Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής, Διεθνείς Σχέσεις-Στρατηγικές Σπουδές

Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών

www.ifestos.edu.gr  -- www.ifestosedu.gr  --  info@ifestosedu.gr  -- info@ifestos.edu.gr

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Για μετάβαση στην κεντρική σελίδα, άνοιγμα σε άλλο παράθυρο, κλικ εδώ www.ifestos.edu.gr  ή www.ifestosedu.gr

 

 

ΕΤΟΣ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ, 2.500 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ

Δελφοί, Ιούλιος 2005 - Διεθνές Συμπόσιο 2-5 Ιουλίου 2005

 ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ-ΑΡΧΑΙΟ ΔΡΑΜΑ-ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ

 Δημοκρατία και το ζήτημα του πολέμου και της ειρήνης στις διεθνείς σχέσεις - «Democracy and the question of war and peace in international relations».

 

Αναθεωρημένο κείμενο του παρόντος βρίσκεται δημοσιευμένο στο Γιαλλουρίδης Χρ. (επιμ.), Η Περικλέους  Δημοκρατία στον 21ο αιώνα (Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών - Σιδέρης, Αθήνα 2006)

 

Περιεχόμενα

1. Εισαγωγικά και ιστορικά προλεγόμενα

2. Ο πόλεμος δεν συναρτάται με το εσωτερικό καθεστώς ενός πολιτισμένου κράτους αλλά με τα αίτια πολέμου

3. Παραδοσιακές ερμηνείες των αιτιών πολέμου

4. Φιλελεύθερες ερμηνείες των αιτιών πολέμου

5. Απαισιόδοξες και για μερικούς αμφιλεγόμενες πτυχές της συζήτησης για τον πόλεμο και την ειρήνη της Θουκυδίδειας παράδοσης.

6. Αμφιλεγόμενες πτυχές της συζήτησης για τον πόλεμο και την ειρήνη της φιλελεύθερης παράδοσης

7. Πόλεμος, η κοινωνικοπολιτική ποικιλομορφία και συλλογική ασφάλεια

8. Δημοκρατία, διεθνείς σχέσεις και «Διεθνές Δέον»

9. Εμμανουήλ Καντ και η συζήτηση περί δημοκρατίας και ειρήνης

10. Σύνοψη των βασικών πτυχών της διαμάχης περί την «δημοκρατική ειρήνη»

11. Δημοκρατική ειρήνη και η επιστημονική μελέτη των διεθνών σχέσεων

Παράρτημα: Πίνακας: Ηθική κρίση περί τα διεθνή, το έθνος-κράτος ως θεσμός συλλογικής ελευθερίας και τα οντολογικά χαρακτηριστικά του διεθνούς συστήματος

 

 ======================================================

 

1. Εισαγωγικά και ιστορικά προλεγόμενα

 

Η σχέση δημοκρατίας και πολέμου δεν είναι μια ευθύγραμμη υπόθεση.

            Το κυριότερο ιστορικό πρότυπο δημοκρατικού πολιτεύματος, η Αθηναϊκή Πολιτεία, για παράδειγμα, όχι μόνο ασκούσε ηγεμονική πολιτική, αλλά επιπλέον, όταν οι Μήλιοι αρνήθηκαν να γίνουν υποτελείς τους όπως μας πληροφορεί ο Θουκυδίδης  «σκότωσαν όσους Μηλίους ενήλικους έπιασαν, κι έκαναν δούλους τα παιδιά και τις γυναίκες. Το νησί το αποικίσανε οι ίδιοι στέλνοντας αργότερα πεντακόσιους αποίκους»[1]. Η σύγκρουση της Αθήνας εξάλλου με άλλα κράτη συμπεριλάμβανε δημοκρατίες όπως τα Μέγαρα, η Αμφίπολις και η Μαντίνεια (συνολικά καταγράφονται τριάντα συγκρούσεις με άλλες δημοκρατικές Πόλεις).

            Πιο πρόσφατες ιστορικές εμπειρίες επιβεβαιώνουν επίσης ότι όχι μόνο πολεμούν[2] αλλά ενίοτε με τρόπο που δεν συνάδει με τον πολιτικό πολιτισμό των ανθρώπων[3]. Η αμερικανική κοινωνία και οι κυβερνήσεις του αμερικανικού κράτους του 18ου και 19ου αιώνα –αναμφίβολα μιας μεγάλης και δημοκρατικής Πολιτείας τότε, όπως και σήμερα–, καταπολέμησαν τους αυτόχθονες κατοίκους της Βόρειας Αμερικής στο όνομα του «πεπρωμένου του έθνους». Το αμερικανικό κράτος επεκτάθηκε προς τον Νότο προς Δυσμάς και προς τα Βόρεια, καταλαμβάνοντας σχεδόν όλη την Βόρεια Αμερική στην μεγαλύτερη εδαφική επέκταση της ιστορίας[4].

            Προς το τέλος αυτής της περιόδου η επέκτασή τους έφθασε μέχρι τις Φιλιππίνες. Πολεμικές προετοιμασίες, απειλές και πόλεμοι έλαβαν χώρα μεταξύ πολλών δημοκρατιών των δύο τελευταίων αιώνων. Μεταξύ άλλων: ΗΠΑ-Αγγλία το 1861 και 1895-6, Γαλλία-Αγγλία το 1898, Γαλλία-Γερμανία το 1923, Αγγλία-ΗΠΑ το 1812, ΗΠΑ-Ισπανία το 1898 και ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος[5]. «Πόλεμος», όμως δεν είναι μόνο η άσκηση φυσικής βίας στις διακρατικές σχέσεις.

            Υπάρχει επιπλέον ένα μεγάλο φάσμα κρατικών δράσεων όπου αν και δεν ασκείται άμεσα φυσική βία αφενός οι συνέπειες είναι εξίσου καταστροφικές και αφετέρου παραβιάζουν το γράμμα και το πνεύμα τόσο των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου όσο και των δεσμευτικών προνοιών της συλλογικής ασφάλειας.

            Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου τόσο η Σοβιετική Ένωση όσο και οι δυτικές δυνάμεις υπονόμευσαν τις δημοκρατικές διαδικασίες άλλων κρατών[6] για να τα θέσουν υπό τον στρατηγικό τους έλεγχο, ενώ υπό το πρίσμα στρατηγικών υπολογισμών οι ΗΠΑ διεξήγαγαν ένα μακρόχρονο πόλεμο στο Βιετνάμ που συμπεριλάμβανε επιθέσεις κατά κρατών που  βρίσκονταν στον περίγυρο του Βιετνάμ.

            Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου αλλά και μετά,  σχεδόν όλα τα κράτη ενεπλάκησαν σε ενέργειες υπό την μορφή συγκαλυμμένων ενεργειών των μυστικών υπηρεσιών.

            Προς το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, λίγο πριν την τελική επανένωση της Γερμανίας, οι ηγέτες δύο δημοκρατικών κρατών, της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας, συναντήθηκαν και συζητούσαν τόσο διμερή πυρηνική συνεργασία όσο και πιθανές άλλες αντιδράσεις που κατ’ αυτούς θα δημιουργούσε η ενωμένη δημοκρατική Γερμανία[7]. Μπορεί να μην έφθασαν στο σημείο πολεμικής σύγκρουσης ή –απ’ ότι τουλάχιστον είναι γνωστό μέχρι στιγμής– επιχειρησιακής προετοιμασίας για κάτι τέτοιο. Παραμένει όμως το εξαιρετικά σημαντικό γεγονός ότι υπήρξε ένταση και εξισορροπητικές διπλωματικές κινήσεις που δεδηλωμένα είχαν ως αίτιο το κυριότερο αίτιο πολέμου, δηλαδή τον φόβο άνισης ανάπτυξης λόγω Γερμανικής επανένωσης.

            Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1990 έλαβαν χώρα πολλές συγκρούσεις στα Βαλκάνια. Αυτές οι συγκρούσεις συμπεριλάμβαναν πολέμους τόσο μεταξύ δημοκρατικών καθεστώτων όσο και επεμβάσεις. Οι επεμβάσεις στην «καλύτερη» περίπτωση τύγχαναν αμφιλεγόμενης «έγκρισης» του Συμβουλίου Ασφαλείας (οφειλόμενες σε συγκυριακές και εφήμερες συγκλίσεις συμφερόντων των μονίμων μελών[8]) και στην «χειρότερη» περίπτωση ήταν παντελώς παράνομες.

            Καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του 1990, εξάλλου, τα δυτικά δημοκρατικά κράτη και ιδιαίτερα οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία επανειλημμένα εξέπεμπαν απειλές χρήσης βίας και έκαναν συνεχείς επιδείξεις στρατιωτικής ισχύος για να επιτύχουν διπλωματικά αποτελέσματα.

            Η κορύφωση των ηγεμονικών και επιθετικών ενεργειών στις οποίες συμμετείχαν πολλά δημοκρατικά κράτη παρατηρήθηκε στην κρίση περί το Ιράκ στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Το 2003, οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο και μερικά ακόμη δημοκρατικά κράτη, παρά την αντίθεση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, διεξήγαγαν ένα επιθετικό πόλεμο κατά του Ιράκ. Όλες οι αιτιάσεις περί κατοχής όπλων μαζικής παραγωγής εκ μέρους του Ιράκ –αφ’ εαυτού αμφιλεγόμενες ως λόγος επιθετικής ενέργειας[9]– αποδείχθηκαν εκ των υστέρων λανθασμένες ή και σκόπιμα κατασκευασμένες[10] για να νομιμοποιηθεί η επιθετική τους στάση.

 

Με δεδομένη την ορθότητα της Κλαουζεβιτσιανής ρήσης ότι «ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα[11]» Οι πολεμικές ενέργειες των δημοκρατικών δυτικών κοινωνιών, επιπλέον, συχνά λαμβάνουν ποικίλες μορφές που δεν συνεπάγονται, κατ’ ανάγκη, άσκηση φυσικής βίας. Οι περιπτώσεις άσκησης εξαναγκασμών μέσω απειλών εφάμιλλων της άσκησης πολεμικής βίας ως προς τις συνέπειές της είναι πολλές και για τον προσεκτικό παρατηρητή της διεθνούς πολιτικής σχεδόν καθημερινές.

            Το 2003 και 2004, για παράδειγμα, οι ΗΠΑ αλλά και μερικά ευρωπαϊκά κράτη άσκησαν αφόρητες πιέσεις κατά ενός μικρού δημοκρατικού κράτους μέλους της ΕΕ, της Κυπριακής Δημοκρατίας, για να καταργηθεί και να αντικατασταθεί με ένα νέο κράτος στο οποίο θα επιβαλλόταν πολιτικό καθεστώς που θα παραβίαζε κατάφωρα την διεθνή νομιμότητα, τις δημοκρατικές αρχές, τις πάγιες συνταγματικές αρχές που ισχύουν σε όλα τα ευνομούμενα κράτη[12], τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ και τις Συμβάσεις για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας[13]. Το θέμα αυτό αποτελεί μεταξύ πολλών άλλων παραδειγμάτων, σημαντικό περιπτωσιολογικό πλαίσιο μελέτης του γεγονότος που μόλις θίξαμε, ότι δηλαδή πέραν της άσκησης φυσικής βίας παρατηρούνται εφάμιλλης σημασίας διπλωματικές και πολιτικές ενέργειες καθώς επίσης και παράνομες συγκεκαλυμμένες παρεμβάσεις[14] από δημοκρατίες κατά άλλων δημοκρατιών κατά παράβαση της διεθνούς νομιμότητας, των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας, του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, της Συνθήκης της Γενεύης και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων[15].

 

2. Ο πόλεμος δεν συναρτάται με το εσωτερικό καθεστώς ενός πολιτισμένου κράτους αλλά με τα αίτια πολέμου

 

Ο πόλεμος δεν συναρτάται με το πολιτικό καθεστώς των κρατών αλλά με τα αίτια πολέμου που δυναμιτίζουν την διεθνή τάξη και τους διεθνείς θεσμούς. Ακόμη πιο σημαντικό, υπεύθυνοι για τα αίτια πολέμου είναι τα κατά συγκυρία ηγεμονικά κράτη τα περισσότερα από τα οποία ήταν, είναι και μάλλον θα συνεχίσουν να είναι εξόχως δημοκρατικά[16]. Υπογραμμίζοντας αυτές τις πτυχές σημαίνει ότι η συζήτηση για τον πόλεμο και την ειρήνη δεν αφορά προτιμήσεις καθεστωτικών προτύπων, αυθαίρετους χαρακτηρισμούς περί του «θεμιτού» ή «αθέμιτου» χαρακτήρα των συμφερόντων του ενός ή άλλου κράτους, πρόκριση του ενός ή του άλλου πολιτισμού ως προτιμητέου υπόβαθρου των πολιτειακών συστημάτων ή θρησκευτικές και πολιτισμικές κατηγοριοποιήσεις με σκοπό την μονοπώληση του δημοκρατικού ιδεώδους.

 

Η επιστημονική συζήτηση αναφορικά με την σχέση του πολέμου με το είδος των πολιτειακών καθεστώτων των πολιτισμένων κρατών[17], για να είναι αντικειμενική και βάσιμα αξιολογικά ελεύθερη, απαιτείται να εδράζεται στις οντολογικά θεμελιωμένες «κανονιστικές» αρχές[18] του διεθνούς δικαίου, στους καταστατικούς χάρτες των θεσμών συλλογικής ασφάλειας και των υπόλοιπων συνθηκών που αποτελούν τις κατακτήσεις του πολιτικού πολιτισμού των ανθρώπων στις διακρατικές σχέσεις, εν ολίγοις στις αρχές που συν-αποτελούν την διεθνή νομιμότητα. Άλλη αντικειμενική βάση συζήτησης δεν υπάρχει εκτός και αν εννοούμε ότι η αυθαίρετη πολιτικοποίηση της επιστημονικής συζήτησης από εισροές υποκειμενικών και/ή ιδιοτελών κριτηρίων ωφελεί τους ανθρώπους και τα κράτη. Αξιολογικών προεκτάσεων εκτιμήσεις για την συμπεριφορά των κρατών και για το εσωτερικό τους πολιτειακό καθεστώς απαιτείται να πειθαρχούνται από αυτές τις οντολογικά θεμελιωμένες κανονιστικές αρχές και από τις υπόλοιπες συμπεφωνημένες συμπαρομαρτούσες ρυθμίσεις όπως οι συμβάσεις περί τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα εγκλήματα πολέμου και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

            Μια τέτοια αναλυτική-επιστημολογική πειθαρχία –και ταυτόχρονα επιστημονική δεοντολογία– είναι αναγκαία επειδή το διεθνές σύστημα είναι ένα σύστημα κυρίαρχων κοινωνιών οντολογικά θεμελιωμένο και κανένα άλλο διεθνές καθεστώς δεν υπάρχει για να το αντικαταστήσει ή να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση αντικειμενικής κρίσης. Συντομογραφικά, διενέξεις και πόλεμοι υπάρχουν επειδή υπάρχουν αίτια πολέμου που εμποδίζουν αφενός την εφαρμογή των αρχών του διεθνούς δικαίου και των καταστατικών διατάξεων των διεθνών θεσμών και αφετέρου λειτουργούν ανασταλτικά στην συνομολόγηση και εφαρμογή Συμβάσεων που προάγουν τον ανθρώπινο πολιτικό πολιτισμό και την διεθνή δικαιοσύνη.

            Υποστηρίζοντας λοιπόν την θέση ότι ο πόλεμος δεν σχετίζεται με τα πολιτειακά καθεστώτα των πολιτισμένων κρατών –και εξ ορισμού, μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου οπότε και πρέπει να επιληφθεί το Συμβούλιο Ασφαλείας, όλα τα κυρίαρχα κράτη μέλη του ΟΗΕ θεωρούνται πολιτισμένα εάν δεν παραβιάζουν αυτές τις αρχές[19]–, σημαίνει ότι αναζητούμε τα αίτια των διεθνών διενέξεων για τα οποία κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει σοβαρά και αντικειμενικά ότι δεν ευθύνονται και δεν εμπλέκονται φιλελεύθερα δημοκρατικά κράτη. Πέραν ιστορικών αναφορών, περιπτωσιολογικών θεμελιώσεων και εξεζητημένων επιστημονικών τεκμηριώσεων η συχνή εμπλοκή δημοκρατικών κρατών σε αναθεωρητικές πολεμικές δραστηριότητες που παραβιάζουν την διεθνή νομιμότητα είναι πασίδηλη διυποκειμενική γνώση και γεγονός ορατό καθημερινά ακόμη και με γυμνό οφθαλμό.

 

Μια σοβαρή, αξιολογικά ελεύθερη και περιεκτική συζήτηση του ζητήματος «δημοκρατία και πόλεμος» οριοθετείται θεματικά ως εξής:

            α) Περιγραφή του χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος και διάγνωση  των κύριων αιτιών των ανταγωνισμών και των διενέξεων που δυσχεραίνουν την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου, των καταστατικών διατάξεων των διεθνών θεσμών και συνολικά της διεθνούς νομιμότητας.

            β) Αναζήτηση του τρόπου που συνδέονται οι οντολογικά θεμελιωμένες αρχές του διεθνούς δικαίου και των συμπαρομαρτούντων θεσμών με τις συμπεριφορές λόγω δομής, μορφής και χαρακτήρα του εσωτερικού πολιτειακού συστήματος ενός κράτους[20]. Αν ασφαλώς στοιχειοθετείται ύπαρξη αιτίων που σχετίζονται με το εσωτερικό πολιτικό καθεστώς –είτε των κρατών με φιλελεύθερο καθεστώς είτε των υπολοίπων– που οδηγούν σε τέτοιες συμπεριφορές μια αξιολογικά ελεύθερη ανάλυση θα το τεκμηριώσει και αναφέρει.

            δ) Κατάδειξη του πασίδηλου γεγονότος ότι σε κάθε περίπτωση σ’ ένα κόσμο πολιτισμένων κοινωνιών κοσμοθεωρητικά και ηθικοκανονιστικά κατακερματισμένο δεν υπάρχει άλλος αντικειμενικός τρόπος εκτίμησης της εξωτερικής συμπεριφοράς των κυβερνήσεων του ενός ή άλλου καθεστωτικού προτύπου της κοινότητας των πολιτισμένων κρατών πλην των σταθερών κριτηρίων που οριοθετούνται από την έννοια διεθνής νομιμότητα.

 

Εν ολίγοις, υποστηρίζεται ότι αποτελεί λογικό και επιστημονικό σφάλμα[21] αν κάποιος περιορίσει την περί «δημοκρατίας και πολέμου» συζήτηση στο κατά πόσο ή πόσο συχνά λαμβάνουν χώρα πολεμικές συρράξεις μεταξύ μεγάλων και βιομηχανοποιημένων φιλελεύθερων κρατών και αν γι’ αυτό εξαιρέσει από την ανάλυση τις πολεμικές ενέργειες φιλελεύθερων κρατών κατά μη φιλελεύθερων κρατών. Κοντολογίς, η συζήτηση θα είναι σε κάθε περίπτωση ελλειμματική αν δεν έχει ως κύριο αντικείμενο τα αίτια πολέμου και τις πηγές τους.

 

Το βασικό ζήτημα για το διεθνές δίκαιο και τους διεθνείς θεσμούς όσον αφορά τον πόλεμο και την ειρήνη, είναι το κατά πόσο γίνεται σεβαστή η διεθνής νομιμότητα[22] και ευρύτερα το κατά πόσον γίνονται σεβαστές οι συμπεφωνημένες κατακτήσεις του ανθρώπινου πολιτικού πολιτισμού που διαχρονικά συνάπτονται και σωρεύονται ως συμβατές με τον ανθρώπινο πολιτισμό δεσμεύσεις και υποχρεώσεις μεταξύ των κρατών. Αυτό, κατά κύριο λόγο, είναι το βασικό αντικειμενικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό ενός κράτους ως «φιλειρηνικού» ή ως «πολεμοχαρούς» ή ηγεμονικού και αναθεωρητικού. Υποστηρίζεται η θέση, επίσης, ότι τα λογικά και επιστημονικά σφάλματα στον πολιτικό και επιστημονικό λόγο είναι αναπόφευκτα αν τα πολιτισμένα κράτη μέλη του ΟΗΕ κατηγοριοποιηθούν όχι στην βάση της φιλειρηνικής ή μη εξωτερικής πολιτικής τους αλλά στην βάση του κατά πόσο είναι ή δεν είναι φιλελεύθερα και δημοκρατικά[23].

 

Όπως επισημάνθηκε πιο πάνω, όλα τα πολιτισμένα βιώσιμα κράτη αποδέχονται τις θεμελιώδεις κατακτήσεις του πολιτικού πολιτισμού των ανθρώπων όπως συμφωνήθηκαν στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ ή σε άλλες Συμβάσεις. Η εφαρμογή αυτών των διεθνών υποχρεώσεων και η ενσωμάτωσή τους στην εσωτερική δικαιοπραξία, εξάλλου, είναι για όλα τα κράτη ένα διαρκές άθλημα οι επιδόσεις του οποίου αν και ποικίλουν βρίσκονται εν τούτοις προς την κατεύθυνση καλύτερης εφαρμογής. Αρμόδιος κριτής για την ολοένα και καλύτερη εφαρμογή, όπως εξάλλου ορίζει το διεθνές δίκαιο, δεν είναι εξωγενείς παράγοντες αλλά τα μέλη της κοινωνίας ενός έκαστου κράτους. Διόλου τυχαίο, επίσης, είναι το γεγονός ότι στα κράτη όπου εφαρμόζονται ελλειμματικά το πρόβλημα έγκειται λιγότερο στο καθεστώς τους και περισσότερο στα αναπτυξιακά τους προβλήματα, στην θυματοποίησή τους λόγω ηγεμονικών ανταγωνισμών, στην κατάλυση του κοινωνικού τους ιστού λόγω εξωτερικών επεμβάσεων και/ή παρεμβάσεων και στα αδιέξοδα που δημιουργεί η άνιση ανάπτυξη μεταξύ πλουσίων και φτωχών κρατών. Για να χρησιμοποιήσουμε τις φράσεις του John Rawls, τα βιώσιμα και πολιτισμένα κράτη είναι «ευπρεπώς ιεραρχημένα» και προικισμένα με «συμβουλευτικές διαδικασίες» έκφρασης της κοινωνικής βούλησης ανάλογα με τον πολιτισμό τους, την οικονομική τους ανάπτυξή, τις συλλογικές τους κοσμοθεωρίες, τα κυρίαρχα ανθρωπολογικά πρότυπα, τα βασικά θρησκευτικά τους δόγματα και τους διαμορφωτικούς παράγοντες της ιστορικής τους διαδρομής[24].

 

Η βασική θέση, λοιπόν, είναι ότι η προσφυγή στην διεθνή βία στην βάση ηγεμονικών και/ή αναθεωρητικών σκοπών οφείλεται σε πραγματολογικά επαληθεύσιμα και γι’ αυτό αντικειμενικού χαρακτήρα αίτια πολέμου που θεμελιώνονται άψογα από τις βασισμένες στο παραδοσιακό Παράδειγμα θεωρίες διεθνών σχέσεων[25]. Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, α) στις συγκρούσεις μεταξύ ηγεμονικών κρατών, β) στις μονομερείς ηγεμονικές συμπεριφορές[26], β) στις περιφερειακές διενέξεις εξαιτίας αυτών των συγκρούσεων και ηγεμονικών συμπεριφορών, γ) στις συχνές ενδοκρατικές και διακρατικές αναταραχές στις περιφέρειες που οφείλονται σε εξωτερικές επεμβάσεις που σκοπό έχουν την καταχρηστική εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων λιγότερο αναπτυγμένων περιοχών, δ) στην άνιση ανάπτυξη μεταξύ κρατών και περιφερειών του πλανήτη, ε) στα κατάλοιπα περιφερειακών διενέξεων της φάσης του εθνικού-κρατικού γίγνεσθαι, των αντιαποικιακών αγώνων και των στρατηγικών διαίρει και βασίλευε που τους συνόδευε, ε) στις κατά καιρούς επαναστατικές αξιώσεις κοσμοθεωρητικής και ηθικοκανονιστικής ενοποίησης του πλανήτη και στ) στα ανεξέλεγκτα διεθνικά φαινόμενα που αποσταθεροποιούν τα εθνικά-κρατικά συστήματα τάξης-δικαιοσύνης και τους εύθραυστους διεθνείς θεσμούς. Πρωτεύον ζήτημα στην κατανόηση του πολέμου και της ειρήνης είναι προφανές, αποτελεί η κατανόηση των αιτιών  πολέμου.

            Η διάγνωση των αιτιών πολέμου στον Πελοποννησιακό Πόλεμο του Θουκυδίδη είναι μοναδική, απαράμιλλη, άψογα θεμελιωμένη και διαχρονικά επιστημονικά ανεκτίμητη. Ερμηνεύτηκαν στο έπακρο τα αίτια των διακρατικών συγκρούσεων υπό συνθήκες κυριαρχίας-ανεξαρτησίας, συνεπακόλουθης διεθνούς αναρχίας και διεθνών θεσμών και του (διεθνούς) δικαίου ως εξαρτημένων μεταβλητών των οποίων η αποτελεσματικότητα βρίσκεται υπό την αίρεση των αιτιών πολέμων και της ισχύος των ηγεμονικών συμπεριφορών (βλ. παρεμβαλλόμενο πίνακα). Η κρυστάλλινη και αξιολογικά ελεύθερη ανάλυση του Θουκυδίδη θεωρείται ευρέως ως το επιστημονικό Παράδειγμα των προσπαθειών επιστημονικής ερμηνείας των φαινομένων του διακρατικού συστήματος.

            Επιπλέον, η ανάλυση του Θουκυδίδη είναι και θα συνεχίσει να είναι πάντοτε επίκαιρη για δύο ακόμη λόγους: Πρώτον, οι κώδικες διακρατικής συμπεριφοράς και οι διεθνείς θεσμοί της κλασικής εποχής μέχρι και τον Πελοποννησιακό Πόλεμο ήταν πολύ πιο νομιμοποιημένοι σε σύγκριση με το σημερινό διεθνές σύστημα[27]. Κατά συνέπεια, το σύγχρονο διακρατικό σύστημα

 

που αν και συχνά αντιγράφοντας πρόχειρα κατά βάση μετά τον 16ον αιώνα ακολουθεί τ’ αχνάρια του κλασικού[28], είναι χρήσιμο τόσο να διδάσκεται από τις προόδους του Κλασικού συστήματος Πόλεων όσο και από τα αίτια που οδήγησαν στην αποσταθεροποίησή του. Δεύτερον, τα αίτια πολέμου και κυρίως η άνιση ανάπτυξη που ο Θουκυδίδης διέγνωσε ως το κυριότερο αίτιο πολέμου, την ύστερη εποχή και ιδιαίτερα τα πρώτα βήματα στο κατώφλι του 21ου αιώνα προσλαμβάνουν σχεδόν ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Ιδιαίτερα όσον αφορά την άνιση ανάπτυξη, επιτείνεται από την ραγδαία τεχνολογική πρόοδο, βαθαίνει λόγω όξυνσης μεταξύ αναπτυγμένων και υπό ανάπτυξη χωρών, αποσταθεροποιείται λόγω ανεξέλεγκτων διεθνικών φαινομένων, πολλαπλασιάζεται λόγω αυξανόμενων ηγεμονικών συμπεριφορών και αντιμετωπίζεται δύσκολα λόγω ελλείμματος διακρατικής συνεργασίας στους διεθνείς θεσμούς. 

 

3. Παραδοσιακές ερμηνείες των αιτιών πολέμου

 

Η ανάλυση των διεθνών σχέσεων στην βάση του παραδοσιακού Παραδείγματος θεωρεί ως δεδομένο ότι λόγω αποτυχίας των αυτοκρατορικών αξιώσεων το διεθνές σύστημα είναι εξ αντικειμένου κρατοκεντρικό. Η κρατική κυριαρχία δεν είναι «πρόβλημα», όπως κάθε διεθνιστική ή κοσμοπολίτικη παραδοχή (και ως προς τις συνέπειές της πάντοτε ηγεμονική και/ή αναθεωρητική) ουσιαστικά υποστηρίζει, αλλά θεσμός συλλογικής ελευθερίας των κυρίαρχων κοινωνιών οι οποίες αφού κατάκτησαν την ανεξαρτησία τους αγωνιζόμενες κατά των αυταρχικών και δυναστικών αυτοκρατορικών αξιώσεων συγκροτούν τα ηθικοκανονιστικά τους συστήματα και τα συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης στην βάση της κατοχυρωμένης από το διεθνές δίκαιο θεμελιώδους αρχής της εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας[29], δηλαδή, της εθνικής ανεξαρτησίας[30]. Αυτό επιπλέον τους επιτρέπει να αναπτύσσουν συναλλαγές με άλλες κοινωνίες, να αντιμετωπίζουν από κοινού με άλλα κυρίαρχα κράτη τα διεθνή προβλήματα, να αμύνονται κατά αναθεωρητικών αξιώσεων και να επιδιώκουν ισόρροπες σχέσεις με τα ισχυρότερα κράτη. Το κράτος κατά συνέπεια είναι κατάκτηση του ανθρώπινου πολιτισμού στις διακρατικές σχέσεις και η κατίσχυσή του συμβολίζει την αποτυχία των δαρβινιστικού χαρακτήρα αυτοκρατορικών αξιώσεων για δημιουργία παγκόσμιων κατεξουσιαστικών δομών. Το κράτος και η κρατική κυριαρχία, επιπλέον, αποτελεί το μόνο εφικτό καθεστώς των διεθνών σχέσεων και ο μόνος –εναλλακτικός των αυταρχικών αυτοκρατοριών ή ηγεμονιών– τρόπος οργάνωσης των συλλογικών ανθρωπίνων σχέσεων στον παγκόσμιο χώρο.   

            Βασική αποστολή του κράτους είναι ο τερματισμός του πολέμου (στο εσωτερικό του), η αντιμετώπιση της άνισης ανάπτυξης μεταξύ των περιφερειών του και η δημιουργία ενός συστήματος τάξης και (διακρατικής) δικαιοσύνης που νομιμοποιεί και σταθεροποιεί βιώσιμα ενδοκρατικά συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης. Προοδευτικά, επίσης, όπως ήδη άρχισε να γίνεται με Συνθήκες όπως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της Διεθνούς Ποινικής Δικαιοσύνης, το διακρατικό σύστημα προικίζεται με κοινούς υποχρεωτικούς για το ενδοκρατικό δίκαιο κανόνες και ενδεχομένως με διεθνείς θεσμούς επίβλεψης τήρησης αυτών των κανόνων).

            Φυσικά, αν ήταν εφικτή η δημιουργία, χωρίς καταφυγή σε μεθόδους γενοκτονίας, ενός νομιμοποιημένου παγκόσμιου συστήματος διανεμητικής δικαιοσύνης και γι’ αυτό δημιουργία ενός συστήματος νομιμοποιημένης παγκόσμιας διεθνούς τάξης-δικαιοσύνης, ενδέχεται η πλειονότητα των ανθρώπων του πλανήτη να προτιμούσαν αδιαμαρτύρητα την κατάργηση των κρατών τους και την εν μέρει ή εν όλω αντικατάσταση των κυβερνήσεών τους από μια οικουμενική εξουσία[31]. Όμως, λόγω ακριβώς της διαρκούς ιστορικής αξίωσης των εκάστοτε ισχυρών κοινωνιών για ηγεμονία και ενοποίηση του πλανήτη συχνά με γενοκτονικές μεθόδους, αναμενόμενα εκατοντάδες κοινωνίες αξίωσαν ανεξαρτησία, κατάκτησαν την πολιτική τους κυριαρχία, επιδίδονται καθημερινά στο άθλημα της εθνικής ανεξαρτησίας και συχνά αγωνίζονται για την διασφάλισή της. Βασικά, καμιά κοινωνία προικισμένη με εσωτερική κοσμοθεωρητική και ηθική ετερότητα που κατόρθωσε κατακτήσει την πολιτική της κυριαρχία δεν φαίνεται να αποδέχεται εθελούσια την κατάργησή αυτής της κυριαρχίας και την υπόταξή της σε αλλότρια κατεξουσιαστικά συστήματα.

            Το έλλειμμα διακρατικής τάξης, πάντως, οφείλεται κατά κύριο λόγο στα προαναφερθέντα αίτια πολέμου που εμποδίζουν την ειρηνική επίλυση των διαφορών, προκαλούν συγκρούσεις και εμποδίζουν την απρόσκοπτη ανάπτυξη ειρηνικών συναλλαγών μεταξύ των κυρίαρχων κοινωνιών. Βασικά, αν και ο πόλεμος καταργήθηκε ενδοκρατικά συνεχίζει να αποτελεί συχνό φαινόμενο στις διακρατικές σχέσεις. Το κεντρικό ερώτημα των διεθνών σχέσεων, κατά συνέπεια, είναι η κατανόηση των αιτιών πολέμου. Η αναζήτηση των τρόπων αντιμετώπισής τους, αν και συνάγεται εύλογα μέσα από την κατανόησή τους, αποτελεί περισσότερο υπόθεση της πολιτικής διαδικασίας και λιγότερο της ακαδημαϊκής. Προϋπόθεση ορθολογιστικής πολιτικής δράσης στις διεθνείς σχέσεις είναι η ακριβής κατανόηση της μορφής και του χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος και των αιτιών των προβλημάτων που εμπεριέχει. Η Θουκυδίδεια παράδοση των αιτιών πολέμου[32] αναφέρει ως κύρια χαρακτηριστικά του διεθνούς συστήματος τα εξής:

            1. Οι κοινωνίες και οι ηγέτες τους αξιώνουν τα κράτη τους να είναι ανεξάρτητα και πολιτικά κυρίαρχα. Συνεπακόλουθα το διεθνές σύστημα είναι άναρχο, δηλαδή, απουσιάζει μια παγκόσμια νομιμοποιητική ρυθμιστική εξουσία επιβολής τάξης και απονομής δικαιοσύνης.

            2. Η άνιση ανάπτυξη –τεχνολογική, εδαφική, πληθυσμιακή, συμμαχική, πλουτοπαραγωγική, ιδεολογική, κτλ–, σε συνδυασμό με την διεθνή αναρχία δημιουργεί συνθήκες ανάπτυξης ηγεμονικών και αναθεωρητικών συμπεριφορών, γεγονός που οδηγεί σε διλήμματα ασφαλείας, φαύλο κύκλο εξισορροπήσεων, ανταγωνισμούς, εξοπλισμούς και συγκρούσεις.

            3. Ως συνέπεια της αξίωσης πολιτικής κυριαρχίας (ή, όπως ονομαζόταν στην κλασική εποχή, του «ιδεώδους της ανεξαρτησίας») η διεθνής αναρχία αποτελεί θεμελιώδες χαρακτηριστικό των διακρατικών σχέσεων[33]. Διεθνής αναρχία, σημαίνει κατά βάση, μεταξύ άλλων, τα εξής: α) Απουσιάζει μια παγκόσμια κοινωνία ενώ αντίστροφα υπάρχουν πολλές κοινωνίες διαφορετικά διαμορφωμένες και χαρακτηριζόμενες από βαθύτατη κοσμοθεωρητική και ηθικοκανονιστική ετερότητα[34], β) γι’ αυτό ένα νομιμοποιημένο παγκόσμιο σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης είναι εξ αντικειμένου ανέφικτο και γ) κατά συνέπεια οι διεθνείς θεσμοί είναι θεσμοί (διακρατικής) τάξης και όχι (ανθρώπινης) δικαιοσύνης[35]. Στο ίδιο πλαίσιο, οι διεθνείς θεσμοί δεν δύνανται να εκπληρώσουν την αποστολή τους σύμφωνα με τους καταστατικούς τους χάρτες ως θεσμοί τάξης εάν και όταν τα αίτια πολέμου τους καθιστούν εξαρτημένες μεταβλητές της ισχύος. Αντιπαραθέσεις, διενέξεις και πολεμικές συγκρούσεις διαταράσσουν την διεθνή ειρήνη και δυσχεραίνουν τις διακρατικές συναλλαγές. Επιπρόσθετα, δεδομένης της απουσίας ενός συστήματος «διακρατικής δικαιοσύνης» και των ελλειμμάτων του συστήματος τάξης που προβλέπει το διεθνές δίκαιο[36], ουσιαστικά ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας, παρεισφρέει ο φόβος εξαπάτησης και κυρίως υποβόσκει ανασφάλεια για τις πιθανές συνέπειες δραστικών ανακατανομών ισχύος λόγω άνισης ανάπτυξης[37].

