Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής, Διεθνείς Σχέσεις-Στρατηγικές Σπουδές

Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών

www.ifestos.edu.gr  -- www.ifestosedu.gr  --  info@ifestosedu.gr  -- info@ifestos.edu.gr

 

Για μετάβαση στην κεντρική σελίδα, άνοιγμα σε άλλο παράθυρο, κλικ εδώ www.ifestos.edu.gr  ή www.ifestosedu.gr

 

Κυπριακό πρόβλημα και η ευρωπαϊκή προοπτική της Κυπριακής Δημοκρατίας: διαδρομή, σκοποί και αποτελέσματα

Δημοσιευμένο στο Η Κύπρος σήμερα μετά το σχέδιο Ανναν, Απόψεις, προοπτικές και συναφή ζητήματα, Ίδρυμα Διεθνών Νομικών Μελετών Καθηγητή Ηλία Κρίσπη και Δρ Α. Σαμαρά - Κρίσπη & Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών (Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα 2007) 

Παναγιώτης Ήφαιστος, εισήγηση σε Ημερίδα του Ιδρύματος Διεθνών Νομικών Μελετών Καθηγητού Η. Κρίσπη, Υπουργείο Εξωτερικών 3.6.2004

 Η διπλή επέμβαση της Χούντας και της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974 προκάλεσε αδιέξοδο: Αφενός η εκδίωξη του εισβολέα ήταν ανέφικτη λόγω στρατιωτικής και διπλωματικής αδυναμίας της Ελλάδας και της Κύπρου και αφετέρου η αποδοχή της συνομοσπονδίας που ζητούσε η Άγκυρα μετά την εισβολή δεν αποτελούσε βιώσιμη διέξοδο. Η συνομοσπονδία απορρίφθηκε επανειλημμένα από την ελληνική πλευρά, την τελευταία φορά στις 24ης Σεπτεμβρίου από την ίδια την κυπριακή κοινωνία. Εξαρχής, η Τουρκία δεν επιδίωκε την διχοτόμηση που πολύ εύκολα θα μπορούσε να επιβάλει αλλά την συνομοσπονδία γιατί έτσι θα καταργούσε την Κυπριακή Δημοκρατία και θα δημιουργούσε ένα ελεγχόμενο από αυτή παραπαίων κρατίδιο. Για να κατανοήσουμε τις προσπάθειες ευρωπαϊκή λύσης που εκτιμώ ότι ήδη απέτυχαν, ίσως διαπαντός, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε το αδιέξοδο που δημιουργήθηκε από το διττό γεγονός της στρατιωτικής και πολιτικής αδυναμίας μας.

