Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής, Διεθνείς Σχέσεις-Στρατηγικές Σπουδές

Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών

www.ifestos.edu.gr  -- www.ifestosedu.gr  --  info@ifestosedu.gr  -- info@ifestos.edu.gr

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Για μετάβαση στην κεντρική σελίδα, άνοιγμα σε άλλο παράθυρο, κλικ εδώ www.ifestos.edu.gr  ή www.ifestosedu.gr

 

Προσχέδιο ομιλίας, Αναρτημένο στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.ifestos.edu.gr/48.htm

ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΑΜΦΙΚΤΥΟΝΙΑ 2006, Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, Δελφοί, Ιούλιος 2005 - Διεθνές Συνέδριο 2 Ιουλίου 2005

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ Ο. Η. Ε.  ΚΑΤΑ ΤΟΝ 21Ο ΑΙΩΝΑ: ΔΟΜΗ, ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΙ - ΤΑ ΗΝΩΜΕΝΑ ΕΘΝΗ ΣΕ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΑΛΛΑΖΕΙ

Κοινωνικοπολιτικές δομές και διεθνές σύστημα: Διεθνές Δίκαιο, Συλλογική Ασφάλεια και Διεθνής Διακυβέρνηση

 Περιεχόμενα

1.     Εισαγωγή

2.    Κοινωνικοπολιτική δομή οντολογικά θεμελιωμένη και οι βαθύτερες διαμορφωτικές δυνάμεις των διεθνών σχέσεων

3.    Ο θεμελιωδώς εξαρτημένος χαρακτήρας των διεθνών θεσμών και οι προεκτάσεις αυτού του γεγονότος

4.    Σχοινοβασία μεταξύ δικαίου των κρατών και πλανητικού δικαίου και η έννοια της πολιτικής

Πίνακας 1. Το εκκρεμές Watson

Πίνακας 2. ΗΘΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΠΕΡΙ ΤΑ ΔΙΕΘΝΗ – ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΚΡΑΤΟΣ ΩΣ ΘΕΣΜΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

  

  1. Εισαγωγή: ελλειμματικές και αναποτελεσματικές δομές διεθνούς διακυβέρνησης και το εκκρεμές της διεθνούς πολιτικής μεταξύ ανεξαρτησίας και αυτοκρατορίας

Ένας άλλος τίτλος του συνεδρίου που ενδεχομένως κατοπτρίζει ακριβέστερα το διεθνές σύστημα θα μπορούσε να είναι: «Η συλλογική ασφάλεια σ’ ένα  κόσμο που δεν αλλάζει» ή «η συλλογική ασφάλεια σ’ ένα κόσμο που πορεύεται προς το άγνωστο». Ακόμη, εάν συγκρίνουμε το διεθνές σύστημα των ημερών της με ένα άλλο πριν δύο περίπου χιλιετίες, αυτό της κλασικής εποχής, όσον αφορά το καθεστώς της κυριαρχίας, τις λειτουργίες του, τα ελλείμματά του και τα προβλήματά του, θα διαπιστώσουμε ότι το σύστημα των ανεξαρτήτων Πολιτειών της ελληνικής αρχαιότητας και των ενδοκρατικών και διακρατικών θεσμών που διέθετε ήταν πολύ πιο αναπτυγμένο, εμπεδωμένο και διαμορφωμένο σε σύγκριση με το σημερινό διακρατικό σύστημα.

 

 Δύο βασικές αφετηριακές θέσεις που αφορούν την ανάλυση που ακολουθεί είναι οι εξής:

            Πρώτον, παρά το ότι κατά την διάρκεια των Νέων Χρόνων λίγο-πολύ οι πολιτειακές δομές προσαρμόστηκαν στις κοινωνικές δομές του παγκόσμιου χώρου οι διεθνείς δομές που θα επέτρεπαν μια ειρηνική και σταθερή διακυβέρνηση μεταξύ των κυρίαρχων Πολιτειών είτε είναι ελλειμματικές είτε παντελώς αναποτελεσματικές. Αυτή η θέση επαληθεύεται απόλυτα αν κάποιος παρατηρήσει, για παράδειγμα, την μεγάλη αποτυχία της Κοινωνίας των Εθνών κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου, το πάγωμα του ΟΗΕ ως συστήματος συλλογικής ασφάλειας κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και τις αμφιλεγόμενες αμφιταλαντεύσεις των Ηνωμένων Εθνών κατά την διάρκεια της μεταψυχροπολεμικής εποχής.

            Δεύτερον, η αναποτελεσματικότητα των διεθνών θεσμών οφείλεται κυρίως στα παρεμβαλλόμενα αίτια πολέμου (βλ. πίνακα στο τέλος του δοκιμίου). Τα αίτια πολέμου προκαλούν παλινδρομήσεις του εκκρεμούς της διεθνούς πολιτικής μεταξύ αξιώσεων για αυτοκρατορίας και αξιώσεων για ανεξαρτησία (βλ. παρεμβαλλόμενο πίνακα). Όπως παραστατικά περιγράφει ο Adam Watson, το διεθνές σύστημα, ιστορικά ταλαντεύεται μεταξύ των δύο θεωρητικά απόλυτων της αυτοκρατορίας και της ανεξαρτησίας. Αν και οι ενδιάμεσες αποχρώσεις είναι πολλές, δύο χαρακτηριστικές καταστάσεις μεταξύ των απολύτων της ανεξαρτησίας και της αυτοκρατορίας είναι πρώτον, η ηγεμονία (hegemony) και δεύτερον η επικυριαρχία (dominion). Κτίζοντας πάνω σ’ αυτό το εξαιρετικά χρήσιμο ερμηνευτικό εργαλείο που μας πρόσφερε ο

 

Πίνακας 1

 

Διαχρονικές διακρατικές συμπεριφορές

«Εκκρεμές Watson»

Πηγή: Adam Watson, Η εξέλιξη της διεθνούς κοινωνίας, Μια συγκριτική και ιστορική ανάλυση (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2006), σ. 40

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ανάλυση

Ανεξαρτησίᬬ¬¬  ηγεμονία®επικυριαρχία®προτεκτοράτα®®®®®Αυτοκρατορία

Ανεξαρτησία: άθλημα / αγώνας. Ηγεμονία: ολοένα πιο δύσκολη®μεγάλου κόστους®αυτοκρατορία ανέφικτη                                                             

Διεθνές δίκαιο, ισοτιμία, μη επέμβαση ®®®®®®®διεθνείς θεσμοί: ηγεμονικά εργαλεία, επέμβαση

………………………………………………………………………………………………………….

Πρόσθετες επισημάνσεις

  1. Ταλάντωση του εκκρεμούς προς τα αριστερά προς την ανεξαρτησία σημαίνει ότι γίνονται σεβαστές οι θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου, η μονομερής επέμβαση αποκλείεται και οι κανόνες της συλλογικής ασφάλειας –διασφάλιση κυριαρχίας κρατών– εφαρμόζονται.
  2. Καθώς κινούμαστε προς τα αριστερά και παρά το γεγονός ότι η αυτοκρατορία είναι πλέον ανέφικτη,
  3. Λόγω ανισότητας και άνισης ανάπτυξης οι ηγεμονικές αξιώσεις είναι εγγενές χαρακτηριστικό διεθνούς συστήματος. Συνέπειες: 1) ηγεμονικές συγκρούσεις για ισχύ, έλεγχο πλουτοπαραγωγικών πόρων .... 2) Διεθνές Δίκαιο και διεθνείς θεσμοί εξαρτημένες μεταβλητές ισχύος ή αναποτελεσματικοί. 3) Ανεξαρτησία αν και νομικά κατοχυρωμένη η κατοχύρωσή της είναι ένα διαρκές άθλημα και ένας διαρκής αγώνας ισόρροπων σχέσεων με τα ισχυρότερα κράτη. 4) Περισσότερο ή λιγότερο ανεξάρτητος ανάλογα με την ισχύ σου, την πολιτειακή σου συνοχή και την ανταγωνιστικότητά σου.
  4. Μεγάλα τα περιθώρια μικρότερων κρατών αν λειτουργούν ορθολογιστικά. Σημασία επιστημονικής μελέτης διεθνών σχέσεων ...
  5. Η ταλάντωση του εκκρεμούς διαφέρει ανάλογα με την ιστορική συγκυρία, την κατανομή ισχύος και τον ανταγωνισμό των ηγεμονικών δυνάμεων, την δυνατότητα του λιγότερο ισχυρού κράτους για αποτροπή, διεκδίκηση και καθιέρωση πελατειακών σχέσεων.
  6. Τα λιγότερο ισχυρά κράτη έχουν συμφέρον να μην βρίσκονται στις συμπληγάδες των ηγεμονικών συγκρούσεων, να μην υποτάσσονται στα ηγεμονικά συμφέροντα και «να μιλούν την γλώσσα των ισχυρών» όταν διεκδικούν και διαπραγματεύονται. [Βαλκάνια: Στρατηγική εποπτεία ... Κυπριακό: όχι πέραν κόκκινης γραμμής ... Κυριαρχία: έσχατη λογική και αδιαπραγμάτευτη. Εξωτερικές απειλές: αποτελεσματική αποτρεπτική στρατηγική.]
  7. Ειρηνική επίλυση διαφορών φιλειρηνικών κρατών: Κριτήριο το εθνικό συμφέρον, η διεθνής νομιμότητα.
  8. Αρχή και τέλος στρατηγικής: 2) Κυριαρχία / Ανεξαρτησία®έσχατη λογική και αδιαπραγμάτευτη.

 

            Πρώτον, η απουσία διεθνούς τάξεως και οι συνεχείς παλινδρομήσεις του εκκρεμούς οφείλονται αφενός στο γεγονός ότι η ιδέα της αυτοκρατορία όχι μόνο απέτυχε αλλά είναι πλέον παντελώς ανέφικτη και αφετέρου επειδή λόγω αιτιών πολέμου η μόνη πραγματικά ειρηνική κατάσταση θα ήταν η εφαρμογή των αρχών της ανεξαρτησίας, δηλαδή, η πλήρης εφαρμογή των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου όπως καταγράφονται στο Άρθρο 2 του Κεφαλαίου Ι του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. 

            Δεύτερον, ιστορικά, οι αξιώσεις ανεξαρτησίας των πολλών κοινωνιών του πλανήτη επικράτησαν δημιουργώντας εκατοντάδες κυρίαρχα κράτη. Όμως, αυτό δεν σημαίνει πως η τάξη, η ευημερία, η κοιωνική σταθερότητα και η δικαιοσύνη είναι δεδομένα σε διακρατικό και ενδοκρατικό επίπεδο. Μερικά από αυτά τα κράτη είναι πραγματικά κυρίαρχα και βιώσιμα. Μερικά άλλα βρίσκονται σε πορεία εμπέδωσης της εθνικής τους ανεξαρτησίας, πολλά άλλα αρμενίζουν σε τρικυμισμένα πελάγη αναζητώντας την Ιθάκη της εσωτερικής και εξωτερικής σταθερότητας. Μερικά κράτη είναι ονομαστικά μόνο κυρίαρχα και γι’ αυτό θνησιγενή, παραπαίοντα και υποψήφια για εξαφάνιση. Αυτές είναι όντως πασίδηλες θεμελιώδεις ατέλειες του διεθνούς συστήματος που προέκυψε μέσα από τους θυελλώδεις αγώνες ανεξαρτησίας που κατεδάφισαν τις αυτοκρατορίες. Τα θρύψαλα των αυτοκρατοριών δεν είναι ιδεατές Πλατωνικές Πολιτείες αλλά πολλές από αυτές παραπαίοντα κράτη και πολλά άλλα θνησιγενή κρατίδια.

            Τρίτον, η σημαντικότερη συνέπεια του θρυμματισμού των αυτοκρατοριών είναι ότι, όπως είναι φυσικό, δεν προέκυψαν κράτη ίσης έκτασης, ίσης ισχύος, ίσων πλουτοπαραγωγικών πόρων, ίσων πληθυσμιακών μεγεθών, ισοδύναμων στρατιωτικών ικανοτήτων, συμμετρικών ιδεολογιών, ίσων τεχνολογικών δυνατοτήτων και ίσης ανάπτυξης. Έτσι, αναμενόμενα, σ’  όλο το φάσμα του εκκρεμούς της διεθνούς πολιτικής πασίδηλα και καθημερινά εκδηλώνεται το κυριότερο αίτιο πολέμου, η άνιση ανάπτυξη-μεγέθυνση και οι συνεπακόλουθες ηγεμονικές αξιώσεις[2].

            Τέταρτον, οι προαναφερθείσες ηγεμονικές αξιώσεις προκαλούν ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα, σύγχυση  και αποπροσανατολισμό επειδή συντηρούν μια ανεπίστροφα παρωχημένη ιδέα, αυτή της παγκόσμιας ή περιφερειακής πολιτικής ολοκλήρωσης. Ένα από τα σημαντικότερα αίτια πολέμου, ακριβώς, είναι το γεγονός ότι οι ηγεμονικές αξιώσεις, σχεδόν πάντοτε, είναι μεταμφιεσμένες με διεθνιστικούς και κοσμοπολίτικούς φακούς, κάτι που εντείνει και βαθαίνει τον πολιτικό ανορθολογισμό σε διακρατικό και ενδοκρατικό επίπεδο. Συνηγορώντας με τα ιστορικά ευρήματα του Edward H. Carr, προσθέτω παραθέτοντάς τον ότι, σ’ ένα διακρατικό σύστημα άνισων κρατών τα οποία αναπτύσσονται άνισα, «η “διεθνής τάξη πραγμάτων” και η “διεθνής αλληλεγγύη” θα είναι πάντοτε τα συνθήματα εκείνων που αισθάνονται αρκετά ισχυροί ώστε να τα επιβάλουν στους άλλους»[3]. Όσον αφορά τις ποικιλόχρωμες και εν πολλοίς αφηρημένες, διεθνιστικές και κοσμοπολίτικες ή άλλες αποχρώσεις ιδεών υπέρ μιας οικουμενικής υπερεθνικής οργάνωσης, ήδη από πολύ καιρό, ο Carr τόνισε και θεμελίωσε το γεγονός ότι ήταν πάντοτε «υποσυνείδητες σκέψεις μιας εθνικής πολιτικής, η οποία βασιζόταν σε μια συγκεκριμένη ερμηνεία του εθνικού συμφέροντος σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. ... Μόλις όμως γίνει προσπάθεια να εφαρμοστούν αυτές οι αρχές σε μια συγκεκριμένη πολιτική κατάσταση, αποδεικνύονται ότι είναι τα διαφανή προσωπεία των εγωιστικών κεκτημένων συμφερόντων. Η χρεοκοπία της ουτοπικής θεωρίας έγκειται όχι στην αποτυχία της να ανταποκριθεί στις αρχές της, αλλά στην αποκάλυψη της ανικανότητάς της να παράσχει κάποιο απόλυτο και ανιδιοτελές κριτήριο για τον χειρισμό των διεθνών υποθέσεων»[4] (2000 σ. 127). Υπό αυτό το πρίσμα, όπως θα υποστηριχτεί πιο κάτω, οι επαναστατικού[5] χαρακτήρα διεθνιστικές και κοσμοπολίτικες αξιώσεις, ως οι κύριες μεταμφιέσεις των ηγεμονικών αξιώσεων, συνιστούν μια από τις μεγαλύτερες αποσταθεροποιητικές εισροές στο οντολογικά θεμελιωμένο σύγχρονο διεθνές σύστημα.

