Παναγιώτης Ήφαιστος

 

 

Καθηγητής, Διεθνείς Σχέσεις-Στρατηγικές Σπουδές

 

 

Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών

 

www.ifestos.edu.gr  -- www.ifestosedu.gr  --  info@ifestosedu.gr  -- info@ifestos.edu.gr

 

 

 

Για μετάβαση στην κεντρική σελίδα, άνοιγμα σε άλλο παράθυρο, κλικ εδώ www.ifestos.edu.gr  ή www.ifestosedu.gr

 

ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΜΕΤΆ ΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ ΚΑΙ ΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ

Η παρούσα σελίδα, περιέχει δύο δοκίμια. Το πρώτο αμέσως μετά την υπογραφή της Πράξης Προσχώρησης στο Ζάππειο Μέγαρο και το δεύτερο αμέσως μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Νέας Υόρκης τον Φεβρουάριο του 2004.

 

Τίτλοι και ενότητες των δοκιμίων που ακολουθούν:

Α) Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ: «ΧΑΜΕΝΕΣ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ» ή ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΑΣ;

Περιεχόμενα (κλίκ στον τίτλο για να μεταβείτε στην ενότητα που θέλετε)

1. Εισαγωγή: «χαμένες» και πραγματικές ευκαιρίες

2. Ιστορικό με σημασία για το εγγύς μέλλον: το ορθολογιστικό διεθνολογικό υπόβαθρο της στρατηγικής μας

3. Υπολογισμένες κινήσεις και η δημιουργία πραγματικών ευκαιριών  επίλυσης του κυπριακού: Εσωτερικές και διεθνείς πτυχές επίλυσης

4. Διαδρομή της κυπριακής υποψηφιότητας και η σημασία της χρονικής στιγμής που υποβλήθηκε το σχέδιο Αναν 

5. Αποδοχή διχοτόμησης για να αποφύγουμε την… διχοτόμηση

6. Οι επικείμενες διαπραγματεύσεις της διεθνούς πτυχής του κυπριακού και η στάση της Βρετανίας και της Τουρκίας

7. Οι τουρκικές θέσεις είναι αναμενόμενες: Η επικείμενη και επιθυμητή ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ

 

Β) ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΣΕ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΗς ΕΝΤΑΞΗΣ ΣΤΗΝ ΕΕ (Απρίλιος 2003)

Περιεχόμενα (κλίκ στον τίτλο για να μεταβείτε στην ενότητα που θέλετε)

1. Εισαγωγή: Το τετελεσμένο της ένταξης και ο δημόσιος διάλογος που προηγήθηκε

2. Μια νέα ευκαιρία για μια βιώσιμη λύση του κυπριακού ζητήματος

3. Η σημασία της ένταξης

4. Τα μέσα που προσφέρει η ένταξη

5. Η συνειδητή ή αθέλητη Πέμπτη φάλαγγα είναι πάντα παρούσα

6. Έτοιμοι για το χειρότερο: Τι σημαίνει αποτυχία επανένωσης

7. Μελλοντικές προοπτικές

 

============================================================

1) Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ: «ΧΑΜΕΝΕΣ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ» ή ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΑΣ;

Δημοσιεύτηκε σε διάφορα περιοδικά γενικής πληροφόρησης και στο Κοινόν Κυπρίων,Φεβρουάριος 2004

1. Εισαγωγή: «χαμένες» και πραγματικές ευκαιρίες

 

Για να κατανοήσουμε τα διλήμματα και τα προβλήματα της περιόδου 2003-2004 οπότε και η Κυπριακή Δημοκρατία γίνεται πλήρες μέλος της ΕΕ, είναι αναγκαίο να αντιληφτούμε την στρατηγική μας, δηλαδή τους σκοπούς μας, τα μέσα που χρησιμοποιούμε και τις διπλωματικές προσεγγίσεις. Έτσι, θα γίνει πιο καλά κατανοητός ο αρνητικός τρόπος με τον οποίο το σχέδιο Ανάν επηρέασε και συνεχίζει να επηρεάζει τις διαπραγματεύσεις επίλυσης του κυπριακού. Για το ζήτημα αυτό διαμορφώθηκαν δύο αντιτιθέμενες θέσεις.

            Η πρώτη –την οποία προσυπογράφουν ελάχιστοι πολιτικοί και διανοούμενοι στην Κύπρο– είναι πως η υποβολή του σχεδίου Ανάν είναι μια «ευκαιρία» που σηματοδότησε μια ιστορική παρέμβαση της «διεθνούς κοινότητας». Σύμφωνα με αυτή τη θέση, η ευόδωση των προσπαθειών της «διεθνούς κοινότητας» παρεμποδίζεται, δήθεν, από την «αρνητικότητα της κυπριακής ηγεσίας», τα μέλη της οποίας, συνεχίζει το ίδιο –κατά τη γνώμη μας άθλιο και απαράδεκτο– «επιχείρημα», κτίζουν καριέρες ή βολεύονται πολιτικά με τη διαιώνιση των τετελεσμένων της εισβολής. Μόνιμη επωδός αυτών των θέσεων είναι ο μύθος των «χαμένων ευκαιριών».

            Η δεύτερη θέση, υποστηρίζει ότι ο τρόπος, το περιεχόμενο και η χρονική στιγμή εκδήλωσης του σχεδίου Αναν όπως υποβλήθηκε το Φθινόπωρο του 2002, στην καλύτερη περίπτωση βρισκόταν σε δυσαρμονία με την ελληνική στρατηγική επίλυσης του κυπριακού και στην χειρότερη περίπτωση περιέπλεξε επικίνδυνα την μόνη πραγματική «ευκαιρία» επίλυσης του κυπριακού, δηλαδή την ευρωπαϊκή προοπτική της Κύπρου. Ακριβώς, με δεδομένες τις διεθνείς συγκυρίες των τελευταίων δεκαετιών, την στρατηγική της Τουρκίας και της Μεγάλης Βρετανίας και την ελληνική αδυναμία ή λάθη όπως το αμερικανοκινούμενο χουντικό πραξικόπημα, στην πραγματικότητα δεν υπήρξε «χαμένη ευκαιρία» τις δεκαετίες που προηγήθηκαν (εκτός βεβαίως και αν κάποιος δεχθεί πως η καθυπόταξη της ανθρώπινης ελευθερίας σ’ ένα κράτος το οποίο αφενός θα στερείται δημοκρατικών δομών και αφετέρου θα βρίσκεται υπό την αίρεση της πολιτικής βούλησης και των στρατηγικών σκοπιμοτήτων τριών τουλάχιστον άλλων κρατών, αποτελεί  «χαμένη ευκαιρία».

Η ένταξη στην ΕΕ όντως διανοίγει πραγματική ευκαιρία επίλυσης του κυπριακού ζητήματος. Όμως, αυτό δεν οφείλεται στον αλτρουισμό ή στην καλή θέληση κάποιας φανταστικής διεθνούς κοινότητας ή κάποιου τρίτου κράτους αλλά στο γεγονός πως για πρώτη φορά η ελληνική στρατηγική στην βάση ενός μακρόχρονου σχεδίου κατάφερε να εκπληρώσει τον σκοπό δημιουργίας προοπτικών βιώσιμης και λειτουργικής λύσης του κυπριακού

 

Η ανάλυση που ακολουθεί προσυπογράφει την δεύτερη θέση, υποστηρίζει πως η πρώτη θέση είναι λανθασμένη, ύπουλη ως προς τις αιτιολογήσεις της (επειδή σκοπό έχει να αποπροσανατολίσει όσον αφορά τα αίτια του προβλήματος), ανειλικρινής (επειδή αποκρύπτει το γεγονός πως άδηλος σκοπός! είναι να στερηθούν οι κύπριοι την ελευθερία τους) και ηθικά απαράδεκτη (επειδή βάλλει κατά αυτών που επί δεκαετίες ηγούμενοι του κυπριακού λαού στην αξίωσή τους για συλλογική ελευθερία κατόρθωσαν να αντισταθούν επιτυχώς στα τετελεσμένα της βίας και στα διαρκή ιμπεριαλιστικά σχέδια της πρώην αποικιοκρατικής δύναμης). Ύπουλα παρακάμπτει το γεγονός, επίσης, ότι στο επίπεδο των διακρατικών σχέσεων της περιοχής οι κύπριοι σε τίποτα δεν έφταιξαν: Σε πρώτη φάση υπέστησαν τις συνέπειες του πραξικοπήματος και σε δεύτερη έγιναν θύματα μιας βάρβαρης εισβολής και στην συνέχεια κατοχής. Καλούνται, εν τούτοις, να πληρώσουν το τίμημα αυτών των εγκλημάτων με στέρηση της συλλογικής τους ελευθερίας ως αυτό να είναι φυσιολογικό και αυτονόητο

 

Η παρούσα ανάλυση, επιμένει πως η πραγματική ευκαιρία επίλυσης του κυπριακού δημιουργήθηκε μόνο μετά την υπογραφή της συμφωνίας ένταξης από την αναγνωρισμένη Κυπριακή Δημοκρατία. Τον φθινόπωρο του 2002 όχι μόνο δεν υπήρξε «ευκαιρία» επίλυσης του κυπριακού αλλά επιπλέον τέθηκαν σε σοβαρό κίνδυνο οι προοπτικές που δημιούργησε η δεκαετής διαπραγμάτευση της κυπριακής και ελλαδικής πολιτικής ηγεσίας.

            Ο λόγος είναι απλός: Άξονας της στρατηγικής μας ήταν και συνεχίζει να είναι ότι η έντιμη διέξοδος όλων των πλευρών δεν βρισκόταν σε συμβιβασμούς επί θεμάτων δημοκρατίας, ελευθερίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά στην υιοθέτηση βιώσιμων-λειτουργικών διευθετήσεων που μόνο η κοινοτική έννομη τάξη και ο κοινοτικός πολιτικός πολιτισμός προσφέρει. Γι’ αυτό, η ένταξη θα έπρεπε να διαμορφώσει την λύση και όχι η λύση να προδικάσει μια κολοβή ένταξη (ή και να αποκλείσει την ένταξη με σύνδεσή της με την γνωστή σε όλους τουρκική στρατηγική). Γι’ αυτούς τους πολύ σημαντικούς λόγους, το «τετελεσμένο» της ένταξης αποτελεί πολιτικό κεκτημένο για κάθε ενδιαφερόμενο για μια βιώσιμη λύση. Βασικά, μόνο τώρα, δηλαδή μόνο μετά την ένταξη διανοίγονται πραγματικά γόνιμα πεδία διαπραγματεύσεων μιας κοινά αποδεκτής και βιώσιμης λύσης. Στο πολύ προσεχές μέλλον, οι δυνατότητες αναβίωσης του σχεδίου Αναν ή κάποιου άλλου σχεδίου ως βάση λύσης του Κυπριακού εξαρτώνται από το πόσο αυτή η πτυχή είναι κατανοητή από όλους τους ενδιαφερομένους.

 

2. Ιστορικό με σημασία για τους μήνες που έπονται: το ορθολογιστικό διεθνολογικό υπόβαθρο της στρατηγικής μας

 

Ο καθένας είναι ελεύθερος να φαντάζεται αλτρουιστικούς αντικειμενικούς «διεθνείς παράγοντες», αδέκαστη «διεθνή δικαιοσύνη» και την ύπαρξη μιας «παγκόσμιας κοινωνίας». Αυτοί είναι διεθνολογικοί παραλογισμοί που δεν είναι συμβατοί με την στρατηγική ενός σύγχρονου κράτους. Η στρατηγική ενός σύγχρονου κράτους, ακριβώς, πρέπει να στηρίζεται σε ορθολογικές εκτιμήσεις: Το διεθνές σύστημα αποτελείται από κυρίαρχα κράτη, η συλλογική ελευθερία των κοινωνιών τους είναι κατά βάση η εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία, τα κράτη αυτά εδράζουν τις αποφάσεις τους στο εθνικό συμφέρον και ιδρύουν διεθνείς οργανισμούς για να διευκολύνουν τις συναλλαγές. Όμως, συχνά τα αίτια πολέμου οδηγούν σε συρράξεις όπου «ο ισχυρός επιβάλλει ότι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος προσαρμόζεται και υποχωρεί», ενώ εξίσου συχνά οι διεθνείς θεσμοί είναι είτε αδρανείς λόγω ηγεμονικών ανταγωνισμών είτε εξαρτημένες μεταβλητές της ισχύος των κυρίαρχων δυνάμεων.