            Έτσι, με τον ένα ή άλλο τρόπο, η διεθνής αναρχία –δηλαδή η απουσία μιας παγκόσμιας κοινωνίας με την συνεπακόλουθη απουσία μιας παγκόσμιας νομιμοποιημένης εξουσίας– είναι ο κυριότερος διαμορφωτικός παράγοντας της εξωτερικής πολιτικής των κρατών[38]. Αναζητώντας ασφάλεια υπό συνθήκες ανταγωνισμού τα κράτη επιχειρούν όχι μόνο να αποκτήσουν επαρκή ισχύ αλλά επίσης επιδιώκουν διεύρυνση των περιθωρίων ασφαλείας με διεύρυνση της εθνικής τους ισχύος. Κατά συνέπεια, τα κράτη είναι ευαίσθητα στις ανακατανομές ισχύος και διαρκώς επιδιώκουν ισχυρή θέση και ρόλο, επαρκή για την επιβίωσή τους.

            4. Η ανάπτυξη ηγεμονικών και αναθεωρητικών στάσεων δημιουργεί ή οξύνει τις διακρατικές αντιπαραθέσεις, ιδιαίτερα τις ιστορικές περιφερειακές συγκρούσεις οι οποίες γεννήθηκαν κυρίως ως αποτέλεσμα των ηγεμονικών ανταγωνισμών τους πέντε τελευταίους αιώνες[39].

            5. Τα αίτια πολέμου οξύνονται όταν ένας ή περισσότεροι ισχυροί δρώντες του διεθνούς συστήματος υιοθετούν «επαναστατικές κοσμοθεωρίες». Στην βάση ηθικών αιτιολογήσεων που αντλούνται από το ένα ή το άλλο επαναστατικό δόγμα επιδιώκεται κοινωνική και κανονιστική εξομοίωση μιας περιφέρειας ή και ολόκληρου του πλανήτη[40]. Οι εχθρότητες και ο πόλεμος απορρέουν από το γεγονός ότι οι ετερογενείς και ανομοιογενείς κυρίαρχες κοινωνίες αρνούνται να εγκαταλείψουν την ανεξαρτησία τους. Επιπλέον, την ύστερη εποχή, μη κρατικές διεθνικές ομάδες φορείς επαναστατικών δογμάτων δύνανται να προκαλέσουν αναταραχή και συγκρούσεις στις διακρατικές σχέσεις[41].  

            6. Συνολικά, ο κοσμοθεωρητικός και ηθικοκανονιστικός κατακερματισμός του κόσμου σε άνισου μεγέθους, άνισης ισχύος και άνισα αναπτυσσόμενα κυρίαρχα κράτη όχι μόνο καθιστά αδύνατη την παγκόσμια ενοποίηση αλλά επιπλέον σε συνδυασμό με τα προαναφερθέντα αίτια πολέμου καθιστά δύσκολη την διεθνή τάξη και την ειρηνική επίλυση των διαφορών. Καθιστά επίσης τους διεθνείς θεσμούς εξαρτημένες μεταβλητές της ισχύος. Ο φόβος της εξαπάτησης ή της άνισης ανάπτυξης μέσα από την συμμετοχή στους διεθνείς θεσμούς (μεγαλύτερο σχετικό κέρδος των υπολοίπων που συμμετέχουν σε μια συνεργασία), εξάλλου, δυσχεραίνει την διακρατική συνεργασία[42].

           

Υπό τις πιο πάνω συνθήκες οι κρατικοί δρώντες και οι κοινωνίες τους λειτουργούν ορθολογιστικά. Δηλαδή, στην πλάστιγγα με τους δύο δίσκους του κόστους και του οφέλους που συνεπάγονται εναλλακτικές αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής τείνουν να επιλέγουν συμπεριφορές που εκτιμούν ότι το αναμενόμενο όφελος θα είναι μεγαλύτερο του αναμενόμενου κόστους. Αυτή η ευαισθησία στο κόστος-όφελος υπάρχει τόσο σε φιλελεύθερα όσο και σε άλλα καθεστώτα[43]. Δηλαδή, υπό συνθήκες ύπαρξης αιτιών πολέμου και ανεξαρτήτως καθεστώτος, οι ορθολογιστικές εκτιμήσεις του κόστους-οφέλους σε σχέση με το εθνικό συμφέρον των δρώντων και την κατανομή ισχύος στο διεθνές σύστημα ή στο διμερές και περιφερειακό επίπεδο είναι τα κυριότερα κριτήρια της διακρατικής συμπεριφοράς. Κατά συνέπεια, η σταθερότητα και η ειρήνη είναι συνάρτηση της «ισορροπίας δυνάμεων» –ή καλύτερα μιας «μη αμφισβητούμενης κατανομής ισχύος και συμφερόντων»– στο διμερές, πολυμερές και ευρύτερο διεθνές επίπεδο[44]. Όταν υπάρχουν αξιώσεις αλλαγών τότε, όπως παρατήρησαν οι Αθηναίοι πρέσβεις στους Μήλιους πρέσβεις κατά την διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου «ο ισχυρός επιβάλλει ότι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί και προσαρμόζεται» [45].

 

4. Φιλελεύθερες ερμηνείες των αιτιών πολέμου

 

Βασικά, η αμφισβήτηση των αιτιών πολέμου από τους φιλελεύθερους πρέπει κάποιος να την φανταστεί ως πολλά νήματα που όταν ενώνονται υποστηρίζουν την θέση ότι «τα δημοκρατικά καθεστώτα δεν πολεμούν μεταξύ τους και ότι η ωφελιμιστική οικονομική αλληλεξάρτηση σταθεροποιεί τις μεταξύ τους σχέσεις δημιουργώντας κίνητρα συνεργασίας και σταθερών σχέσεων»[46]. Η ρητή ή υπονοούμενη προέκταση αυτών των αναλύσεων είναι ότι πρέπει να διαδοθεί η αγγλοσαξονική αντίληψη περί φιλελευθερισμού και δημοκρατίας ή ακόμη και να καθιερωθεί στο όνομα ενός τέτοιου σκοπού δικαίωμα μονομερών και διεθνών επεμβάσεων[47]. Οι διεθνείς θεσμοί, υποστηρίζεται επιπλέον, δημιουργούν προϋποθέσεις συνεργασίας λόγω απόλυτων κερδών, δημιουργούν μηχανισμούς ειρηνικής επίλυσης των διακρατικών διαφορών και ενισχύουν τους δεσμούς μεταξύ κρατών και των κοινωνιών τους[48]. Χωρίς να υπεισέλθουμε στα επιμέρους ρεύματα του φιλελευθερισμού, παρατίθενται τα εξής κύρια επιχειρήματα.

            1. Τα φιλελεύθερα-δημοκρατικά καθεστώτα δεν πολεμούν μεταξύ τους ή δεν πολεμούν συχνά[49].

            2. Το εμπόριο, η οικονομία, η αλληλεξάρτηση στους ωφελιμιστικούς τομείς, η συνεργασία μεταξύ τεχνοκρατών, το πλέγμα σχέσεων μεταξύ μη κυβερνητικών διεθνικών δρώντων και οι υπερεθνικοί γραφειοκράτες αναπτύσσουν δραστηριότητες που υπονομεύουν τον ρόλο του κράτους ως κεντρικού και ορθολογικού δρώντα των διεθνών σχέσεων[50].

            3. Το κόστος των εξοπλισμών και η κοινή γνώμη κάνουν τα κράτη να ενδιαφέρονται λιγότερο για ισχύ και περισσότερο για ευημερία, οικονομική ανάπτυξη και χρηματοοικονομική σταθερότητα. Το κράτος δικαίου, η οικονομική ανάπτυξη και η οικονομική σταθερότητα, εξάλλου, εξαρτάται από παράγοντες εκτός των συνόρων και από την συμμετοχή τους στους διεθνείς θεσμούς. Έτσι, ολοένα και περισσότερα τα κράτη βλέπουν τα άλλα κράτη ως εταίρους και όχι ως εχθρούς [51].

            4. Η φυσική κατάληξη των πιο πάνω θέσεων είναι ότι δίνεται έμφαση στην ενδυνάμωση των διεθνών θεσμών και στην αποτελεσματικότητά τους μέσω αυξημένου ρόλου των ισχυρών, κατά προτίμηση αγγλοσαξονικών κρατών[52]. Έτσι, μια βασική φιλελεύθερη θέση είναι ότι «αυξάνεται ο ρόλος των διεθνών θεσμών στην πολιτική διαπραγμάτευση των συμφερόντων»[53] και –όπως υποστηρίχθηκε,  ιδιαίτερα από τους νεοφιλελεύθερους αναλυτές[54]–, οι διεθνείς θεσμοί λειτουργούν καταλυτικά επειδή εδραιώνουν την διακρατική εμπιστοσύνη, εξαλείφουν τον φόβο της εξαπάτησης και τελικά είναι αποδεκτοί επειδή όλοι ωφελούνται από την ύπαρξή τους και τον διανεμητικό τους ρόλο[55]. Οι νεοφιλελεύθεροι αναλυτές κατά στις αναλύσεις τους την δεκαετία του 1980 και 1990 υποστήριξαν με πιο συγκεκριμένο τρόπο πως η ηγεμονική ισχύς ενδέχεται να είναι αναγκαία για την δημιουργία και ανάπτυξη των διεθνών θεσμών και ότι, μολαταύτα, αυτό θα μπορούσε να είναι αποδεκτό επειδή «όταν το ηγεμονικό κράτος θα παρακμάσει οι διεθνείς θεσμοί θα μείνουν»[56].

 

5. Απαισιόδοξες και για μερικούς αμφιλεγόμενες πτυχές της συζήτησης της Θουκυδίδειας παράδοσης.

 

Αναμφίβολα, η προαναφερθείσα θουκυδίδεια θεώρηση των διεθνών σχέσεων για τα αίτια του πολέμου οδηγεί σε συμπεράσματα πως τα κράτη, μέχρι τουλάχιστον να εξαλειφθούν τα αίτια πολέμου, παραμένουν εγκλωβισμένα σε διαρκείς ηγεμονικές και αναθεωρητικές αντιπαραθέσεις. Έτσι, σταθερότητα υπάρχει όταν υπάρχει ισορροπία που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί και αστάθεια υπάρχει όταν νέοι ηγεμονικοί διεκδικητές αποκτήσουν επαρκή ισχύ για να κυριαρχήσουν επί του διεθνούς συστήματος. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Robert Gilpin, ίσως ο κυριότερος σύγχρονος εκφραστής της θουκυδίδειας παράδοσης,

 

            «ο τερματισμός ενός ηγεμονικού πολέμου είναι η απαρχή ενός ακόμη κύκλου μεγέθυνσης, επέκτασης και τελικής παρακμής. Ο νόμος της άνισης μεγέθυνσης, συνεχίζει να ανακατανέμει την ισχύ υπονομεύοντας το status quo που εγκαθιδρύθηκε από τον τελευταίο ηγεμονικό αγώνα. Η ανισορροπία αντικαθιστά την ισορροπία και ο κόσμος κινείται προς ένα νέο γύρο ηγεμονικής σύγκρουσης. Πάντα ήταν και πάντα θα είναι έτσι, μέχρις οι άνθρωποι είτε θα καταστραφούν είτε θα μάθουν να αναπτύσσουν έναν αποτελεσματικό μηχανισμό ειρηνικής αλλαγής»[57].

 

Σχετικά με αυτά τα –όντως βαθύτατα απαισιόδοξα– συμπεράσματα της θουκυδίδειας θεώρησης θα μπορούσαν να γίνουν μερικά σύντομα σχόλια.

            Κατά πρώτον, η διάγνωση ενός προβλήματος που αφορά την ανθρώπινη ζωή και μάλιστα την συλλογική στο διεθνές επίπεδο δεν είναι υπόθεση δημοσίων σχέσεων αλλά αντίθετα υπόθεση που απαιτεί περιγραφική ακρίβεια, σύνθετη συνάρτηση πραγματικών αιτίων και αποτελεσμάτων και επιστημολογική αξιοπιστία απαλλαγμένη από ιδιοτελείς θέσεις που υποτάσσουν τον επιστημονικό διάλογο στις εφήμερες ηγεμονικές ή άλλες αξιώσεις για διεθνείς αλλαγές. Τέτοιες αξιώσεις αλλαγών μπορούν να είναι μόνο είτε νόμιμες (και αρμοδιότητα απόφασης γι’ αυτό όπως ήδη υποστηρίχθηκε πιο πάνω έχουν οι διεθνείς θεσμοί) είτε επαναστατικές (οπότε αντιβαίνουν βαθύτατα με την οντολογική διαμόρφωση του διακρατικού συστήματος, δηλαδή την ύπαρξη των πολιτικά κυρίαρχων κρατών που τον τελευταίο αιώνα το διεθνές δίκαιο και οι θεσμοί συλλογικής ασφάλειας αποστολή έχουν να κατοχυρώσουν και να διασφαλίσουν).

            Η θουκυδίδεια παράδοση στην αξιολογικά ελεύθερη εκδοχή της, το μόνο που ουσιαστικά κάνει είναι να διαγνώσει τα αίτια πολέμου. Η ίαση δεν είναι υπόθεση του ενός ή του άλλου αναλυτή αλλά των κοινωνιών και των αντιπροσώπων τους. Εμμέσως, βεβαίως, με το να εντοπίζονται τα αίτια υποδεικνύεται και η αντιμετώπισή τους[58]. Εύστοχα, ο Παναγιώτης Κονδύλης παρατήρησε ότι «οι απαντήσεις στα ιστορικά προβλήματα δεν βρίσκονται μέσα στην κατασκευασμένη θεωρία, αλλά αντίθετα «οι απαντήσεις στα θεωρητικά προβλήματα βρίσκονται μέσα στην ιστορία»[59], στην συγκεκριμένη περίπτωση στο οντολογικά διαμορφωμένο εθνοκρατικό γίγνεσθαι των τελευταίων αιώνων. Απαιτείται να γίνεται διάκριση μεταξύ, πρώτον, ανάλυσης-διάγνωσης και δεύτερον, πολιτικών αποφάσεων που αφορούν δύο διαφορετικές σφαίρες. Η αξιολογικά ελεύθερη θουκυδίδεια παράδοση[60]δεν κάνει ηθικοπρακτικές προτάσεις αλλά μόνον περιγράφει-διαγιγνώσκει τα αίτια πολέμου και κατά το δυνατό θεμελιώνει συναρτήσεις μεταξύ αιτίων και αιτιατών[61]. Η μεγάλη της αξία και το γεγονός ότι είναι εξαιρετικά δημοφιλής μεταξύ των πολιτικών ηγετών έγκειται στο γεγονός ότι ο καθείς μπορεί να αντλήσει ορθολογιστικά και ορθά συμπεράσματα και να τα προσαρμόσει στα δικά του δεδομένα.

            Δεύτερον, όσον αφορά την τελευταία επισήμανση, εάν κάποιος επιθυμεί να συναγάγει ηθικά κριτήρια πανανθρώπινης παραδοχής όπως η αντιμετώπιση της φτώχιας και της υπανάπτυξης και εάν γι’ αυτό επιθυμεί να δράσει προς την κατεύθυνση αναίμακτης επίλυσης των αιτιών πολέμου η επίλυση του προβλήματος της άνισης μεγέθυνσης φαντάζει προκλητικά ως πεδίο για αγαθοεργή προσωπική ή συλλογική-κρατική δράση[62]. Αν και κανείς δεν εμποδίζει ένα άτομο ή ένα  κράτος να λειτουργήσει αγαθοεργά και αλτρουιστικά προς την κατεύθυνση επίλυσης της άνισης ανάπτυξης, ομολογουμένως κανείς δεν ενδιαφέρεται να το κάνει[63]. Πανανθρώπινης παραδοχής επίσης, είναι οι θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου όπως κατοχυρώνονται στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ και που σκοπό έχουν να κατοχυρώσουν την συλλογική ελευθερία των κυρίαρχων κοινωνιών[64]. Ηθικό κριτήριο, ακριβώς, εμπεριέχεται στο δικαίωμα (που είναι ταυτόχρονα και υποχρέωση) διασφάλισης της κυριαρχίας ενός ανεξάρτητου κράτους κατά εξωτερικών απειλών και κατά αποφάσεων που παραβιάζουν την διεθνή νομιμότητα.

 

Το ζήτημα που τίθεται όσον αφορά την θουκυδίδεια παράδοση, κατά συνέπεια, είναι ότι δεν ενδιαφέρει η κανονιστική ερμηνεία των αιτιών πολέμου αλλά η απλή περιγραφή τους αφήνοντας έτσι το πεδίο ελεύθερο για ατομική και συλλογική πολιτική δράση. Ο ορθολογισμός κάθε πολιτικής δράσης, όμως, είναι προϋπόθεση ορθής κατανόησης αυτών των αιτιών πολέμου. Η θέση ότι οι δημοκρατίας δεν πολεμούν, ακριβώς, προκαλεί ανορθολογισμό συχνά βαθύτατων προεκτάσεων και μεγάλων συνεπειών. Όσον αφορά την ηθική κρίση περί τα διεθνή, τα κριτήρια πρέπει να είναι οντολογικά θεμελιωμένη και όχι αυθαίρετα ή μεταφυσικά προσδιορισμένα. Σε μια δοκιμαστική θεώρηση οντολογικά θεμελιωμένων ηθικών κριτηρίων περί τα διεθνή συνάγεται ότι αφορούν α) το γεγονός ύπάρξης οντολογικού περιεχομένου αξιώσεων συλλογικής ελευθερίας-ανεξαρτησίας κατά των δαρβινιστικών-αυτοκρατορικών και κατά ηγεμονικών αξιώσεων και β) το γεγονός της κοσμοθεωρητικής και ηθικοκανονιστικής ετερότητας κάθε διακριτής κοινωνικής ένωσης. Αυτό, εξάλλου, καταγράφουν οι  θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου που ενσαρκώνονται στο καθεστώς της εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας, δηλαδή στο σύμφυτο με την ελεύθερη ύπαρξη των κρατών δικαίωμα για εθνική ανεξαρτησία[65].   

 

5. Αμφιλεγόμενες πτυχές της συζήτησης για τον πόλεμο και την ειρήνη της φιλελεύθερης παράδοσης

 

Η συζήτηση περί δημοκρατίας και πολέμου είναι προϊόν της φιλελεύθερης σκέψης, έχουν ως αφετηρία τις ιδέες του Εμμανουήλ Καντ[66] και οι αμφιλεγόμενες πτυχές αφορούν, βασικά τον διεθνιστικό φιλελευθερισμό[67]. Σκιαγραφώντας μια κατά τα άλλα πολύπλοκη συζήτηση, θα λέγαμε ότι οι προεκτάσεις των προαναφερθέντων επιχειρημάτων της φιλελεύθερης παράδοσης περί τα διεθνή οδηγούν σε δύο συμπεράσματα. Πρώτον, κατά βάση, υποστηρίζεται πως συνθήκες δημοκρατίας, αλληλεξάρτησης και θεσμικής συνεργασίας μειώνουν ή εξαλείφουν τα αίτια πολέμου. Δεύτερον, πολλοί φιλελεύθεροι υπονοούν ή έκδηλα διατυπώνουν την θέση ότι τα άτομα που διαβιούν εντός δημοκρατικών κοινωνιών παράγουν κριτήρια που συγκρατούν ή εμποδίζουν τα κράτη τους να διεξάγουν πολέμους[68]. Στις πιο αμφιλεγόμενες διατυπώσεις υποστηρίζεται ή υπονοείται ότι τα αγγλοσαξονικά ιδεολογικά και καθεστωτικά πρότυπα είναι υπέρτερα, γεγονός που σημαίνει ότι η παγκόσμια σταθερότητα θα μπορούσε να προκύψει λόγω παγκόσμιας κατίσχυσής τους. Η επικράτηση τέτοιων κριτηρίων, υποστηρίζεται ακόμη, θα δημιουργήσει μια παγκόσμια κουλτούρα κατά του πολέμου και υπέρ της συνεργασίας.[69]. Αναφορικά με αυτήν την θεώρηση των διεθνών σχέσεων που εμπεριέχει άλλοτε χαμηλού βαθμού και άλλοτε υψηλού βαθμού εξομοιωτικές παραδοχές, θα πρέπει να μνημονευτεί η παραδοσιακή τάση όχι μόνο πολλών φιλελεύθερων θεωρήσεων αλλά και πάρα πολλών θεωρήσεων του ευρύτερου νεωτερικού παραδείγματος να αναμιγνύουν ηθικά κριτήρια των διαπροσωπικών σχέσεων με συλλογικές ηθικές επιταγές (συνήθως κανονιστικά προσδιορισμένες) και ηθικοκανονιστικά κριτήρια των ενδοκρατικών σχέσεων με ζητήματα διεθνούς ηθικής μεταξύ κυρίαρχων κοινωνιών[70].

            Εν τούτοις, υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ κριτηρίων ή παραγόντων τα οποία ως άτομα θεωρούμε εύλογα ή αντίστροφα αδιανόητα στις διαπροσωπικές σχέσεις και κριτηρίων ή παραγόντων που οφείλονται σε φαινόμενα που αφορούν τις σχέσεις μεταξύ κυρίαρχων συλλογικών οντοτήτων. Οι τελευταίες εκτός του ότι είναι προικισμένες με διαφορετικές κοσμοθεωρίες και ηθικοφιλοσοφικά συστήματα, υπό συνθήκες διεθνούς αναρχίας και ταυτόχρονης ύπαρξης αιτιών πολέμου που θέτει διαρκώς σε κίνδυνο την πολιτική τους κυριαρχία ή και την συλλογική τους επιβίωση, αναπτύσσουν συλλογικά κριτήρια και θέσεις γύρω από τα διεθνή προβλήματα που δεν βρίσκονται πάντοτε σε αρμονία και συμφωνία[71]. Αυτό, ακριβώς, οφείλεται στο ιστορικό γεγονός ύπαρξης διαφορετικών, οντολογικά θεμελιωμένων και διαφορετικά διαμορφωμένων κοινωνιών οι οποίες κατά συνέπεια λειτουργούν με διαφορετικά κριτήρια πολιτικής ηθικής και με διαφορετικές κοσμοεικόνες εχθρών, φίλων και συμφερόντων[72]. Όπως ήδη τονίστηκε, μια παγκόσμια πολιτική ηθική προϋποθέτει μια παγκόσμια κοινωνία και ένα παγκόσμιο κοινωνικοπολιτικό σύστημα που θα διέπεται από νομιμοποιημένα και ηθικοκανονιστικά επακριβώς διατυπωμένα κριτήρια και παράγοντες μιας υποθετικής αλλά αποδεδειγμένα ιστορικά ανέφικτης παγκόσμιας ενότητας και παγκόσμιας αρμονίας συμφερόντων[73]. Κατά συνέπεια, το κατά πόσο μια αιτιολόγηση προσφυγής στην διεθνή βία είναι ηθικά βάσιμη ή ορθολογιστική δεν είναι προϊόν ατομικής αλλά συλλογικής πολιτικής ηθικής. Στις διεθνείς σχέσεις επειδή δεν υπάρχει δυνατότητα οικουμενικού προσδιορισμού οικουμενικών ηθικών κριτηρίων διεθνικής-κοσμοπολίτικης τάξης και δικαιοσύνης ηθικοπρακτικών προεκτάσεων στα οποία υποχρεωτικά θα προσχωρούσαν όλοι άνθρωποι του πλανήτη[74], την πολιτική ηθική σε αναφορά με την διεθνή βία μπορούν να την προσδιορίσουν μόνο τα κράτη στα πλαίσια των διακρατικών θεσμών. Αυτή η «διεθνής πολιτική ηθική» δεν μπορεί παρά να είναι συμβατή με την κοινωνικοπολιτική δομή του κόσμου, δηλαδή, με την ιστορικά κατακερματισμένη Πολιτειακή δομή του διεθνούς συστήματος. Αυτή ακριβώς είναι η διεθνής πολιτική ηθική που απορρέει από το διεθνές δίκαιο και τις κανονιστικές δομές που οικοδομούνται γύρω από τις θεμελιώδεις αρχές του. Σε κάθε περίπτωση, κριτήρια διακρατικής πολιτικής ηθικής μέχρι στιγμής προσδιορίστηκαν μόνο στο διεθνές επίπεδο σε αναφορά με τις γενικές θεμελιώδεις αρχές διεθνούς δικαίου περί διακρατικής ισοτιμίας, μη επέμβασης και υποχρέωσης για ειρηνική επίλυση των διαφορών και των συμπαρομαρτούντων ρυθμίσεων ή συμφωνιών που δημιουργούν το πλαίσιο της διεθνούς νομιμότητας όπως ορίσθηκε πιο πάνω. Κατακτήσεις πολιτισμού των ανθρώπων που εμπεριέχουν και πολιτικά ηθικά κριτήρια, όπως ήδη τονίστηκε, προσδιορίστηκαν επίσης διακρατικά σε αναφορά με τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και την διεθνή ποινική δικαιοσύνη (για όσα κράτη υπέγραψαν τις συμβάσεις)[75]. Η πλήρης και καθολική εφαρμογή τους, εν τούτοις, όπως καταδείχθηκε κατά την διάρκεια της μεταψυχροπολεμικής εποχής, χωλαίνει και πάλιν λόγω των αιτιών πολέμου.

            Η ηθική σε κάθε πολιτικό περιβάλλον, δεν μπορεί να είναι μεταφυσικού χαρακτήρα αλλά μόνο (ενδοκρατικά-)κοινωνικοπολιτικά ή διακρατικά προσδιορισμένη. Ακόμη και ηθικά κριτήρια απόρροια μεταφυσικής πίστης αποτελούν πολιτική ηθική μόνο στον βαθμό και στην έκταση που ενσωματώθηκαν στις ηθικοκανονιστικές δομές ενός ή περισσοτέρων κρατών στο πλαίσιο του ανεξάρτητου και πολιτικά κυρίαρχου συλλογικού τους βίου[76]. Το ζήτημα αυτό, όπως ήδη τονίστηκε, συνεκτιμάται με το γεγονός της ύπαρξης διακριτών συλλογικών κοσμοθεωριών και διαφορετικών ηθικοκανονιστικών προεκτάσεων στο εσωτερικό ενός έκαστου κυρίαρχου κράτους. Κάθε λαός διεξάγει διαφορετικό συλλογικό κατ’ αλήθειαν βίο στο πλαίσιο των ιστορικών οικονομικών, κανονιστικών και πολιτισμικών συνθηκών κάθε κοινωνίας. Κάθε βιώσιμη Πολιτεία, εξάλλου στην φάση της γένεσής της προικίζεται με μια οικεία θεμελιώδη κοσμοθεωρία[77], πάνω στην οποία εδράζεται το οικείο κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένο ηθικοκανονιστικό εποικοδόμημα. Η νομιμοποίησή αυτού του ηθικοκανονιστικού εποικοδομήματος οφείλεται τόσο στο γεγονός ότι αποτελεί προϊόν της συλλογικής κοινωνικής βούλησης όσο και στο γεγονός ότι είναι συμβατό με το κοσμοθεωρητικό υπόβαθρο της κοινωνίας στην οποία ανήκει. Υπήρχαν ανέκαθεν πολλές κοινωνίες και οι αξιώσεις τους για συλλογική ελευθερία-κυριαρχία οδήγησαν στην δημιουργία πολλών κρατών. Το οντολογικά θεμελιωμένο γεγονός της ενδοκρατικής ετερότητά τους, εξάλλου, προκαλεί πολλά διακριτά ηθικοκανονιστικά οικοδομήματα. Κοσμοθεωρητική και ηθικοκανονιστική ετερότητα, επιπρόσθετα, είναι αρκετά πυκνή και βαθιά ούτως ώστε να επιτρέπει την ύπαρξη και διαιώνιση πολλών ανεξαρτήτων συλλογικών οντοτήτων[78].

 

Υπό το πιο πάνω πρίσμα που δεν παραβλέπει ή παρακάμπτει την κοσμοθεωρητική και κοινωνικοπολιτική ποικιλομορφία του πολιτισμένου κόσμου, υποστηρίζεται ότι δεν μπορεί να θεμελιωθεί εύκολα ότι η μια ή άλλη πολιτική κουλτούρα ή κοσμοθεωρία τείνει να ενθαρρύνει πολεμοχαρείς συμπεριφορές και κάποια άλλη όχι. Όλες ανήκουν στην σφαίρα του ανθρώπινου πολιτισμού και αναμενόμενα έτσι γίνονται αποδεκτές στην διεθνή Αμφικτιονία όπως ιδρύθηκε στον μεσοπόλεμο ως Κοινωνία των Εθνών και μετεξελίχθηκε στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών[79]. Συνεπακόλουθα, η συζήτηση περί της φύσεως του καθεστώτος και της συμπεριφοράς ενός κράτους στην εξωτερική πολιτική, δεν μπορεί να αναφέρεται σε μια μόνο κοσμοθεωρία –την φιλελεύθερη, και μάλιστα ενός μόνο φιλελεύθερου κράτους– και σε μια μόνο προσέγγιση έκφρασης της κοινωνικής βούλησης. Τέτοιες θεωρήσεις είναι αναπόδραστα επιπόλαιες, αθεμελίωτες, ηθικά τρωτές και σε κάθε περίπτωση εφήμερες επειδή προορίζονται να εξυπηρετήσουν εφήμερες στρατηγικές σκοπιμότητες αναδιανεμητικών συνεπειών.

 

Συμβατή με τις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου είναι μόνο η θεώρηση που δέχεται ότι οι πολιτισμένοι λαοί έχουν το ίδιο δικαίωμα προσδιορισμού των ενδοκρατικών κοινωνικοπολιτικών τους δομών σύμφωνα με τις οικείες κοσμοθεωρίες, ιδεολογίες, θρησκείες και εν γένει πολιτισμικές και οικονομικές συνθήκες της ιστορίας τους και της εξέλιξής τους[80]. Στην κοινότητα των πολιτισμένων κοινωνιών, έχουμε πολλών ειδών άσκησης λαϊκής κυριαρχίας και πολλές αποχρώσεις πολιτειακών συστημάτων που καθιερώνουν διαφορετική κατά περίπτωση συμμετοχή του ατόμου στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι και διαφορετικές βαθμίδες έκφρασης της συλλογικής-κοινωνικής βούλησης[81].

 

Η θέση που βασικά υιοθετείται εδώ είναι κατά συνέπεια ότι, όπως εξάλλου υποστήριξε ο John Rawls στο σύντομο αλλά αριστουργηματικό πόνημα Το Δίκαιο των Λαών, για τους σκοπούς εκτίμησης των διεθνών προβλημάτων, η άσκηση της κοινωνικής βούλησης στο εσωτερικό δεν μπορεί να διαιρεθεί αυθαίρετα μεταξύ φιλελεύθερων και μη φιλελεύθερων[82]. Πέραν των φιλελευθέρων κοινωνιών, υπάρχουν πλήθος άλλων «ευπρεπώς ιεραρχημένων» κυρίαρχων κοινωνιών προικισμένων με συμβουλευτικές διαδικασίες δια μέσου των οποίων εκφράζεται η κοινωνική βούληση. Τα άτομα και οι ομάδες μιας κοινωνικής ένωσης εντός ενός οποιουδήποτε πολιτισμένου κράτους σταθεροποιούν ένα αριθμό νόμων και διοικητικών προσεγγίσεων που ενσαρκώνουν την κρατούσα ηθική δομή σ’ ένα μεγάλο αριθμό ζητημάτων του συλλογικού κατ’ αλήθειαν βίου. Το κυριότερο και ουσιαστικότερο ζήτημα που τίθεται δεν είναι κατά πόσο ο κάθε κατά κράτος συλλογικός τρόπος ζωής θα μπορούσε να είναι «καλύτερος» αλλά το γεγονός ότι κανείς άλλος –εκτός και αν περιπέσουμε σε ηγεμονικές θεωρήσεις– δεν μπορεί να γνωρίζει καλύτερα από μια πολιτισμένη κοινωνία το πώς θα πρέπει να δομείται, μετεξελίσσεται και προοδεύει το κοινωνικοπολιτικό της σύστημα.

            Τα ηθικοφιλοσοφικά κριτήρια που νομιμοποιούν το σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης κάθε κράτους αφενός κατοπτρίζουν την ιστορική πορεία των κοινωνιών και αφετέρου αλλάζουν διαρκώς ανάλογα με την εξέλιξή τους. Στον βαθμό που μια κοινωνικοπολιτική οργάνωση οικουμενικής κλίμακας είναι παντελώς ανέφικτη, μάλλον είναι παντελώς αδύνατη μια ομοιόμορφη εξέλιξη των κοινωνιών του πλανήτη και ύπαρξη ενός νομιμοποιημένου παγκόσμιου συστήματος διανεμητικής δικαιοσύνης. Ουσιαστικά, τίποτα δεν θεμελιώνει την υπόθεση ότι το πρόβλημα του πολέμου –που πάντοτε υπήρχε υπό συνθήκες πολλών και διαφορετικών καθεστώτων συμπεριλαμβανομένων δημοκρατικών και/ή φιλελεύθερων– έχει ως αίτιο τις ιδιότητες κάποιου καθεστωτικού προτύπου. Οι σχετικές υποθέσεις είναι συχνότατα αυθαίρετες-μη θεμελιωμένες, πλήρης επιστημονικών και λογικών σφαλμάτων και όχι σπάνια μεταφυσικά διατυπωμένες. Ενδοκρατικά, όπως ήδη υπογραμμίστηκε, ο πόλεμος τερματίζεται επειδή τερματίστηκαν τα αίτια του, διακρατικά συνεχίζει επειδή τα αίτια του συνεχίζουν να υπάρχουν. Η απουσία ενός παγκόσμιου κράτους που θα τερμάτιζε πλανητικά τον πόλεμο και τα αίτιά του, οφείλεται στον ιστορικό κοσμοθεωρητικό και κοινωνικοπολιτικό κατακερματισμό του πλανήτη αλλά και στα μορφολογικά χαρακτηριστικά που απέκτησε το διεθνές σύστημα στην φάση της συντριβής των αυτοκρατοριών και του Πολιτειακού κατακερματισμού που προέκυψε[83]. Για να επαναδιατυπώσουμε ξανά το πραγματικό πρόβλημα, από την μια πλευρά οι αγώνες ελευθερίας των διακριτών κοινωνιών ενάντια στις αυταρχικές και δαρβινιστικές αυτοκρατορικές αξιώσεις δημιούργησαν διακριτά κοινωνικοπολιτικά συστήματα συμβατά με τις συνθήκες μιας εκάστης κοινωνίας, αλλά, αυτή η γένεση της Πολιτειακής ποικιλομορφίας γέννησε και αίτια πολέμου, λόγω άνισης ισχύος και άνισης ανάπτυξης και λόγω πληθώρας προβλημάτων που προέκυψαν λόγω της προαναφερθείσης κατάρρευσης των αυτοκρατοριών και των ηγεμονικών ανταγωνισμών που την συνόδευαν.