            Πέμπτον, οι διεθνείς θεσμοί που δημιουργήθηκαν για να στηρίξουν την κοινωνικοπολιτική οντολογία που δημιούργησε τα σύγχρονα κυρίαρχα κράτη, τελικά παραπαίουν γιατί λόγω αιτιών πολέμου δεν λειτουργούν με τρόπο που είναι συμβατός με την ιστορική τους αποστολή, δηλαδή την διασφάλιση της εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας, και με το πνεύμα και των  γράμμα των καταστατικών τους διατάξεων, δηλαδή την αντιμετώπιση των αναθεωρητικών συμπεριφορών που κατά το πλείστον είναι ηγεμονικών καταβολών. Η αναποτελεσματικότητα των διεθνών θεσμών, κατ’ ουσία, οφείλεται είτε στις αξιώσεις ηγεμονικής διαχείρισής τους είτε στην παντελή τους ακύρωση λόγω και πάλιν ηγεμονικών συγκρούσεων.

 

  1. Κοινωνικοπολιτική δομή οντολογικά θεμελιωμένη και οι βαθύτερες διαμορφωτικές δυνάμεις των διεθνών σχέσεων

 

Η διεθνής διακυβέρνηση και ο εν γένει ρόλος των διεθνών θεσμών απαιτείται να λαμβάνει πλήρως υπόψη τον κοινωνικοπολιτικό κατακερματισμό του  παγκόσμιου χώρου σε κυρίαρχα κράτη. Κυρίως, απαιτείται να συνεκτιμάται δεόντως το γεγονός ότι οι εθνικές-κρατικές δομές των βιώσιμων κρατών[6] είναι εξαιρετικά εδραίες για να υποταχθούν μονίμως στην μια ή στην άλλη εφήμερη ηγεμονική αξίωση. Αναμφίβολα, άτομα και σπανιότερα κράτη άγονται και φέρονται παρασυρμένα από αδιέξοδες διεθνιστικές και κοσμοπολίτικες εκλογικεύσεις όλων των χρωμάτων και όλων των αποχρώσεων. Στο τέλος όμως το προσωπείο πέφτει και οι  κοινωνίες –αφού βεβαίως έχουν υποστεί πολλές ζημιές– επανέρχονται σθεναρά στην αξίωση εθνικής ανεξαρτησίας που αποτελεί και την αρχή λειτουργίας κάθε διακρατικού συστήματος που στηρίζεται στην κυριαρχία των κρατών-μελών. Αυτό το γεγονός οφείλεται στην ευρωστία των βαθύτερων διαμορφωτικών δυνάμεων του διακρατικού γίγνεσθαι και στον εδραίο χαρακτήρα τόσο της κοσμοθεωρητικής ενότητας των κυρίαρχων κοινωνιών όσο και των σφυρηλατημένων στο χρόνο εθνικών-κρατικών κανονιστικών δομών.

            Βασικά, κανένα σύγχρονο βιώσιμο κράτος δεν παρθενογεννήθηκε. Ιστορικά επαληθεύεται[7] ότι στο αρχικό στάδιο των αξιώσεων συλλογικής ελευθερίας-ανεξαρτησίας εδραιώνονται οι θεμελιώδεις κοσμοθεωρητικοί προσανατολισμοί και στη συνέχεια κτίζονται οι συμβατές μ’ αυτούς τους προσανατολισμούς ηθικοκανονιστικές δομές όπως διαμορφώνονται στο πλαίσιο του κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι μιας έκαστης κοινωνίας.

 

Αυτό το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι είναι ουσιαστικά μια διαρκής αναζήτηση της συλλογικής αλήθειας στο πλαίσιο κάθε κυρίαρχης κοινωνίας στην βάση της οποίας –συλλογικής αλήθειας– στη συνέχεια οικοδομούνται και αναπτύσσονται τα κανονιστικά συστήματα κάθε ανεξάρτητου κράτους. Μια κοσμοθεωρητικά και ηθικοκανονιστικά διαμορφωμένη κοινωνία, δυνατό να ηττηθεί και να ενταχθεί εξ ανάγκης στη σφαίρα επιρροής κάποιου ισχυρότερου κράτους ή ακόμη και να κατακτηθεί και να συρρικνωθεί ή και να εξαφανιστεί. Είναι δυνατό, επίσης, να υποκύψει στις καταναγκαστικές συνέπειες κάποιας εφήμερης ηγεμονικής διαχείρισης του ενός ή άλλου διεθνούς θεσμού όπως πρόσφατα συνέβηκε σε αναφορά με το κυπριακό ζήτημα και το σχέδιο Αναν.

            Αυτά τα φαινόμενα, όμως, είναι ατέλειες αν όχι βαρύτατες ασθένειες του διακρατικού συστήματος και είναι αδύνατο να οδηγήσουν σε μια συγκατάθεση των κρατών και των κοινωνιών τους για μια ηγεμονική διευθέτηση των διεθνών σχέσεων[8].

 

Για να κατανοηθούν τα βαθύτερα προβλήματα της διεθνούς τάξης και της διεθνούς διακυβέρνησης, είναι εξαιρετικά σημαντικό να γίνει κατανοητό ότι η αρχή της εθνικής ανεξαρτησίας είναι βαθύτατων κοινωνικών προεκτάσεων και ότι δεν μπορεί πλέον να εξαφανιστεί ως το βασικό ηθικό κριτήριο λειτουργίας του διεθνούς συστήματος.

            Αυτό γιατί, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, ο κοινωνικοπολιτικός κατακερματισμός του παγκόσμιου χώρου έχει βαθύτατα αίτια. Κυρίως, ο κοινωνικοπολιτικός κατακερματισμός σε έθνη-κράτη, ανεξαρτήτως ατελειών στις οποίες ήδη αναφερθήκαμε, είναι θεμελιωμένος στους αγώνες ελευθερίας και στην συνέχεια σφυρηλατημένος στους αγώνες εθνικής ανεξαρτησίας και εθνικής επιβίωσης, εθνικής ανάπτυξης και εθνικής ευημερίας.

            Αυτό το οντολογικά θεμελιωμένο γεγονός σημαίνει ότι η ιδέα της αυτοκρατορίας έχει συντριβεί ανεπίστροφα και ότι επικράτησε η ιδέα της συλλογικής ελευθερίας-εθνικής ανεξαρτησίας ως ο θεμελιώδης και ηθικά αμάχητος τρόπος πολιτικής οργάνωσης του παγκόσμιου χώρου. Για να το θέσω πιο παραστατικά, η εθνική ανεξαρτησία όπως επακριβώς περιγράφεται από τις αρχές της εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας και καταγράφεται στο Καταστατικό του ΟΗΕ, είναι το μόνο ηθικά αμάχητος και ρεαλιστικά εφικτός τρόπος διεθνούς πολιτικής οργάνωσης. Κανείς, ουσιαστικά, πρέπει να αντιπαραβάλει το γεγονός ότι αν και δύσκολο να εφαρμοστούν οι αρχές της εθνικής ανεξαρτησίας είναι παντελώς ανέφικτο ο κόσμος να επανέλθει σε οποιουδήποτε είδους ιδέα της αυτοκρατορίας ή τον φτωχό της συγγενή της ηγεμονίας (που όπως αναφέρθηκε εμφανίζεται πάντοτε μεταμφιεσμένη τον ένα ή άλλο διεθνιστικό ή κοσμοπολίτικο μανδύα).

 

Η ιστορική πείρα δείχνει ότι όλες οι διακριτές κοινωνίας ασταμάτητα αξιώνουν να είναι κυρίαρχες και όταν το κατορθώσουν συνεχίζουν να αξιώνουν να λειτουργούν ανεξάρτητα και αδέσμευτα. Σε κάθε περίπτωση, αγωνίζονται γι’ αυτά τα αγαθά και επιτυγχάνουν στον βαθμό που μπορούν. Το ζήτημα δεν είναι ο βαθμός που το κατορθώνουν. Η ανεξαρτησία κάθε κράτους κατορθώνεται σε διαφορετικό βαθμό ανάλογα με την περίπτωση, τις περιστάσεις και την ισχύ του κάθε κυρίαρχης κοινωνίας. Έγκυρα και αξιόπιστα αυτή η πραγματικότητα καταγράφηκε από τον Θουκυδίδη όταν παρατηρώντας τις λειτουργίες και τα προβλήματα του κλασικού συστήματος σημείωσε ότι «όσοι διατηρούν την ελευθερία τους το χρωστούν στην δύναμή τους»[9].

            Συνολικά, πάντως, θεμελιακό γνώρισμα μιας διακριτής κοινωνίας είναι η αξίωση εφαρμογής των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου, δηλαδή της διακρατικής ισοτιμίας, της μη επέμβασης και το δικαίωμα της εσωτερικής αυτοδιάθεσης. Η εκπλήρωση αυτών των αξιώσεων εξαρτάται από τον βαθμό προσήλωσης των μελών της κοινωνίας στην εθνική ανεξαρτησία και την ανάπτυξη μεθόδων διαρκούς επιτυχούς επιδίωξης ισόρροπων σχέσεων με τα υπόλοιπα κράτη, ιδιαίτερα τα πιο ισχυρά. Είναι πρόδηλο ότι αν μια κοινωνία δεν είναι προικισμένη με αυτά τα γνωρίσματα σημαίνει ότι κατά λάθος κατέστη κυρίαρχη, ότι δεν είναι βιώσιμη Πολιτεία και ότι το φυσικό επακόλουθο θα είναι η εξαφάνισή της ή η συρρίκνωση του κυριαρχικού της χώρου. 

 

Ο θεμελιώδης ηθικός σκοπός που εκπληρώνεται ολοένα και περισσότερο μετά την κατεδάφιση των αυτοκρατορικών συστημάτων είναι ακριβώς η εμπέδωση, διασφάλιση και διατήρηση των ελεύθερων-ανεξάρτητων συστημάτων τάξης και δικαιοσύνης που προέκυψαν μέσα από τους αγώνες ανεξαρτησίας. Οι εθνικές-κρατικές δομές, αυτό ακριβώς ενσαρκώνουν και οι διεθνείς θεσμοί αυτό τον υπέρτατο ηθικό σκοπό προορίζονται να εξυπηρετήσουν.

 

Για τους πιο πάνω σημαντικούς και θεμελιώδης λόγους, κάθε αμφισβήτηση της εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας, ανεξαρτήτως βαθμίδας στην οποία εκδηλώνεται, αντιφάσκει θεμελιωδώς με το τελεσίδικα συμπεφωνημένο νομικό και πολιτικό κεκτημένο της κυριαρχίας ως καθεστώτος των διεθνών σχέσεων και στρέφεται κατά του οντολογικού κατηγορήματος της συλλογικής ανθρώπινης ελευθερίας. Αμφισβήτηση του δικαιώματος των διακριτών κοινωνιών για ανεξάρτητο και κυρίαρχο βίο ουσιαστικά ξαναφέρνει την συζήτηση στην εποχή των αυτοκρατορικών και/ή ηγεμονικών αξιώσεων, των γενοκτονικών πολέμων και των φασιστικών ιδεολογιών οικουμενικής επικράτησης του εκάστοτε ισχυρότερου κράτους.

            Γι’ αυτό, τονίζεται ξανά, ειρήνη, σταθερότητα, ισόρροπες σχέσεις μεταξύ των κρατών, συλλογική ελευθερία των διακριτών κοινωνιών και νομιμοποιημένη διεθνής διακυβέρνηση μπορεί να υπάρξει μόνο με αυστηρή προσήλωση στις θεμελιώδεις αρχές της διακρατικής ισοτιμίας, της μη επέμβασης και του δικαιώματος της εσωτερικής αυτοδιάθεσης.

 

Είναι αυτονόητο, ότι αυτή η θέση δεν πρέπει να συγχέεται με την κατά καιρούς ύπαρξη έκτακτων περιστατικών τα οποία όμως δεν μπορεί παρά να είναι πολύ σπάνια (γενοκτονία εκ μέρους των Ναζί, εμφύλιος στην Καμπότζη, κατάλυση του κοινωνικού ιστού λόγω μεγάλων και παρατεταμένων εμφυλίων διενέξεων στο εσωτερικό ασθενών κοινωνιών, κτλ). Αυτά τα έκτακτα περιστατικά, αν και αναμφίβολα  θέτουν ζήτημα εξαίρεσης στον κανόνα της μη επέμβασης, η συνομολόγηση διεθνών συμφωνιών για την άσκηση νόμιμων-νομιμοποιημένων επεμβατικών δραστηριοτήτων προϋποθέτει προγενέστερη εξάλειψη των αιτιών πολέμου (και κυρίως εξάλειψη της άνισης ανάπτυξης).

            Σε κάθε περίπτωση, όμως, τέτοιες εξαιρέσεις –ακόμη και όταν αιτιολογούνται στην βάση αμφιλεγόμενων αιτιολογήσεων όπως το «μικρότερο κακό»– μπορούν να υπάρξουν μόνο εφόσον στο πλαίσιο των διεθνών οργάνων θεσπιστούν αυστηρά κριτήρια επακριβώς προσδιορισμένα ούτως ώστε να μην αφήνουν την παραμικρή δυνατότητα αναίρεσης των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου από τους εκάστοτε ισχυρούς όταν αυτοί εκ θέσεως ισχύος καταστρατηγούν τις κανονιστικές διατάξεις, χρησιμοποιούν τους διεθνείς θεσμούς για να επιτύχουν ανακατανομές κυριαρχίας και συμφερόντων. Το κεντρικό ερώτημα των διεθνολογικών στοχασμών όλων των παραδοχών και αποχρώσεων είναι: Υπάρχει δυνατότητα οικουμενικού και ομόφωνου προσδιορισμού τέτοιων αυστηρών κριτηρίων και αν όχι ποια είναι τα αίτια; Σε κάθε περίπτωση, αν και η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι εξαιρετικά δυσχερής, εύκολα θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι «ανοικτά παράθυρα επεμβάσεων» οδηγούν σε καταχρήσεις λόγω αξιώσεων ισχύος των ισχυρότερων κρατών και ότι τελικά το αποτέλεσμα είναι η περαιτέρω απομάκρυνση του ενδεχομένου ενός συμπεφωνημένου και πιο σταθερού πλαισίου ως προς το τι συνίσταται η έκτακτη ανάγκη που δικαιολογεί επίκληση της ρήτρας περί «κινδύνου για την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια».