 

Η πραγματικότητα, λοιπόν, είναι ότι η κατά τα άλλα επιτυχής στρατηγική της ελληνικής πλευράς την τελευταία δεκαετία οφειλόταν στο γεγονός ότι ως προς αυτό τουλάχιστο το ζήτημα παραμερίστηκαν οι διεθνολογικοί παραλογισμοί και η ελληνική διπλωματία εδράστηκε σε ορθολογιστικές εκτιμήσεις για το διεθνές σύστημα. Αυτό οδήγησε στα εξής: α) Εγκαταλείποντας την πολιτική του προηγούμενου προέδρου Γιώργου Βασιλείου που είχε κορυφώσει την πολιτική αποστασιοποίηση της Κύπρου από την ελληνική διπλωματία, αφενός η Κύπρος υπέβαλε αίτηση ένταξης και αφετέρου η Ελλάδα έδρασε καταλυτικά στους ευρωπαϊκούς θεσμούς στο πλαίσιο μιας ψύχραιμης διεκδικητικής πολιτικής. β) Σταδιακά, ουκ ολίγοι στην Ευρώπη μεταπείστηκαν για τον ορθολογισμό της στρατηγικής μας. Στην πορεία των διαπραγματεύσεων που ακολούθησαν την υποβολή της αίτησης ένταξης η Κύπρος κέρδιζε ολοένα και περισσότερο έδαφος στο πλαίσιο σκληρών διαπραγματεύσεων, ακούραστων δικών μας διεκδικήσεων, πολλών «πάρε-δώσε» και διόλου αμελητέων αλλά αναγκαίων παραχωρήσεων της Ελλάδας. γ) Ακόμη και σε προχωρημένο στάδιο των διαπραγματεύσεων η θέση πολλών παραγόντων της ΕΕ κυμαινόταν από αρνητική μέχρι επιφυλακτική και μόνο η αταλάντευτη δική μας στάση πέτυχε την τελική κοινοτική θέση ότι «η λύση δεν είναι προϋπόθεση ένταξης».

 

Κατά συνέπεια, κανένας η επιτυχής προσέγγιση της Ευρώπης από την Κύπρο δεν οφειλόταν σε κάποιο φανταστικό «διεθνή παράγοντα» αλλά στο γεγονός πως λήφθηκαν ορθές αποφάσεις που εκπληρώθηκαν επιτυχώς. Αυτή το γεγονός, ανατρέπει τον ισχυρισμό ο «διεθνής παράγοντας» των φαντασιώσεων κάποιων παρενέβη εν αιθρία για να επιβάλει λύση στους αδιάλλακτους έλληνες. Τέτοια ασυνάρτητα ή ύπουλα και κακόπιστα επιχειρήματα» υπέρ του «Άλλου» είναι  αιτιάσεις ατόμων τα οποία είτε δεν γνωρίζουν το ζήτημα στις πραγματικές του διαστάσεις είτε υιοθετούν θέσεις υπέρ των συμφερόντων των κρατών των οποίων οι κυβερνήσεις προσπάθησαν το φθινόπωρο του 2002 να ανατρέψουν την ομαλή ευρωπαϊκή πορεία της Κύπρου με το να προτάξουν μια διχοτομική διευθέτηση (βλ. άλλες σελίδες του παρόντα δικτυακού τόπου).

Για να γίνουν ακόμη καλύτερα αντιληπτά αυτά τα επιχειρήματα καθώς και αυτά που θα ακολουθήσουν σε αναφορά με την ενδεικνυόμενη τακτική στις διαπραγματεύσεις που αναμένεται να λάβουν χώρα το 2004, είναι ακριβώς σημαντικό να κατανοήσουμε την συγκυρία πριν την υποβολή αίτησης ένταξης και τους σκοπούς που υιοθετήθηκαν τότε, καθώς επίσης και τα μέσα της στρατηγικής μας κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων που διήρκεσαν μια περίπου δεκαετία.

Καταρχάς, υπενθυμίζω ότι προς τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και παρά την απέραντη επίδειξη συμβιβαστικών προθέσεων της ελληνικής πλευράς, η Τουρκία συνέχισε να επιμένει στην μονιμοποίηση των τετελεσμένων της βίας που προκάλεσε η εισβολή του 1974. Γι’ αυτό, κάποιοι στην Κύπρο και στην Ελλάδα σκέφτηκαν πως η «διεθνοποίηση» του κυπριακού θα μπορούσε να προσανατολιστεί προς πιο γόνιμα και πιο παραγωγικά πεδία. Οι βασικές υποθέσεις εργασίας που κάναμε τότε για το διεθνές σύστημα –που είναι ακόμη πιο επίκαιρες στην σημερινή συγκυρία– είναι ότι δεν υπάρχουν αδέκαστοι «διεθνείς παράγοντες» αλλά κράτη ή συμμαχίες κρατών που επιδιώκουν να μεγιστοποιήσουν τα συμφέροντά τους. Η ορθολογική διεθνολογική ανάλυση που υποστηρίχθηκε τότε και την οποία συνεχίζουμε να υποστηρίζουμε σήμερα, περιέγραφε ορισμένες σταθερές των διεθνών σχέσεων τις οποίες καμιά εθνική στρατηγική δεν έχει την πολυτέλεια να παραβλέπει:           Πρώτον, τα κράτη του διεθνούς συστήματος λειτουργούν και συμπεριφέρονται στη βάση των εθνικών συμφερόντων τους. Επίσης, λόγω αυτής της δομής του διεθνούς συστήματος, δεν υπάρχει κοινά αποδεκτή έννοια ως προς το τι συνίσταται η «διεθνής δικαιοσύνη» και οι κυβερνήσεις προσδιορίζουν τις θέσεις τους –ή τις αλλάζουν– ανάλογα με τα εθνικά τους συμφέροντα. Στο ίδιο πλαίσιο, οι διεθνείς οργανισμοί δεν έχουν αρμοδιότητα επί ζητημάτων εσωτερικής δικαιοσύνης αλλά μόνον επί ζητημάτων διακρατικής τάξης. Επειδή ακριβώς είναι εξαρτημένες μεταβλητές της ισχύος και των συμφερόντων, οι οριοθετήσεις της διεθνούς τάξης όταν αμφισβητείται δεν προσδιορίζονται από κάποιο αδέκαστο «διεθνές δικαστήριο» αλλά είναι αποτέλεσμα σκληρής αναμέτρησης μέσων και θελήσεων των εμπλεκομένων και ενδιαφερομένων. Το αντίθετο θα σήμαινε πως πλην των Συνθηκών υπάρχουν άλλα ανώτερης βαθμίδας οικουμενικά κριτήρια ηθικής και δικαιοσύνης στη βάση των οποίων χαράσσονται τα σύνορα, δημιουργούνται νέα κράτη, αναδιανέμονται συγκρουόμενα συμφέροντα κτλ. 

Δεύτερον, η ισχύς –διπλωματική, στρατιωτική, συμμαχική– είναι προσδιοριστικός παράγων που επηρεάζει τις διακρατικές διαπραγματεύσεις και την επίλυση των διεθνών συγκρούσεων.

Τρίτον, οι διεθνείς θεσμοί –συμπεριλαμβανομένων της ΕΕ και του ΟΗΕ– δεν είναι ανεξάρτητοι δρώντες αλλά οργανισμοί οι λειτουργίες των οποίων επηρεάζονται από τα συμφέροντα και την ισχύ των εμλεκομένων και ενδιαφερομένων κρατών.

Τέταρτον, η στάση ενός κράτους στις διεθνείς συναλλαγές δεν μπορεί να είναι αυτή του ικέτη-ζητιάνου αλλά του διεκδικητή που θέτει ορθολογιστικά-θεμιτά αιτήματα, τα διαπραγματεύεται με πείσμα και συνέπεια και που δεν υποχωρεί επί ζητημάτων ελευθερίας και εθνικής ανεξαρτησίας. Σε κάθε περίπτωση, οι έννοιες «διεθνής παράγων», «παγκόσμια κοινή γνώμη» κτλ είναι μύθοι για ευκολόπιστους που δημιουργούν μια στρεβλή εικόνα για τον χαρακτήρα των διεθνών θεσμών και του διεθνούς συστήματος στο οποίο ανήκουν.

Συνολικά, λοιπόν, αυτό που έχουμε μπροστά μας είναι τα κράτη, τα συμφέροντά τους, οι εξαρτημένοι από αυτά τα συμφέροντα θεσμοί όπως ο ΟΗΕ και άλλοι διεθνείς οργανισμοί όπως η ΕΕ (η τελευταία λόγω ιδιομορφιών και σε σύγκριση με το υπόλοιπο διεθνές σύστημα δημιουργεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον διακρατικό διπλωματικό πεδίο). Υπό το πιο πάνω πρίσμα, η βασική λειτουργία διεθνών θεσμών όπως ο ΟΗΕ είναι όχι να υποδείξουν ή να επιβάλουν εκβιαστικά στους ενδιαφερόμενους αυθαίρετες «λύσεις» αλλά να υποβοηθήσουν τις διακρατικές διαπραγματεύσεις εάν και όταν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι το επιθυμούν ή εάν και όταν τίθεται σοβαρά σε κίνδυνο η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια. Όσον αφορά την τελευταία πτυχή, ένας τέτοιος κίνδυνος για τη διεθνή ειρήνη ήταν η εισβολή στην Κύπρο το 1974. Το γεγονός πως ο ΟΗΕ αποδείχθηκε απολύτως αναποτελεσματικός στην αποκατάσταση της διακρατικής νομιμότητας επιβεβαιώνει τις θέσεις που εκφράσαμε μόλις. Προσθέτω ότι σχετική μελέτη του θέματος κατέδειξε ότι τις τρις τελευταίες δεκαετίες ο ΟΗΕ δεν κινήθηκε προς την κατεύθυνση αποκατάστασης της διαταραχθείσης τάξης στη βάση των δικών του αρχικών ψηφισμάτων και του Καταστατικού Χάρτη αλλά αντίθετα προσάρμοσε τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας για το κυπριακό ανάλογα και αντίστοιχα με την κλιμακούμενη επεκτατική τουρκική πολιτική και την οφειλόμενη σε  αδυναμία ελληνική υποχωρητικότητα. 

 

3. Υπολογισμένες κινήσεις και η δημιουργία πραγματικών ευκαιριών  επίλυσης του κυπριακού: Εσωτερικές και διεθνείς πτυχές επίλυσης του κυπριακού

 

Στην βάση των διεθνολογικών δεδομένων που μόλις σκιαγραφήσαμε υποστηρίχθηκε πριν μια περίπου δεκαετία ότι «θα ήταν απίθανο να αποδεχτούν οι τούρκοι ηγέτες μια βιώσιμη λύση πριν την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ». Βεβαίως, εάν στην πορεία της ένταξης η Τουρκία αποδεχόταν μια βιώσιμη και λειτουργική λύση είναι ευνόητο ότι κανείς στην ελληνική πλευρά δεν θα την απέρριπτε. Γιατί θα έκανε κάτι τέτοιο όταν διακηρυγμένος σκοπός των προσπαθειών ένταξης ήταν η επίλυση του κυπριακού.