 

Συμφωνία με τις θεμελιώδεις θεωρήσεις της Κλαουζεβιτζιανής πολιτικής φιλοσοφίας, δηλαδή συμφωνία με την θέση ότι «ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα» και ότι γι’ αυτό ο πόλεμος δεν είναι ανεξάρτητο φαινόμενο αλλά διέπεται από την λογική των πολιτικών κριτηρίων που πρέπει να είναι συμβατά με τον πολιτισμό των ανθρώπων, σημαίνει ότι αυτό που ενδιαφέρει είναι η αναζήτηση εκείνων των πολιτικών κριτηρίων που αφορούν τις σχέσεις των κυρίαρχων κοινωνιών και όχι μια οικουμενική διεθνιστική-κοσμοπολίτικη ηθική. Δεδομένης της απουσίας μιας παγκόσμιας κοινωνίας, επιπλέον, μια τέτοια πολιτική ηθική είναι ανύπαρκτη στον βαθμό που είναι αδύνατο να υπάρξουν παγκόσμιοι κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένοι σκοποί. Εκτός του ότι όπως θεμελιώθηκε έξοχα από τον Edward H. Carr[84] μια τέτοια αξίωση αποτελούσε πάντοτε ηγεμονική αξίωση ισχύος, κάθε επίκλησή της αναπόδραστα αμφιταλαντεύεται μεταξύ απολιτικών παραδοχών, ηγεμονικών παραδοχών και οικουμενικής πολιτικής θεολογίας που θέλει την ηθική  όχι προϊόν κοινωνικής πολιτικής βούλησης αλλά ηγεμονικά-αυθαίρετα ή μεταφυσικά προσδιορισμένη[85].

 

7. Πόλεμος, η κοινωνικοπολιτική ποικιλομορφία και συλλογική ασφάλεια

 

Υπό το πιο πάνω πρίσμα που συνεκτιμά επαρκώς τον οντολογικά διαμορφωμένο χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος, ο πόλεμος συναρτάται, πρωτίστως, με τις σχέσεις και τις συμπεριφορές των Πολιτειακών συνόλων. Τα περί πολέμου πολιτικά κριτήρια, αντίστοιχα, είναι αφενός διακρατικά και αφετέρου συναρτημένα απόλυτα με τα αίτια πολέμου[86].

            Για την αντιμετώπιση των καταστροφικών συνεπειών του πολέμου αυτό που προεξάρχει είναι η αντιμετώπιση των αιτιών πολέμου και αυτό δεν είναι υποκειμενικό αλλά αντικειμενικό ζήτημα. Είναι όντως αντιπαραγωγικό ή και παντελώς ανέφικτο να αναζητούνται οικουμενικά πολιτικά κριτήρια όταν κατ’ ουσία παράγονται από το κοινωνικοπολιτικό σύστημα του κράτους που τα επικαλείται και αφορούν τα δικά του εθνικά συμφέροντα και όχι το συμφέρον της οικουμένης[87]. Εξ ορισμού, τα εθνικά κριτήρια μιας χώρας δεν αφορούν την οικουμένη γιατί παράγονται από ένα μόνο κράτος, διαμορφώνονται στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου καθεστωτικού προτύπου και συνολικά είναι προϊόν μιας συγκεκριμένης κοινωνικοπολιτικής-Πολιτειακής εμπειρίας.

            Ζητήματα όπως η άνιση ανάπτυξη, οι ηγεμονικές συγκρούσεις και τα υπόλοιπα αίτια πολέμου αποτελούν αντικειμενικό διεθνές πρόβλημα το  οποίο α) δεν συνδέεται με το εσωτερικό πολιτικό καθεστώς ενός συγκεκριμένου κράτους αλλά με συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα[88] και β) δεν προκλήθηκε από κάποιο «μη φιλελεύθερο καθεστώς» αλλά από τον ηγεμονισμό των σημερινών φιλελεύθερων κρατών των οποίων η σημερινή ευημερία και δυνατότητες εξελιγμένων κοινωνικοπολιτικών δομών, ακριβώς, οφείλονται στις παρελθούσα καταχρηστική κατάκτηση πλουτοπαραγωγικών πόρων[89].  

            Ακόμη, η ποικιλομορφία των κοσμοθεωριών, των καθεστώτων και των εθνικών συλλογικών ηθικοφιλοσοφικών συστημάτων υποδηλώνει ότι η αναζήτηση ενός παγκόσμιου ηθικοφιλοσοφικού και κοσμοθεωρητικού συστήματος ως προϋπόθεση τερματισμού των διεθνών διενέξεων κινείται προς εξωπραγματική κατεύθυνση εκτός και αν κάποιος κατέχει κάποια μεταφυσική συνταγή επίτευξης παγκόσμιας κοσμοθεωρητικής και ηθικοκανονιστικής ενότητας. Αν το τελευταίο συνέβαινε, αυτό το οποίο θα συζητούσαμε δεν θα ήταν οι διακρατικές σχέσεις αλλά η δομή ενός παγκόσμιου κράτους στο εσωτερικό του οποίου, όπως και με κάθε βιώσιμο κράτος στην ιστορία, τερματίζεται ο πόλεμος, επικρατεί μια συγκεκριμένη τάξη και αναπτύσσεται ένα συγκεκριμένο σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης που θα το νομιμοποιεί σε βαθμό μάλιστα που θα επιτρέπει διαρκείς πολιτικές αλλαγές. Όπως όμως παρατηρεί ο Raymond Aron, με δεδομένο τον ετερογενή και την ανομοιογενή χαρακτήρα των διακριτών κοινωνιών του πλανήτη, σε μια τέτοια περίπτωση η συζήτηση περί διακρατικών πολέμων θα είχε ήδη αντικατασταθεί με συζήτηση για εμφύλιους πολέμους[90].

 

Συνεπακόλουθα, μια συζήτηση περί δημοκρατίας και πολέμου που εξαιρεί τις αξιώσεις ηγεμονικής ισχύος που ενδύονται δημοκρατικούς μανδύες, δεν μπορεί να αναμιγνύει τα δύο επίπεδα ανάλυσης, δηλαδή το κρατικό με το διακρατικό. Όσον αφορά το κρατικό επίπεδο, το επιχείρημα μερικών φιλελευθέρων βασικά υποστηρίζει ότι ένα δημοκρατικό καθεστώς θα παράγει κίνητρα αλλά και ιδεολογία ειρηνόφιλης εξωτερικής πολιτικής. Όμως, με βάση την συμβατή με το διεθνές δίκαιο –και ασφαλώς συμβατή με την ίδια την οντολογικού περιεχομένου διαφορετικότητα των Πολιτειών– στο παγκόσμιο επίπεδο η έννοια δημοκρατία δεν μπορεί να σημαίνει οτιδήποτε άλλο από την εφαρμογή των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου, δηλαδή την διακρατική δημοκρατία: Διακρατική ισοτιμία, μη επέμβαση και σεβασμό του δικαιώματος εσωτερικής αυτοδιάθεσης των πολιτισμένων[91] κυρίαρχων κοινωνιών.

            Ούτε επίσης είναι βάσιμο να συγχέεται η διακρατική δημοκρατία, ή το είδος του πολιτειακού καθεστώτος των κυρίαρχων λαών, με τους κινδύνους περί διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας που προβλέπει ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ. Οι τελευταίες αφορούν την διακρατική τάξη και όχι μια παγκόσμια κοσμοπολίτικη ή διεθνιστική δικαιοσύνη ή μια κάποια ηθική αντίληψη του πλανητικού βίου των ανθρώπων. Το κατά πόσον το Α ή Β κράτος αποτελεί κίνδυνο για την ειρήνη και για τις κατακτήσεις του πολιτικού πολιτισμού των ανθρώπων οπότε και ενδεχομένως να δικαιολογείται «διεθνής επέμβαση» εναντίον του, είναι μεν υπαρκτό πρόβλημα αλλά η αντιμετώπισή του οφείλεται και πάλιν στα αίτια πολέμου: Λόγω ηγεμονικών συγκρούσεων μετά την δημιουργία του ΟΗΕ τα κράτη αμέλησαν να συμφωνήσουν για τα κριτήρια έκτακτης ανάγκης, τον τρόπο και τα μέσα άσκησης διεθνούς βίας στο πλαίσιο του μόνου θεσμού που μπορεί να γίνει νόμιμα και νομιμοποιημένα, δηλαδή του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.

 

8. Δημοκρατία, διεθνείς σχέσεις και «παγκόσμιου Δέοντος»

 

Υπό το πρίσμα της πιο πάνω συζήτησης ο ορισμός ενός παγκόσμιου Δέοντος είναι αναπόδραστα αμφιλεγόμενος. Πιο συγκεκριμένα, βρίσκεται υπό την αίρεση των πολλών κοσμοθεωρητικών και ηθικοκανονιστικών συστημάτων των κυρίαρχων κρατών τα οποία όταν βρίσκονται σ’ ανταγωνισμό σπάνια δέχονται να ερμηνεύσουν τις αρχές του διεθνούς δικαίου με τον ίδιο τρόπο. Σε κάθε προσπάθεια οντολογικής θεμελίωσής ακόμη και ενός Διεθνούς Δέοντος (διεθνούς, δηλαδή διακρατικού και βασισμένου στο καθεστώς κυριαρχίας), παραμονεύουν στοχαστικές παγίδες, αναπάντητα φιλοσοφικά ζητήματα και το αμφιλεγόμενο φιλοσοφικό ναρκοπέδιο των διεθνιστικών νεωτερικών-ορθολογιστικών θεωρήσεων για τη σχέση των πνευματικών με τα αισθητά, τις αξίες, τις ηθικοκανονιστικές δομές, την ηθική και τη σχέση του δέοντος με το κανονιστικό αιτιώδες. Έστω κι αν τεκμηριωθεί η ύπαρξη ενός οντολογικά θεμελιωμένου Διεθνούς Δέοντος –όπως η παρούσα ανάλυση υπαινίσσεται–, παραμονεύουν ανθρώπινες αδυναμίες που είναι δυνατό να προκαλέσουν ολισθήματα προς καταχρηστικές ερμηνείες[92]. Θα μπορούσε να προστεθεί ότι, με δεδομένη τη φύση της διεθνούς πολιτικής στο κατώφλι του 21ου αιώνα και των αμφιλεγόμενων συζητήσεων, στη σφαίρα των κοσμοθεωρητικών συζητήσεων μια τέτοια αυθαιρεσία όχι μόνο δεν μπορεί να αποκλειστεί, αλλά θα πρέπει να θεωρείται αναμφίβολα δεδομένη[93].

             

Τα προαναφερθέντα, για ένα ακόμη λόγο, συνηγορούν με την θέση ότι η επιστημονική ανάλυση των διεθνών σχέσεων σημαίνει, πρωτίστως, αξιολογική ελευθερία, δηλαδή στον μέγιστο δυνατό βαθμό συνειδητή και φιλότιμη αποστείρωση των επιστημονικών μεθόδων, όρων, εννοιών και συμπερασμάτων από τον ανθρώπινο υποκειμενισμό. Αυτό ακριβώς είναι που διακρίνει την επιστημονική ανάλυση των διεθνών σχέσεων από την πολιτική προπαγάνδα. Ίσαμε τις ακραίες του συνέπειες και σ’ αντιστοιχία με άλλους κλάδους των ανθρωπιστικών σπουδών αυτό είναι που διακρίνει την επιστημονική μελέτη από την επιστημονική τσαρλατανιά ή την αξιολογικά ουδέτερη επιστημονική μελέτη των διεθνών σχέσεων από τα κανονιστικά προσανατολισμένα θεωρήματα ή ιδεολογήματα. Τα τελευταία, υπό συνθήκες ηθικοκανονιστικού κατακερματισμού του πλανήτη και της απορρέουσας Υπαρκτικής κοινωνικής ετερότητας, είναι αναπόδραστα εξομοιωτικού χαρακτήρα, μη συμβατά με τις αξιώσεις συλλογικής ελευθερίας και αντίθετα με τους κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένους σκοπούς μιας εκάστης κοινωνίας. Αυτά θα ισχύουν ενόσω οι κανονιστικά προσανατολισμένες αποφάνσεις δεν απαλλάσσονται από τις φυσιοκρατικές επιρροές ακραίων διεθνιστικών-νεωτερικών θεωρημάτων περί υπάρξεως δήθεν ενός αμάχητου παγκόσμιου ορθολογισμού και ενόσω δεν συμμορφώνονται αυστηρά προς την Υπαρκτική ετερότητα των κοινωνιών και τις αξιώσεις εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας μιας εκάστης πολιτισμένης κοινωνίας, ενόσω δηλαδή δεν αποδέχονται πως οικουμενικές-αξιακές αποφάνσεις και συλλογική ελευθερία στο διεθνές σύστημα είναι έννοιες εξ ορισμού ασύμβατες και αντιθετικές[94].

            Αξιολογική ελευθερία στην ανάλυση των διεθνών σχέσεων δεν μπορεί να σημαίνει αποφυγή αναμέτρησης με τους εχθρούς της οντολογικού περιεχομένου αξίωσης συλλογικής ελευθερίας. Έτσι, κατά πρώτον, αξιολογική ελευθερία δεν σημαίνει αποφυγή πολεμικής κατά εκείνων των προσεγγίσεων που υπονομεύουν την ανθρώπινη ελευθερία ή κατά της ιδεολογικοπολιτικής προπαγάνδας που ύπουλα μεταμφιέζεται σε ακαδημαϊκή για να διαφθείρει την επιστημονική μελέτη των διεθνών σχέσεων. Τόσο η αξιολογική ελευθερία όσο και η υπεράσπισή της είναι δυνατό να αναφέρονται σε οντολογικά θεμελιωμένα κριτήρια, δεν παύουν όμως, όπως μόλις αναφέρθηκε, να ενέχουν ηθικοκανονιστικές προεκτάσεις. Κατά συνέπεια, πέραν της αξιολογικά ελεύθερης αναζήτησης οντολογικά θεμελιωμένων ηθικών κριτηρίων ο διεθνολόγος είναι υποχρεωμένος να εισέλθει στο ναρκοπέδιο των εναλλακτικών ερμηνειών των ηθικοπρακτικών προεκτάσεών τους. Κατά δεύτερον, ακόμη κι αν θεμελιωθούν οντολογικά κριτήρια, αυτό δεν σημαίνει πως δεν αναφύονται επιστημολογικά, επιστημονικά και δεοντολογικά προβλήματα που η παρούσα ανάλυση ούτε παραβλέπει ούτε παρακάμπτει. Αν μη τι άλλο, στην ιστορία των ιδεών, οι εναλλαγές μεταξύ θεολογίας και πολιτικής θεολογίας που συνύφαιναν κάποιο Ον με κάποιο Δέον είναι το πιο σύνηθες φαινόμενο: τον μεταφυσικό διαμέσου της θείας πρόνοιας ορισμό του κανονιστικού Δέοντος κατά τον Μεσαίωνα διαδέχτηκε η πολιτική θεολογία των νεότερων χρόνων, που κατά περίπτωση συνέδεε κάποια φυσική αιτιώδη αναγκαιότητα με κάποιο κανονιστικό δέον. Η πιο ήπια εκδοχή της νεωτερικής πολιτικής θεολογίας είναι η εταιρική κοσμοθεώρηση περί δυνατοτήτων οργάνωσης του κοινωνικοπολιτικού βίου σ’ εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο με βάση μια «ορθολογική» νομικοπολιτική δομή.

            Προεκτάσεις της είναι ποικίλες ακραίες υλιστικές-φυσιοκρατικές εκδοχές του φιλελευθερισμού, τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του 20ού αιώνα και τα ύστερα παραδείγματα του εξομοιωτικού μαρξισμού, καθώς επίσης και ο ναζιστικός ολοκληρωτισμός[95]. Σε μια τέτοια εταιρική νομικοπολιτική δομή που δεν είναι κατ’ ανάγκην κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένη, υποστηρίζεται, οι «ορθολογιστικά» –διάβαζε «ορθά», όπου η «ορθότητα» προσδιορίζεται στη βάση μεταφυσικού χαρακτήρα ηθικοφιλοσοφικών παραδοχών ή απλά των γνωμών του κάθε γράφοντος[96]– σκεπτόμενοι άνθρωποι θα συμβιώνουν αρμονικά και ειρηνικά ανεξαρτήτως γλώσσας, θρησκείας, κοσμοθεωρητικών παραδοχών, ιστορικής μνήμης και άλλων ορατών ή αόρατων κριτηρίων και παραγόντων που προσδιορίζουν τις ατομικές και συλλογικές κοσμοθεωρίες και την πολιτική ηθική των κοινωνιών του πλανήτη[97].

            Είναι πρόδηλο πως αν ίσχυε έστω και μερικώς μια τέτοια παραδοχή ο πλανήτης θα είχε από καιρό αλλάξει την ηθικοκανονιστική του δομή: οι διεθνείς θεσμοί θα εφάρμοζαν ευθύγραμμα και χωρίς το παραμικρό πρόβλημα συμπεφωνημένες διατάξεις συγκεκριμένων προνοιών διεθνούς δικαίου, τα κράτη θα τηρούσαν πλήρως τις δεσμεύσεις τους και ενδεχομένως οι άνθρωποι θα αποφάσιζαν πως ο κατακερματισμός του κόσμου σε εθνικά-κρατικά κανονιστικά συστήματα είναι οικονομικά αναποτελεσματικός, δικαιακά προβληματικός και από άποψη παγκόσμιας τάξης άσκοπος. Θα αποφάσιζαν έτσι, ανεξαρτήτως ύπαρξης πολλών θεμελιωδών κοσμοθεωρητικών στάσεων, τη θεσμική ενοποίηση του κόσμου, δηλαδή τη δημιουργία ενός παγκόσμιου κράτους ή κάποιου παραπλήσιου παγκόσμιου θεσμικού συστήματος.

            Στο σημείο αυτό αρκεί να τονιστεί πως κάθε εξομοιωτική κοσμοθεωρία από το ένα άκρο στο άλλο και σ’ όλες τις πιθανές ενδιάμεσες αποχρώσεις προτάσσει κάποιες ηθικοκανονιστικές παραδοχές –αδιάφορο το περιεχόμενό τους, επειδή μορφικά είναι πανομοιότυπες, στον βαθμό που αποσκοπούν σε μια εξομοίωση σε αναφορά με κάποιο επαναστατικό δόγμα–, τις οποίες οι άνθρωποι καλούνται να υπερθέσουν στην Υπαρκτική ετερότητά τους, στις δικές τους θεμελιώδεις κοσμοθεωρίες, στα δικά τους ανθρωπολογικά πιστεύω και στους επιμέρους κοινωνικά προσδιορισμένους σκοπούς μιας εκάστης κοινωνίας.

            Η ανάλυση της διεθνούς πολιτικής δεν δύναται να παρακάμψει ή να παραβλέψει αυτόν τον πλήρη επιστημονικών και λογικών σφαλμάτων στοχαστικό και πολιτικό παραλογισμό επειδή το πρόβλημα που δημιουργεί εισέρχεται στον πυρήνα του διεθνολογικού προβληματισμού και επηρεάζει όλα τα ζητήματα της θεωρίας διεθνών σχέσεων: τον ρόλο της εθνικής-κρατικής κυριαρχίας, τα κατά πόσο το εθνικό-κρατικό γίγνεσθαι είναι αντιστρέψιμο προς όφελος μιας υπερεθνικής δομής, τις παραδοχές μιας οποιασδήποτε υπερεθνικής δομής, τις νομιμοποιητικές βάσεις των διεθνών θεσμών, τις δυνατότητες ειρηνικής επίλυσης των διαφορών όταν συγκρούονται ζωτικά συμφέροντα, την αποτελεσματικότητα του διεθνούς δικαίου και την αποτελεσματικότητα των συστημάτων συλλογικής ασφάλειας.

            Πολύ περισσότερο από οποιοσδήποτε άλλο κοινωνικό επιστήμονα ο στοχαστής των διεθνών σχέσεων απαιτείται να παίρνει στα σοβαρά τη διχοτόμο που δημιουργούν οι δύο αντιθετικές και συνάμα θανάσιμα εχθρικές κοσμοθεωρητικές παραδοχές: από τη μια πλευρά βρίσκονται οι εξομοιωτικές αξιώσεις –πάντοτε ηγεμονικές και στις συνέπειές τους αυτοκρατορικές–, οι οποίες αποσκοπούν στην κοινωνικοπολιτική ενοποίηση όλων των ετερογενών κοινωνιών του πλανήτη, προκαλώντας έτσι την αντίστασή τους, συγκρούσεις,  καταστροφές και εκατόμβες. Από την άλλη πλευρά βρίσκεται η επιτυχής αντίσταση των κοινωνιών στις ηγεμονικές αξιώσεις που τους τελευταίους αιώνες προκάλεσε την ανάδειξη του έθνους-κράτους και της εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας ως καθεστώτος των διεθνών σχέσεων –από το οποίο απορρέουν οι θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου για μη επέμβαση, διακρατική ισοτιμία και εσωτερική αυτοδιάθεση– και δημιούργησε το σύγχρονο διακρατικό σύστημα. Αυτές οι δομές –δηλαδή το έθνος-κράτος και οι διεθνείς θεσμοί που σκοπό έχουν να διασφαλίσουν την ελευθερία-ανεξαρτησία τους–, εξάλλου, είναι θεμελιωμένες στην οντολογικού περιεχομένου αξιώσεις συλλογικής ελευθερίας-ανεξαρτησίας. 

 

9. Εμμανουήλ Καντ και η συζήτηση περί δημοκρατίας και ειρήνης

 

Η στοχαστική διαμάχη περί δημοκρατίας και πολέμου βρίσκεται στο πυρήνα τόσο της θεωρίας διεθνών σχέσεων όσο και των πολιτικών συζητήσεων. Όπως και πολλές άλλες επιθέσεις κατά της θουκυδίδειας παράδοσης στο παρελθόν, έχει από καιρό εισέλθει σε φάση μεγάλης στοχαστικής ακαταστασίας. Αναμιγνύονται άναρχα α) κλασικές επικούρειες κοσμοπολίτικες αντιλήψεις, β) ένας νέος μεσαιωνισμός[98] που πρεσβεύει την αποσυναρμολόγηση των κρατών και την δημιουργία οικουμενικής οργάνωσης[99]γ) διεθνιστικές-νεωτερικές θεωρήσεις περί ύπαρξης ενός επέκεινα οικουμενικού ορθολογισμού όπως τον περιγράψαμε στην προηγούμενη ενότητα, δ) αμερικανικές φυσιοκρατικές αξιώσεις ισχύος μεταμφιεσμένες με ποικίλα και ρευστά διεθνιστικά-ιδεαλιστικά δόγματα, ε) θεωρίες για μια νέα διχοτόμο όπου πλέον θα συγκρούονται οι πολιτισμοί και στ) ύστερες νεοφιλελεύθερες θεωρήσεις υπέρ μιας έκδηλα ηγεμονικής οργάνωσης του διεθνούς συστήματος και ηγεμονικής λειτουργίας των διεθνών θεσμών[100].

            Γι’ αυτό, δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της συζήτησης περί δημοκρατίας και πολέμου είναι ότι οι αντιφάσεις του επιστημονικού λόγου που στο επίπεδο του πολιτικού λόγου –στον οποίο διολισθαίνουν συχνά μερικές αναλύσεις, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου θεωρήματος–, εύκολα μετατρέπονται για ασάφεια ως προς το ποιοι μπορούν να πολεμούν και ποιοι όχι[101]. Χαρακτηριστικό του αδιεξόδου των φιλελεύθερων θεωριών όσον αφορά αυτά τα μεγάλα ζητήματα πολιτικής φιλοσοφίας των διεθνών σχέσεων είναι η προαναφερθείσα διολίσθηση των νεοφιλελεύθερων θεωρήσεων στο ναρκοπέδιο των ηγεμονικών και ρασιοναλιστικών αιτιολογήσεων για «προσωρινή» ηγεμονική σταθεροποίηση (ως στοιχείο που αιτιολογεί στη βάση της «αναγκαιότητας» και του «μικρότερου κακού»[102]και υποθέσεων για τον ρόλο της δημοκρατίας (ως προωθητικού παράγοντα ειρηνικών σχέσεων.

            Τέτοια επιχειρήματα συγχέουν την ειρήνη λόγω ηγεμονικής τάξης που υπήρχε σε όλα τα αυταρχικά αυτοκρατορικά καθεστώτα με την διακρατική ειρήνη ως δικαιακά θεμελιωμένη τάξη που πρέπει να υπάρχει αν δεν υπήρχαν τα αίτια πολέμου και αν εφαρμοζόταν το διεθνές δίκαιο. Ακόμη πιο σημαντικό, η νεοφιλελεύθερη θεωρία διολίσθησε στο επίσης προαναφερθέν επιχείρημα που αποκρυσταλλώθηκε και διατυπώθηκε την δεκαετία του 1990 και εντάθηκε την τρέχουσα δεκαετία περί πρωτοκαθεδρίας των «αγγλοσαξονικών προτύπων». Όπως ήδη αναφέρθηκε, ακόμη και αναλύσεις που αξιώνουν επιστημονική εγκυρότητα, προτάσσουν ως σχεδόν μόνη αιτιολόγηση τέτοιων αλμάτων την πιθανή ανάπτυξη παγκόσμιας ιδεολογικής σύγκλισης στη βάση των αγγλοσαξονικών ηθικοκανονιστικών αξιών, γεγονός που αν συντελεστεί, υποστηρίζεται συχνά, θα απαντήσει το κλασικό ερώτημα για την «κοινωνική» βάση των κάθε φύσεως διεθνών ή «υπερκρατικών» ή μερικώς υπερεθνικών θεσμών, καθώς επίσης και τα κλασικά ερωτήματα για τους κοινωνικούς και ιδεολογικούς παράγοντες, χωρίς τους οποίους κανένα κανονιστικό σύστημα δεν είναι βιώσιμο, τουλάχιστον επί μακρόν[103]

 

Γιατί όμως οι νεοφιλελεύθεροι αναλυτές και τα συνοδοιπόρα ρεύματα[104] επιστρατεύουν τόσο ευάλωτα επιχειρήματα όπως το προαναφερθέν της «ηγεμονικής σταθερότητας» και της πρωτοκαθεδρίας των αγγλοσαξονικών διοικητικών και καθεστωτικών προτύπων; Η υιοθέτηση τέτοιων θέσεων και η συνταύτισή τους με τις περί «δημοκρατικής ειρήνης» θέσεις του Ιμάνουελ Καντ είναι τουλάχιστον ατυχής και οπωσδήποτε επιστημονικά αβάσιμη. Αν και οι θεωρήσεις του Καντ περί δημοκρατίας και ειρήνης γράφτηκαν σε μια εποχή που το σύγχρονο πολιτειακό σύστημα δεν είχε διαμορφωθεί πλήρως, οι θέσεις του δεν ήταν εξομοιωτικές –δηλαδή, σεβόταν την ετερότητα των επιμέρους κοινωνιών και την πολιτική τους κυριαρχία–, ενώ είναι αδιανόητο να περιείχαν εκλογικεύσεις για κατεξουσιαστική ηγεμονική οργάνωση του κόσμου. Οι μάλλον αξιωματικές θέσεις του, εξάλλου, δεν έτυχαν μεγάλης επεξεργασίας από τον ίδιο. Οι χιλιάδες αναλυτές που επικαλούνται τον Καντ συχνά κάνουν αυθαίρετα άλματα συλλογισμών. Ουσιαστικά, ο μόνος σημαίνων φιλόσοφος που μπόρεσε να προεκτείνει βάσιμα τις καντιανές θεωρήσεις για το διεθνές σύστημα είναι ο John Rawls, ο οποίος και απορρίπτει ευθέως και θεμελιωμένα, όπως ήδη τονίστηκε, κάθε κοσμοπολίτικη εξομοιωτική εκτροπή.

            Η συχνή επίκληση του Ιμανουήλ Καντ από πολλούς φιλελεύθερους αναλυτές της ύστερης εποχής για να αιτιολογήσουν ένα λίγο πολύ ηγεμονικά δομημένο διεθνές σύστημα είναι ίσως η μεγαλύτερη διαστροφή και ιδιοτελής στράτευση των ιδεών των νεότερων χρόνων (με εξαίρεση ίσως τις διεθνιστικών προσανατολισμών μαρξιστικές θεωρήσεις). Μεταξύ άλλων, πολλές αναλύσεις, ιδιαίτερα στον νεοφιλελεύθερο χώρο και στον πολύ ευρύτερο χώρο των συνοδοιπόρων στοχαστικών παραπροϊόντων του[105], εντάσσουν στο ίδιο σκεπτικό αυθαίρετους, εξομοιωτικού χαρακτήρα  και μεταφυσικούς προσδιορισμούς της δημοκρατίας που εξ αντικειμένου είναι ασύμβατες με τις θεμελιώδεις φιλοσοφικές παραδοχές του Καντ και ελάχιστα επεξεργασμένες ύστερες θεωρήσεις για την αλληλεξάρτηση, τους διεθνείς θεσμούς, το περιεχόμενο ενός φιλελεύθερου καθεστώτος σε μια πολιτισμικά μη φιλελεύθερη κοινωνία και την διεθνή ειρήνη την οποία αποσυνδέουν από τα πραγματικά αίτια πολέμου.

 

10. Σύνοψη των βασικών πτυχών της διαμάχης περί την «δημοκρατική ειρήνη»

 

Πέραν των ήδη αναφερθέντων, ύστερες νεοφιλελεύθερες θεωρήσεις υποστηρίζουν ότι οι φιλελεύθερες δημοκρατίες «δεν πολεμούν η μία την άλλη» επειδή υπάρχει στενή σχέση ενδοκρατικών θεσμών και εξωτερικής συμπεριφοράς ενός κράτους. Το ζήτημα κατά πόσο μια δημοκρατία κάνει πόλεμο εναντίον μιας άλλης (π.χ. η Αθήνα εναντίον των άλλων Πόλεων-Κρατών της κλασικής Ελλάδας ή οι ΗΠΑ εναντίον του Βιετνάμ και εναντίον του Ιράκ το 2003 κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου) παρακάμπτεται ή εκλογικεύεται βολικά[106]. Μερικοί φιλελεύθεροι αναλυτές που αντιλήφθηκαν τον αθεμελίωτο χαρακτήρα αυτών των θέσεων αναδιπλώθηκαν και επαναδιατύπωσαν το επιχείρημά τους γράφοντας ότι, «αν και δεν τίθεται ζήτημα να αρνηθούμε πως η πολιτική της ισχύος δεν διαδραματίζει ρόλο στην εξωτερική πολιτική των κρατών», εντούτοις «οι δημοκρατίες που έχουν παραστάσεις η μία για την άλλη πως είναι φιλελεύθερες δεν πολεμούν η μία την άλλη». Κι αυτό «επειδή έχουν το ίδιο σύστημα ιδεών και τις ίδιες προσδοκίες»[107].

 

Οι αντιρρήσεις είναι πολλές, ουσιαστικές και πολλαπλά θεμελιωμένες. Το πρόβλημα μιας επιστημονικής αποτίμησης είναι να αναφερθούν βάσιμα επιχειρήματα που θα θεμελιώσουν ότι αυτό που είναι αυτονόητο στις διαπροσωπικές σχέσεις –και που ο μέσος άνθρωπος τείνει να αποδεχθεί πόσις αβρόσοις ως προφανές– δεν ισχύει στις διακρατικές σχέσεις όσον αφορά το φαινόμενο του πολέμου (το οποίο όπως αναφέρθηκε πιο πάνω συναρτάται άμεσα και οργανικά με συγκεκριμένα αντικειμενικά αίτια).

            Κατ’ αρχάς, επισημάνθηκε πως μια θεωρία με ερμηνευτικές αξιώσεις απαιτείται να αποδείξει τα αίτια για τα οποία μια φιλελεύθερη δημοκρατία δεν πολεμά η μία την άλλη[108]. Επίσης, εκτός του ότι πόλεμοι μεταξύ δημοκρατικών καθεστώτων και ακόμη μεταξύ φιλελεύθερων καθεστώτων έλαβαν χώρα και ότι αυτό δεν μπορεί να παρακαμφθεί, είναι γεγονός πως οι πόλεμοι μεταξύ μεγάλων βιομηχανικών κρατών δεν είναι καθημερινό φαινόμενο. Αυτό όμως σχετίζεται με κόστος όσον αφορά τα εθνικά συμφέροντα και όχι με κάποια κοινά οικουμενικά αξιακά κριτήρια. Ενώ η έναρξη πολεμικών συγκρούσεων μεγάλης κλίμακος είναι σπάνιο φαινόμενο, ιδιαίτερα μεταξύ των μεγάλων βιομηχανικών κρατών, το πιο σύνηθες φαινόμενο των διακρατικών σχέσεων, συχνά ακόμη και μεταξύ εχθρών, είναι η ανάπτυξη κάθε είδους συναλλαγών που προάγουν την εκατέρωθεν ευημερία[109].

            Ασφαλώς, οι ωφελιμιστικές συναλλαγές δεν εγγυώνται πως δεν θα υπάρξει πόλεμος. Αντίθετα, αν τα οφέλη τεθούν σε κίνδυνο (π.χ. επενδύσεις, εμπόριο, διακίνηση αγαθών), το πιο πιθανό είναι πως θα υπάρξουν αναμετρήσεις και ίσως πόλεμος για να διασφαλιστούν τα συμφέροντα. Ο πρόεδρος Νίξον στα απομνημονεύματά του, για παράδειγμα, εξηγεί τις ποικίλες αμερικανικές επεμβάσεις κατά πολλών κρατών μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αναφέροντας μια μακρά λίστα συμφερόντων (πρώτων υλών, εμπορικών σχέσεων κ.ά.) για τα οποία η Αμερική προχωρούσε σε πολεμικές ενέργειες[110].

            Όμως η πιο σημαντική επισήμανση που χτυπά τον πυρήνα των συχνών πολιτικών εκλογικεύσεων που παρεισφρέουν στον ακαδημαϊκό διάλογο είναι το ερώτημα πώς προσδιορίζει κανείς το καθεστώς «δημοκρατία» και το είδος του πολέμου. Πέραν των προαναφερθέντων για τον χαρακτήρα και τις αποχρώσεις πολιτισμένων καθεστώτων, ερωτάται, για παράδειγμα, κατά πόσον ήταν ή δεν ήταν δημοκρατία η Γερμανία το 1914[111]. Η απάντηση είναι ότι αν και δημοκρατία, όπως και κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1930 όταν ηγούνταν εκλεγμένες κυβερνήσεις, δεν εμπόδισε το ξέσπασμα δύο διαδοχικών πολέμων στους οποίους το κράτος αυτό πρωτοστάτησε ως η κατά κύριο λόγο επιτιθέμενη χώρα[112]. O Christopher Layne, για παράδειγμα, στην σημαντική σχετική μελέτη, κατέδειξε πως οι περιπτώσεις οι οποίες συνήθως αναφέρονται στη βιβλιογραφία ως παραδείγματα μη ύπαρξης πολέμου οφείλονταν σε ορθολογιστικούς υπολογισμούς του κόστους έκρηξης πολέμου είτε λόγω ισχύος του αντιπάλου είτε λόγω κατανομής ισχύος στο σύστημα που θα προκαλούσε εξισορροπητικές κινήσεις που δεν τα συνέφεραν[113]. Η σημασία αυτής της θεμελίωσης είναι όντως μεγάλη: Αν αυτοί είναι οι πραγματικοί λόγοι για τους οποίους δεν υπάρχει πόλεμος μεταξύ δύο κρατών εκ των οποίων τουλάχιστον το ένα ακολουθεί ηγεμονική-αναθεωρητική πολιτική, η αποτροπή πολέμου διασφαλίζεται με επαρκή ισχύ, συμμαχίες και εν γένει ισορροπία δυνάμεων. Αν αντίθετα κάποιος στηριχτεί στην αντίθετη λανθασμένη αντίληψη όπως έγινε με τον κατευνασμό του Μονάχου το 1939[114] πως οι διαπροσωπικές σχέσεις και τα καθεστώτα του ενός ή του άλλου είδους, τωρινά ή πιθανά μελλοντικά, θα διασφαλίσουν την ειρήνη, το πιθανότερο ενδεχόμενο επιλογών που εδράζονται σε τόσο λανθασμένους συλλογισμούς θα είναι είτε πόλεμος είτε αλλαγή του κυριαρχικού καθεστώτος[115]. Ασφαλώς οι επιπτώσεις ποικίλλουν. Διαφορετικές θα είναι οι συνέπειες για τις ΗΠΑ στους υπολογισμούς τους με ένα άλλο απείρως ασθενέστερο κράτος και διαφορετικές οι συνέπειες μεταξύ δύο περιφερειακών κρατών στρατιωτικά και πολιτικά ισοδύναμων.

