Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής, Διεθνείς Σχέσεις-Στρατηγικές Σπουδές

Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών

www.ifestos.edu.gr  -- www.ifestosedu.gr  --  info@ifestosedu.gr  -- info@ifestos.edu.gr

 

Για μετάβαση στην κεντρική σελίδα, άνοιγμα σε άλλο παράθυρο, κλικ εδώ www.ifestos.edu.gr  ή www.ifestosedu.gr

Πολιτική Ένωση και παιδεία: κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις

 Προσχέδιο ομιλίας στην ΟΕΛΜΕΚ, Κύπρου, στις 28.1.2004

κλίκ στον τίτλο για μετάβαση

 1. Εισαγωγή: Παιδεία, κοσμοθεωρητικές-ηθικοκανονιστικές δομές και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση

2. Αντιδιαστολή των εννοιών παιδεία και εκπαίδευση

3. Θεμέλια και πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Μια συνολική αποτίμηση

4. Κοσμοθεωρητικά θεμέλια της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης

5. Η σημασία κοσμοθεωρητικών θεμελίων και συμβατών με αυτά ηθικοκανονιστικών εποικοδομημάτων

6. Οι υπερεθνικοί θεσμοί και η θεμελιακή σχέση εντολέα-εντολοδόχου

7. Λαϊκή κυριαρχία και υπερεθνική ολοκλήρωση και εντάσεις λόγω στρατηγικής ετερότητας

8. Τα ανοικτά ζητήματα της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

9. Παιδεία, ολοκλήρωση και η Κύπρος

 Πολιτική Ένωση και παιδεία: κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις[1]

Παναγιώτης Ήφαιστος www.ifestos.edu.gr

1. Εισαγωγή: Παιδεία, κοσμοθεωρητικές-ηθικοκανονιστικές δομές και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση

Η εκπαίδευση αποτελεί τον σημαντικότερο διαμορφωτικό παράγοντα του κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι. Καλή και ορθή εκπαίδευση –στους τομείς τουλάχιστον των κοινωνικών επιστημών– είναι εκείνη η οποία χωρίς ιστορικές στρεβλώσεις, ιστορικά λάθη και ιστορικές αναλήθειες καταγράφει, ερμηνεύει και αξιολογεί την ιστορική πορεία μιας κοινωνίας και τις βαθύτερες δυνάμεις που επηρέασαν την πολιτισμική διαμόρφωσή της.

Καλή παιδεία στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά συνέπεια, επιτυγχάνεται με προσεγγίσεις που σέβονται την κοινωνική και πολιτισμική ετερότητα των δεκάδων σήμερα κρατών-μελών ενώ ταυτόχρονα εξυπηρετούν το γεγονός της οικονομικής ολοκλήρωσης και της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων, κεφαλαίου, αγαθών και υπηρεσιών. Η κοινωνική και πολιτισμική ανομοιομορφία στην οποία μόλις αναφέρθηκα, εξάλλου, απαιτεί όπως οι εναρμονίσεις και οι κοινές πολιτικές γίνονται σταδιακά και με τρόπο που είναι συμβατός με την ετερότητα των μελών. Για να το θέσω διαφορετικά, η ολοκλήρωση δεν προηγείται αλλά έπεται των κοινωνιών, κατοπτρίζει την κοινωνική ανομοιογένεια και συνοψίζει την συλλογική βούληση των πολλών κυρίαρχων κοινωνιών.

            Όσον αφορά την ολοκλήρωση θα μπορούσαμε να σταθούμε στον πληρέστερο, σαφέστερο, ακριβέστερο και πλέον ορθολογιστικό ορισμό που έγινε από τον Ernst Haas, πριν μερικές δεκαετίες. Όπως έγραψε,  

«ολοκλήρωση είναι η διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας διάφοροι πολιτικοί παράγοντες που δρουν σε διακριτά εθνικά περιβάλλοντα πείθονται [εθελούσια] να μετατοπίσουν την πίστη τους, τη νομιμοφροσύνη τους, τις προσδοκίες τους και τις πολιτικές τους δραστηριότητες σε ένα ευρύτερο κέντρο, του οποίου οι θεσμοί αποκτούν ή διεκδικούν τις δικαιοδοσίες των προϋπαρχόντων εθνών-κρατών» (Haas Ernst 1972 σ. 92)[2]. «Το τελικό αποτέλεσμα μιας διαδικασίας ολοκλήρωσης είναι μια νέα πολιτική κοινότητα η οποία τίθεται υπεράνω των προϋπαρχόντων πολιτικών κοινοτήτων» Haas Ernst 1958 σ. 16[3]).  

Υπό αυτό το πρίσμα, οι πολιτικές της παιδείας στο ευρωπαϊκό επίπεδο είναι συναρτημένες με τις ποικίλες βαθμίδες ολοκλήρωση και με το κατά πόσο ως προς το ένα ή άλλο ζήτημα υπήρξε μεταβίβαση πίστης, νομιμοφροσύνης, προσδοκιών και εξουσιών από το εθνικό στο υπερεθνικό επίπεδο. Εκτιμώντας αντικειμενικά το φαινόμενο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μισό αιώνα μετά τις αφετηριακές αποφάσεις ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, παρατηρούμε ότι αν και εξ αντικειμένου υπήρξε μια πρωτοφανής ανάπτυξη των θεσμών και των εξουσιών που διαχειρίζονται ποικίλα καταναλωτικά ζητήματα, εν τούτοις δεν υπήρξε μετάθεση πίστης και νομιμοφροσύνης στις υπερεθνικές κανονιστικές δομές. Συγκεκριμένα άλλο κανονιστικές δομές και άλλο ««ηθικοκανονιστικές δομές».

            Γι’ αυτό, οι πολιτικές της ΕΕ, της εκπαίδευσης συμπεριλαμβανομένης, είναι προσαρμοσμένες στα πραγματικά δεδομένα της ολοκλήρωσης που χαρακτηρίζονται από το γεγονός της υπερεθνικής συνεργασίας στους υλικοτεχνικούς τομείς και το γεγονός ότι μια τέτοια ολοκλήρωση στους τομείς που βρίσκονται στον πυρήνα της πολιτικής κυριαρχίας των κρατών μελών είναι  ελλειμματική ή ανύπαρκτη. Έτσι, για παράδειγμα, βλέπουμε ότι η εκπαίδευση τεχνικού χαρακτήρα τείνει να προσαρμοστεί στο γεγονός της ολοένα και μεγαλύτερης ελεύθερης κυκλοφορίας των συντελεστών παραγωγής, οι αυξημένες συναλλαγές, η αύξηση της σημασίας των υπηρεσιών και οι διεθνικές επενδύσεις απαιτούν μεγαλύτερη γλωσσομάθεια και γνώση των πολλών εθνικών και υπερεθνικών κανονιστικών ρυθμίσεων, και οι στενότερες σχέσεις των ευρωπαϊκών κοινωνιών απαιτούν καλύτερη εκατέρωθεν γνώση των ιστορικών, πολιτισμικών, θρησκευτικών και άλλων ιδιαιτεροτήτων. Τέτοιες προσεγγίσεις, όμως δεν οδηγούν όχι σε ένα κοινό βίο αλλά σε πιο αρμονική συνύπαρξη των πολλών συλλογικών τρόπων ζωής. 

            Οι άνθρωποι δεν είναι άψυχα υλικά τα οποία αναμιγνύεις εντός ενός δοκιμαστικού σωλήνα για να παράγεις νέο ευρωπαϊκό πολιτικό ζώο. Αφορούν κοινωνίες τα μέλη των οποίων είναι ζωντανά και κοσμοθεωρητικά διαμορφωμένα άτομα, με ιστορία, πολιτισμό, θρησκείες, ήθη και έθιμα, διαφορετικά επίπεδα θεσμικής και οικονομικής ανάπτυξης και διαφορετικές εξωτερικές ευαισθησίες. Για να τεθεί διαφορετικά, η κάθε μια κοινωνική οντότητα της Ευρώπης είναι ένα σύνθετο, πολύπλοκο και ιστορικό σύνολο ανθρώπων διαμορφωμένο με ιδιαίτερο και ιδιόμορφο τρόπο. Στο επίπεδο των συγκροτημένων κοινωνιών και ως προϊόν μακρόχρονων πνευματικών και λειτουργικών σφυρηλατήσεων και μεθέξεων αναπτύσσονται και διαμορφώνονται αισθητές και πνευματικές νοηματοδοτήσεις της συλλογικής ύπαρξης που ανά πάσα στιγμή προσδιορίζουν το ηθικό, βιολογικό, ανθρωπολογικό και κοσμολογικό υπόβαθρο των κοινωνιών και των μελών τους. Από αυτό το υπόβαθρο απορρέουν οι συλλογικοί στρατηγικοί προσανατολισμοί και οι αναγκαίες για τον συλλογικό βίο πολιτικές εκλογικεύσεις και ηθικοκανονιστικές δομές.

Βασικά αν υπάρχει ένα αδιαμφισβήτητο σήμερα πόρισμα των μελετητών του φαινομένου της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι ότι η κοσμοθεωρητική και ηθική ετερότητα των εθνικών κοινωνιών που συνθέτουν το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα δεν είναι δυνατό να υποτιμηθεί, δεν είναι δυνατό να υποβαθμιστεί και δεν είναι δυνατό να γίνει αντικείμενο κοσμοπολίτικων πειραματικών πολιτειακών ρυθμίσεων. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται στο ευρωπαϊκό επίπεδο σε όλα ανεξαιρέτως τα ζητήματα είναι προϊόντα μακρόχρονων συναινετικών διαδικασιών και ανταλλαγών συμφερόντων που σκοπό έχουν να ενισχύσουν τις εθνικές-κρατικές κοινωνίες και όχι να τις εξαλείψουν και να τις εξανεμίσουν. Έτσι, εντός κάθε κράτους-μέλους της κοινωνίας λαμβάνονται αποφάσεις με πλειοψηφικό-δημοκρατικό τρόπο οι οποίες στη συνέχεια τυγχάνουν επεξεργασίας στο υπερεθνικό επίπεδο για να εξεταστεί η συμβατότητά τους ούτως ώστε να αποτελέσουν αντικείμενο νέων πολιτικών που εφαρμόζονται από κοινού στο πλαίσιο των υπερεθνικών θεσμών.