Συναφώς, επισημαίνω πως δεν είναι τυχαίο πως μέχρι την τελευταία στιγμή τον φθινόπωρο του 2002 το σύνολο της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας στην Κύπρο και στην Ελλάδα επέμενε στην θέση «ένταξη ανεξαρτήτως λύσης», κάτι για το οποίο, υπενθυμίζω, η ΕΕ δεσμεύτηκε πολιτικά με διακηρύξεις των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων, αποφάσεις άλλων αρμοδίων οργάνων και δηλώσεις πολλών πολιτικών ηγετών. Όπως πολλοί γράψαμε ήδη από καιρό ο σκοπός ήταν η δημιουργία «τετελεσμένου ένταξης» το οποίο θα ήταν κατ’ ουσία «κεκτημένο ένταξης» για όσους ενδιαφέρονται για μια βιώσιμη και δημοκρατική επίλυση του κυπριακού. Σε τελευταία ανάλυση, αυτό το θεμιτό-νομιμοποιημένο «τετελεσμένο» αντισταθμίζει τα παράνομα-αθέμιτα τετελεσμένα της βίας του 1974 αποκαθιστώντας έτσι μια διπλωματική ισορροπία με την παγίως αδιάλλακτη τουρκική πλευρά. Η επιτυχία, σκεφτήκαμε –ορθώς– θα διάνοιγε δυνατότητες μια ισόρροπης διαπραγμάτευσης και θα λειτουργούσε ως καταλύτης για γόνιμες διαπραγματεύσεις σε δύο επίπεδα:

            ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ, με την συμμετοχή πλέον των πολιτικών θεσμών της ΕΕ θα συζητούσαμε την ένταξη των κατεχομένων στην Κυπριακή Δημοκρατία με τρόπο που θα διασφάλιζε τα δικαιώματα όλων των κυπρίων και που θα επέτρεπε την ύπαρξη μιας βιώσιμης-λειτουργικής πολιτείας. Δηλαδή, επαναλαμβάνεται και τονίζεται, η ένταξη θα διαμόρφωνε την λύση στη βάση της κοινοτικής έννομης τάξης, του κοινοτικού κεκτημένου και του κοινοτικού πολιτικού πολιτισμού. Αυτή η ευρωπαϊκή πολιτική και νομική τάξη πραγμάτων υποστηρίζαμε έκτοτε, αποτελεί ασφαλιστική δικλείδα διασφάλισης των ανθρωπίνων και δημοκρατικών δικαιωμάτων όλων των πολιτών της Κύπρου. Παρενθετικά υπενθυμίζω πως η στρατηγική αυτή είχε δύο σκέλη ή δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: Αφενός ενεργητική προώθηση της ευρωπαϊκής προοπτικής όπως την σκιαγραφήσαμε μόλις και αφετέρου ταυτόχρονη αμυντική σύνδεση Κύπρου-Ελλάδας. Έτσι ενώ εμείς θα προωθούσαμε την ευρωπαϊκή προοπτική, συνετά και ψύχραιμα, θα είχαμε φροντίσει να ενισχύσουμε την διαπραγματευτική μας θέση με μια πιο ισχυρή άμυνα που επιπλέον θα τερμάτιζε ένα καθεστώς τεράστιας ανισορροπίας και ανασφάλειας που ευθυνόταν για την δική μας ανορθολογική και αδιέξοδη υποχωρητικότητα.

Ερωτώ: Μήπως είναι τυχαίο το γεγονός ότι από το 1988 μέχρι σήμερα τα ίδια ακριβώς άτομα ή περίπου τα ίδια υποστήριξαν τα εξής: α) Τάχθηκαν με φανατισμό εναντίον της υποβολής αίτηση ένταξης! β) Τάχθηκαν κατά της αμυντικής ενίσχυσης της Κύπρου! γ) Τάχθηκαν «έγκαιρα» υπέρ της διχοτόμησης-συνομοσπονδίας. δ) Γκεμπελικά και αποβλακωτικά υποστήριξαν πως αν δεν δεχθούμε άμεσα το αρχικό διχοτομικό σχέδιο Αναν θα είχαμε… διχοτόμηση. ε) Στη συνέχεια αντί mea culpa κραυγάζουν πως η ελληνική πλευρά… βολεύτηκε με την ένταξη και δεν επιθυμεί λύση ενώ σε πιο ακραίες μορφές το ίδιο άθλιο επιχείρημα εξυβρίζει την κυπριακή πολιτική ηγεσία με το να υποστηρίζει πως «επενδύει πολιτικές καριέρες στην διαιώνιση του κυπριακού προβλήματος».    

ΣΕ ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΙΠΕΔΟ, η διαπραγμάτευση –και αναφερόμαστε πάντοτε στις τότε προβλέψεις μας για την μετά την ένταξη φάση– θα αφορούσε τις διεθνείς πτυχές του κυπριακού, τις «εγγυήσεις» και τα στρατηγικά ζητήματα που σχετίζονται αυτές. Σ’ αυτό το επίπεδο, ακριβώς –και επειδή εμείς δεν είμαστε φαντασιόπληκτοι για να βλέπουμε ανύπαρκτους αντικειμενικούς και αδέκαστους «διεθνείς παράγοντες» που για αλτρουιστικούς λόγους θα πρόστρεχαν στην διάσωση των κυπρίων από τον τουρκικό επεκτατισμό– υποστηρίζαμε ότι με δική μας πρωτοβουλία και στη βάση δική μας πολιτικής πλατφόρμας που θα προωθούσαμε ενεργητικά, θα έπρεπε  να εμπλακούν όλοι οι ενδιαφερόμενοι διεθνείς δρώντες: Οπωσδήποτε αυτό αφορά την ΕΕ ως πολιτικό δρωντα, την Ελλάδα ως καταλύτη των διπλωματικών πρωτοβουλιών, τον ΟΗΕ, τις δυνάμεις του Συμβουλίου Ασφαλείας και ασφαλώς όλους τους άλλους που έμμεσα ή άμεσα εμπλέκονται και ενδιαφέρονται για το κυπριακό πρόβλημα.

Ο στρατηγικός σκοπός θα ήταν –ΚΑΙ ΕΤΣΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΙΘΕΤΑΙ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΣΥΓΚΥΡΙΑ ΟΤΑΝ ΠΛΕΟΝ Η ΚΥΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΛΗΡΕΣ ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΕ– η απεμπλοκή της Τουρκίας από την Κύπρο, έργο που ασφαλώς συναρτάται με τις σχέσεις του τουρκικού κράτους με την Ευρώπη, την Ελλάδα, τις ΗΠΑ και άλλους διεθνείς παράγοντες.

Στο σημείο αυτό, όμως, για να οδηγηθούμε σε ορθολογιστικά συμπεράσματα ως προς τα διλήμματα και τις επιλογές της παρούσης συγκυρίας όπως διαμορφώνεται μετά την πλήρη ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, είναι χρήσιμο να γίνουν μερικές ακόμη αναφορές στην διαδρομή της υπόθεσης της ένταξης της Κύπρου και στο τρόπο που η υποβολή του σχεδίου Αναν σχετίζεται με την εξέλιξη της ενταξιακής πορείας της Κύπρου.

 

4. Διαδρομή της κυπριακής υποψηφιότητας και η σημασία της χρονικής στιγμής που υποβλήθηκε το σχέδιο Αναν

 

Καταρχήν, πολλοί στην ελληνική πλευρά και κυρίως στην Ελλάδα –ίσως λόγω θανάτου του Γιάννου Κρανιδιώτη που γνώριζε αυτή την συλλογιστική και λόγω συγκυριακής πολιτικής «περιθωριοποίησης» του Θόδωρου Πάγκαλου (ο οποίος ήδη από το 1986 υπήρξε ο ιθύνων νους, ο πολιτικός αρχιτέκτονας και ο πρωταγωνιστής της ευρωπαϊκής προοπτικής της Κύπρου)– δυστυχώς δεν κατανόησαν τι πραγματικά γινόταν και κυρίως τι ακριβώς διακυβευόταν. Ουσιαστικά, πολλά από αυτά που ακούστηκαν ή γράφτηκαν στην Ελλάδα τον φθινόπωρο του 2002 έγραψαν «μαύρη σελίδα» στην πολιτική και στοχαστική ιστορία της Ελλάδας και προδίδουν πνευματική παρακμή.  

Ακόμη και πολλοί των οποίων ο παραλογισμός δεν οφειλόταν στην συνειδητή στράτευση στα συμφέροντα του «Άλλου» ως δήθεν… μέθοδο επίλυσης των συγκρούσεων,  αδυνατούσαν να κατανοήσουν –ή κατανοούσαν και ολιγωρούσαν μπροστά στο ρίσκο που συνεπαγόταν η διπλωματική διεκδίκηση– ότι όταν εκδηλώθηκε η συνομωσία των αγγλοσαξόνων με την υποβολή του αρχικού σχεδίου Ανάν έπρεπε –εμμένοντας στη γραμμή μιας δεκαετούς ορθολογιστικής στρατηγικής– να δοθεί σκληρή μάχη «ένταξης ανεξαρτήτως λύσης». Αντ’ αυτού, κολυμπώντας σε μια δεξαμενή αναρίθμητων εκλογικεύσεων και μιας οργιώδους και επιστημονικά βρώμικης αντικυπριακής επικοινωνιακής εκστρατείας («οι κύπριοι έφταιξαν για όλα και γι’ αυτό θα πρέπει να πληρώσουν») η τύχη των ελλήνων της Κύπρου εξαρτιόταν από το κατά πόσο οι τούρκοι θα φανούν υπερβολικά πλεονέκτες (όπως και τελικά έγινε». Δεν θα ήταν υπερβολικό πως για μυριοστή φορά μετά το 1974 η σωτηρία των κυπρίων οφειλόταν στον «πατριωτισμό» των τούρκων όταν στην Κοπεγχάγη απέρριψαν το σχέδιο Αναν και όταν συνέχισαν να τηρούν την ίδια στάση μέχρι την υπογραφή της Συνθήκης ένταξης στο Ζάππειο Μέγαρο.

Το πόσο ζωτικό ήταν για την ελληνική πλευρά η «ένταξη ανεξαρτήτως λύσης» φαίνεται και από τα λόγια των ίδιων των ελλήνων πολιτικών ηγετών πριν την υποβολή του σχεδίου Αναν. Συναφώς, ίσως είναι χρήσιμο να υπενθυμίζω πως σχεδόν το σύνολο των ελλαδιτών και κυπρίων ηγετών –και ανεξαρτήτως θέσεων που υιοθέτησαν στη συνέχεια όταν μερικοί από αυτούς με ανερμήνευτο φανατισμό, αντιφατικά διακήρυτταν πως το σχέδιο Αναν συνιστά «ιστορική ευκαιρία»– λίγες μέρες πριν την υποβολή των προτάσεων  δήλωνε δημόσια πως «οι προτάσεις θα είναι καταστροφή» αν υποβαλλόταν πριν την ένταξη και ότι αφού επί δεκαετία η Τουρκία αρνήθηκε να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις υποχρεωτικά πρέπει όλοι να περιμένουν την πλήρη ένταξη πριν ενεργοποιηθούν  οι διεθνείς θεσμοί ή άλλοι παράγοντες. Δυστυχώς, όμως, αν και αυτή καίρια πτυχή της στρατηγικής μας ήταν ξεκάθαρη για πολιτικά πρόσωπα όπως ο Θόδωρος Πάγκαλος δεν ήταν ξεκάθαρη –ή ήταν παντελώς άγνωστη– σε πολλούς άλλους που συμμετείχαν στον γνωστό ψαλμό περί «χαμένων ευκαιριών».   