           

Ενόσω θα υπάρχουν αίτια πολέμου η ευημερία, η ασφάλεια και η διασφάλιση της ειρήνης θα συναρτάται με την ικανότητα αυτοβοήθειας κάθε κυρίαρχης κοινωνίας και συνολικά με την ικανότητα των μη ηγεμονικών κυρίαρχων κρατικών δρώντων να είναι επαρκώς ισχυροί, να επιτυγχάνουν ισόρροπες σχέσεις με τα υπόλοιπα κράτη και να επιβιώνουν κατά των απειλών που θέτουν σε κίνδυνο το συμφέρον επιβίωσής τους. Όταν αυτό δεν συμβαίνει, χωρίς να αλλάζει ο οριστικός χαρακτήρας του διακρατικού συστήματος όπως διαμορφώθηκε τα νεότερα χρόνια, θα λαμβάνουν χώρα εσωτερικές επαναχαράξεις κυριαρχικών οριοθετήσεων, μερικά κράτη θα συρρικνώνονται, άλλα θα ενισχύονται και μερικά άλλα θα εξαφανίζονται. Έτσι, οι εσωτερικές οριοθετήσεις του διεθνούς συστήματος θα υφίστανται οριακές μεταλλαγές χωρίς να αλλάζει όμως η θεμελιακή μορφή και η θεμελιακή δομή του διακρατικού συστήματος κεντρικό χαρακτηριστικό του οποίου είναι η αξίωση των διακριτών βιώσιμων κοινωνιών για εσωτερική και εξωτερική κυριαρχία.

            Η έκταση και η ποιοτική βαθμίδα της διεθνούς διακυβέρνησης, αντίστοιχα, θα είναι συνάρτηση του βαθμού εφαρμογής του πνεύματος και του γράμματος των διεθνών θεσμών με τρόπο που οδηγεί σε ισόρροπες σχέσεις και που μειώνει ή εξαλείφει τις καταχρηστικές ηγεμονικές επιδιώξεις.           

                       

Τέλος, κανείς θα πρέπει να τονίζει τον κεντρικό ρυθμιστικό ρόλο της κρατικής κυριαρχίας σε αναφορά με ένα αριθμό άλλων σημαντικών ζητημάτων. Με δεδομένο το γεγονός της ύπαρξης κρατών άνισου μεγέθους και άνισης ισχύος όλα τα κυρίαρχα κράτη λίγο-πολύ υπόκεινται τις συνέπειες που προκαλούν εισροές οι οποίες δεν ελέγχονται πάντοτε και πλήρως από το κανονιστικό σύστημα εσωτερικών και εξωτερικών ελέγχων των κρατικών θεσμών. Μερικές εισροές είναι ενισχυτικές και εμπλουτιστικές και μερικές άλλες όπως για παράδειγμα τα διεθνικά φαινόμενα της τρομοκρατίας και της λαθρομετανάστευσης διαβρωτικές και υπονομευτικές.

            Οι αρχές της εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας σκοπό έχουν να διασφαλίσουν την ισορροπία αρνητικών και θετικών εξωγενών επιδράσεων λόγω εισροών παραγόντων που ενδεχομένως αποσταθεροποιούν ή αποδυναμώνουν το σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης κάθε κράτους. Αν και δεν υπάρχει απόλυτος κανόνας κατηγοριοποίησης και ιεράρχησης των κρατών[10], θα μπορούσε εν τούτοις να ειπωθεί ότι η ισχύς ενός κράτους είναι αντιστρόφως ανάλογη της αδυναμίας του να ελέγξει τις συνέπειες λόγω αλληλεξάρτησης και συναλλαγών και να μετατρέψει πολλές από αυτές σε συντελεστές ισχύος που αναβαθμίζουν την χώρα στην διεθνή ιεραρχία συμφερόντων. Σε κάθε περίπτωση, μέτρο στάθμισης της βιωσιμότητας ενός μη ηγεμονικού κράτους είναι αναμφίβολα η ικανότητα της κοινωνίας να χρησιμοποιεί αποτελεσματικά την εξωτερική και εσωτερική κυριαρχία για να διαφυλάττει την συλλογική του ελευθερία όπως ορίστηκε πιο πάνω[11]

            Έτσι, η κυριαρχία αν και απόλυτη ως νομική[12] και ενδεχομένως ως πολιτική έννοια[13], ο ρόλος της στην διεθνή διανεμητική δικαιοσύνη είναι ρευστός, αμφίδρομος και συχνά δύσκολο να γίνει πλήρως αντιληπτός στις αισθήσεις. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι υπόκειται στις διαρκείς αυξομειώσεις ρευστών και ενίοτε αστάθμητων επιδράσεων όπως οι διεθνικοί δρώντες, η εφαρμογή διμερών συμφωνιών, η επίδραση αμφίδρομων και ρευστών παραγόντων της διεθνούς ζωής[14], οι ποικίλες διεθνείς δεσμεύσεις, η ικανότητα-αποτελεσματικότητα των εθνικών συντελεστών ισχύος, η κοσμοθεωρητική ενότητα των μελών της κοινωνίας και συμψηφιστικά οι θετικές ή αρνητικές συνέπειες λόγω συμμετοχής σε περιφερειακούς και παγκόσμιους οργανισμούς.  

 

Το ζήτημα της διεθνούς διακυβέρνησης απαιτείται να εστιάζεται στα προαναφερθέντα καίριας σημασίας ζητήματα τάξης και (διανεμητικής) δικαιοσύνης. Συντομογραφικά, για όλες τις κοινωνίες, το κράτος τους είναι ο μόνος νομιμοποιημένος θεσμός τάξης και διανεμητικής δικαιοσύνης. Αυτή η πτυχή, όσον αφορά την διακρατική διανεμητική δικαιοσύνη, επηρεάζει το ζήτημα της επέμβασης και ζητήματα όπως η ηγεμονική διαχείριση των διεθνών θεσμών ή η λειτουργία τους στην βάση της διακρατικής ισοτιμίας.

            Γι’ αυτούς τους τεράστιας σημασίας λόγους η έκφραση εκτιμήσεων για τον ρόλο και τις λειτουργίες της κρατικής κυριαρχίας, καθώς και των ορίων παράβλεψης ή παράκαμψής της, απαιτείται να λαμβάνει υπόψη ότι τίθενται ζητήματα αρχής και όχι βαθμίδας. Δηλαδή, οι συνέπειες και προεκτάσεις της παράκαμψης ή παραβίασης των συστημάτων διανεμητικής δικαιοσύνης θίγουν θεμελιώδεις αρχές ανεξαρτήτως βαθμίδας παραβίασης ή παράκαμψης.

 

Βασικό κριτήριο για να κατανοηθεί αυτό το γεγονός είναι η κατανόηση του γεγονότος ότι τα μέλη των βιώσιμων κοινωνιών που αγωνίστηκαν και κατάκτησαν την συλλογική τους ελευθερία-ανεξαρτησία γνωρίζουν καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο ότι νομιμοποιημένα ηθικοκανονιστικά κριτήρια διανεμητικής δικαιοσύνης διασφαλίζονται μόνο με την απόλυτη τήρηση των θεμελιωδών αρχών της εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας. Αντίστροφα, γνωρίζουν ότι εισροές εξωγενών ηθικοκανονιστικών κριτηρίων αφενός ενέχουν τον κίνδυνο εξαπάτησης και αφετέρου προσδιορίζονται από αλλότρια συμφέροντα, ηθικές επιταγές και κοσμοθεωρητικά πρότυπα.

 

Όπως ήδη τονίστηκε, στο ενδοκρατικό επίπεδο κάθε βιώσιμης πολιτείας τα ηθικοκανονιστικά κριτήρια που διέπουν την άσκηση βίας και που προσδιορίζουν την έκταση και την βαθμίδα των διανεμητικών λειτουργιών των θεσμών απορρέουν από ένα κοσμοθεωρητικά και ηθικοκανονιστικά ολοκληρωμένο κοινωνικό σύστημα. Αντίθετα, στο διακρατικό επίπεδο η άσκηση βίας και η διανεμητικές αρμοδιότητες, ανεξαρτήτως βαθμίδας ή έκτασης, για να είναι νομιμοποιημένα απαιτείται τουλάχιστον να εντάσσονται σ’ ένα πλαίσιο αυστηρής διακυβερνητικής διαδικασίας που διασφαλίζει την διακρατική ισοτιμία και την δυνατότητα ων εθνικών αντιπροσώπων να διεκδικήσουν  προϋποθέσεις ισόρροπων και αμοιβαία επωφελών σχέσεων. Αυτό αφορά κάθε διακρατική διαπραγμάτευση αλλά κυρίως κάθε προσπάθεια θέσπισης εξαιρέσεων στον κανόνα του διεθνούς δικαίου για μη επέμβαση[15]. Για να το θέσουμε διαφορετικά: Πρώτον, είναι αδύνατο να υπάρξουν κριτήρια επέμβασης με σκοπό εσωτερικές κοινωνικοπολιτικές αλλαγές στο εθνικό-κρατικό γίγνεσθαι ενός κράτους επειδή απουσιάζουν κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένοι σκοποί στο πλανητικό επίπεδο. Τα κριτήρια έκτακτης ανάγκης είναι μια άλλη διαφορετική υπόθεση. Βασικά αφορούν κοινωνίες των οποίων ο κοινωνικός και πολιτικός διαλύεται (ο Rawls εύστοχα τις ονόμασε «επιβαρημένες») και ο προσδιορισμός κριτηρίων αρωγής (όχι άσκησης βίας αδιακρίτως) μπορεί να γίνει στο πλαίσιο των διεθνών θεσμών αν δεν απουσίαζε η αναγκαία πολιτική βούληση των ισχυρών κρατών των οποίων η δυνατότητα αυθαίρετων δράσεων θα περιοριζόταν αν καθιερώνονταν τέτοια κριτήρια. Δεύτερον, μόνο επεμβάσεις που αφορούν την διακρατική τάξη είναι νοητές και το πώς και πότε γίνεται αυτό ορίζεται επακριβώς από τις ισχύουσες πρόνοιες των  διεθνών θεσμών. Όσον αφορά αυτά τα κρίσιμα ζητήματα, κατά συνέπεια, λίγο ωφελεί ή βλάπτει η έκφραση ιδιοτελών ή αφελών απόψεων αυθαίρετου κανονιστικού χαρακτήρα. Αντίθετα, θα ήταν χρήσιμο και ωφέλιμο να αναζητούμε τα πραγματικά αίτια στα οποία οφείλεται τόσο η αναποτελεσματική και συχνά αντικανονική λειτουργία των υπαρχόντων διεθνών θεσμών στις περιπτώσεις που «κινδυνεύει η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια»[16]. Ακόμη, θα είναι χρήσιμο να αναζητηθούν τα αίτια στα  οποία οφείλεται η απουσία διεθνούς συμφωνίας για τα κριτήρια διεθνούς δράσης σε μια μάλλον ευθύγραμμη περίπτωση όπως η γενοκτονία λόγω κατάλυσης της συνοχής μιας κοινωνίας.

 

  1. Ο θεμελιωδώς εξαρτημένος χαρακτήρας των διεθνών θεσμών και οι προεκτάσεις αυτού του γεγονότος

 Επειδή η αρχή της κυριαρχίας βρίσκεται στον πυρήνα του καθεστώτος οργάνωσης των διεθνών σχέσεων, οι διεθνείς θεσμοί είναι εκ φύσεως εξαρτημένες μεταβλητές στις συλλογικές αποφάσεις των κυρίαρχων κρατών-μελών. Αυτό επιβάλλει η θεμελιώδης αρχή της εθνικής ανεξαρτησία η σημασία της οποίας ήδη τονίστηκε. Προορισμός τους είναι να υποτάσσονται ολοκληρωτικά στο δόγμα της κρατικής κυριαρχίας όπως με σαφήνεια ορίζεται στο άρθρο 2 του Κεφαλαίου 1 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ.

            Αυτή η επιταγή είναι τόσο νομικό θέμα όσο και πολιτικό ζήτημα σύμφυτο με τον χαρακτήρα και τον ιστορικό προορισμό του κράτους. Οι διεθνείς θεσμοί είναι φυσικό επακόλουθο της κατάκτησης της συλλογικής ελευθερίας εκ μέρους των κοινωνιών και της απόκτησης έτσι πολιτικής κυριαρχίας που τους επιτρέπει α) να διασφαλίζονται κατά έξωθεν ανεπιθύμητων επιρροών[17], β) να διαμορφώνουν υπό συνθήκες ανεξαρτησίας εθνικά-κρατικά καθεστωτικά πρότυπα συμβατά με την ιστορική ετερότητά τους και γ) να αναπτύσσουν και διαιωνίζουν ένα νομιμοποιημένο σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης. Γι’ αυτούς τους λόγους και επειδή οι διεθνείς θεσμοί ούτε διαθέτουν κοινωνικό υπόβαθρο ούτε είναι προικισμένοι με συστήματα κοινωνικοπολιτικών ελέγχων και εξισορροπήσεων, είναι εκ φύσεως εξαρτημένες μεταβλητές.

            Ασφαλώς, κανένα πρόβλημα δεν θα υπήρχε αν δεν υπήρχαν αίτια πολέμου. Αν δεν υπήρχαν αίτια πολέμου, όλοι θα δέχονταν τις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου και τα κράτη θα αύξαναν τις διεθνείς συμφωνίες υπό συνθήκες προσδοκίας απόλυτων κερδών.

            Πρόβλημα ανακύπτει κάθε φορά που λόγω άνισης ανάπτυξης και απουσίας κοινά αποδεκτής σταθερής ισορροπίας δυνάμεων και συμφερόντων στο διεθνές σύστημα τα ισχυρότερα κράτη, για να εκπληρώσουν συγκεκριμένους σκοπούς της εθνικής τους στρατηγικής, μετατρέπουν τους διεθνείς θεσμούς σε εξαρτημένες μεταβλητές όχι της αναγκαίας και μη εξαιρετέας ομόφωνης βούλησης των κυβερνήσεων αλλά των ηγεμονικών αξιώσεων ισχύος.

            Αυτός ο απόλυτα εξαρτημένος χαρακτήρας των διεθνών θεσμών είναι φυσικό επακόλουθο της ίδιας της φύσης των κυρίαρχων κοινωνικών ενώσεων που συνθέτουν το διεθνές σύστημα και του προαναφερθέντος γεγονότος ύπαρξης αιτιών πολέμου. Κατά κύριο λόγο, είναι επακόλουθο του γεγονότος ότι η οντολογικού περιεχομένου αξίωση συλλογικής ελευθερίας αυτών των κοινωνικών ενώσεων δεν μπορεί να μεταφραστεί διαφορετικά παρά ως εσωτερική και εξωτερική κυριαρχία και ως εκ τούτου ως δυνατότητα ανεξάρτητης διαμόρφωσης ιδιόμορφων, ιδιαίτερων και ανεπανάληπτων κοινωνικοπολιτικών δομών κοινού βίου.

            Κάθε επέμβαση σ’ αυτό τον κοινωνικά προσδιορισμένο συλλογικό βίο αποτελεί επίθεση κατά της συλλογικής ελευθερίας της υποκείμενης κοινωνίας. Αυτό είναι και το νόημα εννοιών όπως η «κυριαρχία» η «ανεξαρτησία» και η «συλλογικής ελευθερία».