            Οι συμφωνίες του 1977 και 1979 όταν η Κύπρος δέχθηκε την ομοσπονδία ήταν μια απελπισμένη προσπάθεια διεξόδου. Η αντίληψη που κυριάρχησε στην Κύπρο ήταν ότι με την βοήθεια των διεθνών θεσμών και της διεθνούς κοινής γνώμης οι κύπριοι θα έκαναν μερικές υποχωρήσεις –ένα «έντιμο, όπως έλεγαν συμβιβασμό»– όσον αφορά το εσωτερικό πολιτικό καθεστώς και η Τουρκία θα αποχωρούσε από την Κύπρο. Για τον όρο «δικοινοτική-διζωνική ομοσπονδία» επί ένα τέταρτο περίπου του αιώνα η ελληνική πλευρά επέμενε πάντοτε αταλάντευτα για 1ον) ενιαίο κράτος, 2ον) ενιαία κυριαρχία και ισχυρά ομοσπονδιακά όργανα, 3ον) αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων, αποστρατικοποίηση και εγκατάλειψη των αποικιακών «εγγυήσεων», 4ον) πλήρη και άνευ της παραμικρής εξαίρεσης σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, 5ον) δικαίωμα περιουσίας, επιστροφής των προσφύγων στις εστίες τους και δικαίωμα εγκατάστασης,  6ον) αποχώρηση όλων των εποίκων πολλοί από τους οποίους συμμετείχαν στην εισβολή, 7ον) ισότητα πολιτών και όχι ισότητα κοινοτήτων και 8ον) πολυμερείς εγγυήσεις κατά προτίμηση του ΟΗΕ και της ΕΕ. Αυτές δεν ήταν μαξιμαλιστικές θέσεις αλλά το ελάχιστα προαπαιτούμενα για την δημιουργία ενός βιώσιμου κράτους και κανείς δεν αμφισβητούσε αυτό το γεγονός μέχρι την εκδήλωση του σχεδίου Αναν το 2002. Μάλιστα, είναι γνωστό ότι το 1992 ο τότε Πρόεδρος Βασιλείου έχασε τις εκλογές γιατί ακριβώς υπήρχαν υποψίες ότι αποδεχόταν πτυχές του σχεδίου Γκάλι που δεν ήταν συμβατές με μερικές από αυτές τις απαράβατες και ορθολογιστικές αρχές οι οποίες και αποτελούσαν πάντοτε μέχρι και το Φθινόπωρο του 2002 (όταν εκδηλώθηκε το σχέδιο Αναν) την κόκκινη γραμμή των θέσεών μας [Ο κ Γλαύκος Κληρίδης κέρδισε τις εκλογές με σημαία την αποτρεπτική ισχύ-«μεραρχία», την «προώθηση της ένταξης στην ΕΕ» και επειδή αποκαλύφθηκε ότι ο απερχόμενος πρόεδρος Βασιλείου είχε δεχθεί παρασκηνιακά τις προτάσεις Γκουεγιάρ].

 

Πολλοί –μεταξύ των οποίων και ο υπογράφων– ήταν πολύ προβληματισμένοι για την σοφία αυτών των συμφωνιών και στην βάση αυτού του προβληματισμού υποστήριξαν ότι μια πιθανή διέξοδος ήταν η προώθηση της ιδέας μιας ευρωπαϊκής λύσης του κυπριακού προβλήματος. Μεταξύ άλλων, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, πολλοί υποστήριζαν μετά επιτάσεως ότι αυτές οι συμφωνίες είναι ατελέσφορες και ότι διέξοδος θα υπάρξει μόνο 1ον) με την ενίσχυση της αποτρεπτικής μας ικανότητας και 2ον) με την υποβολή αίτησης ένταξης στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα που θα διάνοιγε νέες προοπτικές και δυνατότητες. Στην βάση αυτής της στρατηγικής, υποστηρίχθηκε, μπορούσαμε να προσδιορίσουμε θετικά το περιεχόμενο μιας συμβιβαστικής λύσης που θα εμπεριέχει τις προαναφερθείσες πάγιες θέσεις μας προσφέροντας ταυτόχρονα διέξοδο στους τουρκοκύπριους και στην Τουρκία: η αίτηση ένταξης ήταν το μέσον να ακυρωθούν νομικά και πολιτικά οι αδιέξοδες συμφωνίες του 1979 οι οποίες αν και συμφωνημένες [πολιτικές συμφωνίες τις οποίες οι τούρκοι αθετούσαν συνεχώς), έπρεπε να ξεπεραστούν με διεθνοπολιτικά και πολιτειακά ορθολογιστικές-βιώσιμες διευθετήσεις συμφέρουσες για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Πιο συγκεκριμένα, με 1ον) εφαρμογή της κοινοτικής έννομης τάξης σε όλη την Κύπρο και 2ον) εφαρμογή του κοινοτικού πολιτικού και νομικού πολιτισμού συμπεριλαμβανομένων των προνοιών για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Σε εύθετο χρόνο, συνέχιζαν τα ίδια επιχειρήματα, θα αναπτύσσονταν διπλωματικές πρωτοβουλίες για υποβοήθηση εκείνων των τουρκικών πολιτικών δυνάμεων που έβλεπαν το τουρκικό εθνικό συμφέρον υπό το πρίσμα προώθησης των σχέσεων με την Ευρώπη, επίλυσης των διενέξεων με την Ελλάδα και απαγκίστρωσης από την Κύπρο.          