 

Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα είναι ο αξιακός χαρακτήρας της αιτιολογικής βάσης πολλών επιχειρημάτων. Όχι μόνο υπεισέρχονται αστάθμητα κριτήρια «δύο μέτρων και δύο σταθμών» αναφορικά με τους πραγματικούς στόχους των δημοκρατικών κρατών, ιδιαίτερα των ισχυρών που συχνά επιδεικνύουν αλαζονική ηγεμονική συμπεριφορά[116], αλλά επίσης αναφύονται ζητήματα καταχρηστικής άσκησης βίας, μη αναστρέψιμων καταχρηστικών διεθνών αλλαγών[117] και παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου και του πολιτικού πολιτισμού των διεθνών σχέσεων με εκλογικεύσεις που αφορούν τα οικεία πολιτικά, οικονομικά και πολιτισμικά συμφέροντα και αυτά των συμμάχων. Τα παραδείγματα είναι αναρίθμητα και καθημερινά. Μερικοί αμερικανοί αναλυτές που εμμένουν στις αντικειμενικές επιστημονικές θεμελιώσεις και όχι στις βολικές παραλείψεις τα υπενθυμίζουν. Ο Kenneth Waltz, για παράδειγμα, πως ο Dean Rusk, υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, αιτιολόγησε τη στρατηγική της ανάσχεσης και πιο συγκεκριμένα την επίθεση κατά του Βιετνάμ με όρους εθνικής ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών δηλώνοντας ότι «οι ΗΠΑ δεν μπορούν να είναι ασφαλείς μέχρις ότου ολόκληρο το διεθνές περιβάλλον είναι ιδεολογικά ασφαλές»[118]. Ο Henry Kissinger, επίσης, υπουργός Εξωτερικών, αιτιολογώντας τη συνωμοσία κατά της δημοκρατικά εκλεγμένης πολιτικής ηγεσίας της Χιλής τη δεκαετία του 1970 δήλωσε ότι «δεν βλέπω γιατί θα καθίσουμε να κοιτάμε μια χώρα να γίνεται κομουνιστική όταν αυτό οφείλεται στην ανευθυνότητα της κοινωνίας της[119]».

            Αυτές οι χαρακτηριστικές στάσεις οι οποίες πριν και μετά τον πόλεμο του Ιράκ του 2003 έφθασαν στο απόγειό τους, αντανακλούν μια μακρά παράδοση στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, αφενός απλουστευτικής εξομοίωσης του κόσμου με το αμερικανικό πολιτικό σύστημα[120]και αφετέρου πολιτικών εκλογικεύσεων ηγεμονικού χαρακτήρα που οδηγούν σε ενέργειες υπέρ της διάδοσης της δικής τους πολιτειακής εμπειρίας και πολιτικής κουλτούρας παγκοσμίως. Επιπλέον, αυτές οι εκλογικεύσεις όχι μόνο δεν οδηγούν σε σταθερότητα, αλλά και σε απλουστευτικές στρατηγικές επιλογές που δεν λαμβάνουν επαρκώς υπόψη τις ιστορικές συνθήκες, τις γεωπολιτικές σκοπιμότητες άλλων κρατών, τις περιφερειακές ιδιαιτερότητες ή ακόμη και τα θεμιτά συμφέροντα ασφάλειας άλλων κρατών[121].

            Λανθασμένες εκτιμήσεις εκ μέρους μιας μεγάλης και ισχυρής χώρας όπως οι ΗΠΑ είναι δυνατό να οδηγήσουν σε μερικές αναπροσαρμογές της εξωτερικής της πολιτικής ή σε κάποια αναταραχή σε μια περιοχή που δεν επηρεάζει την αμερικανική κοινωνία[122]. Οι ίδιες λανθασμένες εκτιμήσεις από χώρες στις περιοχές των οποίων η σταθερότητα-ειρήνη εξαρτάται από λεπτές ισορροπίες ισοδύναμων κρατών διαμέσου των οποίων ελέγχονται οι αναθεωρητικές στάσεις, μπορεί να αποβεί καταστροφική. Επ’ αυτού ακριβώς του ζητήματος, ο Kenneth Waltz κάνει την εξαιρετικά κρίσιμη επισήμανση πως το ζήτημα δεν τίθεται με τον ίδιο τρόπο για ένα μεγάλο-ισχυρό κράτος και για ένα λιγότερο ισχυρό κράτος. Συγκεκριμένα, σημειώνει, όπως εξάλλου θεμελιώθηκε από τον Edward H. Carr, τα ισχυρά κράτη έχουν πολλούς άλλους τρόπους για να εκπληρώσουν τους σκοπούς τους χωρίς να έχουν ανάγκη προσφυγής σε αποτρεπτικές στάσεις ή πόλεμο. Αυτά τα μέσα είναι ο επηρεασμός της πολιτικής των κρατών των οποίων η εξωτερική πολιτική επιθυμούν να αλλάξει με διάβρωση των διανοουμένων και της κοινωνίας[123], οι μυστικές ανατρεπτικές ενέργειες, η επιστράτευση των διεθνών θεσμών σε ενέργειες που τα συμφέρει και η χρήση των οικονομικών μοχλών για να επιφέρουν αλλαγή της κρατικής συμπεριφοράς ασθενέστερων κρατών[124]. Διακωμωδώντας όλες τις απείρου κάλλους προαναφερθείσες πολιτικές εκλογικεύσεις που παρεισφρέουν στη θεωρία διεθνών σχέσεων για να εξυπηρετήσουν εφήμερες προπαγανδιστικές ανάγκες της αμερικανικής διπλωματίας στην επεμβατική τους στρατηγική (στρατηγική που κυμαίνεται συνεχώς με την εναλλαγή κυβερνήσεων, αλλά παραμένει σταθερά ηγεμονική και επεμβατική[125]), ο Kenneth Waltz γράφει: «Όταν αρχίσεις να κατηφορίζεις [στις εκλογικεύσεις για το ποιος είναι δημοκρατικός και ποιος όχι], δεν είναι εύκολο να σταματήσεις. (…) Μια φιλελεύθερη δημοκρατία σε πόλεμο με ένα άλλο κράτος είναι απίθανο να δεχτεί πως το άλλο κράτος είναι φιλελεύθερη δημοκρατία. (…) Οι δημοκρατίες συχνά προωθούν πολέμους επειδή κατά καιρούς [αυθαίρετα] αποφασίζουν ότι ο τρόπος διατήρησης της ειρήνης [Σ.τ.Σ.: ή ο τρόπος για να προκαλέσουν περιφερειακές ανακατανομές συμφερόντων] είναι με πόλεμο και ήττα μη δημοκρατικών κρατών και μετατροπής τους σε δημοκρατικά»[126].

            Ακόμη πιο σημαντικό, ο Waltz τονίζει πως στις δημοκρατίες συχνά δαιμονοποίηση άλλων λαών από την πολιτική ηγεσία και λαϊκός ενθουσιασμός εναντίον τους αλληλοτροφοδοτούνται, κάνοντας τα δημοκρατικά καθεστώτα να συμπεριφέρονται επιθετικά. Αντίστροφα, ο λαϊκισμός των ηγετών προς άγρα ψήφων είναι δυνατό να αποδυναμώσει τις εξισορροπητικές επιλογές όταν πραγματικά υπάρχει κίνδυνος από μια αναθεωρητική δύναμη[127]. Στηλιτεύοντας περαιτέρω τις πολιτικές εκλογικεύσεις που παρεισφρέουν στην επιστημονική συζήτηση με αναφορές στις γνήσιες αφετηριακές απόψεις του Ιμάνουελ Καντ στο θέμα της επέμβασης, ο Kenneth Waltz επισημαίνει τη σιγήν ιχθύος πολλών φιλελεύθερων αναλυτών για εξόφθαλμα παράνομες και συγκρουσιακές στάσεις των ΗΠΑ στη διεθνή πολιτική: «Τόσο στην περίπτωση της ναρκοθέτησης των λιμανιών της Νικαράγουα όσο και με την εισβολή στον Παναμά, αυθαδώς και προσβλητικά για τη νοημοσύνη οι Ηνωμένες Πολιτείες παραβίασαν το διεθνές δίκαιο. Στην πρώτη περίπτωση αρνήθηκαν τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου που είχαν προηγουμένως αποδεχτεί. Στη δεύτερη περίπτωση, τον Καταστατικό Χάρτη του Οργανισμού των Αμερικανικών Κρατών του οποίου είναι οι κυριότεροι ανάδοχοι. (…) Τόσο στο εσωτερικό του κύκλου που συμπεριλαμβάνει τα δημοκρατικά κράτη όσο και εκτός του κύκλου η ειρήνη εξαρτάται από μια επισφαλή ισορροπία δυνάμεων. Τα αίτια πολέμου βρίσκονται όχι απλώς στο εσωτερικό των  κρατών ή στο σύστημα των κρατών. Βρίσκονται σε αμφότερα τα επίπεδα. Ο Καντ το είχε αντιληφθεί. Οι αφοσιωμένοι στην άποψη περί δημοκρατικής ειρήνης το παραβλέπουν»[128].  

            Τέλος αλλά όχι το τελευταίο που θα μπορούσε να αναφερθεί, παρακάμπτοντας την πλούσια σε παραδείγματα περίοδο της αμερικανικής ιστορίας από το 1776 μέχρι το 1917 στην οποία ήδη αναφερθήκαμε ακροθιγώς πιο πάνω, απλά υπενθυμίζεται πως παρά τον δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος η αμερικανική κοινωνία και πολιτική ηγεσία δεν δίστασαν να επεκταθούν, να εκλογικεύσουν τον ρατσισμό και τη γενοκτονία, να πολεμήσουν λαούς που δεν έκαναν τίποτ’ άλλο παρά να θέλουν να ζήσουν στην πατρίδα τους και με αδίστακτες μεθοδεύσεις να εξαλείψουν την παρουσία τους από τον βορειοαμερικανικό χώρο. Όσο για τη δημοκρατική κοινή γνώμη, μετατρεπόταν σε λυσσασμένη ανθρώπινη μάζα που αναζητούσε ισχύ, διεύρυνση της ισχύος και τελικά επέκταση της ισχύος σ’ όλο τον πλανήτη όταν ο αμερικανικός στόλος έφτασε μέχρι τις Φιλιππίνες. Βασικά οι γενοκτονίες και η επέκταση συγκρατήθηκαν μόνο όταν αντίπαλη ισχύς εξισορρόπησε τις αμερικανικές αξιώσεις ισχύος[129].

 

11. «Δημοκρατική ειρήνη» και η επιστημονική μελέτη των διεθνών σχέσεων

 

Συμπερασματικά, στις διεθνείς σχέσεις η ποικιλομορφία του κοινωνικού περιβάλλοντος, η διαφορετικότητα των συλλογικών ηθικών συστημάτων σημαίνει ότι αναπόδραστα οι διεθνείς θεσμοί είναι θεσμοί τάξης και όχι θεσμοί παγκόσμιας δικαιοσύνης. Το άρθρο 2 του Κεφαλαίου Ι του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ σοφά υπογραμμίζει αυτό το γεγονός. Η συμπεριφορά των πολιτισμένων κρατών απαιτείται να κρίνεται όχι με βάση το είδος του καθεστώτος αλλά με βάση συγκεκριμένα κριτήρια που αφορούν την διεθνή νομιμότητα και την συμβατότητα των κοινωνικών τους δομών με πάγια πολιτισμικά και δικαιακά κριτήρια καθώς και κανόνες που σταδιακά αναπτύχθηκαν ή αναπτύσσονται και που ενσωματώνονται στην εσωτερική δικαιοταξία των κυρίαρχων κρατών. Ως τέτοιες κατακτήσεις του ανθρώπινου πολιτισμού στις διεθνείς σχέσεις αναφέρθηκαν η Συνθήκη της Γενεύης, ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ, οι Συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο.

            Σ’ αυτό το δύσκολο στίβο όπου βασικά κανένα κράτος δεν είναι τέλειο αν και όλα τα κράτη διαρκώς εξελίσσονται, παρατηρούμε πως συχνά στάσεις και συμπεριφορές δείχνουν ότι πολλές δημοκρατίες βαθμολογούνται εξαιρετικά χαμηλά. Υπό συνθήκες ύπαρξης πολλών αιτιών πολέμου που παρεμβάλλονται μεταξύ του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς ειρήνης, από την στιγμή που είναι ισχυρές και δεν εξισορροπούνται τείνουν να παραφράσουν την γνωστή ρήση του Θουκυδίδη και να υποστηρίξουν με λόγια και με πράξεις για να υποστηριχθεί πως «ο ισχυρός πρέπει να επιβάλλει ότι του επιτρέπει η δύναμή του». Αυτό μεταφράζεται ως περιφρόνηση ή παραβίαση της διεθνούς νομιμότητας, ως κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης και ως πόλεμος. Όπως τονίστηκε, εκτός από το γεγονός ότι ιστορικά διαψεύδεται, αποτελεί μεγάλο λογικό και επιστημονικό σφάλμα εάν κάποιος περιορίσει την συζήτηση μόνο στις σχέσεις μεταξύ φιλελεύθερων κρατών.

            Η καταχρηστική και αυθαίρετη χρήση εννοιών όπως «ιδεαλισμός», «δημοκρατία», «ανθρώπινα δικαιώματα» για τη μεταμφίεση πολιτικών εκλογικεύσεων που συνιστούν κατά βάση αξιώσεις καταχρηστικής ισχύος, βρίσκεται σε κάθετη αντίθεση με το σύστημα ιδεών που απορρέει από το οντολογικά θεμελιωμένο δικαιακό και κανονιστικό σύστημα των διεθνών σχέσεων των Νέων Χρόνων. Το πνεύμα και το γράμμα του διεθνούς δικαίου, ακριβώς, επιτάσσει ότι τα ηθικά κριτήρια δράσης περί τα διεθνή όχι μόνο πρέπει να είναι συμβατά με την κοινωνικοπολιτική δομή του παγκόσμιου χώρου, αλλά επιπλέον και με την αντίστοιχη θεμελιώδη κοσμοθεωρητική του δομή. Όπως τονίστηκε, τα βασικά κοσμοθεωρητικά δόγματα συναρτώνται με τις αξιώσεις συλλογικής ελευθερίας που θεμελιώνουν οντολογικά την εθνική-κρατική δομή του διεθνούς συστήματος πάνω στην οποία οικοδομούνται τα ηθικοκανονιστικά συστήματα κάθε κοινωνίας και οι καθημερινοί, ηθικοπρακτικής σημασίας, κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένοι σκοποί. Η δόμηση του διεθνούς συστήματος σ’ εθνική-κρατική δομή κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε αιώνων ακυρώνει εκ προοιμίου κάθε δυνατότητα εξομοιωτικών λογικών οποιασδήποτε μορφής ή απόχρωσης. Το ζήτημα που τίθεται όσον αφορά τα διεθνιστικά και κοσμοπολίτικα δόγματα, εξάλλου, δεν είναι βαθμίδας αλλά αρχής.

            Τονίζεται ότι είναι άλλο πράγμα η σταδιακή ενσωμάτωση κοινών διατάξεων ηθικοπρακτικής σημασίας στο δικαιακό σύστημα των κρατών κατόπιν κοινών διακρατικών συμφωνιών και άλλο πράγμα ο ρατσιστικός ισχυρισμός πως ο ένας ή ο άλλος πολιτισμός ή κράτος μπορεί να παράγει κανόνες καθολικής ηθικοπρακτικής σημασίας για όλα τα κράτη τους οποίους τα ισχυρότερα μπορούν στην συνέχεια να επιβάλλουν στους άλλους. Αυτό ακριβώς, επαναλαμβάνεται, είναι και το νόημα των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου και αυτό επιχειρούν να διασφαλίσουν τα συστήματα συλλογικής ασφάλειας: ανεξαρτήτως εσωτερικού πολιτικού συστήματος του ενός ή του άλλου κράτους θα πρέπει να ισχύουν οι θεμελιώδεις αρχές της διακρατικής ισοτιμίας, της μη επέμβασης και του δικαιώματος της εσωτερικής αυτοδιάθεσης.   

            Στο ηθικοκανονιστικά κατακερματισμένο διεθνές σύστημα η ειρήνη και η σταθερότητα είναι συνάρτηση όχι επανόδου στη διεθνοπολιτικά προ-πολιτική εποχή επαναπροσδιορισμού οικουμενικών κοσμοθεωρητικών παραδοχών, αλλά συνάρτηση της εξάλειψης των αιτίων πολέμου και της εφαρμογής των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου που κατοχυρώνει τόσο τις εθνικές-κρατικές κυριαρχίες όσο και τα κοσμοθεωρητικά τους συστήματα. Οι διαπροσωπικές σχέσεις δύνανται να καταστούν εργαλείο εξωτερικής πολιτικής μιας κυβέρνησης για την εκπλήρωση συγκεκριμένων εθνικών συμφερόντων. Όμως, ως μεμονωμένη πράξη που αποσκοπεί να αλλάξει τον κόσμο ή να εξαλείψει τα αίτια πολέμου και μεγάλες διακρατικές διενέξεις ελάχιστες δυνατότητες έχει να επιτύχει. «H ύπαρξη στοχαστικών και αισθητικών σχέσεων διαμέσου των συνόρων», σημειώνει ο Hans Morgenthau, «με κανένα τρόπο δεν αποδεικνύει την ύπαρξη παγκόσμιας κοινότητας. Mια παγκόσμια κοινότητα προικισμένη με πολιτικές δυνατότητες είναι μια κοινότητα κοινών ηθικοκανονιστικών αρχών και πολιτικής δράσης, όχι μια νοερή κοινότητα ή μια συναισθηματική κοινότητα»[130].

            Όπως έσφαλλε όποιος στο παρελθόν συνέδεσε την ειρήνη και τη σταθερότητα στο διεθνές σύστημα με την ανιστόρητη και ανέφικτη ιδέα της αταξικής κοινωνίας, το ίδιο ή και περισσότερο σφάλλει όποιος συνδέει τη διεθνή ειρήνη και σταθερότητα με προπαγανδιστικές πολιτικές εκλογικεύσεις που υποβαθμίζουν την ηθικοκανονιστική και κοσμοθεωρητική ετερότητα των πολιτισμένων κοινωνιών, υποτιμά την ανεξαρτησία-κυριαρχία των εθνών-κρατών, παρακάμπτει τη διακρατική ισοτιμία ως κατάκτηση του ανθρώπινου πολιτισμού και παραβλέπει τα αίτια πολέμου.

 

Υπό το πρίσμα των συζητήσεων για τη δημοκρατία και την ειρήνη οι παραδοχές του Παραδοσιακού Παραδείγματος αναδεικνύονται για μία ακόμη φορά το πλέον αξιόπιστο σύστημα ιδεών της διεθνούς θεωρίας: πιστή στην αξιολογική ουδετερότητα του αναλυτή, η θουκυδίδεια παράδοση στέκεται στην περιγραφή των αιτιών πολέμου, της ηθικοκανονιστικής ετερότητας των κοινωνιών του πλανήτη και το οντολογικά θεμελιωμένο γεγονός της εθνικής-κρατικής κυριαρχίας ως καθεστώτος των διεθνών σχέσεων που διασφαλίζει την ελευθερία-ανεξαρτησία των λαών.

            Γι’ αυτό είναι αδιανόητο ένας αναλυτής του Παραδοσιακού Παραδείγματος –και αυτό είναι ίσως το μέτρο στάθμισης των επιστημονικών από τις μη επιστημονικές αναλύσεις– να επιδίδεται σε έκφραση αποφάνσεων για αξιακές οικουμενικές αρχές διεθνιστικού και κοσμοπολίτικου χαρακτήρα. Ο παραμικρός συλλογισμός προς αυτή την κατεύθυνση δεν βρίσκεται μόνο σε αντίθεση με τις οντολογικά θεμελιωμένες αξιώσεις κυριαρχίας, αλλά επιπλέον δημιουργεί ανυπέρβλητα επιστημονικά σφάλματα. Ασφαλώς επειδή πολλοί στοχαστές, και μάλιστα σε μερικές περιπτώσεις επιφανείς, περιπίπτουν σ’ αυτά τα σφάλματα, δεν αποτελεί πειθαναγκαστικό επιχείρημα αποδοχής των απόψεών τους. Ούτε αποτελεί επίσης πειθαναγκαστικό επιχείρημα αποχής από πρωτογενή και πρωτότυπη ανάλυση το γεγονός πως στη Ελλάδα οι προσπάθειες επιστημονικής ανάλυσης των διεθνών σχέσεων είτε καθηλώθηκαν στον άχαρο ρόλο ταξινόμησης σχολών σκέψης είτε αναλώνονται σε μεταπρατικά αναμασήματα προπαγανδιστικών ηγεμονικών εκλογικεύσεων που ωραιοποιούν το διεθνές σύστημα για να επιτύχουν αναδιανεμητικά αποτελέσματα που εξυπηρετούν τα στρατηγικά συμφέροντα συγκεκριμένων κρατών[131].

 

Καταλήγοντας και για τονιστεί η σημασία των απόψεων του μεγάλου αμερικανού φιλοσόφου, ο John Rawls, έγραψε στο Δίκαιο των Λαών: «αν έπρεπε να τεθεί το ερώτημα κατά πόσο οι φιλελεύθερες κοινωνίες, ηθικά μιλώντας, είναι καλύτερες από τις ευπρεπώς ιεραρχημένες και άλλες ευπρεπείς κοινωνίες και, κατά συνέπεια, κατά πόσο ο κόσμος θα ήταν καλύτερος αν όλες οι κοινωνίες υποχρεώνονταν να γίνουν φιλελεύθερες, εκείνες οι οποίες υποστηρίζουν τη φιλελεύθερη άποψη μπορεί να πίστευαν ότι η απάντηση θα ήταν θετική. Όμως αυτή η απάντηση παραβλέπει την τεράστια σημασία της διατήρησης αμοιβαίου σεβασμού μεταξύ των λαών όπως και της διατήρησης του αυτοσεβασμού κάθε λαού, χωρίς τον φόβο ο σεβασμός αυτός να μετατραπεί σε περιφρόνηση από την πλευρά ενός λαού και σε πικρία και θλίψη από την πλευρά ενός άλλου. Αυτές οι σχέσεις δεν είναι ζήτημα της εσωτερικής (φιλελεύθερης ή ευπρεπούς) βασικής δομής κάθε λαού ιδωμένου ξεχωριστά. Αφορούν περισσότερο σχέσεις αμοιβαίου σεβασμού μεταξύ των λαών και έτσι συνιστούν ένα ουσιώδες μέρος της βασικής δομής και του πολιτικού κλίματος της Κοινωνίας των Λαών. Για τους λόγους αυτούς το Δίκαιο των Λαών αναγνωρίζει τους ευπρεπείς λαούς ως μέλη αυτής της ευρύτερης κοινωνίας. (…) Σέβεται τους ευπρεπείς λαούς επιτρέποντάς τους να βρουν τον δικό τους τρόπο να τιμήσουν αυτά τα ιδεώδη»[132].

            Υπό αυτό ακριβώς το φιλοσοφικό και δικαιακά θεμελιωμένο πρίσμα, ο John Rawls με τόλμη διευκρινίζει πως, στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας δημοκρατικής-πλουραλιστικής Κοινωνίας των Λαών και ενός Δικαίου των Λαών που θα είναι συμβατά με το καντιανό σύστημα σκέψης περί τα διεθνή, ειρήνη σημαίνει είτε σταθερότητα για τους σωστούς λόγους είτε σταθερότητα λόγω ισορροπίας[133]. Κατά συνέπεια, αν δεν θέλουμε σταθερότητα βάσει ισορροπίας με τα γνωστά προβλήματα (άνισης ανάπτυξης, διλημμάτων ασφάλειας κ.λπ. που περιγράφουν οι ρεαλιστικές θεωρίες), τότε θα πρέπει να προκαθορίσουμε έντιμα το γενικό περίγραμμα σχέσεων, συμπεριφορών και κανόνων που προκαλούν σταθερότητα για τους σωστούς λόγους.

            Κατ’ αρχάς, η εκπλήρωση αυτών των σωστών λόγων σημαίνει αποδοχή του εθνικού-κρατικού συστήματος κάθε λαού ή, όπως ο Rawls το ονόμασε, «θεμιτό πατριωτισμό» που συνδέεται με την (εθνική) υπερηφάνεια, την ιστορία και τα επιτεύγματα[134]. Συναρτάται επίσης με τα (εθνικά) συμφέροντα[135] γύρω από τα οποία συγκροτούνται: «Οι λαοί πρέπει να έχουν συμφέροντα – διαφορετικά θα ήταν είτε αδρανείς και παθητικοί είτε επιρρεπείς στο να παρασύρονται από παράλογα και κάποιες φορές τυφλά πάθη και παρορμήσεις»[136]. Αν δεν υπάρχουν αυτά τα συμφέροντα και αν οι διεθνείς σχέσεις δεν καθοδηγούνται από συνεπή και ακριβοδίκαιη ισότητα και δέοντα αμοιβαίο σεβασμό, ο Rawls δεν έχει αναστολές να δηλώσει τι σημαίνει αυτό: «Αυτά τα εύλογα συμφέροντα κάνουν εφικτή τη δημοκρατική ειρήνη και κατά συνέπεια η έλλειψή τους γίνεται αιτία η ειρήνη μεταξύ των κρατών να γίνεται στην καλύτερη περίπτωση ένα modus vivendi, μια σταθερή ισορροπία δυνάμεων μόνο προσωρινά»[137]. Δηλαδή μια ασταθής κατανομή ισχύος στο διεθνές σύστημα, περιόδους ειρήνης όταν επικρατεί ισορροπία δυνάμεων και αστάθεια όταν λόγω άνισης ανάπτυξης και άλλων αιτίων πολέμου διαταράσσεται η διεθνής σταθερότητα.

            Συνεπώς, στο υπόβαθρο της Κοινωνίας των Λαών και του Δικαίου των Λαών αναζητούνται οι «σωστοί λόγοι» για τους οποίους θα υπάρχει σταθερότητα. Εκτός από μια ασυμβίβαστη παραδοχή πως πρέπει να γίνονται αποδεκτά τα βασικά δόγματα, οι πολιτισμοί και τα καθεστώτα των άλλων πολιτισμένων λαών, τα κράτη έχουν ρητή υποχρέωση αρωγής σε όσες κοινωνίες της Κοινωνίας των Λαών είναι επιβαρημένες με δυσμενείς συνθήκες[138]. Η αρωγή και η αλληλεγγύη, κατά συνέπεια, και ο σεβασμός των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου, προηγούνται και δεν προηγουνται αμφιλεγόμενων «εκπολιτισμών», εκδημοκρατισμών» και «εκφιλελευθερισμών».

 

  

ΗΘΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΠΕΡΙ ΤΑ ΔΙΕΘΝΗ – ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΚΡΑΤΟΣ ΩΣ ΘΕΣΜΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

 

3000 π.Χ. – 1648 μ.Χ.

Þ

ΥΠΑΡΚΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ

Þ

 

Φάση αυτοκρατορικών αξιώσεων: Διαρκής διαπάλη μεταξύ των αυτοκρατορικών αξιώσεων και των αξιώσεων συλλογικής ελευθερίας-πολιτικής κυριαρχίας

Ü

ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΑΞΙΩΣΕΙΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

Ü

 

¯

1648 μ.Χ. – 19ο και 20ο αιώνα: Σύστημα ισορροπίας δυνάμεων και ανάδειξη του έθνους-κράτους και των διεθνών θεσμών-ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

  1. Έλεγχος των αυτοκρατορικών αξιώσεων και τελικά συντριβή τους τον 20ο αιώνα.
  2. Αγώνες συλλογικής ελευθερίας-πολιτικής κυριαρχίας και σταδιακή των πολιτειακών δομών στην Υπαρκτική κοινωνική ετερότητα του πλανήτη
  3. Οι αξιώσεις συλλογικής ελευθερίας γεννούν εθνικές-κρατικές κοσμοθεωρίες, τα υποκείμενα ανθρωπολογικά συστήματα και τα διαρκώς εξελισσόμενα ηθικοκανονιστικά τους εποικοδομήματα.
  4. Ανάδειξη των εθνικών-κρατικών ηθικοκανονιστικών δομών ως θεσμών συλλογικής ελευθερίας των μη ηγεμονικών κρατών.
  5. Ανάδειξη των αντιηγεμονικού χαρακτήρα θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου: Μη επέμβαση, διακρατική ισοτιμία, εσωτερική αυτοδιάθεση. Ανάδειξη των θεσμών συλλογικής ασφάλειας.
  6. Καθεστώς διεθνών σχέσεων ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ: α) Εθνική-κρατική κυριαρχία, β) αρχές του διεθνούς δικαίου, γ) συλλογική ασφάλεια, δ) συνεχιζόμενη προσπάθεια κοινών εσωτερικών δικαιακών κανόνων στους τομείς των εγκλημάτων πολέμου, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ποινικής δικαιοσύνης.

 

¯

ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΠΟΛΕΜΟΥ ΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΛΛΟΜΕΝΕΣ ΜΕΤΑΒΛΗΤΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ-ΕΙΡΗΝΗΣ

Þ

Εφαρμογή των αρχών του διεθνούς δικαίου και τήρηση της διεθνούς νομιμότητας

Þ

Û

1. Άνιση ανάπτυξη σ’ όλες τις πιιθανές εκδοχές: οικονομικές, στρατιωτικές, ιδεολογικές, εδαφικές, πλουτοπαραγωγικές, τεχνολογικές, διακρατικές, διαπεριφερειακές.

2. Άνιση κατανομή ισχύος σε συνδυασμό με άνιση ανάπτυξη προκαλούν ηγεμονικές αξιώσεις, ηγεμονικούς ανταγωνισμούς, αξιώσεις παράνομων διεθνών αλλαγών, διλήμματα ασφαλείας, πόλεμο.

3. «Κατάλοιπα» διενέξεων της φάσης του εθνικού-κρατικού γίγνεσθαι.

4. Επαναστατικές αξιώσεις: Εξομοιωτικοί διεθνισμοί, κοσμοπολιτισμοί, ηγεμονισμοί που αντιβαίνουν στο οντολογικά θεμελιωμένο (στις αξιώσεις συλλογικής ελευθερίας) καθεστώς των διεθνών σχέσεων και που προκαλούν διακρατικό ανορθολογισμό

6. Αναθεωρητικές συμπεριφορές: μη αποδοχή προσφυγής στους αρμόδιους διεθνείς θεσμούς για την ερμηνεία των Συνθηκών εάν και όταν εκατέρωθεν υπάρχει αξίωση διεθνών αλλαγών.

7. Ανεξέλεγκτα διεθνικά φαινόμενα: τρομοκρατία, αναρχικές-ανατρεπτικές ιδέες, λαθρομετανάστες, εγκληματίες, ΜΚΟ, κ.ά.

 

Ü

Ειρήνη και σταθερότητα, αποτελεσματικοί διεθνείς θεσμοί διακρατικής τάξης και εφαρμογή των διεθνών συμβατικών δεσμεύσεων περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην εσωτερική δικαιοταξία

Ü

 

Πηγή: Π. Ήφαιστος, Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Διαδρομή, αντικείμενο, περιεχόμενο και γνωσιολογικό υπόβαθρο (Εκδ. Ποιότητα, Αθήνα 2004) σ. 114.

 


 

[1] Θουκυδίδης V116

[2] Η παρούσα ανάλυση απορρίπτει ως λογικά επιστημονικά αυθαίρετο και εσφαλμένο όταν σε αναλύσεις πολλών φιλελεύθερων συγγραφέων η συζήτηση περιορίζεται στο επιχείρημα ότι «οι δημοκρατίες δεν πολεμούν μεταξύ τους» υπονοώντας έτσι ότι «όταν πολεμούν άλλους» είναι άνευ συνεπειών για την εσωτερική λογική των επιχειρημάτων τους. Βλ. την εξαιρετική και βαθυστόχαστη ανάλυση του Waltz K. «Structural Realism after the Cold War», International Security, vol. 25, no 1, 2000. Προστίθεται ότι εκτός του ότι όπως αναφέρεται σε άλλο σημείο της παρούσης ανάλυσης εμπειρικά επαληθεύεται ότι «οι δημοκρατίες πολεμούν τόσο θεωρούμενα από αυτούς μη δημοκρατικά καθεστώτα όσο και μεταξύ τους», το κύριο ερώτημα δεν είναι η επιλεκτικότητα ή συχνότητα αλλά η πολεμοχαρής-ηγεμονική και/ή αναθεωρητική στάση ενός κράτους ή αντίστοιχα η φιλειρηνική συμπεριφορά του στην διεθνή πολιτική. Η τελευταία ορίζεται ως η συμπεριφορά ενός κράτους η οποία αφενός δεν χαρακτηρίζεται από αναθεωρητικές στάσεις και αφετέρου, αν υπάρξει αξίωση για διεθνή αλλαγή (είτε από το ίδιο το φιλειρηνικό κράτος είτε από άλλο κράτος) επιδιώκει την ετυμηγορία των αρμοδίων διεθνών θεσμών για την ερμηνεία των Συνθηκών. Στο πλαίσιο του ίδιου σκεπτικού επισημαίνεται ότι σχεδόν όλες οι θεωρίες του πολέμου δεν θεωρούν ως «πόλεμο» μόνο την άσκηση φυσικής βίας αλλά και την προετοιμασία πολέμου καθώς και την εκμετάλλευση της θέσεως ισχύος ενός κράτους για να ασκηθούν πιέσεις που προκαλούν διεθνείς αλλαγές παρά την θέληση λιγότερο ισχυρών κρατών. Προκαλούν ή ενθαρρύνουν μέσω των μυστικών τους υπηρεσιών, επίσης –όπως για παράδειγμα στην Χιλή και στην Ελλάδα την δεκαετία του 1960 και 1970– εγκαθίδρυση αιμοβόρων δικτατορικών καθεστώτων που εξυπηρετούν τα στρατηγικά τους συμφέροντα. Δεν διστάζουν για τον ίδιο λόγο, επιπλέον, να συνεργαστούν με εξίσου αιμοβόρους δικτάτορες όπως για παράδειγμα την δεκαετία του 180 με τον πρώην Πρόεδρος του Ιράκ Χουσείν. Αντιφατικά, όταν η στρατηγική σκοπιμότητα παρέρχεται περιφρονούν την διεθνή νομιμότητα και επεμβαίνουν (για παράδειγμα το 2003) με σκοπό, δήθεν, την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Δύο άλλα ζητήματα, επίσης, είναι αφενός ο απλουστευτικός τρόπος που ορίζεται ο «φιλελευθερισμός» ως έννοια –ζήτημα για το οποίο υπάρχουν πολλές διαφωνίες ή τουλάχιστον έντονες αποχρώσεις απόψεων ως προς το ποιες είναι οι βασικές αρχές και προσανατολισμοί του φιλελευθερισμού– και αφετέρου ο αυθαίρετος προσδιορισμός της έννοιας της δημοκρατίας, ζήτημα στο οποίο θα επανέλθουμε. 