            Συναφώς, να μου επιτραπεί να παρεμβάλω μια παρατήρηση που αφορά την Κύπρο και τις συζητήσεις για το πολιτειακό καθεστώς της Κυπριακής Δημοκρατίας ως μέλους της ΕΕ. Πιο συγκεκριμένα, οι Κύπριοι έχουν πολλά να διδαχθούν από την δημιουργία, την εξέλιξη και την σημερινή μορφή της ΕΕ για να αντιληφτούν ότι η κάθε μια από τις πολλές συλλογικές κοινωνικές οντότητες της Ευρώπης είναι προικισμένη με κοσμοθεωρητικές και ηθικοκανονιστικές δομές μακρόχρονα διαμορφωμένες και ότι δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κοσμοπολίτικων πειραματισμών. Ας μη συγχέουμε την ανάγκη δημιουργίας μιας κυπριακής πολιτείας μέλους της ΕΕ προικισμένης με βιώσιμους και δημοκρατικούς θεσμούς συμβατούς με την κοινοτική έννομη τάξη και τον κοινοτικό πολιτικό πολιτισμό, με τις ύπουλες πολιτικές εκλογικεύσεις οι οποίες έμμεσα ή άμεσα επικαλούνται μια δήθεν αναγκαιότητα κατάργησης της συλλογικής ελευθερίας των κυπρίων που θα συνιστά ουσιαστικά πολιτική ακύρωση του θεσμικού γεγονότος της πλήρους ένταξης στους μηχανισμούς της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.         

2. Αντιδιαστολή των εννοιών παιδεία και εκπαίδευση

Η πνευματική και τεχνική διαμόρφωση των ανθρώπων είναι πολύ σοβαρή υπόθεση που αφορά ζωτικά τον συλλογικό βίο και τους συλλογικούς προσανατολισμούς κάθε κοινωνίας. Αφορά επίσης ζωτικά τις διακρατικές σχέσεις και την βιωσιμότητα της ΕΕ που αποτελεί σύνθεση διαμορφωμένων κοινωνιών προικισμένων με εθνική συνείδηση, εθνικούς θεσμούς και εθνικά συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης. Γι’ αυτό, όταν θίγουμε αυτό το καίριο ζήτημα σε αναφορά με την ΕΕ είναι χρήσιμο να γίνονται εννοιολογικές διακρίσεις που συσχετίζουν τον χαρακτήρα των κοινωνιών των μελών με τις θεσμικές και πολιτικές διαβαθμίσεις των πολλών επιπέδων της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Για να τεθεί διαφορετικά, ενώ η παιδεία σε κάθε έθνος-κράτος ενσαρκώνει τις ηθικές και υλικές προτεραιότητες της κοινωνίας στο ευρωπαϊκό επίπεδο θα πρέπει να βρίσκεται σε αρμονία με τον χαρακτήρα και τις λειτουργίες του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος.

Ας μου επιτραπεί λοιπόν στο σημείο αυτό να επισημάνω μια ουσιαστική εννοιολογική διάκριση μεταξύ παιδείας και εκπαίδευσης όπως οι όροι αυτοί είναι κατανοητοί στην ελληνική γλώσσα. Η παιδεία συμπεριλαμβάνει τόσο αγωγή που διαμορφώνει τον πνευματικό κόσμο όσο και συγκεκριμένες εκπαιδευτικές μεθόδους μετάδοσης γνώσης που βοηθούν το άτομο να κατανοεί το περιβάλλον, να είναι φορέας ποικίλων γνώσεων, να λειτουργεί συγκροτημένα και ορθολογιστικά και να συναλλάσσεται αποτελεσματικά με τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας. Το πρώτο σκέλος της παιδείας σχετίζεται όχι μόνο με τις μεθόδους και τις τεχνικές προσεγγίσεις αλλά επιπλέον και με την ηθική αγωγή και την πολιτισμική καλλιέργεια που συναρτάται με τον κοσμολογικό και ανθρωπολογικό υπόβαθρο της κοινωνίας στην οποία ανήκει ένα άτομο. Η παιδεία που παρέχεται στους πολίτες μέσω των πρωτοβάθμιων, δευτεροβάθμιων και τριτοβάθμιων εκπαιδευτικών συστημάτων φυσιολογικά συναρτάται με τον εθνικό συλλογικό τρόπο ζωής, την ιστορία του κάθε λαού, τις ιστορικές του μνήμες, τις παραδόσεις του και τις μεταφυσικές του κατασκευές.

            Για να δώσω ένα μικρό παράδειγμα, δεν πρέπει να αναμένει κάποιος να μπορεί ένας δανός ή σουηδός να γνωρίζει την σημασία για την ηθική διαμόρφωση ενός έλληνα όταν το σύστημα παιδείας διαμορφώνει τις αντιλήψεις επί ζητημάτων όπως ο ρόλος του Μακρυγιάννη για την ελευθερία των ελλήνων, η θυσία του Αυξεντίου, το σούβλισμα του Αθανάσιου Διάκου και τα αίτια της θρησκευτικής λατρείας όταν περιφέρουν την εικόνα του Άξιον Εστιν. Το ίδιο επίσης ισχύει αντίστροφα, επειδή οι δανοί, οι σουηδοί και κάθε άλλος λαός διαμορφώνεται από άλλους αλλά αντίστοιχης σημασίας μακρυγιάννηδες, Αυξεντίου, Αθανάσιους Διάκους και θρησκευτικά σύμβολα. Μπορεί κάποιος, για παράδειγμα, να φανταστεί μια ευρωπαϊκή κοινότητα όπου λόγω συγκυριακής πλειοψηφίας σε κάποια επιτροπή οι άγγλοι μαζί με αδιάφορους δανούς, σουηδούς και ιταλούς θα όριζαν ως βάση ιστορικής γνώσης ένα κείμενο που θα δίδασκε ότι ο Αυξεντίου, ο Μάτσης και ο Καραολής ήταν τρομοκράτες;  

            Τα συστατικά στοιχεία του συλλογικού τρόπου ζωής κάθε κοινωνίας αφορούν, αναμφίβολα, όχι μόνο τον εθνικό-κρατικό βίο αλλά επιπλέον τον ευρωπαϊκό συλλογικό βίο και το διεθνή βίο ο οποίος έχει ως μέλη τα διακόσια περίπου κυρίαρχα έθνη-κράτη του πλανήτη. Αν και τα τρία αυτά επίπεδα –το εθνικό, το ευρωπαϊκό και το διεθνές–, αφορούν άμεσα την εκπαιδευτική διαμόρφωση, για αντικειμενικούς λόγους ιεραρχούνται διαφορετικά στα εκπαιδευτικά συστήματα των κρατών. Σχηματοποιώντας, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το κύριο κριτήριο αυτών των διαμορφώσεων συναρτάται με τα διαφορετικά επίπεδα ολοκλήρωσης ή απουσίας ολοκλήρωσης: Πρώτο, στο εθνικό-κρατικό επίπεδο υπάρχει μια διαμορφωμένη κοσμοθεωρητική και ηθικοκανονιστική ενότητα που παρέχει άφθονα κριτήρια, δεύτερο, στο επίπεδο της Ευρώπης τα κριτήρια ποικίλουν ανάλογα με τον τομέα και βαθμό ολοκλήρωσης και τρίτο, στο διεθνές επίπεδο, τα κριτήρια συναρτώνται με ζητήματα όπως ο πολιτικός πολιτισμός των διακρατικών σχέσεων, οι διεθνείς υποχρεώσεις των κρατών, το διεθνές δίκαιο, οι συμφωνίες για τα ανθρώπινα δικαιώματα κτλ.

Συζητώντας την παιδεία σ’ εθνικό-κρατικό και στη συνέχεια σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κατά συνέπεια, απαιτείται να είναι προσεκτικός ως προ το πιο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο αναφέρεται.

Συμπερασματικά, όσον αφορά την ΕΕ κάποιος θα πρέπει να διακρίνει μεταξύ συντονισμού εκπαιδευτικών ζητημάτων, μεθόδων διδασκαλίας, εναρμονίσεων των προγραμμάτων σπουδών κτλ και Παιδείας με την ευρύτερη έννοια του όρου που συναρτάται με την Πολιτική Ένωση της Ευρώπης στην οποία και θα επικεντρώσω τα σχόλια που ακολουθούν. Αυτό που βασικά μας ενδιαφέρει, είναι κατά πόσο η παιδεία ως πεδίο κοινών πολιτικών στην ΕΕ αφορά μόνο τεχνικά ζητήματα όπως η εναρμόνιση τεχνικών προσεγγίσεων στην εκπαίδευση και ο συντονισμός των εθνικών υπουργείων παιδείας επί θεμάτων που αφορούν την οικονομική ενοποίηση, ή κατά πόσο αφορά επιπλέον ζητήματα που αφορούν την κοινωνικοπολιτική και ηθικοφιλοσοφική διαμόρφωση των ανθρώπων. Για το τελευταίο ζήτημα ας είμαστε ακριβείς: Στην Ευρώπη δεν υπάρχει κανείς με προνόμια ηθικοφιλοσοφικής διαμόρφωσης των κοινωνιών των κρατών-μελών και οτιδήποτε σχετικό πρέπει να είναι προϊόν συναινετικής βούλησης των κυβερνήσεων στα κοινοτικά όργανα όπου όλα τα κράτη μικρά και μεγάλα διαθέτουν ισότιμο λόγο. Αυτός ο ισότιμος λόγος, κατ’ ουσίαν, είναι και μια από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις της ΕΕ. 

3. Εναλλακτικές παραδοχές, αφετηριακά θεμέλια και πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Μια συνολική αποτίμηση

Στις γραμμές που ακολουθούν, θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε το θεσμικό, πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο αναπτύσσονται οι διαπραγματεύσεις για τον ρόλο και την θέση της παιδείας στην ΕΕ.

Κατά πρώτον, σημειώνουμε ότι αφετηριακά υπήρξαν δύο αντιθετικές θεωρήσεις για τον χαρακτήρα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η πρώτη, γνωστή ως γκολική ή διακυβερνητική θεώρηση, υποστήριζε μια «Ευρώπη των Πατρίδων» με την μορφή μιας «διακρατικής συσπείρωσης» στο πλαίσιο της οποίας θα αναπτύσσονταν διαδικασίες ολοκλήρωσης και συνεργασίας στους τομείς της οικονομίας, του πολιτισμού και της διπλωματίας. Η δεύτερη παραδοχή, ενσαρκώνεται στον ορισμό του Ernst Haas που δόθηκε πιο πάνω και που υποστήριζε την σταδιακή αποδυνάμωση των εθνών-εθνικών κρατικών δομών προς όφελος μιας αναδυόμενης υπερεθνικής πολιτειακής οντότητας πανευρωπαϊκού επιπέδου. Προσθέτω πως αυτή η τάση σχετιζόταν και με διεθνιστικές ή κοσμοπολίτικες αντιλήψεις για μια ανάλογη και αντίστοιχη παγκόσμια ενότητα αφετηρία της οποίας θα αποτελούσε η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

            Μετά από μισό περίπου αιώνα προσπαθειών ολοκλήρωσης αυτό που ορθώνεται στην Ευρώπη ως το Κοινοτικό θεσμικό και πολιτικό σύστημα είναι ένα μίγμα θεσμικών και πολιτικών ρυθμίσεων ποικίλων διαστρωματώσεων, πολλών επιπέδων λήψεως αποφάσεων και πολλών κανονιστικών δομών ποικίλων εξουσιαστικών βαθμίδων. Σκοπός εδώ δεν είναι η περιγραφή αυτού του οικοδομήματος αλλά η αποτίμηση των προσανατολισμών του και των βαθύτερων διαμορφωτικών δυνάμεων που επηρεάζουν την εξέλιξή του.

