Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής, Διεθνείς Σχέσεις-Στρατηγικές Σπουδές

Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών

www.ifestos.edu.gr  -- www.ifestosedu.gr  --  info@ifestosedu.gr  -- info@ifestos.edu.gr

 

 

 

 

 

 

 

 

Για μετάβαση στην κεντρική σελίδα, άνοιγμα σε άλλο παράθυρο, κλικ εδώ www.ifestos.edu.gr  ή www.ifestosedu.gr

 

Τίτλοι επιφυλλίδων (κλικ στον τίτλο για μετάβαση)

 

1. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ-ΑΙΓΑΙΟ-ΚΥΠΡΟΣ: "ΤΙΣ ΗΤΤΕΣ ΦΙΛΟΤΙΜΙΑ ΠΟΙΟΥΜΕΘΑ" Άρδην Ιανουάριος-Μάρτιος 2005, Το Παρόν 6.3.2005

2.Μετά την ψυχρολουσία της Συνόδου Κορυφής του Δεκεμβρίου 2004: Ανάγκη Υπαρξιακών αποφάσεων Η Σημερινή 19.12.2004

3. Τουρκία-ΕΕ και το "Κυπριακό βέτο", Η Σημερινή 24.10.2004, Το Παρόν (ένθετο) 14.11.2004

4. ΚΥΠΡΙΑΚΟ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΜΙΑΣ ΣΥΝΟΛΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗΣ, Εισήγηση εις μνήμη Γιάννου Κρανιδιώτη, Πάντειον Πανεπιστήμιο (Εκδόσεις Σάκκουλα - Πάντειον Πανεπιστήμιο 2005).

5. "Ευρωπαϊκή λύση": Το κυπριακό στο μεταίχμιο και τα πραγματικά διλήμματα. Το Παρόν (ένθετο) 30.1.2005, Η Σημερινή 23.1.2005

6. Εάλω Η Κύπρος; Ο εφιάλτης του σχεδίου Αναν   Η Σημερινή 3.4.2005

7. Ευρώπη, Παγκοσμιοποίηση και Ευρώπη-Ελλάδα   Το Παρόν 3.4.2005

8. ΟΧΙ στον διεθνοφασισμό και στην απώλεια της ελευθερίας μας (επετειακό δημοψηφίσματος ΟΧΙ Απριλίου 2004) Η Σημερινή, 24.4.2005

9. Περί ισχύος, νομικισμού, διεθνούς νομιμότητας και λύσης του Κυπριακού

10. Η έκθεση των εμπειρογνωμόνων και οι αντίπαλοί της. Ελευθεροτυπία 23.11.2005

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ-ΑΙΓΑΙΟ-ΚΥΠΡΟΣ: "ΤΙΣ ΗΤΤΕΣ ΦΙΛΟΤΙΜΙΑ ΠΟΙΟΥΜΕΘΑ"

Άρδην Ιανουάριος-Μάρτιος 2002, Το Παρόν 6.3.2005

 

Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων-Στρατηγικών Σπουδών και ΄Εδρας Jean Monnet για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση, Πάντειον Πανεπιστήμιο, www.ifestos.edu.gr

 

Περιεχόμενα: 1. Έσχατα εθνικά συμφέροντα και το σχέδιο Αναν ως σύμβολο παρακμής και συρρίκνωσης. 2. Θεμελιώδες πλαίσιο στρατηγικού προσανατολισμού και οι διαβαθμίσεις των εθνικών συμφερόντων. 3. Εθνική στρατηγική και εθνική συναίνεση για τα έσχατα εθνικά συμφέροντα ή εκλογίκευση της απώλειας της ελευθερίας; Ορισμός του «διεθνοφασισμού» και του «φιλειρηνικού κράτους». 4. Ελληνισμός: Κατώτατα όρια αξιοπρέπειας, αυτοσεβασμού, συλλογικής ελευθερίας-ανεξαρτησίας, η κοσμοθεωρητική παρακμή μας και οι πολιτικές συνέπειες. 5. Εκλογίκευση της παρακμής: την ήττα φιλοτιμία ποιούμεθα.  6. Το κατώτατο σκαλοπάτι της εθνικής παρακμής.

 

1. Έσχατα εθνικά συμφέροντα και το σχέδιο Αναν ως σύμβολο παρακμής και συρρίκνωσης

 

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι τα δέκα τελευταία χρόνια ραγδαία και σταθερά η Ελλάδα παρακμάζει, υποβαθμίζεται και συρρικνώνεται. Μήπως πρόκειται για υπερβολή; Νομίζω πως όχι. Σε κάθε περίπτωση, εξαρτάται από το πόσο ψηλά ή χαμηλά βάζει κάποιος τον πήχη των εθνικών συμφερόντων, της ελευθερίας, της ηθικής και της αξιοπρέπειας. Κανείς δεν μπορεί να υποβαθμίσει τις αναδιανεμητικές συνέπειες των εξελίξεων τα τελευταία χρόνια: με φονικό όπλο το σχέδιο Αναν η Κύπρος παρ’ ολίγον να υποδουλωθεί παντοτινά, οι τουρκικές αξιώσεις κατά της ελληνικής επικράτειας αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη αξιοπιστία λόγω μεγέθυνσης της τουρκικής στρατιωτικής, πολιτικής και διπλωματικής ισχύος, η Άγκυρα εμπεδώνει την αντίληψη ότι αποτελεί ηγεμονικό περιφερειακό δρώντα στον οποίο η Ελλάδα και άλλοι γείτονες θα πρέπει να υπακούουν και στα βόρεια σύνορά μας ο δήθεν ασήμαντος «μακεδονικός» αλυτρωτισμός δυνατό μελλοντικά να πολλαπλασιαστεί και να επεκταθεί στα γειτονικά των Σκοπίων κράτη μετά την σχεδόν βέβαια διάλυση του τελευταίου. Πριν έξη περίπου χρόνια ο αείμνηστος Παναγιώτης Κονδύλης εξέφρασε μερικούς βαθυστόχαστους προβληματισμούς για τις πιθανές συνέπειες της άνισης ανάπτυξης αλλά το αποτέλεσμα ήταν να εξυβριστεί και να προσβληθεί από τα ντόπια υποπροϊόντα του ηγεμονισμού.

            Ουδείς πάντως φαίνεται να σκέφτεται σοβαρά την κατανομή ισχύος, ρόλων και συμφερόντων στον τόπο και στον χρόνο, ενώ αντίθετα πολλοί είναι εκείνοι που τις ήττες –για τις οποίες μάλιστα ευθύνονται οι ίδιοι, όπως στην περίπτωση της καταστροφικής εκδήλωσης του σχεδίου Αναν τις παραμονές της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ– φιλοτιμία ποιούνται.

            Οι πολιτικοί και στοχαστικοί υπεύθυνοι αυτής της κατρακύλας έχουν ιδεολογικοπολιτικό ονοματεπώνυμο: Είναι το ιδεολογικοπολιτικά εκφυλισμένο συνονθύλευμα τα μέλη του οποίου διαδοχικά τάχθηκαν κατά της αποτρεπτικής στρατηγικής της Ελλάδας, ταυτόχρονα καταπολέμησαν την στρατηγική ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ με σκοπό την λύση του κυπριακού, καταπολέμησαν την αμυντική ενίσχυση της Κύπρου και «όλως περιέργως» όλοι μαζί μονοπώλησαν τον δημόσιο διάλογο περί το σχέδιο Αναν ανταγωνιζόμενοι αλλήλους σε φανατισμό και πλειοδοσία υπέρ των συμφερόντων που εξυπηρετούσε η παντοτινή υποδούλωση των κυπρίων. Όσον αφορά την τελευταία πτυχή, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η στάση τους υπέρ του αγγλικής έμπνευσης ανελεύθερου σχεδίου Αναν τους εξέθεσε ανεπανόρθωτα: καταγράφηκαν να υποστηρίζουν ένα φασιστοειδές σχέδιο το οποίο ρητά καταστέλλει τα ανθρώπινα δικαιώματα, ευθέως στρέφεται κατά της ανθρώπινης ελευθερίας, ευθέως παραβιάζει το διεθνές δίκαιο, καταστέλλει την κυπριακή λαϊκή κυριαρχία, καταργεί την δημοκρατία, ύπουλα νομιμοποιεί το διεθνές έγκλημα του εποικισμού, νομιμοποιεί τα τετελεσμένα της βίας του 1974, νομιμοποιεί τις αποικιακές βάσεις και καθιστά όλους τους κύπριους παντοτινά υπόδουλους στην Βρετανία και στην Τουρκία. Η δημόσια υποστήριξη αυτού του φασιστικού καθεστώτος αποκάλυψε τους δράστες, τις νοοτροπίες, τα ιδεολογήματα και τα θεωρήματα που επωάζουν το αυγό του φιδιού της νέας εκδοχής του φασισμού στην Ελλάδα.

            Σ’ όλες τις ιδεολογικοπολιτικές τους εκδοχές τα υποπροϊόντα του ηγεμονισμού κάθε συγκυρίας αποτελούν τους αδύναμους κρίκους που διευκολύνουν την ξενοκρατία, την ξένη εξάρτηση και τον αυταρχισμό. Πάγια χαρακτηριστικά των ιδεολογικοπολιτικών εκλογικεύσεων των εγχώριων υποπροϊόντων του ηγεμονισμού είναι α) η αμφισβήτηση της φιλοπατρίας, β) η καλλιέργεια αμπελοφιλοσοφημάτων περί διεθνισμού, κοσμοπολιτισμού και παγκοσμιοποίησης που εμφανίζουν τις πατρίδες ως περιττές και γ) η καλλιέργεια της θέσης ότι η υποταγή στην θέληση του ισχυρότερου αποτελεί, δήθεν, αναγκαιότητα στην οποία ως αδύναμοι θα πρέπει, δήθεν, να υποτάσσονται μονίμως και αδιαμαρτύρητα. Αυτό το ιδεολογικοπολιτικό συνονθύλευμα ιστορικά είναι ποικιλόχρωμο και εκτείνεται από την άκρα «αριστερά» μέχρι την άκρα «δεξιά». Κύρια ενασχόλησή τους είναι να ροκανίζουν συστηματικά τα εθνικά κοσμοθεωρητικά θεμέλια των ελλήνων. Οίκοι, η εκδήλωση του σχεδίου Αναν επέτρεψε να ξεθαρρέψουν, να ομαδοποιηθούν με την βοήθεια έξωθεν δυνάμεων με επενδυμένα στρατηγικά συμφέροντα, να υποστηρίξουν ανοικτά και απερίφραστα την καταστολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εις βάρος εκατοντάδων χιλιάδων ελλήνων και τούρκων της Κύπρου, να υποστηρίξουν την κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου και να προπαγανδίζουν με φανατισμό αντιδημοκρατικές ρυθμίσεις που θα δημιουργούσε στην Κύπρο ένα πρωτοφανές φασιστικό καθεστώς υπό μόνιμη ιμπεριαλιστική εποπτεία. Συνολικά, δηλαδή, εκτέθηκαν ομαδικά ως εχθροί της ελευθερίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας. Εκτέθηκαν επίσης ως θλιβεροί υπηρέτες των ηγεμονικών συμφερόντων που στόχο έχουν την ελευθερία των λιγότερο ισχυρών κυρίαρχων κοινωνιών.

            Οι εχθροί της ελευθερίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και οι αδίστακτοι υπηρέτες του διεθνοφασισμού, εξάλλου, δεν είναι τυχαίο ότι σ’ όλες τις εποχές ευνοούνται από τις κυβερνήσεις των ηττημένων και εξαρτημένων κρατών. Να χαίρονται τα ινστιτούτα τους, τους επιστημονικούς μανδύες που ο ένας απονέμει στον άλλο, τα έκτακτα επιδόματά τους και τις ημερήσιες ή τις πιο μόνιμες αποζημιώσεις ντόπιων ή ξένων χρηματοδοτήσεων. Να χαίρονται τις απολαύσεις όλων αυτών των προνομίων κυλιόμενοι μέσα τις βρωμερές μυρωδιές διεθνοφασιστικών δραστηριοτήτων. Σ’ όλες τις εποχές και σ’ όλες τις κοινωνίες είναι ποιοτικά και ηθικά το χειρότερο και το κάκιστο.

2. Θεμελιώδες πλαίσιο στρατηγικού προσανατολισμού και οι διαβαθμίσεις των εθνικών συμφερόντων

 

Ιστορικά μιλώντας, για κάθε κοινωνία, ισχύει ότι, αφού κατακτηθεί η πολιτική κυριαρχία με αγώνα ελευθερίας, ακολουθεί το διαρκές άθλημα της εθνικής ανεξαρτησίας που ουσιαστικά σημαίνει αντίσταση κατά των ηγεμονικών αξιώσεων, διαρκή αποτροπή των απειλών κατά της ακεραιτότητας της εθνικής επικράτειας και διαρκή αγώνα διασφάλισης της εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας (κατάκτηση που αν και όχι δεδομένη κατοχυρώνεται εν τούτοις ρητά στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ). Για μια κυρίαρχη κοινωνία, εξάλλου, ισόρροπες σχέσεις με τα ισχυρότερα κράτη επιτυγχάνονται με συνεχή και δύσκολο αγώνα σκοπός του οποίου είναι ο μετριασμός των συνεπειών της ασυμμετρίας ισχύος και η διασφάλιση ισόρροπων συναλλαγών. Ακόμη πιο δύσκολη υπόθεση είναι για τις περισσότερες κοινωνίες η διασφάλιση της συλλογικής τους αξιοπρέπειας ενάντια στις συχνές ηγεμονικές και αναθεωρητικές συμπεριφορές.

            Αναγκαίες και μη εξαιρετέες προϋποθέσεις εθνικής ανεξαρτησίας και εθνικής αξιοπρέπειας, εξάλλου, είναι η σταθεροποίηση ενός κυρίαρχου συστήματος κοσμοθεωρητικών παραδοχών που στηρίζουν τον αγώνα συλλογικής επιβίωσης, που προσφέρουν σταθερό πλαίσιο στρατηγικού προσανατολισμού και που δυναμώνουν το φρόνημα και το ηθικό των πολιτών στον καθημερινό αγώνα για εσωτερική και εξωτερική κυριαρχία. Ασφαλώς, κάποιος πρέπει να διακρίνει μεταξύ καθημερινών αποφάσεων τακτικής υφής όπου ενδεχομένως χωρούν και λάθη που προκαλούν ζημιές χωρίς όμως θανάσιμες συνέπειες και επιλογών στρατηγικού χαρακτήρα που θεωρούνται «έσχατες» και αδιαπραγμάτευτες και δεν χωρούν λάθη ή παραλείψεις χωρίς πολύ μεγάλες συνέπειες.        Οι τελευταίες προσφέρουν θεμελιώδες πλαίσιο κοινού προσανατολισμού των μελών μιας κοινωνίας, θεωρούνται «έσχατες συλλογικές λογικές» ως προς τις οποίες η συναίνεση είναι συνώνυμη της συλλογικής επιβίωσης και για τις οποίες δεν χωρεί ο παραμικρός συμβιβασμός ή κατευνασμός.

            Υπό αυτό το πρίσμα, δεν είναι τυχαίο ότι σε πολιτικό και στοχαστικό επίπεδο τα εθνικά συμφέροντα διαβαθμίζονται και ιεραρχούνται. Πιο συγκεκριμένα διακρίνονται στα συμφέροντα επιβίωσης ή «έσχατα συμφέροντα» (ακεραιότητα, ασφάλεια της κρατικής επικράτειας και αξιοπιστία αποτροπής κατά των εξωτερικών απειλών), δεύτερον, στα ζωτικά συμφέροντα (ισορροπία ισχύος/συμφερόντων, ασφάλεια ομοεθνών εκτός συνόρων, οικονομική ευημερία, συμμαχίες, συμμετοχή στους διεθνείς θεσμούς και διαπραγματευτικά ερείσματα) και τρίτον, στα μείζονα συμφέροντα (διαφύλαξη της συλλογικής αξιοπρέπειας ενός λαού, της πολιτισμικής του ταυτότητας, των συλλογικών πνευματικών του κεκτημένων και διασφάλιση της απρόσκοπτης άσκησης εμπορικών και οικονομικών δραστηριοτήτων στο εσωτερικό και στο εξωτερικό).

            Πόσο συνειδητοποιημένοι είναι λοιπόν οι έλληνες ως προς αυτές τις κατηγοριοποιήσεις συμφερόντων; Ως σύνολο και ως άτομα πόσο ψηλά βάζουν τον πήχη της ελευθερίας, της αξιοπρέπειας και των έσχατων συμφερόντων που αφορούν την κυριαρχική ακεραιότητα των ελλήνων στην Ελλάδα και στην Κύπρο; Πόσο και ποιου είδους συναίνεση επηρεάζει την εκπλήρωση αυτών των συμφερόντων, ιδιαίτερα των έσχατων συμφερόντων επιβίωσης; Εν κατακλείδι ποιοι στηρίζουν ή ποιοι αντίστροφα υπονομεύουν αυτά τα συμφέροντα;

3. Εθνική στρατηγική και εθνική συναίνεση για τα έσχατα εθνικά συμφέροντα ή εκλογίκευση της απώλειας της ελευθερίας; Ορισμός του «διεθνοφασισμού» και του «φιλειρηνικού κράτους».

 

Εθνική στρατηγική δεν μπορεί να σημαίνει εκλογίκευση της ήττας, της συρρίκνωσης και της εθνικής ταπείνωσης. Εθνική στρατηγική είναι η χρησιμοποίηση των συντελεστών ισχύος μιας χώρας για την εκπλήρωση των συλλογικών σκοπών, δηλαδή των προαναφερθέντων εθνικών συμφερόντων. Τα μέσα είναι, μεταξύ άλλων, η αποτρεπτική φήμη και η διαπραγματευτική αξιοπιστία μιας χώρας, η ποιότητα της διπλωματίας, η ποιότητα των συμμαχιών, η σταθερότητα των στόχων ανεξαρτήτως πολιτικών διακυμάνσεων, η καλλιέργεια εθνικού φρονήματος και υποστηρικτικής κοινωνικής βάσης υπέρ των θεμελιωδών στρατηγικών προσανατολισμών, η ύπαρξη μιας υποστηρικτικής οικονομικής υποδομής, οι ποιοτικές προδιαγραφές της πολιτικής ηγεσίας, η ποιοτική και ποσοτική επάρκεια πολεμικών μέσων που αντιστοιχούν στις ανάγκες εθνικής άμυνας και ασφάλειας, το αξιόμαχο της στρατιωτικής ηγεσίας, η ύπαρξη επεξεργασμένων επιτελικών σχεδίων και η αρμονική συνεργασία πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας.

            Όσον αφορά τα συμφέροντα εθνικής επιβίωσης και τα ζωτικά συμφέροντα όπως τα περιγράψαμε πιο πάνω, τα αξιοπρεπή και βιώσιμα κράτη είναι πάντοτε ανυποχώρητα ασυμβίβαστα. Έτσι μόνο θεωρούνται αξιόπιστα και ευυπόληπτα από εχθρούς και «φίλους». Για κάθε φιλειρηνικό κράτος που αποδέχεται τις Συνθήκες, το διεθνές δίκαιο και τις καταστατικές διατάξεις των διεθνών θεσμών όσον αφορά την ειρηνική επίλυση των διαφορών, όριο είναι ο ουρανός στην προσπάθεια αφενός απόκτησης και διαρκούς βελτιστοποίησης συντελεστών ισχύος όπως οι πιο πάνω με αποκλειστικό σκοπό την διασφάλιση των νομίμων και νομιμοποιημένων εθνικών συμφερόντων. Τα υπόλοιπα είναι περιττές ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις, ενίοτε εκ του πονηρού και όχι σπάνια προϊόν αδιαφανών σκοπιμοτήτων που εξυπηρετούν εχθρικά ηγεμονικά και/ή αναθεωρητικά συμφέροντα.

            Βασικά, επειδή η αντίστοιχη έννοια του φασισμού στις διεθνείς σχέσεις είναι στάσεις και συμπεριφορές εξωτερικής πολιτικής που υποδηλώνουν ηγεμονικές και/ή αναθεωρητικές διεκδικήσεις, η αντίσταση στις ηγεμονικές και αναθεωρητικές αξιώσεις αποτελεί δικαίωμα, υποχρέωση και συμφέρον κάθε αξιοπρεπούς κοινωνίας. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, αναθεωρητικό-σοβινιστικό κράτος στις διεθνείς σχέσεις είναι αυτό το οποίο δεν εφαρμόζει τις διεθνείς συνθήκες, το οποίο επιδιώκει να αναθεωρήσει τα σύνορα και αυτό το οποίο ταυτόχρονα αρνείται να προσφύγει στους διεθνείς θεσμούς για ερμηνεία των Συνθηκών όταν αμφισβητούνται συγκεκριμένες διατάξεις τους. Αντίστροφα, φιλειρηνικό κράτος είναι αυτό που αποδέχεται την διεθνή τάξη και για κάθε αξίωση διεθνούς αλλαγής αποδέχεται την προσφυγή στους διεθνούς θεσμούς για να ερμηνευτούν συγκεκριμένες πρόνοιες των Συνθηκών που αμφισβητούνται (και όχι, όπως με θρασύτητα ήθελαν οι δράστες του σχεδίου Αναν στην Κύπρο, για να αμφισβητηθούν οι ίδιες οι καταστατικές συνθήκες που κατοχυρώνουν την πολιτική κυριαρχία μιας κοινωνίας).

            Η εθνική στρατηγική εκπλήρωσης των εθνικών σκοπών ενός φιλειρηνικού κράτους σ’ όλο το προαναφερθέν φάσμα των εθνικών συμφερόντων στο ανταγωνιστικό –και συχνά εχθρικό– διεθνές περιβάλλον είναι στρατηγική υπέρ της συλλογικής ελευθερίας σύμφωνα με τις πάγιες κατακτήσεις του πολιτικού πολιτισμού των διακρατικών σχέσεων όπως ενσαρκώνεται στις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου και της συλλογικής ασφάλειας. Μια τέτοια στρατηγική είναι ασύμβατη με παραδοχές που αντιμάχονται την κρατική κυριαρχία, που υποδηλώνουν υποταγή και εξάρτηση και που συμβιβάζουν την οντολογικού περιεχομένου συλλογική ανθρώπινη ελευθερία όπως ενσαρκώνεται στην έννοια της εθνικής ανεξαρτησίας. Αυτές οι θεμελιώδεις παραδοχές, εν τούτοις, αν και πάντοτε ευρέως διαδεδομένες στο επίπεδο του ελληνικού λαού, εν τούτοις ποτέ δεν κυριαρχούσαν στο επίπεδο πολλών ηγετικών ελίτ από το 1821 μέχρι τις μέρες μας.

4. Ελληνισμός: Κατώτατα όρια αξιοπρέπειας, αυτοσεβασμού, συλλογικής ελευθερίας-ανεξαρτησίας, η κοσμοθεωρητική παρακμή μας και οι πολιτικές συνέπειες

 

Οι πιο πάνω θεμελιώδεις παραδοχές –αυτονόητες για την πλειονότητα των μελών της κοινωνίας κάθε αξιοπρεπούς και βιώσιμου κράτους– για την ανθρώπινη ελευθερία, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τις διακρατικές σχέσεις, αποτελούν εν τούτοις στόχο μόνιμης αμφισβήτησης ενός ευρέως πρωτεϊκού πυρήνα διανοουμένων και πολιτικών προσώπων οι οποίοι από γενιά σε γενιά παραπαίουν διεθνιστικά και κοσμοπολίτικά υποβαθμίζοντας, περιπαίζοντας και όχι σπάνια καταπολεμώντας αρχές, κριτήρια και παράγοντες που σε κάθε βιώσιμο κράτος θεωρούνται θέσφατα της συλλογικής ύπαρξης και τα θεμέλια της συλλογικής ελευθερίας-ανεξαρτησίας. Έτσι, στους κόλπους του ραγδαία παρακμάζοντος ελληνισμού εδώ και δεκαετίες κυριαρχούν φιλοσοφήματα, ιδεολογήματα και θεωρήματα απροσμέτρητης ποικιλομορφίας κοινού όμως προσανατολισμού στην αμφισβήτηση των κοσμοθεωρητικών ερεισμάτων της ελληνικής κοινωνίας και των θεμιτών εθνικών συμφερόντων της. Τα τελευταία χρόνια η ένταση και η πυκνότητά τους είναι τέτοια που κανείς εύλογα διερωτάται κατά πόσον σταδιακά και σταθερά αναιρούνται τα αποτελέσματα του αγώνα του 1821 και της εθνικής ανεξαρτησίας που τότε κατακτήσαμε.

            Πολλά φαινόμενα είναι εξαιρετικά ανησυχητικά και οπωσδήποτε εμετικά και αηδιαστικά. Θηρευτές-τυχοδιώχτες φιλοφρονήσεων των διπλωματικών αντιπροσώπων ηγεμονικών κρατών, διανοούμενοι αναρριχητές ενός παραδοσιακά ιδεολογικοπολιτικά έξωθεν εξαρτημένου πολιτικού συστήματος αδιάντροπα ξεστομίζουν θεωρήματα και ιδεολογήματα κατά της συλλογικής ελευθερία των ελλήνων που καταμαρτυρούν μια ανανεωμένη, εξεζητημένη και επιμελώς καλλιεργημένη εξάρτηση. Συνωστίζονται όλοι στην μακάβρια φωλιά όπου επωάζονται τα αυγά φασιστοειδών διεθνιστικών ιδεολογημάτων και φιλοσοφημάτων τα οποία την κατάλληλη στιγμή εκκολάπτονται για να υπονομεύσουν τα έσχατα συλλογικά συμφέροντα των ελλήνων και κυρίως την συλλογική τους ελευθερία όπως αδιάντροπα έγινε τα τρία τελευταία χρόνια στην περίπτωση της Κύπρου.

 

Κατά την διάρκεια της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας τα θύματα διαδέχονται το ένα το άλλο: οι μικρασιάτες έλληνες, οι βορειοηπειρώτες έλληνες, οι κωσταντινουπολίτες το 1955, οι ιμβριώτες, οι τενεδιοί, οι κύπριοι, ξα-(ανάν) οι κύπριοι, το Αιγαίο μας –για το οποίο κάποια βρωμερά ελληνόφωνα χείλη εκστόμισαν την κατηγορία ότι η Ελλάδα συμπεριφέρεται «επεκτατικά»–, και αύριο ίσως η Μακεδονία μας ή η Θράκη μας. Μόνιμα θύματα είναι επίσης, βεβαίως, η συλλογική αξιοπρέπεια, αυτοεκτίμηση και αυτοσεβασμός των ελλήνων, οι οποίοι, σ’ αντίθεση με αυτό που θεωρείται αυτονόητο για κάθε άλλη κυρίαρχη κοινωνία, όταν υπερασπίζονται την ανεξαρτησία τους και το κράτος τους, συστηματικά καθυβρίζονται ως δήθεν εθνικιστές και υπερπατριώτες. Οι νέο-γκαίμπελς που ελέω ξένης εξάρτησης διαθέτουν άφθονη επικοινωνιακή ισχύ, μάλιστα, δεν διστάζουν να προβάλλουν μεμονωμένα και πολιτικά ασήμαντες ακραίες πολιτικές εκδηλώσεις μερικών δεκάδων ατόμων και να τις ταυτίζουν με κάθε εκδήλωση πατριωτισμού και φιλοπατρίας. Συχνά εκστρατεύουν, επίσης, όχι για να αναθεωρήσουν κάποιες ιστορικές ανακρίβειες, αλλά για να διαστρέψουν την ελληνική ιστορία σε αναφορά με τους ήρωες της ελευθερίας του 1821, τον ρόλο της Ελληνικής Εκκλησίας, τα πραγματικά αίτια της μικρασιατικής καταστροφής, τα πραγματικά αίτια της κυπριακής τραγωδίας, τους ήρωες του έπους ελευθερίας των ελλήνων της περιόδου 1955-59 και τα πραγματικά αίτια των «λαθών» που θέτουν σε θανάσιμο κίνδυνο το κυπριακής καταγωγής ένα περίπου δέκατο του ελληνικού έθνους.

5. Εκλογίκευση της παρακμής: την ήττα φιλοτιμία ποιούμεθα

  

Όπως προαναφέρθηκε, το συμφέρον επιβίωσης απαιτεί όπως η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών και της πολιτικής ηγεσίας αποδέχονται/παραδέχονται ότι η ακεραιότητα του θεσμού ελευθερίας του έθνους-κράτους στο οποίο ανήκουν είναι αυτονόητα έσχατη συλλογική λογική. Σε μη βιώσιμες, παραπαίουσες ή και υποψήφιες για μεγάλες συρρικνώσεις κοινωνίες η πλειονότητα των πολιτών εγκλωβίζεται σε παρακμιακές παραδοχές που συμβιβάζουν τα ασυμβίβαστα, δηλαδή την εθνική ανεξαρτησία και την αντιμετώπιση των εξωτερικών απειλών κατά της κρατικής επικράτειας.

            Έσχατο πεδίο μακάβριων δραστηριοτήτων στην θαυμαστή ζούγκλα του ελληνικού δημόσιου διαλόγου είναι το κυπριακό και το μακεδονικό. Την στιγμή που διεθνοποιείται ο δονκιχωτικός αλυτρωτισμός ασταθών γειτονικών κρατιδίων, την στιγμή που η επίλυση του κυπριακού προβλήματος βρίσκεται στο μεταίχμιο λόγω λαθών τα πέντε τελευταία χρόνια και την στιγμή που μια ηγεμονική και αναθεωρητική Τουρκία θα εισέλθει σε τροχιά εκβιαστικών αξιώσεων κατά μιας πολιτικά αδύναμης Ευρώπης (στην διαδικασία των ούτως καλουμένων «ενταξιακών διαπραγματεύσεων» που οι κυβερνήτες της Άγκυρας ομόφωνα αξιώνουν να διεξαχθούν χωρίς όρους και προϋποθέσεις), πολλοί έλληνες δείχνουν να υπερασπίζονται θέσεις που συρρικνώνουν τα εθνικά μας συμφέροντα, να υποστηρίζουν θέσεις υπέρ της απώλειας της ελευθερίας των κυπρίων στην βάση επικλήσεων κάποιας «αναγκαιότητας» και να παρουσιάζουν την αποδοχή του αλυτρωτισμού και του αναθεωρητισμού του κρατιδίου των Σκοπίων ως σωφροσύνη και σύνεση. Ουσιαστικά, στην βάση του θεωρήματος περί «χαμένων ευκαιριών» καλλιεργείται το έδαφος και η έκπτωση σε χαμηλότερες κλίμακες εθνικών συμφερόντων, σε χαμηλότερες βαθμίδες αξιώσεων εθνικής ανεξαρτησίας και σε αυτοεξαίρεση από κάθε αξίωση συλλογικής ελευθερίας.

            Σταδιακά, επίσης, οι φιλοσοφικές παραδοχές προσαρμόζονται για να καταστήσουν ιδεολογικά και πολιτικά εφικτές (ή και για να αιτιολογήσουν-δικαιολογήσουν) τις απώλειες των εθνικών ερεισμάτων, τις υποχωρήσεις, τις συρρικνώσεις ή, όπως ακριβώς συνέβηκε στην περίπτωση του σχεδίου Αναν, ακόμη και την απώλεια της συλλογικής μας ελευθερίας. Η πείρα των τελευταίων ετών δείχνει ότι προηγούνται συστηματικές-οργανωμένες προσπάθειες ιδεολογικής αποδυνάμωσης, έπεται η ύπουλη υπονόμευση των φιλειρηνικών μας εθνικών σκοπών ως δήθεν εθνικιστικών και όταν το έδαφος και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα το επιτρέπει υποστηρίζεται πολιτικά ο κατευνασμός, η υποχώρηση και η συρρίκνωση των έσχατων εθνικών συμφερόντων, ακόμη και αυτών που αφορούν την ακεραιότητα της κρατικής επικράτειας και την συλλογική μας ελευθερία. Έτσι, για παράδειγμα, διαδοχικά, ο υπέρ ελευθερίας-αυτοδιάθεσης αγώνας των κυπρίων υπονομεύτηκε ως «συντηρητικός», οι αγωνιστές της ελευθερίας εξυβρίστηκαν ως περίπου «τρομοκράτες» που παραβίασαν τα ανθρώπινα δικαιώματα και η Μεγάλη Βρετανία το 1955-59 προστάτιδα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο. Ταυτόχρονα, μεθοδικά και ύπουλα, η αδυναμία μας μπροστά στις συνομωσίες της Βρετανίας, της Τουρκίας και των ΗΠΑ βαφτίζονται ως «λάθη» και ως «χαμένες ευκαιρίες», ενώ η προσπάθειά μας να επιλύσουμε ειρηνικά το κυπριακό στην ΕΕ ταυτόχρονα με την αμυντική κάλυψη της Κύπρου κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1990 καταπολεμήθηκε λυσσαλέα από συνειδητά ή ασυνείδητα στοχαστικά υποπροϊόντα των άγγλων, των αμερικανών και των τούρκων.

