Παναγιώτης Ήφαιστος

Καθηγητής, Διεθνείς Σχέσεις-Στρατηγικές Σπουδές

Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών

www.ifestos.edu.gr  -- www.ifestosedu.gr  --  info@ifestosedu.gr  -- info@ifestos.edu.gr

 

 

 

 

 

 

 

Για μετάβαση στην κεντρική σελίδα, άνοιγμα σε άλλο παράθυρο, κλικ εδώ www.ifestos.edu.gr  ή www.ifestosedu.gr

 

 

Η κοινωνικοπολιτική δομή του διεθνούς συστήματος, ο ρόλος της συλλογικής ασφάλειας και το ζήτημα της διεθνούς διακυβέρνησης

(Δοκίμιο, συλλογικό έργο με τίτλο: «Ο ρόλος του ΟΗΕ στον 21ο αιώνα», Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, Ιανουάριος 2008.

 

Περιεχόμενα: 1. Εισαγωγή: Θεμελιώδεις κοινωνικοπολιτικές δομές του διεθνούς συστήματος και η συλλογική ασφάλεια. 2. Αξίωση κυριαρχίας-εθνικής ανεξαρτησίας και το συνεπακόλουθο γεγονός της διεθνούς αναρχίας. 3. Οντολογικά θεμέλια του διεθνούς συστήματος, η έννοια της συλλογικής ελευθερίας στις διεθνείς σχέσεις, το διεθνές δίκαιο και οι διεθνείς θεσμοί. 4. Συμπεράσματα για τα βαθύτερα χαρακτηριστικά των διεθνών κανονιστικών δομών και τις εγγενείς ατέλειές τους.

 

1. Εισαγωγή: Θεμελιώδεις κοινωνικοπολιτικές δομές του διεθνούς συστήματος και η συλλογική ασφάλεια.

 

Περισσότερο απ’ ότι σε παρελθούσες εποχές, κατανόηση των προβλημάτων της “μετάβασης” από τον Ψυχρό Πόλεμο στην μεταψυχροπολεμική εποχή –και στην συνέχεια, ενδεχομένως, σ’ ένα νέο διεθνές σύστημα με πιο ευδιάκριτα χαρακτηριστικά–, απαιτεί προσκόλληση στα στοιχειώδη, ουσιώδη και θεμελιώδη:

Κατά πρώτον, πολλές αναλύσεις του διεθνούς συστήματος των δύο τελευταίων δεκαετιών, όπως εξάλλου καταμαρτυρούν τα πλείστα κείμενα που γράφτηκαν μετά το 1989, αναμιγνύουν άγνοια[1], ιδεολογική σύγχυση[2] και κυρίως πολιτικοστρατηγικές σκοπιμότητες[3]. Βασικά, η τιμή των αναλυτών των διεθνών σχέσεων διασώθηκε από μερικά κείμενα της αξιολογικά ελεύθερης και περιγραφικής Ρεαλιστικής Θεωρίας, δηλαδή, της προέκτασης της Θουκυδίδειας παράδοσης στην επιστημονική μελέτη των διεθνών σχέσεων.  