            Τα δύο σημαντικότερα ζητήματα στην παρούσα ιστορική συγκυρία των πολλών και μεγάλων διακυβερνητικών διασκέψεων αφορούν αφενός τον χαρακτήρα της πολιτικής ένωσης και αφετέρου τη μορφή και το περιεχόμενο της ευρωπαϊκής αμυντικής ταυτότητας που σχετίζεται με αυτή την πολιτική ένωση. Σ’ αντίθεση με την οικονομική ολοκλήρωση που αποτελούσε ένα συγκριτικά εύκολο εγχείρημα, η ανάλυση της πολιτικής ένωσης και της αμυντικής ταυτότητας αναπόφευκτα αγγίζει ζητήματα που βρίσκονται στον υπαρξιακό πυρήνα κάθε κοινωνικοπολιτικού εγχειρήματος, δηλαδή, την πολιτική κυριαρχία.

Ένας εύκολος τρόπος αποτίμησης των προσανατολισμών είναι η παρατήρηση των αποτελεσμάτων των Διακυβερνητικών Διασκέψεων των τελευταίων δέκα ετών. Έτσι, παρατηρείται ότι ενώ υιοθετούν σημαντικά ενοποιητικά βήματα δεν αγγίζουν παρά μόνο επιφανειακά τα κεντρικά ερωτήματα μια πραγματικής Πολιτικής Ένωσης. Ενοποιητικά βήματα λαμβάνουν χώρα αλλά το κατά πόσο αυτό θα οδηγήσει ή δεν θα οδηγήσει στην πραγμάτωση μιας πραγματικής Πολιτικής Ολοκλήρωσης είναι ερώτημα που δεν μπορούμε ακόμη να απαντήσουμε με βεβαιότητα. Ποια είναι λοιπόν τα αίτια αυτού του γεγονότος; Ποιο συγκεκριμένα, ποια είναι τα αίτια του γεγονότος ότι τα μέχρι σήμερα ενοποιητικά βήματα διέπονται από μια αμιγή διακυβερνητική λογική και ότι όπως τεκμαίρεται από τον πολιτικό λόγο και την θεωρητική συζήτηση η έννοια Ευρωπαϊκή Πολιτική Ένωση δυνατό να σημαίνει διαφορετικά πράγματα για διαφορετικούς ανθρώπους ή διαφορετικές ομάδες. Πιο συγκεκριμένα, για πολλούς δυνατό να σημαίνει μια σταδιακή μετάβαση σε μια πραγματική Έυρωπαϊκή Ένωση, για ακόμη περισσότερους μια νέας μορφής διακρατική σχέση και για μερικούς άλλους μια νέας μορφής διεθνή διακυβέρνηση.

Το έλλειμμα ρητών αποφάσεων που θα διέπονται από συγκεκριμένο ενωσιακό σκοπό είναι ίσως αναμενόμενο. Δεν οφείλεται σε κάποια παράληψη ή σε κάποια συγκεκριμένη πρόθεση του ενός ή του άλλου ατόμου ή της μιας ή της άλλης χώρας, ούτε σημαίνει ότι προδίδει έλλειμμα πολιτικής βούλησης. Σε τελευταία ανάλυση, αν κάποιος υποστηρίξει ότι οι πολιτικοί ηγέτες θα πρέπει να αποφασίζουν ερήμην των κοινωνιών, θα μπορούσε να αντιταχθεί ότι ιστορικά, η πολιτική βούληση των ελίτ ποτέ δεν ήταν επαρκής προϋπόθεση κοινωνικοπολιτικών επαναστάσεων. Στο παρελθόν, δικτάτορες, ηγεμόνες και αυτοκράτορες δυνατό να έχουν θέσει πολλές κοινωνίες υπό την ίδια αυταρχική εξουσιαστική δομή αλλά αυτό δεν σήμαινε κοινωνικοπολιτική ολοκλήρωση. Αυτό τουλάχιστον μας διδάσκει η ανάδειξη του εθνικού-κράτους ως του κυρίαρχου κοινωνικοπολιτικού συστήματος των νεότερων χρόνων. 

            Το έθνος-κράτος ως ηθικοκανονιστικό εποικοδόμημα προέκυψε τόσο μέσα από αξιώσεις και αγώνες συλλογικής ελευθερίας-κυριαρχίας όσο και μέσα από μακρόχρονες σφυρηλατήσεις συλλογικών ηθικών κριτηρίων και κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένων σκοπών. Γι’ αυτό, η ΕΕ, συγκρινόμενη με το κοντινότερο φαινόμενο κοινωνικοπολιτικής οντολογίας, το έθνος-κράτος, αναμφίβολα στερείται αφετηριακής πανευρωπαϊκής αξίωσης συλλογικής ελευθερίας-κυριαρχίας ενώ τόσο αφετηριακά όσο και στη συνέχεια μέχρι και σήμερα είναι υπόθεση των ελίτ και μόνο έμμεσα και απόμακρα αποτέλεσμα κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένων σκοπών.  

Ανεξαρτήτως της διεύρυνσης και εμβάθυνσης των αρμοδιοτήτων των υπερεθνικών θεσμών τα δέκα τελευταία χρόνια, η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μετά το τεράστιο ποιοτικό άλμα ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς το 1992, όχι χωρίς λόγο αμφιταλαντεύεται στο μεταίχμιο μεταξύ ριζοσπαστικών βημάτων η λήψη των οποίων προϋποθέτει την ύπαρξη μια κοινωνικής ολοκλήρωσης και στασιμότητας ή από-ολοκλήρωσης που θα θέτει σε κίνδυνο το κοινοτικό θεσμικό, πολιτικό και οικονομικό κεκτημένο του οποίου την χρησιμότητα κανείς δεν φαίνεται να αμφισβητεί.

Ποιο είναι όμως το βασικό και ουσιαστικό δίλημμα; Σ’ ένα οργανωμένο κοινωνικό περιβάλλον, το βασικό ερώτημα είναι το κατά πόσον οι θεσμοί έπονται ή προηγούνται της κοινωνικής βούλησης. Στην πρώτη περίπτωση το πολιτικό γεγονός εκτυλίσσεται και αναπτύσσεται στη βάση κοινωνικά προσδιορισμένων σκοπών ενώ στην δεύτερη περίπτωση κάποιος δικτάτορας, κάποιοι «πεφωτισμένοι» ή κάποιοι συνωμότες προδικάζουν και προτάσσουν τα δικά τους κριτήρια και ιδέες στην κοινωνική βούληση. Δεν είναι του παρόντος για να εξηγηθούν οι λόγοι που καθιστούν την ΕΕ μια ενδιάμεση και ταυτόχρονα εξόχως προβληματική περίπτωση. Αναφέρεται απλώς ότι η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης υπήρξε δημιούργημα των πολιτικών ελίτ και ότι διαδοχικές πολιτικές ηγεσίες από την δεκαετία του 1950 και μετά σχοινοβατούσαν μεταξύ υπερεθνικών και διακυβερνητικών ρυθμίσεων. Για να μην προκληθούν κοινωνικές εντάσεις και αντιστάσεις η πλάστιγγα έκλινε πάντοτε προς την κατεύθυνση των διακυβερνητικών ρυθμίσεων. Επίσης, η επιλογή ήταν πάντοτε μικρά ενοποιητικά βήματα και όχι ενωσιακά άλματα που θα έθεταν το θεσμικό άρμα μπροστά από τα κοινωνικοπολιτικά συστήματα. Ουσιαστικά, η ενοποίηση ήταν πάντοτε συνάρτηση των δυνατοτήτων διεθνικής αλληλεγγύης και αντίστροφα η αλληλεγγύη συνάρτηση του ελλείμματος κοινωνικής ολοκλήρωσης.  

            Η εμπειρία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δείχνει ότι όταν υπάρχουν αξιώσεις για ταχύρυθμα ενοποιητικά βήματα προς την κατεύθυνση αύξησης και διεύρυνσης των αρμοδιοτήτων των νομοθετικών και εκτελεστικών υπερεθνικών οργάνων χωρίς κοινωνική ολοκλήρωση, τα διλήμματα εντείνονται: Περαιτέρω ενοποιητικά βήματα σημαίνουν είτε διεύρυνση ενός ήδη προβληματικού ελλείμματος άσκησης λαϊκής κυριαρχίας είτε υιοθέτηση υπερεθνικών διευθετήσεων οι οποίες θα στηρίζονται στην ιεραρχία ισχύος και που ως τέτοιες βρίσκονται σε υπαρξιακή αντίθεση με τις αφετηριακές λογικές του κοινοτισμού και της αλληλεγγύης πάνω στις οποίες και εδράζεται το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

4. Κοσμοθεωρητικά θεμέλια της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης

Ακριβώς, εάν επανέλθουμε στα ζητήματα κοινωνικοπολιτικής οντολογίας στα οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω, στο ερώτημα ως προς τα ποια είναι τα κοσμοθεωρητικά θεμέλια της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης πάνω στα οποία εδράζεται και νομιμοποιείται το υπερεθνικό και διακυβερνητικό εποικοδόμημα, η απάντηση είναι η εξής:

            Πρώτο, ο αντιηγεμονικός χαρακτήρας του εγχειρήματος. Πέραν του ότι η αντιηγεμονική παραδοχή βρίσκεται στις αφετηριακές διακηρύξεις η πρακτική των δεκαετιών που ακολούθησαν κατέδειξε πως βάση λειτουργίας του κοινοτικού συστήματος –για να είναι βιώσιμο– δεν μπορεί παρά να είναι η διακρατική ισοτιμία, οι συναινετικές αποφάσεις και η θεσμική-πολιτική διαφάνεια. Δεύτερο, ο κοινοτισμός, με την έννοια ότι τα ενοποιητικά βήματα είναι συνδεδεμένα με τον βαθμό και την ένταση της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών. Όπως με κάθε άλλο κοινωνικοπολιτικό σύστημα, γοργότερα ενοποιητικά βήματα χωρίς αλληλεγγύη, αποτελεί αίτιο εντάσεων, συγκρούσεων και διασπάσεων. 