            Όταν για πρώτη φορά και για λόγους που δεν είναι του παρόντος να αναλυθούν η στρατηγική αυτή έφθασε στην βρύση το ίδιο παρακμιακό σύστημα ιδεών προσπάθησε να εμποδίσει την ένταξη μιας ανεξάρτητης-κυρίαρχης Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ με το να συμπράξει στην  συνομωσία των Χάνευ, ντε Σότο, Σολάνα και άλλων οι οποίοι μεθόδευαν την παντοτινή κατάργηση της ελευθερίας όλων των κυπρίων, την μετατροπή της Κύπρου σε βρετανική, τουρκική και αμερικανική βάση και την αναίρεση όπως προαναφέρθηκε όλων των πλεονεκτημάτων της ένταξης που θα οδηγούσαν σε μια βιώσιμη λύση. Επειδή απέτυχαν τώρα θλίβονται, οι αφιλότιμοι, επειδή η καταστροφολογία τους δεν επιβεβαιώθηκε. 

            Πριν και μετά τη εκδήλωση του φασιστοειδούς σχεδίου Αναν ακούστηκαν τα πιο απίθανα «επιχειρήματα»: «Η Κύπρος θα αποτελέσει πρωτοπορία μιας εξαίσιας προσπάθειας εγκαθιδρύσεως ενός πολυπολιτισμικού μεταεθνικού κράτους», «στην εποχή της μιας υπερδυνάμεως η λαϊκή κυριαρχία δεν έχει και πολύ σημασία», «οι ατέλειες του σχεδίου Αναν θα διορθωθούν λόγω εντάξεως στην ΕΕ» και «επειδή φταίμε και κάναμε λάθη πρέπει να πληρώσουμε». Βεβαίως, εκτός του ότι αυτά τα ηλίθια επιχειρήματα δεν αντέχουν σε σοβαρή συζήτηση, ανατινάχθηκαν στον αέρα όταν αμερικανοί αξιωματούχοι δήλωσαν: «όταν προσπαθούσαμε το 2003 να πείσουμε την Τουρκία να μας επιτρέψει το πέρασμα των στρατιωτικών μας δυνάμεων από το έδαφός της στο Βόρειο Ιράκ, προσφέραμε στην Τουρκία δύο κίνητρα: Πρώτο, μερικά εκατομμύρια δολάρια και την Κύπρο υπό την μορφή του σχεδίου Αναν» (Daniel Fried, ανώτερος αξιωματούχος του State Department 26.6.2003). Εν τούτοις, ο βαθμός στοχαστικής και κοσμοθεωρητικής σήψης είναι τόσο μεγάλος ώστε η ίδια κρίσιμη μάζα «διανοουμένων» και πολιτικών προσώπων που εργολαβικά εξυπηρέτησαν αυτούς τους διεθνοφασιστικούς σχεδιασμούς, προσπαθούν να προσαρμόσουν τις συλλογικές παραδοχές στο επίπεδο που επέβαλλε το διαστρεμμένο ιμπεριαλιστικό σχέδιο καταστολής της ελευθερίας εκατοντάδων χιλιάδων ελλήνων. Ακριβώς, στην επερχόμενη κρίσιμη περίοδο από τις 17 Δεκεμβρίου 2004 μέχρι την έναρξη διαπραγματεύσεων ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, θα πρέπει να αναμένουμε οι ντόπιοι πολιτικοί βρυκόλακες του ιμπεριαλισμού θα ξεθαρρέψουν και πάλιν υποστηρίζοντας πως κοσμητικές και μόνον αλλαγές του μακάβριου σχεδίου Αναν επαρκούν για την δική μας συναίνεση στην υποδούλωση. Στην πραγματικότητα, κάθε φορά που υπάρχει ανάγκη για να εξυπηρετηθούν τα διεθνοφασιστικά συμφέροντα, το προαναφερθέντα αυγά του φιδιού που διαρκώς επωάζονται, εκκολάπτονται για να υπονομεύσουν την ελευθερία των ελλήνων.

            Τα ίδια με αυτά που ακούσαμε για την Κύπρο, θα μπορούσαν να ειπωθούν για το λεγόμενο «μακεδονικό ζήτημα» και αναπόδραστα μεθαύριο για το Αιγαίο και την Θράκη. Το μοτίβο των αιτιάσεων είναι σχεδόν το ίδιο πάντοτε: «Αιτιολόγηση του μικρότερου κακού», «οι αδύναμοι έχουν λιγότερα δικαιώματα», «αιτιολόγηση λόγω ανωτέρας βίας ή μεταφυσικής αναγκαιότητας», «αιτιολόγηση λόγω αδυναμίας» και «αιτιολόγηση λόγω τετελεσμένων της βίας και δικαίου του ισχυρού». Αν βεβαίως τέτοια φασιστοειδή ιδεολογήματα δίνονταν αποδεκτά, σήμερα δεν θα υπήρχαν ανεξάρτητα κράτη, ασφαλώς οι έλληνες ουδέποτε θα κατακτούσαν την ελευθερία τους, θα επικρατούσε μια αυτοκρατορία και το καθεστώς διεθνών σχέσεων θα ήταν μια καθιερωμένη σχέση ηγεμονίας-υποτέλειας μεταξύ ισχυρών και λιγότερο ισχυρών κοινωνιών.

6. Το κατώτατο σκαλοπάτι της εθνικής παρακμής

 

Το έσχατο σκαλοπάτι είναι η μαζοχιστική αντιστροφή θύτη-θύματος ακόμη και αν αυτό σημαίνει κακοποίηση της διυποκειμενικής ιστορικής εμπειρίας και συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων. Σπαρακτικής μετριότητας στρατευμένοι διανοούμενοι, διαστρεμμένοι ιδεολογικοί εγκέφαλοι και συνοδοιπόροι πολιτικάντηδες «θα μπορούσαν» να βαλθούν να μας πείσουν, μεταξύ πολλών άλλων, πως οι αγωνιστές της ελευθερίας του 1821 ήταν ένα μάτσο αλήτες που βάλθηκαν να διαλύσουν την αγαθοεργή Οθωμανική αυτοκρατορία, πως στην Μικρά Ασία το 1922 δεν έγινε γενοκτονία, πως στο Αιγαίο επεκτατικοί είμαστε εμείς και όχι η Τουρκία, πως οι αγωνιστές της ελευθερίας του έπους 1955-59 στην Κύπρο ήταν περίπου τρομοκράτες, πως στο κυπριακό φταίνε οι κύπριοι και όχι αυτοί που συνωμοτούν επί δεκαετίες εναντίον τους και πως μετά την διάλυση της  Γιουγκοσλαβίας φταίμε εμείς που δεν νομιμοποιήσαμε τον «μακεδονικό» αλυτρωτισμό που περίτεχνα έχτισε το προηγούμενο καθεστώς και που ενσαρκώθηκε στο διάδοχο αντιδημοκρατικό, ασταθές και αναθεωρητικό κρατίδιο. Τα τελευταία χρόνια, όπως ήδη αναφέρθηκε, αυτή η αποκρουστική πολιτική χυδαιότητα βρήκε την πλήρη της έκφραση στην εκστρατεία κατά της ελευθερίας των κυπρίων: μυριάδες ανελεύθερες πολιτικές εκλογικεύσεις τάσσονταν μετά μανίας υπέρ της κατάργησης της πολιτικής κυριαρχίας των κυπρίων, δηλαδή κατάργησης της συλλογικής τους ελευθερίας, υπέρ της καταστολής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, υπέρ της κατάργησης της λαϊκής κυριαρχίας και υπέρ της κατάργησης της δημοκρατίας.  

            Οργανωμένα και μεθοδικά επιχειρείται να προσαρμοστούν τα ελληνικά συμφέροντα στην αδυναμία μας που οι ίδιοι επιδιώκουν και καλλιεργούν. Φιλοσοφήματα, ιδεολογήματα, διαστρεβλωμένες ιστορικές πληροφορίες και ύπουλες ηγεμονικές εκλογικεύσεις επιστρατεύονται σε στημένα «πάνελ», σε επιφυλλίδες μεταπρατών του ηγεμονισμού και σε αποβλακωτικές «δηλώσεις» απολιθωμένων διεθνιστών οι οποίοι συμβάλλουν στην προσαρμογή των συλλογικών παραδοχών των ελλήνων σε κατώτερες βαθμίδες αξιώσεων πολιτικής κυριαρχίας και εθνικής ανεξαρτησίας. Αναγκαία και μη εξαιρετέα συνθήκη επιτυχίας του μακάβριου έργου τους είναι η αποδυνάμωση των ηθικού των ελλήνων ούτως ώστε να καθίσταται εύκολη η συρρίκνωση ζωτικών ελληνικών συμφερόντων.

            Το ζήτημα βεβαίως δεν είναι να ενοχοποιηθούν οι προθέσεις και αυτός δεν θα μπορούσε να είναι ο σκοπός της ανάλυσης που προηγήθηκε. Όμως, δεν έχει σημασία αν κάποιος είναι βλακωδώς μεταπράτης ξένων συμφερόντων λόγω ιδεολογικής παραπλάνησης, αν είναι απλά βλαξ ή αν είναι ιδιοτελώς εξαγορασμένος. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: η συλλογική ελευθερία και η εθνική ανεξαρτησία των ελλήνων ζημιώνεται, συχνά μάλιστα βαθιά και ανεπίστροφα. Οι μικρασιάτες, οι κωνσταντινουπολίτες, οι βορειηπειρώτες και οι κύπριοι το γνωρίζουν. Ποιοι έπονται;

----------------------------------------------------------------------------------

 ΤΟΥΡΚΙΑ-ΕΕ ΚΑΙ ΤΟ "ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΒΕΤΟ"

Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων – Στρατηγικών Σπουδών, Έδρας Jean Monnet για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση, Πάντειον Πανεπιστήμιο www.ifestos.edu.gr

 

Σημερινή 24.10.2004,

Παρόν Κυριακής 14.11.2004

 

Περιεχόμενα (κλικ στον τίτλο για μετάβαση) 1. Βιώσιμη λύση του κυπριακού. 2. Στρατηγική ένταξης-λύσης: σκοποί και μέσα. 3. Ελληνικό αυτογκόλ: άρθρο Πανταγιά. 4. Συνέπειες του αυτογκόλ: ΟΧΙ υπέρ ελευθερίας και το Συμβούλιο της ΕΕ τον Δεκέμβριο 2004. 5. Τραγικά διλήμματα, διέξοδος και το μέλλον της ίδιας της ΕΕ. 6. Διέξοδος ενόψει ενταξιακών διαπραγματεύσεων Τουρκίας - ΕΕ

 

1. Βιώσιμη λύση του κυπριακού

 

Προϋπόθεση για να μην θέσει η Κύπρος βέτο στην έναρξη των διαπραγματεύσεων της ΕΕ με την Τουρκία είναι –ή πρέπει να είναι–, η Άγκυρα να δεσμευτεί σε μια πορεία βιώσιμης λύσης του κυπριακού προβλήματος. Η πρώτη ευκαιρία είναι στις 17 Δεκεμβρίου 2004 και η επόμενη πολύ αργά, σε 10-15 ή και περισσότερα χρόνια εάν και όταν ολοκληρωθούν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις.

            Για να γίνουν κατανοητές οι ευκαιρίες, οι κίνδυνοι και οι δυνατότητες, είναι αναγκαίο, αφενός να αναφερθούν συντομογραφικά οι πέντε θεμελιώδεις αρχές μιας βιώσιμης λύσης του κυπριακού, και αφετέρου, να ανατρέξουμε στους διαμορφωτικούς παράγοντες της σημερινής συγκυρίας.

            Οι πέντε απαράβατες αρχές είναι οι εξής: 1ον) Η λύση να διασφαλίζει τον δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος της Κυπριακής Δημοκρατίας (πλειοψηφικές αποφάσεις στην βάση της αρχής ένα άτομο μια ψήφος). 2ον) Άμεση άσκηση λαϊκής κυριαρχίας (έλεγχος της εξουσίας από μια αδιαίρετη κυπριακή κοινωνία, διαρκείς έλεγχοι και εξισορροπήσεις). 3ον) Αποκλεισμός ρυθμίσεων που δεσμεύουν ή περιορίζουν την εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας (αποκλεισμός παρουσίας ξένων στρατευμάτων, αποκλεισμός παρουσίας «ξένων δικαστών», τερματισμό του εγκλήματος πολέμου του εποικισμού). 4ον) Απόλυτη τήρηση των συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα (όπως περιγράφονται στην επώνυμη Χάρτα και όπως απαιτούν οι σχετικές διεθνείς συμβάσεις). 5ον) Άμυνα-Ασφάλεια: Εάν συμφωνηθεί αποστρατικοποίηση να συνοδευτεί από αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων και ει δυνατό να ληφθεί σχετική απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας.

 

2. Στρατηγική ένταξης-λύσης: σκοποί και μέσα

 

Τα πιο πάνω, υποστηρίχθηκε πριν δεκαπέντε περίπου χρόνια, εκπληρώνονται εάν η Κυπριακή Δημοκρατία ενταχθεί στην ΕΕ οπότε και αυτομάτως επεκτείνεται στην Κύπρο ο κοινοτικός πολιτικός και νομικός πολιτισμός: ανθρώπινα δικαιώματα, δημοκρατία, κράτος δικαίου, θεσμοθετημένοι κοινωνικοπολιτικοί έλεγχοι και εξισορροπήσεις, σεβασμός του διεθνούς δικαίου και τήρηση των αρχών του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Αυτή δεν ήταν μια ιδεαλιστική τοποθέτηση αλλά μια ρεαλιστική πρόταση που δημιουργούσε ένα συνολικό σύστημα ιδεών για λύση του κυπριακού που θα ήταν συμβατή με το υπόλοιπο διακρατικό σύστημα και κυρίως συμβατή με την ιδιότητα του πλήρους μέλους της ΕΕ. Ακριβώς, η πορεία αυτή, με πρακτικό και αποτελεσματικό τρόπο που ταυτόχρονα δεν βρισκόταν σ’ αντίθεση με τα καλώς νοούμενα συμφέροντα όλων των εμπλεκομένων, αναιρούσε ή προσάρμοζε στο διεθνές δίκαιο τις συμφωνίες του 1977 και του 1979 τις οποίες η ελληνική πλευρά είχε δεχθεί απρόθυμα και υπό συνθήκες πολιτικοστρατιωτικού εκβιασμού.

            Αναπόδραστα, λόγω ελληνικής αδυναμίας, οι συμφωνίες του 1977 και 1979 δεν μπορούσαν παρά να οδηγήσουν –όπως έδειξε τελικά το σχέδιο Αναν– σε συζητήσεις που κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα επέβαλλαν ως νέο διακρατικό καθεστώς τα τελεσμένα της εισβολής του 1974. Είναι γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους που προς το τέλος της δεκαετίας του 1980 η πρόταση υποβολής αίτησης ένταξης συνοδεύτηκε με θέσεις υπέρ της αμυντικής θωράκισης της Κύπρου και της Ελλάδας και υπέρ της δρομολόγησης ενός «οδικού χάρτη» που θα συμπεριλάμβανε στρατηγικού χαρακτήρα διπλωματικές διαπραγματεύσεις στο τρίγωνο Ελλάδα, Κύπρος – Τουρκία – Ευρώπη, ΗΠΑ.

            Σήμερα, είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό ότι ο άξονας γύρω από τον οποίο θα περιστράφηκε η στρατηγική μας, ήταν οι εξής θέσεις ή επιδιώξεις: 1ον)  ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ ανεξαρτήτως λύσης, 2ον) προσχώρηση των τουρκοκυπρίων στην ιδέα μιας ενιαίας ευρωπαϊκής Κυπριακής Δημοκρατίας και 3ον) αποδοχή εκ μέρους της Άγκυρας της ιδέας ότι μια βιώσιμη λύση του κυπριακού στις πιο πάνω γραμμές εξυπηρετεί τα καλώς νοούμενα εθνικά συμφέροντα της Τουρκίας και ότι θα μπορούσε έτσι να εισέλθει σε μια πορεία διαρκούς εναρμόνισής της με το πολιτικό κεκτημένο της ΕΕ, μεταξύ άλλων, με την αποδοχή των προνοιών για ειρηνική επίλυση των διαφορών στην βάση των Συνθηκών, του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας και των συμβατικών προνοιών για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Για να εκπληρωθούν αυτοί οι φιλειρηνικοί στόχοι, η ελληνική εθνική στρατηγική δεν μπορούσε να στηριχθεί μόνο στις γραφικές επαναπροσεγγίσεις και στην ανάπτυξη αισθητικών διαπροσωπικών σχέσεων που κατεύναζαν προσωρινά την τουρκική επιθετικότητα αλλά δεν την τερμάτιζαν. Η εκπλήρωση των σκοπών της ελληνικής στρατηγικής απαιτούσε σιδερένια θέληση, σκληρά νεύρα, μακρόχρονη πολιτικοδιπλωματική προσπάθεια και επαρκή αμυντική θωράκιση που θα διασφάλιζε ισόρροπες διαπραγματεύσεις.

 

3. Ελληνικό αυτογκόλ: άρθρο Πανταγιά

 

Πλήθος αιθεροβαμόνων ή κακόπιστων διανοουμένων αμφισβητούσαν διαρκώς τόσο τους πιο πάνω σκοπούς όσο και τις προσεγγίσεις εκπλήρωσής τους. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι πρόκειται σχεδόν για τα ίδια άτομα και τις ίδιες ομάδες που διαδοχικά και με φανατισμό στράφηκαν σε πρώτη φάση το 1988-1992 κατά της υποβολής αίτησης ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ, σε δεύτερη φάση την περίοδο 1993-1996 κατά του ενιαίου αμυντικού χώρου και σε στην τελική φάση το 2001-2004 υπέρ του ανελεύθερου σχεδίου Αναν. Μετά το σωτήριο ΟΧΙ της κυπριακής κοινωνίας, αντί να υποκλιθούν στην συντριπτική λαϊκή βούληση, συνεχίζουν να μεμψιμοιρούν, να κινδυνολογούν και να συναναστρέφονται τον νεοιμπεριαλιστή Λόρδο Χάνευ σε καλοπληρωμένα «συνέδρια κοινωνικού χαρακτήρα».   

            Το αμφιλεγόμενο άρθρο Πανταγιά ήταν η αφετηρία εκτροχιασμού της στρατηγικής ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ και των προσπαθειών μας για βιώσιμη λύση σ’ αυτό το πλαίσιο. Εκφράστηκαν θέσεις οι οποίες αν δεν ήταν προϊόν πολιτικής υπουλότητας της τότε ανώτατης πολιτικής ηγεσίας ήταν σίγουρα προϊόν εγκληματικής πολιτικής επιπολαιότητας. Οι θέσεις αυτές εκφράστηκαν από τον σύμβουλο του πρωθυπουργού και είχαν ως αποτέλεσμα να αποδυναμωθεί η ελληνική θέση την κρίσιμη εκείνη στιγμή, όταν δηλαδή για πρώτη φορά μετά το 1974 η ελληνική πλευρά απέκτησε διπλωματικό πλεονέκτημα λόγω επιτυχούς ολοκλήρωσης των διαπραγματεύσεων. Στην κρίσιμη εκείνη συγκυρία, ακριβώς, ουσιαστικά είχε ολοκληρωθεί ένας μακρόχρονος κύκλος διαπραγματεύσεων που πρόβλεπε την ένταξη της ολόκληρης της Κυπριακής Δημοκρατίας ανεξαρτήτως λύσης και από διακηρύξεις πολλών στην Ευρώπη ότι η Κύπρος δεν μπορεί να παραμείνει όμηρος της τουρκικής στρατηγικής. Οι όροι ειρηνικής επίλυσης του κυπριακού, μάλιστα, είχαν οριοθετηθεί επακριβώς στην Πράξη Προσχώρησης όπου κατ’ ουσία είχαν περιγραφεί οι μέθοδοι ενσωμάτωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας στο κοινοτικό πολιτικό και νομικό κεκτημένο, γεγονός κάτι που βασικά σήμαινε ότι είχαν καταγραφεί σε μια διεθνή σύμβαση μεγάλης εμβέλειας οι πολιτειακοί και διεθνοπολιτικοί όροι τελικής λύσης του κυπριακού προβλήματος.

            Υπενθυμίζεται επίσης ότι πριν και μετά το επίμαχο αμφιλεγόμενο άρθρο Πανταγιά γίναμε μάρτυρες μιας εκστρατείας επιστημονικοφανών αναλύσεων υπέρ των τουρκικών θέσεων εκ μέρους σωρείας ελλήνων διανοουμένων οι οποίοι όλως περιέργως βρέθηκαν ξαφνικά σε θέση αριθμητικής υπεροχής στις επιφυλλίδες, στα δημοσιογραφικά πάνελ και στις βιβλιοκριτικές χαμηλής ποιότητας βιβλίων στα ένθετα των ελλαδικών εφημερίδων.

            Κυρίαρχο χαρακτηριστικό πολλών διεστραμμένων πολιτικών εκλογικεύσεων και των ιδεολογικών επινοημάτων που τις συνόδευαν ήταν η θέση πως επειδή φταίει, δήθεν, η ελληνική πλευρά, θα πρέπει να «συμβιβαστούμε» είτε με ένα «βελούδινο διαζύγιο» είτε με εθελούσια απώλεια της ελευθερίας. Με διαφορετικά λόγια, υποστήριζαν πως επειδή τις τελευταίες δεκαετίες οι έλληνες δεν ήσαν αρκετά ισχυροί να διασφαλίσουν την ελευθερία τους κατά της επεκτατικής Τουρκίας και ιμπεριαλιστικής Βρετανίας και επειδή γι’ αυτό, δήθεν, φταίνε, θα πρέπει είτε να δεχθούν την διχοτόμηση είτε να δεχθούν την παντοτινή καταστολή της δημοκρατίας, της λαϊκής κυριαρχίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο. Είναι κοινώς γνωστό πλέον ότι πολλά διακεκριμένα μέλη της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας και πολλοί διανοούμενοι όχι μόνο αδράνησαν αλλά ενίοτε συνέπραξαν στην εκκόλαψη του σχεδίου του οποίου αρχιτέκτων ήταν ο Λόρδος Χάνευ, συγγραφέας ο πολιτικά ανεξέλεγκτος ντε Σότο και εισηγητής ο Κόφι Αναν.

 

4. Συνέπειες του αυτογκόλ: ΟΧΙ υπέρ ελευθερίας και το Συμβούλιο της ΕΕ τον Δεκέμβριο 2004

 

Η εκδήλωση αυτού του σχεδίου και οι επί τριετία ασφυκτικές πιέσεις των αγλλοαμερικανών να το επιβάλουν δεν ήταν χωρίς συνέπειες. Ουσιαστικά ακυρώθηκαν τα βασικά ερείσματα της στρατηγικής μας επειδή αφενός σκανδάλισε τους τουρκοκύπριους προσφέροντάς τους καταχρηστικές εξουσίες και δελεαστικά υλικά οφέλη και αφετέρου απάλλαξε πολιτικά την Τουρκία από τα διεθνή εγκλήματα της εισβολής, της κατοχής ξένων εδαφών και του εποικισμού. Επίσης, επειδή το τελικό σχέδιο Αναν ουσιαστικά εξαιρούσε την Κύπρο από τα βασικά στοιχεία της ιδιότητας του πλήρους μέλους της ΕΕ, ακύρωνε τις δυνατότητες που διάνοιγε το γεγονός της ένταξης.

            Σε κάθε περίπτωση, σε μια κρίσιμη συγκυρία όταν η ένταξη ήταν πλέον γεγονός εμπόδισε πρωτοβουλίες για ορθολογιστικές διαπραγματεύσεις που θα μετέτρεπαν την εισδοχή της Κύπρου στην ΕΕ σε αφετηρία για διαδικασίες βιώσιμης λύσης του κυπριακού.

            Το ΟΧΙ της κυπριακής κοινωνίας τον Απρίλιο 2004 διέσωσε προσωρινά την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας, δηλαδή την συλλογική ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων των κυπρίων, και επέτρεψε στην Κύπρο να καταστεί πλήρες και ισότιμο μέλος της ΕΕ. Ταυτόχρονα, το ΟΧΙ άφησε κάποια περιθώρια τον ερχόμενο Δεκέμβριο στο Συμβούλιο της ΕΕ να επανέλθουμε σε τροχιά αποκατάστασης της διεθνούς νομιμότητας, δηλαδή την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου και την εφαρμογή της κοινοτικής έννομης τάξης σ’ ολόκληρη την επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας όπως προβλέπει η Πράξη Προσχώρησης στην ΕΕ. Σχετικά με το τελευταίο σημείο, εις πείσμα πολλών ντόπιων πολιτικών μεταπρατών των ιμπεριαλιστικών αγγλικών συμφερόντων και εις πείσμα του αμετροεπούς και στερημένου πολιτικής εντολής Επιτρόπου Φερχόυτεν, τονίζεται ότι η συλλογική πολιτική θέση της ΕΕ ως διεθνούς θεσμού –η οποία είναι δεσμευτική για τα κράτη-μέλη– εμπεριέχεται στην Πράξη Προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και όχι στο σχέδιο Αναν. Αντί λοιπόν να τονίζουμε αυτό το γεγονός, πολλοί, ακόμη και υψηλόβαθμα πολιτικά στελέχη του Υπουργείου Εξωτερικών της προηγούμενης κυβέρνησης, δήλωναν ότι οι ευρωπαίοι «θέλουν το σχέδιο Αναν». Αυτό είναι ένα ακόμη από τα πολλά αυτογκόλ που βάλαμε στις εγχώριες συζητήσεις γύρω από το σχέδιο Αναν το 2003 και 2004. Με διαφορετικά λόγια, ενώ οι Ευρωπαίοι είχαν δεσμευτεί με την Πράξη Προσχώρησης για την τελική λύση του κυπριακού προβλήματος και την στιγμή που οι άγγλοαμερικανοί ιμπεριαλιστές – οι οποίοι όπως ομολόγησαν σήμερα δημοσίως προσπαθούσαν να δώσουν την Κύπρο στην Τουρκία μέσω του σχεδίου Αναν για να την δελεάσουν να συμπράξει μαζί τους στο Ιράκ– κάποιοι συνέπραξαν στην έξωθεν προσπάθεια αναίρεσης των πολιτικοδιπλωματικών μας ερεισμάτων, στάση βεβαίως που προσέκρουσε στο υπέρ ελευθερίας ΟΧΙ της κυπριακής κοινωνίας τον Απρίλιο του 2004.  

 

5. Τραγικά διλήμματα, διέξοδος και το μέλλον της ίδιας της ΕΕ

 

Οι τελευταίες προκλήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο είναι δηλωτικές της τουρκικής στρατηγικής: Προσδιορίζει τον τρόπο της «καθόδου» της προς την Ευρώπη: 1ον) Θα θέτει αυτή όρους και όχι οι πολιτικά αδύναμοι ευρωπαίοι. 2ον) Αφού γίνει αποδεκτή για διαπραγματεύσεις, όποτε συναντά δυσκολίες θα καταφεύγει στην προσφιλή της τακτική των στρατιωτικοπολιτικών εκβιασμών, κατά προτίμηση κατά της Ελλάδας και κατά της Κύπρου (η τελευταία αν αποδεχόταν το σχέδιο Αναν θα ήταν επιπλέον αποστρατικοποιημένη, δηλαδή παντελώς έρμαιο και όμηρος της τουρκικής στρατηγικής).

 

Αν και όχι απίθανο να συμβεί, είναι εν τούτοις παντελώς ανορθολογικό να γίνει δεκτή η Τουρκία για διαπραγματεύσεις πλην δεχθεί απολύτως να τερματίσει τις αναθεωρητικές της συμπεριφορές. Το ελάχιστο που θα μπορούσε να γίνει είναι πρώτο, η Άγκυρα να δεχθεί προσφυγή στους διεθνείς θεσμούς για οτιδήποτε απαιτήσεις κατά της Ελλάδας, δεύτερο, έστω και στην βάση χρονοδιαγράμματος, να δεσμευτεί για αποχώρησή της από την Κύπρο, σεβασμό του διεθνούς δικαίου και τήρηση των Συνθηκών. Επιπλέον, τυχόν απόφαση για έναρξη διαπραγματεύσεων σ’ αυτή την βάση θα πρέπει να προβλέπεται ο τερματισμός τους αν η Τουρκία δεν συμμορφώνεται. Μάλιστα, επειδή αυτό το ζήτημα εμπίπτει στην πολιτικοστρατηγική σφαρία θα πρέπει η απόφαση για διακοπή των συνομιλιών να μπορεί να γίνει έστω και αν το θέλει ένα μόνο κράτος της ΕΕ (και δεν θα υπόκειται σε οποιαδήποτε διαδικασία πλειοψηφικών αποφάσεων). Αυτό θα ζητούσε κάθε άλλο κράτος-μέλος της ΕΕ και δεν βλέπω τον λόγο γιατί να μην αποτελεί αξίωση της Ελλάδας.

            Δηλαδή, η πορεία της Τουρκίας προς την Ευρώπη, απαιτείται να είναι δεσμευμένη με τερματισμό του αναθεωρητισμού και με την αποδοχή της μιας τελικής βιώσιμης λύσης του Κυπριακού ζητήματος στην βάση του γεγονότος της ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ. Ασφαλώς, οι χειρισμοί αυτοί είναι δυσχερείς τόσο λόγω της πολιτικής αδυναμίας της Ευρώπης όσο και λόγω των δικών μας απλουστευτικών θεωρήσεων που κυριαρχούν στον ελληνικό δημόσιο διάλογο. Όσον αφορά το κυπριακό, πιο συγκεκριμένα, η προαναφερθείσα πολιτική επιπολαιότητα ή ενίοτε και συνειδητή ταύτιση με τις ιμπεριαλιστικές ραδιουργίες μας έφεραν σε μια δυσχερή θέση που αντιμετωπίζεται μόνο με ρηξικέλευθες στάσεις και αποφάσεις. Η τραγική θέση στην οποία έχουμε περιέλθει περιγράφεται ως εξής: Από την μια πλευρά οι έλληνες κύπριοι αν εμμείνουν σε μια βιώσιμη λύση ενδεχομένως δεν θα επανέλθουν σύντομα (ή και ποτέ) στις πατρογονικές τους εστίες. Θα συνεχίσουν εν τούτοις να είναι συλλογικά ελεύθεροι-ανεξάρτητοι και ευημερούντες, ενώ ταυτόχρονα θα υπάρξουν μελλοντικά δυνατότητες βιώσιμης διεξόδου και επανένωσης της Μεγαλονήσου. Από την άλλη πλευρά αν οι κύπριοι υποκύψουν στους εκβιασμούς και δεχθούν τα δεσμά που ορίζει το αγγλικής έμπνευσης σχέδιο Αναν, θα τερματιστεί παντοτινά η συλλογική ελευθερία-ανεξαρτησία όλων των κυπρίων, θα υποταχθεί παντοτινά ο κυπριακός  λαός στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα της Τουρκίας και της Βρετανίας, θα εκκολαφθούν μελλοντικές ελληνοτουρκικές διενέξεις και, επειδή μια πολιτικά αδύναμη ΕΕ θα εισέλθει σε ενταξιακές διαπραγματεύσεις με μια αναθεωρητική και υπεροπτική Τουρκία, θα αποτελέσει ενδεχομένως την αφετηρία πολιτικής ακύρωσης της ίδιας της ΕΕ, κάτι το οποίο, εξάλλου, αποτελεί πάγιο στόχο της βρετανικής διπλωματίας.

 

6. Διέξοδος ενόψει των ενταξιακών διαπραγματεύσεων Τουρκίας-ΕΕ

 

Όσον αφορά το κυπριακό, παίζει με την φωτιά και το μέλλον της Ελλάδας όποιος δεν υιοθετήσει τέσσερις απαράβατες αρχές ή κριτήρια που θα τεθούν ως προϋπόθεση έναρξης διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την ΕΕ: 1ον) Η κυρίαρχη Κυπριακή Δημοκρατία αποκλείεται να δεχθεί οποιοδήποτε εσωτερικό καθεστώς που θα της στερεί αυτά που αποτελούν κεκτημένα όλων των υπόλοιπων συνεταίρων της στην ΕΕ. 2ον) Ως κυρίαρχο μέλος τους διεθνούς συστήματος εμμένει σ’ αυτό που για τρις δεκαετίες απαιτούσε: συμμόρφωση όλων των εμπλεκομένων με τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ. 3ον) Ως ισότιμο μέλος της ΕΕ η Κυπριακή Δημοκρατία αταλάντευτα απαιτεί συμμόρφωση των υποψηφίων μελών με τις αρχές του νομικού και πολιτικού πολιτισμού της Ευρώπης και των υπολοίπων διεθνών συνθηκών.