[3] Τόσο νομικά όσο και πολιτικά καθιερώνεται ολοένα και περισσότερο –αν και ομολογουμένως συχνά αυτή η υποχρέωση δεν τηρείται, ενώ παράλληλα δεν έχουμε συμφωνία για την οριοθέτηση του «αμυντικού πολέμου»– ότι η διεθνής νομιμότητα (βλ. ορισμό πιο κάτω) συνεπάγεται ότι ο πόλεμος είναι παράνομος και ότι η ειρηνική επίλυση των διαφορών είναι μια υποχρεωτική συνθήκη για όλους. Επιπλέον, ορισμένα ζητήματα όπως το δίκαιο του πολέμου αν και κωδικοποιημένα συμβατικά και υποχρεωτικά για τα κράτη μόνο την ύστερη εποχή, με διάφορες μορφές και- εκδοχές αποτελούσαν κατάκτηση του πολιτισμού των ανθρώπων από αρχαιοτάτων χρόνων.

[4] Το θέμα αυτό έχει εξεταστεί στο Π. Ήφαιστος, Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική. Από την ιδεαλιστική Αθωότητα στο Πεπρωμένο του Έθνους (Εκδόσεις Οδυσσέα, Αθήνα 1994).

[5] Βλ. σύνοψη και σχετική βιβλιογραφία στο Πλατιάς Αθ. Το νέο διεθνές περιβάλλον (Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1995) σ. 33-6.

[6] Βλ. την εξαιρετική και βαθυστόχαστη ανάλυση του Waltz K. «Structural Realism after the Cold War», ό.π.

[7] Για την πτυχή αυτή της ευρωπαϊκής ιστορίας και την περιπτωσιολογική της εξέταση υπό διεθνολογικό πρίσμα, βλ. Π. Ήφαιστος, Διπλωματία και Στρατηγική των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, Γαλλία, Γερμανία και Μεγάλη Βρετανία (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2000).

[8] Αναμφίβολα, η δυνατότητα να ενεργοποιηθεί το Συμβούλιο Ασφαλείας όταν κινδυνεύει η διεθνής ειρήνη είναι το μόνο μέσο συλλογικής ασφάλειας που διαθέτουν τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ και που θα μπορούσε να είναι αποτελεσματικό εάν και όταν τα συμφέροντα των μονίμων μελών συγκλίνουν. Εν τούτοις, οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας θα παραμείνουν αμφιλεγόμενες ενόσω δεν πληρούνται δύο προϋποθέσεις. Πρώτον, επεξεργασία κριτηρίων έκτακτης ανάγκης που θα οριοθετούν τις περιπτώσεις που κινδυνεύει η διεθνής ειρήνη ή που δυνατό να συντελούνται εγκλήματα μεγάλης κλίμακας όπως γενοκτονίες και εθνοκαθάρσεις μεγάλης κλίμακας. Στο ίδιο πλαίσιο, απαιτείται μεγαλύτερη επεξεργασία κριτηρίων για τις ενέργειες πριν το ύστατο μέσο καταφυγής στην βία, την χρονική στιγμή καταφυγής στην βία, την διάρκεια, τα μέσα, τον τερματισμό, την διαχείριση των αναδιανεμητικών συνεπειών, τις αρμοδιότητες των θεσμών συλλογικής ασφάλειας σ’ όλα αυτά τα στάδια κτλ. Χωρίς μια τέτοια οριοθέτηση οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, όπως συνέβηκε την δεκαετία του 1990, θα αφήνουν πολλά περιθώρια καταχρηστικής δράσης και αποφάσεων δύο μέτρων και δύο σταθμών. Δεύτερον, δυνατότητα δικαστικού ή άλλου ελέγχου των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας κατά πιθανών καταχρηστικών αποφάσεων που παραβιάζουν την διεθνή νομιμότητα (για τον ορισμό της διεθνούς νομιμότητας βλ. πιο κάτω).

[9] Μερικά από αυτά τα κράτη όπως οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι πυρηνικά κράτη και ανεξαρτήτως των αρχικών δεσμεύσεων στην Συνθήκη Μη Διασποράς των Πυρηνικών Όπλων για σταδιακό αφοπλισμό η αυθαίρετη θέση που υποβόσκει τείνει να καθιερωθεί μετά από πολλές δεκαετίες είναι ότι οι έχοντες μπορούν να παραμείνουν για πάντα κατέχοντες ενώ εάν και όταν (ακόμη και ως υποψία) οι μη έχοντες βρίσκονται στον δρόμο απόκτησης του ίδιου όπλου αυτό θέτει σε κίνδυνο την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Χαρακτηριστικά, η Συνθήκη γράφει τα εξής: «… Declaring the intention to achieve at the earliest possible date the cessation of the nuclear arms race and to undertake effective measures in the direction of nuclear disarmament». «Treaty on the Non-Proliferation of nuclear weapons», International Atomic Energy Agency, INFCIRC/140, 22 April 1970, σελ. 1.

[10] Για το ζήτημα αυτό εκδηλώθηκαν έντονες πολιτικές διαμάχες κατά την διάρκεια των ετών που ακολούθησαν στο εσωτερικό πολιτικό σύστημα των κρατών που συμμετείχαν στην παράνομη επέμβαση κατά του Ιράκ, κυρίως των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας. Για το ίδια ζήτημα υπήρξαν παραιτήσεις αξιωματούχων –και σε μια περίπτωση στην Βρετανία αυτοκτονία–, συζητήσεις στο Κογκρέσο και στην Βρετανική Βουλή και ομολογίες πολιτικών ηγετών είτε ότι παρασύρθηκαν είτε ότι έκαναν λάθος. Βεβαίως, αυτές οι εξελίξεις που δεν έλαβαν χώρα μεταγενέστερα δεν αναιρούν τα τετελεσμένα της επέμβασης, τις αναδιανεμητικές συνέπειες για τις ενδιαφερόμενες κοινωνίες και κυρίως ότι παραβιάστηκε η διεθνής νομιμότητα χωρίς κυρώσεις για τους παρανομούντες. Σημειώνεται, επιπλέον, ότι ο ΟΗΕ στην συνέχεια στο στάδιο των εσωτερικών αλλαγών στο Ιράκ μετά την αλλαγή καθεστώτος έσπευσε να συμμετάσχει στην διαχείριση των αποτελεσμάτων της παράνομης δράσης. Αυτή η περίπτωση, όπως είναι ευνόητο, για μια ακόμη φορά επαληθεύει το γεγονός που τονίζεται σε άλλο σημείο του παρόντος κειμένου, ότι δηλαδή ενόσω υπάρχουν αίτια πολέμου και ιδιαίτερα ηγεμονικές συμπεριφορές οι διεθνείς θεσμοί είναι καταδικασμένοι να παραμένουν εξαρτημένες μεταβλητές της ισχύος μη δυνάμενοι να εφαρμόσουν πλήρως τις καταστατικές τους διατάξεις.  

[11] Οι σημασίες αυτής της ρήσης είναι πολλές. Μεταξύ άλλων ότι α) ο πόλεμος δεν έχει την δική του γραμματική αλλά ελέγχεται και περιορίζεται από τους πολιτικούς σκοπούς μιας πολιτισμένης κοινωνίας, β) ο πόλεμος δεν είναι μόνο η άσκηση φυσικής βίας αλλά επίσης η προετοιμασία, η επίδειξη ισχύος, η εξαναγκαστική απειλή χρήσης βίας και οι κεκαλυμμένες ενέργειες, όλες συμπεριφορές με τις ίδιες –με την άσκηση φυσικής βίας– αναδιανεμητικές συνέπειες. Για μια εισαγωγική ανάλυση αυτών των ζητημάτων περί τις κλαουζεβιτζιανές θεωρήσεις σε αναφορά με την πυρηνική στρατηγική βλ. Ifestos Panayiotis, Nuclear Strategy and European Security Dilemmas. Towards an Autonomous European Defense System? (Gower, Aldeshot, UK), κεφ. 12.

[12] Βλ. Κασσιμάτης Γ., «Για μια ευρωπαϊκή λύση του κυπριακού», Ελευθεροτυπία, 17.12.2004. Επίσης, Κασσιμάτης Γ., «Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και κυπριακό»,  Το Παρόν, 30.1.2005.

[13] Βλ. Alfred de Zayas, «The Anan Plan and the Implantation of Settlers in Northern Cyprus», κατόπιν αδείας του συγγραφέα προσωρινά δημοσιευμένο στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.ifestos.edu.gr/20.htm και περίληψη στην Καθημερινή, σε δύο επιφυλλίδες στις 24.7.2005 και 31.7.2005. Βλ. Επίσης την ανάλυση της Claire Palley, The UN Secretary-General’s Mission of Good Offices in Cyprus 1999-2004 (Jane Parker at Hart Publishing, U.K. 2005). Για μια βασική και σφαιρικά θεμελιωμένη ανάλυση για το θέμα αυτό βλ. International Expert Panel, convened by the Committee for a Europen solution in Cyprus: “A principled basis for a just and lasting Cyprus settlement in the light of International and European Law”, επίσης δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα www.ifestos.edu.gr στην διεύθυνση http://www.ifestos.edu.gr/32.htm. Το κείμενο επίσης, μεταξύ άλλων, δημοσιεύτηκε ως ένθετο στην Καθημερινή, 28.8.2005, βλ. www.kathimerini.gr, ως ένθετο στο New Europe, 12.10.2005, βλ. επίσης 16.10.2005, No 647 Brussels (βλ. http://www.new-europe.info/new-europe/displaynews.asp?id=116162). Δημοσιεύτηκε επίσης στο Προβληματισμοί, Εταιρεία Στρατηγικών Μελετών, τ. 29, Ιούλιος-Αύγουστος 2005.

[14] Βλ. κυπριακό τύπο 28-29 Οκτωβρίου 2004 και την αποκαλυπτική αξιολόγηση των Nathan Associates Inc., «Cyprus Bi-communal development program evaluation», Final Report, Evaluation IQC No. AEP-I-00-00023-00, May 25 2004. Η έκθεση αυτή αποκαλύφθηκε λόγω τυχαίας ανάρτησής της στο διαδίκτυο και στην βάση των αποκαλύψεων που τεκταίνονται ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας τον Οκτώβριο 2004 χαρακτήρισε τις συγκαλυμμένες ενέργειες αξιωματούχων της αμερικανικής πρεσβείας στην Λευκωσία ως καταχρηστικές και παράνομες. Οι αποκαλύψεις ενέπλεξαν πλήθος κύπριων διανοουμένων ενώ ο διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ, ιδρύματος ανάλυσης προτάσεων πολιτικής που εδρεύει στην Αθήνα, απεύθυναν αιτήματα χρηματοδότησής τους στο ίδιοι πλαίσιο (και στελέχη αυτού του ιδιωτικού θεσμού με μεγάλες όμως προσβάσεις στο ελληνικό δημόσιο, συμμετείχαν σε σεμινάρια, «συζητήσεις» και άλλες δραστηριότητες προώθησης του από άποψη διεθνούς νομιμότητας εγκληματικού σχεδίου Αναν). Όπως σημειώθηκε ήδη, ο πολιτικός σκοπός του σχεδίου Αναν ήταν η κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η παράνομη επιβολή ενός εσωτερικού πολιτειακού καθεστώτος που παραβίαζε την Συνθήκη της Γενεύης, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ και τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας. Πρόσθετη επισήμανση: Η ανίχνευση τεκμηριωμένων στοιχείων που θεμελιώνουν κεκαλυμμένες ενέργειες δεν είναι εύκολη και γι’ αυτό οι καλές ακαδημαϊκές αναλύσεις αποφεύγουν γενικόλογες αναφορές οι οποίες δυνατό να καταλήξουν σε είδος συνωμοτικής ερμηνείας των ιστορικών και διεθνών φαινομένων. Εν τούτοις, μερικές αποκαλύψεις στην μεταψυχροπολεμική εποχή προσφέρονται για έξοχες διερευνήσεις πάνω σε πραγματολογικά θεμελιωμένο έδαφος: Πρώτον, η περίπτωση «Εσιελον» (βιομηχανική κατασκοπεία των ΗΠΑ-Μεγάλης Βρετανίας εις βάρος άλλων δυτικοευρωπαϊκών κρατών), δεύτερον, η περίπτωση των γερμανών κατασκόπων στην υπηρεσία των μυστικών υπηρεσιών της πρώην Ανατολικής Γερμανίας και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης που αποκαλύφθηκαν μετά την πτώση της ΕΣΣΔ και την επανένωση της Γερμανίας, και τρίτον, η περίπτωση της κεκαλυμμένης επέμβασης των ΗΠΑ εις βάρος της Κύπρου πάνω στην οποία ρίχθηκε άπλετο φως λόγω της κατά λάθος δημοσιοποίησης της προαναφερθείσης έκθεσης των Nathan Associates

[15] Αυτά είναι, μεταξύ άλλων, τα συμπεράσματα του προαναφερθέντος πορίσματος επιστημονικού πάνελ στο οποίο συμμετείχαν ακαδημαϊκοί από όλη την Ευρώπη. Για ανάγνωση πτυχών αυτής της ανάλυσης που αφορούν τον ΟΗΕ και την Συνθήκη της Γενεύης βλ. Alfred de Zayas, ό.π. και Malcom Shaw,  «Το κυπριακό και η λύση του προβλήματος», Το Παρόν, 30.1.2005.

[16] Πέραν αυτού, επισημαίνεται ότι δημοκρατικά κράτη της Ευρώπης και οι ΗΠΑ υπήρξαν αποικιοκρατικές, αναθεωρητικές και επεκτατικές δυνάμεις, τόσο πριν όσο και μετά το τέλος της αποικιακής εποχής ενοχοποιούνται για αναρίθμητες διϋποκειμενικά –και όχι μόνον– γνωστές πράξεις «διαίρει και βασίλευε», επεμβάσεις και άλλων ειδών ασύμβατες με τον πολιτικό πολιτισμό των διακρατικών σχέσεων και την διεθνή νομιμότητα. Κατά την διάρκεια της ύστερης εποχής, επίσης, με πράξεις όπως το προαναφερθέν σχέδιο Αναν που συχνά αναφέρονται ως «νεοαποικιακές συμπεριφορές», επιχειρούν να καθυποτάξουν την πολιτική κυριαρχία ανεξάρτητων κοινωνιών. Διϋποκειμενικά γνωστές περιπτώσεις είναι και η καθυπόταξη της πολιτικής κυριαρχίας πολλών κρατών της Λατινικής Αμερικής μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και η κεκαλυμμένη προώθηση της φασιστικής δικτατορίας της περιόδου 1967-1974 στην Ελλάδα τα εγκάθετα μέλη της οποίας καταδυνάστευαν και σκότωναν πλήθος ελλήνων πολιτών. Κεκαλυμμένες παραβιάσεις της διεθνούς νομιμότητας όπως αυτές επιφέρουν τα ίδια –ή ακόμη και μεγαλύτερα– αποτελέσματα (όπως θάνατοι και άλλες ανθρώπινες κακουχίες από τις οποίες το διεθνές δίκαιο αποβλέπει να διασφαλίσει τα κράτη) με μια άμεση άσκηση πολεμικής βίας. Επαναλαμβάνεται ότι οι βάσιμες θεωρίες διεθνών σχέσεων θεωρούν ότι στο πλαίσιο των προαναφερθέντων κλαουζεβιτσιανών θεωρήσεων του πολέμου –που δεν θεωρούν ως «πόλεμο» μόνο την άσκηση φυσικής βίας– θεωρούν τέτοιες συμπεριφορές ως πολεμικές πράξεις ίδιου χαρακτήρα με την άσκηση φυσικής βίας και ίδιων διανεμητικών συνεπειών.       

[17] Πολιτισμένα είναι τα κράτη τα οποία συμμετέχουν στον ΟΗΕ. Η συμμετοχή τους σημαίνει ότι αποδέχονται τον Καταστατικό Χάρτη αυτού του Οργανισμού, τα οποία συμμετέχουν στους υπόλοιπους διεθνείς θεσμούς και τα οποία αποδέχονται τις συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την Διεθνή Ποινική Δικαιοσύνη και την Συνθήκη για τα εγκλήματα πολέμου. Όσον αφορά τις τελευταίες συμβάσεις ο βαθμός και ο τρόπος εφαρμογής τους ποικίλει ανάλογα με την πολιτισμική, οικονομική και θεσμική δομή κάθε κράτους. Ακόμη πιο σημαντικό, για αντικειμενικούς λόγους, κανένα κράτος δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι εφαρμόζει πλήρως ή ιδεατά το γράμμα και το πνεύμα αυτών των κατακτήσεων πολιτικού πολιτισμού των ανθρώπων. Επειδή ως προς το θέμα αυτό υπάρχει τάση αυθαίρετων εκτιμήσεων, η συζήτηση απαιτείται να διακρίνει μεταξύ ειλικρινούς αναζήτησης των αιτιών πολέμου ή άλλων παραγόντων που επενεργούν ανασταλτικά στην πλήρη εφαρμογή των Συμβάσεων και προπαγάνδας ή ακόμη και αιτιάσεων που αποτελούν προσχηματικές αξιώσεις ισχύος για διεθνείς επεμβάσεις. Ακόμη, απαιτείται να διακρίνουμε μεταξύ θεσμικών προσεγγίσεων ίασης των αιτιών και υποκριτικής παραφιλολογίας υπέρ του ενός ή άλλου καθεστωτικού προτύπου και του ενός ή άλλου πολιτισμού ή θρησκείας που σκοπό έχει την εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων ενός κράτους ή μιας συμμαχίας.

[18] Αυτοί που είναι προσηλωμένοι στην συμβατική ερμηνεία του όρου «κανονιστικές αρχές» ενδέχεται να διαφωνήσουν με αυτή την επισήμανση. Γι’ αυτό διευκρινίζεται ότι όπως θα γίνεται αντιληπτό σε άλλο σημείο της παρούσης ανάλυσης οι οντολογικά θεμελιωμένες στην αξίωση συλλογικής ελευθερίας δεν είναι «κανονιστικές» με την έννοια της στρατευμένης εξυπηρέτησης ατομικών ή συλλογικών συμφερόντων, κάτι που θεμιτά κάνουν όλες οι κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένες δομές και οι αρχές που τις διέπουν. Το έθνος-κράτος ως ενσάρκωση της οντολογικά θεμελιωμένης εθνικής-κρατικής αξίωσης συλλογικής ελευθερίας και πολιτικής κυριαρχίας κατά των διεθνοφασιστικών ηγεμονικών και/ή αυτοκρατορικών αξιώσεων υπό τις ιδιόμορφες συνθήκες της συλλογικής ετερότητας της καθέκαστης κοινωνίας είναι οντολογικά θεμελιωμένος θεσμός. Γι’ αυτό, οι «κανονιστικές» δομές της εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας που προορίζονται να διασφαλίσουν την συλλογική ελευθερία των κυρίαρχων κοινωνιών είναι ηθικά αμάχητες και διυποκειμενικού-μη αξιολογικού χαρακτήρα. Πιο συγκεκριμένα, όπως υποστηρίζεται σε άλλο σημείο του παρόντος κειμένου, το έθνος-κράτος ως πολιτική κυριαρχία που διασφαλίζει την συλλογική ελευθερία μιας κοινωνίας είναι το υπόβαθρο ανθρώπινης ελευθερίας πάνω στο οποίο κτίζονται τα αξιολογικά-κανονιστικά συστήματα των πολιτισμένων κοινωνιών (δηλαδή, όπως αναφέρθηκε, των κοινωνιών που είναι προικισμένες με κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένους σκοπούς συμβατούς με τον πολιτικό πολιτισμό των ανθρώπων που έχει ως πυρήνα την οντολογικού περιεχομένου συλλογική ανθρώπινη ελευθερία, η οποία, ακριβώς, αναγνωρίζεται και πιστοποιείται από το διεθνές δίκαιο ως υπέρτατο κριτήριο θεμελίωσης του διεθνούς συστήματος).   

[19] Αυτή η επισήμανση που υπαινίσσεται μια συμβατική προσέγγιση αναγνώρισης των «πολιτισμένων κρατών απαιτείται να συνοδεύεται και να μετριάζεται από την εξίσου σημαντική παρατήρηση ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας αν και ο μόνος υπαρκτός και δυνητικά αποτελεσματικός θεσμός διεθνούς τάξης είναι εν τούτοις θεσμός εξόχως αμφιλεγόμενος. Αυτό, κυρίως, οφείλεται στο γεγονός ότι υπάρχει έλλειμμα ακριβούς προσδιορισμού ως προς το πότε και πως υπάρχει τέτοια παραβίαση καθώς και έλλειμμα ρητών κανονιστικών ρυθμίσεων συμβατών με την αρχή της κρατικής κυριαρχίας για το πότε και πως ασκείται διεθνής βίας. Για το ζήτημα του πότε «κινδυνεύει η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια» και του πως αυτό συνδέεται με τις αυξημένες αρμοδιότητες του Συμβουλίου Ασφαλείας και την «διεθνή επέμβαση», θα επανέλθουμε.

[20] Το ότι το εσωτερικό πολιτικό καθεστώς ενός κράτους μέλους των Ηνωμένων Εθνών διέπεται από την αρχή της εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας είναι κανονιστικά και δικαιακά προσδιορισμένο και κωδικοποιημένο στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, Κεφάλαιο Ι, Άρθρο 2, παράγραφο 7.

[21] Βλ. Waltz, ό.π.

[22] Η προαναφερθείσα έκθεση International Expert Panel, convened by the Committee for a Europen solution in Cyprus: “A principled basis for a just and lasting Cyprus settlement in the light of International and European Law”, ορίζει επακριβώς την διεθνή νομιμότητα σε σχέση με το κυπριακό πρόβλημα και μεταξύ άλλων αναφέρει: «The rule of law in international law provides that all official activities must be undertaken in a way that is consistent with legal principles. It further means that legal processes must be established and respected in order for legal principles to operate effectively, so that, for example, the principle of due process is critical. As previously noted (paragraph 15), both the Council of Europe and the European Union are founded upon inter alia the principle of the rule of law. There can be no international rule of law in a territory illegally occupied by a foreign power. Indeed, the fact that a member state of the European Union is prevented from exercising its sovereignty over part of its internationally recognised territory challenges the reality of the European rule of law itself». Ο ορισμός αυτός θα μπορούσε διατυπωθεί-οριστεί συμπληρωματικά και ως εξής: «Διεθνής νομιμότητα εκ μέρους των κυβερνήσεων είναι η συμμόρφωση με τις δεσμεύσεις και υποχρεώσεις που προκύπτουν τόσο από τις διεθνείς νομικές δεσμεύσεις σε οργανισμούς όπως ο ΟΗΕ όσο και από πιο προωθημένες Συμβάσεις στο διακρατικό επίπεδο όπως οι Συνθήκες για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, η Σύμβαση της Γενεύης και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο των οποίων οι κανονιστικές διατάξεις ενσωματώνονται με ακόμη πιο συγκεκριμένο και αυστηρό τρόπο στην εσωτερική δικαιακή τάξη των συμβεβλημένων κρατών» (σημειώνεται ότι η τάση τις τελευταίες δεκαετίες είναι να κατατείνει προς καθολική συμμετοχή σ’ αυτές τις συμβάσεις και ενσωμάτωση νομικών υποχρεώσεων στο ενδοκρατικό κανονιστικό σύστημα).

[23] Δεν θα επεκταθούμε υπέρμετρα στην μεγάλη συζήτηση για την έννοια «δημοκρατία». Είναι εν τούτοις αναγκαίο να τονιστούν μερικές βασικές πτυχές: α) Υπάρχουν πολλών ειδών φιλελεύθερα καθεστώτα. β) Σε πολλά κράτη το καθεστώς των οποίων θεωρείται μη φιλελεύθερο οι κλασικές φιλελεύθερες ιδέες περί ελεύθερης οικονομίας, κατοχύρωσης της ιδιοκτησίας και πολιτικού πλουραλισμού είναι ευρέως διαδεδομένες. γ) Δεν μπορεί να αιτιολογηθεί βάσιμα δικαίωμα ενός φιλελεύθερου κράτους να επιτεθεί κατά ενός άλλου κυρίαρχου κράτους επειδή το τελευταίο δεν είναι φιλελεύθερο ή να αιτιολογηθεί βάσιμα ότι ένα μη φιλελεύθερο κυρίαρχο κράτος έχει λιγότερα δικαιώματα από ένα φιλελεύθερο. Το τελευταίο σημείο θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο πολύ μεγάλης συζήτησης αν κανείς λάβει υπόψη τις δεσμεύσεις των πυρηνικών κρατών στην Συνθήκη μη Διασποράς των Πυρηνικών Όπλων (βλ. πιο πάνω), στην κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών και τεχνολογικής βελτίωσης της πυρηνικής ισχύος από τα ίδια κράτη που ακολούθησε την υπογραφή της Συνθήκες και την συμβατότητα με το διεθνές δίκαιο των αιτιολογήσεων για επεμβάσεις κατά κρατών που κατέχουν ή προτίθενται να κατέχουν πυρηνικά όπλα. Σε μια βαθυστόχαστη επισήμανσή του για το ζήτημα αυτό, ο Παναγιώτης Κονδύλης ορθά επισημαίνει ότι οι αντιδράσεις των ΗΠΑ απέναντι σε κράτη που προσπαθούν να αποκτήσουν πυρηνικά όπλα είναι αξιώσεις ισχύος: «υπαγορεύονται από αξιώσεις ισχύος που δεν έχουν στέρεα λογική ή ηθική βάση, εφόσον ούτε ηθικό ούτε λογικό είναι να αρνείσαι σε άλλους το δικαίωμα που επιφυλάσσεις αυτονόητα στον εαυτό σου. Σύμφωνα με τον οικουμενισμό των “ανθρωπίνων δικαιωμάτων” που διακηρύσσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι ουραγοί τους, όλοι οι άνθρωποι έχουν τα ίδια δικαιώματα, γιατί έχουν εκ γενετής την ίδια αξιοπρέπεια και όλοι μετέχουν εξίσου του ορθού Λόγου Με αφετηρία λοιπόν την οικουμενική αυτή αρχή δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι οι Δυτικές Δυνάμεις ή το Ισραήλ έχουν το δικαίωμα να κατέχουν πυρηνικά όπλα, γιατί είναι εξ ορισμού σε θέση να τα χρησιμοποιούν έλλογα» Θεωρία του Πολέμου (Θεμέλιο, Αθήνα 1997), σελ. 373. Σχετικά με αυτή την θέση του Κονδύλη κανείς μπορεί να συνεκτιμήσει την περιπτωσιολογική μελέτη του John Rawls, ό.π., βλ. σ. 171,179-80,182,188, όπου αναλύει τον καταχρηστικό και παράνομο χαρακτήρα της πρώτης χρήσης πυρηνικών όπλων από τις ΗΠΑ στην Ιαπωνία την δεκαετία του 1940.   

[24] Η σχετική με αυτό το θέμα ανάλυση του John Rawls στο τελευταίο πριν τον θάνατό του βιβλίο είναι βαθύτατα φιλοσοφημένη και απαλλαγμένη των συνήθων συμβατικών μεροληπτικών θεωρήσεων πολλών πολιτικά στρατευμένων αναλυτών του φιλελευθερισμού (και ιδιαίτερα του νεοφιλελευθερισμού). O Rawls υποστήριξε ότι ο διαχωρισμός των πολιτισμένων κρατών σε φιλελεύθερα και μη φιλελεύθερα είναι διεθνοπολιτικά αυθαίρετη. Προχώρησε επιπλέον στην σκιαγράφηση εξαιρέσεων, όπως για παράδειγμα τα κράτη που ονόμασε «βεβαρημένα», των οποίων ο κοινωνικός ιστός έχει καταλυθεί λόγω εσωτερικών συγκρούσεων και για τα οποία, όμως, το ζήτημα που τίθεται δεν είναι η αυθαίρετη και κατά βούληση πολεμική επέμβαση αλλά πρωτίστως αρωγή και αλληλεγγύη. Βλ. Το Δίκαιο των Λαών (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2002).

[25] Σημείωση Νοέμβριος 2014. Η υποσημείωση αυτή άλλαξε σε σχέση με την αρχική δημοσίευση.

Ένας επιστημονικός κλάδος θεμελιώνεται όταν είναι προικισμένος τόσο με ένα πλέγμα θεμελιωδών γενικών νόμων-αξιωμάτων (το επιστημονικό Παράδειγμα ή Υπόδειγμα) όσο και με αξιόπιστα θεωρητικά εποικοδομήματα συμβατά με το Παραδειγματικό υπόβαθρο (τις επιμέρους θεωρίες).

            Το Παράδειγμα στα πεδία της διεθνούς πολιτικής του σύγχρονου διεθνούς συστήματος που αφετηρία είχε την Συνθήκη της Βεστφαλίας και που σταθεροποιήθηκε με τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ προσδιορίζεται από μια απολύτως σταθερή και οντολογικά, νομικά και ηθικά απόλυτη ιδιότητα: Το καθεστώς της κρατικής κυριαρχίας που συμπεριλαμβάνει 200 πολιτικά κυρίαρχα και ανθρωπολογικά διαμορφωμένα κράτη (οι βαθμίδες πολιτικοανθρωπολογικής διαμόρφωσης διαφέρουν και αυτό είναι λογικό και αφορά το περιεχόμενο και όχι τις μορφικές ομοιότητες) εδαφικά οριοθετημένα μέσα στα οποία συγκροτούνται διακριτά συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης, ηθικές επιταγές που τα νομιμοποιούν και κανονιστικές δομές κρατικής διακυβέρνησης.

            Το επιστημονικό Παράδειγμα αυτού του διεθνούς συστήματος το περιγράφει και ερμηνεύει, όπως θα δούμε, η Θουκυδίδεια παράδοση γιατί στο «Πελοποννησιακός Πόλεμος» περιγράφοντας και ερμηνεύοντας το κλασικό διακρατικό σύστημα ανάλυσε τόσο τα σταθερά χαρακτηριστικά όσο και τις σχέσεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό ενός συστήματος κυριαρχίας-αναρχίας.

            Εάν αλλάξει το καθεστώς και δημιουργηθεί μια παγκόσμια κυβέρνηση που αντικαθιστά τα επί μέρους κράτη –και πολύ περισσότερο εάν ως εκ θαύματος παύσουν να υπάρχουν οι κοινωνικές οντότητες των συγχρόνων κρατών για να γεννηθεί μια νέα παγκόσμια κοινωνία, εάν δηλαδή έχουμε ένα παγκόσμιο οντολογικό-πολιτικοανθρωπολογικό γεγονός– τότε θα έχουμε τόσο πολιτική όσο και επιστημονική επανάσταση. Θα καταργηθούν οι σταθερές ιδιότητες και θα έχουμε ένα νέο Παράδειγμα που θα προσφέρει νόμους και αξιώματα για βάσιμη ανάλυση όχι των σχέσεων μεταξύ κυρίαρχων κρατών σχέσεις αλλά τις σχέσεις μεταξύ των μελών και των ομάδων του παγκόσμιου κράτους (βασικά ανάλογα και αντίστοιχα με την σύγχρονη ενδοκρατική τάξη).

            [Για την περίπτωση των Αυτοκρατορικών κοσμοσυστημάτων της μετά-κλασικής εποχής θα γίνει αναφορά πιο κάτω]   

            Εάν αφήσουμε τα αμετάβλητα μορφικά χαρακτηριστικά του κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος και σταθούμε στα αξιώματα, υποδηλώνουν ότι η σχέση μεταξύ των μελών είναι σε μεγάλο βαθμό σταθερή στην βάση κάποιων κριτηρίων και παραγόντων (που πρωτίστως αφορούν τον αθέσμιστο χαρακτήρα της ισχύος) αλλά όχι ολοκληρωτικά αμετάβλητη.  

            Η δύναμη των νόμων και αξιωμάτων που περιγράφουν τα σταθερά ή και ευμετάβλητα μορφικά χαρακτηριστικά συναρτάται τόσο με το κατά πόσο αυτά είναι συμβατά με τα σταθερά χαρακτηριστικά όσο και με το κατά πόσο τα ερμηνευτικά πορίσματα είναι ευμετάβλητα και σε ποιο βαθμό. Υπάρχουν εξαιρέσεις, πόσο συχνές είναι και πόσο διαφοροποιούν ή και αλλάζουν ουσιωδώς το Παράδειγμα; Πόσο, λόγου χάρη, ιεραποστολικά οικουμενικά εγχειρήματα ιδιωτών ή ομάδων ιδιωτών –«ιδιώτες» κατ’ αντιδιαστολή με τους κοινωνικοπολιτικά ενταγμένους– μπορούν να συγκροτήσουν οικουμενικά ηθικά κριτήρια που θα αλλάξουν τις σχέσεις των κρατών θεσμίζοντας τις μεταξύ τους σχέσεις ή και θα αλλάξουν ριζικά το Παράδειγμα δημιουργώντας ένας παγκόσμιο κράτος;

            Εάν έλθουμε τώρα στις θεωρίες, αποστολή έχουν να εξηγήσουν τους νόμους του Παραδείγματος. Εξ ου και η ανάγκη συμβατότητας με τα αξιώματα που αυτοί παράγουν. Εάν δεν αφορούν το Παράδειγμα τότε δεν έχουν σχέση με τον υπαρκτό κόσμο αλλά κάποιο φαντασιακά κατασκευασμένο και στερημένο οντολογικής αναφοράς.

            Η ανάγκη για θεωρίες αφορά ένα ευρύ φάσμα πραγμάτων που σχετίζονται με τις πολιτικές αποφάσεις, εξ ου και η ανάγκη ανάλυσης των ειδοποιών διαφορών και εξειδικευμένων ζητημάτων που αφορούν την ανθρώπινη κατάσταση στα τρία επίπεδα, δηλαδή του ανθρώπου, του κράτους και του διεθνούς συστήματος. Κύρια ζητήματα για τα κράτη είναι η εθνική ασφάλεια, η ανταγωνιστικότητα και η δυνατότητα κάποιου είδους πρόβλεψης εναλλακτικών τουλάχιστον γεγονότων με μεγαλύτερη ή μικρότερη δυνατότητα να λάβουν χώρα.

            Πριν προχωρήσουμε λοιπόν υπογραμμίζουμε ότι η συμβατότητα με τα σταθερά χαρακτηριστικά του διεθνούς συστήματος είναι απόλυτη αναγκαιότητα για τον θεωρητικό προβληματισμό, διαφορετικά η ανάλυση ανεξάρτητα του πόσο μεταμφιέζεται με σπουδαιοφανείς όρους και έννοιες, περιπίπτει σε άλλα πεδία όπως της μελλοντολογίας, της ιδεολογίας, της προπαγάνδας, των πολιτικά αδιάφορων γνωμών και στην καλύτερη περίπτωση της μεταφυσικά κινούμενης θρησκευτικής ή «ορθολογιστικής» πολιτικής θεολογίας. Στην διεθνή πολιτική τέτοια διολίσθηση σημαίνει έλλειμμα πολιτικού ορθολογισμού με συνέπειες βαθύτατων προεκτάσεων.

 

Υπό το πιο πάνω πρίσμα στα πεδία της διεθνούς πολιτικής προεξάρχει να αποσαφηνιστούν και διευκρινιστούν οι διαφορές μεταξύ, από την μια πλευρά των συμβατικών θεωρημάτων ή και ιδεολογημάτων για το τι είναι επιστήμη και τι είναι Παράδειγμα (που συνήθως αποφασίζουν αυθαίρετα κάποιοι που αυτό-ονομάζονται και αυτό-ορίζονται μέλη επιστημονικών κοινοτήτων») και από την άλλη πλευρά, των βάσιμων θεωρήσεων της πολιτικής σκέψης που ορίζουν το Παράδειγμα διεθνών σχέσεων με όρους οντολογικών και πολιτικοανθρωπολογικών γεγονότων (και που αξιολογούν τις θεωρίες στη κλίμακα των σημασιών με όρους συμβατότητας με τα οντολογικά γεγονότα).