 

Ένα ακόμη συναφές και εξόχως δυσδιάκριτο ζήτημα που θα μπορούσαμε να θίξουμε είναι η διάκριση της έννοιας της ελευθερίας ως οντολογικό κατηγόρημα στο επίπεδο του κράτους και ως οντολογικό κατηγόρημα στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων. Η συλλογική ελευθερία ως οντολογικό κατηγόρημα στο διακρατικό επίπεδο είναι ηθικά αμάχητη και οπωσδήποτε λιγότερο αμφιλεγόμενη από την έννοια της ελευθερίας στο εσωτερικό μιας κυρίαρχης συλλογικής οντότητας. Εξάλλου, επειδή για την τελευταία δεν υπάρχει οικουμενική παραδοχή και επειδή οι φιλόσοφοι ουδέποτε συμφώνησαν να την προσδιορίσουν σε μια κοινή βάση, οι ποικίλες εκδοχές εξαρτώνται από ιδεολογικά, εθιμικά, πολιτισμικά κριτήρια και άλλα περιβαλλοντολογικά κριτήρια και παράγοντες. Δηλαδή, με δεδομένη την προσήλωση των πολιτισμένων κοινωνιών στα ανθρώπινα δικαιώματα ως υπόβαθρο των κοινωνικών σχέσεων, η ελευθερία στις ενδοκρατικές σχέσεις είναι, βασικά, συναρτημένη με τις εκάστοτε κοινωνικοπολιτικές σχέσεις και προσαρμοσμένη στο εκάστοτε κοινωνικοπολιτικό σύστημα κάθε κυρίαρχης κοινωνίας που ενσαρκώνει την κοσμοθεωρητική και ηθικοκανονιστική ετερότητά της. Ουσιαστικά, τα άτομα με το να ενταχθούν εθελούσια στις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες μιας χώρας της οποίας στην συνέχεια αποτελούν πολίτες, σημαίνει ότι αποδέχονται τον τρόπο με τον οποίο η πλειονότητα των μελών αυτής της χώρας αποφασίζουν να συνδέσουν τον ανθρώπινο βίο με τον κοινωνικοπολιτικό βίο, τις υποχρεώσεις, την ισχύ, τα δικαιώματα, την εξουσία και την θέση της ατομικής ελευθερίας υπό αυτό το πρίσμα.

            Αντίθετα, στο διεθνές σύστημα το ζήτημα τίθεται πολύ διαφορετικά: Έστω και αν η εφαρμογή των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου επηρεάζεται από τα αίτια πολέμου με αποτέλεσμα τα προαναφερθέντα ελλείμματα και προβλήματα, υπάρχει εν τούτοις ήδη οικουμενική παραδοχή για ένα πιο συγκεκριμένο ορισμό της έννοιας της «ελευθερίας» ως πολιτική κυριαρχία-εθνική ανεξαρτησία. Αυτή η πολιτική βούληση, μάλιστα, εκδηλώθηκε διαχρονικά με συνέπεια όταν κατά τον Μεσοπόλεμο υπογράφηκε η Χάρτα της Κοινωνίας των Εθνών και στην συνέχεια ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ.

 

Αφού μια κοινωνία προικιστεί με αφετηριακή συλλογική ελευθερία στην αρχική φάση κατάκτησης της πολιτικής της κυριαρχίας, τα μέλη και οι ομάδες της σφυρηλατούν το «κοινωνικό τους συμβόλαιο» το οποίο υπό το πρίσμα κοινωνικοπολιτικών ελέγχων και εξισορροπήσεων ενσαρκώνεται στις κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένες ηθικοκανονιστικές δομές. Στην συνέχεια, αφού επιτευχθεί μια θεμελιώδης συναίνεση για τις κοσμοθεωρητικές παραδοχές που στηρίζουν την εθνική ανεξαρτησίας (και που συνήθως καταγράφεται στα Συντάγματα), αυτές οι ηθικοκανονιστικές δομές διαρκώς οικοδομούνται, διαμορφώνονται και επαναδιαμορφώνονται ανάλογα με τις συνθήκες του συλλογικού βίου κάθε κοινωνίας. Αυτές οι ηθικοκανονιστικές δομές κατοπτρίζουν διαρκώς μεταβαλλόμενες –για τις βιώσιμα κράτη διαρκώς ενισχυτικά– συλλογικές προτιμήσεις μεταξύ εναλλακτικών επιλογών για το περιεχόμενο της «ελεύθερης-ανεξάρτητης» κρατικής οντότητας, την σχέση της εξουσίας με τις πηγές της, την άσκηση βίας με παραδοχές για τον τρόπο συλλογικού ελέγχου της ισχύος, το δίκαιο με τις πηγές, με τα δικαιώματα, με τις υποχρεώσεις και με την ελευθερία[18].

            Με δεδομένο το προαναφερθέν γεγονός ότι όλες ανεξαιρέτως οι πολιτισμένες κοινωνίες αποδέχονται τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η ελευθερία στο ενδοκρατικό επίπεδο, αν και αναμφίβολα οντολογικό κατηγόρημα, είναι εν τούτοις έννοια κοινωνικά ενταγμένη στον συλλογικό κατ’ αλήθειαν βίο και απολύτως συναρτημένη με τον κατ’ αλήθειαν συλλογικό τρόπο ζωής[19]. Έτσι, ως οντολογικό κατηγόρημα η ελευθερία στο εσωτερικό κάθε κράτους εντάσσεται σε μια ρευστή και ηθικά νομιμοποιημένη κοινωνικοπολιτική διαδικασία όπου προσδιορίζονται οι επιμέρους εξειδικεύσεις όπως τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις και οι ηθικές βάσεις του συλλογικού βίου[20]. Στις διεθνείς σχέσεις, επαναλαμβάνεται, τέτοιες προσαρμογές και εξειδικεύσεις είναι αδύνατες λόγω απουσίας παγκόσμιας κοινωνίας και παγκόσμιων κοινωνικοπολιτικών ελέγχων και εξισορροπήσεων. Τα κράτη, όπως τονίζεται σε άλλο σημείο, δέχονται εθελούσια προσαρμογή της κυριαρχίας τους με Συνθήκες και Συμβάσεις, μόνο υπό το πρίσμα του πνεύματος και του γράμματος του διεθνούς δικαίου περί διακρατικής ισοτιμίας και μη επέμβασης.

            Συμπερασματικά, στην ενδοκρατική τάξη η απαίτηση για διαφύλαξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήταν και συνεχίζει να είναι πάγια αξίωση των ανθρώπων, η έννοια της ελευθερίας είναι εθελούσια ενταγμένη στον κοινωνικοπολιτικό βίο και ο δημοκρατικά-συλλογικά προσδιορισμένος περιορισμός των δικαιωμάτων και  η νομική οριοθέτηση των υποχρεώσεων δεν θεωρείται περιορισμός της ελευθερίας. Στο διακρατικό επίπεδο η διαλεκτική σχέση «ελευθερίας-κυριαρχίας» με το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ανήκει τίθεται, όπως αναφέρθηκε μόλις, με πολύ διαφορετικό τρόπο. Ίσως είναι χρήσιμα μερικά ακόμη σχόλια για να γίνει πιο σαφής αυτή η θεμελιώδης πτυχή του διεθνούς συστήματος.

            Κατά πρώτον, η «κοινότητα των κρατών» είναι ολιγομελής[21]. Κατά συνέπεια, οι μεταξύ των κρατών συμφωνίες είναι γενικού χαρακτήρα και συμπεφωνημένες υπό το πρίσμα των αρχών της διακρατικής ισοτιμίας και της μη επέμβασης, η σχέση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αν και ρητή λόγω συνθηκών και άλλων διεθνών δεσμεύσεων, λόγω αιτιών πολέμου δεν είναι πάντοτε και για όλους ευθύγραμμη υπόθεση.

            Οι διεθνείς κανονιστικές δομές δύσκολα καθίστανται διεθνείς ηθικοκανονιστικές δομές αντικειμενικού κύρους και καθολικής κοινωνικής αποδοχής. Ο λόγος είναι γιατί, ακριβώς, ο πρωταρχικός και θεμελιώδεις τους ρόλος δεν είναι να προσδιορίσουν την ανθρώπινη ηθική στον συλλογικό βίο ενός εκάστου ατόμου παγκοσμίως[22] αλλά μόνο να στηρίξουν το αγαθό της συλλογικής ελευθερίας των κυρίαρχων κοινωνιών[23], δηλαδή την πολιτική κυριαρχία των ανεξαρτήτων κρατών.

            Ως εκ της φύσεως του πιο πάνω διεθνούς συστήματος, πιθανοί «παγκόσμιοι κοινωνικοπολιτικοί έλεγχοι και εξισορροπήσεις» εκ μέρους των μελών της «κοινότητας» των κυρίαρχων κρατών και των (διεθνών) θεσμών που αυτά ορίζουν δύσκολα πραγματοποιούνται[24] και είναι –πάλιν λόγω αιτιών πολέμου– νομιμοποιημένοι μόνο ως ισότιμες διαπραγματεύσεις ή διαμεσολαβήσεις και σπάνια ή ουσιαστικά ποτέ ως κατασταλτική δικαιοδοσία επί ζητημάτων δικαιωμάτων, υποχρεώσεων και δικαιοσύνης[25]. Ας μη λησμονούμε ότι το μόνο ίχνος διεθνών κατασταλτικών δικαιοδοσιών βρίσκεται στην άκρως αμφιλεγόμενη δικαιοδοσία το Συμβουλίου Ασφαλείας για δράση «όταν τίθεται σε κίνδυνο η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια», κάτι το οποίο εν τούτοις λόγω αιτιών πολέμου βρίσκεται υπό την αίρεση των ρευστών ηγεμονικών συγκρούσεων[26].

            Εν ολίγοις, ενώ στο ενδοκρατικό επίπεδο, το δίκαιο, τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις και ο τρόπος που η έννοια της οντολογικού χαρακτήρα ελευθερίας συναρτάται με αυτά διέπεται από επαρκή κοσμοθεωρητική και κοινωνικοπολιτική ενότητα στο εσωτερικό μιας έκαστης κυρίαρχης κοινωνίας, στο διακρατικό επίπεδο οι αντίστοιχες έννοιες εντάσσονται σε μια λογική κρατικής κυριαρχίας-ελευθερίας, διεθνούς αναρχίας, αιτιών πολέμου και παντελούς ανυπαρξίας είτε κοινωνικά προσδιορισμένης δικαιοσύνης είτε ενός διεθνούς συστήματος διανεμητικής δικαιοσύνης. Επηρεάζεται επίσης από τα προαναφερθέντα αίτια πολέμου. Η κυριαρχία-συλλογική ελευθερία ως οντολογικό κατηγόρημα, κατά συνέπεια, είναι απόλυτη, ενώ απουσιάζει κάποια «χάρτα κρατικών δικαιωμάτων» αντίστοιχη και ανάλογη της «χάρτας ανθρωπίνων δικαιωμάτων» ή κάποιο «κοινωνικό συμβόλαιο των κρατών» αντίστοιχο και ανάλογο της έννοιας του κοινωνικού συμβολαίου στο εσωτερικό του κράτους. Βασικά, η πλησιέστερη έννοια αφορά τις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου της διακρατικής ισοτιμίας, της μη επέμβασης και του δικαιώματος εσωτερικής αυτοδιάθεσης οι οποίες, ακριβώς, ορίζουν την «συλλογική ελευθερία» ως απόλυτη έννοια, αν μη τι άλλο επειδή είναι άλλο πράγμα η «κοινότητα των κρατών» (που λειτουργεί υπό το κράτος ύπαρξης αιτιών πολέμου) και άλλο η «κοινωνία των κρατών» (που προϋποθέτει εξάλειψη των αιτιών πολέμου[27]).

            Η «κοινωνία των κρατών», τονίζεται, ανεξαρτήτως τρόπου που χρησιμοποιείται ως έννοια, προϋποθέτει τουλάχιστον εξάλειψη των αιτιών πολέμου και διακρατική αλληλεγγύη σε βαθμό και έκταση που επιλύει για πάντα την άνιση ανάπτυξη[28]. Για να το θέσουμε διαφορετικά, το εκ φύσεως (λόγω αξιώσεων πολιτικής κυριαρχίας) άναρχο διεθνές σύστημα και οι θεσμοί του θα συνεχίσει να είναι ασταθές όσο θα υποβόσκει τα θεμέλιά του η άνιση ανάπτυξη και τα συναρτημένα με αυτή αίτια πολέμου. Αυτή δεν είναι μια απαισιόδοξη θεώρηση –όπως άδικα συχνά προσάπτουν στον πολιτικό ρεαλισμό που την θεμελιώνει– αλλά ένα σταθμισμένο και αξιολογικά ουδέτερο πόρισμα για τις προϋποθέσεις διακρατικής τάξης και δικαιοσύνης. Αυτό το εξ αντικειμένου έγκυρο πόρισμα είναι προϋπόθεση κάθε ορθολογιστικής εκτίμησης του διεθνούς συστήματος, κάθε βάσιμης πολιτικής σκέψης και κάθε ορθολογιστικής πολιτικής ενέργειας.

           

Τα πιο πάνω καίρια ζητήματα απαιτείται να συνεκτιμούνται υπό το πρίσμα της διαδρομής των διακρατικών σχέσεων, των υπόλοιπων διαμορφωτικών παραγόντων που τις επηρεάζουν και των αιτίων στα οποία οφείλεται το γεγονός ότι το έθνος-κράτος και οι διεθνείς κανονιστικές δομές έχουν τον προαναφερθέντα χαρακτήρα (και όχι κάποιο άλλο!). Πρέπει να συνεκτιμούνται τα αίτια του γεγονότος, επίσης, ότι οι θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου και τα συστήματα συλλογικής ασφάλειας περιγράφουν και ορίζουν μια κοινότητα κυρίαρχων κρατών και όχι μια υπερεθνική, υπερκρατική ή κάποια άλλη εξομοιωτική διεθνή κανονιστική δομή. Όπως ήδη τονίστηκε, συμβολίζει-σηματοδοτεί το ιστορικό γεγονός της κατεδάφισης της αυτοκρατορικής ιδέας και της ύπαρξης πολλών ελεύθερων-ανεξαρτήτων κρατών. Ουσιαστικά, αν εκτιμήσουμε αυτή την καίρια πτυχή με ιστορικούς όρους, παρατηρούμε ότι η ελευθερία-κυριαρχία των κοινωνιών είναι ακριβώς αντίθετη και παντελώς ασύμβατη με κάθε έννοια παγκόσμιας κοινωνικοπολιτικής ενότητας[29] οποιασδήποτε νοητής  διεθνιστικής, κοσμοπολίτικης ή/και ηγεμονικής απόχρωσης.