 Έστω και αργά –και αφού για ακόμη μια φορά η τουρκική αδιαλλαξία έγινε το σωσίβιο των ελλήνων– η ελληνική πλευρά μετά την καταλυτική νίκη του Τάσου Παπαδόπουλου στις προεδρικές εκλογές της Κύπρου επανήλθε σε πιο ορθολογιστικές γραμμές. Αυτό συντελέστηκε αφενός με διορθωτικές αποφάσεις του Εθνικού Συμβουλίου της Κύπρου και αφετέρου με την αλλαγή πλεύσης του νέου κύπριου προέδρου στις επισκέψεις του στην Αθήνα. Η λύση για να είναι βιώσιμη, υποστηρίζει με εμμονή ο νέος πρόεδρος,  πρέπει να είναι λειτουργική, κάτι το οποίο απαιτεί ουσιώδεις αλλαγές του σχεδίου Αναν. Η θέση που λίγο πολύ επικράτησε σε Αθήνα, Κύπρο και μελλοντικά ενδεχομένως στις Βρυξέλλες είναι ότι  η λύση για να είναι λειτουργική απαιτεί διευθετήσεις συμβατές με την κοινοτική έννομη τάξη. Αυτό το επιχείρημα είναι, αναμφίβολα, ορθολογιστικό και γι’ αυτό πολιτικά αήττητο. Θα μπορούσε, επίσης, όσον αφορά το εσωτερικό πολιτικό καθεστώς της Κύπρου, να προσφέρει στους τούρκους μια έντιμη διέξοδο από την επεκτατική περιπέτεια της μετά το 1974 περιόδου.

            Συνοψίζω: η στρατηγική μας για «ένταξη ανεξαρτήτως λύσης» εδραζόταν σε μια στέρεα και ορθολογιστική πολιτική βάση που κόντεψε να ανατραπεί όταν στα πρόθυρα της ένταξης τον φθινόπωρο του 2002 κάποιοι ολιγώρησαν μπροστά στην μάχη που απαιτούσε τελική διαπραγμάτευση και κάποιοι άλλοι βρήκαν την ευκαιρία να συμπορευτούν με την αγγλοαμερικανική στρατηγική η οποία στη προσπάθειά της να κατευνάσει την Τουρκία στην δυσμενή για εμάς συγκυρία της κρίσης του Ιράκ επιχείρησε με όχημα το αρχικό σχέδιο Αναν να εγκαθιδρύσει μια αιώνια αγγλοτουρκική συγκυριαρχία που κατέστελλε την πολιτική κυριαρχία όλων των κυπρίων. Στη συνέχεια, όταν ο Τάσος Παπαδόπουλος έγινε πρόεδρος, αργά, σταθερά και χωρίς σοβαρές αμφισβητήσεις από την υπόλοιπη πολιτική ηγεσία επανερχόμαστε στις ορθολογικές αφετηριακές βάσεις της στρατηγικής μας. Ο δρόμος όμως είναι δύσκολος, ιδιαίτερα εάν στους κόλπους της πολιτικής ηγεσίας της Ελλάδας συνεχίσουν να κυριαρχούν οι πρωταθλητές της ιστορικής καρικατούρας, οι ψάλτες των «χαμένων ευκαιριών» και οι αυτιστικοί διανοούμενοι που υποστηρίζουν πως «στην νέα εποχή» η επίλυση των συγκρούσεων συναρτάται με άνευ όρων υιοθέτηση των συμφερόντων του «Άλλου». Στην συγκεκριμένη περίπτωση, οι «Άλλοι» ήταν το βαθύ κράτος της Τουρκίας και οι νεοιμπεριαλιστές διπλωμάτες της Μεγάλης Βρετανίας οι οποίοι στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν τις στρατιωτικές βάσεις κυριολεκτικά οργίασαν διπλωματικά.

 

5. Αποδοχή διχοτόμησης για να αποφύγουμε την… διχοτόμηση;

 

Για να επανέλθουμε στην κρίσιμη περίοδο του Φθινοπώρου 2002, ενώ η ελληνική στρατηγική εδραζόταν στο πολιτικό δόγμα «ένταξη ανεξαρτήτως λύσης», η αγγλοαμερικανική στρατηγική –με πρωταγωνιστές διπλωμάτες νεοαποικιακών αντιλήψεων του Foreign Office που λειτουργούν με τη λογική του «διαίρει και βασίλευε» και με την υποστήριξη ντόπιων στοχαστικών υποπροϊόντων των νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων– επιχείρησε να υπονομεύσει την ελληνική θέση και να επιβάλει την διχοτόμηση που ρητά πρόβλεπε το αρχικό σχέδιο Αναν:

            α) Προσπάθησαν την τελευταία στιγμή να προκαταλάβουν την ένταξη με την υποβολή ενός διχοτομικού σχεδίου. Έτσι, οι διευθετήσεις της «λύσης» θα προηγούνταν της ένταξης και η διχοτόμηση θα ενσωματωνόταν στην Συνθήκη Προσχώρησης.

            β) Με εκβιαστικά διλήμματα επιχείρησαν να μας επιβάλουν μια διχοτομική λογική: Αποδοχή «μεταβατικής» διχοτόμησης δύο περίπου δεκαετιών (αλλά κατ’ ουσία παντοτινή), η οποία θα ακύρωνε την ευρωπαϊκή προοπτική της Κύπρου επειδή το συμπεφωνημένο διχοτομικό καθεστώς θα αναιρούσε επί μακρόν ή και για πάντα το κοινοτικό κεκτημένο στον κυπριακό χώρο. Έτσι, η Κύπρος θα ήταν ένα «μη-μέλος», αφενός επειδή το κοινοτικό κεκτημένο δεν θα ίσχυε στην Κύπρο και αφετέρου επειδή λόγω πολιτικών αδιεξόδων θα ήταν απίθανο οι αντιπρόσωποί της να συμφωνήσουν σε κοινές θέσεις στα εκατοντάδες ζητήματα που καθημερινά τίθενται στο πλαίσιο της συμμετοχής κάθε κράτους.

 Προσεκτική μελέτη του τότε υποβληθέντος σχεδίου –όπως μερικοί τότε επισήμαναν– έδειχνε πως ουσιαστικά εγκαθίδρυε μια αιώνια ιμπεριαλιστική-νεοαποικιακή τουρκοβρετανική συγκυριαρχία με την Ελλάδα ανήμπορο θεατή και τους ελληνοκύπριους και τουρκοκύπριους να είναι εγκλωβισμένοι σαν πειραματόζωα στο εσωτερικό ενός πρωτόγνωρου πολιτειακού τερατουργήματος. Οι θεσμοί προτάχθηκαν στην κυπριακή κοινωνία και ο ΓΓ του ΟΗΕ αμετροεπώς είπε πως το όνειρό του είναι «να φτιάξει ένα κυπριακό έθνος» που θα γεννούσε ο πειραματικός πολιτειακός σωλήνας που πρότεινε.

 

Είναι χαρακτηριστικό ότι στην δική μας πλευρά κυριάρχησαν ακραίες και εξτρεμιστικές φωνές με αποτέλεσμα να τους δίνεται βήμα στις εφημερίδες και τις τηλεοπτικές εκπομπές. Στο όνομα της «αναγκαιότητας» υποστηρίχθηκαν πολιτειακές ρυθμίσεις που αντιβαίνουν στις κεκτημένες κατακτήσεις του ανθρώπινου πολιτισμού και στις αρχές της δημοκρατίας και της ελευθερίας (και που αφορούν για παράδειγμα το δικαίωμα συνειδησιακού και κοσμοθεωρητικού αυτοπροσδιορισμού μιας πολιτικά κυρίαρχης κοινωνίας). Τα επικοινωνιακά τους στηρίγματα συμπεριλάμβαναν ειδικούς της ιστορικής καρικατούρας, τσαρλατάνους διεθνολόγους και διεθνοσοβινιστές που βρήκαν την ευκαιρία να εκτονώσουν τα αρρωστημένα ιδεολογήματά τους εις βάρος των κυπρίων.

Στο σημείο αυτό, βεβαίως, αξίζει να σημειωθεί το εξής «παράδοξο»: Όσοι στην Ελλάδα και στην Κύπρο μιλούσαν στο παρελθόν για «κυπρίους» που θα «πρέπει» να απεκδυθούν τις ιστορικές τους κοσμοθεωρίες ως μέσο επίλυσης του κυπριακού –ή όσοι προσυπέγραφαν με αδιαφορία και περισσή ανευθυνότητα μια τέτοια πασίδηλα ανίερη θέση– εκδηλώθηκαν εν σώματι για να υποστηρίξουν ενθουσιωδώς την διχοτόμηση της Κύπρου στο πλαίσιο διευθετήσεων που επιπλέον θα «εξαιρούσαν» παντοτινά το κοινοτικό κεκτημένο στην Κύπρο και θα κρατούσε παντοτινά τις δύο εθνικές οντότητες διαιρεμένες.

 Ακόμη, ουκ ολίγοι επιδόθηκαν με πρωτοφανή φανατισμό σε μια τεράστια επιχείρηση διαστρέβλωσης της ιστορίας και ενοχοποίησης της ελληνικής πολιτικής των τελευταίων δεκαετιών με τον να αντιστρέφουν μεθοδικά τους ρόλους θύτης-θύμα της κυπριακής διένεξης. Για θέματα πολύ απλά και πολύ γνωστά βάραινε η λογική του όχλου και των φωνασκιών και όχι της διυποκειμενικής ιστορικής εμπειρίας που φανερώνει τους υπευθύνους του ζυριχικού καθεστώτος, τους ξένους συνωμότες πίσω από την κρίση της περιόδου 1960-63 όταν η κυπριακή πολιτική ηγεσία επιχειρούσε να καταστήσει το Σύνταγμα πιο λειτουργικό, τις στρατηγικές σκοπιμότητες που μετέτρεψαν τους τουρκοκυπρίους σε στρατηγική μειονότητα κατά της ελληνικής πλειονότητας, τους δράστες που εμπόδισαν ένα βιώσιμο συμβιβασμό στις αρχές της δεκαετίας του 1970, τους πραγματικούς δράστες που βρίσκονταν πίσω από το χουντικό πραξικόπημα το 1974 και τους αρνητές της κυπριακής λαϊκής κυριαρχίας όταν μετά από σκληρή προσπάθεια δημιουργήσαμε ευκαιρία επίλυσης του κυπριακού στο πλαίσιο της ΕΕ.

            Ακριβώς, ύπουλα και παρακάμπτοντας αυτά τα αληθή και σημαντικά ιστορικά γεγονότα κάποιοι τον φθινόπωρο του 2002 ανεδείκνυαν μικρολάθη και μικροπαραλήψεις ή ασήμαντα επεισόδια μεταξύ ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων ως δήθεν τα αίτια της κυπριακής διένεξης. Έτσι, αφού «εμείς φταίμε και κανείς άλλος» –ας μη ξεχνούμε πως το ίδιο στοχαστικό κύκλωμα υποστήριξε πως ο απελευθερωτικός αγώνας ήταν περίπου τρομοκρατία και η αποικιοκρατική πολιτική στάση… υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της μειονότητας– τα πραγματικά κίνητρα αποκαλύπτονταν όταν κάποιοι υποστήριξαν την διχοτόμηση που πρότεινε το σχέδιο Αναν, την παρουσία ιμπεριαλιστικών στρατευμάτων στο νησί, την κατάργηση της κυπριακής λαϊκής κυριαρχίας και την αιώνια καθυπόταξη της ελευθερίας όλων των κυπρίων. Αποβλακωτικά, πρόσθεταν πως αυτός ο αυτοχειριασμός επιβάλλεται για… να αποφευχθεί η διχοτόμηση. Κάποιος θα μπορούσε να μνημονεύσει, επίσης, την ανάλυση γνωστού φιλοσόφου (Καθημερινή 8/11/2002) ο οποίος κινούμενος σε ολισθηρά γνωστικά πεδία εκτέθηκε ανεπανόρθωτα με το να υποστηρίξει απερίφραστα πως το έλλειμμα λαϊκής κυριαρχίας (δηλαδή της συλλογικής ελευθερίας ενός λαού) «επιβάλλεται από την παγκοσμιοποιημένη μεταεθνική εποχή» όπου προκύπτουν ηγεμονικές αναγκαιότητες λόγω ασυμμετρίας ισχύος που «επιτάσσει» στους κυπρίους να γίνουν τα πρώτα πειραματόζωα της μεταεθνικής εποχής των φαντασιώσεών του.                       