            Οι τακτικοί χειρισμοί εκπλήρωσης αυτών των σκοπών είναι υπόθεση των κυβερνήσεων Ελλάδας και Κύπρου που δεν έχουν την πολυτέλεια να αποτύχουν. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ενδεχομένως να αλλάξει ο ρους της ελληνικής και ευρωπαϊκής ιστορίας αν η πολιτικά παραπαίουσα ΕΕ αυτοχειριαστεί με το να δεχτεί διαπραγματεύσεις με ένα αναθεωρητικό κράτος, την Τουρκία, η οποία επιπλέον κατέχει έδαφος ενός μέλους της ΕΕ, της Κύπρου, την οποία εξάλλου αρνείται να αναγνωρίσει. Για να μην υπάρξει ανάγκη για ένα ακόμη αναπόφευκτο κυπριακό ΟΧΙ (βέτο) τον Δεκέμβριο, Αθήνα και Λευκωσία έχουν μερικές μόνο εβδομάδες να μεταπείσουν τους υπόλοιπους ευρωπαίους και την Άγκυρα για ένα νέο ξεκίνημα για μια βιώσιμη λύση. Τελικά, όμως, ίσως αυτό να παραμείνει μια προσδοκία, επειδή η κοσμοθεωρητική σήψη που αρχίζει από τον πανεπιστημιακό χώρο και επεκτείνεται στο πολιτικό σύστημα έχει από καιρό αποδυναμώσει τον συλλογικό πολιτικό μας ορθολογισμό και έχει απονευρώσει την ικανότητά μας να βλέπουμε ακόμη και τα πιο ολοφάνερα ερείσματά μας! 

 

Παναγιώτης Ήφαιστος – Panayiotis Ifestos

Καθηγητής – Professor

Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές, Έδρα Jean Monnet για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση

International Relations-Strategic Studies. Jean Monnet Chair European Political Integration

Πάντειον Παν/τήμιον, ifestos@panteion.gr, info@ifestos.edu.gr, www.ifestos.edu.gr  210-8975385

----------------------------------------------------------------------------------------------------------

 

Η Κύπρος μετά την ψυχρολουσία της συνόδου κορυφής της ΕΕ τον Δεκέμβριο του 2004: ώρα για υπαρξιακές αποφάσεις

Η Σημερινή 19.12.2004

 

 

1. Ποια θα έπρεπε να είναι η απόφαση

 

Την «απόφαση» για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων Τουρκίας – ΕΕ την γνωρίζουμε όπως γνωρίζουμε και τις πολλές αναγνώσεις των πολλών αμφίδρομων και αμφιλεγόμενων ερμηνειών της. Ορθά επισημαίνεται ότι πρόκειται για την αρχή μιας μεγάλης πορείας. Το ερώτημα όμως είναι: Προς ποιο προσανατολισμό; Στοιχειώδης ορθολογισμός επιτάσσει να δεχθούμε πως οι διακηρυγμένοι σκοποί θα εκπληρώνονταν αν υπήρχε σαφής δέσμευση της Τουρκίας να αποδεχθεί τα νομικά και πολιτικά κεκτημένα του θεσμού στον οποίο θέλει να προσχωρήσει, συμπεριλαμβανομένης της αναγνώρισης όλων των κρατών μελών που συμμετέχουν σ’ αυτό. Θα έπρεπε επίσης να υπάρχει πρόνοια –έστω και με την μορφή δήλωσης– για την αποχώρηση των στρατευμάτων εισβολής, τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου και την αποδοχή εκ μέρους της Τουρκίας λύσης του Κυπριακού προβλήματος που θα εντασσόταν στην λογική του νομικού και πολιτικού πολιτισμού της Κοινότητας στην οποία η Τουρκία τόσο πολύ επιθυμεί να υιοθετήσει εντασσόμενη στην ΕΕ. Αυτά τα ελάχιστα δεν επιτεύχθηκαν. Αντίθετα, η Ευρώπη, η Ελλάδα και η Κύπρος εισερχόμαστε σε ένα διαπραγματευτικό λαβύρινθο με εκπτώσεις και κατευνασμούς της τουρκικής θρασύτητας, αλαζονείας και υπεροψίας. Την αποτυχία επίσης φιλοτιμία ποιούμεθα εκλογικεύοντας ως δήθεν διευκόλυνση του κ Ερτογαν να επανέλθει στην Άγκυρα ενώ κατά την εκτίμησή μας αυτό το πολιτικό πρόσωπο αποδεικνύεται ότι είναι πιο σκληρό, πιο εθνικιστικό, πιο αδιάλλακτο και πιο επικίνδυνο για την Ευρώπη, την Ελλάδα και την Κύπρο.

            Αυτές οι εξελίξεις σηματοδοτούν δύσκολο μέλλον για την Ευρώπη το πολιτικό μέλλον της οποίας πρέπει να θεωρείται πλέον αναπόδραστα ζοφερό και αβέβαιο. Τους επόμενους μήνες και χρόνια η Ευρώπη θα γνωρίσει τι σημαίνει «ανατολίτικο παζάρι» σε μια διαπραγμάτευση όπου η ισχυρή πλευρά θα είναι η Τουρκία, οι αγγλοαμερικανοί και οι σύμμαχοί τους στην Ευρώπη και η αδύναμη πλευρά θα είναι ο πολιτικά κατακερματισμένος θεσμός της ΕΕ εντός του οποίου, για να παραφράσουμε τον Ντε Γκόλ, υπάρχουν όχι ένας αλλά πολλοί Δούρειοι Ίπποι των αμερικανών που θέλουν την Ευρώπη πολιτικά ανύπαρκτη και στρατηγικά εξαρτημένη.

            Ο τουρκικός οδοστρωτήρας κινείται πλέον προς τις Βρυξέλλες ωθούμενος από ισχυρά αγγλοαμερικανικά συμφέροντα και με τις ευλογίες πολλών άλλων κρατών-μελών με ατλαντικές διπλωματικές παραδοχές. Το άμεσο καίριο ερώτημα είναι τι σημαίνει αυτό για την Ελλάδα και την Κύπρο, ποιοι είναι οι συλλογικοί μας σκοποί ενόψει της νέας κατάστασης και ποια η στρατηγική εκπλήρωσής τους.

 

2. Το τίμημα της επιπολαιότητάς μας

 

Αναπόδραστα η Ελλάδα θα πληρώσει το τίμημα της επιπολαιότητας πολλών στοχαστών, πολιτικών και πολιτών. Ουκ ολίγοι εξ αυτών στο όνομα ποικιλόχρωμων ιδεολογημάτων και θεωρημάτων υπονόμευσαν μεθοδικά την ελληνική αποτρεπτική στρατηγική και με απύθμενη ανευθυνότητα στήριξαν τους καθοδηγούμενους από το  Λονδίνο γραφειοκράτες του ΟΗΕ να προτείνουν την κατάργηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας στην Κύπρο. Τους τελευταίους μήνες κανείς επίσης δεν στοχάστηκε τα συμφέροντα της Ελλάδα στην Κύπρο και στην Ευρώπη για να οριοθετήσει μια κόκκινη γραμμή όρων και προϋποθέσεων πέραν των οποίων θα έπρεπε να θεωρείται αδιανόητη η έναρξη διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την ΕΕ.

            Όσο αφορά τους κύπριους, μελλοντικά θα πληρώσουν το μεγαλύτερο τίμημα αν τρις δεκαετίες μετά την εισβολή δεν φροντίσουν να διακηρύξουν το αυτονόητο στις διακρατικές σχέσεις, ότι δηλαδή δεν επιτρέπουν σε κανένα να αποφασίζει εκ μέρους τους. Απαιτείται, ακριβώς, να οριοθετήσουν νέους προσανατολισμούς, να πάρουν την τύχη τους στα χέρια τους και να απορρίψουν τελεσίδικα και οριστικά την αυθάδη αξίωση κάποιων να ορίζουν το εσωτερικό καθεστώς της κυρίαρχης Πολιτείας τους.. Πρωτοβουλίες από τον ΟΗΕ ή την ΕΕ για παράδειγμα, δεν μπορεί να υπάρξουν ξανά αν δεν εντάσσονται σε μια σχέση εντολέα – εντολοδόχου όπου η Κυπριακή Δημοκρατία θα οριοθετεί αποδεκτές και μη αποδεκτές διαμεσολαβήσεις. Αυτό επιτάσσει το διεθνές δίκαιο, οι πρόνοιες του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, το πολιτικό κεκτημένο της ΕΕ, η λογική αλλά και η καθημερινή διακρατική πρακτική.

   

3. Πήγαμε στην βρύση και οι εχθροί μας μέσω Αναν μας εμπόδισαν να πιούμε νερό

 

Για να μην επαναλαμβάνουμε αναλύσεις που ήδη κάναμε στο παρελθόν, αναφέρουμε μόνο ότι το 2001-2004 διαπράχθηκαν πολιτικά εγκλήματα εις βάρος των κυπρίων, εις βάρος των συμφερόντων των λαών όλων των εμπλεκομένων κρατών, εις βάρος του διεθνούς δικαίου, εις βάρος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εις βάρος του πολιτικού και νομικού πολιτισμού της Ευρώπης. Συντομογραφικά, το διπλό έγκλημα του πραξικοπήματος και της εισβολής για το οποίο οι κύπριοι σε τίποτα δεν έφταιγαν οδήγησε την αδύναμη και εγκαταλειμμένη από όλους Κυπριακή Δημοκρατία να αποδεχθεί τις συμφωνίες του 1977 και 1979 για μια πρωτόγνωρη λύση «δικοινοτικής-διζωνικής» ομοσπονδίας. Αναμενόμενα, επί μακρόν, οι διαπραγματεύσεις οδήγησαν σε αδιέξοδα ή σε επικίνδυνους ατραπούς. Το 1988-1992 δόθηκε μάχη ενάντια στους ντόπιους και ξένους εχθρούς των ελληνικών συμφερόντων και υπέρ μιας διπλής στρατηγικής: Πρώτο, της αμυντικής ενίσχυσης της ελληνικής πλευράς, και δεύτερον, της επιδίωξης διπλωματικής διεξόδου με την διάνοιξη προοπτικών μιας ευρωπαϊκής λύσης του κυπριακού.

            Το 1989-90 πολλοί προβλέψαμε ότι η υποβολή αίτησης ένταξης αναπόδραστα θα οδηγούσε σε ένταξη «ανεξαρτήτως λύσης». Όταν αυτό επιτευχθεί, υποστηρίχθηκε τότε, θα διανοίγονταν ευκαιρίες πολύπλευρων διαπραγματεύσεων με μεγάλες πιθανότητες η Τουρκία να αποδεχθεί λύση του κυπριακού με επέκταση στην Κύπρο της κοινοτικής νομικής και πολιτικής τάξης πραγμάτων την οποία και η ίδια εξέφραζε την επιθυμία να υιοθετήσει με την προσχώρησή της στην ΕΕ. Αντί αυτού, μας προέκυψε το φασιστικό σχέδιο Αναν. Εκκολάφθηκε από τους αγγλοαμερικανούς, έτυχε υποστήριξης από τα ντόπια πολιτικά τους υποπροϊόντα και πρότεινε την κατάργηση του κοινοτικού κεκτημένου στην Κύπρο, την καταστολή της ελευθερίας των κυπρίων, την κατάργηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η κατάργηση της δημοκρατίας, την κατάργηση της κυρίαρχης Κυπριακής Δημοκρατίας και την παντοτινή ξένη πολιτική και στρατιωτική υποδούλωση των πολιτών της. Το ΟΧΙ της κυπριακής κοινωνίας ανέτρεψε προσωρινά αλλά δεν ανέτρεψε οριστικά την συνομωσία ποικίλων διεθνοφασιστών και εχθρών της ελευθερίας. Εμπόδισε εν τούτοις τους λαούς της Κύπρου, της Ελλάδας και της Τουρκίας να αδράξουν την ευκαιρία συμφωνίας στην βάση μιας βιώσιμης λύσης που θα επέτρεπε σε όλους να απολαύσουν τα πλεονεκτήματα σταθερών και ειρηνικών σχέσεων που θα έφερνε μια βιώσιμη λύση του κυπριακού προβλήματος.

            Η Δεύτερη ευκαιρία παρουσιάστηκε στο τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που αποφάσισε την έναρξη διαπραγματεύσεων ένταξης της Τουρκίας. Και πάλιν, όμως, ο ανορθολογισμός επικράτησε. Αντί ως προϋπόθεση έναρξης διαπραγματεύσεων να διακηρυχθεί η δέσμευση της Τουρκίας για άνευ όρων αποδοχή του νομικού και πολιτικού πολιτισμού του θεσμού στον οποίο θέλει να προσχωρήσει, την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εισήλθαμε όπως προαναφέρθηκε σ’ ένα «ανατολίτικο παζάρι» με σχεδόν βέβαια αποτελέσματα.

 

4. Υπέρ ελευθερία αξιώσεις και η ανάγκη Υπαρξιακών αποφάσεων

 

Ενόψει των νέων δυσμενών εξελίξεων, οι κύπριοι βρίσκονται ενώπιον αδυσώπητων υπαρξιακών αποφάσεων. Εκτός και αν οι κύπριοι αποφάσισαν να αυτοκτονήσουν μαζικά με εθελούσια κατάργηση της συλλογικής τους ελευθερίας, σκοποί και στρατηγική εκπλήρωσής της μπορούν να κινούνται μόνο προς μια κατεύθυνση. Οι σκοποί που δεν αναιρούν αλλά διασφαλίζουν την ελευθερία των κυπρίων και η στρατηγική εκπλήρωσής σημαίνουν τα εξής:

            Κατά πρώτον, για κάθε λαό το κράτος του είναι θεσμός συλλογικής ελευθερίας. Κάθε λαός κατακτά αυτό τον θεσμό με αγώνα ανεξαρτησίας και μόνο αν παραμείνει ανεξάρτητος υπό συνθήκες εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας μπορεί να θεωρείται ελεύθερος. Αυτό προβλέπει εξάλλου το διεθνές δίκαιο, οι καταστατικοί χάρτες των διεθνών θεσμών, η απλή λογική και η διεθνής πρακτική. Γι’ αυτό οι κύπριοι απαιτείται να διακηρύξουν άμεσα και διαπασών ότι ποτέ δεν θα δεχθούν να συζητήσουν ξανά την κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την εγκαθίδρυση ενός μη βιώσιμου πολιτειακού εκτρώματος υπό ξένη επικυριαρχία. Οποιαδήποτε λύση θα σημαίνει μόνο εσωτερική διοικητική μεταρρύθμιση και τίποτα άλλο.

            Κατά δεύτερον, στοιχειώδης στάση αυτοπροστασίας απαιτεί όπως οι πολιτικοί μας και κυρίως ο Πρόεδρος της Κύπρου θα εξαλείψουν από το λεξιλόγιό τους την λέξη «σχέδιο Αναν». Πράγματι, ενώ υπάρχουν τόσα όπλα στο διπλωματικό μας οπλοστάσιο είναι αξιοπερίεργο γιατί συνεχίζουμε να μιλάμε για «λύση στην βάση του σχεδίου Αναν» την στιγμή που α) η κυπριακή κοινωνία το απέρριψε, β) το ίδιο το σχέδιο έλεγε ότι απόρριψή του σημαίνει ότι δεν θα υπάρχει πλέον, γ) επαναφορά του σημαίνει σχεδόν βέβαιη επιβολή του, δ) επιβολή του σημαίνει αναίρεση των πλεονεκτημάτων της ένταξης και κατάργηση της ελευθερίας των κυπρίων και ε) αναζωπύρωση της φιλοσοφίας που απέπνεε θα εμποδίσει την Κύπρο να επιδιώξουν μια βιώσιμη λύση στην βάση του γεγονότος της ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ.

            Κατά τρίτον, απαιτείται ανάληψη δραστήριων και επιθετικών πρωτοβουλιών υπέρ μιας ευρωπαϊκής λύσης του κυπριακού. Αναμφίβολα, αυτό έπρεπε να είχε γίνει ήδη μετά το 2000-1, αλλά δυστυχώς αντί αυτού δεχθήκαμε να παγιδευτούμε στην καταστροφική πορεία που άλλοι χάραξαν.

            Κατά τέταρτον, με λόγια και με πράξεις να διακηρυχθεί προς κάθε κατεύθυνση ότι δεν δεχόμαστε οτιδήποτε λιγότερο από την πλήρη εφαρμογή του διεθνούς δικαίου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του νομικού και πολιτικού κεκτημένου της ΕΕ της οποίας η Κυπριακή Δημοκρατία αποτελεί ισότιμο μέλος.

            Κατά πέμπτον, απαιτείται για πρώτη φορά μετά το 1974 να αποφασίσουμε ότι διχοτόμηση της Κύπρου, κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και κατ’ επέκταση παντοτινή κατάργηση της πολιτικής μας κυριαρχίας απορρίπτεται σαν λύση, έστω και αν αυτό σημαίνει μη άμεση επιστροφή μας στις πατρογονικές μας εστίες.

 

5. Ελευθερία χωρίς επανένωση ή διχοτόμηση και κατάργηση της ελευθερίας;

 

Βρισκόμαστε στην εξής τραγική θέση: Αν εμμείνουμε στην θέση για μια βιώσιμη λύση του κυπριακού όπως κάναμε πριν την εκδήλωση του σχεδίου Αναν, πολλοί κύπριοι ενδεχομένως δεν θα επανέλθουν σύντομα (ή ποτέ δεν θα επανέλθουν) στις πατρογονικές τους εστίες στον κατεχόμενο κομμάτι τις Κύπρου. Θα συνεχίσουν εν τούτοις να είναι συλλογικά ελεύθεροι-ανεξάρτητοι και ευημερούντες εντός της κυρίαρχης Κυπριακής Δημοκρατίας. Ταυτόχρονα θα διατηρήσουν την ελπίδα ότι μελλοντικά θα υπάρξουν ενδεχομένως δυνατότητες μιας πραγματικά βιώσιμης λύσης που θα επανενώνει τον κυπριακό λαό υπό συνθήκες δημοκρατίας, κράτους δικαίου, εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κυρίως εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας. Ακόμη και η παραμικρή υποχώρηση σημαίνει ουσιαστικά παντοτινή απώλεια της συλλογικής ελευθερίας όλων των κυπρίων με ότι αυτό σημαίνει. Συζήτηση στην βάση του σχεδίου Αναν αναπόδραστα θα μας οδηγήσει ξανά προς αυτούς τους καταστροφικούς προσανατολισμούς. Οι επιλογές μας αν και συνεχίζουν να είναι δύσκολες, ήταν και συνεχίζουν να είναι, εν τούτοις, ξεκάθαρες:

            Στον ένα δίσκο της πλάστιγγας υπάρχει το καταστροφικό σχέδιο Αναν. Σήμερα περισσότερο απ’ ότι στο παρελθόν αποδοχή συζήτησης στην βάση της ανελεύθερης φιλοσοφίας που ενσαρκώνει σημαίνει παντοτινή διχοτόμηση, παντοτινή υποτέλεια σε ξένες δυνάμεις και παντοτινή κατάργηση της πολιτικής μας κυριαρχίας, δηλαδή παντοτινή καταστολή της συλλογικής ελευθερίας των κυπρίων. Σημαίνει επίσης και παντοτινό αποκλεισμό κάθε δυνατότητας επανένωσης της Κύπρου.

            Στον άλλο δίσκο της πλάστιγγας υπάρχει ο θεσμός της συλλογικής μας ελευθερίας, δηλαδή η Κυπριακή Δημοκρατία. Διατήρησή της σημαίνει όχι μόνο διατήρηση της ελευθερίας μας αλλά και της δυνατότητάς μας να διαπραγματευόμαστε, να αμυνόμαστε ως κυρίαρχη κοινωνία, να επιδιώκουμε την επανένωση του νησιού και να συμμετέχουμε ισότιμα στους διεθνούς θεσμούς ως κυρίαρχο κράτος. Σημαίνει επίσης ότι θα έχουμε ελευθερία κινήσεων ενόψει του αβέβαιου μέλλοντος της ΕΕ που σηματοδοτεί η απόφαση έναρξης διαπραγματεύσεων με την Τουρκία χωρίς η τελευταία να δεχθεί τον νομικό και πολιτικό πολιτισμό των διακρατικών σχέσεων και της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

            Όσο και αν πασχίζουν οι ντόπιοι μεταπράτες των διεθνοφασιστικών συμφερόντων να μας πείσουν περί του αντιθέτου, η υπέρ δουλείας ή ελευθερίας απόφαση είναι δική μας και κανενός άλλου. Μήπως θα μας τιμωρήσουν επειδή θέλουμε να είμαστε ελεύθεροι; Αν αυτή είναι η απειλή θα πρέπει να την αντιμετωπίσουμε με κάθε μέσο, αρχίζοντας με ακόμη ένα ΟΧΙ κατά των προτροπών εθελούσιας υποδούλωσης.

 

------------------------------------------------------------------  

ΜΝΗΜΗ ΓΙΑΝΝΟΥ ΚΡΑΝΙΔΙΩΤΗ

Ημερίδα του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, Παντείου Πανεπιστημίου

25.10.2004, Αίθουσα τελετών Παντείου Πανεπιστημίου

ΚΥΠΡΙΑΚΟ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΜΙΑΣ ΣΥΝΟΛΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗΣ

Παναγιώτης Ήφαιστος, Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων – Στρατηγικών Σπουδών, Έδρας Jean Monnet για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση, Πάντειον Πανεπιστήμιο www.ifestos.edu.gr

 

Δημοσιευμένο στο Μνήμη Γιάννου Κρανιδιώτη, Εκδόσεις Σάκκουλα - Πάντειον Πανεπιστήμιο 2005.

 

-----------------------------------------------------------------------------------------------------

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ: 1. Εισαγωγή. 2. Θεμελιώδεις αρχές μιας βιώσιμης λύσης του κυπριακού. 3. Στρατηγική ειρηνικής επίλυσης του κυπριακού και οι αντίπαλοί της. 4. Επιτυχής ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων και τα ελληνικά αυτογκόλ. 5. Οι συνέπειες του σχεδίου Αναν. 5. Οι συνέπειες του σχεδίου Αναν. 6. Διέξοδος ενόψει των διαπραγματεύσεων ένταξης Τουρκίας-ΕΕ (Κλικ στον τίτλο για μετάβαση)

-----------------------------------------------------------------------------------------------------

 

1. Εισαγωγή

 

Όταν μου προτάθηκε να παρέμβω στην παρούσα εκδήλωση απάντησα ότι ίσως δεν είναι σκόπιμο επειδή με συνέδεε μια μακρόχρονη σχέση με τον Γιάννο Κρανιδιώτη. Αν και η παρέμβασή μου είναι αδύνατο να είναι αμιγώς ακαδημαϊκή είναι ανεπίτρεπτο να πάρει την μορφή είτε πολιτικών σχολίων είτε εξιστόρησης της προσωπικής μου σχέσης με τον Γιάννο Κρανιδιώτη. Αναφέρω απλά ότι τα ηρωικά μεταπολιτευτικά χρόνια του φοιτητικού συνδικαλισμού διαδέχθηκε μια απέραντα παραγωγική συνεργασία στην φάση διαπραγματεύσεως της ΤΕ Κύπρου-Κοινότητας όταν ο Γιάννος Κρανιδιώτης ήταν βασικός συνεργάτης του Υπουργείου Εξωτερικών στο ελλαδικό ΥΠΕΞ και ο υποφαινόμενος επί εννέα χρόνια στέλεχος της διαπραγματευτικής ομάδας της διπλωματικής αποστολής της Κυπριακής Δημοκρατίας στις Βρυξέλλες. Ακολούθησε φάση έντονων παρεμβάσεων στην διαμάχη για την υποβολή αίτησης ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ και για την ανάπτυξη μιας παράλληλης προσπάθειας αμυντικής ενίσχυσης της Κύπρου. Οι δρόμοι μας χώρισαν όταν για σύντομο χρονικό διάστημα διετέλεσε σύμβουλος της Κυπριακής Δημοκρατίας πριν υποβληθεί η αίτηση ένταξης και πριν επανέλθει στην ελλαδική πολιτική σκηνή που τον οδήγησε στην κρίσιμη θέση του υφυπουργού εξωτερικών. Λίγο πριν το θανατηφόρο αεροπορικό δυστύχημα συνάντησα τον αείμνηστο Γιάννη Κρανιδιώτη στο αεροδρόμιο των Βρυξελλών. Θέλησε να συζητήσουμε μερικές κριτικές θέσεις που εκφράστηκαν σε επιφυλλίδες μου και συγκεκριμένα για την θέση ότι κύριο μέλημά μας πρέπει να είναι να μην καταντήσει η υπόθεση της ένταξης το χρυσό χάπι της διχοτόμησης και της νομιμοποίησης των τετελεσμένων της βίας του 1974. Του είπα ότι οδηγός των αναλύσεών μου είναι η βαθιά μου πεποίθηση ότι ο ρόλος του ακαδημαϊκού, έστω και αν μερικές φορές αυτό προκαλεί δυσφορία, είναι όχι η υπόδειξη συνταγών πολιτικής για την καθημερινή διπλωματική πρακτική αλλά να εμμένει με καθαρότητα και λογική συνέπεια στην οριοθέτηση των στρατηγικών προσανατολισμών και στον έλεγχο του κατά πόσο οι τακτικές επιλογές διέπονται από την λογική των στρατηγικών σκοπών. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, του υπενθύμισα αυτό που και ο ίδιος κατά καιρούς είχε υποστηρίξει, ότι δηλαδή ο σκοπός της στρατηγικής μας ήταν μια βιώσιμη λύση που θα μας απάλλασσε από τις δουλείες της εισβολής του 1974, θα διασφάλιζε την επέκταση του κοινοτικού κεκτημένου στην Κυπριακή Δημοκρατία, θα επανέντασσε τους τουρκοκυπρίους στην Κυπριακή Δημοκρατία υπό συνθήκες δημοκρατίας και διασφάλισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θα τερμάτιζε το διαρκές έγκλημα του εποικισμού, θα τερμάτιζε την παρουσία τουρκικών στρατευμάτων και εγγυήσεων και θα πρόσφερε την ευκαιρία για μια ευρύτερη διαπραγμάτευση με σκοπό την σταθεροποίηση στο μακροχρόνιο επίπεδο ισόρροπων ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ευχής έργον και εφικτός στόχος θα ήταν ενδεχομένως, επίσης, ο τερματισμός του καθεστώτος των αποικιακών καταβολών βρετανικών στρατιωτικών βάσεων. Ο Γιάννος με διαβεβαίωσε ότι δεν άλλαξε την θέση που επανειλημμένα υποστήριξε στο παρελθόν, ότι δηλαδή η ένταξη ήταν το μέσο επανένωσης της Κύπρου και όχι ο μανδύας της διχοτόμησής της.

           

Σε μια παρέμβαση εις μνήμη ενός από τους πρωτεργάτες της στρατηγικής για  μια βιώσιμη λύση του κυπριακού και έχοντας υπόψη τα πολλά κείμενα που γράφτηκαν πριν μια περίπου δεκαετία για το θέμα αυτό, συμπεριλαμβανομένων των αναλύσεων του Γιάννου Κρανιδιώτη, ίσως είναι εξαιρετικά χρήσιμο να υπενθυμίσω το περιεχόμενο αυτής της στρατηγικής. Έτσι μόνο θα μπορέσουμε να αντιληφθούμε τις δυσκολίες της παρούσης συγκυρίας και να κατανοήσουμε τους διαμορφωτικούς παράγοντες που επηρεάζουν τις προσπάθειες βιώσιμης λύσης του κυπριακού. Αυτό είναι αναγκαίο επειδή εκτιμώ πως τα τελευταία χρόνια ο κυκεώνας της μάχης εντυπώσεων υπέρ ανελεύθερων ρυθμίσεων, κατά κάποιον τρόπο, εξαφάνισε από τον δημόσιο διάλογο τις αναγκαίες και μη εξαιρετέες θεμελιώδεις προϋποθέσεις μιας βιώσιμης λύσης του κυπριακού.

           

2. Θεμελιώδεις αρχές μιας βιώσιμης λύσης

 

Οι πέντε θεμελιώδεις αρχές μιας βιώσιμης λύσης του κυπριακού είναι οι εξής:

            1ον) Η λύση να διασφαλίζει τον δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος της Κυπριακής Δημοκρατίας (πλειοψηφικές αποφάσεις στην βάση της αρχής ένα άτομο μια ψήφος).

            2ον) Άμεση άσκηση λαϊκής κυριαρχίας (έλεγχος της εξουσίας από μια αδιαίρετη κυπριακή κοινωνία, διαρκείς έλεγχοι και εξισορροπήσεις).

            3ον) Αποκλεισμός ρυθμίσεων που δεσμεύουν ή περιορίζουν την εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας (αποκλεισμός παρουσίας ξένων στρατευμάτων, αποκλεισμός παρουσίας «ξένων δικαστών», τερματισμό του εγκλήματος πολέμου του εποικισμού).

            4ον) Απόλυτη τήρηση των συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα (όπως περιγράφονται στην επώνυμη Χάρτα και όπως απαιτούν οι σχετικές διεθνείς συμβάσεις).

            5ον) Όσον αφορά την άμυνα-Ασφάλεια και αν μια τελική λύση προβλέπει την αποστρατικοποίηση, να συνοδευτεί από αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων και ει δυνατό να ληφθεί σχετική απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας.

 

3. Στρατηγική ειρηνικής επίλυσης του κυπριακού και οι αντίπαλοί της

 

Τα πιο πάνω, υποστηρίχθηκε πριν δεκαπέντε περίπου χρόνια, εκπληρώνονται εάν η Κυπριακή Δημοκρατία ενταχθεί στην ΕΕ οπότε και αυτομάτως επεκτείνεται στην Κύπρο ο κοινοτικός πολιτικός και νομικός πολιτισμός: Δηλαδή, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η δημοκρατία, το κράτος δικαίου, οι θεσμοθετημένοι κοινωνικοπολιτικοί έλεγχοι και εξισορροπήσεις, ο σεβασμός του διεθνούς δικαίου και η τήρηση των αρχών του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Αυτή δεν ήταν μια ιδεαλιστική τοποθέτηση αλλά μια ρεαλιστική πρόταση που δημιουργούσε ένα συνολικό σύστημα θέσεων και ιδεών για ειρηνική λύση του κυπριακού στην βάση πολιτειακών και διεθνοπολιτικών ρυθμίσεων συμβατών με το υπόλοιπο διεθνές δίκαιο, με το διεθνές δίκαιο και κυρίως με την ιδιότητα του πλήρους μέλους της ΕΕ.

            Ακριβώς, η πορεία αυτή, υποστηρίχθηκε πριν δεκαπέντε περίπου χρόνια, με πρακτικό και αποτελεσματικό τρόπο που ταυτόχρονα δεν αντιβαίνει στα καλώς νοούμενα συμφέροντα όλων των εμπλεκομένων αναιρεί ή προσαρμόζει στο διεθνές δίκαιο τις συμφωνίες του 1977 και του 1979 τις οποίες η ελληνική πλευρά είχε δεχθεί απρόθυμα και υπό συνθήκες πολιτικοστρατιωτικού εκβιασμού. Αναπόδραστα, λόγω ελληνικής αδυναμίας, οι συμφωνίες αυτές οδήγησαν –όπως έδειξε τελικά το αμφιλεγόμενο σχέδιο Αναν– σε συζητήσεις που κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων επέβαλλαν ως νέο διακρατικό καθεστώς τα τελεσμένα της εισβολής του 1974.

            Είναι γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους που πριν μια περίπου δεκαετία η πρόταση υποβολής αίτησης ένταξης συνοδεύτηκε με θέσεις υπέρ της αμυντικής θωράκισης της Κύπρου και της Ελλάδας και υπέρ της δρομολόγησης ενός «οδικού χάρτη» που θα συμπεριλάμβανε στρατηγικού χαρακτήρα διπλωματικές διεργασίες στο τρίγωνο Ελλάδα, Κύπρος – Τουρκία – Ευρώπη, ΗΠΑ. Ο άξονας γύρω από τον οποίο θα περιστρεφόταν η στρατηγική μας, υποστηρίχθηκε ορθά τότε, έπρεπε να είναι

                        1ον) η  ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ ανεξαρτήτως λύσης,

                        2ον) η προσχώρηση των τουρκοκυπρίων στην ιδέα μιας ενιαίας ευρωπαϊκής Κυπριακής Δημοκρατίας και 

                        3ον) η αποδοχή εκ μέρους της Άγκυρας της ιδέας ότι μια βιώσιμη λύση του κυπριακού στις πιο πάνω γραμμές εξυπηρετεί τα καλώς νοούμενα εθνικά συμφέροντα της Τουρκίας που θα μπορούσε έτσι να εισέλθει σε μια πορεία διαρκούς εναρμόνισής της με το πολιτικό κεκτημένο της ΕΕ, μεταξύ άλλων, με την αποδοχή των προνοιών για ειρηνική επίλυση των διαφορών στην βάση των Συνθηκών, του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας και των συμβατικών προνοιών για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

                        4ον) Επειδή εκπλήρωση αυτών των ευγενών και φιλειρηνικών σκοπών δεν μπορούσε να γίνει μόνο με διαπροσωπικές σχέσεις αισθητικού χαρακτήρα και δεν μπορούσε να στηριχθεί στον κατευνασμό της τουρκικής επιθετικότητας, θεωρήθηκε επίσης επιτακτικό να διασφαλιστεί αμυντικά η Κύπρος και να ενισχυθεί η αποτρεπτική ικανότητα των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων.