            Ίσως είναι χρήσιμο να υπογραμμιστεί ότι η συντριπτική «νίκη» των αξιώσεων συλλογικής ελευθερίας επί των αξιώσεων αυτοκρατορίας ή ηγεμονίας κατ’ ουσία καταγράφηκε από το διεθνές δίκαιο, κωδικοποιήθηκε στα συστήματα συλλογικής ασφάλειας και κυρίως καταξιώθηκε ως υπέρτατη ηθική αξία όλων των βιώσιμων μη ηγεμονικών κρατών των οποίων οι κοινωνίες είναι αναπόδραστα προσηλωμένες στο δόγμα της κυριαρχίας-ανεξαρτησίας ως προϋποτιθέμενη συνθήκη της συλλογικής ύπαρξής τους. Έτσι, η εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία ως ενσάρκωση της αξίωσης συλλογικής ελευθερίας μιας έκαστης κυρίαρχης κοινωνίας καθιστά την διακρατική ισοτιμία αναγκαία και μη εξαιρετέα αρχή ειρηνικής λειτουργίας των διακρατικών σχέσεων, διεθνούς τάξης και διεθνούς δικαιοσύνης.

 

Όπως θα πρέπει να έχει ήδη γίνει κατανοητό, ο προαναφερθείς «απόλυτος» χαρακτήρας της εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας οφείλεται στο γεγονός ότι αποτελεί τον αντίποδα των ηγεμονικών εξομοιωτικών αξιώσεων οι οποίες αν είχαν επιτύχει θα είχαν δημιουργήσει είτε μια παγκόσμια κυριαρχία[30] είτε μια παγκόσμια ηγεμονία. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο, όμως, όπως αναλύθηκε εκτενέστερα σε άλλη περίπτωση, είναι απίθανο εκτός και αν επιτευχθεί με γενοκτονία πλανητικής κλίμακας. Μετά την οριστική ιστορική αποτυχία δημιουργίας αυτοκρατοριών τα νεότερα χρόνια –ύστερο και ίσως τελευταίο παράδειγμα της οποίας είναι η κατεδάφιση της Σοβιετικής Ένωσης για να προσαρμοστούν οι Πολιτειακές δομές στις κοινωνικές δομές της πρώην ΕΣΣΔ– το μέγιστο που θα μπορούσαν να επιτύχουν οι συνεχιζόμενες ηγεμονικές αξιώσεις είναι, όπως καθημερινά γίνεται αντιληπτό, είναι οριακές μόνο αλλαγές στην ισχύουσα διεθνή τάξη και ταυτόχρονα πρόκληση αστάθειας με το να αυξάνεται η ροπή προς αναθεωρητισμό και σύγκρουση: Οριακές αλλαγές στην ισχύουσα εδαφική τάξη υπέρ κάποιων συμμάχων, καθεστωτικές αλλαγές που ευνοούν εφήμερες ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις και αποδυνάμωση του διακρατικού ορθολογισμού όταν ευκολόπιστες κοινωνίες διαβρώνονται από διεθνιστικά και κοσμοπολίτικα δόγματα με αποτέλεσμα να καθίστανται ευκολότερη λεία για γειτονικά αναθεωρητικά κράτη. Αποτελεί περιττολογία να αναλωθεί κάποιος στην αναφορά καθημερινών πασίδηλων παραδειγμάτων για να καταδείξει ότι αυτά ακριβώς είναι τα «κατορθώματα» του ύστερου ηγεμονισμού και τίποτα άλλο. Η εισβολή στο Ιράκ το 2003 απλά αποτελεί την ύστερη επιβεβαίωση αυτού του γεγονότος μπροστά στο οποίο η ανάλυση των διεθνών σχέσεων συχνά εθελοτυφλεί.  

 

Στο πλαίσιο της ίδιας συλλογιστικής, επίσης, κάποιος θα πρέπει να λάβει υπόψη ότι μεταξύ απόλυτου σεβασμού της εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας και εξαιρέσεων που θα πρέπει να οριστούν στη βάση του διεθνούς δικαίου και του διακρατικού πολιτικού πολιτισμού δεν υπάρχουν «ενδιάμεσες» αποχρώσεις. Ουσιαστικά, η μόνη νοητή εξαίρεση θα μπορούσε να είναι ο προσδιορισμός στο πλαίσιο των διεθνών θεσμών των περιστάσεων και προϋποθέσεων δράσης των οργάνων συλλογικής ασφάλειας στις περιπτώσεις φαινομένων όπως η γενοκτονία ή συγκεκριμένων διακρατικών γεγονότων που βάσιμα αποτελούν «κίνδυνο για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια». Για να σταθούμε λίγο ακόμη σ’ αυτό το καίριο και επίκαιρο ζήτημα που ήδη θίξαμε πιο μπροστά, ο λόγος που η «εξαίρεση λόγω έκτακτης ανάγκης»[31] δυστοκεί οφείλεται όχι σε κάποιους γενικούς και αόριστους λόγους αλλά σε συγκεκριμένα και ορατά αίτια: Μεταξύ άλλων: 1) Την διασπορά των όπλων μαζικής καταστροφής (της οποίας είναι πρώτιστοι και κύριοι δράστες είναι τα ηγεμονικά κράτη[32]). 2) Η άνιση ανάπτυξη (στην οποία κατά κύριο λόγο οφείλεται η ισχύς των ηγεμονικών κρατών λόγω καταχρηστικής εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πόρων των λιγότερο ισχυρών κρατών). Και 3) οι ιμπεριαλιστικές στρατηγικές των μεγάλων δυνάμεων (που δημιουργούν ένα σύστημα αθέμιτων ελέγχων και εκμεταλλεύσεων παραγωγικών πόρων εκτός της επικράτειάς τους αλλά και που τελικά οδηγούν σε διαρκείς ηγεμονικούς ανταγωνισμούς και συγκρούσεις που αποσταθεροποιούν διαρκώς την διακρατική τάξη). Τέλος, όπως γίνεται σαφές από την θέση των ΗΠΑ και μερικών άλλων κρατών όσον αφορά το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, τα ισχυρά κράτη που λειτουργούν και δρουν με αυτό τον τρόπο δεν είναι πρόθυμα να αναλάβουν και να τηρήσουν τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν επιφυλάσσοντας στους εαυτούς τους εξαίρεση εξαιρέσεων από τις δεσμεύσεις.

            Για να είμαστε πιο ακριβείς, η εμπειρία του μεταπολέμου δείχνει ότι η αξίωση είναι να καταστεί κανόνας η εξαίρεση στην βάση αυθαίρετων ηγεμονικών κριτηρίων και όχι να δεσμευτούν τα ισχυρότερα κράτη στον σεβασμό του διεθνούς δικαίου ή στην αντιμετώπιση των αιτιών που εμποδίζουν την εφαρμογή του[33].    

 

Υποστηρίζουμε ότι τα πιο πάνω αίτια στα οποία οφείλεται η αδυναμία των διεθνών θεσμών να ορίσουν εξαιρέσεις έκτακτης ανάγκης είναι και το κύριο γνωστικό πεδίο των νομικών διεθνολόγων αν πρόκειται να λυτρωθούν από τον άγονο και τον αποπροσανατολιστικό νομικισμό που συχνά τους κατατρύχει. Ενασχόλησή τους σ’ αυτό το γόνιμο γνωστικό πεδίο όχι μόνο θα είχε από καιρό καταστήσει την διεθνονομική επιστήμη πιο ορθολογιστική αλλά επιπλέον θα είχε ενοποιήσει το διεθνολογικό επιστητό. Αντί αυτού, όμως παρατηρείται αναρχία μελετών και θεωρήσεων με αποτέλεσμα το κύριο γνώρισμα των διεθνολογικών αναλύσεων να είναι η έκφραση αφελών ευσεβών πόθων[34], ιδεολογικοπολιτικών εκλογικεύσεων εξυπηρετικών των ηγεμονικών στρατηγικών και νομικίστικων θεωρήσεων –όπως η υποστήριξη του παράνομων ad hoc δικαστηρίων– που υπονομεύουν το διεθνές δίκαιο, τους διεθνείς θεσμούς και τις εν γένει κατακτήσεις πολιτικού πολιτισμού των διακρατικών σχέσεων. Αναμφίβολα, τόσο για τους νομικούς διεθνολόγους όσο και για τους διεθνολόγους των πολιτικών όψεων των διεθνών θεσμών ισχύει ότι ποτέ δεν θα αποκολληθούν από την απλή και συχνά αποσπασματική περιγραφή ποικίλων πτυχών της διεθνούς τάξης αν δεν εμπλουτίσουν τα κείμενά τους με θεωρήσεις φιλοσοφίας του δικαίου των διεθνών σχέσεων, πολιτικής φιλοσοφίας των διεθνών σχέσεων και της αξιολογικά ελεύθερης περιγραφικής θεωρίας διεθνών σχέσεων. Είναι δυνατό να υπάρξει δίκαιο χωρίς κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένους σκοπούς και χωρίς κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένες φιλοσοφικές οροθετήσεις; Αν όχι, τότε πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι οι κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένοι σκοποί στο διακρατικό σύστημα αφορούν διακόσια περίπου κυρίαρχα κράτη-μέλη και ότι η ηθική, το δίκαιο και η δικαιοσύνη είναι οροθετημένη και οριοθετημένη από την πολλαπλότητα και ετερότητα των εθνικών κρατικών κοσμοθεωριών και των συναρτημένων με αυτές τις κοσμοθεωρίες ηθικοκανονιστικών δομών.

            Το στοίχημα των διεθνών σχέσεων συνίσταται στην εξέταση της διεθνούς τάξης και της διεθνούς δικαιοσύνης υπό το πρίσμα αυτού ακριβώς του γεγονότος καθώς και του γεγονότος ότι, όπως προαναφέρθηκε, το ηθικό, πολιτικό και νομικό κεκτημένο των διεθνών σχέσεων είναι η οικουμενική αναγνώριση της κυριαρχίας-ανεξαρτησίας ως του ισοδύναμου της ελευθερίας στις ενδοκρατικές σχέσεις.

 

  1. Σχοινοβασία μεταξύ δικαίου των κρατών και πλανητικού δικαίου και η έννοια της πολιτικής

 Εξ αντικειμένου, το διεθνές δίκαιο είναι σε μεγάλο βαθμό, όπως υποστήριζε ο Oppenheim, «δίκαιο μεταξύ των κρατών»[35]. Εν τούτοις, είναι αληθές ότι διεθνείς κοινωνικοί δρώντες, συμπεριλαμβανομένων ΜΚΟ και των μελών της κοινότητας των νομικών διεθνολόγων, ωθούν σε εμβάθυνση και επέκταση των διεθνών θεσμών, των διεθνών ρυθμίσεων και των μεθόδων επίλυσης διαφορών και διαπραγματεύσεων. Αυτές οι δραστηριότητες, όμως, ανεξαρτήτως βαθμού ανάπτυξης και επέκτασης αντιμετωπίζουν μια οροφή και ένα αδιέξοδο που περιορίζει τα αποτελέσματα, τα συστέλλει και συχνά τα εξαφανίζει. 

            Κατά πρώτον, η οροφή, που ορίζεται από την βούληση των κρατών, τα μόνα που είναι προικισμένα με συγκροτημένες νομιμοποιητικές κοινωνικοπολιτικές διαδικασίες. Όταν μάλιστα πρόκειται για ρυθμίσεις που αφορούν ισχυρά κράτη, το σύνηθες φαινόμενο με ύστατο σημαντικό παράδειγμα το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο τα ηγεμονικά κράτη επιχειρούν να προσαρμόσουν τους διεθνείς θεσμούς στους σκοπούς που εξυπηρετούν οι εθνικές τους στρατηγικές. Σε ακόμη πιο ακραίες περιστάσεις –όπως καταδείχθηκε λίγο πριν και λίγο μετά την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003, όταν οι ΗΠΑ φλέρταραν με την ιδέα την κατάργησης ή της επιδίωξης ριζικής μεταλλαγής του ΟΗΕ– οι μεγάλες δυνάμεις είτε καταστρατηγούν ολοκληρωτικά τις διεθνείς ρυθμίσεις είτε τις προσαρμόζουν στην βούλησή τους.

            Κατά δεύτερον, το αδιέξοδο εμφανίζεται όταν οι διεθνείς ρυθμίσεις εξωθούνται προς την κατεύθυνση υπερεθνικών αρμοδιοτήτων. Εμπειρικά επαληθεύεται, ενδεχομένως με πρώτιστο και μέγιστο παράδειγμα την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι όσο αυξάνουν οι ρυθμίσεις με τρόπο που η εθελούσια μετάθεση κυριαρχίας αφενός δεν είναι αμιγώς εθελούσια και αφετέρου δεν εντάσσεται στο πλαίσιο ομόφωνων διακυβερνητικών αποφάσεων, αναπτύσσονται δίκτυα πιέσεων, καταναγκασμών και εξαναγκασμών που υπονομεύουν τον κοινωνικοπολιτικό ορθολογισμό, την λαϊκή κυριαρχία και τις ίδιες τις υπερεθνικές ρυθμίσεις[36].

            Ο λόγος είναι απλός και διυποκειμενικά πασίδηλος: Η διεθνική ή η υπερεθνική ανάπτυξη διανεμητικών εξουσιών καθίσταται τόσο περισσότερο αναποτελεσματική, αυθαίρετη και δυναστική όσο περισσότερο στερείται κοσμοθεωρητικών θεμελίων, κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένων ηθικών κριτηρίων, επαρκών κοινωνικοπολιτικών ελέγχων και δικαιακών θεμελίων.

            Στο πλαίσιο της ίδιας προβληματικής εντάσσω και τις ρυθμίσεις οι οποίες, σύμφωνα με τον Richard Falk, αναπτύσσονται πέραν της συγκατάθεσης (consensus) με συναίνεση (consensus). Συναίνεση, εξάλλου, είναι ο κύριος τρόπος λήψης αποφάσεων στην ΕΕ. Σε όλες τις περιπτώσεις δημιουργίας ρυθμίσεων εξουσιαστικών προεκτάσεων διανεμητικού χαρακτήρα, εν τούτοις, όπως ήδη τονίστηκε, δεν είναι ζήτημα βαθμίδας αλλά ζήτημα αρχής. Τα λιγότερο ισχυρά κράτη φοβούνται την εξαπάτηση και την διάβρωση των οικείων συστημάτων διανεμητικής δικαιοσύνης και τα ισχυρότερα κράτη αρνούνται να τα αποδεχθούν όταν περιορίζουν τις ευκαιρίες αυθαίρετης διεθνούς δράσης. Για όλους, εξάλλου, τα προϊόντα της συναίνεσης είναι αποδεκτά μόνο ενόσω δεν αγγίζουν βαθύτερες αξίες και μεγάλα συμφέροντα των κυρίαρχων κοινωνιών.

            Ιδεατά, η λύση θα ήταν να μην υπήρχαν αίτια πολέμου, οι διεθνείς συναλλαγές να διέπονταν αυστηρά από το πνεύμα και γράμμα των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου και το Διεθνές Δικαστήριο ή άλλοι ανάλογοι διεθνείς θεσμοί να λειτουργούσαν στην βάση της συγκατάθεσης νομιμοποιημένων κυβερνήσεων και όχι μιας ρευστής, αστάθμητης και εν πολλοίς απροσδιόριστης κοσμοπολίτικης συναίνεσης. Το κεντρικό ερώτημα, όπως ορθότατα επισήμανε ο Hedley Bull, δεν είναι κατά πόσο αναπτύσσεται μια «αυξημένη κεντρική καθοδήγηση» (increased central guidance) όπως υποστηρίζει ο Richard Falk, αλλά κατά πόσον υπάρχουν ορισμένες πραγματικότητες που παραμένουν. Αρκετά χρόνια μετά το γράψιμο του μνημειώδους έργου του Hedley Bull το ζήτημα τίθεται με ακριβώς τον ίδιο αν όχι οξύτερο τρόπο.