Τονίζω ότι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ του πολιτειακού καθεστώτος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με το πολιτειακό καθεστώς του έθνους-κράτους έγκειται στο γεγονός ότι το τελευταίο είναι προικισμένο τόσο με πληθώρα αφετηριακών συλλογικών κοσμοθεωρητικών παραδοχών όσο και με κοινωνικοπολιτική ολοκλήρωση που σφυρηλατήθηκε στην ιστορική διαχρονία μεταξύ των μελών κάθε εθνικής-κρατικής οντότητας.

            Η προαναφερθείσα αντιηγεμονική και κοινοτική παραδοχή είναι διακρατική-διακυβερνητική παραδοχή και όχι παραδοχή που προτάσσει και προϋποθέτει μια πανευρωπαϊκή-υπερεθνική κοινωνικοπολιτική οντότητα. Δηλαδή, στο επίπεδο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης όπως θεμελιώθηκε την δεκαετία του 1950 και όπως οικοδομήθηκε έκτοτε, αφορά τις σχέσεις μεταξύ κρατών στο πλέγμα των ενωσιακών θεσμών και έμμεσα (και όχι πάντοτε ουσιωδώς) τον ευρωπαϊκό κοινωνικό περίγυρο. Ρεαλιστικά μιλώντας, δεν θα μπορούσε να συμβαίνει κάτι διαφορετικό εκτός και αν είχε γεννηθεί, αφετηριακά (λόγω μιας αφετηριακής αξίωσης συλλογικής ελευθερίας-κυριαρχίας) ή στην συνέχεια λόγω οικονομικής-ωφελιμιστικής ολοκλήρωσης, μια ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή κοινωνία. Για να συμβεί το τελευταίο, όμως, θα έπρεπε να είχαν επαληθευτεί οι προσδοκίες της λειτουργικής σχολής για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, κάτι που ασφαλώς δεν συνέβηκε[4].

Αν και οι μαρξιστές ενδεχομένως διαφωνούν με αυτή τη θέση, θα μπορούσε να επισημανθεί πως στο εσωτερικό μιας βιώσιμης εθνικής-κρατικής οντότητας η εξουσία δεν θεωρείται ηγεμονική και τα μέλη υπομένουν τις διακυμάνσεις της αλληλεγγύης στο όνομα της αποτελεσματικότητας επειδή ακριβώς το Πολιτειακό γεγονός συντελείται στο πλαίσιο μιας δεδομένης ευρείας, σφαιρικής και βαθιάς ενότητας που δεν είναι μόνο οικονομική αλλά κυρίως κοσμοθεωρητικής και ηθικής υφής.

5. Η σημασία των κοσμοθεωρητικών θεμελίων και των συμβατών με αυτά ηθικοκανονιστικών εποικοδομημάτων

Οι πιο πάνω πτυχές αν και όχι τυχαία δεν βρίσκονται στο επίκεντρο των συζητήσεων, δεν μπορούν εν τούτοις να υποτιμηθούν. Αφορούν την φύση του εθνικού-κρατικού συστήματος όπως διαμορφώθηκε στο μεταβεστφαλιανό διακρατικό σύστημα και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση όσο και αν συνήθισε να παραπέμπει τα ζητήματα κοινωνικοπολιτικής οντολογίας στις καλένδες δεν μπορεί εν τούτοις να παρακάμπτει επ’ άπειρον το ζήτημα της θεμελιώδους φύσης των εθνών-κρατών τα οποία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αποσκοπεί να ολοκληρώσει, καθώς επίσης και με τον επαναστατικό χαρακτήρα αυτού του φιλόδοξου σκοπού.

Κάθε κοινωνικοπολιτικό σύστημα, λοιπόν, αποτελείται από τα κοσμοθεωρητικά του θεμέλια που προσφέρουν μόνιμο στρατηγικό προσανατολισμό στην υποκείμενη κοινωνία και τα ηθικοκανονιστικά εποικοδομήματα που διαρκώς μεταλλάσσονται διαμέσου των κοινωνικοπολιτικών ελέγχων και εξισορροπήσεων.

            Η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στις έσχατες λογικές της είναι ένα φαινόμενο κοινωνικοπολιτικής οντολογίας που δεν δύναται να αποφύγει αυτά τα έσχατα ερωτήματα που αφορούν κάθε συλλογικό τρόπο ζωής. Πιο συγκεκριμένα, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, τα κράτη της Ευρώπης όπως και όλα τα υπόλοιπα κράτη του διακρατικού συστήματος έχουν μια αφετηρία στη φάση των αξιώσεων συλλογικής ελευθερίας, δηλαδή στη φάση της γέννησής τους ως ανεξάρτητες συλλογικές οντότητες, η οποία τα προικίζει με συγκεκριμένα κοσμοθεωρητικά θεμέλια πάνω στα οποία στη πορεία του χρόνου κτίζονται και σφυρηλατούνται τα ηθικοκανονιστικά εποικοδομήματα, δηλαδή τα πολιτειακά καθεστώτα, τα νομικά συστήματα και άλλες ορατές ή αόρατες κανονιστικές δομές.

            Ενώ τα κράτη ως κοινωνικοπολιτικές οντότητες δυνατό αν διαφέρουν ως προς το εσωτερικό τους περιεχόμενο είναι εν τούτοις όμοια ως προς τα μορφικά χαρακτηριστικά: Όλες οι βιώσιμες πολιτειακές οντότητες είναι προικισμένες τόσο με τα κοσμοθεωρητικά θεμέλια που επιτρέπουν τον συλλογικό κατ’ αλήθειαν βίου όσο και με ένα συμβατό με αυτά και διαρκώς εξελισσόμενο συλλογικό τρόπο ζωής, δηλαδή τα ηθικοκανονιστικά εποικοδομήματα[5]. Διατάραξη αυτής λεπτής σχέσεις θεμελίων και συμβατών με αυτά κανονιστικών εποικοδομημάτων τα κλονίζει και συχνά τα διασπά ή τα καταργεί.

Ενώ λοιπόν η ΕΕ, στην πορεία πέντε δεκαετιών επιτυχούς οικονομικής ολοκλήρωσης έχει οικοδομήσει ωφελιμιστικά εποικοδομήματα στερείται εν τούτοις στέρεων πανευρωπαϊκών κοσμοθεωρητικών θεμελίων και ταυτόχρονα οι προαναφερθείσες θεμελιώδεις παραδοχές του κοινοτισμού και της απόρριψης των ηγεμονικών συμπεριφορών –που αφορούν τις σχέσεις των κρατών-μελών– είναι ευάλωτες στις ενδο-κοινοτικές και διεθνείς ανακατανομές ισχύος και συμφερόντων.

            Υπό το πιο πάνω πρίσμα, θα έλεγα ότι οποιαδήποτε απόφαση δημιουργίας υπερεθνικών κανονιστικών δομών που δεν είναι συμβατή με αυτές τις κοσμοθεωρητικές προϋποθέσεις υπονομεύει τα θεμέλια του εγχειρήματος της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.  

            Θα πρόσθετα ότι κάθε ενοποιητικό βήμα το οποίο γίνεται είτε με εισαγωγή κριτηρίων ισχύος είτε με αποσύνδεση της ενοποίησης από την αλληλεγγύη, εν δυνάμει, ξαναφέρνει στο ευρωπαϊκό προσκήνιο το κλασικό πρόβλημα της ανασφάλειας λόγω άνισης ανάπτυξης και εν δυνάμει δημιουργεί ενδο-κοινοτικές εντάσεις οι οποίες δυνατό, ιδιαίτερα σε περιστάσεις κρίσεων, να αλλάξουν ριζικά την υπολογισμούς κόστους-οφέλους συμμετοχής για μικρά και μεγάλα κράτη.

Εάν όντως αυτή είναι σχέση μεταξύ των κοσμοθεωρητικών θεμελίων και του υπερεθνικού κανονιστικού συστήματος τότε κάποιος θα μπορούσε να προχωρήσει σε εύλογες ερμηνείες για το καταμαρτυρούμενο γεγονός των δισταγμών και των διαιρέσεων των διακυβερνητικών διασκέψεων των τελευταίων δεκαετιών και ιδιαίτερα τους διχασμούς για το περιεχόμενο του Ευρωπαϊκού Συντάγματος. Δύο πιθανές ερμηνείες είναι οι εξής:

ΠΡΩΤΟ, οι δισταγμοί να γίνουν τολμηρά βήματα σκοπό έχουν να διασφαλίσουν τα κεκτημένα –δηλαδή τον αντιηγεμονικό και κοινοτικό χαρακτήρα της Ένωσης– και να αποφύγουν άλματα στο κενό τα οποία ενδεχομένως θα δημιουργούσαν προβλήματα άνισης ανάπτυξης. Σε τελευταία ανάλυση, κάποιοι δυνατό να υποστηρίξουν πως το γεγονός και μόνο ότι οι υπάρχουσες δομές διαχειρίζονται την αλληλεξάρτηση μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών είναι ένα τόσο σημαντικό και πολύτιμο κεκτημένο που απαιτείται να διαφυλαχθεί κατά των κινδύνων επαναστατικών πειραματισμών[6]. Κατά κάποιο τρόπο, οι συζητήσεις για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα στις συντρέχουσες διακυβερνητικές διασκέψεις κατοπτρίζουν αυτήν ακριβώς την διστακτικότητα των πολιτικών ηγετών στις ιδέες για επαναστατικές αλλαγές που θα ανατρέπουν την σχέση εντολέα-εντολοδόχος μεταξύ των κρατών μελών και των υπερεθνικών θεσμών.

ΔΕΥΤΕΡΟ, η ευρωπαϊκή πολιτική ηγεσία[7] συνειδητοποιεί το γεγονός ότι στην σχέση «εντολέα-εντολοδόχου» υπάρχουν όρια τα οποία η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν μπορεί υπερβεί με ενωσιακά άλματα που στερούνται τόσο επαρκών κοσμοθεωρητικών παραδοχών και κοινωνικοπολιτικών νομιμοποιήσεων. Γι’ αυτό, όταν κρίνεται ένα κείμενο συντάγματος όπως το προταθέν «Ευρωπαϊκό Σύνταγμα», πέραν των καθαρά νομικών ερμηνειών χρειάζεται να εξετάζεται και να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του κοινωνικοπολιτικού περιβάλλοντος στο οποίο ανήκει.

6. Οι υπερεθνικοί θεσμοί και η θεμελιακή σχέση εντολέα-εντολοδόχου

 Tο τελευταίο σημείο θεωρώ πως είναι καίριο και χρήζει περαιτέρω διευκρινήσεων.