            Αυτή η ορθολογιστική στρατηγική απέτυχε το 2001 και το 2002 για δύο λόγους. Πρώτο, γιατί στο στάδιο της ολοκλήρωσης των διαπραγματεύσεων ένταξης της Κύπρου δεν φροντίσαμε να έχουμε την πρωτοβουλία των κινήσεων στην Ευρώπη και στον ΟΗΕ και δεύτερο, επειδή όταν ο ΓΓ του ΟΗΕ προχώρησε στην επεξεργασία προτάσεων δεν φροντίσαμε να του υποδείξουμε ότι ως προς ορισμένα συγκεκριμένα ζητήματα (εγγυήσεις, ξένα στρατεύματα ανθρώπινα δικαιώματα, λειτουργικότητα) η θέση μας είναι οροθετημένη και ότι δεν μπορεί να υποβάλει προτάσεις αν δεν εκπληρωθούν συγκεκριμένες προϋοθέσεις. Επίσης, για ένα τόσο ζωτικό ζήτημα έπρεπε να φροντίσουμε να του υποδείξουμε ότι πρέπει να συμμορφωθεί απόλυτα με τις θεμελιώδεις πρόνοιες του Καταστατικού Χάρτη και τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας. Αντί μιας τέτοιας προνοητικής και ορθολογιστικής στάσης, υπενθυμίζεται ότι η συνομοσπονδιακή-διχοτομική λογική που εμπεριέχει το σχέδιο Αναν ουσιαστικά προαναγγέλθηκε από υψηλά ιστάμενες πολιτικές προσωπικότητες στην Αθήνα και οι θέσεις που αργότερα περιείχε υποστηρίχθηκαν με ένταση επί πολλούς μήνες πριν την δημοσιοποίησή του από πολλούς διανοουμένους που κυριαρχούν στα μαζικά μέσα ενημέρωσης.

            Γι’ αυτό δεν πρέπει να απορεί κανείς για τους λόγους που το σχέδιο που τελικά τόσο το αρχικό σχέδιο Αναν όσο και τα τέσσερα επόμενα που ακολούθησαν καμιά σχέση δεν έχουν με το πνεύμα, το γράμμα, τις πολιτικές συγκυρίες, τις θέσεις που υιοθετούσαμε επί τρις δεκαετίες, τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας (οι τελευταίες έστω και αν προσαρμόζονταν στην δική μας υποχωρητικότητα επέμεναν στην αποκατάσταση της διεθνούς νομιμότητας) και την απόφαση της ΕΕ το 2002-3 για πλήρη ένταξη με την νόμιμη και νομικά ενιαία Κυπριακή Δημοκρατία. Το σχέδιο που υπέβαλε ο Αναν, παραβιάζει το διεθνές δίκαιο, καταστέλλει παντοτινά τα ανθρώπινα δικαιώματα, καταστέλλει παντοτινά την λαϊκή κυριαρχία και την εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία των κυπρίων, διαιωνίζει και εντείνει ένα παντοτινό σύστημα αποικιακών εγγυήσεων, προβλέπει την παντοτινή παραμονή ξένων στρατευμάτων και δημιουργεί ένα πολιτειακό τέρας προορισμένο να αποτελεί μόνιμη εστία τριβών, συγκρούσεων και πολέμου.