            Προσθέτω ότι υπάρχουν μερικά ακόμη κεντρικά ερωτήματα που αφορούν την εξέλιξη μιας συναίνεσης σ’ ένα αδύναμο ή ανύπαρκτο κοινωνικοπολιτικό χώρο αναφοράς, δηλαδή τον διακρατικό χώρο από τον οποίο απουσιάζει παγκόσμια κοινωνία και κοινωνικοπολιτικοί έλεγχοι. Όσο εντείνονται οι ηγεμονικές αξιώσεις αυξημένης κεντρικής καθοδήγησης τόσο περισσότερο καθίσταται επιτακτικό να απαντηθεί το κλασικό ερώτημα των διεθνών σχέσεων, δηλαδή, 1ον) κατά πόσο οδηγούμαστε σ’ ένα εναλλακτικό σύστημα που θα αντικαταστήσει το νεοτερικό εθνικό-κρατικό σύστημα, 2ον) κατά πόσο αυτή η συναίνεση θα εξωθεί το εκκρεμές του διεθνούς συστήματος σε παρωχημένους δυναστικούς ηγεμονικούς προσανατολισμούς και 3ον) κατά πόσο τέτοιοι προσανατολισμοί αντιμετωπίζουν ή οξύνουν το κυριότερο αίτιο πολέμου που είναι η άνιση ανάπτυξη και οι απορρέουσες κατεξουσιαστικές ηγεμονικές στάσεις.

            Ποιες για παράδειγμα είναι οι συνέπειες της συναίνεσης και/ή συγκατάθεσης στους διεθνούς θεσμούς που οδήγησαν σε κυριολεκτικά ανεξέλεγκτες μονομερείς αμερικανικές επεμβάσεις διανεμητικού χαρακτήρα στο Κόσσοβο, στο Αφχανιστάν και στο Ιράκ; Αν  κρίνουμε από τις κρίσεις της μεταψυχροπολεμικής εποχής και ιδιαίτερα στο Κόσσοβο και στο Ιράκ, θα διαπιστώσουμε ότι όντως είδαμε να οικοδομείται μια κεντρικά καθοδηγούμενη συναίνεση σε ένα μεγάλο φάσμα των πολιτικών ηγεσιών και της κοινής γνώμης, προς κατευθύνσεις όμως που αντιστρέφουν θεμελιώδεις κατακτήσεις του πολιτικού πολιτισμού των διεθνών σχέσεων.

            Η οικοδόμηση συναίνεσης στις διεθνείς σχέσεις απαιτείται να διασφαλίζει ότι δεν οδηγεί σε συναίνεση ή ανοχή υπέρ κατεξουσιαστικών δράσεων αναδιανεμητικών συνεπειών οι οποίες όχι μόνο δεν αντιμετωπίζουν τα αίτια πολέμου αλλά επιπλέον τα αυξάνουν και τα βαθαίνουν. Αυτό όμως είναι και το κεντρικό ζήτημα των διεθνών σχέσεων που δεν έχει απαντηθεί και αμφιβάλλω αν θα απαντηθεί πριν την εξάλειψη των αιτιών πολέμου. Γι’ αυτό, προτιμάται η συναίνεση που στηρίζεται στην ομοφωνία και στην αυστηρή τήρηση των θεμελιωδών προνοιών των διεθνών θεσμών.   

 

Ασφαλώς όλα αυτά τα προβλήματα θα αποφεύγονταν αν τα κράτη ανεξαρτήτως μεγέθους, ισχύος και αναπτύξεως δέχονταν την ευθύγραμμη εφαρμογή του πνεύματος και του γράμματος των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου, δηλαδή την διακρατική ισοτιμία, την μη επέμβαση και το δικαίωμα της εσωτερικής αυτοδιάθεσης. Σ’ αυτή την περίπτωση η κεντρική καθοδήγηση θα ήταν κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένη από την κοινότητα των κρατών υπό συνθήκες διακρατικής ηρεμίας, συγκαταβατικότητας και ενδεχομένως αλτρουισμού. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο θα αναπτύσσονταν ισόρροπες συναλλαγές, θα είχαμε απρόσκοπτη ειρηνική επίλυση των διαφορών στην βάση αποφάσεων το Διεθνούς Δικαστηρίου που θα ερμήνευαν τις πρόνοιες των Συνθηκών σε περίπτωση διαφορών και τα κράτη δεν θα λάμβαναν υπόψη παράγοντες όπως το σχετικό κέρδος και την άνιση ανάπτυξη.

             Όμως η αμείλικτη πραγματικότητα μπροστά στην οποία κανείς δεν μπορεί να κλείσει τα μάτια είναι ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει ή δεν συμβαίνει σε βαθμό που θα δημιουργούσε ένα ειρηνικό και ειρηνικά συναλλασσόμενο κόσμο.

            Όσον αφορά τον επιστήμονα διεθνολόγο, υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ της ορθολογιστικής περιγραφής και ερμηνείας αυτών των φαινομένων και της ιεραποστολικής προσπάθειας προώθησης μεταφυσικά προσδιορισμένων κριτηρίων οικουμενικής ηθικής που μόνο αν υπήρχε μια παγκόσμια κοινωνία θα μπορούσε να ορίσει. Αν και δεν υποτιμούμε τον παρεμβατικό ρόλο του διεθνολόγου και του νομικού διεθνολόγου στην δημιουργία κοινής και παγκόσμιας γνώμης, τα ερωτήματα που τίθενται είναι δύο:

            Πρώτον, κατά πόσο τα κριτήρια του επιστήμονα είναι μεταφυσικά προσδιορισμένα, με τρόπο μάλιστα που παραβλέπουν, παρακάμπτουν ή και σκόπιμα παραπλανούν τα μέλη της κοινωνίας .

            Δεύτερον, κατά πόσον, λόγω του διεθνικού χαρακτήρα της επιστημονικής ιδιότητας, κατά πόσον η επιστήμη καθίσταται μεταμφίεση κατεξουσιαστικών αξιώσεων των εκάστοτε ισχυρών κρατών που διαθέτουν ισχυρούς θεσμούς, ινστιτούτα παραγωγής προτάσεων πολιτικής, ισχυρά ερείσματα στα μέσα ενημέρωσης και άφθονους πόρους χρηματοδότησης ερευνών που θα μπορούσαν να είναι κατευθυνόμενες. Γράφοντας αυτά, έχω στο μυαλό το εκπληκτικό φαινόμενο Σόρος πάνω στο οποίο όσοι ακαδημαϊκοί θέλουν την επιστήμη τους αδιάφθορη θα πρέπει να ενσκήψουν με προσοχή.

            Ας διακρίνουμε λοιπόν μεταξύ διεθνών θεσμών που στην βάση διακρατικής συμφωνίας όπως το ΔΠΔ ή η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καθιστούν άτομα ή φορείς υποκείμενα του διεθνούς δικαίου και εξομοιωτικών διεθνιστικών ή κοσμοπολίτικων ιδεών για παγκόσμιους θεσμούς εκτεταμένων διανεμητικών εξουσιών που θα στερούνται εν τούτοις ενός νομιμοποιητικού κοινωνικοπολιτικού συστήματος. Τα τελευταία μόνο εξαναγκαστικά και κατεξουσιαστικά μπορούν να είναι και αυτός είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο οι λαοί επαναστάτησαν αξιώνοντας ανεξαρτησία, καταργώντας τις πολυεθνικές ηγεμονίες και ιδρύοντας τα δικά τους καταρχήν συλλογικά ελεύθερα κράτη.

 

Το υπέρτατο στάδιο του πολιτικού ανορθολογισμού, βεβαίως, είναι οι ιδέες για μια κοινωνικά και κοινωνικοπολιτικά απροσδιόριστη δημιουργία διεθνικής διανεμητικής δικαιοσύνης μέσα από τις δράσεις κοινωνικοπολιτικά και κοινωνικά ανέντακτων ΜΚΟ. Για όσους φλερτάρουν με τέτοιες ιδέες, και στον χώρο των λεγόμενων διεθνολόγων είναι πολλοί, δεν έχουν παρά να μελετήσουν το φαινόμενο Σόρος ή την δράση πολυεθνικών εταιρειών στο παρελθόν και στο παρόν σε περιοχές όπως η Λατινική Αμερική.

            Οι ιδέες που συνηγορούν με την ανάπτυξη κοινωνικοπολιτικά ανεξέλεγκτων διεθνικών δομών διανεμητικού χαρακτήρα, ισοδυναμούν, ακριβώς, με πρόταση κατάργησης του Πολιτικού γεγονότος όπως είναι κλασικά και οικουμενικά νοηματοδοτημένο. Ανεξαρτήτως του κατά πόσον αναφερόμαστε στο ενδοκρατικό ή στο διακρατικό επίπεδο, τα πολιτικά φαινόμενα είναι συναρτημένα με ανθρώπινες διαδράσεις που αφορούν μια πολιτικά οργανωμένη συλλογική οντότητα και γι’ αυτό το Πολιτικό γεγονός είναι κοινωνικοπολιτικά ενταγμένο. Πολιτικά φαινόμενα χωρίς κοινωνική αναφορά αποτελούσαν και θα συνεχίσουν να αποτελούν πολιτική ανωμαλία και πηγή πολιτικού ανορθολογισμού.

 

Πίνακας  2

 

ΗΘΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΠΕΡΙ ΤΑ ΔΙΕΘΝΗ – ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΚΡΑΤΟΣ ΩΣ ΘΕΣΜΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

3000 π.Χ. – 1648 μ.Χ.

Þ

ΥΠΑΡΚΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ

Þ

 

Φάση αυτοκρατορικών αξιώσεων: Διαρκής διαπάλη μεταξύ των αυτοκρατορικών αξιώσεων και των αξιώσεων συλλογικής ελευθερίας-πολιτικής κυριαρχίας

Ü

ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΑΞΙΩΣΕΙΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

Ü

 

¯

1648 μ.Χ. – 19ο και 20ο αιώνα: Σύστημα ισορροπίας δυνάμεων και ανάδειξη του έθνους-κράτους και των διεθνών θεσμών-ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

1.       Έλεγχος των αυτοκρατορικών αξιώσεων και τελικά συντριβή τους τον 20ο αιώνα.

2.       Αγώνες συλλογικής ελευθερίας-πολιτικής κυριαρχίας και σταδιακή των πολιτειακών δομών στην Υπαρκτική κοινωνική ετερότητα του πλανήτη

3.       Οι αξιώσεις συλλογικής ελευθερίας γεννούν εθνικές-κρατικές κοσμοθεωρίες, τα υποκείμενα ανθρωπολογικά συστήματα και τα διαρκώς εξελισσόμενα ηθικοκανονιστικά τους εποικοδομήματα.

4.       Ανάδειξη των εθνικών-κρατικών ηθικοκανονιστικών δομών ως θεσμών συλλογικής ελευθερίας των μη ηγεμονικών κρατών.

5.       Ανάδειξη των αντιηγεμονικού χαρακτήρα θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου: Μη επέμβαση, διακρατική ισοτιμία, εσωτερική αυτοδιάθεση. Ανάδειξη των θεσμών συλλογικής ασφάλειας.

6.       Καθεστώς διεθνών σχέσεων ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ: α) Εθνική-κρατική κυριαρχία, β) αρχές του διεθνούς δικαίου, γ) συλλογική ασφάλεια, δ) συνεχιζόμενη προσπάθεια κοινών εσωτερικών δικαιακών κανόνων στους τομείς των εγκλημάτων πολέμου, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ποινικής δικαιοσύνης.

 

¯

ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΠΟΛΕΜΟΥ ΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΛΛΟΜΕΝΕΣ ΜΕΤΑΒΛΗΤΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ-ΕΙΡΗΝΗΣ

Þ

Εφαρμογή των αρχών του διεθνούς δικαίου και τήρηση της διεθνούς νομιμότητας

Þ

Û

1. Άνιση ανάπτυξη σ’ όλες τις πιιθανές εκδοχές: οικονομικές, στρατιωτικές, ιδεολογικές, εδαφικές, πλουτοπαραγωγικές, τεχνολογικές, διακρατικές, διαπεριφερειακές.

2. Άνιση κατανομή ισχύος σε συνδυασμό με άνιση ανάπτυξη προκαλούν ηγεμονικές αξιώσεις, ηγεμονικούς ανταγωνισμούς, αξιώσεις παράνομων διεθνών αλλαγών, διλήμματα ασφαλείας, πόλεμο.

3. «Κατάλοιπα» διενέξεων της φάσης του εθνικού-κρατικού γίγνεσθαι.

4. Επαναστατικές αξιώσεις: Εξομοιωτικοί διεθνισμοί, κοσμοπολιτισμοί, ηγεμονισμοί που αντιβαίνουν στο οντολογικά θεμελιωμένο (στις αξιώσεις συλλογικής ελευθερίας) καθεστώς των διεθνών σχέσεων και που προκαλούν διακρατικό ανορθολογισμό

6. Αναθεωρητικές συμπεριφορές: μη αποδοχή προσφυγής στους αρμόδιους διεθνείς θεσμούς για την ερμηνεία των Συνθηκών εάν και όταν εκατέρωθεν υπάρχει αξίωση διεθνών αλλαγών.

7. Ανεξέλεγκτα διεθνικά φαινόμενα: τρομοκρατία, αναρχικές-ανατρεπτικές ιδέες, λαθρομετανάστες, εγκληματίες, ΜΚΟ, κ.ά.

 

Ü

Ειρήνη και σταθερότητα, αποτελεσματικοί διεθνείς θεσμοί διακρατικής τάξης και εφαρμογή των διεθνών συμβατικών δεσμεύσεων περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην εσωτερική δικαιοταξία

Ü

 

Πηγή: Π. Ήφαιστος, Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Διαδρομή, αντικείμενο, περιεχόμενο και γνωσιολογικό υπόβαθρο (Εκδ. Ποιότητα, Αθήνα 2004) σ. 114.

 


 

[1] Adam Watson, Η εξέλιξη της διεθνούς κοινωνίας, Μια συγκριτική και ιστορική ανάλυση (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2006), σ. 40

[2] Στέκομαι στο αμείλικτο πόρισμα του Robert Gilpin ο οποίος επαληθεύοντας πραγματολογικά στην ιστορική διαχρονία τις θεμελιώδεις και παραδειγματικές διαπιστώσεις του Θουκυδίδη σημειώνει ότι: «Ο τερματισμός ενός ηγεμονικού πολέμου είναι η απαρχή ενός ακόμη κύκλου μεγέθυνσης-ανάπτυξης, επέκτασης και τελικής παρακμής. Ο νόμος της άνισης ανάπτυξης συνεχίζει να ανακατανέμει την ισχύ υπονομεύοντας έτσι το status quo που εγκαθιδρύθηκε από τον τελευταίο ηγεμονικό αγώνα. Η ανισορροπία αντικαθιστά την ισορροπία και ο κόσμος κινείται προς ένα νέο γύρο ηγεμονικής σύγκρουσης. Πάντα ήταν και πάντα θα είναι έτσι, μέχρις ότου οι άνθρωποι είτε καταστραφούν είτε μάθουν να αναπτύσσουν ένα αποτελεσματικό μηχανισμό ειρηνικής αλλαγής», Robert Gilpin, Πόλεμος και αλλαγή στην διεθνή πολιτική (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2005) σ. 351

[3] Edward H. Carr, Η εικοσαετής κρίση, εισαγωγή στην μελέτη των διεθνών σχέσεων (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2001), σ. 127.