Πάνω στην ιεραρχημένη κλίμακα των σημασιών μια οποιασδήποτε θέση στα πεδία του πολιτικού στοχασμού αξιολογείται με το κατά πόσο διαθέτει οντολογική αναφορά ή αντίθετα με το κατά πόσο αντίθετα δεν διαθέτει οντολογική αναφορά. Στην τελευταία περίπτωση υποχρεωτικά –και ανεξάρτητα σπουδαιοφανών εννοιολογικών ωραιοποιήσεων και ασυνάρτητων όρων– προκρίνει την μια ή την άλλη πολιτικοανθρωπολογική κατασκευή βάση δόγματος κατασκευής πολιτικής ανθρωπολογίας ή βάση ιδιωτικών γνωμών του φορέα της μιας ή άλλης επιστημονικής μεταμφίεσης.

Περιττό, στο σημείο αυτό, να εξηγήσουμε το πασίγνωστο γεγονός ότι η διαδρομή των κατασκευαστικών εξισωτικών/εξομοιωτικών δογμάτων επίδοξων δημιουργών πολιτικής ανθρωπολογίας στα πεδία της μεταφυσικά προσδιορισμένης θρησκευτικής ή «ορθολογιστικής» πολιτικής θεολογίας, είναι σπαρμένη με γιγαντιαία νεκροταφεία.

Σε αντίθεση με την πολιτική θεολογία, η περιγραφική και αξιολογικά ουδέτερη θεώρηση που διαθέτει Παράδειγμα με οντολογική αναφορά, μοναδικό θεωρητικό σκοπό μπορεί να έχει την αποσαφήνιση της πραγματικότητας για να καλλιεργήσει τον πολιτικό ορθολογισμό στην βάση του οποίου και μόνο οι άνθρωποι, στην Οδύσσεια αναζήτησης εύτακτου και ασφαλούς πολιτικού βίου σύμφωνα με τις προϋποθέσεις κάθε κοινωνικής οντότητας, μπορούν να πάρουν ορθολογιστικές πολιτικές αποφάσεις (για την ενδό-Πολιτειακή τους ζωή και για τις σχέσεις τους με άλλες Πολιτείες).

 

Στο πλαίσιο των προσπαθειών για την ανάπτυξη θεωρίας διεθνών σχέσεων συμβατών με θεμελιώδη αξιώματα που διαθέτουν οντολογική αναφορά πολλοί περιπίπτουν σε σφάλματα συγχέοντας αντίστοιχες απόψεις για το Παράδειγμα άλλων επιστημονικών πεδίων (οι γνωστές συζητήσεις για το πότε έχουμε ή δεν έχουμε «επιστημονική επανάσταση).

Στην διεθνή πολιτική της κλασικής εποχής και της μετά-Βεστφαλιανής σύγχρονης εποχής –εξαιρουμένων δηλαδή των κοσμοσυστημάτων της μετά-κλασικής εποχής– τα αξιώματα του επιστημονικού Παραδείγματος των διεθνών σχέσεων προσδιορίζονται από υπαρκτά κοινωνικοντολογικά και πολιτικοανθρωπολογικά γεγονότα όπως συγκροτήθηκαν ιστορικά.

 

Επιστημονική επανάσταση που θα προκαλέσει αλλαγή αυτού του Παραδείγματος θα έχουμε είτε εάν προκύψει ένα μετά-κρατοκεντρικό κοσμοσύστημα είτε εάν προκύψει μια παγκόσμια  κοινωνία που θα ορίσει και νομιμοποιήσει ένα παγκόσμιο κράτος.

Μια παγκόσμια κοινωνία, όμως, δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα κατασκευαστικών «επιστημονικών» (δηλαδή ιδεολογικών) απόψεων. Η επιστήμη έπεται της οντολογίας την οποία και παρατηρεί, περιγράφει και ερμηνεύει. Δεν προηγείται και την «κατασκευάζει».

Μια επιστημονική επανάσταση που θα ανατρέψει το Θυκυδίδειο κρατοκεντρικό Παράδειγμα μπορεί να οφείλεται μόνο σε «οντολογική επανάσταση». Δηλαδή να οφείλεται είτε σε ένα θαυματουργό οντολογικό μετασχηματισμό των ανθρώπων –μια μαγική δημιουργία μιας παγκόσμιας κοινωνίας– είτε σε μια μεγάλη γενοκτονία που θα εξοντώσει όλες τις άλλες κοινωνικές οντότητες αφήνοντας μόνο μια κοινωνική οντότητα, την πιο ισχυρή.

Με επίγειους όρους, κατά συνέπεια, η επιστημονική μελέτη του διεθνούς συστήματος μπορεί να σημαίνει μόνο όποιες θεωρήσεις συνεκτιμούν δεόντως και επαρκώς το γεγονός ύπαρξης πολλών κοινωνικών οντοτήτων, διαφορετικής πολιτικής ανθρωπολογίας, διαφορετικού μεγέθους, διαφορετικών αναπτυξιακών δυνατοτήτων και διαφορετικής ισχύος.

Επίσης, τονίζεται ότι υπάρχει αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ ενός μετά-κρατοκεντρικού κοσμοσυστήματος η συγκρότηση του οποίου σχετίζεται με πολιτικές προϋποθέσεις των κοινωνιών όπως εξελίσσονται και ωριμάζουν (σχετική κοσμοσυστημική γνωσιολογία του Γιώργου Κοντογιώργη) και ενός μετά-κρατικού κόσμου που στην σύγχρονη πολιτική συζήτηση αφορά κατασκευαστικές ιδεολογικές απόψεις για μια περιφερειακή ή πλανητική πολιτική συγκρότηση της οποίας οι ανθρωπολογικές ιδιότητες είναι πολιτικά αδιάφορες (βασικά αυτό λένε τα ποικιλόχρωμα μοντερνιστικά ιδεολογήματα για την δημιουργία περιφερειακών ή παγκόσμιων υπεκρατικών ενοτήτων στην βάση μιας οικονομικής και ή εξωπολιτικά προσδιορισμένης νομικής ανθρωπολογίας).

Τα ιστορικά μετά-κρατοκεντρικά κοσμοσυστήματα και πρωτίστως η Βυζαντινή Οικουμένη, υπογραμμίζεται, κατά βάση και σε ποικίλες βαθμίδες, διατηρούσαν την πολιτικοανθρωπολογική ετερότητα και την πολιτική αυτοδιάθεση των ενταγμένων σε αυτά κοινωνικών οντοτήτων συνδέοντάς τες με κεντρικά συστήματα ηγεμονικής διακυβέρνησης.

Τα μετά-κρατικά αφορούν τις προσδοκώμενες πέραν και υπεράνω του κράτους κοινωνικές και πολιτικές δομές που καλλιέργησαν τα ύστερα μοντερνιστικά ιδεολογικά δόγματα και που προϋποθέτουν μια πλανητική ανθρωπολογική εξομοίωση και μια πλανητική πολιτική εξίσωση.

 

Στην διεθνή πολιτική το επιστημονικό Παράδειγμα είναι το Θουκυδίδειο υπόβαθρο ισχυρών ερμηνευτικών προτάσεων, βασικά περιγραφικών/ερμηνευτικών αξιωμάτων, στη βάση των οποίων τις τελευταίες δεκαετίες μερικοί (όσοι δεν υιοθετούν ιδεολογικά δόγματα) επιχειρούν να οικοδομήσουν πραγματολογικά επαληθεύσιμες θεωρίες διεθνών σχέσεων.

Στο θεμελιώδες ιστορικό-διεθνολογικό έργο Πελοποννησιακός Πόλεμος, υπό το πρίσμα αξιολογικής ελευθερίας και σε αναφορά με το κλασικό σύστημα των Πόλεων-κρατών, ο Θουκυδίδης περιέγραψε με πληρότητα και οξυδέρκεια το σύνολο σχεδόν των διλημμάτων και των προβλημάτων ενός συστήματος κυριαρχίας-αναρχίας.

Είναι χαρακτηριστική η αναφορά της Jacqueline Romilly στις ιδιότητες αυτού του μοναδικού επιτεύγματος του Θουκυδίδη που καθιστούν το έργο του Παραδειγματικό και το σημαντικότερο κείμενο πολιτικής θεωρίας του διεθνούς συστήματος, των τριών δηλαδή επιπέδων ανάλυσης, του Ανθρώπου, του Κράτους και του Διεθνούς Συστήματος. Στον «Πελοποννησιακό Πόλεμο» κανείς διακρίνει τα εξής: 1) Αυστηρή περιγραφική αντικειμενικότητα, 2) λεπτομέρεια συνάρτηση με σύνολο, 3) πληροφορίες, γεγονότα: αφορούν σημαντικούς σκοπούς, 4) αναφορές συναρτώνται με καθολικό-διαχρονικό, 5) γνώμες, προθέσεις κτλ, μόνο όταν ενδιαφέρουν πέραν των ατομικών περιπτώσεων, 6) Εστιάζεται στην ουσία και με τρόπο που επιτρέπει θεμελιωμένα συμπεράσματα για τα αίτια, τα αιτιατά, τις αιτιώδεις σχέσεις και τις λογικές αλληλουχίες, 7) παράγονται συμπεράσματα καθολικής, διαχρονικής και γενικότερης αξίας και σημασίας, 8) αναδεικνύει τα διλήμματα και τα προβλήματα αφήνοντας τον ενδιαφερόμενο να συναγάγει δικά του ηθικοπρακτικά συμπεράσματα.

Παρενθετικά, για όποιον ενδιαφέρεται να κατανοήσει περισσότερα την έννοια περιγραφική θεωρία και το ζήτημα της αξιολογικής ουδετερότητας ενός αναλυτή, αναφέρεται το «Ισχύς και Απόφαση» του Παναγιώτη Κονδύλη, καθώς επίσης και οι συνεντεύξεις του ιδίου στο «αόρατο χρονολόγιο της σκέψης». Στο Επίμετρο της Ελληνικής μετάφρασης της «Πολιτικής Θεολογίας» του Σμίτ, επιπλέον, αναλύει με πολύ χρήσιμο τρόπο τα σφάλματα του τελευταίου. Σε αμφότερα αλλά και σε άλλα έργα του, ο Κονδύλης αναπτύσσει το μεθοδολογικό και επιστημολογικό σκεπτικό που μας «αναλύει όχι αυτό που θα θέλαμε να ξέρουμε αλλά αυτό που χρειάζεται να ξέρουμε» για την ανθρώπινη κατάσταση στα τρία επίπεδα ανάλυσης. Το ίδιο ασφαλώς ισχύει για το κύριο έργο του Μακιαβέλι. Η περιγραφική ερμηνευτική αξία του Υποδειγματικού Θουκυδίδη, βέβαια, είναι άφθαστη.

 

Οι βασικές θεωρήσεις στον πυρήνα του Θουκυδίδειου Παραδοσιακού Παραδείγματος δεν προτείνουν μια εξειδικευμένη ερμηνεία αναφορικά με ένα συγκεκριμένο ζήτημα διεθνούς πολιτικής, παρά μόνο προσδιορίζουν γενικούς νόμους και γενικούς ερμηνευτικούς προσανατολισμούς. Η προαναφερθείσα εκτίμηση της Romilly εξηγεί νομίζω άρτια την διαχρονικότητα των Θουκυδίδειων αξιωμάτων και τους λόγους για τους οποίους μπορούν να χρησιμεύσουν ως βάση αναζήτησης ειδοποιών διαφορών και θεωρητικών εξειδικεύσεων μέσα σε συγκεκριμένα πλαίσια της διεθνούς ζωής.

Προσφέρουν έτσι μια όσο το δυνατό διαυγέστερη αντίληψη και βαθύτερη κατανόηση της φύσης, του χαρακτήρα και των λειτουργιών του διεθνούς συστήματος. «Ούτε πρέπει ούτε δεν πρέπει». Μόνο αυστηρή περιγραφή και αξιολογικά ελεύθερη ερμηνεία αυτού που ισχύει σε ένα κόσμο κυρίαρχων κρατών ο οποίος εξ ορισμού στερείται παγκόσμιας ρύθμισης αφήνοντας τους ανθρώπους να κάνουν ότι θέλουν (φράση του Κονδύλη σε ερώτηση γιατί δεν εξειδικεύει το Πολιτικό γεγονός παρά μόνο στέκεται σε (προσανατολιστικά) τυπολογικά χαρακτηριστικά εμπεδωμένα στην παρατήρηση των κοινωνικοοντολογικών και πολιτικοανθρωπολογικών γεγονότων όπως κινούνται και εξελίσσονται). Ο καθείς λοιπόν λειτουργεί σύμφωνα με την αυτοσυντήρησή του και τα συμφέροντά του με γνώμονα, για παράδειγμα, ότι «δίκαιο έχει όποιος έχει ίση δύναμη και όταν αυτό δεν συμβαίνει ο ισχυρός επιβάλλει ότι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί και προσαρμόζεται» ή σκοτώνεται και εξαφανίζεται.

 

Η συνολική παράσταση που αποπνέουν οι αξιολογικά ελεύθερες περιγραφές του Παραδοσιακού Παραδείγματος για τη φύση και τη λειτουργία του διεθνούς συστήματος στα τρία επίπεδά του αναφέρονται σ’ ένα κόσμο κοινωνικοπολιτικά συγκροτημένων ετερογενών συλλογικών οντοτήτων που χαρακτηρίζονται από Υπαρκτική κοινωνική ετερότητα και από την ακατάπαυστα εκδηλωμένη αξίωση πολιτικής κυριαρχίας ως συνεπακόλουθό της.

Οι συνέπειες του γεγονότος ότι οι κοινωνικές οντότητες ήταν πάντα πολλές –και συνεχίζουν να είναι πολλές, ενώ παρατηρείται η κάθε μια εξ αυτών να σμιλεύει και βαθαίνει τη ετερότητά της ολοένα και περισσότερο– είναι βαθύτατων προεκτάσεων.

Όλες οι κοινωνικές οντότητες ή τουλάχιστον όσες διαθέτουν συλλογική ανθρωπολογική υπόσταση αξιώνουν ανεξάρτητη πολιτική κυριαρχία.

Έτσι, εφόσον η πολιτική κυριαρχία/Εθνική Ανεξαρτησία είναι η βασική αξίωση των συλλογικών οντοτήτων οι οποίες συγκροτούνται σε πολιτικές ομάδες, η αναρχία είναι σύμφυτη με το διεθνές σύστημα και τις αξιώσεις των κρατών για κυριαρχία-ανεξαρτησία.

Η Εθνική Ανεξαρτησία εξ αντικειμένου και καταμαρτυρούμενα καθημερινά είναι α) η υψηλή κοσμοθεωρητική αρχή όλων των εθνών, β) ο άξονας των υψηλών αρχών του διεθνούς δικαίου όπως επικυρώθηκε στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ και γ) η προσανατολιστική θεώρηση διερεύνησης των ειδοποιών διαφορών και εξειδικευμένων επιστημονικών αναζητήσεων που προσφέρουν πολιτικά ορθολογιστικούς συλλογισμούς σε όσους λαμβάνουν πολιτικές αποφάσεις. Η Εθνική Ανεξαρτησία, υποστηρίξαμε σε άλλη περίπτωση («Κοσμοθεωρία των Εθνών, συγκρότηση και συγκράτηση  των κρατών, της Ευρώπης και του κόσμου»), είναι ουσιαστικά η μόνη κοινή κοσμοθεωρία όλων των εθνών (όσων εθνών εκπλήρωσαν την αξίωση ελευθερίας αποκτώντας κράτος και όσων εθνών δεν κατόρθωσαν και συνεχίζουν, όπως ξέρουμε, να παλεύουν γι’ αυτό)

 

Οι όροι αναρχία (δηλαδή απουσία παγκόσμιας κυβέρνησης ή «κυβέρνησης των κυβερνήσεων») και πολιτική κυριαρχία-συλλογική ελευθερία (δηλαδή Εθνική Ανεξαρτησία) είναι δίδυμοι.

Εν τούτοις, μιας και αναρίθμητοι πίστεψαν ή και συνεχίζουν να πιστεύουν ότι ο πλανήτης μπορεί να εξομοιωθεί ανθρωπολογικά και να εξισωθεί πολιτικά (όλα βασικά τα μοντερνιστικά ιδεολογικά δόγματα), κάνουμε απολύτως σαφές το αυτονόητο και πασίδηλο πλην περιέργως αθέατο σε ουκ ολίγους: η κυριαρχία των μελών του συστήματος κρατών αυτομάτως προκαλεί διεθνή αναρχία την οποία τα κράτη και καθιέρωσαν ως βασική αρχή του διεθνούς συστήματος στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ το 1945 (Κεφάλαιο Ι, άρθρο 2 παρα. 7).

Επομένως, οι κρίσιμοι προσδιοριστικοί παράγοντες ή κριτήρια της επιστημονικής μελέτης της διεθνούς πολιτικής ή άλλως πως της «θεωρίας διεθνών σχέσεων» είναι, εξ αντικειμένου, προγραμματικά και εξ ορισμού, οι εξής:

i) H Υπαρκτική πολιτικοανθρωπολογική ετερότητα των κυρίαρχων κοινωνιών (Όσες για ιστορικούς λόγους δεν είναι έτσι προικισμένες αλλά είναι εσωτερικά διαφοροποιημένες κάποια στιγμή διαιρούνται για να αυξηθεί ο αριθμός των κρατών – ή αντίστροφα εάν είναι όμοιας ανθρωπολογικής ετερότητας ενώνονται για να μειωθεί ο αριθμός των κρατών).

ii) H εθνική ανεξαρτησία των πολιτικά κυρίαρχων μελών του διεθνούς συστήματος συμβολίζει το γεγονός πως η αξίωση συλλογικής ελευθερίας ευοδώθηκε (Σε ένα ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα αυτό δεν είναι μόνιμη και ανεπίστροφη κατάκτηση αλλά το αγαθό Ελευθερίας που τους επιτρέπει να απολαμβάνουν την ανθρωπολογική ετερότητά τους και για το οποίο τα μέλη μιας κοινωνίας είναι άγρυπνα – Η Ελευθερία, υπογραμμίζεται, ορίζεται ως η δυνατότητα μιας κοινωνίας να απολαμβάνει την ετερότητά της χωρίς εξωγενείς καταναγκασμούς – Η συλλογική Ελευθερία ή Εθνική Ανεξαρτησία διακρίνεται από την ατομική, κοινωνική και πολιτική ελευθερία που είναι συνάρτηση των βαθμίδων Πολιτειακής δημοκρατίας. Η Εθνική Ανεξαρτησία είναι προϋπόθεση της πολιτειακής ελευθερίας).

iii) H διεθνής αναρχία, δηλαδή, το γεγονός ότι απουσιάζει μια παγκόσμια εξουσιαστική δομή (Αφού η αξίωση εθνικής ανεξαρτησίας εκδηλώνεται για να είναι τα μέλη μιας κοινωνίας συλλογικά ελεύθερα, θα αποτελούσε μεγάλη αντίφαση να αποδέχονταν μια έξωθεν εξουσία).

iv) Εκ του γεγονότος ότι το διεθνές σύστημα είναι άναρχο και ανταγωνιστικό και η ισχύς μη θεσμισμένη, συχνά δε και συγκρουσιακό, η επιδίωξη ισχύος, διεύρυνσης της ισχύος και ασφάλειας, στο επίπεδο κάθε κυρίαρχου έθνους-κράτους, είναι κάτι το αναμενόμενο και λογικό.

v) «Η ηθική είναι προϊόν πολιτικής (Μακιαβέλι) εξ ου και η απουσία παγκόσμιας κοινωνίας και δυνατότητας παγκόσμιου κοινωνικοπολιτικού συστήματος η πολιτικά συναφής ηθική στις διεθνείς σχέσεις είναι μηδενική ή πολιτικά μη άξια λόγου (μη επαρκής για να συγκροτήσει παγκόσμια πολιτική δομή). Η ισχύς στην διεθνή πολιτική ως εκ τούτου δεν είναι θεσμισμένη δικαιακά παγκόσμια ή διακρατικά, οι δε διεθνείς θεσμοί είναι θεσμοί διεθνούς τάξης όχι διεθνούς δικαιοσύνης (Καθότι απουσιάζει ένα παγκόσμιο σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης που θα ορίζει και διαρκώς αλλάζει τους κανόνες δικαιοσύνης όπως συμβαίνει στην ενδοκρατική τάξη).

[Εμβόλιμη επισήμανση: Εάν ένα θεώρημα ή ιδεολόγημα επιχειρεί να στηριχθεί πάνω σε ένα σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης διεθνές ή παγκόσμιο το οποίο επιδιώκει να κατασκευάσει, εκτός του ότι μπορεί να είναι μόνο γελοία Δονκιχωτικό ή προπαγανδιστικό (κατά Carr μεταμφίεση ηγεμονικών αξιώσεων ισχύος) καμιά σχέση δεν μπορεί να έχει με την επιστημονική μελέτη της διεθνούς πολιτικής που απαιτείται να είναι περιγραφικά σωστή και ερμηνευτικά συνεπής με μια αξιολογικά ελεύθερη περιγραφή κοινωνικοπρακτικά χρήσιμη διαχρονικά και σε όλους]

vi) Μέσα στο πλέγμα σχέσεων που συγκροτεί ο διακρατικός βίος λόγω της αναρχίας-κυριαρχίας και λόγω της απουσίας μιας παγκόσμιας κοινωνίας οι συναλλαγές κάθε είδους στερούνται κοινωνικοπολιτικών ελέγχων και εξισορροπήσεων. Ο «διεθνής δημόσιος χώρος» της «διεθνούς κοινότητας κρατών» (ή κατ’ άλλους πιο ρεαλιστικά του «συστήματος κρατών»), δεν αποτελεί κάτι αντίστοιχο του ενδοκρατικού δημόσιου χώρου (πολύ περισσότερο δεν αποτελεί κάτι αντίστοιχο της βαθύτερης έννοιας του Πολιτειακού τρόπου ζωής που κορύφωνε την ατομική, κοινωνική και πολιτική ελευθερία με το να καθιστά τον πολίτη εντολέα της διακυβέρνησης και κάτοχο του κράτους). Κατά συνέπεια μια μη δεσποτική υπερεθνική δομή ή κάποιους είδους παγκόσμια ρυθμιστική εξουσία είναι ανέφικτη. Κοντολογίς, απουσιάζει ένα παγκόσμιο Κοινωνικό γεγονός και γι’ αυτό ένα παγκόσμιο Πολιτικό γεγονός είναι ανέφικτο.

Η ηθική και η δικαιοσύνη μπορούν να προσδιοριστούν μόνο ενδό-Πολιτειακά. Κατά συνέπεια στην διεθνή πολιτική μπορεί να προσδιοριστεί μόνο η διεθνής τάξη την οποία τα κράτη ναι μεν υπόσχονται να τηρούν πλην οι εκτιμήσεις περί αυτήν γίνονται υπό διαφορετικό ηθικό και δικαιακό πρίσμα. Άλλο η τάξη εξ ανάγκης και άλλο μια τάξη δίκαιη. Στην ενδοκρατική τάξη το δίκαιο αλλάζει όπως καθημερινά αλλάζουν τα κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένα κριτήρια δικαιοσύνης, ενώ στην διεθνή πολιτική η αλλαγή –της συμπεφωνημένης τάξης ή ρυθμίσεων πάνω σε θολά σύνορα όταν οι προϋποθέσεις αλλάζουν– όταν τα κράτη δεν συμφωνούν είναι ανέφικτη.

vii) Λόγω των πιο πάνω θεμελιωδών χαρακτηριστικών κάθε κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος οι κοινωνίες αγωνίζονται για αυτοσυντήρηση-επιβίωση των κυρίαρχων εθνών-κρατών στα οποία ανήκουν.

viii) Τέλος, τα κράτη-μέλη του διεθνούς συστήματος είναι ευαίσθητα στις ανακατανομές ισχύος που προκαλεί η άνιση ανάπτυξη σε όλες τις εκδοχές της. Αφενός επιδιώκουν να αυξήσουν εξισορροπητικά την δική τους ισχύ και αφετέρου να κατακτήσουν ανταγωνιστικό ρόλο και θέση στις διεθνείς ιεραρχίες. Έτσι λειτουργώντας τα κράτη είναι ευαίσθητα στο κόστος-όφελος, που προκαλούν οι εναλλακτικές στρατηγικές εκπλήρωσης του εθνικού συμφέροντος και η αλλαγή των προϋποθέσεων που ορίζουν την ισχύ του κάθε κράτους.

Αναφορικά με το τελευταίο σημείο, προστίθεται πως υπό συνθήκες ανυπαρξίας ενός αποτελεσματικού συστήματος διεθνούς τάξης και ενός συστήματος διακρατικής δικαιοσύνης, όταν προκύπτουν διακρατικές διαφορές, ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας, γεγονός που σημαίνει ότι η ικανότητα διατήρησης ισχυρής θέσης και ρόλου στο διεθνές σύστημα είναι αναγκαία και μη εξαιρετέα προϋπόθεση εθνικής-κρατικής επιβίωσης και ευημερίας.

Η αξιολογικά ελεύθερη εκδοχή του Πολιτικού Ρεαλισμού –και όχι ένα οποιαδήποτε θεώρημα αυτό-ονομάζεται «ρεαλιστική θεωρία», ή όπως οι νεοφιλελεύθεροι στηρίζονται πάνω σε ρεαλιστικές θεωρίες για να εκπληρώσουν στρατηγικούς σκοπούς του κράτους τους–, είναι η μόνη δηλαδή αμιγής επιστημονική προσέγγιση που εμπεριέχεται και είναι συμβατή με τις ιδιότητες του κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος και τα Παραδειγματικά αξιώματα που το περιγράφουν και ερμηνεύουν.

Το Παραδοσιακό Παράδειγμα που όπως είπαμε πιο πάνω διαθέτει οντολογικά αναφορά και το οποίο αποτελεί και το μέτρο στάθμισης και μέσο οριοθέτησης μιας θεωρίας διεθνών σχέσεων που αξίζει να ονομάζεται «Θεωρία» γιατί προσφέρει ισχυρά πορίσματα για την σχέση αιτίων και αποτελεσμάτων στην διεθνή πολιτική.

 

Συναφής με τα πιο πάνω είναι και η θεώρηση του Kenneth Waltz στο μοναδικό του έργο «Θεωρία διεθνούς πολιτικής» όπου και περιγράφει τα κεντρικά χαρακτηριστικά του κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος.

Ο Waltz, βασικά, χωρίς να είναι ρητός ως προς αυτό, προσδιορίζει προσανατολιστικά και όχι προσδιοριστικά τις οντολογικές και πολιτικοανθρωπολογικές προϋποθέσεις του συγχρόνου διεθνούς συστήματος υπό το πρίσμα του Θουκυδίδειου Παραδείγματος και σε αναφορά με τον ρόλο της ισχύος στις διεθνείς σχέσεις.

Ο Waltz, ως πολιτικός στοχαστής πρώτης τάξης, απέφευγε να εισέλθει σε προσδιοριστικές αναφορές περί την ανθρωπολογία τις οποίες σωστά θεωρούσε –για τους σκοπούς της θεωρίας του– ως μη σταθμίσιμες.

            Σε προσωπική συνομιλία μαζί όταν επισκέφτηκε την Ελλάδα, μαζί και με μερικά άλλα επιστημονικά ζητήματα που συζητήσαμε, τον προβλημάτισα αναφορικά με την προσέγγιση πολλών Ελλήνων  και ίσως άλλων Ανατολικών επιστημόνων οι οποίοι αναλύουν τα ανθρωπολογικά ζητήματα προσανατολιστικά και όχι προσδιοριστικά, αφήνοντας έτσι μεγάλα περιθώρια τόσο καλύτερης κατανόησης των τάσεων όσο και αποφάσεων που είναι συμβατές με την ανθρώπινη κατάσταση στα τρία επίπεδα. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα του ανέφερα το «Η παρακμή του Αστικού πολιτισμού» του Παναγιώτη Κονδύλη το οποίο όμως δεν γνώριζε.

            Θεμελιώνοντας και τεκμηριώνοντας την σημασία της κατανομής ισχύος στην διεθνή πολιτική και των συνεπειών των ανακατανομών ισχύος, ο Waltz σημειώνει τα κύρια χαρακτηριστικά της διεθνούς πολιτικής τα οποία και αποτελούν μια «εφαρμογή του Παραδείγματος» στα πεδία της καλής Θεωρίας. Συνοψίζουμε μερικές κύριες πτυχές των θεωρήσεων του Kenneth Waltz:

            Λόγω της κυριαρχίας-αναρχίας το συνεπαγόμενο γεγονός της απουσίας παγκόσμιας ρυθμιστικής εξουσίας επηρεάζει καθοριστικά τις αποφάσεις των κρατών που σχετίζονται με την σταθερότητα ή αστάθεια στην διεθνή πολιτική. Οι σχέσεις και κατά συνέπεια οι αποφάσεις στο διακρατικό επίπεδο, επίσης, είναι ανταγωνιστικές και συχνά συγκρουσιακές. 

            Σε ένα άναρχο ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα εξ αντικειμένου ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας. Τα κράτη δηλαδή θα πρέπει να διασφαλίσουν επαρκή ισχύ για την ασφάλειά τους και για την επιβίωσή τους. Αυτό κάνοντας και επειδή το διεθνές σύστημα είναι ανταγωνιστικό μειώνουν την ασφάλεια των άλλων κρατών και προκαλούν φαύλο κύκλο επιδίωξης ισχύος (διλήμματα ασφαλείας και την συγκρουσιακή λογική που αυτή αναπτύσσει). Στην διεθνή πολιτική διαπιστώνεται, έτσι, ότι υπάρχουν εγγενείς αόρατοι και μη σταθμίσιμοι «μηχανισμοί» αυτοτροφοδότησης του ανταγωνισμού και της ανασφάλειας.

            Επειδή το διεθνές σύστημα είναι κρατοκεντρικό η βασική μονάδα είναι το κράτος και οι διεθνικοί ή άλλοι μη κρατικά ελεγχόμενοι δρώντες είναι είτε ανεξάρτητες μεταβλητές είτε μέσα κάποιων κρατικών δρώντων για την εκπλήρωση εθνικών στρατηγικών.

            Τα κράτη ως συλλογικές οντότητες όταν είναι βιώσιμες διαθέτουν ένστικτο αυτοσυντήρησης-επιβίωσης και γι’ αυτό λειτουργούν ορθολογιστικά. Δηλαδή, γνωρίζουν ότι πάνω στην πλάστιγγα των διακρατικών σχέσεων οι δύο δίσκοι κόστους και οφέλους εναλλακτικών στάσεων και συμπεριφορών δικών τους και των άλλων απαιτείται να είναι ισοζυγισμένοι. Αντίστοιχα και ανάλογα, επίσης, με στάσεις και συμπεριφορές επιχειρούν να αποτρέψουν άλλους να πάρουν αποφάσεις που εάν τις εκτελέσουν θα έχουν κόστος που θα είναι μεγαλύτερο από το αναμενόμενο όφελος. Αυτά, σημειώνεται, είναι βασικές αρχές της στρατηγικής θεωρίας.

            Ασφάλεια, διατήρηση της κρατικής Επικράτειας και εθνική ανεξαρτησία είναι έσχατα εθνικά συμφέροντα («βασικά συμφέροντα»), τονίζει ο Waltz. Τα κράτη κατά συνέπεια επιδιώκουν να αποκτήσουν ισχύ η οποία «είναι το κύριο νόμισμα στην διεθνή πολιτική».

            Η απόκτηση ισχύος διακρίνεται σε εσωτερική και εξωτερική (στρατηγική εσωτερική και εξωτερική εξισορρόπηση ανάλογα και αντίστοιχα με την κατανομή ισχύος στο διεθνές σύστημα και τις απειλές ή κινδύνους που δημιουργεί). Επιχειρώντας εσωτερική εξισορρόπηση (αύξηση των εσωτερικών συντελεστών ισχύος) και εξωτερική εξισορρόπηση (συγκλίσεις και συμμαχίες με άλλα κράτη) αυτό που προσπαθούν βασικά να κάνουν είναι να αυξήσουν την ασφάλειά τους και να επιβιώσουν.

            Οι στρατηγικές εξισορρόπησης είναι διαρκείς ανάλογα και αντίστοιχα με την κατανομή ισχύος και τις εκάστοτε ανακατανομές ισχύος. Αυτό σημαίνει ότι το διεθνές σύστημα είναι αυτορυθμιζόμενο με αποτέλεσμα είτε να οδηγείταΙ στην ισορροπία ισχύος και στην σταθερότητα με βάση το status quo είτε στην εκπλήρωση των σκοπών με τρόπο που ανακατανέμονται στα συμφέροντα, τα σύνορα και τον έλεγχο ή την κατοχή πλουτοπαραγωγικών πόρων.

            Συνδέουμε το τελευταίο με την θεμελιώδη επισήμανση που έγινε πιο πάνω, ότι δηλαδή στην διεθνή πολιτική ενός κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος, επειδή «η ηθική είναι προϊόν πολιτικής», οι διανεμητικές συνέπειες της κατοχής ισχύος δεν είναι θεσμισμένες και κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένες. Τα αποτελέσματα είναι καθημερινά και πολλά πλην και οι αιθεροβάμονες και οι εθελοτυφλούντες επίσης πολλοί και συχνά αδιόρθωτοι.

 [26] Η αμερικανική εξωτερική πολιτική των 10 τελευταίων ετών προσφέρει την δυνατότητα για δεκάδες περιπτωσιολογικές μελέτες όπου ένα δημοκρατικό κράτος συμπεριφέρεται ηγεμονικά και με εξαναγκαστικό τρόπο που προκαλεί μεγάλα αναδιανεμητικά αποτελέσματα που ακόμη και ευθεία πολεμική επίθεση δεν θα κατόρθωνε. Συναφής είναι επίσης και η «στρατηγική της μαλακής ισχύος», προσέγγιση δηλαδή έμμεσης στοχαστικής και πολιτικής υπονόμευσης άλλων κυρίαρχων κρατών για να προωθηθούν τα αμερικανικά στρατηγικά συμφέροντα. Βλ. ιδ. Katzenstein P., Keohane R. Krasner St. 1998. «International Organization and the Study of World Politics», International Organization, vol 52, no 4, σ. 672-3. Βλ. επίσης μια εξαιρετικά πυκνή ανάλυση πλήρη βιβλιογραφικών και περιπτωσιολογικών αναφορών στο κείμενο του Jonathan Mowat, «The new Gladio in action? Ukrainian postmodern coup completes testing of new template», στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.onlinejournal.com/ Special_Repo rts/ 03190 5Mowat-1/031905mowat-1.html , May 2005

[27] Το «ιδεώδες της ανεξαρτησίας» και οι Δελφοί καθώς και άλλοι συλλογικοί θεσμοί θεσπισμένοι στην βάση της αρχής της ανεξαρτησίας(-κυριαρχίας) των Πόλεων-κρατών, αποτελούσαν κώδικες, υποχρεώσεις, κριτήρια και παράγοντες πολύ πιο εμπεδωμένα και παραδεκτά στο κλασικό διακρατικό σύστημα απ’ ότι το διεθνές δίκαιο και η συλλογική ασφάλεια της σύγχρονης εποχής. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Adam Watson, «το σύστημα Πολιτειών της κλασικής Ελλάδας αποτελεί την πρώτη γνωστή περίπτωση ανεξάρτητων κρατών τα οποία υιοθετούσαν ως θεμελιώδη στάση-συμπεριφορά τον αντιηγεμονισμό. Ακόμη, θεωρούσαν πως, αν υποστηρίξουν τον νικητή μιας σύρραξης, [αυτό] αποτελούσε κίνδυνο για την ανεξαρτησία τους [επειδή στη συνέχεια ο ισχυρός θα εκμεταλλευόταν τις σχέσεις εξάρτησης]. Ο αντιηγεμονισμός ως θεμελιώδης στάση κατόπτριζε την προσήλωση των Ελλήνων στην ιδέα των πολλαπλών κυριαρχιών και είχε ως αποτέλεσμα το σύστημα των Πόλεων-Κρατών να κατατείνει προς την κατίσχυση των αρχών της αυτονομίας-ανεξαρτησίας των μελών του συστήματος», βλ. The evolution of international society (Routledge, London 1992, σελ. 51 (στα ελληνικά Η εξέλιξη της διεθνούς κοινωνίας, Ποιότητα, Αθηνα 2006).