 

Αν τα πιο πάνω εκπληρώνονταν επιτυχώς, λογικό είναι να αναμένει κάποιος ότι θα βελτιώνονταν οι δυνατότητες, την κατάλληλη στιγμή, να γίνουν διαπραγματεύσεις στρατηγικού χαρακτήρα στο τρίγωνο Ελλάδα, Κύπρος – Τουρκία – Ευρώπη, Αμερική ούτως ώστε να επιδιωχθεί μια συνολικότερη ρύθμιση σταθερών και ειρηνικών σχέσεων με την Τουρκία σε μακρόχρονη βάση.

 

4. Επιτυχής ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων και τα ελληνικά αυτογκόλ

 

Για ποικίλους λόγους που δεν είναι του παρόντος αυτή η στρατηγική δεν έγινε κατανοητή από μια μεγάλη ομάδα διανοουμένων και πολιτικών προσώπων. Είναι η ίδια περίπου αριθμητικά ισχυρή ομάδα που στην βάση αναχρονιστικών ιδεολογημάτων και θεωρημάτων, διαδοχικά, στράφηκαν με φανατισμό κατά της υποβολής αίτησης ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ την περίοδο 1988-1992, κατά του ενιαίου αμυντικού χώρου λίγο αργότερα και υπέρ του ανελεύθερου σχεδίου Αναν. Κυρίως, δεν κατάλαβαν ή υποκριτικά έκαναν πως δεν κατανοούσαν το γεγονός πως η εκπλήρωση των ευγενών και φιλειρηνικών σκοπών της ελληνικής στρατηγικής προϋπόθετε μια σιδερένια πολιτικοδιπλωματική προσπάθεια που θα συνοδευόταν από επαρκή αμυντική κάλυψη και συγκροτημένη διπλωματική εκστρατεία μακρούς διάρκειας.

 

Ο καταστροφικός εκτροχιασμός του κυπριακού ουσιαστικά άρχισε με το περιβόητο άρθρο του τότε συμβούλου του πρωθυπουργού το 2001 όταν εκφράστηκαν ασυγχώρητες πολιτικές θέσεις τις οποίες αν και ως ακαδημαϊκός δεν θα ήθελα να χαρακτηρίσω, είναι εν τούτοις αναγκαίο να τονιστεί ότι αφενός υπονόμευσαν καίρια την εθνική στρατηγική και αφετέρου αποτέλεσαν προπομπό του εκτροχιασμού των προσπαθειών μιας βιώσιμης λύσης που συμβολίζεται με την υποβολή του σχεδίου Αναν το 2002.

            Το 2001, επειδή ουσιαστικά είχαν ολοκληρωθεί οι διαπραγματεύσεις ένταξης ολόκληρης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ ανεξαρτήτως συμφωνίας για το κυπριακό πρόβλημα, η βιώσιμη λύση βασικά καταγραφόταν στην υπό διαμόρφωση Πράξη Προσχώρησης. Η ελληνική πλευρά βρέθηκε έτσι σε ισχυρή θέση που για πρώτη φορά μετά το 1974 κατά κάποιον τρόπο εξισορροπούσε διπλωματικά τα τετελεσμένα της εισβολής και δημιουργούσε συνθήκες έναρξης ουσιαστικών διαπραγματεύσεων ειρηνικής διεξόδου. Υπενθυμίζω ότι η ένταξη ανεξαρτήτως λύσης είχε γίνει πανευρωπαϊκά αποδεκτή και ότι πολλοί δήλωναν ότι η Κύπρος και η Ευρώπη δεν μπορεί να είναι όμηροι της τουρκικής στρατηγικής. Στην Πράξη Προσχώρησης καταγράφηκαν, βασικά, οι μέθοδοι ενσωμάτωσης της Κύπρου στον κοινοτικό πολιτικό και νομικό κεκτημένο, γεγονός που κατ’ ουσία σήμαινε καταγραφή μιας τελικής και βιώσιμης λύσης του κυπριακού.

            Ιστορικά, είναι πάντως ενδιαφέρον ότι πριν και μετά το επίμαχο αμφιλεγόμενο άρθρο του συμβούλου του Πρωθυπουργού, γίναμε μάρτυρες μιας εκστρατείας επιστημονικοφανών αναλύσεων σε επιφυλλίδες, σε δημοσιογραφικά πάνελ και σε βιβλιοκριτικές στήλες. Όλως περιέργως, κυρίαρχο χαρακτηριστικό αυτών των αναλύσεων ήταν το επινόημα ότι στο κυπριακό φταίει, δήθεν, η ελληνική πλευρά, και γι’ αυτό ότι και να μας προσφέρουν επιβάλλεται να το δεχτούμε με ευχαριστίες και ευγνωμοσύνη. Δηλαδή, τις τελευταίες δεκαετίες, επειδή οι έλληνες δεν ήταν αρκετά ισχυροί για να αντιμετωπίσουν την νεοαποικιακή Βρετανία και την επεκτατική Τουρκία, επειδή γι’ αυτό δεν μπόρεσαν να στηρίξουν τα νόμιμα και θεμιτά συμφέροντά τους στην Κύπρο και επειδή λόγω της ίδιας αδυναμίας έκαναν ενδεχομένως κάποια λάθη ή σπασμωδικές τακτικές επιλογές που κατά κόρον κάποιοι υπερτονίζουν, θα πρέπει, δήθεν, να αποδεχθούν αδιαμαρτύρητα την παντοτινή καταστολή της δημοκρατίας, της λαϊκής κυριαρχίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο.

            Είναι κοινώς γνωστό πλέον ότι πολλοί στην Ελλάδα και στην Κύπρο για αδιευκρίνιστους μέχρι στιγμής λόγους όχι μόνο αδράνησαν αλλά ενίοτε συνέπραξαν στην εκκόλαψη του σχεδίου του οποίου αρχιτέκτων ήταν ο Λόρδος Χάνευ, συγγραφέας ο πολιτικά ανεξέλεγκτος ντε Σότο και εισηγητής ο Κόφι Αναν και του οποίου δεδηλωμένος σκοπός ήταν η παντοτινή ακύρωση της συλλογικής ελευθερίας όλων των κυπρίων. Πιο σημαντικό, ακόμη και σήμερα, δηλαδή μετά την συντριπτική απόρριψη αυτού του ανελεύθερου σχεδίου από τον κυπριακό λαό, περιφρονώντας την κυπριακή λαϊκή κυριαρχία δεν διστάζουν να επιχειρούν να το αναβιώσουν. [Ενίοτε μάλιστα συσκεπτόμενοι στα παρασκήνια με τον αρχιτέκτονα του ανελεύθερου σχεδίου Αναν λόρδο Χάνεϋ].

 

5. Οι συνέπειες του σχεδίου Αναν

 

Η εκδήλωση του σχεδίου Αναν και οι επί τριετία ασφυκτικές πιέσεις των αγλλοαμερικανών να το επιβάλουν δεν ήταν χωρίς συνέπειες. Ουσιαστικά ακυρώθηκαν τα βασικά ερείσματα της στρατηγικής μας, αφενός επειδή σκανδάλισε τους τουρκοκύπριους προσφέροντάς τους καταχρηστικές εξουσίες και δελεαστικά υλικά οφέλη και αφετέρου επειδή απάλλαξε πολιτικά την Τουρκία από τα διεθνή εγκλήματα της εισβολής, της κατοχής ξένων εδαφών και του εποικισμού. Επίσης, επειδή το τελικό σχέδιο Αναν ουσιαστικά εξαιρούσε την Κύπρο από τα βασικά στοιχεία της ιδιότητας του πλήρους μέλους της ΕΕ, ακύρωνε τις δυνατότητες που διάνοιγε το γεγονός της ένταξης. Σε κάθε περίπτωση, σε μια κρίσιμη συγκυρία όταν η ένταξη ήταν πλέον γεγονός εμπόδισε πρωτοβουλίες για ορθολογιστικές διαπραγματεύσεις που θα μετέτρεπαν την εισδοχή της Κύπρου στην ΕΕ σε αφετηρία για διαδικασίες βιώσιμης λύσης του κυπριακού.

            Άποψή μου είναι ότι το ΟΧΙ της κυπριακής κοινωνίας τον Απρίλιο 2004 διέσωσε προσωρινά την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας, δηλαδή την συλλογική ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων των κυπρίων, και επέτρεψε στην Κύπρο να καταστεί πλήρες και ισότιμο μέλος της ΕΕ. Ταυτόχρονα, το ΟΧΙ άφησε κάποια περιθώρια τον ερχόμενο Δεκέμβριο στο Συμβούλιο της ΕΕ να επανέλθουμε σε τροχιά αποκατάστασης της διεθνούς νομιμότητας, δηλαδή την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου και την εφαρμογή της κοινοτικής έννομης τάξης σ’ ολόκληρη την επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας όπως προβλέπει η Πράξη Προσχώρησης στην ΕΕ. Σχετικά με το τελευταίο σημείο και εις πείσμα του αμετροεπούς και στερημένου πολιτικής εντολής Επιτρόπου Φερχόυτεν, τονίζεται ότι συλλογική πολιτική θέση της ΕΕ εμπεριέχεται στην Πράξη Προσχώρησης και όχι στο σχέδιο Αναν το οποίο επιπλέον δεν έγινε αποδεκτό από το Συμβούλιο Ασφαλείας.

            Αν και ενδεχομένως υπάρχουν διαφωνίες για τα αίτια, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δημιουργήθηκε ένα αρνητικό διαπραγματευτικό κεκτημένο λόγω του σχεδίου Αναν το οποίο εν μέρει μόνο αντισταθμίζεται από το γεγονός της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ. Τα διλήμματα περί το κυπριακό θα μπορούσαν να περιγραφούν ως εξής: Από την μια πλευρά οι έλληνες κύπριοι αν εμμείνουν σε μια βιώσιμη λύση ενδεχομένως δεν θα επανέλθουν σύντομα (ή και ποτέ) στις πατρογονικές τους εστίες. Θα συνεχίσουν εν τούτοις να είναι συλλογικά ελεύθεροι-ανεξάρτητοι και ευημερούντες, ενώ ταυτόχρονα θα υπάρξουν μελλοντικά δυνατότητες βιώσιμης διεξόδου και επανένωσης της Μεγαλονήσου. Από την άλλη πλευρά αν οι κύπριοι υποκύψουν στους εκβιασμούς και δεχθούν τα δεσμά που ορίζει το αγγλικής έμπνευσης σχέδιο Αναν, θα τερματιστεί παντοτινά η συλλογική ελευθερία-ανεξαρτησία όλων των κυπρίων, θα υποταχθεί παντοτινά ο κυπριακός  λαός στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα της Τουρκίας και της Βρετανίας, θα εκκολαφθούν μελλοντικές ελληνοτουρκικές διενέξεις και, επειδή μια πολιτικά αδύναμη ΕΕ θα εισέλθει σε ενταξιακές διαπραγματεύσεις με μια αναθεωρητική και υπεροπτική Τουρκία, θα αποτελέσει ενδεχομένως την αφετηρία πολιτικής ακύρωσης της ίδιας της ΕΕ, κάτι το οποίο, εξάλλου, αποτελεί πάγιο στόχο της βρετανικής διπλωματίας.

 

6. Διέξοδος ενόψει των διαπραγματεύσεων ένταξης Τουρκίας-ΕΕ

 

Καταληκτικά, η στρατηγική διεξόδου δεν μπορεί παρά να διέπεται από τέσσερις απαράβατες αρχές ή κριτήρια:

            1ον) Η κυρίαρχη Κυπριακή Δημοκρατία αποκλείεται να δεχθεί οποιοδήποτε εσωτερικό καθεστώς που θα της στερεί αυτά που αποτελούν κεκτημένα όλων των υπόλοιπων συνεταίρων της στην ΕΕ.

            2ον) Ως κυρίαρχο μέλος τους διεθνούς συστήματος εμμένει σ’ αυτό που για τρις δεκαετίες απαιτούσε: συμμόρφωση όλων των εμπλεκομένων με τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ.

            3ον) Ως ισότιμο μέλος της ΕΕ η Κυπριακή Δημοκρατία αταλάντευτα απαιτεί συμμόρφωση των υποψηφίων μελών με τις αρχές του νομικού και πολιτικού πολιτισμού της Ευρώπης και των υπολοίπων διεθνών συνθηκών.

 

Οι τακτικοί χειρισμοί εκπλήρωσης αυτών των σκοπών είναι υπόθεση των κυβερνήσεων Ελλάδας και Κύπρου που δεν έχουν την πολυτέλεια να αποτύχουν. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ενδεχομένως να αλλάξει ο ρους της ελληνικής και ευρωπαϊκής ιστορίας αν η πολιτικά παραπαίουσα ΕΕ αυτοχειριαστεί με το να δεχτεί διαπραγματεύσεις με ένα αναθεωρητικό κράτος, την Τουρκία, η οποία επιπλέον κατέχει έδαφος ενός μέλους της ΕΕ, της Κύπρου, την οποία εξάλλου αρνείται να αναγνωρίσει. Για να μην υπάρξει ανάγκη για ένα ακόμη αναπόφευκτο κυπριακό ΟΧΙ (βέτο) τον Δεκέμβριο, Αθήνα και Λευκωσία έχουν μερικές μόνο εβδομάδες να μεταπείσουν τους υπόλοιπους ευρωπαίους και την Άγκυρα για ένα νέο ξεκίνημα για μια βιώσιμη λύση.

       

Υπάρχουν πολλοί τρόποι να τιμήσει κανείς την μνήμη ενός πρωτεργάτη της ευρωπαϊκής λύσης του Κυπριακού όπως ο Γιάννος Κρανιδιώτης. Άποψή μου είναι ο καλύτερος τρόπος είναι η εμμονή σε μια βιώσιμη λύση, υπόθεση για την οποία ο Γιάννος αφιέρωσε την ζωή του.

-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

 

«Ευρωπαϊκή Λύση»: Το κυπριακό στο μεταίχμιο και τα πραγματικά διλήμματα

Το Παρόν (ένθετο) 30.1.2005, Η Σημερινή 23.1.2005

 

Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών Σπουδών, Πάντειον Πανεπιστήμιο www.ifestos.edu.gr

 

(κλίκ στον τίτλο για μετάβαση)

1. Τα πορίσματα του διεθνούς συνεδρίου για μια Ευρωπαϊκή λύση του κυπριακού. 2. Λάθη, αδυναμίες, χαμένες ευκαιρίες, ένοχοι και το αυγό του φιδιού. 3. Οι δυναμιτιστές της λύσης και οι νεροκουβαλητές του φασισμού. 4. Τα πραγματικά διλήμματα των κυπρίων. 5. Η ελευθερία, η κυριαρχία, η δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα ως τα πολυτιμότερα αγαθά όλων των ανθρώπων συμπεριλαμβανομένων των κυπρίων

6. Ο σκανδαλισμός του ΟΗΕ και των οργάνων του.

 

1. Τα πορίσματα του διεθνούς συνεδρίου για μια Ευρωπαϊκή λύση του κυπριακού

 

Όσοι είναι πιστοί στις αρχές της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ανθρώπινης ελευθερίας ποτέ δεν είχαν αμφιβολία για το πραγματικό περιεχόμενο του σχεδίου Αναν, την διεθνοφασιστική ιδεολογία που ενσαρκώνει και τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα που αποσκοπεί να εξυπηρετήσει. Κύριος σκοπός είναι η αναγνώριση των τελεσμένων της βίας τα οποία επί δεκαετίες οι κύπριοι αρνήθηκαν να εξυπηρετήσουν. Το σχέδιο αυτό εμπνεύστηκαν οι βρετανοί, συνέβαλαν στην διαμόρφωσή του έλληνες «διανοούμενοι», προανήγγειλε ο σύμβουλος του πρώην πρωθυπουργού και υπέβαλε ο Κόφι Αναν. Ύστερη έγκυρη επιστημονική επιβεβαίωση της σοβαρότητας και της ορθότητας των ενστάσεων για τις προτάσεις που υποβλήθηκαν το 2002 αποτελούν

Τα πορίσματα του διεθνούς συνεδρίου ειδικών του διεθνούς δικαίου και του συνταγματικού δικαίου που διοργάνωσε η «Επιτροπή για μια Ευρωπαϊκή λύση του κυπριακού» αποτελούν ίσως την πιο έγκυρη επιστημονική επιβεβαίωση της σοβαρότητας και της ορθότητας των ενστάσεων που πολλοί εξέφρασαν έκτοτε. Τα συμπεράσματα του συνεδρίου είναι ομολογουμένως αμείλικτα και κανένα ορθολογιστικό και καλόπιστο άτομο δεν  μπορεί να τα παραβλέψει ή να τα παρακάμψει (βλ. τον έξοχο απολογισμό αυτού του συνεδρίου από τον Καθηγητή Γιώργο Κασιμάτη στην διεύθυνση http://www.enet.gr/online/onlinehprint.jsp?q=%C1%ED%DC%ED&a=&id=39027564). Αρκεί να αναφέρουμε μερικά μόνο σημεία: Οι προτάσεις του Κόφι Αναν δεν δημιουργούν κράτος αλλά προτεκτοράτο των θυτών του κυπριακού προβλήματος, είναι ασύμβατες με το διεθνές δίκαιο, τις καταστατικές αρχές του ΟΗΕ, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την κοινοτική έννομη τάξη, τις πάγιες αρχές της δημοκρατίας και το κράτος δικαίου. Ως συνταγματικό πρότυπο, εξάλλου, αυτό που προτείνεται δεν έχει προηγούμενο, συμπεριλαμβανομένων ασφαλώς των συνταγμάτων της Ελβετίας και του Βελγίου [Το πόρισμα της διευρυμμένης ομάδας διεθνών εμπειρογνωμώνων θα δημοσιευτεί σύντομα. Για μερικές εισηγήσεις που δείχνουν την κατεύθυνση των αναλύσεων βλ. τις αναλύσεις των Κασιμάτη, Λουκαίδη, Shaw και Oberndoerfer στην διεύθυνση: κλικ για μετάβαση στις "Αναλύσεις που διασώζουν την τιμή των συνταγματολόγων και νομικών διεθνολόγων ...)]

            Το προταθέν κρατικό τερατούργημα ενσαρκώνει, ουσιαστικά, τον φασισμό σ’ όλες τις σύγχρονες πολιτειακές και ιδεολογικές εκδοχές του. Αυτό δεν συγκινεί, εν τούτοις, όσους με τις απόψεις τους επωάζουν το αυγό του φιδιού του φασισμού και της υποδούλωσης του κυπριακού λαού, της ξένης εξάρτησης της Ελλάδας και της συρρίκνωσης των νομιμοποιημένων και νομίμων ελληνικών εθνικών συμφερόντων. Γι’ αυτό όσο ποτέ άλλοτε απαιτείται να αποκρυσταλλώσουμε τις πραγματικές επιλογές του παρελθόντος, τις πραγματικές και ψεύτικες «χαμένες ευκαιρίες» και τις συμβατές με την ανθρώπινη ελευθερία και την δημοκρατία διεξόδους του εγγύς μέλλοντος.

 

2. Λάθη, αδυναμίες, χαμένες ευκαιρίες, ένοχοι και το αυγό του φιδιού

 

Οι επιλογές των κυπρίων ποτέ δεν ήταν πολλές και τα λεγόμενα «λάθη» της ελληνικής πλευράς ήταν συχνά αναπόδραστη συνέπεια του ελλείμματος ισχύος των κυπρίων και των ελλαδιτών συμμάχων τους. Το αντίθετο θα σήμαινε ότι η άρνηση αυτοκτονίας στην εκάστοτε ιστορική συγκυρία της μεταπολεμικής περιόδου αποτελούσε «χαμένη ευκαιρία» και όχι αναπόφευκτη αμυντική στάση –ενίοτε συνοδευόμενη, αναμφίβολα, από σπασμωδικές κινήσεις και ανορθολογικές ενέργειε2ς– λόγω αδυναμίας απέναντι σε απείρως ισχυρότερους αντιπάλους. Αρχίζοντας τις αναφορές μας από το 1959, είναι πια αναγκαίο να τονίζουμε τα αυτονόητα, ότι δηλαδή το Σύνταγμα της Ζυρίχης δεν ήταν δυνατό να επιβιώσει. Αν και τα διαιρετικά του στοιχεία ωχριούσαν μπροστά σ’ αυτά που πρότεινε το σχέδιο Αναν το 2002, δεν μπορούσε να λειτουργήσει τόσο λόγω των σκόπιμων εγγενών διαιρετικών πολιτικοθεσμικών ρυθμίσεων που επέβαλαν οι Βρετανοί όσο και λόγω της συνομωσίας Λονδίνου – Άγκυρας την περίοδο 1960-63 που αναπόδραστα προκάλεσε τις δικοινοτικές συγκρούσεις. Το μόνο «λάθος» αυτής της περιόδου, που ο γέρος της Δημοκρατίας Γεώργιος Παπανδρέου προσπάθησε να διορθώσει, ήταν η αδυναμία μας. Όταν ο γέρος της δημοκρατίας εξάλειψε το έλλειμμα ισχύος με την αμυντική κάλυψη του κυπριακού χώρου, όντως «χάσαμε την ευκαιρία» δημιουργίας ενός λειτουργικού και δημοκρατικού κυπριακού κράτους ή ακόμη και την ευκαιρία άσκησης του δικαιώματος!! Αυτοδιάθεσης. Η αποτυχία μας οφειλόταν τόσο στην κατάληψη της εξουσίας από την χούντα στην Αθήνα όσο και στην δράση των υποστηριζόμενων από  τον αγγλοαμερικανικό παράγοντα χουντοφασιστικών στοιχείων. Ιστορικοπολιτικά μιλώντας, το κύριο χαρακτηριστικό αυτών των στοιχείων ήταν ότι υπονόμευσαν την αντίστασή των κυπρίων στις αγγλικές και τουρκικές συνομωσίες κατά της νεοσύστατης και ασταθούς Κυπριακής Δημοκρατίας. Σήμερα, παρά το ότι οι υποστηρικτές των αγγλοτουρκικών συμφερόντων που εξυπηρετούνται με το σχέδιο Αναν επισείουν άλλες σημαίες και επικαλούνται άλλες ιδεολογίες, η  ιστορία ουσιαστικά επαναλαμβάνεται: Κατά βάση, όπως και τότε, μια παρδαλή ιδεολογικοπολιτική μάζα φανερών και μη φανερών «στοιχείων» που υποστηρίζει «υπόγεια» ο αγγλοαμερικανικός παράγων επωάζουν το αυγό του φιδιού της ξένης εξάρτησης της Ελλάδας και των αντιδημοκρατικών και ανελεύθερων λύσεων στην Κύπρο. Τα ίδια συμφέροντα που τότε εξυπηρετήθηκαν εξυπηρετούνται και σήμερα.    Συχνά μεταμφιεσμένα με ακαδημαϊκούς μανδύες και με ψευδεπίγραφες ειρηνιστικές ή δημοκρατικές περγαμηνές, τα «στοιχεία» αυτά υποστηρίζουν απερίφραστα την καταστολή της ελευθερίας, της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο. Την δεκαετία του 1960, οι χουντικοί πρόγονοί τους ενέτειναν την αδυναμία μας με την απόσυρση των ελληνικών στρατευμάτων και στην συνέχεια το 1974 με το αμερικανοκινούμενο πραξικόπημα κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας που προκάλεσε την τουρκική εισβολή και την παράνομη κατοχή (κατοχή που συνεχίζεται μέχρι σήμερα και την οποία το διεθνοφασιστικό σχέδιο Αναν επιχειρεί όπως προαναφέρθηκε να νομιμοποιήσει).             Σ’ όλη αυτή την φάση, το μόνο λάθος των κυπρίων ήταν ότι, εκτός από αδύναμοι, ήταν επίσης και ευκολόπιστοι. Γι’ αυτό αποτελεί έγκλημα κατά της λογικής όταν κάποιοι με ψευτοιστορικά κείμενα και αποβλακωτικά επιχειρήματα αγωνιούν να πείσουν ότι οι «κύπριοι έφταιξαν και έκαναν λάθη και γι’ αυτό θα πρέπει να δεχθούν τα δεινά του σχεδίου Αναν». Η αλήθεια είναι ότι οι κύπριοι σε τίποτα δεν έφταιξαν: Στο πλαίσιο μιας αλληλουχίας γνωστών γεγονότων τα οποία εν τούτοις εύκολα κάποιοι παραβλέπουν ή παρακάμπτουν, α) πράκτορες ή ιδεολογικοπολιτικοί νεροκουβαλητές έξωθεν δυνάμεων έδρασαν ανατρεπτικά προκαλώντας την τουρκική εισβολή, β) η θυσία της Κύπρου έφερε την δημοκρατία στην Ελλάδα, γ) διαδοχικές κυβερνήσεις στην Αθήνα κρύβονταν πίσω από ανεύθυνα δόγματα όπως «η Κύπρος είναι μακριά» και «η Λευκωσία αποφασίζει και η Αθήνα συμπαρίσταται» και δ) σήμερα οι ίδιοι (ή τα «πολιτικά τους εγγόνια» μουρμουρίζουν αγγλοαμερικανικής έμπνευσης δόγματα περί «απαγκίστρωσης της Ελλάδας από την Κύπρο» (“decoupling”).

 

3. Οι δυναμιτιστές της λύσης και οι νεροκουβαλητές του φασισμού

 

Πριν δεκαπέντε περίπου χρόνια προτάθηκε μια στρατηγική διεξόδου που αν και απλή αποδείχθηκε ορθή και εκπληκτικά αποτελεσματική: Το πολιτικό σκεπτικό ήταν ότι οι πολιτικές «συμφωνίες» του 1977 και 1979 που έγιναν υπό το κράτος του εκβιασμού που προκαλούσε η αδυναμία μας λόγω της ανατροπής των συσχετισμών ισχύος που προκάλεσε η τουρκική εισβολή του 1974, αναπόφευκτα οδηγούσαν σε αδιέξοδο ή σε «λύση» που θα νομιμοποιούσε τα τετελεσμένα της βίας και ταυτόχρονα την παντοτινή επικυριαρχία της Τουρκίας επί ολοκλήρου της Κύπρου (όπως συχνά έλεγε ο Βάσος Λυσσαρίδης, η Τουρκία θα ήταν κυρίαρχος στον Βορρά και επικυρίαρχος στον Νότο). Γι’ αυτό σκοπός ήταν η παράκαμψη αυτών των ασύμφορων συμφωνιών που οδηγούσαν είτε σε αδιέξοδο είτε σε μη βιώσιμη λύση και τουρκική επικυριαρχία. Η διέξοδος μπορούσε να προέλθει με διπλωματικές πρωτοβουλίες που θα μας έβγαζαν από το διπλωματικό τέλμα: Υποβολή αίτησης ένταξης στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, επιδίωξη «ένταξης ανεξαρτήτως λύσης» και όταν αυτό επιτευχθεί, το κυπριακό επιλύεται αυτόματα με την αμφίδρομα ωφέλιμη για όλους τους εμπλεκόμενους επέκταση του νομικού και πολιτικού πολιτισμού της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σε ολόκληρη την Κύπρο. Ταυτόχρονα, για να μπορέσουν να διασφαλιστούν οι διπλωματικές μας πρωτοβουλίες κατά των πολιτικοστρατιωτικών εκβιασμών, υποστηρίχθηκε τότε, επιβαλλόταν προσπάθεια διασφάλισης της ισορροπίας δυνάμεων τόσο στην Κύπρο όσο και στο κεντρικό ελληνοτουρκικό μέτωπο. Η ουσία ήταν ότι επιτυχία των σκοπών αυτής της στρατηγικής θα καθιστούσε ανενεργές τις καταστροφικές (πολιτικές) συμφωνίες του 1977 και του 1979 και θα υπερτερούσε η λογική του συμβιβασμού στην βάση μιας βιώσιμης λύσης συμβατής με το Κοινοτικό κεκτημένο, το διεθνές δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Τουρκίας, εξάλλου, θα μπορούσε να αποβεί καταλυτικός για την επίτευξη μιας συνολικότερης σταθεροποίησης ελληνοτουρκικών σχέσεων θεμελιωμένων πλέον σε συμφέροντα αποκλιμάκωσης της έντασης και ισόρροπων ελληνοτουρκικών σχέσεων.

            Όμως, αντί επικράτησης αυτών των νηφάλιων και ορθολογιστικών διακρατικών προσεγγίσεων συμβατών με το διεθνές δίκαιο και τα εκατέρωθεν νόμιμα συμφέροντα των εμπλεκομένων, επικράτησς προς το τέλος της δεκαετίας του 1990 η επιμελώς καλλιεργημένη ανορθολογική και ολέθρια αντίληψη ότι οι αισθητικές σχέσεις και οι διαπροσωπικές φιλίες μπορούν να επιλύσουν διακρατικές διενέξεις με βαθύτατα αίτια κατάφορτα με τουρκικές αναθεωρητικές αξιώσεις και ιμπεριαλιστικές συνομωσίες. Αυτές οι στάσεις και αντιλήψεις που οδήγησαν σε αφελείς και άγονες διπλωματικές επιλογές ευθύνονται για την αποτυχία επίλυσης του κυπριακού την περίοδο 2001-2004. Τις συνέπειες τις πληρώνουμε σήμερα: Όταν την περίοδο 2000-2002 αναμενόμενα και αναπόδραστα οι διαπραγματεύσεις Κύπρου-ΕΕ κατέληξαν στην «ένταξη ανεξαρτήτως λύσης», εκκολάφθηκε στο παρασκήνιο από τους αγγλοαμερικανούς και με την συνδρομή πολλών ελλήνων πολιτικών και διανοουμένων το περιβόητο σχέδιο Αναν.  

            Αξίζει να σημειωθεί και να τονιστεί συντομογραφικά ότι δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι ίδιοι ακριβώς κύκλοι που κατά κύριο λόγο συσπειρώνονται στο γνωστό ελληνικό ινστιτούτο αμυντικών αναλύσεων –το οποίο τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια όλως περιέργως χρηματοδοτούσαν όλες οι κυβερνήσεις (αλλά και έξωθεν παράγοντες) και το οποίο διαρκώς παρέχει στελέχη στους ελληνικούς θεσμούς την δεκαετία του 1980, την δεκαετία του 1990 αλλά παραδόξως και σήμερα– στράφηκαν με μανία κατά της υποβολής αίτησης ένταξης και κατά της αποτελεσματικής αμυντικής ενίσχυσης της Ελλάδας και της Κύπρου. Πράγματι, πρόκειται για μια ιστορικά αξιοπερίεργη περίπτωση: Το ελληνικό κράτος διαρκώς αυτοχειριάζεται με το να αγκαλιάζει και να εργοδοτεί τους φανατικούς πολέμιους της επίσημης στρατηγικής της Ελλάδας και της Κύπρου, δηλαδή, της στρατηγικής ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ ανεξαρτήτως λύσεως και της στρατηγικής ισορροπίας δυνάμεων στα μέτωπα της Ελλάδας και της Κύπρου. Αυτά τα περίεργα, παράδοξα και αλλόκοτα του συστήματος εξουσίας που περικλείει στο τρίγωνο Εξάρχεια-Κολωνάκι-Πλατεία Συντάγματος ίσως δεν είναι τυχαία και επιφανειακά. Απορρέουν από την εγγενή αδυναμία του ελληνικού κράτους από το 1821 μέχρι σήμερα να εμπεδώσει την εθνική ανεξαρτησία των ελλήνων, να εξαλείψει δομές ξενοκρατίας και εξάρτησης και να στηρίξει τα θεμιτά και νομιμοποιημένα συμφέροντα που κατοχυρώνουν οι διεθνείς συνθήκες και το διεθνές δίκαιο. Βρίσκονται στην ρίζα όλων σχεδόν των λαθών μας, των «χαμένων ευκαιριών» και πολλών ανερμήνευτων διπλωματικών επιλογών, ακόμη και σήμερα. Βασικά, όπως παλαιότερα έτσι και σήμερα, όποιος έμμεσα ή άμεσα στρέφεται κατά των νομιμοποιημένων, θεμιτών και νομίμων συμφερόντων της Ελλάδας όλως περιέργως διασφαλίζει επαγγελματικές αναρριχήσεις, προσωπική ευημερία και δημόσια προβολή. Αυτές οι συμβατικές «καταξιώσεις» θα ήταν ακόμη πιο έντονες αν κάποιος, για παράδειγμα, είχε διατελέσει επί 8 (οκτώ) χρόνια ανώτατος αξιωματούχος του αμερικανικού Πενταγώνου, προσόν ασφαλώς που θα τον έκανε περιζήτητο.