 Αποφεύγοντας λεπτές νομικές θεωρήσεις του κοινοτικού φαινομένου για τις οποίες είναι επιστημονικά αρμόδιοι έγκυροι νομικοί διεθνολόγοι και συνταγματολόγοι[8], στέκομαι στις πολιτικές όψεις του φαινομένου για να υποστηρίξω πως η ουσία της σχέσης «εντολέα-εντολοδόχου» στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση συχνά επισκιάζεται από αναλύσεις θεσμικής λογικής ή πολιτικής σκοπιμότητας και ακόμη πιο συχνά συγκαλύπτεται από αποφάσεις των διακυβερνητικών διασκέψεων οι οποίες είναι στολισμένες με άφθονη ενωσιακή ρητορική που σκοπό έχουν να επισκιάσουν το υπαρκτό έλλειμμα ενωσιακού περιεχομένου. Εν τούτοις, είναι ένα καίριο ζήτημα το οποίο είναι χρήσιμο να συζητείται, τουλάχιστον σε πολιτικό, στοχαστικό και επιστημονικό επίπεδο.

 Ποιο συγκεκριμένα, επιστημονική και πολιτική τοποθέτηση όσον αφορά την σχέση εντολέα-εντολοδόχου στο Κοινοτικό θεσμικό σύστημα απαιτεί απάντηση του ερωτήματος κατά πόσον το «ΕΜΕΙΣ» αφορά τα μέλη μιας υπαρκτής ή εν δυνάμει υπαρκτής ευρωπαϊκής κοινωνίας ή κατά πόσον αντίθετα αφορά τα κράτη-μέλη στα οποία οι suis generis υπερεθνικοί θεσμοί βρίσκονται σε μια θέση διαρκούς υποταγής στα κράτη-μέλη (ή σ’ ένα τέλος πάντων τερματικό όπου ανεξαρτήτως δοτών αρμοδιοτήτων ο έσχατος, ύστερος και υπέρτατος κριτής θα είναι οι κυβερνήσεις των κρατών μελών και οι εντολείς τους δηλαδή οι κοινωνίες των κρατών-μελών).

 Ποια είναι λοιπόν η θεμελιώδης σχέση στην εξίσωση «εντολέας-εντολοδόχος» του Κοινοτικού κανονιστικού συστήματος; Εάν η «απόφαση» είναι πως ύστατοι, έσχατοι και υπέρτατοι εντολείς είναι τα κράτη-μέλη, αυτό σημαίνει ότι ανεξάρτητα των περιθωρίων δοτής αρμοδιότητας που αφήνονται στους υπερεθνικούς θεσμούς τα διακυβερνητικά όργανα θα συνεχίσουν να είναι αυτά που θα μπορούν να καταργούν, δημιουργούν και επιφέρουν μεταβολές στις αρμοδιότητες και στις λειτουργίες των υπερεθνικών θεσμών.

            Σ’ ένα τέτοιο σύστημα, ενώ οι διακυβερνητικές διασκέψεις –και οι ίδιοι οι θεσμοί με πρωτοβουλίες που διευρύνουν τις αρμοδιότητές τους εντός των πλαισίων που θέτουν τα κράτη μέλη– δυνατό να μεγεθύνονται διαρκώς, αυτό μπορεί να λαμβάνει χώρα εντός του πλαφόν που θέτει η σχέση «εμείς τα κράτη οι εντολείς» και «εσείς οι υπερεθνικοί θεσμοί οι εντολοδόχοι».

            Εάν δεν υπάρξουν επαναστατικές αλλαγές των κοσμοθεωρητικών θεμελίων του ευρωπαϊκού κοινωνικού περιβάλλοντος ποτέ οι διακυβερνητικές διασκέψεις δεν πρέπει να αναμένεται να υπερβούν ουσιαστικά αυτό το θεσμικό και πολιτικό πλαφόν.

            Το κατά πόσο αυτό είναι εφικτό είναι μια άλλη υπόθεση που για να τύχει σοβαρής συζήτησης απαιτεί πρωτίστως απουσία ιδεολογικών προκαταλήψεων και κενών ρητορικών εξάρσεων που κατά κανόνα εισρέουν στις συζητήσεις για την διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

 Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει αμφιβολία πως ενστικτωδώς τουλάχιστον οι κυβερνήσεις και οι κοινωνίες που αντιπροσωπεύουν έχουν επίγνωση των θεμελιωδών χαρακτηριστικών του συστήματος και αυτό είναι ακριβώς το νόημα του «αμφιλεγόμενου» συμβιβασμού του «Λουξεμβούργου του 1966» όσο και της συζήτησης που ακολούθησε έκτοτε για τα όρια, τους περιορισμούς και τις προϋποθέσεις των πλειοψηφικών αποφάσεων[9].

            Για να γίνω πιο σαφής, τα τελευταία πενήντα χρόνια, ναι μεν οικοδομήθηκαν υπερεθνικοί θεσμοί πλην όμως στερούνται κοινωνικοπολιτικής αυτονομίας και ως προς τις έσχατες συνέπειές τους τελικοί κριτές είναι τα κυρίαρχα κράτη μέλη που λειτουργούν υπό καθεστώς ισοτιμίας, συνήθως με ομοφωνία-συναίνεση και επί συνταγματικών θεμάτων πάντοτε με ομοφωνία. Για να διατυπώσω αυτή τη θέση ρητά, εάν δεν υπάρξει ευρωπαϊκή κοινωνική ολοκλήρωση, στην Ευρώπη θα έχουμε «Ένωση Κρατών» και όχι ευρωπαϊκή κοινωνικοπολιτική ολοκλήρωση.

            Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον δημοκρατία σημαίνει διακρατική ισοτιμία και ομόφωνες αποφάσεις, κάτι που όλως περιέργως δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από όσους συχνά καλούν για πλειοψηφικές αποφάσεις που αναπόδραστα διολισθαίνουν σε αυταρχισμό, αξιώσεις ισχύος και υπονόμευση του κοινοτισμού. Ακόμη πιο συχνά, παρουσιάζεται το παράδοξο κάποιοι να αξιώνουν ταυτόχρονα «ισοτιμία» και πλειοψηφικές αποφάσεις, αγνοώντας ή παραβλέποντας πως εν τη απουσία ευρωπαϊκής κοινωνικής ολοκλήρωσης πρόκειται για αντιφατικές έννοιες.

 7. Λαϊκή κυριαρχία, υπερεθνική ολοκλήρωση και εντάσεις λόγω στρατηγικής ετερότητας

 Το ζήτημα που τίθεται σ’ αυτή την περίεργη σχέση εντολέα-εντολοδόχου είναι απλό. Όσο διευρύνονται οι αρμοδιότητες των υπερεθνικών οργάνων εντός του προαναφερθέντος πολιτικού και θεσμικού πλαφόν τόσο περισσότερο αναφύονται ζητήματα επαρκούς άσκησης λαϊκής κυριαρχίας και κοινωνικοπολιτικών ελέγχων και εξισορροπήσεων ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν αντίστροφα εύλογα –από την άποψη της αποτελεσματικότητας των θεσμών– αιτήματα για θεσμικές και πολιτικές ιεραρχήσεις στη βάση κριτηρίων ισχύος.

            Όπως σε κάθε πολιτειακό σύστημα, όπως προανέφερα, το ζήτημα είναι η εξουσία να μη θεωρείται ηγεμονική και τα μέλη να ανέχονται τις διακυμάνσεις της αλληλεγγύης που γίνονται στο όνομα της αποτελεσματικότητας. Στο επίπεδο των βιώσιμων πολιτειών, επαναλαμβάνεται, αυτό συμβαίνει επειδή υπάρχει επαρκής κοσμοθεωρητική και κοινωνική ενότητα που δεν αφορά μόνο ωφελιμιστικά κριτήρια αλλά ευρύτερες και βαθύτερες παραδοχές και έσχατα ερωτήματα του συλλογικού βίου. Κάποιος μπορεί να εκλογικεύει άνευ ορίων ή να εξορκίζει αυτά τα υπαρκτά εγγενή ζητήματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αλλά δεν αναιρεί το γεγονός ότι, πρώτο, παραμονεύουν ως μεγάλα προβλήματα στα θεμέλια του υπερεθνικού εποικοδομήματος και δεύτερο, ότι σε περιόδους κρίσεων δυνατό να προκαλέσουν φαινόμενα που κάποιος δύσκολα θα μπορούσε να προβλέψει.        

 Το συναφές ζήτημα της στρατηγικής ετερότητας είναι ένα άλλο μεγάλο και γι’ αυτό θα θιγεί μόνο επιγραμματικά. Στο τομέα των πολιτικοστρατηγικών ζητημάτων, όλοι γνωρίζουμε πως τις πέντε τελευταίες δεκαετίες τα κράτη-μέλη επέλεξαν να περιορίσουν την συνεργασία σε αμιγώς διακυβερνητικά πλαίσια. Επιπλέον, τουλάχιστον για πολλά από αυτά, για λόγους που ερμηνεύονται εύκολα, η σημασία της Ατλαντικής Συμμαχίας δεν έπαυσε ποτέ να ιεραρχείται πιο ψηλά από οποιαδήπότε αμυντικοδιπλωματική διευθέτηση αποφασίζεται στο επίπεδο της Ευρώπης. Επιπρόσθετα, σημειώνεται ότι το φαινόμενος της διαχρονικής άρνησης των μελών να δεχθούν υπερεθνικές διευθετήσεις στα πολιτικοστρατηγικά ζητήματα παρατηρείται παρά το γεγονός ότι διαρκώς τρίτοι παράγοντες εκτός Κοινότητας ζητούν ή θεωρούν ως δεδομένο πως η Ευρώπη πρέπει να μιλά με μια φωνή τόσο επί ζητημάτων που συναρτώνται με την οικονομική ολοκλήρωση όσο και επί των υπόλοιπων διεθνών προβλημάτων. Συναφώς, επίσης, αυτό παρατηρείται παρά το γεγονός ότι οι ολοένα διευρυνόμενες υπερεθνικές οικονομικές ρυθμίσεις θέτουν επί τάπητος τόσο πολιτικά ζητήματα που καλούν για συλλογική θέση όσο και νομικά ζητήματα που συχνά φέρνουν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σε δύσκολη θέση[10].

            Η ουσία αυτών των στάσεων και συμπεριφορών, εν τούτοις, δεν βρίσκεται στην παράλειψη υιοθέτησης θεσμικών ρυθμίσεων αλλά στο γεγονός της εθνικής-κρατικής κοινωνικοπολιτικής ετερότητας που συνυπάρχει με τους υπερεθνικούς θεσμούς και που θέτει το πολιτικό και θεσμικό πλαφόν στο οποίο αναφέρθηκα πιο πάνω.