[28] Χαρακτηριστικά, όπως τονίζει ο ο Ernest Barker, «καμιά ιστορία δεν είναι τόσο σημαντική για εμάς και καμιά δεν είναι τόσο σύγχρονη από αυτή της Κλασικής Ελλάδας. Σε πολύ μεγάλο βαθμό είμαστε αυτό που είμαστε επειδή οι έλληνες υπήρξαν με την μορφή που γνωρίσαμε. Με πολλούς τρόπους ισχύει το παράδοξο πως η Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. είναι πιο μοντέρνα απ’ ότι η Ευρώπή του 19ου αιώνα μ.Χ. Ένας άγγλος αισθάνεται μεγαλύτερη συγγένεια με τον επικήδειο του Περικλή παρά με τα απομνημονεύματα του Φρειδερίκου του Μεγάλου. Τα προβλήματα του έλληνα Πολίτη μας αγγίζουν ακόμη σήμερα, επειδή η ελληνική εμπειρία πέρασε στην ουσία της ύπαρξής μας και συγχωνεύτηκε με την ύπαρξή μας». Greek Political Theory (Methuen, London 1961) σελ. 17,18. Μετάφραση στα ελληνικά ως Ελληνική πολιτική σκέψη και θεωρία (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2006).

[29] Σε άλλη περίπτωση, τα πορίσματα μακροϊστορικών διερευνήσεων του υπογράφοντος συνταύτισαν την αξίωση συλλογικής ελευθερίας μιας διακριτής κοινωνίας στις διεθνείς σχέσεις ως το αντίστοιχο της οντολογικού περιεχομένου αξίωσης ανθρώπινης ελευθερίας. Κατά συνέπεια, η εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία μιας κοινωνίας είναι οντολογικού περιεχόμενου και γι’ αυτό ηθικά αμάχητη ανθρώπινη κατάκτηση. Η συνέπεια μιας τέτοιας παραδοχής είναι βαθύτατες, επειδή προεκτείνεται για να συμπεριλάβει το διεθνές δίκαιο και τους θεσμούς συλλογικής ασφάλειας αποστολή των οποίων είναι η διασφάλιση της εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας. Καθιστά εφικτή, επίσης, την βάσιμη μη-αυθαίρετη διάκριση των κρατών μεταξύ φιλειρηνικών και αναθεωρητικών ανάλογα με την ετοιμότητά τους να αποδεχθούν την ερμηνεία των διακρατικών συνθηκών από τους διεθνείς θεσμούς. Βλ. Π. Ήφαιστος, Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (Ποιότητα, Αθήνα 2004) ιδ. κεφ. 2-6.

[30] Παρά το ότι στον πολιτικό λόγο και στην βιβλιογραφία η έννοια που επικράτησε είναι «εθνική ανεξαρτησία», αφορά βασικά, την ανεπηρέαστη, αδέσμευτη και ανεμπόδιστη άσκηση πολιτικής κυριαρχίας στο εσωτερικό του κράτους στην βάση της κοσμοθεωρητικής και ηθικοκανονιστικής ετερότητας της κοινωνίας μιας έκαστης Πολιτείας. Αφορά δηλαδή την εφαρμογή των αρχών της εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας όπως προβλέπει το διεθνές δίκαιο και ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ.

[31] Αυτή είναι μια κρίσιμη επισήμανση που αφορά ένα κεντρικής σημασίας ζήτημα, αυτό της παγκόσμιας ενότητας, των ιδεολογιών που την υποστηρίζουν και την μεθοδολογία εκπλήρωσής της. Κρίνοντας από την μαζικότητα των οπαδών των κατά καιρούς επαναστατικών κοσμοθεωριών –όπως ο ναζισμός, διεθνιστικός κομμουνισμός, διεθνιστικός νεοφιλελευθερισμός–, πολλά άτομα πολίτες του ενός ή του άλλου κράτους ποτέ δεν δέχθηκαν τον Πολιτειακό κατακερματισμό και προσδοκούν μια παγκόσμια εξουσία. Αν και πασίδηλα μια τέτοια προσδοκία είναι πασίδηλα ανορθολογική αν όχι παρανοϊκή, μολαταύτα είναι ευρέως διαδεδομένη. Κανείς δεν πρέπει να υποτιμά το γεγονός πως παρά την επικράτηση της έννοιας του κράτους επί των διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων ιδεών και αξιώσεων κατά την διάρκεια του 19ου και 20ου αιώνα ουκ ολίγοι, κυρίως λόγω ελλείμματος γνώσης για τα πραγματικά αίτια πολέμου, είναι μολαταύτα προσκολλημένοι στο παρελθόν. Οι αποχρώσεις της ιδεολογικής ή ψυχολογικής προσκόλλησης στο παρελθόν ποικίλουν. Αναμφίβολα, στον βαθμό που αντιβαίνουν με την ιστορική απόφαση καθιέρωσης της κρατικής κυριαρχίας ως του καθεστώτος οργάνωσης του συλλογικού ανθρώπινου βίου που καταγράφηκε στην Κοινωνία των Εθνών και στην συνέχεια στον ΟΗΕ, ο διεθνισμός και ο κοσμοπολιτισμός αποτελούν εισροές ανορθολογισμού και αιτιών πολέμου. Στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο θα μπορούσε να γίνει και μια επισήμανση γνωσιολογικού και επιστημολογικού χαρακτήρα: Εξ αντικειμένου, κάθε προσπάθεια νομικής ή άλλης μελέτης του διεθνούς συστήματος εμπεριέχει επιστημονικά και στοχαστικά σφάλματα ευθέως ανάλογα της βαθμίδας διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων παραδοχών που εμπεριέχει.   

[32] Η βασική ανάλυση των αιτιών πολέμου βρίσκεται στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Μεταξύ άλλων, αναλυτές της ύστερης εποχής που εξέτασαν με εμβρίθεια και επάρκεια τα αίτια πολέμου είναι οι Robert Gilpin, Πόλεμος και Αλλαγή στην διεθνή πολιτική (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2004), Waltz Kenneth, Theory of International Politics (Addison - Wesley, Mass. 1979) και Waltz K. 2000, ό.π.

[33] Αναμφίβολα, η σχέση ανεξαρτησίας και ηγεμονικών αξιώσεων ουδέποτε υπήρξε αρμονική. Ο Barry Hughes, παρατηρεί ότι η Πόλη ενσάρκωνε την φιλοσοφία της Ανεξαρτησίας των διακριτών συλλογικών οντοτήτων. Βλ. Hughes B. Barry, Continuity and Change in World Politic, The Clash of Perspectives (Prentice Hall, Englewoods, NJ, 1990), σελ. 72. Βλ. επίσης Watson Adam, The Evolution of International Society (Routledge, London, 1992), στα ελληνικά: Watson Ad. Η εξέλιξη της διεθνούς κοινωνίας (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2005)

[34] Όπως παρατήρησε ο Hans Morgenthau στο Politics Among Nations: The Strunggle for Power and Peace (Alfred Knopf, NY, 1948,1978, 5th ed.), το πρόβλημα είναι αντικειμενικό: Εάν είχαμε μια παγκόσμια κοινωνία θα είχαμε μια παγκόσμια κυβέρνηση. Λόγω πολλών κοινωνιών, ακριβώς, ο Πολιτειακός κατακερματισμός κατοπτρίζει τον κοινωνικό κατακερματισμό του Πλανήτη. Η κοινωνική εξομοίωση του πλανήτη, εξάλλου, είναι εξ αντικειμένου ανέφικτη. 

[35] Στο σημείο αυτό τονίζεται η διάκριση μεταξύ «παγκόσμιας ανθρώπινης δικαιοσύνης» που θα μπορούσε να υπάρξει μόνο αν υπήρχε μια νομιμοποιημένη παγκόσμια ηθικοκανονιστική δομή (προικισμένη με ένα παγκόσμιο σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης) και κανόνων διεθνούς δικαιοσύνης που ενσωματώνονται στην εσωτερική δικαιοταξία των κυρίαρχων κρατών μετά από διακρατική διαπραγμάτευση και σύναψη σχετικών συμβάσεων (Συνθήκη της Γενεύης, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο). Πρόκειται για δύο διαφορετικά και αντιθετικά πράγματα. Η παγκόσμια ανθρώπινη δικαιοσύνη είναι ανέφικτη και θα μπορεί να υπάρξει μόνο ως επιβολή του «δικαίου του ισχυρού» επί των ετερογενών κοινωνιών του πλανήτη. Οι κανόνες διεθνούς δικαιοσύνης, αντίθετα, στερούνται κάθε διεθνιστικού, κοσμοπολίτικου ή ηγεμονικού περιεχομένου και εδράζονται αυστηρά πάνω στο καθεστώς της κρατικής κυριαρχίας το οποίο προορίζονται να εμπεδώσουν και να ενισχύσουν και όχι να καταργήσουν. Δεν είναι τυχαίο ότι η συνομολόγηση τέτοιων κανόνων γίνεται μετά από μακρόχρονη και εξαντλητική διακυβερνητική διαπραγμάτευση στο τέλος των οποίων αρχίζει η προσχώρηση στις σχετικές συμβάσεις. Ύστερο χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο.

[36] Πρέπει να γίνεται διάκριση, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, μεταξύ διεθνών θεσμών που αναφέρονται στην ισχύουσα τάξη των Συνθηκών και ενός πιθανού διεθνούς συστήματος απονομής «δικαιοσύνης» όταν αναφύονται διακρατικές διαφορές. Λόγω ιστορικότητας των διακρατικών προβλημάτων κάτι τέτοιο θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο ή αδύνατο. Γι’ αυτό στις διακρατικές σχέσεις το δίκαιο είναι η διακρατική τάξη που ορίζουν οι Συνθήκες το οποίο τηρείται όταν δεν υπάρχουν διαφορές ή όταν εάν υπάρχει οι εμπλεκόμενοι συμφωνούν να προσφύγουν στους διεθνείς θεσμούς για την ερμηνεία των προνοιών των Συνθηκών. Περιττό να τονιστεί, επίσης, ότι αυτή η συζήτηση δεν αφορά την Διεθνή Ποινική Δικαιοσύνη, τις Συμβάσεις των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και άλλες διεθνείς δεσμεύσεις των κυρίαρχων κρατών που ενσωματώνονται, όπως ήδη τονίστηκε, στην εσωτερική δικαιοταξία των κυρίαρχων κρατών.

[37] Ο φόβος της εξαπάτησης και της άνισης ανάπτυξης δεν οδηγεί μόνο σε διενέξεις αλλά και σε μειωμένη συνεργασία στους διεθνείς θεσμούς. Βλ. Grieco J. «The Maastricht Treaty, Economic and Monetary Union and the Neorealist Research Programme», Review of International Studies, vol. 21, no 1, 1995 και Grieco J. «State Interests and Institutional Rule Trajectories: A Neorealist Interpretation of the Maastricht Treaty and Economic European Union», Security Studies, Spring 1995. Επίσης Baldwin D. ed., Neorealism and Neoliberalism: The Contemporary Debate (Columbia University Press, NY 1993)

[38] Βλ. κυρίως Waltz Κ. Man, the State and War. A Theoretical Analysis. N.Y.:Columbia Univ. Press, Aron R, 1959. Paix et Guerre Entre les Nations. Paris: Calmann – Levy 1984 και Waltz K., Theory of International Politics, ό.π.,

[39] Αναμφίβολα, πέραν του Θουκυδίδη, η ανάγνωση του αριστουργήματος του Robert Gilpin, Πόλεμος και αλλαγή στην διεθνή πολιτική (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2004), δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία γι’ αυτό τον ρόλο των ηγεμονικών ανταγωνισμών.

[40] Για την έννοια του επαναστατισμού βλ. Martin Wight, Διεθνής Θεωρία (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 1998). Η θεωρία διεθνών σχέσεων θεωρεί ότι το γεγονός των διαφορετικών περιεχομένων των επαναστατικών δογμάτων είναι άνευ σημασίας επειδή οι συνέπειες για την διακρατική τάξη είναι σε κάθε περίπτωση ανατρεπτικές της κοινωνικοπολιτικής οντολογίας. Η θεωρία διεθνών σχέσεων απλά περιγράφει το γεγονός ότι κάθε προσπάθεια εξομοίωσης του κοινωνικοπολιτικά-Πολιτειακά ανομοιόμορφου διεθνούς συστήματος προκαλεί εκατόμβες. Φορείς επαναστατικών δογμάτων ήταν οι Κινέζοι, οι Πτολεμαίοι, οι Αθηναίοι και κατά καιρούς άλλες ισχυρές Πόλεις του κλασικού συστήματος, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, οι Γάλλοι Επαναστάτες, οι Αμερικανοί τον 18ον και 19ον αιώνα όσον αφορά την Βόρειο Αμερική και τις Φιλιππίνες, οι Ναζί, οι διεθνιστές φιλελεύθεροι και οι διεθνιστές κομμουνιστές.

[41] Τρομοκρατικές ομάδες είναι μια τέτοια περίπτωση. Ανάλογης σημασίας εν τούτοις είναι και άτομα που ελέγχουν χρηματοοικονομικές ροές και εγκληματίες που πιθανό να θέσουν υπό τον έλεγχό τους μέσα μαζικής καταστροφής.

[42] Βλ. ιδ. Grieco J. , 1988. Επίσης, Grieco J. 1990, 1993, 1995 ό.π. και Grieco J., «Understanding the problem of International Cooperation: The Limits of Neoliberal Institutionalism and the Future of Realist Theory», στο Baldwin D. ed. 1995 ό.π.

[43] Η ορθολογικότητα και ευαισθησία ως προς το κόστος-όφελος αν και αμφισβητήθηκε δεν έχει ανατραπεί ως βασική έννοια στην εκτίμηση της στρατηγικής των κρατών. Το βασικό πρόβλημα πολλών τέτοιων αμφισβητήσεων είναι ότι διαπράττουν το λογικό και επιστημονικό σφάλμα να υποστηρίζουν ότι ο φαύλος κύκλος ανταγωνισμών και συγκρούσεων έχει ψυχολογικά αίτια. Όμως, δεν ισχύει επειδή όπως, αρχίζοντας από τον Θουκυδίδη, πολλοί θεμελίωσαν, οι ανταγωνισμοί και οι συγκρούσεις οφείλονται στον χαρακτήρα των συγκεκριμένων αιτιών πολέμου και τις βαθύτερες δυνάμεις που συνεπάγεται η άνιση ανάπτυξη και ιδιαίτερα οι εκπλήξεις που σχεδόν πάντα επιφυλάσσουν νέες τεχνολογίες. Ενίοτε πολλοί φιλελεύθεροι υποστηρίζουν, επίσης, πως ενδέχεται οι ηγεσίες μη φιλελεύθερων-δημοκρατικών καθεστώτων να είναι περισσότερο του συνήθους ευαίσθητες στο κόστος-όφελος εξωτερικών περιπετειών. Όμως, κατά την διάρκεια του Ψυχρού πολέμου στο πλαίσιο της αμερικανικής αποτρεπτικής στρατηγικής οι αμερικανικοί πύραυλοι στόχευαν αγαθά πολύτιμα στους σοβιετικούς ηγέτες καλλιεργώντας ακριβώς αποτρεπτικά τον ορθολογισμό των σοβιετικών ηγετών.

[44] Το ζήτημα των αξιώσεων διεθνών αλλαγών υπό το πρίσμα του Παραδοσιακού Παραδείγματος έχει εξεταστεί με πληρότητα από τον Robert Gilpin, Πόλεμος και αλλαγή στην διεθνή πολιτική (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2004).

[45] Πολλές αιτιολογήσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σε σχέση με την Τουρκία ανεπίγνωστα, κατά την εκτίμησή μας, οφείλονται σε αυτό το γεγονός. Εξαιρετικού ενδιαφέροντος είναι η θέση του πρώην πρωθυπουργού της Ελλάδας Κώστα Σημίτη ο οποίος αιτιολογώντας την υπερθεμάτιση των θέσεων υπέρ της αποδοχής του δυσμενούς σχεδίου Αναν για την Κύπρο (για τις καταστροφικές συνέπειες βλ. πιο πάνω), ανέφερε ως αιτιολόγηση την διαρκώς διογκούμενη τουρκική ισχύ που θα καθιστούσε υποχρεωτικά μελλοντικά ακόμη δυσμενέστερη «λύση» του κυπριακού. Όπως το έθεσε, «μια βεβαιότητα υπάρχει, ότι ο γεωπολιτικός ρόλος της Τουρκίας για τις ΗΠΑ και την ΕΕ θα είναι όλο και πιο σημαντικός. Γιατί η Τουρκία μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τις εξελίξεις σε μια πολύ μεγάλη περιοχή» (Κ. Σημίτης, Ελευθεροτυπία 7.4.2004). Για τις πτυχές αυτές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής βλ. Π. Ήφαιστος, «Ισχύς και δίκαιο στην Ελληνική εξωτερική πολιτική: Ελληνική εξωτερική πολιτική 1974-2004», στο Κ. Αρβανιτόπουλος-Μ. Κοππά (επιμ.), 30 χρόνια ελληνικής εξωτερικής πολιτικής 1974-2004 (Εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2005).

[46] Για μια κατατοπιστική σειρά από κειμένων που συνοψίζουν τα εκατέρωθεν επιχειρήματα βλ. τα δοκίμια στο Brown M, Lynn-Jones S., Miller St, Debating the Democratic Peace (The MIT press, Cambridge Mass. 1996).

[47] Κατά την διάρκεια της κρίσης του Ιράκ το 2002-2004, τόσο στον πολιτικό όσο και στον πολιτικό λόγο αυτή η θέση έγινε ακριβέστερη: Είτε αυτός ο σκοπός θα εκπληρώνεται μέσω του ΟΗΕ είτε θα παραγκωνίζεται (ή ακόμη και θα επιδιωχθεί ριζική αλλαγή του ΟΗΕ, όπως υπαινίχθηκαν ο πρόεδρος των ΗΠΑ και ο πρωθυπουργός της Βρετανίας στην κοινή τους συνέντευξη στις Αζόρες νήσους λίγο πριν την εκτέλεση της παράνομης επέμβασης στο Ιράκ τον Μάρτιο του 2003).

[48] Η ύστερη νεοφιλελεύθερη εκδοχή αναγνωρίζει τον εξαρτημένο χαρακτήρα των θεσμών και υποστηρίζει, όπως θα δούμε πιο κάτω, την άκρως αμφιλεγόμενη θέση περί ηγεμονικής διαχείρισής τους (που θα φέρει οφέλη  τα οποία θα μείνουν «όταν η ηγεμονεύουσα δύναμη θα παρακμάσει»).

[49] Αρχικά η θέση αυτή υποστηρίχθηκε από τον Εμμανουήλ Καντ. Ο Καντ, όμως, την ενέταξε σ’ ένα συγκεκριμένο πλουραλιστικό διεθνές σύστημα στο οποίο δεν νοούνται ηγεμονικές συμπεριφορές. Έθεσε επιπλέον ένα πλήθος προϋποθέσεων που πολλοί μετέπειτα αναλυτές –με εξαίρεση ενδεχομένως τον John Rawls στο Δίκαιο των Λαών (εκδ. Ποιότητα, Αθήνα 2002)–, τείνουν να λησμονούν. Για συγκριτική ανάλυση βλ. Π. Ήφαιστος, Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό , ό.π., ιδ. κεφ. 6. Όσον αφορά τον Rawls θα επανέλθουμε πιο κάτω. 

[50] Για μια σφαιρική αναφορά των θέσεων και βιβλιογραφία βλ. J. Grieco, «Anarchy and the limits …», ό.π., σ. 486-7

[51] Βλ. ιδ. Mitrany D. A Working Peace System, (Chicago: Quadrangle Press, 1966). Keohane R. Nye J. Power and Interdependence, World Politics in Transition. Boston: Little Brown 1977. Haas E. The Uniting of Europe (California: Stanford Univ Press 1958).

[52] Αυτή η έμφαση πάντως δεν είναι πάντα ευθύγραμμη ή πάντα ανιδιοτελής. Έτσι, βλέπουμε ότι οι ΗΠΑ, δηλαδή η μεγαλύτερη φιλελεύθερη-δημοκρατική χώρα, κατά την διάρκεια της μεταψυχροπολεμικής εποχής προτιμούσε την συλλογική δράση ενόσω αυτό εξυπηρετούσε την εθνική στρατηγική της. Όταν τα υπόλοιπα κράτη του Συμβουλίου Ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένης της φιλελεύθερης-δημοκρατικής Γαλλίας, αρνήθηκαν να συμπράξουν στην επέμβαση στο Ιράκ, οι ΗΠΑ γρήγορα και εύκολα παραμέρισαν τον ΟΗΕ και επέλεξαν μονομερή πολεμική δράση. Για ανάλυση αυτής της πτυχής, βλ. Ήφαιστος, Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης ..», κεφ. 7.3.2.

[53] Koehane/Nye, Power and Interdependence, ό.π., σ. 35.

[54] Βλ. ιδ. το κείμενο του R. Keohane After Hegemony (Princeton Un. Press, 1984), κεφ. Ι,IV.

[55] Χωρίς να χρειάζεται να υπεισέλθω σε λεπτομερείς αναφορές όσον αφορά τον διάλογο πολιτικών ρεαλιστών και νεοφιλελεύθερων την δεκαετία του 1990 αναφέρω απλά ότι στην κριτική των πρώτων ότι «όχι μόνο τα απόλυτα αλλά και τα σχετικά κέρδη διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο ζήτημα του φόβου της εξαπάτησης» (βλ. Grieco, Anarchy and the Limits of Cooperation, ό.π., ιδ. σελ. 501) και ότι αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στον χώρο των στρατηγικών ανταγωνισμών (βλ. ιδ. Mearsheimer J. 1994/95, «The False Promise of International Institutions». International Security, vol. 19, no 3, και Mearsheimer J. 1995. «A Realist Reply», International Security, vol. 20, no 1) οι νεοφιλελεύθεροι παραδέχθηκαν ότι η θεωρία τους έχει κενά επειδή παραμέλησαν να εξετάσουν τα φαινόμενα που επιδρούν διανεμητικά και επηρεάζουν την συνεργασία, βλ. Keohane R., «Institutional theory and the realist challenge after the Cold War» στο Baldwin D. ed. Neorealism and Neoliberalism (N.Y. : Columbia Un. Press 1993), ιδ. σελ. 292.

[56] Keohane ό.π., σ. 9-10,246. Αυτονόητα, μια τέτοια θέση δεν είναι μόνο ηθικά αμφιλεγόμενη αλλά και επιστημονικά αθεμελίωτη.

[57] Gilpin R. Πόλεμος και αλλαγή, ό.π., σελ. 351.

[58] Η οποία είτε θα είναι συμβατή με τον πολιτικό πολιτισμό των ανθρώπων στις διακρατικές σχέσεις και θα προνοεί, όπως επισημαίνει ο Gilpin, ένα αποτελεσματικό μηχανισμό ειρηνικής αλλαγής, είτε οι αναφερθείσες μόλις επαναστατικές αξιώσεις θα προκαλούν επιστροφή σε δαρβινιστικές και αυτοκρατορικές αντιλήψεις ηγεμονίας και επικυριαρχίας. Μια τέτοια επιστροφή, βεβαίως, όπως και στο παρελθόν, δεν θα οδηγήσει σε κοινωνική και ηθικοκανονιστική εξομοίωση του κόσμου αλλά μόνο θα αυξήσει και βαθύνει αίτια πολέμου.

[59] Κονδύλης, ό.π., σελ. 17. Λίγο πιο κάτω στην ίδια σελίδα συμπλήρωσε, «στην προοπτική της ιστορίας τα φαινόμενα έχουν μονιμότερο ενδιαφέρον απ’ ότι η προοπτική της δημοσιογραφίας. Και δεν θα έπεφτε κανείς έξω αν ισχυριζόταν ότι το γνήσιο ιστορικό ενδιαφέρον αρχίζει ν’ αναπτύσσεται αφού πια έχει εξαντληθεί το δημοσιογραφικό»

[60] Στο σημείο αυτό καλά θα κάνουμε να διακρίνουμε μεταξύ της περιγραφικής θουκυδίδειας παράδοσης των διεθνών σχέσεων και όσων θεωρητικοποιώντας ή μιλώντας πολιτικά για την ισχύ υποστηρίζουν ότι «ο ισχυρός πρέπει να επιβάλει ότι του επιτρέπει η δύναμή του». Η θουκυδίδεια παράδοση θέλει τον αναλυτή των διεθνών σχέσεων να προχωρεί σε αξιολογικά ελεύθερη «διάγνωση» των αιτιών πολέμου και αναπόδραστα καταλήγει στο βάσιμο συμπέρασμα ότι στο άναρχο διεθνές σύστημα η ισχύς διαδραματίζει σημαντικό διαμορφωτικό ρόλο. Ένα τέτοιο συμπέρασμα δεν συνδέεται με οποιαδήποτε θεώρηση περί φυσικού δικαίου και «δικαιώματος του ισχυρού» που η μια ή άλλη πλευρά θα μπορούσε να υιοθετήσει στο πλαίσιο της διακρατικής διαμάχης. Δηλαδή, η διάγνωση του προβλήματος με κανένα τρόπο δεν ισοδυναμεί με υποστήριξη ότι «ο ισχυρός πρέπει να επιβάλλεται επί των λιγότερο ισχυρών». Ούτε η διάγνωση ύπαρξης των υπόλοιπων αιτιών πολέμου σημαίνει υιοθέτησή τους ως επιθυμητών καταστάσεων, όπως μερικές αγοραία επιχειρήματα συχνά υποστηρίζουν (βλ. Ήφαιστος Π. Ο πόλεμος και τα αίτιά του (εκδ. Ποιότητα, Αθήνα 2002). Αντίθετα, αν δεχθούμε τον οντολογικό χαρακτήρα των κοινωνικοπολιτικών δομών του έθνους-κράτους, θα μπορούσε να σημαίνει τα εξής: α) Έμμεση έστω υπόδειξη αποφάσεων για την εξάλειψη των αιτιών πολέμου, όπως για παράδειγμα ροή πλουτοπαραγωγικών πόρων και τεχνολογίας για να αντιμετωπιστεί η άνιση ανάπτυξη μεταξύ περιφερειών και κρατών. Β) Ορθά συμπεράσματα για τα φιλειρηνικά κράτη των οποίων τα συμφέροντα ή και η επιβίωση απειλούνται για να αποκτήσουν επαρκή εσωτερική και εξωτερική ισχύ διασφάλισής τους. Γ) Ορθά συμπεράσματα στην βάση της θουκυδίδειας διαπίστωσης ότι «όσοι είναι ελεύθεροι το χρωστούν στην δύναμή τους» για να διασφαλίσουν επαρκώς την εσωτερική-εξωτερική τους κυριαρχία σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.

[61] Από την στιγμή που κάνει το αντίθετο δεν είναι πλέον επιστημονική ανάλυση αλλά πρόταση πολιτικής στρατευμένη στην εξυπηρέτηση εκατέρωθεν ιδιοτελών συμφερόντων της διακρατικής διαμάχης. Όσον αφορά οντολογικού περιεχομένου και ηθικά αμάχητα κριτήρια έχει ήδη γίνει λόγος πιο πάνω.

[62] Είναι χαρακτηριστικό ότι κεντρική θέση του John Rawls στο Δίκαιο των λαών (ό.π.) είναι ότι η αρωγή μεταξύ των κοινωνιών αποτελεί βασική προϋπόθεση μιας διεθνούς «Κοινωνίας των Λαών».

[63] Εξαιρουμένων ασφαλώς κάποιων ομάδων με ιεραποστολικές προθέσεις. Όσον αφορά την βοήθεια προς λιγότερο αναπτυγμένα κράτη, όχι μόνο θεωρείται από πολλούς παντελώς ανεπαρκής αλλά επιπλέον συχνά θεωρείται ως μέσο διείσδυσης και όχι ως μέσο ανιδιοτελούς αρωγής. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν κάποιος εμπνέεται από αλτρουιστικές και αγαθοεργές ιδέες, για να τις υλοποιήσει απαιτείται προηγουμένως να έχει ακριβή και ορθολογιστική κατανόηση της πραγματικότητας που μόνο μια υψηλών προδιαγραφών περιγραφική ανάλυση μπορεί να το κάνει.

[64] Ήδη τονίστηκε ότι και αυτό το θεμελιώδες κριτήριο συχνά δεν είναι αποτελεσματικό επειδή συχνά στις περιπτώσεις διακρατικών διενέξεων υπάρχουν λίγο πολύ διαφορετικές ηθικοπρακτικές προσεγγίσεις αντιμετώπισής τους, ενώ ιστορικά προβλήματα δυσχεραίνουν την ειρηνική επίλυση των διαφορών.

[65] Βλ. Ήφαιστος, Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης…, ό.π., ιδ. κεφ. 2.

[66] Σ’ άλλο σημείο της παρούσης ανάλυσης υποστηρίζεται ότι ο διεθνιστικός φιλελευθερισμός και τα περί δημοκρατίας επιχειρήματά τους δεν είναι συμβατά με τις αφετηριακές σπερματικές ιδέες του κορυφαίου φιλελεύθερου στοχαστή Εμανουήλ Καντ.

[67] Για μια βαθυστόχαστη εξέταση του διεθνιστικού φιλελευθερισμού όπως εξελίχθηκε στο πλαίσιο των νεοφιλελεύθερων δογμάτων περί εξωτερικής πολιτικής, βλ. Hoffmann St., «The Crisis of liberal internationalism», Foreign Policy, Spring 1995. Για μια ευρύτερη επισκόπηση του φιλελευθερισμού όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις βλ. Richardson J. «Contending Liberalisms: Past and Present, International Relations». European Journal of International Relations. vol. 3, no 1, 1997.

[68] Κατά κάποιον τρόπο υπονοείται ότι οι έλεγχοι και εξισορροπήσεις στο εσωτερικό μιας φιλελεύθερης κοινωνίας θα προεκτείνονται στον έλεγχο της εξωτερικής της συμπεριφοράς. Βλ. Hoffmann St., «The Crisis of Liberal Internationalism», ό.π., σ. 161.

[69] Βλ. Ανάλυση στο Evans P., «The Eclipse of the state? Reflections on Stateness in an era of Globalization», World Politics, vol. 50, October 1997, ιδ. σελ. 64,65,78. Επίσης στο Doyle M., «Liberalism and World Politics Revisited», στο Kegley Jr. W. Charles, Controversies in International Relations Theory, Realism and the Neoleberal Challenge, (St. Martin’s Press, New York, 1995). Onuf N., Jonson Th., ό.π. Επίσης, Coker Ch., «Britain and the New World Order: The Special Relationship in the 1990s», International Affairs, 3/1992, σελ. 410-15. Eπίσης τα δοκίμια στο συλλογικό έργο Brown E. M., Lynn-Jones S., Miller St., (Eds), Debating the Democratic Peace, ό.π.

[70] Η κατανόηση αυτού του θεμελιώδους στοχαστικού, λογικού, επιστημονικού και πολιτικού σφάλματος έχει περιγραφεί και ερμηνευτεί πλήρως στο σπερματικό-πρωτοποριακό έργο του Edward H. Carr, Η Εικοσαετής Κρίση (Εκδόσεις Ποιότητα 2000). Σε αναφορά με την αμερικανικής εξωτερική πολιτική από το 1776 μέχρι το 1917 βλ. Ήφαιστος Π., Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική (Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1994). Το θέμα αυτό θα θιγεί ξανά πιο κάτω.

[71] Όπως επισήμανε ο Hedley Bull σε αναφορά με την διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, δηλαδή των ευρωπαϊκό πολιτικό χώρο όπου συνυπάρχουν δημοκρατικά καθεστώτα, αλληλεξάρτηση, υπερεθνικοί θεσμοί και πυκνές οικονομικές συναλλαγές, αυτό που μετράει είναι ότι υπάρχουν κράτη, εθνικά συμφέροντα και κατά συνέπεια τα εγγενή χαρακτηριστικά κάθε διακρατικού συστήματος. Σ’ ένα τέτοιο χώρο, «ακόμη και η απλή σκέψη ότι τα ευρωπαϊκά κράτη συνιστούν μια “κοινότητα ασφαλείας” ή μια “περιοχή ειρήνης” είναι ευσεβής πόθος, εάν αυτό σημαίνει ότι πόλεμος μεταξύ τους δεν θα υπάρξει ξανά, και όχι ότι δεν υπήρξε τα τελευταία χρόνια και ότι είναι εκτός λογικής εάν υπάρξει ξανά», Journal of Common Market Studies, no 1-2, 1982, σ. 163.

[72] Για μια από τις σημαντικότερες αναλύσεις κοινωνικοπολιτικής οντολογίας στην διεθνή βιβλιογραφία που επεξεργάζεται αυτά τα ζητήματα βλ. Κονδύλης Π.,  Ισχύς και απόφαση, Η διαμόρφωση των κοσμοεικόνων και το πρόβλημα των αξιών (Στιγμή, Αθήνα 1991)

[73] Αναμφίβολα, η αυστηρότερη, πλέον θεμελιωμένη και σαρωτική κριτική τέτοιων αθεμελίωτων, αντιφατικών και ανακόλουθων υποθέσεων έγινε στο αριστούργημά του Edward H. Carr, ό.π.

[74] Ασφαλώς, στον σύγχρονο πολιτισμένο κόσμο ο πόλεμος είναι παράνομος. Για να ισχύσει πλήρως αυτή η ανθρώπινη κατάκτηση, όμως, απαιτείται αφενός να μην υπάρχουν αίτια πολέμου μεταξύ των κρατών και αφετέρου αν υπάρχουν και επιχειρείται να αντιμετωπιστούν να υπάρχει μια αποδοχή κριτηρίων δικαιοσύνης στις σχέσεις μεταξύ των κυρίαρχων κοινωνιών και μεταξύ των περιφερειών του πλανήτη. Χαρακτηριστικά, στο Άναρχη Κοινωνία (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2000), ο Hedley Bull αναφέρει (κεφ. 4) την διαφορά μεταξύ των υπό ανάπτυξη κρατών που προτάσσουν την διαπεριφερειακή δικαιοσύνη και των αναπτυγμένων κρατών τα οποία ενδιαφέρονται για την διεθνή τάξη. Προστίθεται ότι, σ’ ένα κόσμο όπου ο πλούτος είναι άνισα κατανεμημένος, γεγονός που εν πολλοίς οφείλεται στις ηγεμονικές συγκρούσεις της αποικιακής εποχής υπάρχει ποικιλομορφία φιλοσοφικών ερμηνειών για την διεθνή τάξη και την διεθνή (διακρατική) ή παγκόσμια δικαιοσύνη.   

[75] Χρήζει να τονιστεί ξανά ότι, κατακτήσεις του πολιτικού πολιτισμού των ανθρώπων στις διακρατικές σχέσεις όπως οι συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, η Συνθήκη της Γενεύης για τα εγκλήματα πολέμου και η Διεθνής Ποινική Δικαιοσύνη δεν είναι κοσμοπολίτικου χαρακτήρα αλλά διακρατικά συμπεφωνημένες και ενσωματωμένες στην ενδοκρατική δικαιοταξία των συμβεβλημένων. Σημειώνεται η άρνηση διαδοχικών κυβερνήσεων των ΗΠΑ να προσχωρήσουν στο ΔΠΔ.

[76] Σ’ αυτό ακριβώς οφείλεται και το γεγονός ότι διεθνείς τρομοκρατικές ενέργειες είναι εγκλήματα κατά της ανθρώπινης ύπαρξης και ότι οι θρησκευτικές ή άλλες αιτιολογήσεις των τρομοκρατών είναι ανήθικες και ανατρεπτικές της ανθρώπινης ελευθερίας.