            Είναι γεγονός, πάντως, ότι οι αγγλοαμερικανοί δεν έβλεπαν με καλό μάτι τον τερματισμό της πολιτικοδιπλωματικής και στρατιωτικής μας αδυναμίας που έφερνε το «Ενιαίο Δόγμα» και η ταυτόχρονη ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ. Οίκοι, σήμερα, όπως και την δεκαετία του 1960, οι θέσεις που εξυπηρετούσαν τα συμφέροντά τους βρήκαν αναρίθμητους πρόθυμους κράχτες. Αυτή την φορά, όμως, συγκριτικά με παλαιότερες εποχές η ποικιλομορφία των υποστηριχτών της εξάρτησης και της ξενοκρατίας εμπλουτίστηκε: α) από κύκλους των πρώην  αναρχικών των Εξαρχείων (όπως γνωρίζουμε στην Ελλάδα της περιόδου 1980-2000 οι αναρχοκουμμουνιστικές περγαμηνές αποτελούσαν μέγιστη νομιμοποίηση «προοδευτικότητας» και «δημοκρατικότητας»), β) από μερικούς μεταλλαγμένους αντιστασιακούς του Πολυτεχνείου που καλο-βολεύτηκαν ως «νέα τζάκια» (όπως όλοι γνωρίζουμε τις δύο τελευταίες δεκαετίες αποτελεί μέγιστη απόδειξη «σύνεσης», «νηφαλιότητας» και «ψυχραιμίας» εάν κάποιος προσποιείται τον «ώριμο επαναστάτη» που «για λόγους αναγκαιότητας» ασπάζεται φασιστοειδείς «νεοφιλελεύθερες» ιδέες εξωτερικής πολιτικής που συνηγορούν υπέρ της καταστολής της εθνικής ανεξαρτησίας των λιγότερο ισχυρών κοινωνιών) και γ) από κύκλους πάμπολλων πολιτικών επιστημόνων, διεθνολόγων και μεταλλαγμένων φιλοσόφων οι οποίοι, μεταμφιεσμένοι με ποικιλόχρωμους τίτλους επιστημονικής εγκυρότητας, καλλιεργούν πολιτικά ύπουλες αμπελοφιλοσοφίες, ιδεολογήματα και θεωρήματα (για παράδειγμα: «επέρχεται το τέλος του έθνους-κράτους», «η παγκοσμιοποίηση έφερε το τέλος της κρατικής κυριαρχίας», η κατάργηση της εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας των κυπρίων «είναι αναγκαία λόγω έλευσης της μεταεθνικής εποχής», στην σύγχρονη διεθνή τάξη όπου … εφαρμόζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα από τους διεθνούς θεσμούς «οι αδύναμοι πρέπει να προσαρμόζονται στους πιο ισχυρούς» και οι κύπριοι πρέπει να πληρώσουν τα «λάθη» που προκάλεσε η αδυναμία τους έστω και αν αυτό σημαίνει παντοτινή απώλεια της κυριαρχίας-ελευθερίας τους).

            Πράγματι, η ιδεολογικοπολιτικά αηδιαστική συμμαχία που καταγράφηκε να υποστηρίζει με μανία την καταστολή της ελευθερίας, της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο αποτελεί πλέον μάστιγα που πρέπει να ανησυχεί όσους μακάρια νόμισαν πως υποκριτικά θυσιάζοντας την ελευθερία των κυπρίων «θα μας φέρει ησυχία  για λίγα ακόμη χρόνια». Πέραν του ότι μια τέτοια στάση είναι ανήθικη (οτιδήποτε αντιβαίνει στην ατομική ή συλλογική ανθρώπινη ελευθερία είναι ανήθικο και φασιστικό!!), οι ελλαδίτες δεν είναι δυνατό, για μια ακόμη φορά μετά το 1974 να νομίσουν ότι θα οικοδομήσουν την ευημερία τους πάνω σε μια νέα θυσία των κυπρίων. Στην Κύπρο δοκιμάζονται οι αντοχές του ελληνικού κράτους και της κοινωνίας του και οι δυνατότητές τους να λειτουργήσουν ως κυρίαρχη, βιώσιμη και ανεξάρτητη οντότητα. Η στήριξη της ελευθερίας, της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των πολιτών του κυπριακού κράτους, είναι νομικά, ηθικά και πολιτικά αδιαμφισβήτητη υποχρέωση του ελληνικού κράτους.

            Σε κάθε περίπτωση, αν κάποιος θέλει να εντοπίσει με ευκολία τις ιδέες που επωάζουν το αυγό του φιδιού θα τις βρει –για πρώτη ίσως τόσο έντονα και ξεκάθαρα διατυπωμένες– στα αναρίθμητα κείμενα που δημοσιεύτηκαν πριν και μετά την εκδήλωση του φασιστικού σχεδίου Αναν. Αυτή η πρωτοφανής παρδαλή ιδεολογικοπολιτική μάζα εκτέθηκε ανεπανόρθωτα με το να υποστηρίζει ανελεύθερες και αντιδημοκρατικές ιδέες σε αναρίθμητα δημοσιοποιημένα κείμενα υπέρ της κατάργησης της ελευθερίας, του τερματισμού της δημοκρατίας και της καταστολής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο.         

 

4. Τα πραγματικά διλήμματα των κυπρίων

 

Τα πιο πάνω, αν και οι κύπριοι καλά κάνουν να τα προσέξουν, αφορούν κυρίως τους «ελλαδίτες». Οι κύπριοι, εκτός του ότι θα πρέπει να παύσουν να είναι ευκολόπιστοι, απαιτείται πλέον να συνειδητοποιήσουν τρία πράγματα: Πρώτον, πολλοί παίζουν με ότι πολυτιμότερο διαθέτει ένας λαός, δηλαδή την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ τους η οποία ενσαρκώνεται στην εσωτερική και εξωτερική κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Την ελευθερία αυτή όλες οι πιθανές –ακόμη και δυνητικά «βελτιωμένες»– εκδοχές του σχεδίου Αναν καταργούν καθολικά και παντοτινά. Δεύτερον, η μεγαλύτερη δύναμή τους ήταν και συνεχίζει να είναι το δικαίωμά τους να αρνηθούν να αυτοκτονήσουν πολιτειακά, νομικά, ιδεολογικά και πολιτικά. Ακόμη και ένα παθητικό «ΟΧΙ» στις διεθνοφασιστικές συνομωσίες, όπως αποδείχθηκε στις 24 Απριλίου 2004, μπορεί να ανατρέψει τα εγκληματικά σχέδια απείρως ισχυρότερων δυνάμεων. Τρίτον, παρά το γεγονός ότι η υποβολή του σχεδίου Αναν απέτρεψε την έναρξη ουσιαστικών διαπραγματεύσεων που θα απέβλεπαν στην ανατροπή των τετελεσμένων της βίας του 1974, οι κύπριοι δεν πρέπει να λησμονούν ότι ο σκοπός της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ σ’ αυτό ακριβώς αποσκοπούσε και πιθανότατα θα είχε εκπληρωθεί αν το 2000-2001 η κυπριακή και ελλαδική πολιτική ηγεσία προωθούσαν αντί του σχεδίου Αναν ένα άλλο σχέδιο ευρωπαϊκής λύσης του κυπριακού προβλήματος: Λειτουργικές εσωτερικές μεταρρυθμίσεις συμβατές με την κοινοτική νομική και πολιτική τάξη, τερματισμό της παράνομης κατοχής και των παράνομων ξένων «εγγυήσεων» (απόλυτη προϋπόθεση της αποστρατικοποίησης), τερματισμό του διεθνούς εγκλήματος του εποικισμού, ενιαία κυριαρχία του κυπριακού λαού και δικοινοτικές ασφαλιστικές δικλείδες που θα βρίσκονταν σε αρμονία με τα ανθρώπινα δικαιώματα.

            Προεκτείνοντας τις σκέψεις μας πάνω σ’ αυτή την ορθολογιστική βάση, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε το αυτονόητο: Τίποτα λιγότερο από μια ευρωπαϊκή λύση δεν είναι αποδεκτή έστω και αν αυτό σημαίνει διαιώνιση της διαίρεσης (ή ακόμη και της μονιμοποίησής της). Εξοργίζει και αποβλακώνει πραγματικά το ηλίθιο επιχείρημα ότι αν δεχθούμε την διχοτόμηση του νησιού και την νομιμοποίηση της τουρκοβρετανικής επικυριαρχίας που προτείνει το σχέδιο Αναν σε όλες τις πιθανές εκδοχές του θα αποτρέψει την μονιμοποίηση της διχοτόμησης. Τέτοια ηλίθια επιχειρήματα, συχνά δόλια εκτοξευμένα τα τέσσερα τελευταία χρόνια μας οδηγούν συχνά σε ανορθολογικές και παράλογες συζητήσεις για τις επιλογές της ελληνικής πλευράς. Ενισχυτικές του πολιτικού ανορθολογισμού και του παραλογισμού, επιπλέον, είναι οι ψευδαισθήσεις και αυταπάτες που δολίως το ίδιο το σχέδιο Αναν καλλιέργησε σε μερίδα των κυπρίων υποσχόμενο κάποιες υπό αίρεση «επιστροφές εδαφών». Εκτός του ότι δεν χωρούν συμβιβασμοί στην εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κάποιος πολιτικά αρμόδιος φορέας πρέπει επιτέλους να διακηρύξει την αλήθεια προς κάθε κατεύθυνση: Ακόμη και αν πράγματι επιστραφούν κάποια εδάφη –κάτι εξαιρετικά αμφίβολο ως τελική κατάληξη επειδή βρίσκεται υπό την αίρεση επιτυχούς λειτουργίας της προταθείσης τερατόμορφης πολιτειακής οντότητας–, δεν αποτελεί αποδεκτό τίμημα για την παντοτινή κατάργηση της συλλογικής ελευθερίας όλων των κυπρίων, την παντοτινή καταστολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και την παντοτινή ξένη επικυριαρχία που ενσαρκώνεται με τις «εγγυήσεις», με την παντοτινή παρουσία ξένων στρατευμάτων και με την παντοτινή εξαίρεση των κυπρίων από τα νομικά και πολιτικά κεκτημένα της ΕΕ (της οποίας οι κύπριοι καλά θα κάνουν να καταλάβουν ότι αποδοχή του σχεδίου Αναν θα τους καταστήσει «μη μέλος»). Καλά θα κάνουν επίσης να συνειδητοποιήσουν οι κύπριοι ότι η παραφιλολογία «έδαφος αντί κυριαρχίας» θέτει δόλια ψευτοδιλήμματα. Το τίμημα που πάντοτε θα ζητά η Τουρκία αν διατηρηθεί η φιλοσοφία του σχεδίου Αναν θα είναι να είναι κυρίαρχη στον Βορρά και επικυρίαρχη στον Νότο στο πλαίσιο ενός ουσιαστικά ανύπαρκτου κυπριακού κράτους. Η αλήθεια είναι ότι, όπως δεν υπάρχουν ενδιάμεσες κλίμακες μεταξύ ελευθερίας και σκλαβιάς δεν υπάρχουν ενδιάμεσες αποχρώσεις μεταξύ μιας βιώσιμης λύσης και του αντιδημοκρατικού-ανελεύθερου καθεστώτος που προτείνει ο Αναν.

 

5. Η ελευθερία, η κυριαρχία, η δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα ως τα πολυτιμότερα αγαθά όλων των ανθρώπων συμπεριλαμβανομένων των κυπρίων

 

Όταν το 2004 λίγο πριν το δημοψήφισμα στην Κύπρο το Συμβούλιο Ασφαλείας αρνήθηκε να υιοθετήσει έστω και έμμεσα το σχέδιο Αναν τα αίτια ήταν βαθύτερα και ασφαλώς δεν εντοπίζονται –όπως η σημερινή ρωσική διπλωματική στροφή δείχνει– στην «αγάπη» κάποιων έναντι των κυπρίων. Το 2004 όλοι περίμεναν να διαπιστώσουν κατά πόσο οι κύπριοι εθελούσια θα είχαν αποδεχθεί την σκλαβιά. Αν συναινούσαν στην υποδούλωσή τους και υπογραφόταν μια νέα συνθήκη θα αποτελούσε την νέα διεθνή τάξη στην Κύπρο (όντως πρωτόγνωρη, επειδή έστω και τοπικά και μεμονωμένα θα είχε νεκραναστήσει την αποικιοκρατία). Βασικά, αυτό που πίστεψαν οι διεστραμμένοι νεοιμπεριαλιστικοί εγκέφαλοι του Foreign Office και το διατύπωσαν δια στόματος Κόφι Αναν και πολλών ελλήνων κραχτών τους, είναι πως μπορούν να δέσουν χειροπόδαρα όλους τους κύπριους αιωνίως, να μετατρέψουν το νησί σε αεροπλανοφόρο εγκληματικών διεθνών ενεργειών και να καταστήσουν τους κατοίκους της Κύπρου σε πειθήνια πειραματόζωα νέου είδους ανελεύθερων και αντιδημοκρατικών πολιτειακών ρυθμίσεων εις βάρος λιγότερο ισχυρών κρατών και ευκολόπιστων κοινωνιών. 

            Πέραν παραφιλολογίας που αναπτύσσουν αποτυχημένες πολιτικές προσωπικότητες της Κύπρου και της Ελλάδας οι οποίες εδώ και πολύ καιρό εγκλωβίστηκαν σε εκλογικεύσεις υπέρ της απώλειας της ελευθερίας ως δήθεν αναγκαιότητα, ο κυπριακός λαός, τουρκοκυπρίων συμπεριλαμβανομένων, έχουν ουσιαστικό και αιώνιο συμφέρον να μην καταργηθεί η κυριαρχία του κυπριακού κράτους, να μην υποταχθεί η λαϊκή τους κυριαρχία σε έξωθεν δυνάμεις, να μην κατασταλούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, να μην υπονομευθεί το δημοκρατικό κεκτημένο της Κυπριακής Δημοκρατίας και  να μην ακυρωθεί η συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ. Κανένα τίμημα δεν μπορεί να αντισταθμίσει τόσο μεγάλες και παντοτινές απώλειες. Αυτονόητα, η μόνη διέξοδος βρίσκεται, όπως εδώ και πολύ καιρό υποστηρίξαμε, στην εφαρμογή μιας ευρωπαϊκής λύσης (πολιτειακό καθεστώς συμβατό με τον νομικό και πολιτικό πολιτισμό της ΕΕ) και καλό είναι να καταλάβουμε όσο το δυνατό γρηγορότερο ότι οτιδήποτε πιο κάτω από αυτό σημαίνει παντοτινή υποδούλωση της κυπριακής κοινωνίας. Αν και η απόρριψη αυτού του ανελεύθερου καθεστώτος αναπόφευκτα ενέχει υψηλό κόστος, το αντίστοιχο κόστος της αποδοχής του σε οποιαδήποτε εκδοχή και αν προταθεί θα είναι τεράστιο και τελικά θανατηφόρο.

            Γι’ αυτό, απαιτείται να γίνει απόλυτα ξεκάθαρο πως αν αυτό που μας προσφέρεται μετά τις αποτυχίες του 2001-2004 –για τις οποίες ευθύνονται οι τότε πολιτικές ηγεσίες και οι διανοούμενοι που υποστήριξαν ή ακόμη προανήγγειλαν το σχέδιο Αναν– είναι το θανατηφόρο δηλητήριο που με εργαλείο τον Κόφι Αναν επεξεργάστηκαν οι αγγλοαμερικανοί, καλά θα κάνουμε να συμβιβαστούμε το συντομότερο δυνατό με την ορθολογιστική ιδέα ότι ενδεχομένως να μην υπάρχει η διέξοδος που προσδοκούσαμε και ότι αν μια βιώσιμη λύση δεν είναι εφικτή στην παρούσα φάση η διαιώνιση της παρούσης κατάστασης είναι αναπόφευκτη. Ας αποκρυσταλλώσουμε αυτό το σοβαρό επιχείρημα: Από την μια πλευρά, εάν οι έλληνες επιμείνουν σε μια βιώσιμη λύση ενδεχομένως δεν θα επανέλθουν σύντομα (ή και ποτέ) στις πατρογονικές τους εστίες. Θα συνεχίσουν εν τούτοις να είναι συλλογικά ελεύθεροι-ανεξάρτητοι και ευημερούντες, ενώ ταυτόχρονα θα μπορέσουν μελλοντικά να αδράξουν τυχόν ευκαιρίες βιώσιμης διεξόδου και επανένωσης του νησιού. Από την άλλη πλευρά αν οι κύπριοι υποκύψουν στους εκβιασμούς και πιουν το αγγλικής κατασκευής δηλητήριο του σχεδίου Αναν, θα χάσουν τα πάντα οριστικά και αμετάκλητα. Θα χάσουν την ελευθερία τους, θα χάσουν την δημοκρατία τους, θα χάσουν τα ανθρώπινα δικαιώματά τους, θα χάσουν το κράτος τους, θα χάσουν την ισότιμη συμμετοχή τους στην ΕΕ, θα χάσουν την δυνατότητα να αμύνονται, θα χάσουν την δυνατότητα να ευημερούν ανεξάρτητοι και θα συνδεθούν παντοτινά με τα προβλήματα του τουρκικού κράτους (του οποίου θα αποτελούν ουσιαστικά μιας δεύτερης κατηγορίας επαρχία). Για να το θέσουμε διαφορετικά, οι αγγλοαμερικανοί και οι νεροκουβαλητές τους κραδαίνουν την δήθεν επιστροφή κάποιων εδαφών, ζητώντας ως αντάλλαγμα την ελευθερία μας, την δημοκρατία μας, την κυριαρχία μας και τα ανθρώπινα δικαιώματά μας.

 

6. Ο σκανδαλισμός του ΟΗΕ και των οργάνων του

 

Το μεγαλύτερο πρόβλημα της ελληνικής διπλωματίας είναι η βαθύτατων προεκτάσεων στροφή της ρωσικής διπλωματίας. Ασφαλώς γι’ αυτή την ρωσική διπλωματική στροφή έπαιξε ρόλο τόσο η πασιφανής πασιφανής απραξία της ελληνικής διπλωματίας όσο και η υποστήριξη που προσφέρεται στο σχέδιο Αναν από μερικά πολιτικά ελίτ σ’ όλο το παραταξιακό φάσμα της Ελλάδας. Ακόμη πιο σημαντικό αίτιο, όμως, είναι το γεγονός ότι η κυπριακή πολιτική ηγεσία συνεχίζει να αναμασά μαζοχιστικά την φράση «σχέδιο Αναν» αντί να βγάλει αυτήν την καταραμένη φράση από το λεξιλόγιό της, να ξεκαθαρίσει απόλυτα ότι το σχέδιο είναι νεκρό και να απαιτήσει ασυμβίβαστα την άμεση εφαρμογή όσων αυτονόητα επιβάλλει η κοινοτική έννομη τάξη, ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ και οι συμβάσεις για δικαιώματα του ανθρώπου. Όταν ο Πρόεδρος της Κύπρου και άλλοι κύπριοι πολιτικοί αναφέρονται στο «σχέδιο Αναν ως βάση της λύσης» είναι γνωστό ότι αξιώνουν ταυτόχρονα ουσιαστικές αλλαγές. Εν τούτοις, διαφορετικά εισπράττονται και ερμηνεύονται στο εξωτερικό …        

 

Ο πιο άμεσος κίνδυνος βρίσκεται στο ενδεχόμενο οι αγγλοαμερικανοί με την ρωσική πλέον συναίνεση να επιχειρήσουν να καταχραστούν για ακόμη μια φορά τα όργανα του ΟΗΕ για να επιβάλουν παράνομα στον κυπριακό λαό το δόλιο σχέδιό τους. Στην Κύπρο και στην Ελλάδα, εν τούτοις, φαίνεται μερικοί δεν παίρνουν στα σοβαρά τους κινδύνους που αυτό ενέχει ενώ μερικοί άλλοι ενδεχομένως θα δέχονταν τα αποτελέσματα με ανακούφιση. Σε κάθε περίπτωση, όποιος ενδιαφέρεται για σοβαρή συζήτηση καλά θα κάνει να διαβάσει το άρθρο 2 του Κεφαλαίου Ι του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ: «Καμιά διάταξη αυτού του Χάρτη δεν θα δίνει στα Ηνωμένα Έθνη το δικαίωμα να επεμβαίνουν σε ζητήματα που ανήκουν ουσιαστικά στην εσωτερική δικαιοδοσία οποιουδήποτε κράτους και δεν θα αναγκάζει τα μέλη να υποβάλλουν τέτοια θέματα για ρύθμιση σύμφωνα με όρους αυτού του Χάρτη». Ακόμη πιο σημαντικό, πιο κάτω προσδιορίζει με εξαιρετική ακρίβεια πότε το Συμβούλιο Ασφαλείας δρα: «Το Συμβούλιο Ασφαλείας θα αποφαίνεται αν υπάρχει απειλή για την ειρήνη ή επιθετική ενέργεια και θα κάνει συστάσεις ή θα αποφασίζει ποια μέτρα θα λαμβάνονται για να διατηρηθεί ή αποκατασταθεί η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια». Εκτός και αν εισήλθαμε πλέον στο θέατρο του παραλόγου, υπενθυμίζεται ότι θύτες είναι αυτοί που παράνομα εισέβαλαν στην Κύπρο το 1974 και παρανομούντες είναι αυτοί που θέτουν σε κίνδυνο την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια επειδή αρνούνται να συμμορφωθούν με αποφάσεις τριών δεκαετιών του ΟΗΕ για αποκατάσταση της διεθνούς τάξης στην Κύπρο όπως προβλέπουν οι συνθήκες. Το γεγονός ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας ενεθάρρυνε τις συνομιλίες εδώ και πολλά χρόνια είναι φυσιολογικό μιας και εμείς οι ίδιοι το επιζητούσαμε. Κανείς μέχρι το 2002, όμως, δεν διανοήθηκε ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει το Συμβούλιο Ασφαλείας για να μας υποχρεώσει να αποδεχθούμε την παρανομία και τα τετελεσμένα της βίας.       Γι’ αυτό, οποιαδήποτε ενεργοποίηση του ΟΗΕ και των οργάνων του ξανά θα πρέπει να έχει δύο κύρια χαρακτηριστικά: Πρώτο, ο Γενικός Γραμματέας αν προσφέρει τις καλές του υπηρεσίες θα είναι εντολοδόχος και όχι εντολέας των εμπλεκομένων ενώ απαράκλητα θα πρέπει να συμμορφώνεται με τον Καταστατικό Χάρτη, τις αρχές του διεθνούς δικαίου και τις συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Δεύτερο, αν  το Συμβούλιο Ασφαλείας επιθυμεί να παρέμβει όριο ο ουρανός για δράση που θα αποκαταστήσει την διεθνή τάξη διατάζοντας την Τουρκία να τερματίσει την στρατιωτική της παρουσία στην Κύπρο.

            Στο σημείο αυτό, ακριβώς, είναι σκόπιμο να σημειωθεί ότι οι κύπριοι θα είναι άξιοι της μοίρας τους αν πειστούν ότι κάποια απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας που έμμεσα ή άμεσα θα επιβάλλει την εφαρμογή του σχεδίου Αναν θα αποτελέσει λόγο αποδοχής του. Υπενθυμίζεται ότι το 2004 δόλια οι οι αγγλοαμερικανοί επιχείρησαν μια τέτοια διπλωματική προστυχιά προσκρούοντας στο βέτο της Ρωσίας και στις επιφυλάξεις πολλών άλλων δυνάμεων. Τονίζεται, ακόμη, πως αυτό που τότε ουσιαστικά προτάθηκε, είναι ο αφοπλισμός μας, η στρατιωτική κατοχή μας και απόφαση –την εφαρμογή της οποίας σε κάθε περίπτωση κανείς δεν μπορεί να διασφαλίσει– να μην μπορούμε να αντισταθούμε μελλοντικά επειδή η Κύπρος θα βρισκόταν σε αποκλεισμό. Με διαφορετικά λόγια: προτάθηκε η υποδούλωσή μας, ο αφοπλισμός μας και ταυτόχρονα απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας ότι ποτέ δεν θα μπορέσουμε να βγούμε από αυτή την πολιτειακή φυλακή. Η ρωσική διπλωματική στροφή του Ιανουαρίου 2005, ακριβώς, επιβάλλει εγρήγορση κατά της νεκρανάστασης τέτοιων ή και χειρότερων ύπουλων και δόλιων μεθοδεύσεων.

 

Η Κυπριακή Δημοκρατία, αν και μικρό κράτος, είναι νομιμοποιημένη να αρνηθεί καταχρηστικές και παράνομες παρεμβάσεις των διεθνών θεσμών και οπωσδήποτε να απορρίψει την καταχρηστική, σκανδαλώδη και παράνομη αντιστροφή θύτη και θύματος από τον ΓΓ και ενδεχομένως αύριο από το Συμβούλιο Ασφαλείας (αν μελλοντικά Ουάσινγκτον και Μόσχα κάνουν κάποιες αθέμιτες συναλλαγές κάτω από το τραπέζι). Για να ακριβολογούμε, αν η Κύπρος εγείρει τέτοιες νόμιμες, θεμιτές και νομιμοποιημένες αξιώσεις, όχι μόνο κανείς δεν μπορεί να την ψέξει γι’ αυτό, αλλά επιπλέον θα κερδίσει πολλούς πόντους αξιοπιστίας, αξιοπρέπειας και διεθνούς συμπαράστασης από κράτη και ηγέτες οι οποίοι ολοένα και περισσότερο δυσφορούν και δυσανασχετούν από τον εκτροχιασμό του ρόλου των διεθνών θεσμών στην προάσπιση της διεθνούς τάξης.

            Σε κάθε περίπτωση, τέτοιες ρηξικέλευθες στάσεις αποτελούν προνόμιο του Κύπριου Προέδρου που είναι υποχρεωμένος να προασπίσει την εσωτερική και εξωτερική κυριαρχία του λαού που τον εξέλεξε, κάτι για το οποίο ορκίστηκε. Ακόμη και αν αυτό πασιφανώς βρίσκει την διπλωματικά παραλυμένη Αθήνα αμέτοχη αν όχι αρνητική απέναντι σε τέτοιες ψύχραιμες και σώφρονες στάσεις, η Λευκωσία απαιτείται να κάνει ξεκάθαρη την θέση της ούτως ώστε κάθε ενδιαφερόμενος να το συνεκτιμήσει στις επερχόμενες εξελίξεις: α) Ο ΓΓ του ΟΗΕ να μην αποτολμήσει ξανά να παρανομήσει εις βάρος της Κύπρου, β) οι μεγάλες δυνάμεις να συνεκτιμήσουν την κυπριακή αποφασιστικότητα, γ) η Τουρκία να αντιληφτεί ότι ο δρόμος προς μια πραγματικά βιώσιμη λύση συμβατή με το ευρωπαϊκό κεκτημένο είναι μονόδρομος και δ) οι κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης να συνεκτιμήσουν το γεγονός ότι αυτό που διακυβεύεται στην Κύπρο είναι όλες ανεξαιρέτως οι κατακτήσεις της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης: το κράτος δικαίου, η δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το διεθνές δίκαιο. Όσον αφορά το τελευταίο ζήτημα, ο υποφαινόμενος είναι ο τελευταίος που θα υποστήριζε ότι υπάρχει «πολιτική Ευρώπη» που θα σώσει τους κύπριους ή που θα βελτιώσει μελλοντικά ένα ανελεύθερο καθεστώς αν οι τελευταίοι το αποδεχτούν (αποτελεί μεγάλο πολιτικό ψέμα αν κάποιος υποστηρίξει κάτι τέτοιο, μιας και το ίδιο το σχέδιο Αναν κατόπιν τουρκικής εμμονής απέκλεισε παντοτινά κάτι τέτοιο). Η Ευρώπη είναι πολιτική οντότητα μόνο στον βαθμό και στην έκταση που οι προαναφερθείσες κατακτήσεις είναι εμπεδωμένες στον νομικό και πολιτικό της πολιτισμό των μελών και στον βαθμό και στην έκταση που δεν θεσμοθετείται η υπονόμευσή τους (όπως απερίφραστα επιχειρήθηκε με το σχέδιο Αναν). Βασικά, η πολιτική Ευρώπη καθημερινά αναμετρείται με τους υπονομευτές αυτών των κατακτήσεων και το πολιτικό της ανάστημα εκτιμάται καθημερινά από την έκβαση αυτής της αναμέτρησης. Αυτές οι κατακτήσεις της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ήταν ουσιαστικά και τα κυριότερα «όπλα» των κυπρίων στην προσπάθεια βιώσιμης επίλυσης του κυπριακού και γι’ αυτό η εγκατάλειψή τους ήταν πολιτικά εγκληματική. Το 2000-2002, ακριβώς, η τότε πολιτική ηγεσία της Ελλάδας και της Κύπρου όλως περιέργως και παραδόξως εγκατάλειψε τις κατακτήσεις της Ευρώπης αφήνοντας τους Χάνεϋ-Αναν να εκτροχιαστούν στην παρανομία και στην υποβολή του φασιστοειδούς-ανελεύθερου και αντιδημοκρατικού τους σχεδίου, γεγονός που ξενίζει αν όχι εξοργίζει η κουραστική εμμονή κάποιων να επαναλαμβάνουν ότι «έβαλαν την Κύπρο στην ΕΕ»!!!.

 

Λάθη παρελθουσών πολιτικών ηγεσιών, όμως, δεν υποχρεώνουν σε επανάληψή τους ή αποδοχή των συνεπειών τους. Γι’ αυτό η προαναφερθείσα ανάγκη για μια νέα ρηξικέλευθη ορθολογιστική στάση πολιτικοδιπλωματικής επανατοποθέτησης της ελληνικής πλευράς –στην οποία αν η Αθήνα δείξει απροθυμία να υιοθετήσει θα πρέπει να πιεστεί αφόρητα να αποδεχθεί– απαιτείται να γίνουν κατανοητές οι επιλογές μας όπως τις περιγράψαμε πιο πάνω καθώς και το κόστος που η κάθε μια συνεπάγεται. Όπως υποστηρίξαμε, η αστεία υπόσχεση επιστροφής κάποιων εδαφών, είναι κωμικό και τραγικό αν μας οδηγήσει στην αποδοχή αιώνιας απώλειας της ελευθερίας μας. Νομίζω ότι ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος, όσο ποτέ άλλοτε, φέρει μεγάλη ευθύνη και όλοι αναμένουν να φανεί αντάξιος του όρκου που έδωσε για ελευθερία και δημοκρατία, αγαθά που διασφαλίζονται μόνο στο πλαίσιο μιας απολύτως κυρίαρχης Κυπριακής Δημοκρατίας σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, τις συμβάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και το ένστικτο επιβίωσης που κάνει τους ανθρώπους να επιλέγουν να ζήσουν αντί αυτόβουλα να αυτοχειριάζονται.   

 

=========================================================================================

Σημερινή - Κυριακή 03 Απριλίου 2003  

 

 

 

 

 

Η αναβίωση του εφιάλτη Ανάν: Εάλω η Κύπρος;


Η επάνοδός του σηματοδοτεί την αρχή του τέλους της κυπριακής ανεξαρτησίας

Δεν υπάρχει αποδεκτό τίμημα για την απώλεια της ελευθερίας μας και το σχέδιο Ανάν, όπως το ίδιο προέβλεπε, πρέπει να ριχθεί στα σκουπίδια.

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΗΦΑΙΣΤΟΥ*

Η ανερμήνευτη παράλειψη των Ελλήνων να βγάλουν από το πολιτικό λεξιλόγιο τις δύο καταραμένες λέξεις «σχέδιο Ανάν» οδηγεί σε αυτοπαγίδευσή μας: Η επάνοδος του σχεδίου Ανάν σε οποιαδήποτε μορφή σηματοδοτεί την αρχή του τέλους της κυπριακής ανεξαρτησίας. Δεκάδες χιλιάδες αξιωματούχοι και πολιτικά πρόσωπα στη διεθνή διπλωματική σκηνή και στους διεθνείς οργανισμούς αφήνονται να πιστέψουν ότι μόνο κοσμητικές αλλαγές των διεστραμμένων ιδεών του Ντε Σότο - Χάνεϊ που υποβλήθηκαν διαμέσου του μοιραίου Κόφι Ανάν πριν από δύο περίπου χρόνια, αλλά καταψηφίστηκαν από τη συντριπτική πλειονότητα των Κυπρίων, θα μπορούσαν να αποτελέσουν βάση συμβιβαστικής, δήθεν, λύσης του Kυπριακού.

Εντούτοις η πραγματικότητα είναι αμείλικτη: Η φιλοσοφία αυτού του σχεδίου αντιβαίνει στις συμβάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καταστέλλει την κυπριακή λαϊκή κυριαρχία, παραβιάζει κατάφωρα όλες τις αρχές του διεθνούς δικαίου και του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, νομιμοποιεί το έγκλημα πολέμου των εποίκων και καταστρατηγεί κάθε έννοια δημοκρατίας. Είναι παντελώς ασύμβατη, εξάλλου, με όλες τις νομικές, πολιτικές και πολιτιστικές κατακτήσεις της Ε.Ε. από την οποία η Κύπρος είτε θα εκδιωχθεί είτε θα καταστεί μίζερο ανενεργό μέλος.