            Αν εξετάσουμε το ζήτημα με όρους όχι δικαιοσύνης αλλά διεθνούς δικαίου και διεθνούς τάξης οι κύπριοι σε τίποτα δεν έφταιξαν: Σε πρώτη φάση υπέστησαν τις συνέπειες του πραξικοπήματος και σε δεύτερη έγιναν θύματα μιας βάρβαρης εισβολής και στη συνέχει κατοχής. Καλούνται, εν τούτοις, να πληρώσουν το τίμημα αυτών των εγκλημάτων με παντοτινή στέρηση της συλλογικής τους ελευθερίας ως αυτό να είναι φυσιολογικό και αυτονόητο.

            Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους εκτιμώ ότι η συζήτηση στην Ελλάδα μετά το 1992 ήταν εκτός θέματος. Για κάποιο περίεργο λόγο ο ελληνικός δημόσιος διάλογος αντί να εστιαστεί στην πλήρη και ριζική απόρριψή τέτοιων ρυθμίσεων όχι μόνο δεχθήκαμε να το συζητάμε με τρίτα κράτη και τους διεθνείς θεσμούς αλλά επιπλέον επί δύο χρόνια συζητούσαμε κάτι το οποίο αυτονόητα ήταν εκτός του πολιτικού και πολιτικού πολιτισμού των διακρατικών σχέσεων και οπωσδήποτε του Κοινοτικού νομικού και πολιτικού πολιτισμού. Συζητούσαμε, πιο συγκεκριμένα, όχι τον τρόπο με τον οποίο θα διασφαλιστεί η ατομική και συλλογική ελευθερία εκατοντάδων χιλιάδων κυπρίων αλλά επικαλούμενοι κάποια ανύπαρκτη αναγκαιότητα την βαθμίδα υποδούλωσής τους.

            Σε μια χώρα της οποίας η κοινωνία στο παρελθόν πλήρωσε ακριβό τίμημα για την προσήλωσή της στην ανθρώπινη ελευθερία η πλειονότητα των στοχαστών της και πολλά μέλη της πολιτικής της ηγεσίας όλως περιέργως και χωρίς δεύτερη σκέψη τάχθηκαν υπέρ πολιτειακών και διεθνοπολιτικών κανονιστικών δομών που αντίβαιναν στην ανθρώπινη ελευθερία, τόσο στην ατομική όσο και στην συλλογική της εκδοχή. Αυτό το φαινόμενο αξίζει, νομίζω να εξεταστεί περαιτέρω μελλοντικά για να διαγνωστούν τα αίτιά του.

 

Η πραγματική ευκαιρία επίλυσης του κυπριακού δημιουργήθηκε μόνο μετά την υπογραφή της συμφωνίας ένταξης από την αναγνωρισμένη Κυπριακή Δημοκρατία. Τον φθινόπωρο του 2002 όχι μόνο δεν υπήρξε «ευκαιρία» επίλυσης του κυπριακού αλλά επιπλέον τέθηκαν σε σοβαρό κίνδυνο οι προοπτικές που δημιούργησε η δεκαετής διαπραγμάτευση της κυπριακής και ελλαδικής πολιτικής ηγεσίας. Ο λόγος είναι απλός: Άξονας της στρατηγικής μας ήταν και συνεχίζει να είναι ότι η έντιμη διέξοδος όλων των πλευρών δεν βρισκόταν σε συμβιβασμούς επί θεμάτων δημοκρατίας, ελευθερίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά στην υιοθέτηση βιώσιμων-λειτουργικών διευθετήσεων που μόνο η κοινοτική έννομη τάξη και ο κοινοτικός πολιτικός πολιτισμός προσφέρει. Γι’ αυτό, η ένταξη θα έπρεπε να διαμορφώσει την λύση και όχι η λύση να προδικάσει μια κολοβή ένταξη (ή και να αποκλείσει την ένταξη με σύνδεσή της με την γνωστή σε όλους τουρκική στρατηγική). Γι’ αυτούς τους πολύ σημαντικούς λόγους, το «τετελεσμένο» της ένταξης αποτελεί πολιτικό κεκτημένο για κάθε ενδιαφερόμενο για μια βιώσιμη λύση. Βασικά, μόνο τώρα, δηλαδή μόνο μετά την ένταξη διανοίγονται πραγματικά γόνιμα πεδία διαπραγματεύσεων μιας κοινά αποδεκτής και βιώσιμης λύσης.             Εν τούτοις, είναι ρεαλιστικό να σημειωθεί πως αυτό το διαπραγματευτικό πλεονέκτημα που δημιούργησε η ένταξη αντισταθμίζεται πλέον από το αρνητικό διαπραγματευτικό που δημιούργησε η υποβολή του σχεδίου Αναν το οποίο αν και απορρίφθηκε από την κυπριακή κοινωνία πολλοί εν τούτοις επιμένουν να επαναφέρουν στην επιφάνεια.