Κατά δεύτερον, το διεθνές σύστημα δεν άλλαξε μορφικά ή από άποψη περιεχομένου: α) Μορφικά η κυριαρχία συνεχίζει να αποτελεί το μόνο διεθνές καθεστώς. β) Ο κοινωνικός κατακερματισμός του πλανήτη είναι ο κύριος διαμορφωτικός παράγοντας του διεθνούς κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι που διαρκώς προσαρμόζει την κυριαρχική-πολιτειακή δομή του κόσμου στην κοινωνική δομή του πλανήτη. Η πτώση της ΕΣΣΔ και η δημιουργία πολλών νέων κρατών στην Επικράτεια της πρώην Σοβιετικής Ένωσης προσάρμοσε τις πολιτειακές δομές σύμφωνα με την κοινωνική ανομοιομορφία που πάντοτε υπήρχε σ’ αυτό τον αχανή χώρο που εκτεινόταν από την Ευρώπη μέχρι την Κίνα. Έτσι, για ακόμη μια φορά, κατά την διάρκεια των Νέων Χρόνων, επιβεβαιώθηκε ότι, το Πολιτειακό γίγνεσθαι συναρτάται, κατά κύριο λόγο, με προϋπάρχουσες ιστορικές ανθρωπολογικές διαμορφώσεις των εθνών του κόσμου και όχι με μεταφυσικά προσδιορισμένες επίπλαστες διεθνιστικές, ηγεμονικές ή κοσμοπολίτικες κατασκευές[4]. Η καθιέρωση της κυριαρχίας κατά την διάρκεια των Νέων Χρόνων ενίσχυσε αυτές τις αντι-ηγεμονικές ιστορικές τάσεις. Υπενθυμίζεται ότι κατά την διάρκεια των Νέων Χρόνων το αντι-ηγεμονικό καθεστώς της αναρχίας-κυριαρχίας δρομολογήθηκε με την Συνθήκη της Βεστφαλίας το 1648 μ.Χ. Οι δομές του αναπτύχθηκαν και ωρίμασαν διαμέσου του συστήματος ισορροπίας δυνάμεων και κωδικοποιήθηκαν –αν όχι αποκρυσταλλώθηκαν ανεπίστροφα– με τους εξίσου αντι-ηγεμονικού χαρακτήρα[5] Καταστατικούς Χάρτες της Κοινωνίας των Εθνών και του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) που αποτύπωσαν τις οντολογικά θεμελιωμένες κοινωνικοπολιτικές διαμορφώσεις των τεσσάρων αιώνων που διέρρευσαν μετά την Συνθήκη της Βεστφαλίας[6]. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου είχαμε όχι μια νέα δομή του κόσμου ή ένα νέο διεθνές σύστημα με διαφορετικά χαρακτηριστικά αλλά μόνο μια μεγάλη ανακατανομή ισχύος, συμφερόντων, συνόρων και πληθυσμών στο εσωτερικό αυτού του μορφικά σταθεροποιημένου συστήματος κυρίαρχων κρατών. Ο όρος «μετάβαση» δικαιολογείται, ακριβώς, μόνο στον βαθμό που αυτή η ανακατανομή δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.

Κατά τρίτον, οι τάσεις, οι εντάσεις και τα προβλήματα της μεταψυχροπολεμικής εποχής δεν δημιουργούν ένα νέο διεθνές σύστημα διαφορετικό από το προηγούμενο. Σ’ αντίθεση με πολλές αφελείς προβλέψεις ή αποπροσανατολιστικές ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις ηγεμονικής έμπνευσης, οι εντάσεις και τα προβλήματα του ίδιου ακριβώς συστήματος όχι μόνο δεν εξαλείφθηκαν αλλά επιπλέον πλήθυναν και οξύνθηκαν. Πρωτίστως, οξύνονται τα προβλήματα που οφείλονται στην προϊούσα –κυρίως λόγω αλμάτων της τεχνολογίας– πλανητικοποίηση των οικονομικών, τεχνολογικών και πολιτικών φαινομένων[7]. Τα φαινόμενα αυτά που προκαλούν ισχυρές σεισμικές δονήσεις στα συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης των κυρίαρχων κρατών δημιουργούν το εξής διεθνοπολιτικό παράδοξο: Επειδή, όπως θα τονιστεί πιο κάτω, κοσμοθεωρητικός, ηθικοκανονιστικός και κατ’ επέκταση κυριαρχικός κατακερματισμός είναι βαθύτατος, οντολογικά θεμελιωμένος και πιθανότατα παντελώς ανεπίστροφος, οξύνονται οι εντάσεις καταμερισμού ρόλων όσον αφορά την κατανομή πόρων και αγαθών μεταξύ του πλανητικού επιπέδου και του εθνικού-κρατικού επιπέδου[8]. Αυτό γιατί το Πολιτικό γεγονός που καταμερίζει και κατανέμει τους ρόλους, τις πολιτικές αρμοδιότητες και τα συμφέροντα είναι ευθέως συναρτημένο με τις ιστορικές κοινωνικές διαμορφώσεις (δηλαδή, με τον ιστορικό εθνολογικά κατακερματισμένο χάρτη του πλανήτη). Πλανητικά, ένα Πολιτικό γεγονός όπως είναι κλασικά νοηματοδοτημένο (ή ακόμη, όπως είναι νοηματοδοτημένο στην πιο απλουστευτική νεοτερική εταιρική εκδοχή) δεν υπάρχει, δεν είναι εφικτό να υπάρξει και όταν επιχειρείται να κατασκευαστεί πέραν και υπεράνω των εθνών στην βάση μεταφυσικά προσδιορισμένων κριτηρίων αντιβαίνει στην υποκείμενη θεμελιώδη κοινωνικοπολιτική δομή[9]. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο καταλύθηκαν οι ηγεμονικές αυτοκρατορίες για να υπάρξει, ακριβώς, προσαρμογή των πολιτειακών δομών στις κοινωνικές δομές του πλανήτη[10].