 

Ηγεμονικά συμφέροντα

 

Επιπλέον, δεδομένου ότι όλα αυτά συνοδεύονται από την λεγόμενη αποστρατικοποίηση (δηλαδή το μονομερή αφοπλισμό των Kυπρίων), η παραμονή ξένων στρατευμάτων και εγγυήσεων θα επισφραγίσει την παντοτινή απώλεια της ανεξαρτησίας των Kυπρίων και θα τους καθυποτάξει στα άνομα ηγεμονικά συμφέροντα που το σχέδιο Ανάν απροκάλυπτα αποσκοπεί να εξυπηρετήσει. Αυτή η καταστροφή οφείλεται, εν πολλοίς, στο γεγονός ότι οι ηγεσίες της Ελλάδας και της Κύπρου της περιόδου 2002-2004 αποδείχθηκαν πολιτικά ανίκανες να διεκδικήσουν λύση συμβατή με την κοινοτική έννομη τάξη, το διεθνές δίκαιο και τις συμβάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μια επανατοποθέτηση των θέσεών μας σ’ ορθολογιστική βάση είναι σήμερα ξανά απολύτως αναγκαία: Εάν εμείς οι ίδιοι δεν διεκδικήσουμε την ελευθερία μας οι τρίτοι ενδιαφερόμενοι θα θεωρήσουν ξανά την κυπριακή κοινωνία αναλώσιμη και τους Κύπριους ανάξιους να παραμείνουν πολιτικά κυρίαρχοι. Κάθε αξιοπρεπής πολίτης αισθάνεται αηδία για την απάθειά πολλών απέναντι στην προπέτεια των ιμπεριαλιστικών κύκλων του Λονδίνου, της Ουάσινγκτον και των εγκάθετών τους στην έδρα του ΟΗΕ. Αυτά τα άνομα και σκοτεινά ιμπεριαλιστικά κυκλώματα φαίνεται να μας θεωρούν μια κοινωνία ιδεολογικά νεκρή πάνω στο πτώμα της οποίας μπορούν ανενόχλητοι να ασελγούν. Πράγματι, είναι να απορεί κάποιος πώς είναι δυνατόν να δέχονται κάτι τέτοιο τα παιδιά και τα εγγόνια των αγωνιστών του έπους της ελευθερίας της Κύπρου, την ανεξαρτησία της οποίας ο αποικιακών καταβολών λόρδος Χάνεϊ απροκάλυπτα και εκδικητικά στοχεύει να ακυρώσει.

Σε πολύ μεγάλο βαθμό τα ανορθολογικά σύνδρομα που διακατέχουν μερικούς στην Κύπρο έχουν τις ρίζες τους στην αυτοπαγιδευτική ρητορεία περί διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας που το 1977 και το 1979 δήθεν «δεχθήκαμε», όταν συρθήκαμε σε διαπραγματεύσεις με το τουρκικό πιστόλι των στρατευμάτων εισβολής κολλημένο στον κρόταφό μας. Φαίνεται ότι μερικοί ποτέ δεν κατανόησαν πως μια τέτοια λύση είναι εξ ορισμού ασύμβατη με τις συνθήκες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και με την κοινοτική έννομη τάξη.

Πολλοί δεν κατανοούν επίσης ότι ο λόγος για τον οποίο υποβλήθηκε αίτηση ένταξης στην Ε.Ε. ήταν ακριβώς η απαγκίστρωσή μας από αυτές τις αδιέξοδες «συμφωνίες», κάτι που, όπως πολλοί υποστηρίξαμε έγκαιρα, εξυπηρετούσε τα εθνικά συμφέροντα όλων των εμπλεκομένων (των Kυπρίων, της Ελλάδας και της Τουρκίας, η οποία θα μπορούσε έτσι να απαγκιστρωθεί από την κυπριακή περιπέτειά της). Πολλοί ξεχνούν, επιπλέον, ότι η αποστρατικοποίηση δεν ήταν αυτοσκοπός αλλά όρος για την αποχώρηση των στρατευμάτων εισβολής και τον τερματισμό των αποικιακού χαρακτήρα εγγυήσεων.

 

Μόνο αυτόχειρες

 

Πνευματική σύγχυση, απόρροια ανόητων-κενών συνθημάτων περί «έντιμου συμβιβασμού», επιπλέον, θολώνει το μυαλό και εμποδίζει ξεκάθαρες θέσεις, ότι δηλαδή μεταξύ ελευθερίας και υποδούλωσης δεν υπάρχουν συμφωνίες ενδιάμεσων αποχρώσεων. Ορθολογιστικά σκεπτόμενοι, επιπλέον, η επιστροφή κάποιων προσφύγων -«πολλών» ή λίγων είναι εξ αντικειμένου αδιάφορο- και ενός ποσοστού του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν είναι κάτι που έπρεπε να συζητούμε σοβαρά. Μόνο αυτόχειρες θα αποδέχονταν ότι το τίμημα μιας τέτοιας «επιστροφής» θα είναι η κατάργηση του κράτους μας και η παντοτινή υποδούλωση όλης της Κύπρου στους Tούρκους και στους Bρετανούς. Το 1974, υπενθυμίζεται, ο Ετζεβίτ μιλώντας στο σύνδεσμο Tουρκοκυπρίων δασκάλων που ήθελαν «ταξίμ» τους εξόρκισε να μην προβάλουν ξανά αυτήν την αξίωση, επειδή όπως χαρακτηριστικά τους είπε, στρατηγικός στόχος της Άγκυρας είναι ο έλεγχος ολόκληρης της Κύπρου μέσω μιας συνομοσπονδίας. Στοιχειώδης ορθολογισμός επιτάσσει να δηλωθεί από όλους ανεξαιρέτως τους Kυπρίους, αφενός ότι, ποτέ δεν θα αναγνωρίσουν τα τετελεσμένα της βίας, και αφετέρου ότι, ποτέ δεν θα αποδεχθούν, με δόλωμα την επιστροφή ενός κομματιού που τους ανήκει, να παραδοθεί ολόκληρη η Κύπρος στην τουρκοβρετανική επικυριαρχία. Θα πληρώσουμε πολύ ακριβό τίμημα αν δεν κατανοήσουμε ότι όπως συμβαίνει με όλες τις κοινωνίες που κατέκτησαν την ανεξαρτησία τους, η Κυπριακή Δημοκρατία και η εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία της είναι αυτό που κατοχυρώνει την ελευθερία τους, την ασφάλειά τους και την ευημερία τους.

 

Σκλάβοι και υποχείρια ξένων

 

Αν η Κυπριακή Δημοκρατία χάσει την ανεξαρτησία της οι Kύπριοι θα καταστούν σκλάβοι, ανοχύρωτοι, υποχείρια ξένων συμφερόντων, αναξιοπρεπείς, κοντολογίς, διπλωματικά σκουπίδια της διεθνούς πολιτικής. Όντως, αποτελεί μυστήριο το γεγονός ότι η πολιτική ηγεσία και μερικοί οπαδοί του ΑΚΕΛ που επί δεκαετίες κήρυτταν τον αντι-ιμπεριαλισμό αποδέχονται σήμερα αδιαμαρτύρητα την επιβολή στην Κύπρο του σχεδίου Χάνεϊ-Ντε Σότο ή κάποιας παραλλαγής του. Δεν αντιλαμβάνονται ότι πέραν της αιώνιας σκλαβιάς των κατοίκων της, επιτρέπει στους αποικιοκράτες να μας εκδικηθούν, ακυρώνοντας την ανεξαρτησία μας και καθιστώντας το νησί μας αιώνιο ιμπεριαλιστικό αεροπλανοφόρο;

 

Η ελευθερία των Κυπρίων είναι το πιο πολύτιμο αγαθό

 

Εν κατακλείδι, για όλους τους Κύπριους ανεξαρτήτως ιδεολογίας ή εθνικής καταβολής, η ελευθερία τους είναι το πιο πολύτιμο αγαθό και η Κυπριακή Δημοκρατία το ενσαρκώνει. Αρχίζοντας από τον Πρόεδρο Τάσσο Παπαδόπουλο και προχωρώντας στο ΑΚΕΛ, το ΔΗΚΟ, την ΕΔΕΚ και τους πολλούς πατριώτες οπαδούς του ΔΗΣΥ -όσον αφορά την ανώτατη ηγεσία του τελευταίου κόμματος μάλλον δεν υπάρχει ελπίδα, μιας και πασίδηλα καταβρόχθισε ιδεολογικά τα επιχειρήματα των θανάσιμων εχθρών της Κύπρου- είναι η κατάλληλη στιγμή για ριζική, απερίφραστη και ριζοσπαστική επανατοποθέτηση: Δεν υπάρχει αποδεκτό τίμημα για την απώλεια της ελευθερίας μας και το σχέδιο Ανάν, όπως το ίδιο πρόβλεπε, πρέπει να ριχθεί στα σκουπίδια.

Η λύση του Kυπριακού είναι κατά τα άλλα απλή: Επέκταση της ευρωπαϊκής νομικής και πολιτικής τάξης στην Κύπρο, εφαρμογή των δεσμευτικών για όλα τα εμπλεκόμενα κράτη συμβάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και απόλυτος σεβασμός του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ και των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου. Σε τελευταία ανάλυση, κανείς δεν πρέπει να παίζει με τη φωτιά, τις συνέπειες δηλαδή της απώλειας της ελευθερίας μιας κοινωνίας. Όταν πρόκειται για ζητήματα ελευθερίας δεν υπάρχουν πλειοψηφίες και μειοψηφίες που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν τετελεσμένα με εκβιαστικά δημοψηφίσματα.

Νομικά μιλώντας, δεν είναι τυχαίο ότι στις συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα η κατοχύρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου δεν σχετίζεται με καθεστώτα, κρατικές πολιτικές και «αλλαγές διεθνούς ιδιοκτησίας». Πολιτικά μιλώντας, η απώλεια της ανεξαρτησίας ενός κράτους αποτελεί και την αφετηρία αγώνων ελευθερίας όσων ασυμβίβαστων -που τελικά καταλήγει να είναι και η πλειονότητα- θεωρούν την ανθρώπινη ελευθερία υπέρτατο αγαθό. Κανείς δεν μπορεί να υποχρεώσει μια κοινωνία να υποδουλωθεί παντοτινά επειδή μια περιστασιακή πλειοψηφία υπέκυψε στους εκβιασμούς και ψήφισε την κατάργηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την κατάργηση της δημοκρατίας, την καταστολή της λαϊκής κυριαρχίας και την απώλεια της εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας του κράτους.

Για να το θέσω διαφορετικά: όσοι με επιπολαιότητα και περισσή ανοησία νομίσουν ότι προσκολλημένοι στην ανόητη-νοσηρή και αδιέξοδη ιδέα του «έντιμου συμβιβασμού» επί ζητημάτων ανθρώπινης ελευθερίας συνεχίσουν να μας συμβουλεύουν να υποταγούμε, παίζουν με τη φωτιά. Αυτό που θα επιτύχουν δεν θα είναι ένας βιώσιμος συμβιβασμός, αλλά ηφαιστιογενή έκρηξη αξιώσεων ελευθερίας. Τέτοιες αξιώσεις καμιά τουρκοποιημένη «Νέα Κύπρος» δεν θα μπορέσει να δαμάσει και ούτε βεβαίως η δοτή κουρελού σημαία των αποικιοκρατών θα συγκινήσει πολλούς. Οι ιμπεριαλιστές και οι συνειδητοί ή ασυνείδητοι υπηρέτες του καλά θα κάνουν να κατανοήσουν αυτές τις αιώνιες αλήθειες. Πρωτίστως, όμως, απαιτείται να τις κατανοήσουμε εμείς οι ίδιοι.

 

*Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων–Στρατηγικών Σπουδών, Έδρα Jean Monnet για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ενοποίηση. www.ifestos.edu.gr, ifestos@panteion.gr

 

=============================================================

 

ΕΥΡΩΠΗ-ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ

 

Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής, Διεθνείς σχέσεις-Στρατηγικές Σπουδές, Πάντειον Παν/στήμιο, www.ifestos.edu.gr

 

«Νεοφιλελευθερισμός: «το ανώτατο στάδιο του αμερικανικού ιμπεριαλισμού»

 

Παραφράζοντας τον Μάρξ και ίσως υπερεκτιμώντας τις δυνατότητες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής να επιτύχει παγκόσμια ηγεμονία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι «ο νεοφιλελευθερισμός  είναι το ανώτατο στάδιο του αμερικανικού ιμπεριαλισμού». Πολλοί από αυτούς που δηλώνουν πίστη στα δόγματά του αγνοούν, συνήθως, ότι η ενδοκρατική οικονομική φιλοσοφία που διακηρύττει συνοδεύεται από διεθνοπολιτικά δόγματα που σχετίζονται άμεσα με την αμερικανική διπλωματία των δύο τελευταίων δεκαετιών. Αυτό το γεγονός πρέπει κάποιος να το εκτιμήσει υπό το πρίσμα του γεγονότος ότι όσο περισσότερο η Ευρώπη σέρνεται πίσω από το άρμα της αμερικανικής στρατηγικής τόσο περισσότερο διακυβεύονται οι αφετηριακοί στόχοι οικονομικής πολιτικής και εξωτερικής πολιτικής τους οποίους πολλοί είχαν στο μυαλό όταν στήριξαν την διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Το διακύβευμα είναι τόσο η διπλωματική ανεξαρτησία των ευρωπαϊκών κρατών όσο και κατακτήσεις της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης όπως το κράτος δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η προσήλωση στο διεθνές δίκαιο και οι δημοκρατικές ελευθερίες. Η Ευρώπη επηρεάζεται διττά: Οικονομικά-εμπορικά και ιδεολογικά-στρατηγικά. Το παρόν σύντομο σημείωμα θα αναφερθεί στην πρώτη πτυχή και θα τονίσει την δεύτερη.

 

Παγκοσμιοποίηση: Ο νέος μανδύας διεθνιστικών ηγεμονικών αξιώσεων

 

Η βασική επισήμανση είναι ότι ιστορικά οι ισχυροί υποστηρίζουν διεθνιστικά και κοσμοπολίτικα δόγματα. Απλά, επειδή οι δικοί τους συντελεστές ισχύος διαπερνούν ευκολότερα τις λιγότερο ισχυρές κοινωνίες αν αποδυναμωθεί η πολιτική τους κυριαρχία, υπονομεύουν συστηματικά την κρατική κυριαρχία. Οι θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου και η κρατική κυριαρχία πάνω στην οποία στηρίζονται είναι η βάση λειτουργίας των διεθνών σχέσεων, το αντιηγεμονικό εργαλείο των λιγότερο ισχυρών κοινωνιών για διεκδίκηση ισόρροπων σχέσεων και το ύστατο σύνορο άμυνας κατά των ηγεμονικών και αναθεωρητικών αξιώσεων. Για τους προσεκτικούς αναλυτές της πολιτικής επιστήμης, όπως θα τονιστεί πιο κάτω, ο νεοφιλευθερισμός είναι το νέο διεθνιστικό ιδεολόγημα ηγεμονικής έμπνευσης το οποίο με το να αναμιγνύει οικονομικές θεωρίες με θεωρήματα περί «παγκοσμιοποίησης», «τέλους της ιστορίας», «τέλους της κυριαρχίας» και «πανανθρώπινων προσεγγίσεων εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», στηρίζει τις αξιώσεις αμερικανικής επικυριαρχίας στην Ευρασία και παγκόσμια. Η στοχαστική δραστηριότητα παραγωγής των νεοφιλελεύθερων δογμάτων άρχισε τουλάχιστον δύο δεκαετίες πριν την λήξη του ψυχρού πολέμου. Σε πρώτη τουλάχιστον φάση, αμερικανοί στοχαστές ανέλυαν το φαινόμενο της αλληλεξάρτησης, ρίχνοντας, ταυτόχρονα έμμεσες βολές κατά της κυριαρχίας ως καθεστώτος ισότιμων διακρατικών σχέσεων και υποβάλλοντας την ιδέα του «ήπιου αμερικανικού ηγεμονισμού» ως βάση μιας νέας διεθνούς διακυβέρνησης και ως μέσου ενίσχυσης των διεθνών θεσμών υπό αμερικανική ηγεμονική διεύθυνση.

 

Η σύνδεση διεθνιστικών πολιτικών δογμάτων με την αμερικανική στρατηγική –κάτι που αποτελεί παράδοση στην αμερικανική πολιτική σκέψη–, όχι μόνο δεν έτυχε προσοχής στην Ευρώπη, αλλά επιπλέον πολλοί διανοούμενοί της με τους φανατικότερους να βρίσκονται στην Ελλάδα τα αναμασούσαν μεταπρατικά, με ημιμάθεια και χωρίς κυρίως επίγνωση των διεθνοπολιτικών τους προεκτάσεων. Τα νεοφιλελεύθερα οικονομικά δόγματα, σε κάθε περίπτωση, επικράτησαν στην οικονομική λογική της διαδικασίας ολοκλήρωσης. Η Ευρώπη –στο ηγετικό και στοχαστικό υπόστρωμα της οποίας παραδοσιακά υποβόσκουν αντιφατικές ιδεολογίες που ταλαντεύονται μεταξύ ουτοπισμού, ηγεμονικών θεωρήσεων των διεθνών σχέσεων και ευρέως διαδεδομένων απολιτικών κοσμοπολίτικων ψευδαισθήσεων–, επηρεάστηκε από την επέλαση των νεοφιλελεύθερων θεωρημάτων περί αλληλεξάρτησης-παγκοσμιοποίησης με τρις τουλάχιστον τρόπους:

            Πρώτον, οι ευρωπαίοι ηγέτες, επηρεασμένοι από αντικοινωνικές θεωρίες οικονομικής αποτελεσματικότητας αποδυνάμωσαν το κράτος δικαίου, όξυναν τις κοινωνικές αντιθέσεις και προσαρμόστηκαν στο διεθνές σύστημα πολιτικής οικονομίας των διεθνών σχέσεων που προωθούσαν οι ΗΠΑ.   Δεύτερον, στην διεθνή πολιτική, ιδιαίτερα μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, στήριξαν την στρατηγική προέκταση της νεοφιλελεύθερης οικονομικής θεωρίας που οδήγησε, μεταξύ άλλων, α) σε εντατικοποίηση των παράνομων επεμβατικών δραστηριοτήτων, β) σε υπονόμευση του διεθνούς δικαίου και του ΟΗΕ (που μετατράπηκε πρόχειρα σε εργαλείο των αμερικανικών ηγεμονικών επιδιώξεων στα Βαλκάνια, στην Μέση Ανατολή και στο Ιράκ), γ) σε μετασχηματισμό της Ατλαντικής Συμμαχίας για να δραστηριοποιηθεί σε «εκτός περιοχής» δράσεις που υποβοηθούσαν τις αμερικανικές επεμβατικές δραστηριότητες, δ) σε ταχεία διεύρυνση προς την κεντρική Ευρώπη –και πρόσφατα νότια προς την Τουρκία– με τρόπο που διευκόλυνε και εμπέδωνε την αμερικανική διείσδυση στον χώρο επιρροής της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και ε) σε μετασχηματισμό των θεσμών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης οι οποίοι πλέον εισάγουν ρυθμίσεις που ιεραρχούν τους ρόλους των μελών, τις υποχρεώσεις τους και τα δικαιώματά τους στην βάση κριτηρίων ισχύος. Προστίθεται ότι συχνά οι αμερικανικοί αναλυτές υποστήριξαν αφενός την εισαγωγή κριτηρίων ισχύος αντί της ισοτιμίας στην διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και αφετέρου ότι η «Ευρωπαϊκή Ένωση» θα μπορούσε να εγκαταλειφθεί και να δημιουργηθεί μια «Ατλαντική Ένωση» (υπό αγγλοσαξονική, εξυπακούεται, διεύθυνση). Επιπλέον, την στιγμή που οι ΗΠΑ εξορθολόγισαν το οικονομικό τους σύστημα στο πλαίσιο μιας ενιαίας οικονομίας μεγάλης κλίμακας και ενός ενιαίου συστήματος λήψεως πολιτικών αποφάσεων που σύνδεε σκοπούς παγκόσμιας επικυριαρχίας με μια καλά οργανωμένη εθνική αμερικανική στρατηγική, οι ευρωπαίοι αναλώθηκαν επί δύο δεκαετίες γύρω από φαιδρές –για όποιον τουλάχιστον κατανοεί στοιχειωδώς τα ευρωστρατηγικά προβλήματα– προσπάθειες δημιουργίας μιας «ευρωπαϊκής αμυντικής ταυτότητας» η οποία αναπόδραστα κατέληξε φτωχός ουραγός των αμερικανικών σχεδίων. Με την καταστροφική ΟΝΕ, επιπλέον, έθεσαν το άρμα μπροστά από το άλογο, επειδή χωρίς δημοκρατικά νομιμοποιημένο σύστημα λήψεως πολιτικών και μακροοικονομικών αποφάσεων δημιούργησαν ένα πανευρωπαϊκό διανεμητικό οικονομικό σύστημα όπου εξ αντικειμένου πλέον «ο ισχυρός επιβάλλει ότι του επιτρέπει η δύναμή του». Αυτό, περιττό να τονιστεί, δεν είναι συμβατό ούτε με τις αφετηριακές αντιηγεμονικές κοσμοθεωρίες της ολοκλήρωσης περί ισοτιμίας και αλληλεγγύης μεταξύ των ευρωπαϊκών κοινωνιών.             

 

Απονεύρωση, σύγχυση και πολιτικός ανορθολογισμός

 

Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες και τα πολιτικά τους συστήματα αποδυναμώθηκαν και με πολλούς άλλους τρόπους, κυρίως με ιδεολογικοπολιτικές ανακατατάξεις που έκαναν ανορθολογικές τις συζητήσεις για την οικονομία και τις κοινωνικές ισορροπίες επειδή δεν ήταν συμβατές με τις παραδοσιακές πολιτικές κουλτούρες των ευρωπαϊκών κοινωνιών και επειδή δεν ήταν συμβατές με τις γηγενείς κοινωνικοπολιτικές δομές. Πως αλλοιώς ερμηνεύεται ιδεολογικά και πολιτικά το γεγονός –για να πάρουμε ένα δικό μας αλλά χαρακτηριστικό παράδειγμα που καταδεικνύει τον ανορθολογισμό της πολιτικής ζωής στην Ευρώπη την ύστερη εποχή–, η παραταξιακή συνεύρεση πολιτικών προσώπων όπως του Γιώργου Παπανδρέου, του Ανδρέα Ανδριανόπουλου, της Μαρίας Δαμανάκη, του Ανδρέα Ανδρουλάκη, του Κώστα Λαλιώτη, του Στέφανου Μάνου και του Ανδρέα Μπίστη. Προστίθεται αυτό που όλοι γνωρίζουμε, ότι δηλαδή μόνο σε συμπτώσεις ή σε προσωπικές περιστάσεις οφείλεται η απουσία από την ίδια συνεύρεση πολλών στελεχών της Νέας Δημοκρατίας, του Συνασπισμού και ενδεχομένως πολλών πρώην αναρχικών των Εξαρχείων και νυν ένθερμων «προοδευτικών της παγκοσμιοποίησης». Στις συχνές ποικιλόχρωμες φιλολογικές συνάξεις, κοινωνικού χαρακτήρα «συνέδρια» και βιβλιοπαρουσιάσεις, εκτός της αμέριστης υποστήριξης σε φασιστοειδή σχέδια όπως αυτά του Αναν, θεωρητικοποιούν επίσης το «τέλος του έθνους-κράτους», την έλευση της «μεταεθνικής εποχής» και την αναγκαιότητα διάλυσης του παραδοσιακού κοινωνικοπολιτικά συνεκτικού κράτους για να δημιουργηθεί το πολιπολυτισμικό κράτος των ψευδαισθήσεών τους (προφανώς συγχύζοντας το γεγονός της πολυπολιτισμικής κοινωνίας που πάντοτε υπήρχε σε όλες τις εποχές με το ιδεολόγημα του πολυπολιτισμικού κράτους που ποτέ δεν υπήρξε και ούτε ποτέ θα υπάρξει). Για να τονίσω ότι αυτός ο ανορθολογισμός που εξόφθαλμα αναπτύσσεται οίκοοι δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, υπενθυμίζω ότι ο Σολάνα πρώην ΓΓ της Ατλαντικής Συμμαχίας, νυν επί των εξωτερικών της ΕΕ και απρόκλητος πολιτικός εκβιαστής του Μπους για να καταργηθεί η Κυπριακή Δημοκρατία (σχέδιο Αναν), υπήρξε πρώην αναρχικός.

 

Παρατηρούμαι λοιπόν ότι στην Ευρώπη, της Ελλάδας προεξαρχούσης, πάρα πολλοί πίστεψαν και υπηρέτησαν νέες μεγαλόσχημες αλλά άνευ πολιτικού νοήματος διεθνιστικές ή κοσμοπολίτικες ψευτο-κοσμοθεωρίες, και κυρίως το κλασικό ηγεμονικό εφεύρημα ότι η κυριαρχία-ανεξαρτησία είναι έννοιες περιττές και αναλώσιμες στον βωμό μιας Νέας Εποχής. Ενώ αυτό ισχύει για τους υπόλοιπους, δεν ισχύει για την δεσπόζουσα –σήμερα την αμερικανική– κυρίαρχη δύναμη (υποθέτω για να μπορεί να είναι δυνατή, συνεκτική και αποτελεσματική στην διεθνή διακυβέρνηση όπου παραπαίοντα ή αδύναμα κράτη προσαρτώνται στο άρμα της ηγεμονικής ηγεμονίας).

 

 

Νεοφιλελευθερισμος, παγκοσμιοποίηση και αίτια πολέμου

 

Η ανάλυση που προηγήθηκε δεν σχετίζεται με κάποια παρελθούσα «αντι-ιμπεριαλιστική» ρητορεία. Αφορά αντίθετα υπαρκτά προβλήματα των διεθνών σχέσεων των Νέων Χρόνων που ξεχάστηκαν λόγω των δύο παγκοσμίων πολέμων και που παρακάμφθηκαν κατά την διάρκεια της σφοδρής σύγκρουσης των δύο υπερδυνάμεων του Ψυχρού Πολέμου. Για να το θέσω διαφορετικά, οι λαοί που τους δύο τελευταίους αιώνες κατάκτησαν την ανεξαρτησία τους δεν κατάκτησαν ταυτόχρονα και την πλήρη συλλογική τους ελευθερία, δηλαδή την δυνατότητα ανεμπόδιστης και απρόσκοπτης από εξωτερικές επεμβάσεις άσκηση του δικαιώματος εσωτερικής αυτοδιάθεσης, την δυνατότητα διεκδίκησης ισόρροπων σχέσεων με τις πιο ισχυρές δυνάμεις με εργαλείο το διεθνές δίκαιο (διακρατική ισοτιμία και μη επέμβαση) και την δυνατότητα αξιοποίησης των θεσμών συλλογικής ασφάλειας κατά των ηγεμονικών και αναθεωρητικών κρατών. Οι πλείστοι άνθρωποι και κυρίως οι διανοούμενοι πολλών κρατών, βυθίστηκαν και αγκυλώθηκαν πνευματικά σε άχαρες και επίπλαστες πολώσεις περί κομμουνισμού και καπιταλισμού ή διεθνισμού και εθνικισμού, ενώ άλλο ήταν το διακύβευμα της ύστερης εποχής. Δηλαδή, το πρόβλημα δεν ήταν «κομμουνισμός ή καπιταλισμός» αλλά η αντιμετώπιση των αιτιών πολέμου, και κυρίως των ηγεμονικών συμπεριφορών που παρεμπόδιζαν την εφαρμογή των αρχών του διεθνούς δικαίου και της συλλογικής ασφάλειας γεγονός που θα διασφάλιζε την πολιτική κυριαρχία των νέων ανεξάρτητων-ελεύθερων κοινωνιών.

            Δεν είναι ασήμαντο γεγονός εάν οι λαοί αντί να τάσσονται ολόψυχα υπέρ της ενδυνάμωσης της κρατικής τους κυριαρχίας, δηλαδή των θεσμών συλλογικής ελευθερίας που κατέκτησαν με αγώνες ανεξαρτησίας, αναλώνονταν σε ψευδή οράματα περί παγκόσμιας ενότητας, περί «ενότητας των αντι-ιμπεριαλιστικών δυνάμεων» και αντίστροφα της «ενότητας του ελεύθερου κόσμου», όταν κύριο μέλημά τους έπρεπε να είναι να διαφυλάξουν το έθνος-κράτος τους ως κόρη οφθαλμού.

            Σήμερα, επαναλαμβάνουμε, οι ίδιοι ευκολόπιστοι λαοί, και δη οι ευρωπαϊκοί λαοί, σύρθηκαν στην νέα πολιτική θεολογία που περιστρέφεται γύρω από τα νεοφιλελεύθερα θεωρήματα και ιδεολογήματα που αναμασούν νέες ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις με νέους μανδύες που προορίζονται να υπονομεύσουν την εθνική ανεξαρτησία τους προς όφελος των ηγεμονικών συμφερόντων. Έτσι ακούμε ξανά ηχηρές ανοησίες περί επέλασης της «παγκοσμιοποίησης» (που φέρνει το τέλος της κυριαρχίας, δηλαδή του δικαιώματος του λιγότερο ισχυρού να αμύνεται και να διεκδικεί ισόρροπες σχέσεις), περί έλευσης του «μεταεθνικού κόσμου» (που επιβάλλει «απώλεια της ελευθερίας» και «συμμόρφωση στον ηγεμονισμό» όπως ανόητα υποστηρίχθηκε –κατά λέξη– από συμβατικά επιφανείς στοχαστές μας σε αναφορά με το φασιστικό σχέδιο Αναν για την Κύπρο) και περί «εκδημοκρατισμού» σύμφωνα με εφήμερα αμερικανικά πρότυπα (στον βωμό αυτού του «υπέρτατου σκοπού», δηλαδή τον «εκδημοκρατισμό» που διευκολύνει τον αμερικανικό στρατηγικό σχεδιασμό, πολλοί έλληνες στοχαστές, πανεπιστημιακοί και πολιτικοί ηγέτες εμφανίζονται πρόθυμοι να θυσιάσουν θεμιτά ζωτικά ερείσματα στην Κύπρο, στο Αιγαίο και στα Βαλκάνια).  

 

 

Ελευθερία-ανεξαρτησία versus «παγκοσμιοποίηση»

 

Όσο και αν στεναχωρεί πολλούς που στο παρελθόν ταλαιπωρήθηκαν επειδή πίστεψαν και συμμετείχαν στην σύγκρουση των μεγάλων, δήθεν, κοσμοθεωριών, είναι ξεκάθαρο για κάθε ορθολογιστή ότι το ζητούμενο στις διεθνείς σχέσεις ποτέ δεν ήταν η «παγκόσμια ενότητα». Κατά βάση ποτέ δεν υπήρξε τέτοιο ενδεχόμενο, γεγονός που στο παρελθόν οδήγησε τους λαούς να κάνουν αγώνες ανεξαρτησίας-ελευθερίας, να επιτύχουν να ακυρώσουν ανεπίστροφα τις αυτοκρατορικές αξιώσεις και να εγκαθιδρύσουν τους θεσμούς ελευθερίας των εθνών-κρατών που το διεθνές δίκαιο και η συλλογική ασφάλεια δημιουργήθηκαν για να προασπίσουν κατά των ηγεμονικών και αναθεωρητικών κρατών.    

            Όσο και αν τα νέα θεωρήματα-ιδεολογήματα περί παγκοσμιοποίησης και αλληλεξάρτησης προκαλούν δίνες θεμελιωδών συγχύσεων και τερατώδεις παραταξιακές συνευρέσεις, όπως και στο παρελθόν το ζητούμενο είναι, 1ον) η ενδυνάμωση του κράτους, 2ον) η ενδυνάμωση των διεθνών οικονομικών θεσμών υπό συνθήκες διακρατικής ισοτιμίας –και εδώ η ΕΕ συμψηφίζοντας τα συμφέροντα των μελών της μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις διεθνείς διαπραγματεύσεις–, 3ον) η καθιέρωση κριτηρίων έκτακτης ανάγκης διεθνών επεμβάσεων στο πλαίσιο του ΟΗΕ που θα μπορούσαν να εκτελούνται μόνο κατά επιθετικών-αναθεωρητικών κρατών και σε μεμονωμένες περιπτώσεις μεγάλων ανθρώπινων καταστροφών εξαιρουμένης απολύτως της μονομερούς διεθνούς άσκησης βίας, 4ον) ενδυνάμωση των μηχανισμών ειρηνικής επίλυσης των διαφορών για την ερμηνεία των Συνθηκών όταν τα κράτη διαφωνούν, 5ον) ίδρυση διακρατικών θεσμών αντιμετώπισης των διεθνικών φαινομένων όπως οι άναρχες χρηματοοικονομικές ροές και η τρομοκρατία, 6ον) εφαρμογή μακρόπνοων σχεδίων αντιμετώπισης της άνισης ανάπτυξης, ιδιαίτερα μεταξύ Βορρά και Νότου και 7ον) εκστρατεία επίλυσης των περιφερειακών προβλημάτων τα πλείστα των οποίων είναι κατάλοιπα των ηγεμονικών ανταγωνισμών και των διαιωνιζόμενου πλιάτσικου για πλουτοπαραγωγικούς πόρους. Ο υποφαινόμενος τυγχάνει να μην ανήκει σε εκείνους τους αφελείς ή ανόητους που ταλαντεύονται υπέρ ουτοπικών προσδοκιών ότι αυτά θα εκπληρωθούν αύριο ή μεθαύριο. Ασφαλώς, επίσης, δεν ανήκει σε εκείνους που εύκολα διολισθαίνουν σε ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις υπέρ μιας αγαθοεργούς και ήπιας, δήθεν, αμερικανικής ηγεμονίας.