 

Με κριτήριο όχι την δικαιοσύνη αλλά τους παράγοντες που εγκαθιδρύουν βιώσιμες ενδοκρατικές και διακρατικές δομές, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει περιθώρια ακόμη και για την παραμικρή υποχώρηση: Α) Η Κοινοτική έννομη τάξη και η λαϊκή κυριαρχία είναι αδιαπραγμάτευτα. Β) Αποκλείεται να δεχθεί παντοτινή καθυπόταξη της εσωτερικής και εξωτερικής της κυριαρχίας, παντοτινή καταστολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μόνιμη εξαίρεση από θεμελιώδεις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου. Γ) Αποκλείεται να αποδεχθεί ξένα στρατεύματα, αποικιακού χαρακτήρα «εγγυητικές ρήτρες» και δικαίωμα λόγου για την εσωτερική συνταγματική τάξη που θα καθυποτάσσει την κυπριακή λαϊκή κυριαρχία σε εξωτερικές δυνάμεις. Αυτές οι θέσεις προσδιορίζουν και το πλαίσιο των στρατηγικών προσανατολισμών επίλυσης του προβλήματος τα επόμενα χρόνια για την ελληνική πλευρά.

Τέλος, όσον αφορά τους διεθνείς θεσμούς και την ΕΕ χρήζει να γίνουν μερικές παρατηρήσεις που απορρέουν από την εμπειρία των δύο τελευταίων ετών γύρω από το κυπριακό:

            Πρώτον, οι διεθνείς θεσμοί και οι θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου αν και θεμελιώδες πλαίσιο στρατηγικού προσανατολισμού και κατακτήσεις του πολιτικού πολιτισμού των διακρατικών σχέσεων συνεχίζουν να είναι, λόγω αιτιών πολέμου, εξαρτημένες μεταβλητές της ισχύος. Ένα μη ηγεμονικό και φιλειρηνικό κράτος που αντιμετωπίζει πρόβλημα εξωτερικής ασφάλειας ασφαλώς απαιτείται να παραμένει προσκολλημένο στις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου και στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ. Όμως, «συν Αθηνά και χείρα κίνει»: η εθνική του στρατηγική πρέπει να εμπεριέχει αποτρεπτική ισχύ, ένα μη στρατιωτικό στοιχείο της οποίας είναι η ικανότητα-δυνατότητα της πολιτικής ηγεσίας και της κοινωνίας να λέει ΟΧΙ όταν θίγονται τα ιερά και τα όσια της ατομικής και συλλογικής ανθρώπινης ελευθερίας. Δεύτερον, στον στίβο της ανάλυσης των διεθνών σχέσεων και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης για μια ακόμη φορά θάφτηκαν στο μεγάλο νεκροταφείο των θεωριών πλήθος ιδεολογημάτων και θεωρημάτων. Επαληθεύτηκε για μια ακόμη φορά το γεγονός ότι η ΕΕ στερείται των προϋποθέσεων ύπαρξης μιας κοινής αμυντικής, διπλωματικής και πολιτικής ταυτότητας. Αυτό οφείλεται τόσο στις διεθνείς στρατηγικές δομές που διαιωνίζουν μια έξωθεν στρατηγική εξάρτηση και μια κοινωνικοπολιτική ετερότητα των μελών όσο και στο γεγονός ότι ως πολιτικός χώρος αποτελείται από κυρίαρχα εθνικά κράτη τα οποία αν και δέχθηκαν την δημιουργία και πρωτοφανή ανάπτυξη υπερεθνικών θεσμών διαχείρισης των μεταξύ τους σχέσεων εν τούτοις συνεχίζουν να λειτουργούν με κύριο κριτήριο τα εθνικά τους συμφέροντα.