 

6. Οι επικείμενες διαπραγματεύσεις της διεθνούς πτυχής του κυπριακού και η στάση της Βρετανίας και της Τουρκίας

 

Η σκόνη που ξεσήκωσε το σχέδιο Αναν και ο προσκοπικός ερασιτεχνισμός αυτών που κραύγαζαν τις γνωστές πολιτικές ασυναρτησίες περί «ιστορικής ευκαιρίας που δεν έπρεπε να χάσουμε» επισκίασαν το άλλο σκέλος της στρατηγικής μας, δηλαδή, τις διαπραγματεύσεις για τις διεθνείς πτυχές του κυπριακού. Αυτό εκτιμάται είναι και το κύριο ζήτημα του 2004 στις διαπραγματεύσεις που αναμένεται να γίνουν το 2004.

 

Καταρχάς, όποιος ενδιαφέρεται σοβαρά για το κυπριακό καλά θα κάνει να γνωρίζει τις θέσεις που υιοθέτησε το Εθνικό Συμβούλιο της Κύπρου τις οποίες η νυν ελλαδική εξουσία φαίνεται να ακολουθεί αδιάφορα ή απρόθυμα. Πιο συγκεκριμένα και ανεξαρτήτως επιμέρους αποχρώσεων θέσεων για ζητήματα τακτικής, η σχεδόν ομόφωνη θέση της κυπριακής πολιτικής ηγεσίας μετά την ένταξη είναι ότι, ανεξαρτήτως του πως θα ονομάζεται το σχέδιο επίλυσης του κυπριακού, ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΜΙΑΣ ΠΙΘΑΝΗΣ ΛΥΣΗΣ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΕΙ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ. Ενώ αναμφίβολα –και παρά το γεγονός πως παρωχημένες θέσεις συνεχίζουν να εκφράζονται στην Αθήνα– η θέση αυτή είναι η μόνη ορθολογιστική επιλογή που αναμενόμενα θα βρει πολλούς συμμάχους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τι γίνεται, όμως, με την Βρετανία και  την Τουρκία; Επειδή ο υπογράφων το παρόν σημείωμα δεν κατέχει πολιτικό αξίωμα είναι αυτονόητο πως δεν είναι δυνατό να γίνει αναφορά σε συγκεκριμένους πρακτικούς χειρισμούς αλλά μόνο σε διπλωματικούς-στρατηγικούς προσανατολισμούς.

 

Καταρχήν, αν η Βρετανία επιμείνει στις διχοτομικές της αξιώσεις, θα πρέπει να παρακάμψουμε τους βρετανούς διπλωμάτες και απευθυνόμενοι στην βρετανική πολιτική εξουσία να υπενθυμίσουμε ότι η Βρετανία «αρκετά πήρε». Πιο συγκεκριμένα, κατοχύρωσε τις βρετανικές βάσεις των οποίων υπό διαφορετικές συνθήκες κάποιος θα μπορούσε να σκεφτεί πως άλλο θα μπορούσε να είναι το καθεστώς μετά την ένταξη. Εξάλλου, είναι καιρός η Κύπρος να ξεφύγει από τα γρανάζια του Foreign Office και να λειτουργήσει ως ανεξάρτητο κράτος μέλος της ΕΕ όπου και δικαιωματικά μπορούμε να ζητήσουμε την διεύρυνση του ενδιαφέροντος των πολιτικών θεσμών της Κοινότητας και άλλων ευρωπαϊκών κρατών.

 

Όσον αφορά την Τουρκία, είναι η πρώτη φορά μετά το 1974 που  η Κύπρος βρίσκεται σε μια μάλλον πλεονεκτική διπλωματική θέση. Βασικά είναι η θέση που επιδιώκαμε όταν άρχισε η προσπάθεια ένταξης πριν δέκα περίπου χρόνια: α) Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ενταγμένη, β) η Τουρκία κατέχει ευρωπαϊκό έδαφος και γ) οι τουρκοκύπριοι αντιλαμβάνονται ολοένα και περισσότερο πως μόνο εάν επανενωθεί το νησί θα διασφαλίσουν την ευημερία τους και τα ανθρώπινα δικαιώματά τους. Ταυτόχρονα, κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος η θέση ότι το μέλλον όλων των κυπρίων δεν βρίσκεται στην διαιώνιση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών εις βάρος της Κύπρου αλλά στην ύπαρξη μιας βιώσιμης, λειτουργικής και δημοκρατικής κυπριακής πολιτείας. Συναφώς, όσοι ύπουλα και λανθασμένα έκτιζαν την επιχειρηματολογία τους σε διχοτομικές εκλογικεύσεις η πρόσφατη «ελεύθερη κυκλοφορία» που για άλλους λόγους επέτρεψε το παράνομο καθεστώς στην Κύπρο, απέδειξε περίτρανα το γεγονός πως τα προβλήματα στις σχέσεις ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων είναι εισαγόμενα και επίπλαστα.  

 

Ασφαλώς, η πρόωρη, άκαιρη, ανεξέλεγκτη και υπό τις περιστάσεις καταστροφική υποβολή του σχεδίου Αναν ενέσπειρε διχοτομικές σκέψεις που αντιβαίνουν στην ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ  με αποτέλεσμα να έχουν ενδεχομένως συγχύσει (και σκανδαλίσει) πολλούς τουρκοκύπριους –ιδιαίτερα στους κύκλους της αντιπολίτευσης– οι οποίοι κοντόφθαλμα και στη βάση εφήμερων ωφελιμιστικών προσδοκιών προσβλέπουν σένα διχοτομημένο νησί.  

Για να το πω διαφορετικά, θα συνέφερε περισσότερο την Κύπρο (τουρκοκύπριους και ελληνοκύπριους) εάν στις αντικαθεστωτικές εκδηλώσεις στις αρχές του έτους οι τουρκοκύπριοι δεν διαδήλωναν με σημαία το διχοτομικό σχέδιο Αναν αλλά με σημαία βιώσιμες διευθετήσεις που απορρέουν από το γεγονός της ένταξης και του Κοινοτικού κεκτημένου που δεσμεύει τον πολιτειακό χαρακτήρα της Κύπρου. Αυτό το κεκτημένο όπως ήδη τονίστηκε αυτομάτως ενοποιεί την Κύπρο υπό συνθήκες δημοκρατίας και πολιτειακής βιωσιμότητας. Επιμέρους πολιτειακά ζητήματα που αφορούν τις τοπικές ιδιομορφίες της Κύπρου είναι υπόθεση των ίδιων των κυπρίων και κανενός άλλου. Αν και χάθηκε πολύς χρόνος και κυρίως η κρίσιμη συγκυρία φθινόπωρο 2002-καλοκαίρι 2003, παραμένει εν τούτοις ανοικτό θέμα το πώς θα πειστούν οι τουρκοκύπριοι ότι το συμφέρον όλων είναι μια ενωμένη, δημοκρατική και ενταγμένη Κύπρος.

 

Εάν κάποιος δεν συνυπογράφει τους πιο πάνω θεμελιώδεις στόχους που απορρέουν από το γεγονός της ένταξης στην ΕΕ, σημαίνει πως ουσιαστικά συμφωνεί με το προαναφερθέν ύπουλο και στοχαστικά αποβλακωτικό «επιχείρημα» των μεταπρατών των ιμπεριαλιστών πως η μη αποδοχή των διχοτομικών διατάξεων το σχεδίου Αναν θα οδηγήσει σε… διχοτόμηση. Για να το πω διαφορετικά, κάποιοι υποστηρίζουν πως πρέπει «να αυτοκτονήσουμε σήμερα από φόβο μήπως και αρρωστήσουμε αύριο», δηλαδή, πως πρέπει να δεχτούμε την διχοτόμηση και την παντοτινή βρετανοτουρκική ηγεμονία ακυρώνοντας έτσι τις ευκαιρίες επίλυσης που δημιουργεί η ένταξη στην ΕΕ. Σε τελευταία ανάλυση η απειλή διχοτόμησης δεν είναι μόνο ύπουλη αλλά και αντιφατική: Για να υπάρξει βελτίωση του status quo που δημιουργήθηκε μετά το 1974 και για να συμφέρει αυτό στις δύο εθνικές οντότητες θα πρέπει να εντάσσεται στην λογική της ενότητας και όχι της «μεταβατικής διχοτόμησης». Η δημιουργία ενός μη βιώσιμου και μη λειτουργικού πειραματικού κρατιδίου που θα καταστήσει την ζωή όλων των κυπρίων μαρτύριο δεν συμφέρει ούτε την μια κοινότητα ούτε την άλλη. Η ευημερία τους, όπως και με κάθε άλλο κράτος, συναρτάται με την ύπαρξη ορθολογιστικών-αποτελεσματικών πολιτειακών ρυθμίσεων που θα επιτρέπουν στην οικονομία να λειτουργεί αποτελεσματικά, στους κρατικούς λειτουργούς να παίρνουν καθημερινές αποφάσεις και στους αντιπροσώπους της Κύπρου να συμμετέχουν ορθολογιστικά στους Κοινοτικούς θεσμούς. Έτσι, η κεκαλυμμένη διχοτόμηση η οποία επιπλέον θα καταργήσει την νυν κραταιά Κυπριακή Δημοκρατία και που θα αφήνει την οικονομία μετέωρη, θα αποτελέσει εξέλιξη απείρως χειρότερη ακόμη και από την διχοτόμηση.

            Ακριβώς, είναι προς το συμφέρον όλων των ενδιαφερομένων και κυρίως των ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων να διεξαχθούν διαπραγματεύσεις που θα παρακάμψουν αυτά τα ύπουλα και εκβιαστικά διλήμματα που θέτουν τα στοχαστικά υποπροϊόντα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και οι διπλωμάτες των τελευταίων.

 

Απαιτείται να εμμείνουμε με πείσμα στον πολιτειακό ορθολογισμό που διανοίγει η επέκταση στην Κύπρο της κοινοτικής έννομης τάξης και του κοινοτικού πολιτικού πολιτισμού και να εκμεταλλευτούμε την τελευταία (πραγματική) ευκαιρία επίλυσης του κυπριακού προβλήματος. Εάν υιοθετήσουμε ορθολογιστικές θέσεις και αποτύχουμε να επιτύχουμε την επανένωση του νησιού θα μπορούμε τουλάχιστον να λέμε ότι δεν δεχθήκαμε εθελούσια την διχοτόμηση και ότι επί μακρόν επιμείναμε στην επανένωση του νησιού. Εξάλλου, σ’ αυτή την ατυχή περίπτωση, συμφέρει περισσότερο αντί εγκλωβισμού των τουρκοκυπρίων και των ελληνοκυπρίων σ’ ένα πολιτειακό τερατούργημα να συνεχίσουμε μέχρι νεοτέρας την επίθεση ειρήνης. Κανείς δεν γνωρίζει τι μέλλει γενέσθαι στην Τουρκία, στα κατεχόμενα και στον κόσμο… Κάποιος, δεν αυτοκτονεί σήμερα από φόβο μήπως του συμβεί κάποιο θανατηφόρο ατύχημα αύριο. Ορθολογισμός και προνοητικότητα υπάρχει όταν κάποιος δεν αυτοκτονεί πολιτικά ενώ φροντίζει να μην του συμβεί (πολιτικό) ατύχημα. Στην περίπτωσή μας μια μη βιώσιμη λύση του κυπριακού θα είναι θανατηφόρο πολιτικό ατύχημα για αμφότερες τις κοινότητες της Κύπρου και πηγή περιφερειακής αστάθειας.