 Ενώ λοιπόν τα κράτη-μέλη επένδυσαν ουκ ολίγα στους ωφελιμιστικούς τομείς, στα πολιτικοστρατηγικά ζητήματα βασίζουν τις αποφάσεις τους σε κριτήρια κατανομής ισχύος με κύριο χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς τους την εθνική ισχύ και τις ισχυρές συμμαχίες.

       Ακριβώς, η εικόνα της Ευρώπης τόσο κατά τη διάρκεια της γερμανικής επανένωσης την περίοδο 1988-92 όσο και κατά τη διάρκεια της κρίσης του Ιράκ την άνοιξη του 2003 αποτελούν περιπτώσεις που δυνατό να βοηθήσουν κάποιο να κατανοήσει εύκολα την πολιτικοστρατηγική δομή του ευρωπαϊκού χώρου. Τι παρατηρείται σ’ αμφότερες τις περιπτώσεις;

            Πρώτο, ετεροτητα στρατηγικών προσανατολισμών.

            Δεύτερο, πολιτικές διαιρέσεις που έτεμναν την Ευρώπη καθέτως και εγκαρσίως.

            Τρίτο, παντελή έλλειψη πολιτικής συνοχής ή στοιχειωδών συγκλίσεων όσον αφορά τα μεγάλα ζητήματα του κόσμου (πιο συγκεκριμένα τον ρόλο των διεθνών θεσμών, τα κριτήρια των διεθνών επεμβάσεων, το ζήτημα των όπλων μαζικής καταστροφής, την άνιση ανάπτυξη και την αντιμετώπιση των περιφερειακών προβλημάτων).

            Τέταρτο, καιροσκοπικές θέσεις και στάσεις αυτών που σύμπραξαν με τις ΗΠΑ κατά τη κρίση του Ιράκ όπως η Ισπανία και η Ιταλία αλλά και άλλων που υιοθέτησαν στάση επιτήδειου ουδέτερου σχοινοβατώντας καιροσκοπικά.

            Αυτό που θα ήθελα να τονίσω είναι ότι με αυτές οι συμπεριφορές δεν είναι εξαίρεση ή συγκυριακές. Κατοπτρίζουν το πραγματικό κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον της Ευρώπης και αποτελούν πρόκληση που καλεί για ψύχραιμες, υπεύθυνες και ρεαλιστικές εκτιμήσεις για τη δομή, τον χαρακτήρα και τον ρόλο της ΕΕ στον σύγχρονο κόσμο.

 Αφετηρία κάθε σκέψης για το θέμα αυτό είναι το πασίδηλο γεγονός πως πέντε δεκαετίες μετά την ίδρυσή της η ΕΕ είναι αφενός ένα τεράστιο εποικοδόμημα αλληλεξαρτούμενων οικονομιών και συνεταιρικών θεσμών και αφετέρου ένα σύστημα κρατών του οποίου τα κράτη-μέλη χαρακτηρίζονται από οξεία στρατηγική και κοινωνική ετερότητα. Η στρατηγική ετερότητα είναι ιδιαίτερα έντονη στο επίπεδο των τριών μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων ενώ η κοινωνική ετερότητα κατοπτρίζεται στο γεγονός πως παρά τους ποικίλους δεσμούς στο πλαίσιο της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης οι κοινωνίες –ενδεχομένως αναμενόμενα– συνεχίζουν να εδράζονται πάνω σε διακριτές οικείες κοσμοθεωρίες και διακριτά ηθικοκανονιστικά συστήματα

 Αυτή η ετερότητα, τονίζεται, δεν εκδηλώθηκε για πρώτη φορά. Ήταν παρούσα στις αφετηριακές συζητήσεις της ΕΑΚ/ΕΠΚ, η ύπαρξή της επιβεβαιώθηκε με τις κρίσεις της δεκαετίας του 1960, αναδείχθηκε ξανά στην κρίση του 1973, καταδείχθηκε όταν προσπάθειες δεκαετιών στο πλαίσιο της ΕΠΣ δεν οδήγησαν σε ένα ουσιαστικό ρόλο στο Μεσανατολικό ή κάποιο άλλο διεθνές πρόβλημα και ξέσπασαν στην μεγαλύτερη ίσως κρίση της Κοινότητας στην φάση της Γερμανικής επανένωσης την περίοδο 1989-91. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 το modus vivendi που συμφωνήθηκε και εδραιώθηκε είναι πως από τη μια πλευρά θα ενισχυθεί το κοινοτικό κεκτημένο με την νομισματική και οικονομική ενοποίηση και από την άλλη πλευρά τα  κράτη θα συνεχίσουν να είναι οι ύστατοι εντολείς των εντολοδόχων υπερεθνικών θεσμών. Ταυτόχρονα, το status quo στα θέματα άμυνας και στρατηγικής διαιωνίστηκε με την εθνικές στρατηγικές και την Ατλαντική Συμμαχία να βρίσκονται στις ψηλότερες βαθμίδες των προτεραιοτήτων των κρατών μελών. 

 8. Τα ανοικτά ζητήματα της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

 Προσπερνώ το ζήτημα του Ευρωπαϊκού Συντάγματος και στέκομαι στα μεγάλα ανοικτά ζητήματα της Ευρώπης τα οποία θα πρέπει να αντιμετωπίσει είτε στο πλαίσιο Διακυβερνητικών Διασκέψεων είτε στο πλαίσιο της καθημερινής λήψης αποφάσεων είναι τα εξής:

 1. Tο μέλλον της λαϊκής κυριαρχίας και γενικότερα της δημοκρατίας σ’ ένα σύστημα κρατών με διεθνικούς, υπερεθνικούς, υπερκρατικούς και διακυβερνητικούς θεσμούς και διαδικασίες.

 2. H επίλυση του προβλήματος της άνισης ανάπτυξης εθνικών-κρατικών συστημάτων στην Eυρώπη, τα οποία παρά τις επί δεκαετίες προσπάθειες σύγκλισης και παρά τη «συγχώνευσή» τους στην οικονομική και νομισματική ένωση διακρίνονται για τις μεγάλες διαφορές στις αναπτυξιακές τους δυνατότητες. H υιοθέτηση της ONE, για παράδειγμα, δημιουργεί πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι μέχρι σήμερα αλληλεξάρτηση και ενδεχομένως δυναμική «συγχώνευσης» των οικονομιών. Όμως είναι άλλο πράγμα η οικονομική ολοκλήρωση και άλλο η ανάπτυξη δυναμικής κοινωνικής ολοκλήρωσης. Αυτό ασφαλώς ισχύει πολύ περισσότερο στους τομείς της διπλωματίας, της άμυνας και της ασφάλειας.

 3. Παρά τα επιτεύγματα της οικονομικής ολοκλήρωσης πέντε δεκαετιών η προσαρμογή των κοινωνικών συντελεστών των κρατών-μελών σ’ έναν δημόσιο ευρωπαϊκό χώρο με τρόπο που θα διασφαλίζει τα δημοκρατικά δικαιώματα και την κοινωνική αλληλεγγύη σε πανευρωπαϊκό επίπεδο είναι ακόμη σε νηπιακή ηλικία.

     Aσφαλώς αυτό συντελείται σταδιακά. Πλην όμως, όπως πολλοί αναλυτές όλων των παραδοχών σημειώνουν, η ολοένα μεγαλύτερη συνειδητοποίηση του δημοκρατικού ελλείμματος (το οποίο διαρκώς αυξάνει, ενόσω το κοινοτικό σύστημα βαθαίνει και διευρύνεται) συνοδεύεται από ολοένα μεγαλύτερη συνειδητοποίηση του προβλήματος που δημιουργείται, όσον αφορά την άσκηση λαϊκής κυριαρχίας αλλά και όσον αφορά τα έσχατα ερωτήματα κοσμοθεωρητικού και στρατηγικού προσανατολισμού του εγχειρήματος της ολοκλήρωσης.

            Για τους λόγους αυτούς το κοινοτικό σύστημα πόρρω απέχει από το να έχει σταθεροποιήσει προσεγγίσεις διακυβέρνησης που δημιουργούν συνθήκες ανεπίστροφης ισορροπίας μεταξύ εθνικής-κρατικής ετερότητας και υπερεθνικών ή άλλων κανονιστικών δομών.

            Στο πλαίσιο της ίδιας προβληματικής θα μπορούσαν να αναφερθούν οι εν δυνάμει αντιφάσεις και δυσκολίες λόγω ταυτόχρονων αιτημάτων διεύρυνσης και εμβάθυνσης, γεγονός που δημιουργεί δυναμική θεσμικής και πολιτικής διαφοροποίησης των κρατών-μελών.

 Οι ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις που συχνά ακούονται περί νέων μορφών ευρωπαϊκής διακυβέρνησης στην εποχή της παγκοσμιοποίησης όπως «έμμεση δημοκρατίας μεγάλων χώρων» και χώρων «πολλών θεσμικών επιπέδων και υψηλής αλληλεξάρτησης» δεν είναι βάση μακρόχρονων ρυθμίσεων επειδή στερούνται κοινωνικοπολιτικής νομιμοποίησης και επειδή βρίσκονται σε δυσαρμονία με τον σύγχρονο πολιτικό πολιτισμό των κρατών-μελών.

 4. Kρίσιμης σημασίας ζήτημα, επίσης, είναι η αλληλεγγύη με την ευρύτερη έννοια του όρου. Δηλαδή αλληλεγγύη για ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη, διπλωματική και αμυντική αλληλεγγύη και πολιτισμικές μεθέξεις που θα αυξήσουν τους πνευματικούς δεσμούς σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο.

            Αυτοί οι παράγοντες, θα μπορούσε να υπογραμμιστεί, είναι ενδεχομένως αποφασιστικής σημασίας για τη διαμόρφωση ενός ευρωπαϊκού κοινωνικοπολιτικού χώρου και ενός δικαιακού χαρακτήρα δημόσιου ευρωπαϊκού χώρου.

 Η θέση που υποστηρίζουμε είναι ότι η ολοκλήρωση σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο δεν είναι ζήτημα μόνο νομικών, ωφελιμιστικών ή θεσμικών ρυθμίσεων αλλά και, όπως το έθεσε ο Jean Monnet, ζήτημα «ένωσης ανθρώπων».

 Μια εκτίμηση γενικού χαρακτήρα είναι ότι, η διαιωνιζόμενη εθνική-κρατική ετερότητα πολιτικών συστημάτων, πολιτισμών και πολιτικοστρατηγικών ζητημάτων και ο τρόπος που παρά την οικονομική ολοκλήρωση οι εθνικές-κρατικές αξιώσεις κυριαρχίας διαπλέκονται, καθιστούν την ΕΕ ένα κοινωνικοπολιτικό γρίφο που δεν αφήνει αξιόπιστες προβλέψεις για το μέλλον.