            Υπό αυτό το πρίσμα, προώθηση των συμφερόντων ενός κράτους στην ΕΕ προϋποθέτει ενεργό συμμετοχή στα θεσμικά, πολιτικά και στρατηγικά δρώμενα, ακλόνητη διεκδίκηση των εθνικών τους συμφερόντων και αξίωση όπως τα υπόλοιπα μέλη τηρούν τις υποσχέσεις όπως αυτές απορρέουν από τις συμφωνίες που πάντοτε είναι αποτέλεσμα μακρόχρονων διαπραγματεύσεων και συμψηφισμών συμφερόντων. Επιπλέον, προϋποθέτει εγρήγορση και επαγρύπνηση επειδή το έλλειμμα αυτόνομης πολιτικής βούλησης των κοινοτικών υπερεθνικών θεσμών που θα προωθεί τις συμφωνίες με πολιτική σκοπιμότητα που απορρέει από τις συμφωνίες και το γνωστό δημοκρατικό έλλειμμα που ολοένα και μεγαλώνει δυνατό να οδηγεί σε στάσεις υπαλλήλων της Κοινότητας χωρίς αυτόνομη πολιτική εντολή που καταστρατηγούν τις συμφωνίες και τα θεμελιώδη δικαιώματα.

            Αυτό ακριβώς συνέβηκε πρόσφατα. Ενώ η Πράξη Προσχώρησης συμφωνήθηκε, υπογράφηκε από 15 κυβερνήσεις και επικυρώθηκε από τα εθνικά κοινοβούλια μετά από μια δεκαετή διαπραγμάτευση όπου έλαβαν χώρα άπειροι συμψηφισμοί συμφερόντων που πρόβλεπαν ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας ανεξαρτήτως λύσης του κυπριακού προβλήματος, παρατηρήθηκαν τα εξής: Η ελληνική πλευρά δεν διεκδίκησε την τήρηση των συμφωνιών και πολύ περισσότερο δεν διεκδίκησε από τους συνεταίρους μας το αυτονόητο. Δηλαδή, να συμμορφωθούν και να συμπεριφέρονται με τις πρόνοιες αυτής της διαπραγμάτευσης κάτι που σημαίνει συγκεκριμένα πράγματα: 1ον) Ενεργοποίηση των πολυδάπανων μηχανισμών πολιτικής συνεργασίας για να προωθηθούν ως βάση λύσης του κυπριακού οι θεμελιώδεις αρχές πάνω στις οποίες στηρίζεται ο κοινοτικός νομικός και πολιτικός πολιτισμός, δηλαδή οι δημοκρατικές αρχές, το κράτος δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα και συνεπακόλουθα η εφαρμογή στην Κύπρο της ελευθέρας διακίνησης και εγκατάστασης προσώπων, αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίου. 2ον) Η ελληνική πλευρά δεν ζήτησε όπως με εργαλείο τον οδικό χάρτη της Τουρκίας προς την ΕΕ και τις ειδικές σχέσεις Ευρώπης-ΗΠΑ, να εφαρμοστεί το διεθνές δίκαιο που σημαίνει, αφού μάλιστα η Κύπρος αποστρατικοποιείται, την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων όπως επί τρις δεκαετίες προβλέπουν τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, την κατάργηση των αποικιακού χαρακτήρα εγγυήσεων και την εγκαθίδρυση μεταβατικών πολυμερών εγγυήσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των οποίων η ΕΕ θα μπορούσε να αποτελέσει μέρος. 3ον) Η ελληνική πλευρά δεν αντέδρασε όταν ότομα όπως οι κ Σολάνα και Φερχόϋτεν υπερβαίνοντας τον ρόλο τους ως εντολοδόχοι των αποφάσεων των κρατών μελών που στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν η Πράξη Προσχώρησης άσκησαν απαράδεκτες πιέσεις με σκοπό τον επηρεασμό της λαϊκής ετυμηγορίας στην Κύπρο. Ακόμη πιο σημαντικό, εκτόξευσαν απειλές, συνηγόρησαν με αξιωματούχους των ΗΠΑ που ασκούσαν παράνομες και αθέμιτες πιέσεις πάνω στους κυπρίους και γενικώς λειτουργούσαν –επιβεβαιώνοντας πλήρως το δημοκρατικό έλλειμμα και τα προβλήματα της έμμεσης δημοκρατίας στην ΕΕ– ως ανεξάρτητοι δρώντες που ατιμώρητα μπορούν να παραγνωρίζουν μεγάλες στρατηγικές συμφωνίες της Κοινότητας όπως ήταν η Πράξη Προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας.