Συντομογραφικά: Οξύνονται οι εντάσεις μεταξύ αξιώσεων για μια παγκόσμια διακυβέρνηση[11] η οποία εξ αντικειμένου στερείται μιας κοινωνικά νομιμοποιημένης παγκόσμιας διανεμητικής δικαιοσύνης – διακρατικής και πολύ περισσότερο παγκόσμιας[12]) και των κατά κράτος συστημάτων διακυβέρνησης (που, εξ αντικειμένου, είναι προικισμένα με κοινωνικοπολιτικά νομιμοποιημένη διανεμητική δικαιοσύνη).

 

Από τις σύντομες εισαγωγικές παρατηρήσεις, οι οποίες αναφέρονται σε διυποκειμενικά μαρτυρούμενα γεγονότα, συνάγεται ότι η μεταψυχροπολεμική εποχή είναι μια μεταβατική ιστορική φάση, όχι γιατί άλλαξε κάτι ουσιαστικό αλλά μόνο γιατί συντελούνται δραστικές ανακατανομές που προκαλούν εντάσεις στο επίπεδο των ανακατανομών πόρων και καταμερισμού ρόλων. Αυτό σύμφωνα με την θεώρηση του Δομικού Ρεαλισμού[13], ήταν αναμενόμενο γιατί είχαμε δραστικές ανακατανομές ισχύος[14].

Στο υπόβαθρο του (ίδιου) συστήματος, ακριβώς, υποβόσκουν τα ίδια αίτια πολέμου που περιγράφηκαν επακριβώς από τον Θουκυδίδη σε αναφορά με το κλασικό σύστημα Πόλεων και που επαληθεύτηκαν επανειλημμένα από της συνεχιστές της Θουκυδίδειας παράδοσης, δηλαδή την Ρεαλιστική Θεωρία[15]. Της θεωρίας, δηλαδή, που εξετάζει τόσο την ουσία και το περιεχόμενο όσο και το σύνολο των ζητημάτων στο διακρατικό, το ενδοκρατικό και το διεθνικό επίπεδο. Υπό αυτό ακριβώς το πρίσμα μιας περιεκτικής θεώρησης, η σύντομη ανάλυση που ακολουθεί θα εστιάσει την προσοχή όχι σε υποθέσεις φαντασιακού περιεχομένου αλλά στα δομικά χαρακτηριστικά του διεθνούς συστήματος, και κυρίως στην φύση των κοινωνικοπολιτικών διαμορφώσεων, καθώς και στις συνέπειες για τους διεθνείς θεσμούς, ιδιαίτερα για την συλλογική ασφάλεια.