 Μήπως, θα μπορούσε να διερωτηθεί κάποιος, η άνιση ανάπτυξη και τα διλήμματα ασφαλείας –ιδιαίτερα μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων– παραμονεύουν ανέγγιχτα πίσω από τους υπερεθνικούς θεσμούς, την υπερεθνική ρητορεία και τις ωφελιμιστικές συναλλαγές;      

            Ένας μεγάλος διεθνολόγος, ο Hedley Bull, έθεσε το ζήτημα αυτό τη δεκαετία του 1980 όταν υποστήριξε πως πολλά επιφαινόμενα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο ενός κοινωνικοπολιτικά και στρατηγικά ανομοιόμορφου χώρου ενδεδυμένου κοινά αποδεκτές κανονιστικές ρυθμίσεις και ωφελιμιστικές συναλλαγές που δεν αλλοιώνουν στο παραμικρό τον θεμελιωδώς την εθνική-κρατική ετερότητα[11].

            Εάν ούτως έχουν τα πράγματα, υποστήριξε ο Bull σ’ αυτή την πολυσυζητημένη και σήμερα εξαιρετικά επίκαιρη ανάλυση το ευρωπαϊκό υπερεθνικό εποικοδόμημα είναι ευάλωτο στις διεθνείς διακυμάνσεις και στις ενδοευρωπαϊκές ανακατανομές ισχύος. Κανένας αναλυτής ή πολιτικός ηγέτης δεν μπορεί να παραβλέψει το γεγονός ότι τόσο στην φάση της γερμανικής επανένωσης όσο και στη κρίση του Ιράκ το 2003 η ανάλυση του Bull επιβεβαιώθηκε με μαθηματική ακρίβεια.

 Συναφώς, θα τονίζαμε ξανά πως αν και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι μια suis generis διακρατική εμπειρία που συνεχώς εμπλουτίζει και ανανεώνει τα κανονιστικά εποικοδομήματα, η εθνική-κρατική ετερότητα στα θεμέλια του συστήματος το καθιστά ευπαθές στις δομικές αλλαγές του διεθνούς συστήματος και στις εσωτερικές ανακατανομές ισχύος.

            Ακόμη πιο σημαντικό, σ’ αντίθεση με τα δοκιμασμένα στο χρόνο βιώσιμα πολιτειακά συστήματα τα οποία είναι προικισμένα με θεμελιώδεις συλλογικές κοσμοθεωρητικές παραδοχές και σφαιρικά ηθικοκανονιστικά συστήματα, το υπερεθνικό πείραμα της Ευρώπης τα στερείται. Ένα είναι σίγουρο: Δεν μπορεί να αποκτήσει τέτοιες συλλογικές παραδοχές με διατακτικό τρόπο ή με πρόταξη ωφελιμιστικών καρότων ή άνωθεν ορισθέντων θεσμικών επιταγών. Όπως σημείωσε ο Ernst Haas, στη γνωστή παραδοχή του το 1966, «τα πραγματιστικά συμφέροντα απλώς επειδή είναι πραγματιστικά και δεν ενισχύονται με βαθιές ιδεολογικές και φιλοσοφικές δεσμεύσεις είναι εφήμερα»[12]. Για να αναφερθώ σε ένα ακόμη μεγάλο στοχαστή, τον Raymond Aron[13], σημείωσε ότι στο παρελθόν οι αυτοκρατορίες καταργούσαν με βίαιο και γενοκτονικό τρόπο τα κυρίαρχα κράτη και τα ενσωμάτωναν στην δική τους μεγαλύτερη κυριαρχία. Εάν αυτό γίνει στην Ευρώπη με εθελούσιο τρόπο στην Ευρώπη δεν θα είναι μια αλλαγή εντός της ιστορίας αλλά αλλαγή της ιστορίας που θα αλλάξει το πρόσωπο του κόσμου.

            Για πολλούς αυτά τα ερωτήματα της επιστημονικής μελέτης ίσως να είναι περιττά. Για τους απλούς ανθρώπους και κυρίως για τους πολιτικούς που εμπλέκονται στην καθημερινή διυποκειμενική εμπειρία είναι δυνατό να εκτιμήσουν πιο βάσιμα και πιο έγκυρα από ένα ακαδημαϊκό την ευρωπαϊκή πολιτική πραγματικότητα. Θα πρόσθετα πως ενδεχομένως έχουν ήδη απαντήσει σ’ αυτά τα υπαρξιακά ερωτήματα με την άρνησή τους σ’ όλες τις διακυβερνητικές των τελευταίων δεκαετιών να αλλάξουν, πριν επέλθει κοσμοθεωρητική και κοινωνική ολοκλήρωση, τον θεμελιώδη χαρακτήρα της σχέσης «εντολέας-εντολοδόχος» στο θεσμικό και πολιτικό σύστημα της Ευρώπης. 

 Αν κάτι είναι σίγουρο, πάντως, είναι ότι, ανεξαρτήτως του πόσο σημαντική είναι η ΕΕ για ένα κράτος-μέλος, τόσο στην Ευρώπη όσο και στον κόσμο το έθνος-κράτος θα παραμείνει το θεμέλιο των διακρατικών σχέσεων, ο κύριος κοινωνικοπολιτικός χώρος διανεμητικής δικαιοσύνης και το έσχατο μέσο άμυνας και ασφάλειας των πολιτών του. Εν τούτοις, όλως περιέργως πολλοί βιάζονται να το αποδυναμώσουν ή ακόμη και να το καταργήσουν. Στην Κύπρο, επιπλέον, η συζήτηση εστιάζεται όχι στις προσεγγίσεις δημιουργίας μιας ακόμη πιο ισχυρής Κυπριακής Δημοκρατίας μέλους της ΕΕ αλλά στις προσεγγίσεις διάλυσής της, κατακερματισμού της και ακύρωσής της ως αποτελεσματικού μέλους της ευρωπαϊκής οικογένειας.

 9. Παιδεία, ολοκλήρωση και η Κύπρος

  Εάν θεωρήσουμε ως ορθή την εκτίμηση ότι στην Ευρώπη συνυπάρχουν οι υπερεθνικοί και με τους διακυβερνητικούς θεσμούς και ότι οι δεύτεροι είναι οι εντολείς των πρώτων, η παιδεία θα συνεχίσει επί μακρόν να αποτελεί περισσότερο υπόθεση των κοινωνιών και των κυβερνήσεων των κρατών-μελών και λιγότερο υπόθεση των υπερεθνικών οργάνων. Εάν σταθούμε στην διάκριση που έγινε πιο μπροστά μεταξύ παιδείας και εκπαίδευσης σημειώνουμε πως στο ευρωπαϊκό επίπεδο απουσιάζουν ηθικοκανονιστικά και ηθικοφιλοσοφικά κριτήρια διαμόρφωσης των ατόμων. Στο υπερεθνικό επίπεδο υπάρχουν κανονιστικές δομές που αφορούν τα καταναλωτικά κυρίως ζητήματα αλλά δεν υπάρχουν ηθικοκανονιστικές δομές που διαμορφώνουν τον άνθρωπο ηθικοφιλοσοφικά. Μόνο τα κράτη-μέλη και οι φορείς τους είναι προικισμένα με τέτοιες δομές και γι’ αυτό η παιδεία αναπόφευκτα θα παραμείνει επί μακρόν ακόμη υπόθεση των εθνικών κοινωνιών και των θεσμών τους.

            Ασφαλώς, τόσο όσον αφορά την εκπαίδευση όσο και άλλους λειτουργικούς τομείς υπάρχει άφθονο πεδίο για υπερεθνικές ρυθμίσεις που αφορούν ζητήματα όπως η ενίσχυση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων των μελών, η βελτίωση των τεχνικών μετάδοσης γνώσης στα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τεχνολογικών αναβαθμίσεων που υποβοηθούν τις συναλλαγές και πολλών άλλων εναρμονίσεων που αφορούν την οικονομική ολοκλήρωση και την ανάπτυξη των συναλλαγών.

 Όσον αφορά την Κύπρο, τέλος, και για να το αναφερθώ μόνο υπαινικτικά στις συντρέχουσες διαδικασίες επίλυσης του πολιτικού προβλήματος, η συμμετοχή του κυπριακού κράτους στις διαδικασίες εναρμονισμού των εκπαιδευτικών πολιτικών, όπως και με τα υπόλοιπα ζητήματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, απαιτούν να υπάρχει ένα εσωτερικά ενιαίο πολιτειακό σύστημα. Αυτό επειδή οι αποφάσεις λαμβάνονται βασικά στο επίπεδο του κράτους-μέλους και οι αντιπρόσωποί του στη συνέχεια εισέρχονται σε διαπραγματεύσεις υπερεθνικών και άλλων ρυθμίσεων που οδηγούν σε αποφάσεις οι οποίες δημιουργούν το κοινοτικό και ταυτόχρονα εθνικό δίκαιο. Στην ΕΕ εντολείς είναι τα κράτη και εντολοδόχοι είναι οι υπερεθνικοί θεσμοί. Γι’ αυτό η λειτουργία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης απαιτεί ισχυρά κράτη, ισχυρούς εθνικούς πολιτισμούς, ισχυρές κοινωνίες, ισχυρές οικονομίες, ισχυρούς εθνικούς θεσμούς και ορθολογιστική συμμετοχή στην ΕΕ που εδράζεται σε ρητά διατυπωμένα εθνικά συμφέροντα. Χωρίς τα κράτη, η Ευρώπη των Πατρίδων δεν θα παύσει να υπάρχει. Όμως όπως εξελίσσεται η ΕΕ είναι δυνατό μερικά κράτη να είναι ζωντανά μέλη και δημιουργικοί συντελεστές του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι και άλλα κράτη να είναι παραλυμένες πολιτείες των οποίων η συνεισφορά και τα οφέλη στην διαδικασία ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα μηδενίζονται λόγω οικείων δυσλειτουργιών του πολιτειακού συστήματος.

            Τέλος, θα ήταν παράλειψη εάν δεν τόνιζα ότι η συμμετοχή ενός κράτους στην ΕΕ αν και ύψιστης πολιτικής και θεσμικής σημασίας είναι μια μόνο πτυχή της εθνικής ζωής. Ιδιαίτερα όσον αφορά την Κύπρο, υπενθυμίζω ότι με ιδρώτα και αίμα τις τελευταίες δεκαετίες οι κύπριοι έκτισαν μια ισχυρή Κυπριακή Δημοκρατία που πολλές κοινωνίες θα ζήλευαν. Οι θεσμοί είναι ισχυροί και εδραίοι, η κυβερνητική μηχανή μια από τις πιο αποτελεσματικές της Ευρώπης και η κυπριακή οικονομία, τηρώντας πάντα τις αναλογίες μεγέθους, μια από τις πιο ισχυρές της Μεσογείου. Η ευημερία, η ασφάλεια και οι σχέσεις με τον υπόλοιπο κόσμο εξαρτώνται από την ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας η οποία θυσιαστεί στον βωμό πειραματικών πολιτειακών ρυθμίσεων θα αποτελέσει αναμφίβολα αίτιο μεγάλης δυστυχίας των κυπρίων την οποία δεν θα αντισταθμίζει η ιδιότητα του μέλους της ΕΕ.