[4] Ό.π.

[5] Ο επαναστατισμός εδώ χρησιμοποιείται σύμφωνα με τους ορισμούς του Martin Wight, Η διεθνής θεωρία, τα τρία ρεύματα σκέψης (Εκδόσεις Ποιότητα, 1998). Σημαίνει, βασικά, τις αξιώσεις που παραβλέποντας ή παρακάμπτοντας την κοινωνικοπολιτική δομή του διεθνούς συστήματος αξιώνεται η εξομοίωση. Οι αξιώσεις διεθνιστικής ή κοσμοπολίτικής εξομοίωσης αν και πολύχρωμες και ποικίλων βαθμίδων ίσαμε τις ακραίες συνέπειές τους ενέχουν τις ίδιες συνέπειες, δηλαδή, οδηγούν σε βίαιες και συχνά γενοκτονικές προσπάθειες πολιτικής και κοινωνικής ισοπέδωσης. Τα ιστορικά παραδείγματα είναι αναρίθμητα.

[6] Σε άλλη περίπτωση έχουμε αναλύσει σε έκταση το ζήτημα του ρόλου της κυριαρχίας. Κυρίως ασκήσαμε κριτική στον παραλογισμό που θέλει την κυριαρχία να «εξανεμίζεται» ενώ στον πραγματικό κόσμο συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Τέτοιοι παραλογισμοί, αν δεν οφείλονται σε φασιστικής έμπνευσης εξομοιωτικά διεθνιστικά-κοσμοπολίτικα σύνδρομα έχουν ως αίτιο την θεωρητική ανεπάρκεια. Αδυνατούν να κατανοήσουν, οι δυστυχείς φορείς τέτοιων παραλογισμών ότι είναι ένα πράγμα η μορφή του διεθνούς συστήματος της οποίας κύριο γνώρισμα είναι το φαινόμενο της πολιτικής κυριαρχία και άλλο το γεγονός ότι υπάρχουν ισχυρές και αδύναμες κρατικές κυριαρχίες, καθώς επίσης και το γεγονός ότι τα αίτια πολέμου καθιστούν τις λιγότερο ισχυρές κρατικές κυριαρχίες εύκολη λεία στα ηγεμονικά συμφέροντα. Κάποιος θα πρέπει να μην λησμονεί, επίσης, ότι το πιο σύνηθες φαινόμενο είναι η στράτευση διανοουμένων στα λιγότερο ισχυρά κράτη για να πείθουν τους ευκολόπιστους πως το έθνος-κράτος είναι δήθεν αναλώσιμο στον βωμό διεθνιστικών-κοσμοπολίτικων ιδεωδών (τα οποία, δήθεν ιδεώδη, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μόνο προσωπείο φασιστοειδών αξιώσεων εις βάρος της συλλογικής ελευθερίας των κυρίαρχων κρατών). Κανείς, νομίζουμε, πρέπει να διακρίνει αυτές τις αστείες και οπωσδήποτε επιστημονικά ανεπαρκείς αφέλειες από την επιστημονική ανάλυση που προσδιορίζει με ακρίβεια και αξιολογική ελευθερία τόσο την πραγματική δομή του διεθνούς συστήματος όσο και τα αίτια πολέμου στα οποία ευθύνονται οι δυσλειτουργίες του.     

[7] Για τις ιστορικές περιπτωσιολογικές αναφορές αυτής της θέσης και για παραπομπές σε δευτερογενείς και πρωτογενείς πηγές βλ. Ήφαιστος Π., Οι Διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ιδ. κεφ. 3.

[8] Για να είναι η σοβαρή η συζήτηση περί τα ζητήματα αυτά απαιτείται κάποιος, στην περίπτωση για παράδειγμα της επέμβασης των ΗΠΑ στο Ιράκ του 2003, να διακρίνει μεταξύ α) κρατών που σιώπησαν με διακηρυγμένο σκοπό να μην αντιπαρατεθούν στην ηγεμονεύουσα δύναμη ούτως ώστε να διαφυλάξουν, έτσι, την κρατική τους ασφάλεια από κινδύνους, β) κρατών που συμμετείχαν όπως η Ισπανία ή η Πολωνία για να ενισχύσουν τον διεθνή τους ρόλο ή να συμμετάσχουν στο ηγεμονικό πλιάτσικο, και γ) κρατών που επαγγέλθηκαν τον επιτήδειο ουδέτερο ενώ στα μυστικά κουτιά της διπλωματίας γίνονταν πελατειακές διαπραγματεύσεις. Σε καμιά από αυτές ή τις περιπτώσεις στάσεων και συμπεριφορών ή κάποια άλλη παραπλήσιά τους η όποια συναίνεση για διεθνή δράση δεν οφειλόταν σε κάποιου είδους «διεθνή κοινωνία» που ορίζει την ηθική βάση και τις πρακτικές μεθοδεύσεις διεθνούς διανεμητικής δικαιοσύνης.

[9] Θουκυδίδης, Πελοποννησιακός Πόλεμος  V97.

[10] Ιδιαίτερα σε μια εποχή ραγδαίας τεχνολογικής εξέλιξης ακόμη και ένα πολύ ισχυρό κράτος δυνατό να καταστεί τρωτό σε συντελεστές ισχύος διεθνικών δρώντων ή λιγότερο ισχυρών κρατών που διαθέτουν τεχνολογικές δυνατότητες. Η τρομοκρατία είναι μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση διεθνικών δρώντων ενώ η πυρηνική ισχύς είναι αναμφίβολα σημαντικός στρατιωτικός εξισωτής ισχύος που θα επηρεάσει τις διακρατικές σχέσεις μελλοντικά. Η δυνατότητα σμίκρυνσης των πυρηνικών οπλικών συστημάτων μελλοντικά, επιπλέον, δυνατό να καταστεί το μεγαλύτερο πρόβλημα της ανθρωπότητας αν οι διακρατικοί και ενδοκρατικοί κυριαρχικοί έλεγχοι αδυνατούν να ελέγξουν διεθνούς φορείς πυρηνικής ισχύος.   

[11] Στο σημείο αυτό κάποιος πρέπει να διακρίνει μεταξύ της συλλογικής ελευθερίας ως ασυμβίβαστης και οντολογικά θεμελιωμένης αξίωσης της ανθρώπινης ύπαρξης και των πολιτικών εκλογικεύσεων ηττημένων και παρακμασμένων κοινωνιών που είτε λόγω αδυναμίας είτε λόγω συλλογικής ηθικής εξαθλίωσης συμβιβάζονται επί ζητημάτων συλλογικής ελευθερίας. Για παράδειγμα, μετά τη ήττα το 1945, η Γερμανία υπέστη τις συνέπειες της ηγεμονικής της πολιτικής. Εν τούτοις, οι περισσότεροι γερμανοί ποτέ δεν εκλογίκευσαν την παντοτινή υπονόμευση της ελευθερίας των «ανατολικογερμανών» ως αναγκαιότητα. Αυτό κατοπτρίζεται σε κάθε πτυχή της γερμανικής διπλωματίας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και καταγράφεται στις εσωτερικές συζητήσεις (βλ. Ήφαιστος 1999, ιδ. κεφ. 5). Οι έλληνες αντίστοιχα, την δεκαετία του 1940 και 1950 θεωρούσαν την ελλαδική συλλογική ελευθερία συνώνυμη της συλλογικής ελευθερίας των κυπρίων. Αντίστροφα, το 2002-3 όταν υποβλήθηκαν οι προτάσεις Αναν που αναιρούσαν καθολικά την κυπριακή λαϊκή κυριαρχία και υποθήκευαν την εξωτερική κυριαρχία παντοτινά στην Τουρκία και στην Βρετανία, οι πλείστοι ελλαδίτες και μερικοί ηττοπαθείς κύπριοι εκλογίκευσαν την παντοτινή καταστολή της ελευθερίας ενός μέρους του κοινωνικού του σώματος ως «αναγκαιότητα» (Βλ. για χαρακτηριστικό παράδειγμα Στέλιος Ράμφος, Το ουσιώδες κερδίζεται με απώλεια, «Καθημερινή», 8.12.2002). Η εκλογίκευση του περιορισμού της ελευθερίας ως μόνιμη αναγκαιότητα είναι αφενός μια απόχρωση ανελεύθερων εκλογικεύσεων και αφετέρου ένδειξη παρακμής και στοχαστικής εξαθλίωσης των μελών μιας κοινωνίας. Το πιο γνωστό μη στρατιωτικό εργαλείο αποδυνάμωσης των κοινωνιών είναι τα διεθνιστικά και κοσμοπολίτικα ιδεολογήματα και θεωρήματα τα οποία ενώ δεν έχουν την παραμικρή επιστημονική υπόσταση (στον βαθμό που δεν υπάρχει τρόπος μη γενοκτονικής παγκόσμιας εξομοίωσης και δημιουργίας ενός παγκόσμιου συστήματος διανεμητικής δικαιοσύνης), τα οποία κατά καιρούς αποτελούν ισχυρό όπλο των εκάστοτε αναθεωρητικών δυνάμεων οι οποίες συνεχίζουν να επιδιώκουν ηγεμονική διείσδυση και εκμετάλλευση λιγότερο ισχυρών κοινωνιών. Αυτά είναι καθημερινά φαινόμενα στις διεθνείς σχέσεις και μέχρι ανεπίστροφης σταθεροποίησης του αριθμού και των συνόρων των εθνών-κρατών του πλανήτη (οπότε και θα υπάρχει πλέον δυνατότητα να εφαρμοστούν ευθύγραμμα οι αρχές του διεθνούς δικαίου) θα συνοδεύονται από συχνές συρρικνώσεις αδύναμων κοινωνιών ή ακόμη και από εξαφάνιση μερικών παντελώς αδύναμων και ετερογενών συλλογικών οντοτήτων. Περιττό να τονίσουμε, βεβαίως, ότι τα πλείστα κράτη έχουν σήμερα σταθεροποιήσει την συλλογική τους ελευθερία και κύριο μέλημά τους είναι διαρκής ενίσχυση της εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας που θα την διασφαλίσει και διαιωνίσει.        

[12] Νομική σχετικοποίηση είναι νοητή μόνο στο πλαίσιο διμερών και πολυμερών συμφωνιών των οποίων πάγια προσδοκία είναι το όφελος ή τουλάχιστον η ισορροπία οφέλους – κόστους των ενδιαφερομένων κυρίαρχων κοινωνιών. 

[13] Κατά πρώτον, η κυριαρχία ως πολιτική έννοια συναρτάται με την αξίωση συλλογικής ελευθερίας όπως την ορίσαμε ήδη και η εκπλήρωση της αποστολής της είναι η δυνατότητα των μελών της κοινωνίας να διαφυλάξουν τα δημόσια αγαθά που θεωρούν ως σημαντικά για την εκπλήρωση αυτής της συλλογικής ελευθερίας. Κατά δεύτερον, συναρτάται από την εξίσωση κόστους – οφέλους στις σχέσεις ισχύος με τον υπόλοιπο κόσμο και κυρίως από την ικανότητα να επιτυγχάνεται είτε ισορροπία είτε όφελος. Η δυνατότητα των κυρίαρχων κοινωνιών να διαφυλάξουν την ελευθερία και τα συμφέροντά τους με μέσο την εξωτερική και εσωτερική κυριαρχία δεν είναι πάντοτε δεδομένη.  

[14] Όταν συνάπτεται μια εμπορική συμφωνία η προσδοκία είναι ότι θα εξελιχτεί προς όφελος της χώρας. Στη συνέχεια οι επιδράσεις, όμως, εξαρτώνται από παράγοντες όπως η επίδοση των παραγωγικών τάξεων, η ευρωστία της εθνικής οικονομίας και οι δεξιότητες των εθνικών αντιπροσώπων στις διακρατικές συναλλαγές.

[15] Ασφαλώς θα ήταν λάθος να ταυτιστεί αυτή η θέση αρχής ως προσδοκία ιδεατών-ουτοπικών καταστάσεων. Ο διεθνολόγος καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο γνωρίζει –ή πρέπει να γνωρίζει– ότι, μεταξύ της ιδεατής εφαρμογής των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου και του πραγματικού κόσμου παρεμβάλλονται τα αίτια πολέμου (βλ. παρεμβαλλόμενο πίνακα πιο πάνω). Η θέση αρχής, εν τούτοις, αποτελεί αναγκαίο πλαίσιο προσανατολισμού της πολιτικής στη πράξη και σταθερό πλαίσιο ηθικής κρίσης περί την διεθνή πολιτική. Στο ίδιο πλαίσιο, αποτελεί μύθο ο ισχυρισμός πως τα λιγότερο ισχυρά κράτη δεν έχουν δήθεν την πολυτέλεια 1ον) να αρνούνται αθέμιτες και καταχρηστικές αξιώσεις, 2ον) να αρνούνται να συμμετέχουν σε ιμπεριαλιστικές εκστρατείες που υπονομεύουν το διεθνές δίκαιο και 3ον) να αρνούνται να νομιμοποιούν ηγεμονικές αξιώσεις στους διεθνείς θεσμούς. Είναι επίσης μύθος ότι κατευναστικές στάσεις απέναντι στις ηγεμονικές αξιώσεις δυνατό να έχουν μεγάλο κόστος. Για παράδειγμα, εάν τα ευρωπαϊκά κράτη αρνούνταν να συμπράξουν στις ηγεμονικές στρατηγικές των ΗΠΑ στα Βαλκάνια την δεκαετία του 1990 δυνατό να προκαλούσαν την οργή των αμερικανικών κυβερνήσεων αλλά θα είχαν ενδεχομένως αποτρέψει χειρότερες εξελίξεις όπως η επέμβαση στο Αφγανιστάν το 2002 και στο Ιράκ το 2003. Στην πρώτη περίπτωση δέχθηκαν να γίνει ο ΟΗΕ εργαλείο της αμερικανικής στρατηγικής ενώ θα μπορούσαν να είχαν επιμείνει να ενεργοποιηθεί σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη ενώ στην δεύτερη περίπτωση οι ανεξέλεγκτες πλέον ΗΠΑ κατάφεραν καίριο πλήγμα κατά των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου και κατά των θεσμών συλλογικής ασφάλειας. Το κόστος στο επίπεδο της Ευρώπης, επιπλέον, ήταν τεράστιο λόγο της εσωτερικής διαίρεσης της ΕΕ που προκάλεσε από τη μια πλευρά τη σύμπραξη πολλών κρατών με τις ΗΠΑ και από την άλλη πλευρά η αντίθεση που εκδηλώθηκε ποικιλοτρόπως.   