            Τα αίτια πολέμου συνεχίζουν να παρεμβάλλονται μεταξύ της επιθυμητής ειρήνης και της υπαρκτής αστάθειας. Μέχρι να βρεθεί διέξοδος ο έθνος-κράτος κάθε φιλειρηνικού κράτους είναι ο θεσμός ελευθερίας κατά του ηγεμονισμού και του αναθεωρητισμού, είναι η κοινή με τους άλλους λαούς «διεθνιστική» ιδεολογία για την επιδίωξη ισχυρών διεθνών κανονιστικών δομών και είναι ο μόνος χώρος εντός του οποίου οι κοινωνίες μπορούν να αμύνονται, να διεκδικούν ισοτιμία και ισόρροπες σχέσεις με τα ισχυρότερα  κράτη. Είναι εν τέλει το αντίδοτο στα δολώματα που ενδύονται διεθνιστικά σχέδια, κοσμοπολίτικους σκοπούς και ασυναρτησίες περί παγκοσμιοποίησης για να μας πείσουν να σταματήσουμε να αξιώνουμε συλλογική ελευθερία-ανεξαρτησία. Στην Ελλάδα της ύστερης εποχής καταβροχθίσαμε τόσα πολλά τέτοια δολώματα, γεγονός που σημαίνει ότι ίσως είναι αργά να αντιμετωπίσουμε μεγάλες επερχόμενες ζημιές. Πάντως, ας μην εφησυχάζουν όσοι νόμισαν ότι η προσφορά της Κύπρου ως βορά στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα θα μας δώσει χρόνο μέχρι την επόμενη καταστροφή. Για να είμαι πιο ακριβής, δεν κατανοώ τους λόγους για τους οποίους ακόμη και οξύνοες πολιτικοί άνδρες όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αφήνουν τις εξωτερικές υπηρεσίες της χώρας να μετατρέπονται σε παράρτημα του επώνυμου ινστιτούτου παραγωγής ιμπεριαλιστικών ιδεολογικοπολιτικών εκλογικεύσεων στις οποίες πρωτοστατεί σημαντικό στέλεχός που συμπτωματικά στο παρελθόν υπήρξε αξιωματούχος του αμερικανικού στρατού. Ποιος στ’ αλήθεια θέλει, σπέρνει και καλλιεργεί την νέα εξάρτηση σ’ αυτή την χώρα; Ποιος εν τέλει στους δύσκολους επερχόμενους καιρούς καθοδηγεί την ελληνική διπλωματία την στιγμή που διακυβεύονται μείζονα συμφέροντα των ελλήνων στο Αιγαίο, στα Βαλκάνια και στην Κύπρο. Ή μήπως για την τελευταία ο πρωθυπουργός προσυπέγραψε δηλώσεις περιφερόμενων διανοουμένων τρίτης διαλογής που μπαινοβγαίνουν στις εξωτερικές υπηρεσίες κηρύττοντας την «αποσύνδεση» της Ελλάδας από την Κύπρο. Αρνούμαι να το πιστέψω.

 

«Παγκοσμιοποίηση», νεοφιλελευθερισμός και οι ασθενείς κοινωνίες

 

Καταληκτικά, ίσως είναι χρήσιμο να τονίσουμε συντομογραφικά μερικές συναφείς πτυχές της αμερικανικής στρατηγικής ελέγχου και επικυριαρχίας επί «παγκοσμιοποιημένου» διεθνούς συστήματος. Καταρχάς, απευθυνόμενος σε εκείνους που απλά και αγνωστικά νομίζουν ότι «νεοφιλελευθερισμός» είναι μόνο κάποιες αντιλήψεις για την λειτουργία του ενδοκρατικού οικονομικού συστήματος, τονίζω ότι κάνουν λάθος. Όπως άρχισα λέγοντας, ο νεοφιλελευθερισμός ως σύγχρονο διεθνιστικό δόγμα της δεσπόζουσας δύναμης έχει ευρύτερες και βαθύτερες προεκτάσεις. Είναι ένα πράγμα η επίκληση φιλελεύθερων νεοφιλελεύθερων θεωριών για την οργάνωση μιας συγκεκριμένης ενδοκρατικής κοινωνίας και άλλο η επιστράτευση των ίδιων επιχειρημάτων για να επιβληθεί διεθνής επικυριαρχία των Ηνωμένων Πολιτειών, ο εκ μέρους της έλεγχος των διεθνών θεσμών, η απόκτηση επεμβατικών δικαιωμάτων που καταστέλλουν την ανεξαρτησία των κοινωνιών και η μεταρρύθμιση του θεσμού συλλογικής ασφάλειας του ΟΗΕ για να καταστεί ηγεμονικό εργαλείο εάν και όταν τα συμφέροντα κάποιων ισχυρών κρατών συγκλίνουν. Η στήριξη αυτών των συμπεριφορών στα Βαλκάνια, στην Μέση Ανατολή, στην Κύπρο και στο Ιράκ από ένα μεγάλο πλήθος φιλοϊμπεριαλιστών στοχαστών και πολιτικών ηγετών που μεταλλάχθηκαν ερμηνεύει και τις κατά τα άλλα ιδεολογικοπολιτικές συνευρέσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω.   

            Όσοι έτυχε να είναι εξοικειωμένοι με την θεωρία διεθνών σχέσεων γνωρίζουν ότι οι συντρέχοντα φαινόμενα στην στοχαστική σφαίρα και στο πολιτικό επίπεδο δεν είναι προϊόν ιδεολογικής παρθενογένεσης. Φράσεις του συρμού όπως «παγκοσμιοποίηση», «μεταμοντερνισμός», «τέλος της κυριαρχίας», «ήπιος ηγεμονισμός», «διεθνής κοινότητα», «διεθνής κοινωνία», «μετεθνική εποχή», «δημοκρατία και ειρήνη», «μαλακή ισχύς», κτλ, καλλιεργήθηκαν από σημαίνοντες αμερικανούς πολιτικούς επιστήμονες και διεθνολόγους πολλοί από τους οποίους, όλως περιέργως, βρέθηκαν την δεκαετία του 1990 στα ανώτατα κλιμάκια των αμερικανικών υπηρεσιών εξωτερικής πολιτικής και χάραξης στρατηγικής την δεκαετία του 1990 (όπως οι Nye και Lake). Όπως χαρακτηριστικά επισήμαναν οι Katzenstein, Keohane και Krasner to 1998, η αμερικανική στρατηγική μεταπολεμικά για να ελέγξει πολιτικά τρίτα κράτη μεθόδευε «την μετάλλαξη των ιδεολογικών πεποιθήσεων σε λιγότερο ισχυρά κράτη ή ηττημένες πολιτείες. Oι Hνωμένες Πολιτείες, πίεσαν συστηματικά και επίμονα για τη διάδοση συγκεκριμένων πεποιθήσεων ως προς το πώς πρέπει να είναι το όραμα της διεθνούς κοινωνίας [που τις συνέφερε] μετά τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ανανέωσαν και το αναζωογόνησαν την  μεταψυχροπολεμική εποχή. O σκοπός δεν ήταν απλώς να προωθήσουν συγκεκριμένους στόχους, αλλά να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο οι συγκεκριμένες κοινωνίες βλέπουν τα οικεία συμφέροντα. H έμφαση αυτού που ο Nye ονομάζει “μαλακή ισχύς” σχετίζεται τόσο με ρεαλιστικούς φόβους [κατανομής ισχύος] για τη σχετική ισχύ όσο και με την [“κριτική”] κονστρουκτιβιστική ανάλυση για συλλογικά πιστεύω, πεποιθήσεις και ταυτότητες».

            Σημειώνεται ότι αυτά τα κατασκευασμένα ιδεολογήματα και θεωρήματα καλλιεργούνται σε πολλά διεθνολογικά τμήματα των αμερικανικών και βρετανικών πανεπιστημίων στα οποία φοίτησαν αναρίθμητοι νέοι έλληνες που στην συνέχεια στελέχωσαν τα ελληνικά πανεπιστήμια, απόκτησαν λόγο σε επιφυλλίδες εφημερίδων και προσλήφθηκαν ως «ειδικοί» σε  θεσμούς εξωτερικής πολιτικής στρατηγικής σημασίας του ελληνικού κράτους. Ο ευκολότερος τρόπος αναγνώρισής τους είναι η ανάγνωση των κειμένων υπέρ του σχεδίου Αναν το 2002-4, ο εντοπισμός των διανοουμένων που συμμετείχαν σε σεμινάρια προετοιμασίας του σχεδίου Αναν στην Βρετανία, την Ελλάδα, την Γερμανία και την Κύπρο και η αποκάλυψη της προέλευσης των κονδυλίων με τα οποία χρηματοδοτήθηκαν συγκεκριμένα περιώνυμα ινστιτούτα παραγωγής προτάσεων πολιτικής. Σημασία έχει ότι ουκ ολίγοι υποστήριξαν φανατικά την καταστολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο, την κατάργηση της λαϊκής κυριαρχίας, την μονιμοποίηση των αποικιακών βάσεων, την παράκαμψη του διεθνούς δικαίου και την νομιμοποίηση εγκλημάτων πολέμου όπως ο εποικισμός εδαφών από μια κατέχουσα δύναμη. Σημασία επίσης έχει το γεγονός ότι τα πολιτικά αντισώματα της Ευρώπης έχουν αποδυναμωθεί σε τέτοιο βαθμό, ούτως ώστε πολιτικά ανεύθυνοι γραφειοκράτες να στηρίζουν φανατικά το σχέδιο Αναν που αντιβαίνει με τον νομικό και πολιτικό πολιτισμό του κοινοτικού κεκτημένου.         

            Οι προαναφερθείσες κατά τα άλλα περίεργες, παράδοξες και αλλόκοτες διαπαραταξιακές συνευρέσεις, πάντως, δεν είναι τυχαίες ή άσχετες με αυτό που συζητάμε εδώ. Όλοι μαζί και συχνά φανατικά-υβριστικά υποστήριξαν να θυσιαστεί η ελευθερία ενός ολόκληρου λαού στην Κύπρο στον βωμό του μεταεθνικού κόσμου όπου κάποιος μπορεί και πρέπει, δήθεν, να θυσιάζει την ανεξαρτησία του, την λαϊκή κυριαρχία του και τα ανθρώπινα δικαιώματά του.

 

==========================================================

 

ΟΧΙ στον διεθνοφασισμό και στην απώλεια της ελευθερίας μας

  

Η Σημερινή, 24.4.2005

 

Ελευθερία και «ιδιοτελή καθάρματα» των διεθνοφασιστών

 

Στηλιτεύοντας τους κράχτες του φασιστοειδούς σχεδίου Αναν ο ελλαδίτης στοχαστής Διονύσης Χαριτόπουλος έγραψε στις 18 Απριλίου 2004: «Ήταν αρκετή η συγκλονιστική εμφάνιση του κύπριου προέδρου πριν το δημοψήφισμα»,για να επαναλαμβάνει το ΟΧΙ χιλιετιών, για να αποκαλύψει την αχρειότητα και την τυπολογία» των ιδεολογικών μισθοφόρων της Νέας Τάξης. Το κείμενο του Χαριτόπουλου εγκαλούσε ευθέως αυτό που εμείς οι «διεθνολόγοι» ονομάζουμε διεθνοφασισμό. Στηλιτεύοντας πρώην μαρξιστές και πρώην υπερπατριώτες που μεταλλάχθηκαν σε φανατικούς οπαδούς του εξαμερικανισμού, ο Χαριτόπουλος μνημόνευσε την σαρκαστική διαπίστωση του ιδεολογικού γκουρού των ναζί Α. Ρόζενμπεργκ, ο οποίος είπε πως «σε κάθε χώρα θα βρούμε αρκετά ιδιοτελή καθάρματα να κάνουν την δουλειά μας».

            Οι προθέσεις των εκάστοτε καθαρμάτων που ενδεχομένως τα «παίρνουν» δεν είναι πάντα το μεγαλύτερο πρόβλημα στις παραπαίουσες κοινωνίες. Πέραν των πληρωμένων «καθαρμάτων» που λίγο-πολύ σ’ όλες τις κοινωνίες πάντοτε υπήρχαν και συνεχίζουν να υπάρχουν, τα καλέσματα των διεθνοφασιστών βρίσκουν απήχηση σε ασθενείς ψυχές, σε ουτοπικά συνεπαρμένα άτομα και σε ιδεολογικά μπερδεμένα άτομα. Όλοι αυτοί σ’ όλες τις ιστορικές εποχές αποτελούσαν την αχίλλειο πτέρνα κάθε κοινωνίας ή αυτό που σήμερα οι αμερικανοί αναφέρουν ως «μαλακή ισχύ» της στρατηγικής τους. Μέσω κυρίως αυτής της ανέξοδης ισχύος προωθούν άνομα διεθνοφασιστικά συμφέροντα, μεταξύ άλλων για την απόκτηση συντελεστών ισχύος εκτός των συνόρων τους, για τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών στις περιφέρειες, για την απόκτηση ιμπεριαλιστικών βάσεων και για την εφαρμογή πολιτικής διαίρει και βασίλευε.

            Η πιο σύγχρονη και εξεζητημένη μορφή του διεθνοφασισμού, η οποία ενσαρκώθηκε πλήρως στο σχέδιο Αναν, αποτελεί η επιδίωξη κατάργησης ή κατασταλτικού ελέγχου ασθενών κρατών στις περιφέρειες. Επιδιώκουν να το πετύχουν με ουσιαστική κατάργηση ή περιορισμό της κυριαρχίας, με επιβολή κατακερματισμένων πολιτειακών δομών τις οποίες οι ίδιοι θα εποπτεύουν και με αλλαγές του ρόλου των διεθνών οργανισμών. Ιστορική αποστολή των διεθνών θεσμών είναι να υπερασπίζονται την κυριαρχία των κρατών. Στην περίπτωση της Κύπρου, για παράδειγμα, γίναμε μάρτυρες του αλλόκοτου φαινομένου ο ΓΓ του ΟΗΕ να καταστρατηγεί το διεθνές δίκαιο, τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ και τις συμβάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με το να συνεργεί στην κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την παντοτινή πολιτειακή υποδούλωση των κυπρίων. Τα ηγεμονικά, ιμπεριαλιστικά και γι’ αυτό διεθνοφασιστικά κράτη ποτέ δεν «χώνεψαν» το γεγονός ότι κάποιες μικρότερες κοινωνίες τους νίκησαν και έγιναν ανεξάρτητες-ελεύθερες. Αυτό χωρίς αμφιβολία είχε ακριβώς στο μυαλό ο Λόρδος Χάνευ όταν συνέγραφε με τον ντε Σότο το σχέδιο-καταδίκη των κυπρίων σε παντοτινό πολιτικό θάνατο. Βεβαίως, σήμερα γνωρίζουμε ότι συνέργησαν και δικοί μας, επειδή προηγήθηκαν «προπαρασκευαστικά σεμινάρια» «λαμπρών νέων» που είτε παρασύρθηκαν είτε συνειδητά συμμετείχαν στην προετοιμασία αυτού του διεθνούς τερατουργήματος.   

 

«Μαλακή ισχύς» στις «ασθενείς και ηττημένες» κοινωνίες

 

Ποτέ δεν θα καταλάβουμε τι πάθαμε το 2002-2004 και πολύ περισσότερο τι μας περιμένει αν δεν κατανοήσουμε τους σκοπούς, τα μέσα και τις πρακτικές των αντιπάλων της ελευθερίας μας. Πριν μερικά χρόνια συνοψίζοντας την στρατηγική των ΗΠΑ τέσσερις διακεκριμένοι αμερικανοί αναλυτές των διεθνών σχέσεων υπενθύμισαν ότι βασικό χαρακτηριστικό της αμερικανικής στρατηγικής μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και με ιδιαίτερη έμφαση μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, είναι να επιτύχουν στρατηγικό έλεγχο με μέσο την μετάλλαξη των ιδεολογικών πεποιθήσεων των λιγότερο ισχυρών και «ηττημένων» κρατών. Για να το επιτύχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, έγραψαν, «πίεσαν συστηματικά και επίμονα για τη διάδοση συγκεκριμένων πεποιθήσεων ως προς το πώς πρέπει να είναι το όραμα της διεθνούς κοινωνίας [που τις συνέφερε]. O σκοπός δεν ήταν απλώς να προωθήσουν συγκεκριμένους στόχους, αλλά να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο οι συγκεκριμένες κοινωνίες βλέπουν τα οικεία συμφέροντα». «H έμφαση αυτού που ο Nye ονομάζει “μαλακή ισχύς”», συνέχισαν, «σχετίζεται τόσο με ρεαλιστικούς φόβους κατανομής ισχύος για τη σχετική ισχύ όσο και με την κονστρουκτιβιστική ανάλυση για συλλογικά πιστεύω, πεποιθήσεις και ταυτότητες». Πριν μερικούς μήνες μάθαμε δια χειλών του Προέδρου Παπαδόπουλου και αποκαλύψεων που ακολούθησαν, ότι οι αμερικανοί έμμεσα μέσω του ντε Σότο χρηματοδοτούσαν δράσεις «διαπαιδαγώγησής μας στην δημοκρατία», «μαθήματα δημιουργίας νέων ταυτοτήτων» κτλ, ενώ μας έστησαν μια κουρελού σημαία μπροστά στην οποία μερικοί ορκίστηκαν πίστη και νομιμοφροσύνη. Όμως, για να καταδείξω πόσο ευάλωτοι είμαστε στο ιδεολογικό κουτόχορτο των νέων διεθνοφασιστών δεν θα σταθώ σε τέτοιες αξιοθρήνητες θέσεις ή σε άλλες ανάλογες κυπρίων πολιτικών ηγετών όταν περιδεείς απολογούνταν στους αμερικανούς πως ο λόγος που δεν λένε «ναι» στο τερατούργημά τους είναι επειδή ότι και να δήλωναν οι ψηφοφόροι τους θα ψήφιζαν «ΟΧΙ». Σήμερα, επειδή η πορεία του κυπριακού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα αθηναϊκά δρώμενα, θα τονίσω την πιο πάνω αμερικανική στρατηγική σχολιάζοντας τις θέσεις δύο γνωστών ελλήνων, του πρώην έλληνα πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη και του γνωστού «εκσυγχρονιστή» φιλόσοφου Στέλιου Ράμφου .

 

Ιδεολογικό κουτόχορτο και εκκλήσεις υποτέλειας λόγω αδυναμίας

 

Γι’ αυτούς που πρότειναν την απώλεια της ελευθερίας μας και την παντοτινή υποτέλεια στα διεθνοφασιστικά συμφέροντα δεν υπάρχει οίκτος. Πρέπει να εκτεθούν χωρίς περιστροφές και ξεκάθαρα. Ο Κώστας Σημίτης, σε μια αφοπλιστική παραδοχή (Ελευθεροτυπία 7.4.2004) εκτέθηκε υποστηρίζοντας πως το τερατούργημα του Αναν θα μπορούσε να εφαρμοστεί «αν οι τουρκοκύπριοι και ελληνοκύπριοι επιδιώξουν καλόπιστα την εφαρμογή του». Όλοι όμως γνωρίζουμε ότι η βιωσιμότητα των κρατών συναρτάται με τον Πολιτειακό τους ορθολογισμό που δεν μπορεί να στηριχθεί είτε στην καλή θέληση των ατόμων είτε ακόμη χειρότερο στην καλή θέληση χιλιάδων ανθρώπων παραταγμένων σ’ εθνική-ρατσιστική και καταδικασμένων σε ομόφωνες αποφάσεις ή παράλυση και σύγκρουση. Κτίζοντας στον κυρίαρχο ελλαδικό πολιτικό ωχαδελφισμό για τον οποίο ο ίδιος δεν είναι άμοιρος ευθυνών, ο Κώστας Σημίτης εξήγησε την κυρίαρχη διπλωματική αντίληψη στην Αθήνα, δηλαδή την θέση πως δεν πρέπει να επιδιώκουμε τα θεμιτά και νομιμοποιημένα συμφέροντά μας ακόμη και αν αυτό είναι η ελευθερία μας. Έγραψε: «οι εταίροι μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θέλουν να ασχολούνται με το κυπριακό». Πρόκειται για μια αξιοθρήνητη αντίληψη που δυστυχώς προδίδει είτε απέραντη ιδεολογική παρακμή είτε παντελή άγνοια (ή σκόπιμη παραγνώριση) των λειτουργιών της ευρωπαϊκής και ευρύτερα διεθνούς πολιτικής. Κλείνοντας το κείμενό του, ο άνθρωπος επί θητείας του οποίου σύμβουλός του Πανταγιάς προανάγγειλε το σχέδιο Αναν (2001), ομολόγησε ότι η οκταετής πρωθυπουργία του οδήγησε την Ελλάδα σε τέτοιο βαθμό αδυναμίας που υποχρεώνει του έλληνες να υπογράψουν άρον άρον τα χειρότερα πριν έλθουν τα χείριστα. Προδιαγράφοντας την πορεία όλων των ελλήνων στην υποταγή σε περιφερειακούς και στρατηγικούς ηγεμόνες, ο πρώην πρωθυπουργός αφοπλιστικά πρότασσε ως κύριο λόγο αποδοχής του σχεδίου Αναν την επερχόμενη μεγαλύτερη αδυναμία: «μια βεβαιότητα υπάρχει, ότι ο γεωπολιτικός ρόλος της Τουρκίας για τις ΗΠΑ και την ΕΕ θα είναι όλο και πιο σημαντικός». Συνοψίζω: τρέξτε να υποταχθείτε το συντομότερο δυνατό αρχίζοντας από την Κύπρο.

 

Ιδεολογικό κουτόχορτο και ο … «μεταεθνικός κόσμος»

 

Όλο το φάσμα των «επιχειρημάτων» των υποστηριχτών της υποτέλειας σχεδόν ολοκληρώνεται αν αναφερθούν και οι απόψεις του Στέλιου Ράμφου, ενός προγενέστερα αξιοπρόσεκτου φιλόσοφου που στην συνέχεια μεταλλάχθηκε για να ονομαστεί ο «θεωρητικός του εκσυγχρονισμού» της εποχής Σημίτη. Αποδεικνύοντας την αποτελεσματικότητα της προαναφερθείσας «μαλακής ισχύος» που διαθέτουν τα ηγεμονικά κράτη στα μικρότερα κράτη, ο Ράμφος υποστήριξε ότι «συμβιβασμός [επί ζητημάτων δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας στην Κύπρο] είναι η σοφία της περιορισμένης δυνατότητας». Γι’ αυτό, η αποδοχή του ιμπεριαλιστικού και φασιστοειδούς σχεδίου Αναν είναι δήθεν, όπως έγραψε, «αναγκαιότητα που αν και συρρικνώνει την λαϊκή κυριαρχία προσφέρει “βεβαιότητα” στην “παγκοσμιοποιημένη υφήλιο της μιας υπερδυνάμεως και της μειωμένης ισχύος των κρατών που την περιβάλλουν”. Η απώλεια της λαϊκής κυριαρχίας επιβάλλεται, συνέχισε, λόγω της νέας εποχής που διανύουμε, «μιας εποχής η οποία αφομοιώνει υπερβατικά προηγούμενες εμπειρίες στενώσεων όπως εκείνης του εθνικού κράτους». Σε μια φράση όμως αυτού του κειμένου-ρεσιτάλ ολοκληρωτικής καταβρόχθισης ηγεμονικών ιδεολογημάτων καταλήγει υποστηρίζοντας: «Δυναμική του μέλλοντος είναι οι εθνικές οντότητες να ανθίσουν στο μεταεθνικό σύστημα». Καλούμαστε επομένως να θυσιάσουμε την ελευθερία μας στον βωμό του μεταεθνικού κόσμου των φαντασιώσεων γραφικών διανοουμένων με μεγάλη εν τούτοις επιρροή στην Αθήνα.

 

Σχέδιο Αναν: Ενσάρκωση ανελεύθερων ιδεών και πρόταση παντοτινής υποτέλειας

 

Στις 24 Απριλίου 2004 η κυπριακή κοινωνία είτε από ένστικτο είτε επειδή ο Πρόεδρος τότε στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, αποφάσισε να μην ανθίσει στον φανταστικό μεταεθνικό κόσμο του Στέλιου Ράμφου και του Κώστα Σημίτη. Οι κύπριοι με το ΟΧΙ τους αποφάσισαν αυτό που πολλές άλλες κοινωνίες καθημερινά αποφασίζουν, ότι δηλαδή δεν υπάρχει πιο πολύτιμο αγαθό από την ελευθερία και ότι αυτή την ελευθερία την διασφαλίζει η Κυπριακή Δημοκρατία.

            Ένα χρόνο μετά την συντριπτική απόρριψη του σχεδίου Αναν από την κυπριακή κοινωνία ίσως είναι χρήσιμο και σκόπιμο να το συνοψίσουμε: Ο ΓΓ συνειδητά ή ασυνείδητα παρασύρθηκε σε συνέργια σε εγκλήματα πολέμου κατά μια κυρίαρχης κοινωνίας. Υπέβαλε προτάσεις που παραβιάζουν κατάφωρα όλες ανεξαιρέτως τις αρχές, κριτήρια και δεσμεύσεις της διεθνούς νομιμότητας. Παραβίασε κατάφωρα τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ και πρότεινε την κατάργηση ενός κυρίαρχου κράτους-μέλους του ΟΗΕ. Πρότεινε την νομιμοποίηση των τετελεσμένων της βίας, την παραβίαση της Συνθήκης της Γενεύης για εγκλήματα πολέμου και την παραβίαση των Συμβάσεων για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Παραβίασε όλες ανεξαιρέτως τις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου και τα νομικά κεκτημένα της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης τα οποία στον βαθμό που θεσπίστηκαν και εφαρμόζονται από δεκάδες ευρωπαϊκά κράτη αποτελούν και αυτά κατακτήσεις που ενσωματώθηκαν στον πολιτικό πολιτισμό των διακρατικών σχέσεων. Προτάθηκε επιπλέον ο μονομερής αφοπλισμός των κυπρίων, η καθυπόταξή τους σε νεοαποικιακές εγγυήσεις και η στάθμευση ξένων στρατευμάτων σ’ ένα κυρίαρχο κράτος. Προτάθηκε επίσης να καταστρατηγηθούν κατασταλτικά και παντοτινά οι δημοκρατικές ελευθερίες της κυπριακής κοινωνίας, πάγιες αρχές συνταγματικού δικαίου, η λαϊκή κυριαρχία των κυπρίων και την καταστατική παραβίαση των πολιτικών δικαιωμάτων των κυπρίων, των θεμελιωδών ανθρωπίνων τους δικαιωμάτων και συνολικά την παραβίαση κάθε αρχής εσωτερικής και διεθνούς νομιμότητας.

            Αυτό που δεν είμαι σίγουρος είναι κατά πόσο για αυτή την ευρωπαϊκή λύση του κυπριακού φταίνε άλλοι ή εμείς οι ίδιοι (όχι ασφαλώς ο λαός αλλά μερικοί ηγέτες μας και διανοούμενοί μας στην Κύπρο και στην Ελλάδα) που τους αφήσαμε να πιστέψουν ότι είμαστε σκουπίδια της ιστορίας.

 

Επιλογές και διέξοδος

 

Όλες οι μελλοντικές επιλογές διεξόδου πρέπει να είναι συμβατές με την ανθρώπινη ελευθερία. Οι περιουσίες μας και το δικαίωμα επιστροφής στην πατρίδα  μας δεν παραγράφονται, εκτός και εάν εμείς οι ίδιοι υπογράψουμε την παράδοσή τους (δεν είναι τυχαία τα ύπουλα όργανα που έστηνε το εγκληματικό σχέδιο Αναν το οποίο επίσης κουτοπόνηρα πρόβλεπε κάτι που δεν θα ίσχυε ούτως ή άλλως, δηλαδή να αποστείλουμε επιστολές εξαίρεσής μας από τα κεκτημένα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων). Ακόμη όμως και εάν οι επόμενες γενιές ή και όλες οι επόμενες θα στερηθούν αυτά που το διπλό έγκλημα του πραξικοπήματος και της εισβολής μας πήραν, υπερτερεί το γεγονός ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ο θεσμός συλλογικής ελευθερίας όλων των κυπρίων. Είναι τουλάχιστον ανοησία εάν με υπόσχεση επιστροφής ενός ποσοστού εδάφους και προσφύγων δώσουμε εκατό τοις εκατό της Κύπρου στους τούρκους και στους βρετανούς που θα ελέγχουν το κατακερματισμένο υποτελές κρατίδιο που σκοπεύουν να δημιουργήσουν.

            Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα διλήμματα είναι πολλά και το μέλλον ζοφερό ανεξαρτήτως του θα αποφασίσουμε. Όμως, τίποτε δεν είναι χειρότερο από την κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την μετατροπή των κυπρίων σε παντοτινούς είλωτες των τούρκων και των βρετανών στην ίδια την πατρίδα τους.

           

Καταληκτικά, εκτός και αν αποφασίσουμε να αυτοχειριαστούμε, με την αποδοχή οποιασδήποτε εκδοχής του σχεδίου Αναν, δεν υπάρχει αμφιβολία πως ελάχιστα περιθώρια απέμειναν για μια βιώσιμη και λειτουργική λύση του κυπριακού. Τα εγκληματικά λάθη ή παραλείψεις ή και σκόπιμες ενέργειες πολλών ελλαδιτών και κυπρίων την περίοδο 2001-2004 ανέτρεψαν τις ευγενείς φιλοδοξίες μας για ειρηνική, δίκαιη και βιώσιμη διευθέτηση του κυπριακού. Με τα λάθη τους ή τις παραλείψεις τους ακύρωσαν την προοπτική βιώσιμης λύσης με αφορμή την ένταξη στην ΕΕ. Σήμερα, στην καλύτερη περίπτωση οι οποιεσδήποτε πιθανές νέες προοπτικές βιώσιμης επανένωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας θα δημιουργηθούν μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα και μόνο στο πλαίσιο νέων ευρύτερων διαπραγματεύσεων. Μέχρι τότε, στοιχειώδης ορθολογισμός επιτάσσει εμμονή στην εφαρμογή του διεθνούς δικαίου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των κεκτημένων της ΕΕ. Σε τελευταία ανάλυση, το τουρκικό κράτος και το ελλαδικό κράτος τα οποία ευθύνονται για την τραγωδία του 1974 είναι εκείνα που θα πρέπει να αποφασίσουν τι είδος σχέσεων θέλουν μελλοντικά χωρίς όμως να υπολογίζουν ότι μπορούν να παίζουν στις δικές μας πλάτες επί ζητημάτων ελευθερίας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και διεθνούς νομιμότητας. Όσον αφορά την ΕΕ, είμαστε νομιμοποιημένοι να τους εγκαλούμε καθημερινά για το γεγονός ότι είναι πολιτικά ανάξιοι αν δεν μπορούν να υποστηρίξουν την θεμιτή αξίωσή μας να εφαρμοστεί στην Κύπρο το νομικό και δικαιακό κεκτημένο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Αν μπροστά στην τουρκική επέλαση που με την (υπο)στήριξη των αγγλοαμερικανών σκοπό έχει την πολιτική αποδυνάμωση της ΕΕ δεν μπορούν να υιοθετήσουν στάση υπέρ των νομικών και δικαιακών κεκτημένων της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, καλά θα κάνουν να σιωπήσουν –δηλαδή προσποιούνται ότι είναι προστάτες των εγκλωβισμένων στα κατεχόμενα συμπατριωτών μας τουρκοκυπρίων– και να σεβαστούν απόλυτα την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας, κάτι για το οποίο είναι νομικά δεσμευμένοι.    

 

===================================================================

 

Περί ισχύος, νομικισμού, διεθνούς νομιμότητας και λύσης του Κυπριακού

 

Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων-Στρατηγικών Σπουδών, Πάντειον Πανεπιστήμιο, www.ifestos.edu.gr

 

Περιεχόμενα (κλικ για μετάβαση):

1. Η αυθαιρεσία μεταμφιεσμένη ως επιστήμη.

2. Η διεθνολογική τσαρλατανιά στο ζενίθ της.

3. «Ισοτιμία», «ισονομία» και οι ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένοι κράχτες του «διαίρει και βασίλευε».

4. Λύση του κυπριακού και η σημασία της ένταξης στην ΕΕ.