            Καταληκτικά, όσον αφορά ειδικότερα τον ρόλο του ΓΓ του ΟΗΕ και των αξιωματούχων της ΕΕ, ένα σημαντικό έρεισμα που η ελληνική πλευρά εγκατάλειψε στο παρελθόν είναι το πολιτικό, νομικό και ηθικό δικαίωμα που τα κυρίαρχα κράτη έχουν να ζητούν από διεθνείς θεσμούς όπως ο ΟΗΕ και η ΕΕ όπως οι εντολοδόχοι αντιπρόσωποί τους περιορίζονται σε προτάσεις και σε δημόσιες θέσεις που είναι συμβατές με το πνεύμα και το γράμμα των Καταστατικών τους Χαρτών, όπως συμμορφώνονται με το διεθνές δίκαιο, και, στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπως συμμορφώνονται με το κοινοτικό νομικό και πολιτικό πολιτισμό και τις κοινοτικές κανονιστικές διατάξεις ή τουλάχιστον τις Κοινοτικές συμβατικές δεσμεύσεις όπως η Πράξη Προσχώρησης της ΚΔ. Θα πρόσθετα ότι το γεγονός πως δεν αντιδρούμε έντονα και απαγορευτικά όταν αυτό δεν συμβαίνει μας αποστερεί ένα από τα ισχυρότερα πολιτικά και διπλωματικά μέσα που διαθέτει ένα μικρό κράτος. Μπορεί να φανταστεί κάποιος τον κ Σολάνα ή τον κ Φερχόϋτεν να υιοθετεί ανάλογη στάση στο ζήτημα της Ιρλανδίας, του Γιβραλτάρ ή των Βάσκων με αυτή που αναρμόδια υιοθέτησαν στο Κυπριακό. Η απάντηση είναι ότι τα ενδιαφερόμενα κράτη θα είχαν φροντίσει να απολυθούν την επομένη τέτοιων δηλώσεων. Η Ελλάδα και η Κύπρος μπορούσε, τουλάχιστον, να τους υπενθυμίσει τον ρόλο τους και τις πολιτικές εντολές που οριοθετούνται από τα διακυβερνητικά όργανα της ΕΕ στα οποία όχι τυχαία όλα τα κράτη μέλη διαθέτουν δικαίωμα αρνησικυρίας και τα οποία πριν λίγους μήνες είχαν συνομολογήσει, υπογράψει κα επικυρώσει την Πράξη Προσχώρησης της Κύπρου στην ΕΕ.