[16] Για μια περιπτωσιολογική μελέτη της επέμβασης των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003 υπό αυτό το πρίσμα βλ. Π. Ήφαιστος, Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο …, ό.π.

[17] Είναι αυτονόητο πως με τη θέση αυτή δεν θεωρούμε όλες τις έξωθεν επιρροές ανεπιθύμητες. Όπως εξηγήσαμε σε άλλη περίπτωση, ο συλλογικός βίος των κοινωνιών υπό συνθήκες ανεξαρτησίας-κυριαρχίας διαπλέκεται ποικιλοτρόπως με τις άλλες κοινωνίες. Για παράδειγμα, μεταξύ άλλων, αναπτύσσει αλληλεξαρτήσεις, εμπλουτίζει τον πολιτισμό της και την οικονομία της διαμέσου ποικίλων συναλλαγών, επιτρέπει εντός ορίων την μετανάστευση για να ενισχύσει την οικονομία ή ακόμη και για να διασφαλιστεί δημογραφικά και συμφωνεί με τα υπόλοιπα κράτη για την από κοινού ενσωμάτωση στην ενδοκρατική κανονιστική δομή δικαιακών διατάξεων οι οποίες είναι συμβατές με τις κατακτήσεις του ανθρώπινου πολιτισμού. Όμως είναι ένα πράγμα αυτές οι επιρροές απόρροια ισότιμων διακρατικών συναλλαγών και της σύναψης συμφωνιών σ’ αυτή τη βάση και άλλο πράγμα τα διεθνικά φαινόμενα –για παράδειγμα οι λαθρομετανάστες, οι τρομοκράτες, και άλλα εγκληματικά στοιχεία– που διαφεύγουν των ελέγχων της κυριαρχίας και που αναπόδραστα αποδυναμώνουν τόσο το ενδιαφερόμενο κράτος όσο και τον διακρατικό ορθολογισμό.

[18] Όπως αναφέρθηκε μόλις, είναι αυτονόητο και δεδομένο ότι στο πλαίσιο του συλλογικού βίου κάθε πολιτισμένης κοινωνίας και στο υπόβαθρο της κοινωνικά προσδιορισμένης ελευθερίας (η οποία επιπλέον είναι οροθετημένη από τις υποχρεώσεις του ατόμου απέναντι στο σύνολο) βρίσκονται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η εφαρμογή των τελευταίων και η συνάρτησή της με την ελευθερία, εν τούτοις, δεν γίνεται με τον ίδιο τρόπο σε όλα τα κράτη και αυτό δεν είναι τυχαίο. 

[19] Τα κείμενα του Χρήστου Γιανναρά τα οποία αναφέρω σε άλλο σημείο, είναι κορυφαίες αναλύσεις της διεθνούς βιβλιογραφίας ως προς αυτό τουλάχιστον το θέμα. Πιο συγκεκριμένα, συναρτούν την έννοια της ελευθερίας ως οντολογικό κατηγόρημα με τον κοινωνικά προσδιορισμένο συλλογικό βίο στο εσωτερικό μιας Πολιτείας και εξηγούν-ερμηνεύουν αριστουργηματικά τις διαφορές μεταξύ της κλασικής-αριστοτελικής αντίληψης των κοινωνικοπολιτικών σχέσεων και ορισμένων κυρίαρχων εταιρικών νεοτερικών αντιλήψεων.

[20] Σ’ αυτό το γεγονός οφείλονται, όπως είναι ευνόητο, οι διαφορετικές θέσεις περί «δημοκρατίας», «ελευθερίας» και «ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Όπως σε άλλη περίπτωση υποστηρίξαμε, μετά τον Εμμανουήλ Καντ μόνο ο John Rawls –στο Δίκαιο των λαών– προχώρησε σ’ ένα τουλάχιστον βήμα από τα πολλά που χρειάζονται να γίνουν για να συνδέσει την πολιτική φιλοσοφία περί το κράτος, το διεθνές σύστημα και την διανεμητική δικαιοσύνη με το γεγονός της ετερότητας των κοινωνιών, την αξίωση κυριαρχίας των κρατών και την αντιμετώπιση του φαινομένου του πολέμου και της ειρήνης. 

[21] Όπως με ευστοχία επισήμανε ο Martin Wight (Διεθνής Θεωρία), όσο λιγότερα είναι τα μέλη μιας κοινότητας τόσο δυσκολότερο είναι να εξειδικεύσεις κανόνες δικαίου που αποδίδουν δικαιοσύνη σε επιμέρους ανθρώπινες περιστάσεις.

[22] ‘Όπως τονίζεται σε άλλο σημείο, κάτι τέτοιο απαιτεί κοσμοθεωρητική ενότητα των ενδιαφερομένων ανθρώπων εδραιωμένη σε κοινή αξίωση ελευθερίας και σφυρηλάτηση νομιμοποιημένου συστήματος διανεμητικής δικαιοσύνης που συνοδεύεται από νομοθετικές και εκτελεστικές αρμοδιότητες.

[23] Στο σημείο αυτό, και για να γίνουν αντιληπτοί οι περιορισμοί των διεθνών κανονιστικών δομών, σημειώνουμε το γεγονός ότι το διεθνές δίκαιο δεν έχει κάτι να πει ως προς το κατά πόσο, πως και πότε θα μπορούσε μια μεγάλη κοινωνία (για παράδειγμα οι Κούρδοι ή οι Παλαιστίνιοι) «δικαιούνται» να είναι συλλογικά ελεύθεροι-κυρίαρχοι. Έτσι, βασικά περιορίζεται σε ζητήματα τάξης μεταξύ των ήδη κυρίαρχων κοινωνιών-κρατών.

[24] Κάποιος δεν έχει παρά να ελέγξει πόσες φορές υπήρξαν τέτοιοι έλεγχοι στις διακρατικές διενέξεις της μετά το 1945 περιόδου για να διαπιστώσει πότε και υπό ποιες συνθήκες υπήρξε κατασταλτικός έλεγχος των (διεθνών) υποχρεώσεων-δικαιωμάτων. Στις ενδοκρατικές σχέσεις κάθε βιώσιμης πολιτείας, όπως όλοι γνωρίζουμε, οι έλεγχοι, οι κυρώσεις και η απόδοση δικαιοσύνης όπως κατά περίπτωση ορίζεται από το ηθικοκανονιστικό σύστημα είναι καθημερινό φαινόμενο, πολλών επιπέδων, πολλών και λεπτών αποχρώσεων και υπό συνεχή μετεξέλιξη.

[25] Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο όσον αφορά τον ενδοκρατικό συλλογικό βίο.

[26] Έτσι, επί μισό περίπου αιώνα ο ΟΗΕ ως σύστημα συλλογικής ασφάλειας αδρανοποιήθηκε παντελώς ενώ κατά την μεταψυχροπολεμική εποχή υπονόμευσε την συλλογική ασφάλεια με το να μετατραπεί σε όργανο αυθαίρετων ηγεμονικών επεμβάσεων εάν και όταν τα μόνιμα μέλη συμφωνούσαν. Για το θέμα αυτό βλ. Ήφαιστος, Οι διεθνείς σχέσεις επιστημονικής μελέτης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ιδ. κεφ. 7 όπου και γίνονται περιπτωσιολογικές αναφορές σε σχέση με την επέμβαση στο Ιράκ το 2003.

[27] Περιττό να επαναλάβω αυτό που υποστήριξα σε έκσταση σε άλλη περίπτωση, ότι δηλαδή στην ούτως καλούμενη επιστημονική μελέτη των διεθνών σχέσεων επικρατεί απόλυτη αναρχία όρων και εννοιών όσον αφορά φράσεις όπως «διεθνής κοινότητα», «διεθνής κοινωνία», «παγκόσμια κοινωνία», «κοινωνία κρατών», «κοινότητα κρατών», «διεθνής δικαιοσύνη», «παγκόσμια δικαιοσύνη» και «συλλογική ασφάλεια» (βλ. περαιτέρω αναφορές στο ζήτημα αυτό πιο κάτω).

[28] Για την πιο εμπεριστατωμένη, τολμηρή και βάσιμη ανάλυση που αναλύει την «κοινωνία των λαών» βλ. Rawls J., Το δίκαιο των λαών (Ποιότητα, Αθήνα 2003). Οι θεωρήσεις του Hedley Bull (Άναρχη κοινωνία, Ποιότητα, Αθήνα 2000) είναι επίσης συναφείς με την παρούσα ανάλυση επειδή εντάσσει την έννοια της κοινότητας των κρατών στο γεγονός του άναρχου χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος και των αιτιών πολέμου. Εκτιμώ, όμως, ότι ο λόγος για τον οποίο ο Bull, όπως ο ίδιος εξηγεί, δεν προχώρησε στην εξέταση ζητημάτων φιλοσοφίας του δικαίου στις διεθνείς σχέσεις, οφείλεται στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα στον αγγλοαμερικανικό στοχαστικό χώρο όπου η συντριπτική πλειονότητα των νομικών διεθνολόγων και των διεθνολόγων των πολιτικών όψεων του διεθνούς συστήματος είναι σταθερά προσανατολισμένη προς την κατεύθυνση ηγεμονικών εξαιρέσεων στην εφαρμογή του διεθνούς δικαίου. 

[29] Διόλου τυχαίο είναι επίσης το γεγονός ότι ο John Rawls (Το Δίκαιο των Λαών) απορρίπτει χωρίς δεύτερη σκέψη κάθε κοσμοπολίτικη ιδέα ως βάση λειτουργίας μιας υποθετικής «Κοινωνίας των κρατών». Αν και το έξοχη ανάλυσή του δεν προχωρεί σε βάθος στην ανάλυση των διλημμάτων φιλοσοφίας του δικαίου που τίθενται λόγω διεθνούς αναρχίας, το επιστημονικό του ένστικτο και το επιστημονικό του ήθος δεν τον άφησαν να διολισθήσει σε μη αιτιολογημένες αξιώσεις υπέρβασης της κυριαρχίας των κρατών. Ακριβώς, όπως έχω υποστηρίξει σε άλλη περίπτωση, στο σύστημα της «κοινωνίας των λαών» που περιγράφει όπου θα ισχύει το «δίκαιο των λαών» απουσιάζουν τα αίτια πολέμου επειδή έχουν προηγουμένως επιλυθεί στη βάση συγκεκριμένων προσεγγίσεων που σχολαστικά επεξεργάστηκε.

[30] Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επιτυχία ενός παγκόσμιου κράτους θα είχε σηματοδοτήσει την ύπαρξη μιας παγκόσμιας τάξης και μιας παγκόσμιας αντίληψης περί δικαιοσύνης. Όμως, όπως συχνά και ορθά ερωτάται, αυτό ούτε κατ’ ανάγκη θα επίλυε την άνιση ανάπτυξη παγκοσμίως ούτε θα απέκλειε τους «εμφύλιους πολέμους» ενός μιας τέτοιας αχανούς Πολιτείας. Ένα παγκόσμιο κράτος θα πετύχαινε αν ταυτόχρονα με την παγκόσμια τάξη επιτυγχανόταν μια παγκόσμια κοσμοθεωρητική ενότητα που θα καθιστούσε νομιμοποιημένες τις παγκόσμιες κανονιστικές δομές. Όμως, επειδή οι άνθρωποι δεν διαθέτουν μαγικά ραβδιά παγκόσμιας εξομοίωσης των ανθρώπων η μόνη αλήθεια που η ιστορία διδάσκει είναι ότι μια παγκόσμια ομοιομορφία είναι εφικτή μόνο ηγεμονικά και γενοκτονικά.

[31] Κάποιος απαιτείται να είναι εξαιρετικά προσεκτικός και να μη συγχέει αυτές τις «εξαιρέσεις» με τους ποικιλόχρωμους κοσμοπολίτικους παραλογισμούς –που ποτέ δεν επαληθεύονται εμπειρικά– περί «διεθνούς κοινωνίας», «διεθνούς κοινότητας» που επιτρέπουν, δήθεν, την επέμβαση στο εσωτερικό των κυρίαρχων κρατών ή που θα μπορούσαν, δήθεν, να καθιερώσουν «εθιμικό δίκαιο επέμβασης». Το δικαίωμα άσκησης βίας είναι προνόμιο θεσμών κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένο και όχι προϊόν φαντασίας φασιστών πολιτικών ή φαντασιόπληκτων αναλυτών. Οι τελευταίοι ας αναλογιστούν προς τι στιγμή το ολίσθημά τους όταν χωρίς την παραμικρή! επαλήθευση των ισχυρισμών τους παραλείπουν να ορίσουν το περιεχόμενο της «διεθνούς κοινωνίας», παραβλέπουν την ετερότητα των ηθικοκανονιστικών συστημάτων και παρακάμπτουν με ευκολία το γεγονός της ανυπαρξίας παγκόσμιου συστήματος διανεμητικής δικαιοσύνης.

[32] Απλή ανάγνωση της Συνθήκης μη Διασποράς των Πυρηνικών Όπλων, κάνει σαφές ότι η υπόσχεση των υπόλοιπων κρατών για ειρηνική χρήση ήταν συνάρτηση της αντίστοιχης υπόσχεσης των εχόντων να μειώσουν δραστικά τα πυρηνικά τους οπλοστάσια στο πλαίσιο δραστικών μέτρων πυρηνικού αφοπλισμού. Γι’ αυτό, το πνεύμα και το γράμμα της Συνθήκης απέχει πολύ από την αυθαίρετη και κουτοπόνηρη αξίωση να καθιερωθεί ένα μόνιμο σύστημα εχόντων και μη εχόντων.

[33] Κατά την διάρκεια της κρίσης περί το Αφγανιστάν τον Σεπτέμβριο του 2001, για παράδειγμα, οι ΗΠΑ επέμεναν στην μονομερή δράση, ενώ τα κράτη της ΕΕ (βλ. απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 21.11.2001) επέμεναν στην πολυμερή διπλωματία, στην αξιοποίηση της συλλογικής ασφάλειας και στην αντιμετώπιση των αιτιών πολέμου όπως η επίλυση των περιφερειακών διενέξεων και τα αναπτυξιακά προβλήματα.

[34] Που συνοψίζονται, όπως ήδη τονίστηκε, στην μη επαληθευμένη θέση πως υπάρχει δήθεν κάποιας μορφής κοσμοπολίτικη «διεθνής» ή παγκόσμια κοινωνία στην βάση της οποίας θα μπορούσαν να συγκροτηθούν υπερεθνικές εξουσιαστικές δομές διανεμητικών συνεπειών και ποικίλων αποχρώσεων.

[35] Βλ. παράθεσή του στο Bull h., Η άναρχη κοινωνία (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2000), σ. 196.

[36] Το ζήτημα του ελλείμματος λαϊκής κυριαρχίας στην ΕΕ έχει εξεταστεί σε όλες σχεδόν της μονογραφίες του υποφαινόμενου για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στις οποίες κάποιος θα μπορούσε να ανατρέξει.