5. Η διεθνής νομιμότητα είναι «νομικισμός»; Συνέργια σε εγκλήματα πολέμου και επιστημονική προπέτεια

----------------------------------------------------------------------------

1. Η αυθαιρεσία μεταμφιεσμένη ως επιστήμη

 

«Η επίκληση της διεθνούς νομιμότητας είναι νομικίστικο επιχείρημα». Αυτή είναι η ύστερη εκδοχή των ίδιων δραστών που στο παρελθόν αντιμάχονταν την αίτησης ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ. Η ένταξη, υποστηριζόταν πριν δεκαπέντε περίπου χρόνια, θα αποτελούσε μέσο δημιουργίας συνθηκών αποτελεσματικής και ειρηνικής διεκδίκησης της διεθνούς νομιμότητας. Με την ίδια ένταση, σχεδόν τα ίδια άτομα καταπολεμούσαν με μανία την ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο καθώς και την αμυντική ενίσχυση της Κύπρου που σκοπό είχε να δημιουργήσει δυνατότητες ισόρροπων διαπραγματεύσεων και διασφάλισης κατά στρατιωτικών εκβιασμών. Πρόκειται για την ίδια παρέα των διεθνοπολιτικών και ακαδημαϊκοπολιτικών παρασκηνίων οι ιδέες των οποίων υπονομεύοντας την εθνική ανεξαρτησία ενσαρκώνουν την νέα εξάρτηση σε εξωτερικά συμφέροντα. Όλως περιέργως όλοι μαζί βρέθηκαν σε συνέδρια, συζητήσεις και σεμινάρια μαζί με τους Χάνευ, Γουέστον και άλλους κακόφημους αξιωματούχους νεοαποικιακών κρατών και συνοδοιπόρων τους όπως ο Ντε Σότο. Ο τελευταίος, όπως γνωρίζουμε σήμερα, μετέτρεψε το τοπικό γραφείο της UNOPS σε παράρτημα των χρηματοδοτήσεων της αμερικανικής πρεσβείας προς τους υποστηριχτές της  υποδούλωσης της Κύπρου (τον ενθουσιασμό των οποίων, σήμερα, μετά τις συγκλονιστικές αποκαλύψεις που κάνει η έκθεση Nathan Associates κατανοούμε καλύτερα). Ήδη από το 2001 τα ίδια περίπου άτομα υπονόμευαν την Πράξη Προσχώρησης που ενώ είχε ήδη ολοκληρωθεί με πρόνοια ότι η ένταξη θα γίνει ανεξαρτήτως λύσης, αυτοί υποστήριζαν μανιωδώς ότι έπρεπε, δήθεν, να δεχθούμε συνομοσπονδία πριν η Κύπρος γίνει πλήρες μέλος της ΕΕ. Όταν το σχέδιο Αναν στην προετοιμασία του οποίου ουσιαστικά συμμετείχαν υποβλήθηκε, όλοι μαζί έδωσαν μάχη στις επιφυλλίδες, στα κανάλια και στα ερτζιανά για να υπερψηφιστεί. Όταν ο ορθολογισμός και το ένστικτο της κοινωνίας μας το απέρριψε, δεν τα έβαλαν κάτω: Επανέρχονται και με ανεξήγητη μανία επιχειρούν να υπονομεύσουν την Ελληνική πλευρά και να την οδηγήσουν στην υποταγή.

 

2. Η διεθνολογική τσαρλατανιά στο ζενίθ της

 

Για παράδειγμα, ελληνόφωνο κείμενο μεταφρασμένο και πρόσφατα δημοσιευμένο σε τουρκική εφημερίδα (“Turkish Daily News”) αποκαλύπτει όλη την διεθνολογική τσαρλατανιά των υποστηρικτών του σχεδίου Αναν, τον αδίστακτο τρόπο με τον οποίο αντιστρέφουν την αλήθεια και την βαθύτερη σαδιστική επιθυμία τους που είναι να δουν τον κυπριακό λαό υποταγμένο στα άνομα ηγεμονικά συμφέροντα. Τα κίνητρά και οι προθέσεις του είναι άγνωστα το τι υποστηρίζουν όμως είναι σαφές. Ανθολογώ και σχολιάζω μερικά «μαργαριτάρια»: 1) «Δεν συζητάμε στο πλαίσιο του σχεδίου Αναν»: Δυστυχώς συζητάμε. Όμως, ακόμη και αυτή την αμφιλεγόμενη απελπισμένη προσπάθεια του Προέδρου να το βελτιώσει κάποιοι την υπονομεύουν. 2) «Δεν δείχνουμε γενναιοδωρία στους Τ/Κ»: Όλοι γνωρίζουμε πόσο αναληθής και αισχρός είναι αυτός ο ισχυρισμός. Με το να τον αναφέρει ο κονδυλοφόρος στοχεύει την νομιμότητα στην Κύπρο μιας και υποστηρίζει την σταδιακή έστω διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. 3) «Η χαλαρή συνομοσπονδία αποτελεί εκ των ουκ άνευ προϋπόθεση μη διχοτομικής λύσης». Δηλαδή ως νέοι Γκαίμπελ δηλώνουν ότι θέλουν την διχοτομική, δήθεν, «συνομοσπονδία» και αυθαιρετώντας επί της λογικής το ονομάζουν «μη διχοτόμηση». 4) «Η ε/κ ηγεσία αρνείται τους τ/κ ως ισότιμους». Το τελευταίο σημείο αποτελεί και τον πυρήνα του προβλήματός μας από τότε οι άγγλοι άρχισαν να εφαρμόζουν στρατηγική «διαίρει και βασίλευε» και γι’ αυτό χρειάζεται να γίνει εκτενέστερος σχολιασμός. Επιπλέον, δεν υπάρχει βιώσιμη λύση του κυπριακού αν δεν κατανοήσουμε την σημασία αυτής της ύπουλης θέσης που ενσαρκώνει την στρατηγική διαίρει και βασίλευε των βρετανών οι οποίοι με το σχέδιο Αναν εκδικητικά ουσιαστικά επιχείρησαν να ακυρώσουν την ανεξαρτησία των κυπρίων .

 

3. «Ισοτιμία», «ισονομία» και οι ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένοι κράχτες του «διαίρει και βασίλευε»

 

Καταρχάς άλλο «ισοτιμία» και άλλο «ισονομία». Στις δημοκρατίες δεν υπάρχει «ισοτιμία» μεταξύ των ομάδων στο εσωτερικό του κράτους αλλά «ισονομία». Η ισοτιμία που εξομοιώνει μειοψηφίες και πλειοψηφίες πουθενά δεν αποτελεί πολιτειακό χαρακτηριστικό και είναι τουλάχιστον υπερ-απλούστευση να συγχέεται με την αποκέντρωση, την αυτονομία σε τομείς όπως ο πολιτισμός, με αυξημένη διασφάλιση θεμελιωδών δικαιωμάτων και με θεσμικές ρυθμίσεις όπως οι ειδικές πλειοψηφίες επί συγκεκριμένων ζητημάτων. Η έννοια της ισοτιμίας τις υπονομευτικές συνέπειες της οποίας είναι αλήθεια υποτιμήσαμε στο παρελθόν δεν μπορεί να είναι όχημα ρατσιστικών και τυραννικών ρυθμίσεων που θα καταργήσουν, ουσιαστικά, το δημοκρατικό καθεστώς και θα το υποτάξουν σε ξένη επιδιαιτησία σχεδόν σε όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικοπολιτικού βίου. Οι κύπριοι πρέπει να γνωρίζουν ότι το κράτος για μια κοινωνία δεν είναι μέσο καταπίεσης της κοινωνίας αλλά θεσμός εξυπηρέτησης των πολιτών, αποτελεσματικών αποφάσεων και χώρος άσκησης της κατοχυρωμένης από το διεθνές δίκαιο εσωτερικής αυτοδιάθεσης, δηλαδή, της συλλογικής ελευθερίας ενός λαού. Ισοτιμία λοιπόν στα δημοκρατικά κράτη είναι μόνο ισονομία στα πλαίσια ενός πολιτειακά και κυριαρχικά ενιαίου κράτους. Αν είναι να κάνουμε διχοτόμηση (συνομοσπονδία), να υποτάξουμε ταυτόχρονα την Κύπρο σε εξωτερικούς δυνάστες, να εγκαθιδρύσουμε εσωτερική πολιτική εξουσία που θα υπηρετεί αυτούς τους δυνάστες και να μην συμφωνηθεί να επιστρέψουν οι πολίτες στις πατρογονικές τους εστίες, ίσως οι κύπριοι θα πρέπει να ξαναδούν άλλες πιο ορθολογιστικές λύσεις. Σ’ αντίθετη περίπτωση δεν θα είναι κράτος αλλά κρατίδιο βάσανο για όλους τους κατοίκους μέχρι να μεταναστεύσουν ολοκληρωτικά. Στην περίπτωση της Κύπρου, βεβαίως, το σύνταγμα της Ζυρίχης πρόσφερε στην τ/κ κοινότητα πολιτειακά δικαιώματα που καμιά άλλη μειονότητα στον κόσμο δεν έχει. Μερικά από αυτά, ακριβώς, επειδή μετέτρεπαν την ισονομία σε ισοτιμία είναι και ο κύριος λόγος για τον οποίο είχαμε μεγάλα προβλήματα μετά το 1960. Θέλουμε να τα επαναλάβουμε σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα και αυτή την φορά χωρίς διέξοδο;

            Αυτό που το σχέδιο Αναν και οι κράχτες του κάνουν είναι να μεταμφιέζουν την διχοτόμηση σε δήθεν ισοτιμία που θα διχοτομεί την Κύπρο παντοτινά και θα καταργεί, ταυτόχρονα, την εσωτερική και εξωτερική της κυριαρχία. Σ’ ένα δημοκρατικό και ορθολογιστικό κράτος η ισοτιμία είναι ισονομία και οτιδήποτε άλλο είναι παγιδευτικό και μελλοντική αιτία τεράστιων προβλημάτων. Αν η Βρετανία και Τουρκία θέλουν να πειραματιστούν με δικοινοτικές ισοτιμίες να τις δοκιμάσουν πρώτα στα δικά τους κράτη και εάν πετύχει θα τους μιμηθούν πολλοί άλλοι.       

 

4. Λύση του κυπριακού και η σημασία της ένταξης στην ΕΕ

 

Για όσους δεν το κατάλαβαν, υπενθυμίζω ότι η ένταξη στην ΕΕ στηριζόταν στην ορθή θέση ότι αποτελεί την μόνη δυνατότητα διεξόδου από τα αδιέξοδα των συμφωνιών-εκβιασμών του 1977 και 1979. Αυτό επειδή, υποστηρίχθηκε το 1989-1990, το κοινοτικό νομικό και δικαιακό σύστημα αποτελεί το καλύτερο πλαίσιο πολυπολιτισμικής συνύπαρξης που αυτομάτως επεκτεινόμενο στην Κυπριακή Δημοκρατία επιλύει πλήρως το εσωτερικό πρόβλημα της Κύπρου. Αυτό το νομικό-δικαιακό σύστημα διασφαλίζει απόλυτα!! συνθήκες δημοκρατίας, ισονομίας, σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κράτους δικαίου και κοινωνικοπολιτικών ελέγχων και εξισορροπήσεων που εξασφαλίζουν όλους από διακρίσεις και εξαιρέσεις. Όπως πολλοί σημείωσαν στο παρελθόν, η Ευρωπαϊκή Ένωση στηρίζεται στην ελευθερία, στην δημοκρατία, στον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας.

            Οι εκάστοτε συνειδητοί ή ασυνείδητοι κράχτες των συμφερόντων της Άγκυρας και του Λονδίνου με το να επιχειρούν στην βάση μύριων ψεμάτων και στρεβλών εκλογικεύσεων να υπονομεύσουν την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ, σκοπό έχουν να υπονομεύσουν την εφαρμογή αυτών των μεγάλων κατακτήσεων πολιτικού πολιτισμού στην Κύπρο. Προσπαθούσαν να το επιτύχουν πριν το σχέδιο Αναν, κατά την διάρκεια των συζητήσεων γι’ αυτό και μετά το ΟΧΙ. Σκοπός τους είναι να αναιρέσουν τα πολιτικά και νομικά αποτελέσματα της ένταξης που αν εφαρμοστούν δημιουργούν αυτομάτως ένα ενιαίο βιώσιμο κυπριακό κράτος. Η αναλυτική τσαρλατανιά –και οι πολιτικοί σκοποί τους οποίους μεταμφιέζει με ακαδημαϊκούς τίτλους και σοφιστείες– σήμερα ονομάζει την δημοκρατία «άνισο γάμο ισότιμων κοινοτήτων» και με νόημα κατηγορεί την απροθυμία των κυπρίων να εξισώσουν το 82% με το 18% (και τον «γάμο με τους εποίκους η παρουσία των οποίων αποτελεί έγκλημα πολέμου και έγκλημα κατά της ανθρωπότητας) ως δήθεν «μη επιτρεπτή» επιλογή. Μη επιτρεπτό για ποιον; Για τους Χάνευ και Γουέστον;

            Ασφαλώς, δεν αποκλείω ότι μερικοί από αυτούς τους κράχτες να είναι στοχαστικά διεστραμμένοι διεθνιστές και κοσμοπολίτες –η ύστερη δηλαδή περίπτωση της επιστημονικά και πολιτικά χυδαίας εκδοχής των μαρξιστικών αναλύσεων που αναμασούν θεωρήματα περί πολιτειακής πολυπολιτισμικότητας τα οποία ποτέ δεν υπήρξαν και ποτέ δεν θα υπάρξουν, τουλάχιστον στην Ευρώπη– να διαλύσουν τα κράτη και να δημιουργήσουν πολιτειακά ασυνάρτητα «πολυπολιτισμικά» κρατίδια που θα είναι υποχείρια στην εκάστοτε επικυρίαρχη δύναμη. Έτσι, γκαιμπελικά, αυτοί οι τρομοκράτες των ιδεών και της πολιτικής, 1) επισείουν τον κίνδυνο της διχοτόμησης για να κάνουν διχοτόμηση, 2) διαστρέφουν την ισονομία εξισώνοντάς την με πολιτειακή ισοτιμία σε ρατσιστική-εθνική βάση και 3) περιφρονούν την διεθνή νομιμότητα με το να δολοφονούν τις έννοιες ονομάζοντάς την «νομικισμό».

 

5. Η διεθνής νομιμότητα είναι «νομικισμός»; Συνέργια σε εγκλήματα πολέμου και επιστημονική προπέτεια

 

Σύμφωνα με το υποχρεωτικό δίκαιο που υφαίνει την διεθνή νομιμότητα, θέσεις όπως οι πιο πάνω είναι ουσιαστικά συνέργια σε εγκλήματα κατά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κατά της ανθρωπότητας. Κάποιος δεν έχει να διαβάσει για να το κατανοήσει την Συνθήκη της Γενεύης και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για να το κατανοήσει. Για να κατανοήσει επίσης ότι το δίκαιο αυτών των Συνθηκών δεν είναι «νομικισμός» αλλά υποχρεωτικό δίκαιο για όλους τους εμπλεκόμενους. Οι κύπριοι θα μετανιώσουν πικρά αν γίνουν έρμαια τέτοιων εγκληματικών και διεστραμμένων ιδεών.

            Για ένα ακόμη λόγο, πρέπει να θυμηθούμε ότι αυτοί που σήμερα αντιστρέφουν την αλήθεια είναι αυτοί οι οποίοι επικαλούμενοι κάποιες φανταστικές «νέες μεταεθνικές εποχές» προσπαθούσαν να μας πείσουν να μην υποβάλουμε αίτηση ένταξης ενώ με χυδαιότητα χαρακτήριζαν εθνικιστικές θέσεις υπέρ της εξισορρόπησης της τουρκικής απειλής στο Αιγαίο και στην Κύπρο. Επειδή scripta manent, δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε ότι όταν ορθολογιστικά κάποιοι υποστήριζαν μια φιλειρηνική προσέγγιση επίλυσης της διένεξης που θα συνδύαζε εξισορρόπηση (αποτρεπτική στρατηγική) και διπλωματική «επίθεση» (υποβολή αίτησης στην ΕΕ) κάποιοι άλλοι καλλιεργούσαν την αμυντική και διπλωματική αποδυνάμωση της ελληνικής πλευράς. Τα ακατανίκητα θεωρήματα και ιδεολογήματα που καταγράφηκαν να λένε θα τους εκθέτουν για πάντα. Μεταξύ άλλων υποστήριζαν το γεγονός, δήθεν, ύπαρξης ενός κοσμοπολίτικου διεθνούς δικαίου, μιας μεταεθνικής εποχής όπου περίπου θα πρυτανεύει αγαθοεργία και αλτρουϊσμός και ένα κόσμο ο οποίος ξαφνικά στερείται πλέον, αιτιών πολέμου γεγονός που καθιστούσε, δήθεν, την αποτρεπτική ισχύ περιττή και ανεπιθύμητη. Αυτό που βεβαίως είτε λόγω αγραμματοσύνης είτε λόγω κάποιων άλλων μυστήριων λόγων υποστήριζαν, είναι η αποδοχή-παραδοχή ενός ηγεμονικού διεθνούς δικαίου (που αν επικρατήσει θα αντιστρέψει τον πολιτικό πολιτισμό των ανθρώπων στις διεθνείς σχέσεις και θα δημιουργήσει δημιουργήσει πρόσφορο έδαφος δαρβινιστικων και διεθνοφασιστικών μεθόδων).

            Σημασία έχει ότι καταπολεμούσαν οτιδήποτε ενδυνάμωνε την αμυνόμενη ελληνική πλευρά στην περιφερειακή κατανομή ισχύος για να συμπορεύονταν με τα επιθετικά και αναθεωρητικά κράτη. Η αντιστροφή των επιχειρημάτων από τους ίδιους για να χαρακτηρίσουν την διεθνή νομιμότητα που ενδεχομένως η αδύναμη πλευρά μπορεί να επικαλεστεί αποτελεσματικά ως δήθεν «νομικισμό» αποτελεί απέραντα αντιδεοντολογική θέση που αποτελεί είδος απαράδεκτης επιστημονικής προπέτειας που εξαθλιώνει τον επιστημονικό και δημόσιο διάλογο. Καθιστά τόσο την επιστημονική συζήτηση όσο και τον ευρύτερο δημόσιο διάλογο οχλαγωγία όπου ο καθένας μπορεί να βυσσοδομεί ασύδοτα ασελγώντας πάνω στην λογική και στον ορθολογισμό.    

            Έτσι, σήμερα, φανερώνεται ότι ο πραγματικός πολιτικός σκοπός ήταν να εμποδιστεί η ανάπτυξη μιας αξιόπιστης αποτρεπτικής στρατηγικής (η οποία, μαζί με τις προαναφερθείσες διπλωματικές επιλογές στο επίπεδο της Ευρώπης και της διεθνούς νομιμότητας, θα μπορούσε να οδηγήσει σε σταθερότητα, ισόρροπες διαπραγματεύσεις και ειρηνική επίλυση των διενέξεων). Τότε και τώρα για κάποιους μυστήριους λόγους δεν θέλουν την Κύπρο ελεύθερη αλλά έρμαιο των διεθνοφασιστικών δυνάμεων.

            Σήμερα, λοιπόν, ενώ φθάσαμε στην βρύση και πάλιν ασχημονούν επιστημονικά και πολιτικά: Δεν θέλουν να πιούμε νερό, δεν θέλουν δηλαδή να λυθούν βιώσιμα χρόνια προβλήματα στην βάση της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας. Γιατί άραγε; Τι τους υποκινεί σε τόσο ανορθολογικές θέσεις; Ειλικρινά, και δεν θέλω να καταφύγω σε συνωμοτικές ερμηνείες των γεγονότων. Όμως, μετά τις τελευταίες αποκαλύψεις ενισχύεται η άποψη ότι δεν υπάρχει λογική εξήγηση γιατί με περισσή επιστημονική χυδαιότητα υποστηρίζουν ότι η εφαρμογή του υποχρεωτικού δικαίου των συνθηκών και των συμβάσεων που θα μπορούσε να προωθήσει μια βιώσιμη λύση με μερικούς ακόμη διπλωματικούς χειρισμούς, θεωρείται από τους ίδιους θιασώτες του άκρατου κατευνασμού ως δήθεν, «νομικισμός». Τέτοια επιχειρήματα είναι είτε προπαγανδιστικές ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις (στρατευμένες ή όχι είναι για εμάς ακαδημαϊκά αδιάφορο) είτε τεκμήριο επιστημονικών ελλειμμάτων και χαμηλού πολιτικού κριτηρίου σε μάλιστα βαθμό επικίνδυνο.

            Ακόμη και πρωτοετείς φοιτητές πανεπιστημίου, κάνουν διάκριση μεταξύ της διεθνούς νομιμότητας που αναφέρεται σε υποχρεωτικούς κανόνες με τις οποίας τα συμβεβλημένα κράτη ενσωμάτωσαν στο εθνικό τους δίκαιό και εκείνων των γενικών αρχών δικαίου που βρίσκονται υπό την αίρεση της ισχύος. Εμείς πάντοτε κάνουμε αυτή την βάσιμη διάκριση αυτή πάντοτε την αντέστρεφαν. Η προπέτεια των εχθρών της ελευθερίας των κυπρίων –ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων– μας επιτρέπει να έχουμε μια ακόμη πιο διαυγή αντίληψη των σκοπών τους που πρέπει να αντιστρατευτούμε κάνοντας το αντίθετο από αυτό που υποστηρίζουν.

            Γι’ αυτό, μετά την πλήρη ένταξη στην ΕΕ αλλά και μετά και τις νέες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, προσφέρεται η ευκαιρία, παράλληλα με διπλωματικούς χειρισμούς που καθυστέρησαν για τέσσερα τουλάχιστον χρόνια, να επιμείνομε ανένδοτα στην διεθνή νομιμότητα: Μεταξύ άλλων, εφαρμογή των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας που ζητούσαν τερματισμό της κατοχής, εφαρμογή των υπόλοιπων αποφάσεων του ΟΗΕ, συμμόρφωση με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, συμμόρφωση με την Συνθήκη της Γενεύης όσον αφορά τα εγκλήματα πολέμου και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, συμμόρφωση με το νομικό-δικαιακό κεκτημένο της ΕΕ και συμμόρφωση με πάγιες δημοκρατικές και συνταγματικές αρχές. Αυτές οι αρχές υπό τις σημερινές περιστάσεις αποτελούν και ισχυρά διπλωματικά μέσα τα οποία σε συνδυασμό με ορθολογιστικές πολιτικές στάσεις και σε βιώσιμη λύση του κυπριακού. Τίποτα πιο κάτω από αυτό δεν προσφέρει βιώσιμη λύση και συμβιβασμός θα σημαίνει στην «καλύτερη» περίπτωση πολιτικό μαζοχισμό που θα καταργήσει την κραταιά Κυπριακή Δημοκρατία δημιουργώντας ένα κρατίδιο-βάσανο για όλους και στην χειρότερη περίπτωση συνιστά αυτοχειριασμό της κυπριακής κοινωνίας.

 

17.11.2005 Η έκθεση του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων και οι αντίπαλοί της

Ελευθεροτυπία 23.11.2005

Παναγιώτης Ήφαιστος*

Στην έγκριτη Ελευθεροτυπία διαδοχικά δημοσιεύτηκαν επιφυλλίδες (στήλη Εν-Στάσεις στις 13/10/2005, 15/11/2005 και 16/11/2005) με τις οποίες βασικά γίνεται προσπάθεια –κατά την εκτίμησή μας αβάσιμα– να αντικρουστεί η επιστημονική επιχειρηματολογία της έκθεσης του «Διεθνούς Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων» που έγινε με πρωτοβουλία της επιστημονικής ομάδας (της οποίας ο υπογράφων είναι μέλος) της «Πανελλήνιας Επιτροπής για Ευρωπαϊκή Λύση του Κυπριακού». Προς το παρόν, παρακάμπτοντας κάποιους απαράδεκτους χαρακτηρισμούς και ανακρίβειες της πρώτης τουλάχιστον από τις πιο πάνω επιφυλλίδες, θα θέλαμε να κάνουμε σαφές ότι το ζήτημα που τίθεται δεν είναι η αμφισβήτηση της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά η κατάργηση των διχαστικών, αντιδημοκρατικών και ανελεύθερων προνοιών που στο παρελθόν οδήγησαν σε σύγκρουση, σε διαδοχικές διεθνοπολιτικές κρίσεις, στο αμερικανοκινούμενο χουντικό πραξικόπημα του 1974 και στην παράνομη εισβολή του 1974. Είναι ανάγκη όσοι παρεμβαίνουν στον δημόσιο διάλογο να τονίζουν τον παράνομο χαρακτήρα της εισβολής του 1974 και όχι να εισηγούνται την αποδοχή των τετελεσμένων της παράνομης βίας. Άλλο αποδοχή των τετελεσμένων και άλλο καθεστωτική μεταρρύθμιση που σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να οδηγεί σε κατάργηση της δημοκρατίας και της ανθρώπινης ελευθερίας. Είτε κάποιος είναι έλληνας, τούρκος ή άγγλος (στο Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων συμμετέχουν πολλοί ξένοι), κανείς δεν είναι νομιμοποιημένος να προτείνει την κατάργηση ενός κυρίαρχου κράτους, την καταστολή πολιτικών δικαιωμάτων, την επιβολή ενός ρατσιστικού καθεστώτος, την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και συνολικά την παραβίαση του συνόλου αυτού που αποτελεί την διεθνή νομιμότητα και το κράτος δικαίου.

Η έκθεση των εμπειρογνωμόνων, αξιολογικά ελεύθερη και στηριγμένη πάνω σε ορθολογιστική διεθνοπολιτική και ορθή διεθνονομική βάση, ουσιαστικά υποστηρίζει ότι βιώσιμη λύση του κυπριακού θα υπάρξει μόνο αν γίνει σεβαστή η διεθνής και ευρωπαϊκή νομιμότητα. Συνοψίζω με τρόπο που απαντά σε μερικές τουλάχιστον αιτιάσεις των προαναφερθέντων επιφυλλίδων. Πρώτον, οι οποιεσδήποτε εσωτερικές πολιτειακές μεταρρυθμίσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας (και όχι κατάργησή της που με βάση το διεθνές δίκαιο είναι παράνομη) πρέπει να προέλθει από τους ίδιους τους κυπρίους στο πλαίσιο μιας συντακτικής συνέλευσης και υπό το πρίσμα των δεσμευτικών προνοιών του διεθνούς δικαίου και της ένταξης στην ΕΕ που υποχρεώνει όλους τους εμπλεκόμενους (συμπεριλαμβανομένης της υποψήφιας Τουρκίας) να προσαρμοστούν με την ευρωπαϊκή έννομη τάξη. Αυτό δεν είναι κουτοπονηριά όπως ανοίκεια γράφτηκε αλλά διεθνοπολιτικός και διεθνονομικός ορθολογισμός.         Δεύτερον, οι οποιεσδήποτε μεταρρυθμίσεις του κράτους δικαίου που νόμιμα υπάρχει, δηλαδή της Κυπριακής Δημοκρατίας, με κανένα τρόπο δεν μπορούν να παραβιάσουν την διεθνή νομιμότητα και κυρίως τις υποχρεωτικές συμβάσεις με τις οποίες όλοι οι εμπλεκόμενοι είναι δεσμευμένοι. Συγκεκριμένα: Τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, την Σύμβαση της Γενεύης και όλες τις συναφείς δεσμευτικές νομικές δεσμεύσεις που ενσωματώθηκαν στην εσωτερική δικαιοταξία των εμπλεκομένων. Είναι ένα πράγμα η διχοτόμηση που συνοδεύεται από κατάργηση του κράτους, της λαϊκής κυριαρχίας, της δημοκρατίας και της εξωτερικής κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας και άλλο μια εσωτερική μεταρρύθμιση συμβατή με το κράτος δικαίου-διεθνή νομιμότητα, τον ΟΗΕ –τον οποίο οι υπάλληλοί του δεν τον εκπροσωπούν πάντοτε επαξίως και όταν αυτό συμβαίνει είμαστε υποχρεωμένοι να τον επαναφέρουμε στην τάξη και όχι να γινόμαστε συνένοχοι παρανομίας–, τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας και τις Συμβάσεις που κωδικοποιούν τον σύγχρονο πολιτικό πολιτισμό των ανθρώπων. Θλιβόμαστε ειλικρινά όταν άτομα με δικαίωμα παρέμβασης στον δημόσιο διάλογο επί θεμάτων ανθρώπινης ελευθερίας τολμούν να υποστηρίξουν με την βεβαιότητα ότι δεν θα ελεγχθούν πως το Συμβούλιο Ασφαλείας (ΣΑ) σ’ οποιαδήποτε απόφασή του τις τελευταίες δεκαετίες αποφάσισε μια διχοτομική ομοσπονδία (ή για οποιοδήποτε άλλο περιεχόμενο ομοσπονδίας που θα μπορούσε να προέλθει μόνο μετά από συνομιλίες). Προστίθεται ότι η ισχύουσα απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας θεωρεί την Κυπριακή Δημοκρατία θύμα εισβολής και κατοχής και θα ήταν παντελώς παράλογο το ΣΑ που έχει δικαίωμα να αποφασίζει μόνο όταν κινδυνεύει η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια θα παρενέβαινε για να επιβάλει στο θύμα τα τετελεσμένα της παράνομης βίας. Βεβαίωση σε διάφορα ψηφίσματα της ανάγκης συνομιλιών που εμείς δεχόμασταν για μια δικοινοτική ομοσπονδία ποτέ δεν σήμαινε παρέμβαση του Συμβουλίου Ασφαλείας για να προσδιορίσει το περιεχόμενό της ομοσπονδίας (που σε τελευταία ανάλυση είναι μέσο ειρηνικής και δημοκρατικής συμβίωσης και όχι μέσο επιβολής τυραννίας της μειονότητας επί της πλειονότητας ή θέσφατο και σημαία στο όνομα της οποίας θα πρέπει να αυτοκτονήσουμε). Σε κάθε περίπτωση οι πρωτοετείς φοιτητές γνωρίζουν ότι ο ΟΗΕ και τα όργανά του δεν έχουν δικαίωμα για κάτι τέτοιο (Κεφάλαιο Ι άρθρο 2 του Χάρτη) και ότι όταν κινδυνεύει η διεθνής ειρήνη κα ασφάλει μπορεί μόνο να ελέγχει τον θύτη και όχι να εξοντώνει το θύμα. Αυτή ήταν και η κυρίαρχη άποψη που οδήγησε στην απόρριψη του πονηρού αγγλοαμερικανικού σχεδίου ψηφίσματος με το οποίο μια εβδομάδα πριν το δημοψήφισμα στην Κύπρο για να δημιουργήσει εντυπώσεις προσπάθησαν να εκμαιεύσουν κάποια παραπλανητική απόφαση (επί ζητημάτων … εμπάργκο όπλων).

Δύο τελευταία σημεία: Πρώτον, είναι καταπληκτικό το πόσο κάποιοι απορρόφησαν και αφομοίωσαν τις κατά της ελευθερίας αξιώσεις των ηγεμονικών δυνάμεων της μεταψυχροπολεμικής εποχής όπως ενσαρκώθηκαν πλήρως στο σχέδιο Αναν. Δεύτερον, στο παρελθόν όταν υποστηρίζαμε την υποβολή αίτησης ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ και την ορθολογιστική επιδίωξη τήρησης της διεθνούς νομιμότητας στηριζόμενοι σε επαρκή αποτρεπτική ισχύ που θα επέτρεπε ορθολογιστικές διαπραγματεύσεις, κάποιοι μας φόρτωναν με πλήθος ανοίκειων χαρακτηρισμών. Σήμερα που η Κύπρος είναι μέλος της ΕΕ οπότε και ευκολότερα μπορούμε να αξιώσουμε σεβασμό της διεθνούς νομιμότητας, εφαρμογή των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας και συμμόρφωση όλων με τις δικαιακές ρυθμίσεις που ενσωματώθηκαν στην εσωτερική τους δικαιοταξία, όλως περιέργως οι ίδιοι έλληνες αρνητές των θεμιτών μας αξιώσεων μας χαρακτηρίζουν νομικιστές! Έλεος …. Για τους εραστές της αλήθειας και των πολιτισμένων συζητήσεων, λοιπόν, ας επαναλάβουμε με σαφήνεια το υπόβαθρο της θέσης μας: Πρώτον, για όσα ζητήματα των διακρατικών σχέσεων βρίσκονται υπό την αίρεση της ισχύος κάθε φιλειρηνικό κράτος για να μην ζημιωθεί ή και για να μην απολέσει την ελευθερία της η κοινωνία του απαιτείται να κατέχει επαρκή αποτρεπτική ισχύ κατά των απειλών και κατά των ηγεμονικών-αναθεωρητικών αξιώσεων. Δεύτερον, για όσα ζητήματα της διεθνούς ζωής υπάρχουν ρητές κανονιστικές ρυθμίσεις ενσωματωμένες ως υποχρεωτικό δίκαιο στην εσωτερική έννομη τάξη των εμπλεκομένων θα πρέπει να αξιώνεται ανένδοτα η νομιμότητα. Αυτή είναι μια βάσιμη διεθνοπολιτική και διεθνονομική θεώρηση των διεθνών σχέσεων.

Η έκθεση του Διεθνούς Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων, μεν την συνδρομή κορυφαίων ξένων συναδέλφων, εδραιώνει μια αδιασάλευτη και επιστημονικά αμάχητη επιχειρηματολογία που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποφάσεις ειρηνικής, δίκαιης και πολιτικά εφικτής λύσης του κυπριακού. Δεν μας εκπλήσσει το γεγονός ότι αποσταθεροποίησε πολλούς με αποτέλεσμα να ακούγονται ασυναρτησίες, ανακρίβειες και χαρακτηρισμοί. Εάν θέλουν καλόπιστο διάλογο τους συνιστούμε ψυχραιμία και προσεκτικό διάβασμα της έκθεσης των εμπειρογνωμόνων. Προσφέρει διέξοδο για βιώσιμη και ειρηνική λύση.

* Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Έδρας Jean Monnet για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση, Πάντειον Πανεπιστήμιο και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής του σωματείου «Πανελλήνια Επιτροπή για μια Ευρωπαϊκή Λύση του Κυπριακού». Η έκθεση του Διεθνούς Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων και συναφή σχόλια βρίσκεται αναρτημένη στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.ifestos.edu.gr/32.htm).