 

Για ένα ακόμη λόγο, έχει ήδη γίνει πασίδηλο ακόμη και για τους άπιστους θωμάδες και τους ευκολόπιστους, ότι το πρόβλημα δεν είναι οι εσωτερικές πολιτειακές ρυθμίσεις του κυπριακού κράτους αλλά η επεκτατική στρατηγική της Τουρκίας η οποία δεδηλωμένα στηρίζεται στην ναζιστική λογική του «ζωτικού χώρου». Γι’ αυτό μεταβολή των τουρκικών πολιτικών θέσεων δεν θα είναι συνάρτηση αλτρουισμού ή εντυπωσιασμού των τούρκων ηγετών από γραφικές εκδηλώσεις. Η μεταβολή των τουρκικών θέσεων συναρτάται ευθέως με ορθολογιστικές εκτιμήσεις για το εθνικό συμφέρον όπως αυτό ορίζεται από την τουρκική πολιτική ηγεσία. Ουσιαστικά, η δυνατότητα διεξόδου στο κυπριακό και στο υπόλοιπο φάσμα της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης συναρτάται με πολύπλοκους υπολογισμούς κόστους-οφέλους στην πλάστιγγα των τουρκικών συμφερόντων. Αυτοί οι υπολογισμοί αφορούν τις εξελίξεις στα κατεχόμενα στην Κύπρο, τις σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρώπη, τις σχέσεις της με την Ελλάδα και τα συντρέχοντα συμφέροντά της Άγκυρας στις σχέσεις της με άλλες δυνάμεις.

 

7. Οι τουρκικές θέσεις είναι αναμενόμενες: Η επικείμενη και επιθυμητή ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ

 

Όσον αφορά την Τουρκία, επομένως, έπρεπε να θεωρείται δεδομένο και αναμενόμενο ότι θα συνέδεε τη στάση της απέναντι στην κυπριακή ένταξη με την δική της ένταξη στην ΕΕ. Αυτή η στάση δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει ή να μας φοβίζει! ούτε κατ’ ανάγκη αποτελεί αρνητική εξέλιξη. Πιο συγκεκριμένα, επαναλαμβάνεται και τονίζεται η σημαντικότερη πτυχή της όλης υπόθεσης, ότι δηλαδή ενώ οι πολιτειακές ρυθμίσεις συνδέονται με την επέκταση του κοινοτικού κεκτημένου στην Κύπρο, οι πολιτικοστρατηγικές πτυχές αφορούν μια μεγάλη «ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ» που αναπόφευκτα έπεται και οικοδομεί πάνω στην ένταξη. Αυτός είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο τονίσαμε πιο πάνω ότι όσοι είχαν κατανοήσει τι πραγματικά γινόταν περί το κυπριακό όταν υποβλήθηκε το σχέδιο Αναν –με τον τρόπο μάλιστα που υποβλήθηκε και στην συγκεκριμένη χρονική συγκυρία– καλούσαν για ψυχραιμία και υπομονή : α) Ο χρόνος για μια τέτοια στρατηγική διαπραγμάτευση δεν είχε ακόμη ωριμάσει, β) η διπλωματία μας δεν θα ήταν αποτελεσματική αν λειτουργούσε σπασμωδικά και υπό το κράτος εκβιαστικών χρονικών περιορισμών, διλημμάτων και τους περιορισμούς που έθετε η συντρέχουσα κρίση του Ιράκ και δ) ήταν πιο χρήσιμο για όλους (έστω και αν οι τούρκοι δεν θα το παραδέχονταν) να ολοκληρωθεί ο κύκλος που αφορούσε τις εσωτερικές πτυχές (που προδικάζονται από το γεγονός της ένταξης και του κοινοτικού κεκτημένου) για να αποδεσμευτεί η διαπραγμάτευση στο απείρως πιο σύνθετο πεδίο των διπλωματικοστρατηγικών διαβουλεύσεων.  

 

Το ζητούμενο στο πεδίο των διπλωματικοστρατηγικών διαπραγματεύσεων –ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΑΣ ΤΙΣ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ ΚΑΙ ΜΗΝΕΣ ΠΟΥ ΕΡΧΟΝΤΑΙ– δεν είναι τι θα δώσει η Κύπρος αλλά τι θα «παραχωρήσουν» οι άλλοι στην Τουρκία για να συναινέσει σε μια βιώσιμη λύση χωρίς ξένα στρατεύματα και χωρίς έξωθεν εξαρτήσεις που θα καταργούν την κυπριακή λαϊκή κυριαρχία. Μια τέτοια στάση της Τουρκίας δεν θα είναι υπόθεση καλής θέλησης αλλά στρατηγικών ρυθμίσεων οι οποίες θα ενθαρρύνουν υπολογισμούς κόστους-οφέλους στην πλάστιγγα των τουρκικών εθνικών συμφερόντων οι οποίοι θα προσανατολίζουν την χώρα αυτή στην απόφαση ότι συνάδει με το εθνικό της συμφέρον μια έντιμη αλλά ταυτόχρονα βιώσιμη διέξοδος από την κυπριακή εμπλοκή της.

            Ουσιαστικά, υπό αυτό το πρίσμα, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει περιθώρια ακόμη και για την παραμικρή υποχώρηση: Α) Η Κοινοτική έννομη τάξη και η λαϊκή κυριαρχία είναι αδιαπραγμάτευτα. Β) Αποκλείεται να δεχθεί παντοτινή καθυπόταξη της εσωτερικής και εξωτερικής της κυριαρχίας όπως ρητά πρόβλεπε το σχέδιο Αναν. Γ) Αποκλείεται να αποδεχθεί καθυπόταξη της λαϊκής κυριαρχίας σε εξωτερικές δυνάμεις.

Αυτές οι πτυχές εκτιμώ πως έχουν ήδη γίνει κατανοητές από την συντριπτική πλειονότητα του κυπριακού πολιτικού κόσμου, αντανακλώνται στις αποφάσεις του Εθνικού Συμβουλίου και αυτό το γεγονός εξηγεί τους λόγους για τους οποίους πυροδοτούνται βιοτριολικές επιθέσεις εναντίον της κυπριακής πολιτικής ηγεσίας από τους μεταπράτες των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων.

 

Επειδή δεν είναι δική μου δουλειά να υποδείξω τους τακτικούς-πρακτικούς χειρισμούς, επισημαίνω μόνο ότι εξ αντικειμένου οι πρωταγωνιστές της πιο πάνω στρατηγικής διαπραγμάτευσης που βρίσκεται μπροστά μας είναι πρωτίστως η ΕΕ, η Ελλάδα (που θα πρέπει να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων), δευτερευόντως οι ΗΠΑ , ο ΟΗΕ και ακολουθούν οι υπόλοιποι ενδιαφερόμενοι διεθνείς δρώντες.

            Θα είναι τραγικό εάν η ελλαδική πολιτική ηγεσία δεν πειστεί για τον ορθολογισμό αυτών των αυτονόητων πολιτικών επιχειρημάτων. Βασικά, εάν η Αθήνα δεν πειστεί να συμπεριφερθεί ορθολογιστικά απέναντι στους αντιπάλους της Κύπρου το κυπριακό θα παραμείνει άλυτο, τα «σύνορα» στην Λευκωσία θα μονιμοποιούνται ολοένα και περισσότερο και η Τουρκία θα καθίσταται ολοένα και περισσότερο απρόβλεπτη.

            Ουσιαστικά, βρισκόμαστε  μπροστά στην πρώτη ευκαιρία επίλυσης του κυπριακού μετά την αποδοχή της τριμερούς από την Ελλάδα την δεκαετία του 1950 (όταν η διπλωματική μας απερισκεψία ενέπλεξε την Τουρκία εγκαθιδρύοντας έτσι ένα υπαρξιακό αδιέξοδο το οποίο η ένταξη στην ΕΕ επιχειρεί να υπερβεί) και ίσως η τελευταία ευκαιρία την οποία αν δεν χειριστούμε ορθολογιστικά θα είναι αναπόφευκτα μια πραγματικά «χαμένη ευκαιρία».

           

Καταληκτικά, πρωτίστως στο πλαίσιο της ΕΕ και ως πλήρες μέλος, μπορούμε να καλέσουμε τους συνεταίρους μας να διαδραματίσουν τον «διεθνή πολιτικό ρόλο» με τον οποίο επί δεκαετίες διακηρύττεται πως πρέπει να προικιστεί η Κοινότητα. Ιδού η Ρόδος, λοιπόν, ιδού και το πήδημα για την δημιουργία μιας «πολιτικής και διπλωματικής ΕΕ». Το ζήτημα βεβαίως όπως τελικά τίθεται, είναι κατά πόσο αντί αυτού εμείς θα αυτοκτονήσουμε πηδώντας στο γκρεμό αδιέξοδων και παγιδευτικών πολιτειακών ρυθμίσεων στην Κύπρο. Οι θέσεις που κατά καιρούς εκφράζουν κάποιοι διανοούμενοι που ειδικεύονται στις ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις –και οι οποίοι γι’ αυτό μόνο κατ’ όνομα είναι «ανεξάρτητοι ακαδημαϊκοί»– αυτό ακριβώς μας παροτρύνουν να κάνουμε. Για λόγους που αφορούν, την συλλογική μας ελευθερία, την περιφερειακή ειρήνη και την σταθερότητα, την διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όλων των κυπρίων και την κυπριακή λαϊκή κυριαρχία είναι απαραίτητο, πρώτο, εμείς οι ίδιοι να μη λυγίσουμε σε θέματα αρχής (ελευθερία-δημοκρατία), δεύτερο, να αναλάβουμε διπλωματικές πρωτοβουλίες εκμετάλλευσης των ευνοϊκών για εμάς συγκυριών (ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ) και τρίτον η κυπριακή πολιτική ηγεσία να φροντίσει να πείσει τους αρμόδιους ελλαδικούς παράγοντες για τα πιο πάνω αυτονόητα τα οποία απ’ ότι γνωρίζω, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, λίγο-πολύ συνενώνουν όλους τους ορθολογιστικά σκεφτόμενους κύπριους.

 

=======================================================================

 

 

Λύση του κυπριακού σε συνάρτηση με το γεγονός της ένταξής της στην ΕΕ (22.4.2003)

κλίκ στους τίτλους για επάνοδο στα περιεχόμενα στην κορυφή της σελίδας

1. Εισαγωγή: Το τετελεσμένο της ένταξης και ο δημόσιος διάλογος που προηγήθηκε 

Κατά τη διάρκεια της περιόδου Φθινόπωρο 2002-Άνοιξη 2003, δηλαδή από την υποβολή του σχεδίου Ανάν μέχρι και την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, γράφτηκαν οι πιο μελανές σελίδες στην ιστορία των δημόσιων και ακαδημαϊκών συζητήσεων στην Ελλάδα. Επιστημονικά αυτό θα ελεγχθεί μελλοντικά από τους ιστορικούς και τους διεθνολόγους. Για τον υποφαινόμενο θα αποτελέσει αφορμή για το αμέσως επόμενο στοχαστικό εγχείρημα. Το ζήτημα που τίθεται δεν είναι η (πολιτική) εκτίμηση κάποιου για το κατά πόσο έπρεπε ή δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτό το σχέδιο Ανάν όπως είχε αρχικά υποβληθεί αλλά αυτά που λέχθηκαν από τους υποστηρικτές του, ιδιαίτερα στην Ελλάδα.