            Ένα εσωτερικά παραλυμένο κυπριακό κράτος σημαίνει πρώτο, ότι αποφάσεις δύσκολα θα λαμβάνεται οποιαδήποτε απόφαση, και δεύτερο, ότι δεν θα συμμετέχει αποτελεσματικά στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, δηλαδή θα είναι ένα περίπου κράτος μη-μέλος. Ως ένας από τους πρωτεργάτες της ενταξιακής πορείας της Κύπρου, όμως, υπενθυμίζω ότι σκοπός της υποβολής αίτησης ένταξης ήταν η επανένωση του νησιού υπό συνθήκες δημοκρατίας και λειτουργικότητας, αγαθά που διασφαλίζονται μόνο με την άνευ συμβιβασμών επέκταση του κοινοτικού νομικού κεκτημένου και του κοινοτικού πολιτικού πολιτισμού στην Κυπριακή Δημοκρατία. Οτιδήποτε πιο κάτω από αυτό σημαίνει μεγάλες περιπέτειες για αμφότερες τις κοινωνικές οντότητες της Κύπρου.


[1] Το παρόν κείμενο συμπεριλαμβάνει στοιχειώδεις μόνο παραπομπές και κατά κύριο λόγο σε προγενέστερες μελέτες του γράφοντος. Ο ενδιαφερόμενος για αναλύσεις του γράφοντος και παραπομπές σε αναλύσεις άλλων περί την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση που θεμελιώνουν τις θέσεις που αναφέρονται εδώ, μπορεί να ανατρέξει στις πιο κάτω δημοσιεύσεις του γράφοντος. 1.EUROPEAN POLITICAL COOPERATION, towards a framework of supranational diplomacy? England: Gower Publishers 1987 (http://www.amazon.co.uk/exec/obidos/search-handle-url/index=books-uk&field-author=Ifestos%2C%20Panayiotis/026-4702892-8879662). 2. NUCLEAR STRATEGY AND EUROPEAN SECURITY DILEMMAS, Towards an Autonomous European Defence System? England: Gower Publishers 1988 (http://www.amazon.co.uk/exec/obidos/search-handle-url/index=books-uk&field-author=Ifestos%2C%20Panayiotis/026-4702892-8879662). 3. «Η ΑΙΤΗΣΗ ΕΝΤΑΞΗΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ Η ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ (1987 -1992)», μέρος Β' στο Ήφαιστος Π.  & Τσαρδανίδης Χ., Οι Σχέσεις της Κύπρου με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες 1972 – 1992. Αθήνα: Παπαζήσης. 4. «ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟ 2000», μέρος Β στο Ήφαιστος Π. & Τσαρδανίδης Χ., Το Ευρωπαϊκό σύστημα Ασφαλείας και η Ελληνική - Εξωτερική Πολιτική προς το 2000. Αθήνα: Σιδέρης 1992. 5. ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΜΥΝΑ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ  ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ, Η Ευρώπη των  πολλών Ταχυτήτων και κατηγοριών κατά της Ευρωπαϊκής Ιδέας Αθήνα: Οδυσσέας 1994. 6. ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ. Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας, Γερμανίας.. Αθήνα: Ποιότητα 2000 (http://www.piotita-publishers.gr/Panagiotis_Ifestos.htm). 7. ΘΕΩΡΙΑ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗΣ Αθήνα: Ποιότητα 1999 (http://www.piotita-publishers.gr/Panagiotis_Ifestos4_T.htm) 8. ΕΥΡΩΑΤΛΑΝΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ Αθήνα: Ποιότητα 1999 (http://www.piotita-publishers.gr/Konstantinos_Arvanitopoulos.htm). 9. ΚΟΣΜΟΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΞΙΩΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ, Ευρωπαϊκή Άμυνα, Ασφάλεια και Πολιτική Ενοποίηση. Αθήνα: Ποιότητα 2001 (http://www.piotita-publishers.gr/Panagiotis_Ifestos2.htm). 10. ΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΩΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ. Διαδρομή, αντικείμενο, περιεχόμενο και γνωσιολογικό περιεχόμενο (http://www.piotita-publishers.gr/Panagiotis_Ifestos6_P.htm) (το τελευταίο αφορά άμεσα την ΕΕ σε ένα τουλάχιστον κεφάλαιο και έμμεσα αλλά ζωτικά στα υπόλοιπα).

2. Haas Ernst, «International Integration: The European and the Universal Process» στο Hodges Michael (ed.) European Integration (Penguin, Harmondsworth, 1972), σελ. 92.

3. Haas Ernst, The Uniting of Europe (Stanford Univ. Press, Stanford, 2nd ed., 1958), σελ. 16.

[4] Για την ανάλυση του γράφοντος ως προς αυτό το ζήτημα βλ. το Θεωρία Διεθνούς και Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2000)

[5] Αυτά τα ζητήματα κοινωνικοπολιτικής οντολογίας έχουν αναλυθεί εκτενώς από τον υποφαινόμενο στο Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης, ό.π. ιδ. κεφ. 2.

[6] Μερικοί μάλιστα ίσως υποστηρίξουν ότι «μεταβλητές γεωμετρίες», δημιουργία κρατών πρώτης και δεύτερης τάξης, αυξημένοι ρόλοι λόγω ισχύος και μειωμένοι λόγω αδυναμίας, κτλ. δεν είναι κατ’ ανάγκη καταστροφή αλλά ένα άλλο ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα που ξαναϋπήρξε στο παρελθόν. Κάποιος, όμως, θα πρέπει να γνωρίζει πως ένα τέτοιο κλασικό σύστημα –το οποίο σε κάθε περίπτωση ισχύει στον υπόλοιπο κόσμο– στηρίζεται στην διαρκή εξισορρόπηση ισχύος και συμφερόντων δεν θα είναι κατ’ ανάγκη πάντα σταθερό. Επιπλέον, τα ιστορικά παραδείγματα δείχνουν πως η αλληλεξάρτηση εάν δεν τυγχάνει επιτυχούς διαχείρισης οδηγεί σε σφοδρές συγκρούσεις ακύρωσής της και αναδιανομής των αγαθών μεταξύ των ενδιαφερομένων. Μια από τις ιδιομορφίες του κοινοτικού συστήματος, ακριβώς, είναι ότι το sui generis μικρό σύστημα υπερεθνικότητας και διακυβερνητισμού διαχειρίζεται την οικονομική και πολιτική αλληλεξάρτηση μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών. Για όσους είναι εξοικειωμένοι με την ανάλυση για τα αίτια πολέμου και ιδίως την άνιση ανάπτυξη, γνωρίζουν πως αυτή και μόνο η πτυχή του κοινοτικού συστήματος συνιστά «διακρατική επανάσταση». Το ζήτημα του κατά πόσο αυτή η επανάσταση μπορεί να «εξαχθεί» είναι μια άλλη υπόθεση.

[7] Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, όπως πολλοί και συχνά επισημαίνουν, κατά το πλείστον αποτελεί υπόθεση των ελίτ που παίρνουν τις αποφάσεις μετά από συνήθως στοιχειώδεις μόνο συζητήσεις στο εθνικό επίπεδο. Σπάνια ο «απλός άνθρωπος» κατανοεί την ειδοποιό διαφορά μεταξύ ενός αμιγούς υπερεθνικού μορφώματος που προϋποθέτει κοινωνικοπολιτική ολοκλήρωση και «μετάθεση πίστης, νομιμοφροσύνης, προσδοκιών και εξουσιών στο υπερεθνικό επίπεδο ούτως ώστε να δημιουργηθεί μια νέα πολιτική κοινότητα» (Haas 1948) και ενός διακυβερνητικού συστήματος η ευρωστία του οποίο εξαρτάται από την δυνατότητα ομόφωνων αποφάσεων, από τις συναινετικές αποφάσεις και την ενίσχυση των κανονιστικών δομών των κρατών-μελών 

[8] Οι οποίοι απ’ ότι γνωρίζω σπάνια συμφωνούν επί του θέματος.

[9] Το ζήτημα αυτό έχει εξεταστεί εκτενώς στο Ifestos 1987 κεφ. 17.

[10] Για το θέμα αυτό βλ. Ήφαιστος 2002 κεφ. 15.

[11] Βλ. 1982 σ. 163. Το πλήρες απόσπασμα του σχετικού εδαφίου είναι το εξής: «Δεν υπάρχει υπερεθνική κοινότητα στην Δυτική Ευρώπη. Υπάρχει μια ομάδα κρατών (επιπλέον, εάν υπήρχε μια υπερεθνική εξουσία στη Δυτική Ευρώπη θα ήταν πηγή αδυναμίας και όχι ισχύος ως προς την αμυντική πολιτική. Αυτό που είναι πηγή ισχύος στην Ευρώπη είναι το έθνος-κράτος – δηλαδή η Γαλλία, η Γερμανία, η Βρετανία – και η ικανότητά τους να εμπνεύσουν πίστη και νομιμοφροσύνη στα θέματα του πολέμου). Ένα κονσέρτο κρατών, των οποίων η βάση είναι μια περιοχή ως προς την οποία πιστεύεται πως υπάρχουν κοινά συμφέροντα μεταξύ των μεγαλυτέρων δυνάμεων (της περιοχής), αντίληψη η οποία ενισχύεται από πολλές διαδικασίες διαβουλεύσεων στις οποίες συμμετέχουν και μικρότερες δυνάμεις καθώς και διεθνείς οργανισμοί. Η ιστορία των Ευρωπαίων είναι μια ιστορία εγγενούς-ενδημικής σύγκρουσης. Εάν πρόσφατα απέκτησαν τη συνήθεια της συνεργασίας (σημείωση: στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης), αυτό έγινε υπό την ομπρέλα των ΗΠΑ και υπό την απειλή εξ ανατολών. Ακόμη και η απλή σκέψη ότι τα ευρωπαϊκά κράτη συνιστούν μια “κοινότητα ασφαλείας” ή μια “περιοχή ειρήνης” είναι ευσεβής πόθος, εάν αυτό σημαίνει ότι πόλεμος μεταξύ τους δεν θα υπάρξει ξανά, και όχι ότι δεν υπήρξε τα τελευταία χρόνια και ότι είναι εκτός λογικής εάν υπάρξει ξανά» (1982, σ. 163)

[12] Βλ. 1966-7, σ. 327.

[13] Βλ.  1966 σ. 484.