[77] Σ’ αυτή την φάση σταθεροποιούνται κοινές ταυτότητες, ανθρωπολογικά και κοσμολογικά υπόβαθρα, συλλογικές κοσμοεικόνες, διακριτές αισθητές και πνευματικές νοηματοδοτήσεις του συλλογικού βίου και κοινοί στρατηγικοί προσανατολισμοί. Εάν αυτό δεν συμβαίνει το πιο σύνηθες φαινόμενο είναι ο περαιτέρω κατακερματισμός του χώρου ούτως ώστε οι Πολιτειακές δομές να προσαρμοστούν στις κοσμοθεωρητικές και ηθικοκανονιστικές δομές των κοινωνιών που εμπεριέχονται. Ακόμη και ισχυρές επαναστατικές κοσμοθεωρίες που φαινομενικά για μερικές δεκαετίες φάνηκαν να παράγουν βιώσιμο πολιτειακό σύστημα κατάρρευσαν σαν πύργος στην άμμο όταν χαλαρώσει το κεντρικό αυταρχικό υπερεθνικό καθεστώς. Αυτό είναι το συμπέρασμα από την εμπειρία της Σοβιετικής Ένωσης αλλά και άλλων κρατών στην περιφέρειά της.

[78] Αναμφίβολα, υπάρχει αυξομείωση το αριθμού αυτών των ανεξαρτήτων οντοτήτων ανάλογα με την βιωσιμότητα μερικών εξ αυτών. Όπως όμως ορθά επισημαίνει ο Keneth Waltz, 2000 ό.π., αν και συχνά παρατηρούνται αλλαγές κυριαρχικών οριοθετήσεων στο εσωτερικό του συγχρόνου διεθνούς συστήματος η θεμελιώδης μορφή και χαρακτήρας του καθεστώτος κυριαρχίας παραμένουν αναλλοίωτα. 

[79] Δεν είναι τυχαίο ότι στο Κεφάλαιο Ι άρθρο 2 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ ο «ιστορικός νομοθέτης» φρόντισε να διασφαλίσει αυτό το γεγονός αποκλείοντας επεμβάσεις επί υποθέσεων εσωτερικής φύσεως των κρατών. Μόνο, γενικώς και αορίστως, αναφέρεται στην πιθανότητα άσκησης βίας (Κεφάλαιο VII στις περιπτώσεις που κινδυνεύει η διεθνής ασφάλεια).

[80] Στην οξυδερκή και βαθύτατα φιλοσοφημένη θεώρηση αυτής της πτυχής στην οποία ήδη αναφερθήκαμε πιο πάνω, ο Παναγιώτης Κονδύλης αναφερόμενος στην επιμονή των πυρηνικών δυνάμεων να διεκδικούν το προνόμιο κατοχής όπλων μαζικής καταστροφής την στιγμή που το αρνούνται σε άλλους, σημειώνει ότι πρόκειται όχι για ηθικά και λογικά στέρεο επιχείρημα αλλά για αξίωση ισχύος. όπως ήδη σημειώθηκε, απλή ανάγνωση της Συνθήκης μη Διασποράς των Πυρηνικών Όπλων που πολλά κράτη σχεδόν υποχρεώθηκαν να υπογράψουν περιέχει ως υπόσχεση των πυρηνικών δυνάμεων τόσο το ενδεχόμενο περιορισμού των εξοπλισμών όσο και το ενδεχόμενο τελικού πυρηνικού αφοπλισμού. Ασφαλώς, σε πολιτικό επίπεδο αυτές οι πτυχές ερμηνεύονται στο πλαίσιο ιδεολογικοπολιτικών εκλογικεύσεων που εξυπηρετούν εκατέρωθεν αξιώσεις ισχύος. Στο πλαίσιο μιας επιστημονικής θεώρησής τους, όμως, η ορθολογιστική και ακριβής εκτίμησή τους είναι προϋπόθεση απουσίας λογικών και επιστημονικών σφαλμάτων.

[81] Μια από τις πολλές πτυχές της έννοιας «δημοκρατία» θα μπορούσε να είναι: «έχουμε τόσο περισσότερη δημοκρατία όσο εγγύτερα βρίσκονται η εξουσία και η κοινωνία και όσο περισσότερο η έκφραση της κοινωνικής βούλησης και οι κανονιστικές δομές είναι άρρηκτα συνδεδεμένα διαμορφώνοντας διαρκώς τον συλλογικό τρόπο ζωής.

[82] Βλ. John Rawls, Το Δίκαιο των Λαών, ό.π. Αυτό το σύντομο αλλά περιεκτικό βιβλίο είναι εξαιρετικού ενδιαφέροντος όχι μόνο επειδή ο Rawls είναι ταγός του φιλελευθερισμού αλλά επίσης επειδή είναι ο πρώτος μεγάλος πολιτικός φιλόσοφος μετά τον Καντ που σκέφτηκε το διεθνές σύστημα με φιλοσοφικούς όρους και στην βάση πάγιων αρχών δικαίου και δικαιοσύνης.

[83] Ο Rawls παραθέτει το ακόλουθο εδάφιο του Καντ: «Η ιδέα του διεθνούς δικαίου προϋποθέτει τη διαχωρισμένη ύπαρξη ανεξάρτητων γειτονικών κρατών. Παρόλο που αυτή η συνθήκη είναι από μόνη της μια κατάσταση πολέμου (εκτός αν η ομοσπονδιακή ενότητα αποσοβήσει το ξέσπασμα εχθροπραξιών), είναι ορθολογικά προτιμότερη από το ανακάτεμα κρατών κάτω από μια ανώτερη εξουσία, γιατί κάτι τέτοιο θα μπορούσε να καταλήξει σε μία οικουμενική μοναρχία και πάντοτε οι νόμοι χάνουν σε ισχύ ό,τι η κυβέρνηση κερδίζει σε έκταση. Έτσι και μια κατάσταση άσπλαχνου δεσποτισμού καταλήγει στην αναρχία, αφού καταπνίξει κάθε σπόρο καλού». Ο Rawls προσθέτει ότι «Τη στάση του Καντ απέναντι στην οικουμενική μοναρχία συμμερίστηκαν και άλλοι συγγραφείς του δέκατου όγδοου αιώνα. Βλέπε, για παράδειγμα, το «Of the Balance of the Power» του Hume (1752), στο Political Essays, εκδόσεις K. Haakonssen (Cambridge: Cambridge University Press, 1994). O F. H. Hinsley στο έργο του Power and the Pursuit of Peace (Cambridge: Cambridge University Press, 1966), αναφέρει επίσης τον Μοντεσκιέ, τον Βολταίρο και τον Gibbon, σελ. 162 και μετά, και κάνει έναν ενδιαφέροντα σχολιασμό στις ιδέες του Καντ, στο κεφάλαιο 4. Βλέπε επίσης, Kants Political Philosophy του Patrick Riley (Totowa, N.J. Rowman and Littlefield, 1983) κεφάλαια 5 καιό.π. σ. 71.

[84] Carr, Η Εικοσαετής Κρίση ό.π.,

[85] Αυτή κατά βάση είναι και η θέση του John Rawls, βλ. ιδ. 124,147,152,213. Στο σημείο αυτό, είναι χρήσιμο να διακρίνουμε ακόμη περισσότερο την διαφορά μεταξύ διεθνών ηθικοκανονιστικών δομών ή κανονιστικών δομών τάξης και φιλοσοφικών παραδοχών περί ανθρώπινου ορθολογισμού. Ηθικοκανονιστικές δομές είναι εκείνες οι διεθνείς δεσμεύσεις που ενσωματώνονται στην εσωτερική δικαιοπραξία των κρατών και που σε μεγάλο βαθμό εφαρμόζονται. Τέτοιες δομές είναι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η Συνθήκη της Γενεύης για τα εγκλήματα πολέμου και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για όσους έχουν υπογράψει την Σύμβαση. Κανονιστικές δομές τάξεις είναι το σύνολο σχεδόν των διεθνών θεσμών ρύθμισης των διακρατικών σχέσεων συμπεριλαμβανομένου του θεσμού του ΟΗΕ. Οι θεσμοί αυτοί αν και οντολογικά θεμελιωμένοι (είναι σύμφυτοι με την εθνική-κρατική οντολογία και προορισμό έχουν να διαφυλάττουν την εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία των κρατών), αλλά η λειτουργία τους επηρεάζεται από την κρατική ισχύ και η εφαρμογή τους αν και συχνά υποχρεωτική δεν είναι ευθύγραμμη λόγω διαφορετικών ερμηνειών. Αμφότερες οι προαναφερθείσες δομές είναι προϊόν διαπραγμάτευσης μεταξύ των μελών της «κοινότητας των κρατών». Αντίθετα, η θέση πολλών νεωτερικών φιλοσόφων ότι υπάρχει επέκεινα προσδιορισμός παγκόσμιων ορθολογιστικών κριτηρίων είναι είτε αυθαίρετη (και συχνά ύποπτη επειδή όπως αποδεικνύεται στην πράξη ο φορέας μιας ηθικής θέσης την οικουμενικοποιεί για να επιβάλει τα συμφέροντά του) είτε μεταφυσικά προσδιορισμένη (όπως για παράδειγμα το «πεπρωμένο του έθνους» στις ΗΠΑ τον 19ον αιώνα, η αξίωση πολιτικής θεοκρατίας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας των μεσαίωνα και τα περί ρατσιστικής ανωτερότητας των ναζιστών).  

[86] Επαναλαμβάνεται ότι οι σκοποί διεθνικών δρώντων όπως οι τρομοκράτες αφενός θρέφουν τα αίτια πολέμου και αφετέρου είναι μεταφυσικά προσδιορισμένοι, μη συμβατοί με τις προαναφερθείσεις κατακτήσεις πολιτικού πολιτισμού στις διακρατικές σχέσεις και ασφαλώς μη κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένοι.

[87] Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η τάση πολλών διεθνιστών φιλελεύθερων να ταυτίζουν την αμερικανική ή ευρύτερα αγγλοσαξονική φιλελεύθερη παράδοση με οικουμενικά κριτήρια σχετίζεται και με ένα ακόμη ζήτημα, τον μεταφυσικά προσδιορισμένο «ορθολογισμό» πολλών διεθνιστών της νεωτερικής παράδοσης. 

[88] Κάποιος δεν έχει παρά να μελετήσει την ιστορία της Μέσης Ανατολής, του Αφγανιστάν, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής.

[89] Στο σημείο αυτό συναντώνται ο μαρξισμός με τον φιλελευθερισμό. Ο μαρξισμός υποστηρίζει ότι ο έλεγχος των μέσων παραγωγής θα εξαλείψει τα αίτια πολέμου και θα φέρει μια παγκόσμια αντίληψη οικουμενικής ανθρώπινης δικαιοσύνης και ο φιλελευθερισμός, αντίστοιχα, ότι η επικράτηση δημοκρατικών καθεστώτων, θα δημιουργήσει έναν οικουμενικό ορθολογισμό ειρηνισμού και ωφελιμιστικών ανταλλαγών. Ασκώντας κριτική στην διεθνιστική ροπή των φιλελεύθερων οικονομολόγων ο Κονδύλης έγραψε: «αφού οι πόλεμοι δεν έχουν μονοσήμαντη αιτία, δεν είναι ούτε δυνατό να εξαλειφτούν μέσω της εύρεσης και της εξουδετέρωσης αιτίας τους, έτσι όπως γίνεται, λ.χ. με μια ιάσιμη αρρώστια. Καταλαμβαίνουμε έτσι γιατί οι φιλελεύθεροι πολιτικοί και οικονομολόγοι, οι οποίοι παρά τις συνεχείς έμπρακτες διαψεύσεις των τριών τελευταίων αιώνων, εξακολουθούν να διατείνονται ότι το εμπόριο θα υποκαταστήσει τον πόλεμο, υποπίπτουν σ’ ένα τεράστιο λογικό και ιστορικό σφάλμα. Μόνον όποιος ενστερνίζεται ένα οικονομιστικό ντετερμινισμό, δηλαδή μόνο όποιος αποδίδει τους πολέμους σε οικουμενικούς ανταγωνισμούς και μόνον, δικαιούται λογικά να πιστεύει ότι η οικονομική συνεργασία θα καταργήσει τους πολέμους. Στο κρίσιμο αυτό σημείο, όπως και σε άλλα ακόμη, ο οικονομικός φιλελευθερισμός δεν είναι τίποτα άλλο παρά χυδαίος μαρξισμός με αντεστραμμένα πρόσημα». Θεωρία του Πολέμου, ό.π., σ. 366

[90] Βλ. Aron R. 1966. «The Anarchical Order of Power», Daedalus, vol. 95, no. 2. Συναφής είναι και η θέση του Rawls όταν σημειώνει: «Ακολουθώ την άποψη του Καντ στο Αιώνια Ειρήνη[90] όταν στοχάζομαι ότι μια παγκόσμια κυβέρνηση –και με τον όρο αυτό εννοώ ένα ενοποιημένο πολιτικό καθεστώς με νομικές εξουσίες ασκούμενες κανονικά από κεντρικές κυβερνήσεις– θα ήταν είτε ένας οικουμενικός δεσποτισμός ή αλλιώς θα κυβερνούσε μια εύθραυστη αυτοκρατορία που θα ταλανιζόταν από συχνές εμφύλιες διαμάχες, καθώς οι διαφορετικές περιοχές και λαοί θα αγωνίζονταν να αποκτήσουν την πολιτική τους ελευθερία και αυτονομία» (σ. 70).

[91] Η απόφαση-απόφανση ότι η κοινωνία ενός κράτους δεν έχει προσχωρήσει στις θεμελιώδεις κατακτήσεις του ανθρώπινου πολιτισμού στις διεθνείς σχέσεις δεν είναι ευθύνη ενός μόνο κράτους αλλά της «διεθνούς κοινότητας» η οποία διαθέτει προς τούτο πλήθος διεθνών θεσμών. Απόφανση και απόφαση θα πρέπει να είναι συλλογικές-διακρατικές.

[92] Η έννοια «ελευθερία» όπως διατυπώθηκε δεκάδες φορές στον εναρκτήριο λόγο του Προέδρου των ΗΠΑ Μπους το 2005, για παράδειγμα, καμιά σχέση δεν έχει με την έννοια που υποστηρίζεται εδώ ως οντολογικού περιεχομένου συλλογική αξίωση των διαμορφωμένων κοινωνικών ενώσεων για ανεξαρτησία-κυριαρχία όπως ενσαρκώνονται στις περί εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας αρχές του διεθνούς δικαίου.

[93] Για παράδειγμα, συχνά προβάλλονται αξιολογικού περιεχομένου ρασιοναλιστικά επιχειρήματα στην βάση εκλογικεύσεων όπως «αιτιολόγηση λόγω αποτελέσματος», «αιτιολόγηση λόγω επιτυχίας» και «επιλογή του μικρότερου κακού». Για τις αιτιολογήσεις αυτές βλ. Wight, ό.π., ιδ. σελ. 354

[94] Η σημασία αυτών των επισημάνσεων, όπως θα γίνει κατανοητό στη συνέχεια, είναι ότι οι θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου είναι ασύμβατες με εξομοιωτικές λογικές που συχνά παρεισφρέουν στις αναλύσεις μερικών νομικών-διεθνολόγων ή με αποχρώσεις ηγεμονικών ρυθμίσεων όπως τα προνόμια των μόνιμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η οντολογικού περιεχομένου συλλογική ελευθερία-κυριαρχία κάθε κοινωνίας στις διεθνείς σχέσεις, όπως υποστηρίζεται πανταχόθεν στο παρόν κείμενο, ενσαρκώνεται στις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου περί μη επέμβασης, διακρατικής ισοτιμίας και εσωτερικής αυτοδιάθεσης.

[95] Ο Παναγιώτης Κονδύλης, γράφει πως αυτές οι φορμαλιστικές μυθολογίες, όπως εύστοχα τις ονομάζει, ουσιαστικά υποστηρίζουν ότι μέσα στο ίδιο θεσμικό-διαδικαστικό πλαίσιο μπορούν να συνυπάρξουν πολύ διαφορετικές κοσμοθεωρητικές θέσεις και να πραγματωθεί η ανοχή όλων προς όλους. Αλλά ακόμη και μια μικρή εμβάθυνση στα πραγματικά δεδομένα, συνεχίζει, «επιτρέπει τη διαπίστωση ότι το σύγχρονο δυτικό “κράτος δικαίου” χρειάζεται λειτουργικά, εξίσου όσο και οποιοσδήποτε άλλος πολιτικοκοινωνικός σχηματισμός, μια κυρίαρχη ιδεολογία συνυφασμένη με ανθρωπολογικά αξιώματα». Βλ. Κονδύλης Π. «Επίμετρο», στην μετάφραση του Carl Schmitt, Πολιτική Θεολογία (Λεβιάθαν, Αθήνα 1994), σ. 127, 128.

[96] Οι επιφυλάξεις αυτές δεν σημαίνουν πως απορρίπτεται συλλήβδην το νεωτερικό παράδειγμα. Δεν μπορούν εντούτοις να μην τονιστούν οι αντιφάσεις και ιδιαίτερα το γεγονός πως στοχαστές που το επικαλούνται με ιδεολογικό φανατισμό περιπίπτουν σε σωρεία λογικών σφαλμάτων ή διολισθαίνουν στην πολιτική προπαγάνδα με τέτοιο τρόπο ώστε να νομίζουν ότι κρυμμένοι πίσω από έναν μεταφυσικά προσδιορισμένο «ορθό λόγο» μπορούν να βρίσκονται στο απυρόβλητο της αξιολογικά ουδέτερης θεωρίας. Δεν μπορεί επίσης παρά να επισημανθεί πως, ορίζοντας το ορθό και την «ορθότητα», ούτε ένας από τους εκατοντάδες ονομαζόμενους μεγάλους φιλοσόφους των πολλών αποχρώσεων της νεωτερικότητας δεν ταυτίζεται με κάποιον άλλο από τους υπόλοιπους. Ιδιαίτερα ιδεολογικοπολιτικά στρατευμένοι φιλόσοφοι διατρέχουν κάθετα και οριζόντια το νεωτερικό παράδειγμα και αντλούν αυθαίρετες και ευθύγραμμες «νεωτερικές θεμελιώσεις» που στη συνέχεια μετατρέπονται σε πολιτικά χρήσιμα συμπεράσματα, τα οποία αυτάρεσκα μεταμφιέζουν σε «ορθολογικά» και «ορθά» (και, κατά συνέπεια, όσα αντίθετα επιχειρήματα δεν συμφωνούν με αυτή την απόλυτη «ορθότητα» εξοβελίζονται ως «ανορθολογικά» και «παράλογα»). Αγοραίοι χαρακτηρισμοί όπως οι τελευταίοι αποτελούν και το κύριο γνώρισμα της κατ’ όνομα μόνο «νηφάλιας» φιλοσοφικής διαμάχης των νεότερων χρόνων. Λογικά, τέτοιες βαθύτατα υποκειμενικές - ιδιοτελείς και αγοραίες στάσεις και συμπεριφορές κατατάσσονται στην ποιοτική βαθμίδα που τους αξίζει ή και με νηφαλιότητα αποστέλλονται στον μεγάλο νεκροταφείο των ιδεών.

[97] Για να αναφερθούμε ξανά στα πιο γνωστά και πρόσφατα παραδείγματα αυτής της εξομοιωτικής νεωτερικής-εταιρικής πολιτικής θεολογίας, στις πιο ακραίες της συνέπειες η ανθρωπότητα συνταράχτηκε από τη μια πλευρά λόγω των αξιώσεων του ναζισμού για μια ρατσιστική παγκόσμια κοινωνία και από την άλλη λόγω των αξιώσεων των κομουνιστών για μια παγκόσμια αταξική κοινωνία.

[98] Βλ. Bull, Άναρχη κοινωνία, ό.π., σ. 314 κ.ε., 324 κ.ε.

[99] Τέτοιες θεωρήσεις βρίσκει κανείς στα κείμενα όλων σχεδόν των αναλυτών του κριτικού κοστρουκτιβισμού, οι  οποίοι αριθμητικά δεν είναι αμελητέοι.

[100] Για μια γλαφυρή αλλά ουσιαστική ανάλυση της ευρύτερης σύγχυσης βλ. Fuller Gr., «The next ideology», Foreign Policy, Spring 1995.

[101] Για την θέση ότι «τα δημοκρατικά κράτη δεν πολεμούν μεταξύ τους ή πολεμούν λιγότερο μεταξύ τους» βλ. ιδ. Doyle M., «Liberalism and World Politics Revisited» στο Kegley Ch. ed. Controversies in International Relations Theory, Realism and the Neoliberal Challenge. N.Y.: st. Martin’s Press, 1995 και Fukuyama Fr. The End of History and the Last Man. N.Y.: Free Press, 1995.

[102] Βλ. ιδ. την σπερματική ανάλυση του κυριότερου εκφραστή των νεοφιλελεύθερων, Keohane R., στο After Hegemony ό.π.,

[103] Βλ. Ιδ. Onuf J., Johnson Th, “Peace in a Liberal World: Does Democracy Matter?», στο Kegley Jr. W. Charles. Eds 1995 και Evans P. «The Eclipse of the State? Reflections on Stateness in an Era of Globalization», World Politics, vol. 50, October, 1997.

[104] Στις παρυφές του νεοφιλελευθερισμού αναπτύσσονται πλήθος άλλων λεγόμενων σχολών σκέψης όπως οι «πλουραλιστές», οι αναλυτές της αλληλεξάρτησης, της παγκοσμιοποίησης κτλ. Εν μέρει αυτό ισχύει και για μερικές θεωρίες ολοκλήρωσης της ύστερης εποχής. Πιο συγκεκριμένα, η αποτυχία της πολιτικής ολοκλήρωσης όπως την φαντάστηκαν κορυφαίοι λειτουργιστές και νεολειτουργιστές πριν και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οδήγησε αφενός σε πολιτική θεολογία περί ενός ανύπαρκτου και ανέφικτου εταιρικού «συνταγματικού πατριωτισμού» και αφετέρου σε ισχυρές τάσεις ιεραρχήσεων ρόλων και αποφάσεων στην βάση κριτηρίων ισχύος. Το τελευταίο, όπως είναι φυσικό, ανατρέπει συλλήβδην το πνεύμα και το γράμμα της κοινοτικής αντίληψης που προϋποθέτει ισοτιμία και αλληλεγγύη μεταξύ των κοινωνιών που συμμετέχουν στην διαδικασία ολοκλήρωσης. Για εξέταση αυτών των πτυχών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης από τον υποφαινόμενο, βλ. κυρίως Ήφαιστος Π.ς, Θεωρία Διεθνούς και Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 1999) και Π. Ήφαιστος, Κοσμοθεωρητική Ετερότητα και Αξιώσεις Πολιτικής Κυριαρχίας, ευρωπαϊκή άμυνα, ασφάλεια και πολιτική ενοποίηση (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2004).

[105] Εκ των οποίων οι πλείστοι «κριτικοί κοντρουκτιβιστές» αποτελούν το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα.

[106]. Ένα σύνηθες βολικό επιχείρημα είναι πως η Αθήνα σε σύγκριση με τα σημερινά δημοκρατικά καθεστώτα ήταν απολυταρχικό καθεστώς. Εκτός του ότι αυτό το επιχείρημα δεν ευσταθεί, επειδή θα πρέπει να θεμελιωθεί (κάτι που δεν έγινε) ότι οι ΗΠΑ ή η Γερμανία ή η Μεγάλη Βρετανία είναι πιο δημοκρατικά κράτη από την Αθήνα της κλασικής εποχής, υπενθυμίζονται δύο στοιχεία: πρώτον, τα καθεστώτα των νεότερων χρόνων στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική είχαν ως πρότυπο την Αθηναϊκή Δημοκρατία για οικοδομήσουν τα καθεστώτα τους. Δεύτερον, ιδιαίτερα η αμερικανική πολιτική σκέψη έχει ως στοχαστικό θεμέλιο τις παραδοχές της κλασικής εποχής. Ιnter alia, βλ. Wilson Fr.Γρ. The American Political Thought (Mcraw-Hill, NY. 1949.

[107]. Owen J. 1994. «How Liberalism Produces Democratic Peace», International Security. Vol. 19, no 2, σ. 124. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ο συγγραφέας αποδέχεται πως δεν υπάρχει απόδειξη για διαρκή ειρήνη, βλ. σ. 125.

[108] Βλ. Small D., Singer D. 1976. «The War Pro-proneness of Democratic Regimes», Jerusalem Journal of International Relations, vol. 1, no 4.

[109] Βλ. Spiro D. 1994. «The Insignificance of the Liberal peace», International Security, vol. 19, no 2, σ. 76-81 και Mearsheimer J. 1990. «Back to the future, Instability in Europe After the Cold War», International Security, vol 15, no 1, ιδ. Σ. 279 κ.ε.

[110] Nixon R. 1980. La Vraie Guerre (Paris: Albin Michel, 1980), κεφ.1 και σ. 279 κ.ε.

[111] Βλ. Layne, Layne Ch. «On the Democratic Peace», International Security, vol. 19, no 4, Spring 1995.

[112] Oren I. 1995. «The Subjectivity of the “Democratic” Peace». International Security, vol. 20, no 2, ιδ. Σ. 157 και Waltz, 2000, ό.π., σ. 7.

[113] Layne, ό.π., ιδ. σ. 6,8-15,45-9.

[114] Βλ. Ήφαιστος, στο Αρβανιτόπουλος-Ήφαιστος, Ευρωατλαντικές σχέσεις (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2000), σελ. 43-7.

[115]. Πιο μπροστά αναφερθήκαμε στην πρόσφατη ελληνική ιστορία και στο παράδειγμα των «αλλαγών» του κυπριακού κυριαρχικού χώρου και στις σημαντικές συναφείς θέσεις πρώην πρωθυπουργού για τις ανακατανομές ισχύος που επιτάσσουν συμβιβασμό επί ζητημάτων ανθρώπινης ελευθερίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

[116] Τέτοιες συμπεριφορές είναι καθημερινές και παρατηρήθηκαν με ιδιαίτερη ένταση κατά την διάρκεια των επεμβάσεων στα Βαλκάνια την δεκαετία του 1990, στο Αφγανιστάν το 2002 και στο Ιράκ το 2003. Για το τελευταίο ζήτημα ο Mark Danner σε ανάλυσή του με τίτλο «The secret way to war» στο The New York Review of Books, Vol. 52, no 10, June 9, 2005, αναφέρεται σε στα διαμειφθέντα πριν την επέμβαση, στην συνειδητή παραπλάνηση της αμερικανικής και παγκόσμιας κοινής γνώμης, στην συνέργια του Κογκρέσου και στο ηγεμονικό σκεπτικό αξιωματούχου της Προεδρίας των ΗΠΑ. Χαρακτηριστικά γράφει: In the United States, on the other hand, the Downing Street memorandum (NB το οποίο δημοσιεύτηκε από τους Sunday Times στις 1.5.2003 και το οποίο προκάλεσε μεγάλες συζητήσεις στην Βρετανία) has attracted little attention. As I write, no American newspaper has published it and few writers have bothered to comment on it. The war continues, and Americans have grown weary of it; few seem much interested now in discussing how it began, and why their country came to fight a war in the cause of destroying weapons that turned out not to exist. For those who want answers, the Bush administration has followed a simple and heretofore largely successful policy: blame the intelligence agencies. Since "the intelligence and facts were being fixed around the policy" as early as July 2002 (as "C," the head of British intelligence, reported upon his return from Washington), it seems a matter of remarkable hubris, even for this administration, that its officials now explain their misjudgments in going to war by blaming them on "intelligence failures"—that is, on the intelligence that they themselves politicized. Still, for the most part, Congress has cooperated. Though the Senate Intelligence Committee investigated the failures of the CIA and other agencies before the war, a promised second report that was to take up the administration's political use of intelligence—which is, after all, the critical issue—was postponed until after the 2004 elections, then quietly abandoned. In the end, the Downing Street memo, and Americans' lack of interest in what it shows, has to do with a certain attitude about facts, or rather about where the line should be drawn between facts and political opinion. It calls to mind an interesting observation that an unnamed "senior advisor" to President Bush made to a New York Times Magazine reporter last fall: The aide said that guys like me [i.e., reporters and commentators] were "in what we call the reality-based community," which he defined as people who "believe that solutions emerge from your judicious study of discernible reality." I nodded and murmured something about enlightenment principles and empiricism. He cut me off. "That's not the way the world really works anymore," he continued. "We're an empire now, and when we act, we create our own reality. And while you're studying that reality—judiciously, as you will—we'll act again, creating other new realities, which you can study too, and that's how things will sort out. We're history's actors...and you, all of you, will be left to just study what we do (Ron Suskind, "Without a Doubt," The New York Times Magazine, October 17, 2004). Though this seems on its face to be a disquisition on religion and faith, it is of course an argument about power, and its influence on truth. Power, the argument runs, can shape truth: power, in the end, can determine reality, or at least the reality that most people accept—a critical point, for the administration has been singularly effective in its recognition that what is most politically important is not what readers of The New York Times believe but what most Americans are willing to believe. The last century's most innovative authority on power and truth, Joseph Goebbels, made the same point but rather more directly: There was no point in seeking to convert the intellectuals. For intellectuals would never be converted and would anyway always yield to the stronger, and this will always be "the man in the street." Arguments must therefore be crude, clear and forcible, and appeal to emotions and instincts, not the intellect. Truth was unimportant and entirely subordinate to tactics and psychology.

[117]. Μια επίθεση κατά του Ιράκ όπως έγινε τον Μάρτιο του 2003 με πρόσχημα τον αφοπλισμό του από όπλα μαζικής καταστροφής έχει βαθύτατες προεκτάσεις: διαμελισμός και νέα κράτη, κατάληψη μέρους της επικράτειάς του από γειτονικά κράτη, αλλαγή των περιφερειακών συσχετισμών συμφερόντων, ανεξέλεγκτες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές σε άλλα κράτη κ.ά. 

[118] Παρατίθεται στον Layne, ό.π., σ. 46.

[119]. Βλ. Waltz 2000, ό.π., σ. 9. Ασκώντας κριτική σ’ αυτές τις στάσεις, ο Kenneth Waltz (σ. 11-2) σημειώνει ότι οι «σταυροφορίες» υπήρξαν πάντα καταστροφικό φαινόμενο στην εξωτερική πολιτική. Δυστυχώς, όταν γίνει πιστευτό (στις ΗΠΑ) πως το ζωτικό συμφέρον των ΗΠΑ επιβάλλει να γίνουν δημοκρατικά άλλα κράτη, τότε ακολουθεί η λογική ότι «όλα τα μέσα επιτρέπονται». Σημειώνει επίσης τον τρόπο με τον οποίο δηλώσεις των πολιτικών ηγετών προς αυτή την κατεύθυνση έγιναν γρήγορα στρατιωτικό δόγμα του αμερικανικού Γενικού Επιτελείου για συγκεκριμένες πολεμικές ικανότητες προβολής ισχύος διεθνώς οι οποίες «θα μπορούν να προωθούν τη δημοκρατία, την περιφερειακή σταθερότητα και την οικονομική ευημερία».

[120] Βλ. Hunt M. 1987. Ideology and United States Policy. New Haven: Yale Un. Press και Hoffmann, 1995 ό.π. ιδ. σ. 160.

[121] Βλ. Layne ό.π., σ. 47.

[122] Είναι αλήθεια ότι για μεγάλα τουλάχιστον ζητήματα δεν υπάρχει περιθώριο λάθους ούτε για τα μεγάλα κράτη. Έτσι βλέπουμε η θέση για τον ορθολογικό χαρακτήρα των κρατικών στρατηγικών (πλάστιγγα κόστους-οφέλους, βλ. πιο πάνω) υιοθετήθηκε πλήρως στο πλαίσιο της αποτρεπτικής στρατηγικής των ΗΠΑ απέναντι στην Σοβιετική Ένωση.

[123] Βλ. ανάλυση και παραπομπές σε βιβλιογραφία και συγκεκριμένα στο Jonathan Mowat, ό.π. Ο Σπύρος Βρυώνης, διακεκριμένος ελληνοαμερικανός ακαδημαϊκός, συγγραφέας ενός σημαντικού έργου για τις διώξεις των ελλήνων της Τουρκίας το 1955 και την στάση πολλών διανοουμένων, γράφει ότι κίνητρό του για την συγγραφή αυτής της μελέτης ήταν το γεγονός ότι τον είχε καταπλήξει η ετοιμότητα της αμερικανικής κυβέρνησης αλλά και των ακαδημαϊκών να «εκπορνεύσουν την αλήθεια χάριν χρημάτων, αναγνώρισης και/ή πολιτικής αποδοχής». Αναγνωρίζοντας τις δυσκολίες να οδηγηθεί ο ιστορικός στην «απόλυτη αλήθεια», αυτός ο αμοραλισμός σε πολιτικό και ακαδημαϊκό επίπεδο σχετίζεται, κατά τον Σ. Βρυώνη, με καταστάσεις όπως η άρνηση του Ολοκαυτώματος των Εβραίων ή της Γενοκτονίας των Αρμενίων. «Το βόλεμα τελικά είναι πιο ισχυρό από την αλήθεια», παρατηρεί ο Σ. Βρυώνης, ο οποίος έγραψε το βιβλίο αυτό για να θίξει το ζήτημα της διαστρέβλωσης της Ιστορίας. Η μελέτη του πογκρόμ του 1955, ισχυρίζεται, μας βοηθά να αποκτήσουμε μια περισσότερο πρισματική εικόνα των τουρκικών, ελληνικών, βρετανικών και αμερικανικών συμφερόντων σε ένα ευρύτερο επίπεδο. Πάνω απ' όλα είναι μια προσπάθεια να αναζητηθούν οι θεμελιώδεις ιστορικές αλήθειες ενός γεγονότος και όχι οι «αλήθειες» των πολιτικών σκοπιμοτήτων. Παραθέματα και σχόλια από την Καθημερινή 5.5.2005.

[124] Waltz, ό.π., σ. 9-10.

[125]. Όπως θα σημειωθεί παρακάτω, αυτή η προσκόλληση της φιλελεύθερης θεωρίας σε πολιτικές εκλογικεύσεις που εξυπηρετούν εφήμερα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ αποτελεί τελικά μια από τις μεγαλύτερες αδυναμίες της φιλελεύθερης θεωρίας διεθνών σχέσεων, από την οποία νεότερα στελέχη του φιλελεύθερου στοχασμού αποστασιοποιούνται ολοένα και περισσότερο.

[126] Waltz, ό.π., σ. 10.

[127] Waltz, ό.π., σ. 12.

[128] Waltz ό.π., σ. 13.

[129] Η τελευταία περίπτωση αφορά κυρίως τον Καναδά, η κατάληψη του οποίου αποτράπηκε λόγω βρετανικών εξισορροπητικών στάσεων. Βλ. Ήφαιστος, Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, ό.π., κεφ. 6.

[130] Morgenthau, ό.π., σ. 510-11.

[131] Η περίπτωση της Κύπρου είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση.

[132] Rawls ό.π., 216-7.

[133] Rawls ό.π. σ. 84.

[134] Βλ. Rawls ό.π., σ. 85.

[135]. Τα συμφραζόμενα της ανάλυσης του Rawls, όταν αναφέρεται στα συμφέροντα ενός λαού στη βάση των οποίων συναλλάσσονται οι κοινωνίες, αποτελώντας τη βάση ισότητας μεταξύ των κρατών, δεν υποδηλώνουν πως εννοεί την ίδια ακριβώς έννοια με τον Hans Morgenthau (βλ. ό.π.).

[136] Rawls ό.π., σ. 85.

[137] Rawls ό.π., σ. 86.

[138] Βλ. Rawls ό.π. ιδ. σ. 190,205,207,207 κ.ε.,211.