 

Αν το σχέδιο είχε γίνει αποδεκτός όπως είχε αρχικά υποβληθεί και πριν η Κύπρος ενταχθεί στην ΕΕ η κατάσταση θα ήταν καταστροφική για όλους:

Πρώτο, άμεση και παντοτινή διχοτόμηση.

Δεύτερο, ένα μη βιώσιμο «κεντρικό» κράτος που αναπόδραστα θα κατάληγε σε συγκρούσεις και καταστροφές σε όλο το φάσμα των σχέσεων στο τρίγωνο Ελλάδας-Τουρκίας-Κύπρου.

Τρίτο, παντοτινή παραμονή τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο.

Τέταρτο, παντοτινή παραμονή των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων και συνεπακόλουθα τουρκοβρετανική επικυριαρχία. Ταυτόχρονα η ένταξη θα είχε ακυρωθεί εκ προοιμίου και με καταστατική επικύρωση αυτού του γεγονότος… στην Πράξη Προσχώρησης.

 

Πολλοί εκλογικεύοντας υποστηρίζουν πως αφού παρακάμψαμε αυτά τα προβλήματα λόγω στάσης του Ντεκτάς καλά κάναμε που δεν εκφράσαμε μεγάλες αντιρρήσεις για το σχέδιο Αναν στην αρχική φάση. Αυτή η στάση, συνεχίζει το ίδιο επιχείρημα, είχε ως αποτέλεσμα την τελική ένταξη και το γεγονός πως πολλοί μέμφονται τους τούρκους γι’ αυτή την εξέλιξη. Αυτές οι εκλογικεύσεις που δεν τιμούν όσους τις εκστομίζουν είναι προνόμιο άλλων και όχι δικών μας. Ο υπογράφων στέκεται με συνέπεια στην ίδια γραμμή ορθολογιστικών επιχειρημάτων τα οποία από το 1982 έγραψε σε εκατοντάδες άρθρα, επιφυλλίδες, δοκίμια και επιφυλλίδες (βλ. υστερόγραφο) Όσον μας αφορά αυτό το επιχείρημα είναι απαράδεκτο για τρις τουλάχιστον λόγους:

Πρώτο, η επιβίωση ενός λαού ποτέ δεν παίζεται κορώνα-γράμματα. Η προσωρινή σωτηρία από το φασιστοειδούς έμπνευσης σχέδιο Ανάν οφείλεται στην πλεονεξία των τούρκων και όχι στις δικές μας ενέργειες.  

Δεύτερο, ο κίνδυνος για την ελευθερία των ελληνοκυπρίων και των τουρκοκυπρίων εάν το αρχικό σχέδιο Ανάν είχε γίνει αποδεκτό είναι τόσο μεγάλοι που δεν αντιστάθμιζε την ανάληψη ενός τόσο μεγάλου κινδύνου (δηλαδή την δική μας καταρχήν αποδοχή με την ελπίδα –όπως τελικά έγινε– πως θα το απέρριπταν οι τούρκοι.

Τρίτο, εκτός του διαπραγματευτικού κεκτημένου ότι «η λύση δεν αποτελούσε προϋπόθεση για την ένταξη» στην Ευρώπη οι πολιτικοί ηγέτες είναι αρκετά σοβαροί για να μην έχουν απαίτηση από εμάς να αυτοκτονήσουμε πολιτειακά. Οι κίνδυνοι που πολλοί επέσειαν –εκτός του ότι μερικοί από αυτούς που τους επέσειαν είχαν από καιρό ταχθεί υπέρ της συνομοσπονδίας-διχοτόμησης– πως μια δική μας σθεναρή στάση θα εμπόδιζε την ένταξη ήταν προφάσεις εν αμαρτίαις για να μην χρειαστεί να δοθεί η διπλωματική μάχη. Έτσι, ασμένως έσπευσαν να δηλώσουν πως το σχέδιο Αναν ήταν… «ιστορική ευκαιρία». 

 

2. Μια νέα ευκαιρία για μια βιώσιμη λύση του κυπριακού ζητήματος (κλίκ στους τίτλους για επάνοδο στα περιεχόμενα στην κορυφή της σελίδας)

 

Η Κύπρος είναι πλέον μέλος του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος που περιστρέφεται γύρω από την διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Γι’ αυτό μας δίνεται μια ακόμη ευκαιρία να επιδιώξουμε μια βιώσιμη λύση του κυπριακού ζητήματος. Το παρόν σημείωμα, αποτελεί το πρώτο της μετά-ενταξιακής εποχής που σκοπό έχει να συνεισφέρει με βάσιμα επιχειρήματα προς αυτή την κατεύθυνση.

 

Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό να τονίσουμε πως η πλεονεξία του αντιπάλου μας διέσωσε τους κύπριους από την παντοτινή καταστολή της ελευθερίας τους και πως η ένταξη αποτελεί πλέον πολιτικό και διεθνοπολιτικό «τετελεσμένο». Πρέπει να γνωρίζουμε, όμως, πως την επόμενη φορά ίσως να μην είμαστε τόσο τυχεροί. Γι’ αυτό, η ένταξη προσφέρει τη δυνατότητα μιας νέας πορείας στο πλαίσιο της οποίας θα επιδιώξουμε μια βιώσιμη και λειτουργική επίλυση του κυπριακού προβλήματος που συμφέρει όλους τους κύπριους, ελληνοκύπριους και τουρκοκύπριους. Συμφέρει επίσης την Ελλάδα και την Τουρκία επειδή μακροχρόνια θα συμβάλει στην ειρήνη και στην σταθερότητα στην περιοχή. Το αντίθετο θα συμβεί εάν η Κύπρος παραμένει παίγνιο ελληνοτουρκικών ανταγωνισμών υπό την υψηλή βρετανική στρατηγική επιδιαιτησία με κύριο σκοπό του Λονδίνου –και δεν είναι τυχαίο πως η Βρετανία πρωτοστάτησε στην σύνταξη του σχεδίου Ανάν– την διαιώνιση των αποικιακών βάσεων.

 

Σκοπός είναι η κατάληξη σ’ ένα ενιαίο κράτος από το οποίο θα απουσιάζουν ξένα στρατεύματα και το οποίο θα διαμορφώσει πολιτειακές δομές οι οποίες θα είναι συμβατές τόσο με τον Κοινοτικό πολιτικό πολιτισμό όσο και με την Κοινοτική έννομη τάξη. Μέσο και ταυτόχρονα σκοπός είναι διαμέσου του γεγονότος της ένταξης να ανατραπεί το αρνητικό διαπραγματευτικό κεκτημένο του απαράδεκτου αρχικού σχεδίου Αναν αλλά και οι δουλείες διαπραγματεύσεων τριών δεκαετιών από θέση απόλυτης αδυναμίας. Επί τρεις δεκαετίες κατατείναμε να αποδεχτούμε τα τετελεσμένα της βίας του 1974 –δηλαδή διχοτόμηση, παραμονή τουρκικού στρατού στην Κύπρο και κατάργηση της κυπριακής πολιτείας– κάτι το οποίο το αγγλοαμερικανικό σχέδιο Αναν επιχείρησε να κωδικοποιήσει και ενσωματώσει στην Πράξη Προσχώρησης της Κύπρου στην ΕΕ.

 

Καμία ευκαμψία δεν μπορεί να υπάρξει ως προς αυτούς τους σκοπούς. Ας το πούμε ξεκάθαρα για μια ακόμη φορά: πρώτον, μεταξύ κωδικοποίησης της διχοτόμησης υπό μορφή λύσης και παντοτινής τουρκικής παρουσίας στην Κύπρο και δεύτερον, της παρούσης κατάστασης (παράνομη δηλαδή τουρκική παρουσία και de facto διαίρεση) δεν υπάρχει περιθώριο υποχωρήσεων. Ενώ η παρούσα de facto διχοτόμηση δυνατό μελλοντικά να ανατραπεί –με μέσο, ακριβώς, την ένταξη, κάτι που ήταν ο σκοπός πολλών από εμάς που πρωτοποριακά υποστηρίξαμε την υποβολή της αίτησης ένταξης–  επιτυγχάνοντας έτσι την ανατροπή των τετελεσμένων του 1974, η αποδοχή της παντοτινής υποδούλωσης της Κύπρου θα είναι μη αναστρέψιμη και παντοτινή εστία μελλοντικών προβλημάτων τις επόμενες δεκαετίες.   

 

3. Η σημασία της ένταξης (κλίκ στους τίτλους για επάνοδο στα περιεχόμενα στην κορυφή της σελίδας)

 

Πρώτον, το κυπριακό έχει βασικά λυθεί. Εκκρεμεί μόνο η αποχώρηση των στρατευμάτων  κατοχής και η ενσωμάτωση των τουρκοκυπρίων στο ενιαίο κυπριακό κράτος υπό συνθήκες και όρους που αφορούν τους ίδιους τους κυπρίους και κανένα άλλο:

1ον) Η Κύπρος είναι ένα ενιαίο κράτος ενταγμένο στην ΕΕ. Πρακτικά αυτό σημαίνει πως νομικά ανατράπηκαν τα τετελεσμένα της εισβολής του 1974 και πολιτικά προκρίθηκε μια λύση που θα τα ανατρέπει. Το κατά πόσο αυτή η λύση θα επιτευχθεί εξαρτάται από την ικανότητά μας να σκεφτούμε ορθά, να λειτουργήσουμε ψύχραιμα και να κινηθούμε μεθοδικά και αποτελεσματικά. Το σχέδιο Αναν αποτελούσε μια αγγλοσαξονική συνομωσία –που υποβοηθήθηκε από πλήθος εγχώριων μεταπρατών των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων– να ανατραπούν τα πλεονεκτήματα της ένταξης, να διχοτομηθεί η Κύπρος, να διατηρηθούν οι αποικιοκρατικές βάσεις και να παγιωθεί αυτό το τετελεσμένο στην Πράξη Προσχώρησης.    

2ον) Νομικά οι τουρκοκύπριοι αποτελούν πολίτες της ενταγμένης Κυπριακής Δημοκρατίας. Το σύνορο της Λευκωσίας είναι τεχνητό, αντιβαίνει στους Κοινοτικούς Νόμους.

3ον) Οι εσωτερικές ρυθμίσεις αποτελούν υπόθεση του Κυπριακού Κράτους αλλά και της ΕΕ που είναι υποχρεωμένη να επιμείνει στην εφαρμογή της Κοινοτικής έννομης τάξης.

4ον) Η Τουρκία κατέχει παράνομα εδάφη της ΕΕ.

5ον) Διανοίγεται στην Κύπρο η δυνατότητα να αντιμετωπίσει το ζήτημα της τελικής λύσης από μια νέα οπτική γωνία και από μια διπλωματικά πλεονεκτική θέση.

6ον) Για πρώτη φορά μετά το 1955 ο χρόνος μετράει υπέρ μιας βιώσιμης λύσης του κυπριακού προβλήματος και κατά των αντιπάλων μιας τέτοιας λύσης.

7ον) Για πρώτη φορά μετά το 1955 μια μεγάλη ομάδα κρατών (τα 25 μέλη της ΕΕ) είναι οργανικά «μπλεγμένοι» στην λύση του κυπριακού και ταυτόχρονα καταστατικά δεσμευμένοι για την μορφή που πρέπει να έχει αυτή η λύση (που δεν είναι άλλη, επαναλαμβάνουμε) από τη λύση που θα είναι συμβατή με τον πολιτικό πολιτισμό της ΕΕ και την Κοινοτική έννομη τάξη.

8ον) Ενώ το τουρκικό πολιτικό καθεστώς που λειτουργεί και σκέφτεται με επεκτατικούς όρους και η εγκάθετή τους στην Κύπρο πολιτική εξουσία είναι προσωρινοί η Κύπρος αποτελεί πλέον ένα μόνιμο μέλος του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος που συγκροτείται γύρω από την ΕΕ.

