ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και εκλεγμένος εκπρόσωπος της Ελληνοκυπριακής Κοινότητας, ανέλαβα τη βαριά ευθύνη της διεξαγωγής των διαπραγματεύσεων. Αισθάνομαι βαρύ το χρέος να δηλώσω δημόσια, με ειλικρίνεια και παρρησία τη δική μου αποτίμηση και τη δική μου απόφαση.

Ανέλαβα εξουσία, με εντολή όπως διαπραγματευθώ λύση του Κυπριακού προβλήματος βάσει του Σχεδίου Ανάν, όχι όμως και με εντολή να προσυπογράψω οποιαδήποτε λύση ήθελε προκύψει από τις διαπραγματεύσεις.

Εντολή συμμετοχής στη διακυβέρνηση της χώρας, βάσει του νέου Συντάγματος το οποίο θα προκύψει, δεν έχω, ούτε θα μπορούσε να μου είχε ανατεθεί τέτοια εντολή. Ούτε έχω εντολή να προσυπογράψω οποιοδήποτε νέο Σύνταγμα, το οποίο θα τεθεί προς κρίση από το λαό. Μόνο Πρόεδρος, στον οποίο ρητά παρέχεται εντολή να θέσει την προτεινόμενη μεταμόρφωση της Πολιτείας σε δημοψήφισμα, δικαιούται να προσυπογράψει το νέο Σύνταγμα, ως αντικείμενο κρίσης από το λαό. Πέραν τούτου, εντολή του λαού είναι απαραίτητη για την άσκηση της συμπροεδρίας στη διακυβέρνηση της χώρας με τους προτεινόμενους νέους Θεσμούς.

Τα συναισθήματά μου δεν είναι διαφορετικά από τα δικά σας. Στην υπηρεσία σας έχω τάξει τον εαυτό μου και πριν αλλά ιδιαιτέρως από την ανάδειξή μου στην προεδρία της Κυπριακής Πολιτείας. Στόχος και γνώμονας της κάθε πράξης μου είναι το συμφέρον του λαού και τίποτε άλλο, με αφοσίωση και πλήρη ανάληψη των ευθυνών μου και με παρρησία λόγου και έργου. Η τελική απόφαση ήταν πάντα και παραμένει δική σας. Η ετυμηγορία σας θα εκφραστεί στο Δημοψήφισμα της 24ης του Απρίλη.

Συνεκτιμώντας όλα τα δεδομένα με ψυχραιμία και αντικειμενικότητα αλλά και με πλήρη συναίσθηση της ιστορικότητας των στιγμών και το βάρος της ευθύνης που μου αναλογεί, λυπούμαι ειλικρινά, γιατί δεν μπορώ να αποδεχθώ και να υπογράψω το Σχέδιο Ανάν όπως, τελικά, διαμορφώθηκε.

Παρέλαβα Κράτος διεθνώς αναγνωρισμένο. Δεν θα παραδώσω «Κοινότητα» χωρίς δικαίωμα λόγου διεθνώς και σε αναζήτηση κηδεμόνα. Και όλα αυτά έναντι κενών, παραπλανητικών, δήθεν, προσδοκιών. Έναντι της ανεδαφικής ψευδαίσθησης ότι η Τουρκία θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της.

Συμπατριώτισσες, συμπατριώτες,

Στις 24 Απριλίου θα τοποθετηθείτε με ένα ΝΑΙ ή ένα ΟΧΙ στο σχέδιο Ανάν. Θα αποφασίσετε για το παρόν και το μέλλον της Κύπρου. Για τη γενιά μας, αλλά και τις γενιές που θα έρθουν μετά από εμάς.

Έχω εμπιστοσύνη στην κρίση σας.

Είμαι βέβαιος ότι δεν σας αγγίζουν ψεύτικα διλήμματα.

Ότι δεν σας τρομάζουν απειλές για δήθεν διεθνή απομόνωση.

Ότι δεν σας πείθουν τα περί δήθεν τελευταίας ευκαιρίας.

Είμαι βέβαιος ότι εξακολουθούν να έχουν για σας νόημα οι ηθικές αρχές και αξίες του λαού μας, του πολιτισμού και του εθνικού ιστορικού μας βίου, τον οποίο θέλετε να συνεχίσουμε με ασφάλεια, δικαιοσύνη, ελευθερία και ειρήνη.

Ελληνικέ Κυπριακέ Λαέ,

Στη ζυγαριά του ΝΑΙ και του ΟΧΙ, πολύ βαρύτερες και πολύ πιο επαχθείς θα είναι οι συνέπειες του ΝΑΙ.

Σε καλώ να απορρίψεις το Σχέδιο Ανάν.

Σε καλώ να πείς στις 24 του Απρίλη ένα δυνατό ΟΧΙ.

Σε καλώ να υπερασπιστείς το δίκαιο, την αξιοπρέπεια και την ιστορία σου.

Με αίσθημα ευθύνης απέναντι στην Ιστορία, στο παρόν και το μέλλον της Κύπρου και του λαού μας, σε καλώ να μην υποθηκεύσεις το μέλλον στην πολιτική βούληση της Τουρκίας. Να προασπιστείς την Κυπριακή Δημοκρατία, λέγοντας ΟΧΙ στη κατάλυσή της. Να συστρατευτείς για μια νέα πιο ελπιδοφόρα πορεία επανένωσης της πατρίδας μας μέσα από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Καλή Ανάσταση σε όλους!

(Κλικ εδώ για μετάβαση στην αρχή της σελίδας)