9ον) Η Κύπρος δεν είναι υποχρεωμένη και ούτε μπορεί κανείς να την υποχρεώσει να δεχθεί α) ένα ανελεύθερο καθεστώς που δεν συμφέρει τόσο τους ελληνοκύπριους όσο και τους τουρκοκύπριους, β) ξένες βάσεις και ξένα στρατεύματα και γ) περιορισμό των ελευθεριών που απολαμβάνουν όλα τα κράτη του κόσμου στην εσωτερική της έννομη τάξη.

10ον) Μπορεί πλέον να επιμένει στη θεμιτή της αξίωση για άνευ όρων ενοποίηση του νησιού υπό συνθήκες δημοκρατίας και προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

11ον) Ο ΟΗΕ ποτέ δεν ήταν και ούτε θα μπορέσει ποτέ να είναι αρμόδιος για το εσωτερικό καθεστώς του Κυπριακού κράτους. Θα πρέπει να αποσταλεί δια πασών μήνυμα πως οποιαδήποτε πρωτοβουλία θα πρέπει να περνά μέσα από τους Κοινοτικούς θεσμούς στους οποίους θα έχουμε λόγο υπό θεσμικές συνθήκες που ισχύει η ομοφωνία (και μάλιστα στο διπλό, της Ελλάδας και της Κύπρου). Το γεγονός πως στο παρελθόν δεχθήκαμε να προσδιορίζει ο οποιοσδήποτε γ.γ. του ΟΗΕ το εσωτερικό πολιτικό καθεστώς της Κύπρου αποτελούσε ανωμαλία που αντιβαίνει στο διεθνές δίκαιο και στον Καταστατικό Χάρτη. Η Κύπρος δεν έκανε οτιδήποτε που να δημιουργεί κινδύνους για την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Ο δράστης είναι η Τουρκία η οποία τώρα κατέχει ευρωπαϊκό έδαφος και οποιοσδήποτε θέλει να προσφέρει τις καλές του υπηρεσίες πρέπει να απευθύνεται στην Άγκυρα που ποικιλοτρόπως θέτει την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια σε κίνδυνο. Ο ρόλος του ΟΗΕ ήταν και συνεχίζει ένας και μόνο ένας: Η διασφάλιση της κρατικής κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

4. Τα μέσα που προσφέρει η ένταξη (κλίκ στους τίτλους για επάνοδο στα περιεχόμενα στην κορυφή της σελίδας)

 

Τα μέσα βιώσιμης λύσης και διασφάλισης των κυπρίων συναρτώνται με τις θεσμικές, πολιτικές και στρατηγικές πτυχές του γεγονότος της ένταξης.

 

Το δόγμα της κυπριακής και ελλαδικής εξωτερικής πολιτικής θα είναι πρέπει να είναι το εξής: Οι μεθοδεύσεις μας και οι στάσεις μας στοχεύουν την ολοένα μεγαλύτερη ενσωμάτωση των τουρκοκυπρίων στο κυπριακό πλέον κράτος κάτι το οποίο όσο επιτυγχάνει τόσο περισσότερο θα υπονομεύονται οι επεκτατικοί και ηγεμονικοί σκοποί της Τουρκίας και των Βρετανών συμμάχων τους που πρωτοστάτησαν στην συνομωσία που συνομολόγησε το ανελεύθερο σχέδιο Ανάν. Έτσι, χωρίς ποτέ να αναγνωρίσουμε το παραμικρό το οποίο θα μπορούσε να εκληφθεί ως αναγνώριση των τετελεσμένων. Χρειάζεται όμως προσοχή. Προνομιακοί συνομιλητές μας δεν είναι αυτοί που συνάντησαν τον πρωθυπουργό της Ελλάδας Κώστα Σημίτη στην πράσινη γραμμή όταν πρόσφατα επισκέφθηκε την Κύπρο ως προεδρεύων της ΕΕ. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι φανατικοί οπαδοί του αρχικού σχεδίου Ανάν και κύρια βλέψη τους είναι η «καρέκλα του Ντεκτάς», ο σφετερισμός του ποταμού κονδυλίων που θα εισρεύσουν στον τουρκοκυπριακό τομέα και η κατάκτηση πλεονεκτικής θέσης απέναντι στην ελληνική πλειονότητα λόγω θέσεως ισχύος που θα τους προσφέρει τυχόν παραμονή των τουρκικών στρατευμάτων.

 

Γι’ αυτό, στην φάση αυτή οτιδήποτε διοχετεύεται στους τουρκοκύπριους πρέπει να πηγαίνει κατ’ ευθείαν στον λαό. Σκοπός δεν είναι να χρηματοδοτήσουμε μια νέα κατεξουσιαστική τάξη στον τουρκοκυπριακό τομέα αλλά να βοηθήσουμε τον τουρκοκυπριακό λαό και ταυτόχρονα να εξωθήσουμε όλους προς μια βιώσιμη λύση.

  

5. Η συνειδητή ή αθέλητη Πέμπτη φάλαγγα είναι πάντα παρούσα (κλίκ στους τίτλους για επάνοδο στα περιεχόμενα στην κορυφή της σελίδας)

 

Η πολιτική ηγεσία πρέπει να προσέξει από τα τρωκτικά των ηγεμονικών παρασκηνίων και από τους πολιτικούς χαμαιλέοντες. Δεν είναι τυχαίο ότι είναι τα ίδια ακριβώς άτομα τα οποία α) τάσσονταν υπέρ της διχοτόμησης, β) τάχθηκαν κατά της υποβολής αίτησης ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ την περίοδο 1988-92, γ) υποστήριξαν με μανία πως η Κύπρος δεν πρέπει να ενταχθεί στην ΕΕ πριν γίνει στην Κύπρο συνομοσπονδία, δ) υποστήριξαν με μανία το αρχικό διχοτομικό σχέδιο Ανάν συχνά επικαλούμενοι τα ίδια επιχειρήματα όπως και ο Ντεκτάς και ε) προσπάθησαν να πείσουν την ελληνική και κυπριακή κοινή γνώμη πως οι αγωνιστές της ελευθερίας του έπους 1955-59 είναι περίπου… εθνικιστές και τρομοκράτες. Ηθελημένα ή αθέλητα –κυρίως το δεύτερο– είναι εχθροί της επιβίωσής των ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων. Δεν είναι τυχαίο πως πολλοί από αυτούς επιπόλαια και σπασμωδικά έσπευσαν να υποστηρίξουν πως οι κύπριοι πρέπει να… αλλάξουν ταυτότητα και πως δεν πρέπει να αναρτούν τα εθνικά τους σύμβολα.  

 

6. Έτοιμοι για το χειρότερο: Τι σημαίνει αποτυχία επανένωσης (κλίκ στους τίτλους για επάνοδο στα περιεχόμενα στην κορυφή της σελίδας)

 

Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε πως αν σε μερικά χρόνια η στρατηγική μας για επανένωση της Κύπρου υπό συνθήκες δημοκρατίας και βιώσιμων πολιτειακών δεσμών δεν επιτύχει, η Κυπριακή Δημοκρατία θα μείνει όπως είναι μετά το 1974 και πως –αν και εμείς ποτέ δεν θα το δεχτούμε– κάποιοι κύπριοι ενδεχομένως ποτέ δεν θα επιστρέψουν στα εδάφη τους.

Όσο οδυνηρό και να είναι μια τέτοια πιθανή εξέλιξη, όμως, είναι απείρως λιγότερο οδυνηρό από την καταστροφή που θα συμβεί αν καταργήσουμε την Κυπριακή Δημοκρατία για να δημιουργήσουμε ένα φασιστικό και ανελεύθερο κρατίδιο, χωρίς λαϊκή κυριαρχία, στο οποίο θα σταθμεύουν μόνιμα τρεις ξένοι στρατοί, το οποίο θα είναι αποστρατικοποιημένο (δηλαδή υπό τις συνθήκες αυτές αφοπλισμένο και έρμαιο εκβιασμών και καταναγκασμών), θα υπόκειται τις συνέπειες αποικιακών συνταγματικών ρυθμίσεων που θα καταστήσουν το κυπριακό λαό υποχείριο μιας κοινής τουρκοβρετανικής κατοχής και στη βάση των ίδιων ρυθμίσεων θα αναιρεθεί αυτό που όλα τα κράτη έχουν, δηλαδή την εξωτερική της κυριαρχία.

 

Το επιχείρημα πως θα παγιοποιηθεί η διχοτόμηση αν δεν δεχθούμε ένα σχέδιο λύση όπως αυτό του Αναν είναι παράλογο και αντιφατικό. Αυτό επειδή δεν δέχεται κάποιος την διχοτόμηση… για να την αποφύγει στο μέλλον. Σε κάθε περίπτωση, το τίμημα δημιουργίας ενός ανελεύθερου κρατιδίου-τέρατος και της νόμιμης πλέον τουρκοβρετανικής κατοχής δεν αντισταθμίζεται από την αβέβαιη υπόσχεση πως θα επιστρέψουν μερικές χιλιάδες στα σπίτια τους. Βασικά, ο μόνος τρόπος να αποφύγουμε μια καταστροφική εξέλιξη –που θα είναι η αποδοχή ενός μη φασιστικού κρατιδίου ως δήθεν λύση– και να αυξήσουμε τις πιθανότητες μιας ορθής λύσης μελλοντικά είναι να εμμείνουμε με αποφασιστικότητα στις αρχές ορθολογιστικών πολιτειακών διευθετήσεων ενώ ταυτόχρονα να δώσουμε σε όλους να καταλάβουν πως δεν υπάρχει τίμημα για μια μη βιώσιμη λύση.

 

7. Μελλοντικές προοπτικές (κλίκ στους τίτλους για επάνοδο στα περιεχόμενα στην κορυφή της σελίδας)

 

Δεν θα επεκταθούμε επί ζητημάτων που δεν αφορούν αρμοδιότητά μας. Τονίζουμε όμως πως οι πιθανότητες μιας βιώσιμης λύσης του κυπριακού συναρτώνται με τα εξής:

 

1ον) Ο βαθμός επιτυχίας στην προσέγγιση των τουρκοκυπρίων.

2ον) Ο βαθμός επιτυχίας στην καλλιέργεια στους ευρωπαίους συνεταίρους μας της σημασίας μιας βιώσιμης λύσης (και η εμπλοκή τους σ’ αυτή τη βάση).

2ον) Ο βαθμός επιτυχίας στην μετάδοση του μηνύματος προς κάθε κατεύθυνση πως μόνιμη παρουσία των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο είναι για εμάς απαράδεκτη.

3ον)  Ο βαθμός επιτυχίας των παράλληλων διαπραγματεύσεων Τουρκίας-Ελλάδας και ΕΕ-Τουρκίας για πειστεί η Άγκυρα –κάτι που σημαίνει πως πρέπει πρώτα πρέπει να πειστεί η κυβέρνηση των Αθηνών και οι περισσότεροι συνεταίροι μας στις Βρυξέλλες για τον ορθολογισμό των θέσεών μας– πως παραμονή στρατευμάτων στην Κύπρο είναι κάτι που απορρίπτεται κάθετα και ασυζητητί.

 

Δεν έχουμε αμφιβολία πως οι στρατοκράτες της Άγκυρας θα αντισταθούν σθεναρά εμμένοντας τους επεκτατικούς τους σκοπούς. Όμως, δεν είπαμε πως θα είναι εύκολο. Αυτό που λέμε είναι πως δεν έχουμε την πολυτέλεια να δεχθούμε το αντίθετο μιας βιώσιμης και λειτουργικής λύσης.  

     

 

Για τυχόν σχόλια ή άλλα μηνύματα η διεύθυνση είναι:

ifestos@panteion.gr ή info@ifestos.edu.gr