 

Είναι σημαντικό να τονιστεί εισαγωγικά πως οι προαναφερθείσες τάσεις και εντάσεις της μεταψυχροπολεμικής εποχής, επηρεάζονται καθοριστικά από το ανεπίστροφο γεγονός της οντολογικής θεμελίωσης του κόσμου στην βάση της ετερότητας κάθε κυρίαρχης κοινωνίας. Το σύστημα κρατών των Νέων Χρόνων, παρά τις πολλές ατέλειές[16] στις οποίες θα αναφερθούμε πιο κάτω, εδράζεται πάνω σε μια διεθνή τάξη που αποτυπώθηκε επακριβώς στους καταστατικούς χάρτες των διεθνών θεσμών και που διέπεται από τις θεμελιώδεις αρχές διεθνούς δικαίου. Το κατά πόσο συνιστά όχι μόνο σύστημα κρατών και προοδευτικά μια κοινότητα κρατών ή και μια κοινωνία κρατών, σχετίζεται από την πυκνότητα των διακρατικών ρυθμίσεων, τον βαθμό τήρησης των διακρατικών συμφωνιών και συμβάσεων και (όσον αφορά την κοινωνία κρατών) την επίδειξη αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών και των κοινωνιών τους. Σε μια κοινότητα κρατών οι υποσχέσεις τηρούνται και όλα τα κράτη συμπεριφέρονται φιλειρηνικά (κάτι που πρωτίστως προϋποθέτει την εξάλειψη των αιτιών πολέμου –βλ. παρεμβαλλόμενο πίνακα– και ελέγχονται-τιμωρούνται οι παραβάτες). Διεθνής αλληλεγγύη με την προαναφερθείσα έννοια, πάντως, δεν μπορεί να μην συμπεριλάβει αντιμετώπιση του προβλήματος της άνισης ανάπτυξης, των περιβαλλοντολογικών προβλημάτων και κανονιστικών ρυθμίσεων που, σύμφωνα με το πνεύμα του διεθνούς δικαίου, θα διασφαλίζουν ισόρροπες συναλλαγές μεταξύ φτωχών και πλουσίων, ισχυρών και αδυνάμων.   

 

Οι προηγηθείσες επισημάνσεις καταλήγουν σε μια αφετηριακή ουσιαστική θέση, ότι δηλαδή κάθε θεώρηση των διεθνών θεσμών και ιδιαίτερα της συλλογικής ασφάλειας απαιτείται να συνεκτιμά το γεγονός ότι τα σύγχρονα έθνη-κράτη α) είναι οντολογικά θεμελιωμένα, β) είναι ιστορικά διαμορφωμένα με κύριο χαρακτηριστικό την διακριτή κοσμοθεωρητική και ηθική ετερότητά τους και ότι αυτή η ετερότητα εξελίσσεται με τρόπο που βαθαίνει ολοένα και περισσότερο εντείνοντας και οξύνοντας έτσι την διεθνή ανομοιομορφία[17]. Συγκρίνοντας το διακρατικό σύστημα της κλασικής εποχής με το σημερινό, σημειώνουμε ότι παρά το γεγονός πως η δομή-χαρακτήρας του συστήματος Πόλεων ήταν ανάλογη (άξονάς του ήταν το ιδεώδες της ανεξαρτησίας), από άποψη περιεχομένου διέφερε. Συγκεκριμένα, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, το σύστημα Πόλεων αφενός εμπεριείχε πιο ώριμα και πιο εξελιγμένα πολιτειακά συστήματα και αφετέρου είχε εμπεδώσει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό την «ιδέα της ανεξαρτησίας»[18]ως μια έννοια βαθύτερου νοήματος που ενσάρκωνε την ελευθερία των κοινωνιών και που επηρέαζε τον χαρακτήρα και την λειτουργία των δια-πολιτειακών θεσμών του «ελληνικού κοσμοσυστήματος» της κλασικής εποχής[19].

            Η αναπόδραστη συνέπεια των οντολογικά θεμελιωμένων κοινωνικοπολιτικών διαμορφώσεων κατά την διάρκεια των Νέων Χρόνων που συντελούνται με άξονα –τόσο τυπικά[20] όσο και ουσιαστικά[21]– την πολιτική κυριαρχία, έχει ως συνέπεια ότι ενόσω οι κοινωνίες θα αξιώνουν ανεξαρτησία-κυριαρχία το καθεστώς οργάνωσης του διεθνούς συστήματος θα καθίσταται εγγενώς ολοένα και πιο «κρατοκεντρικό[22]». Αυτή η επισήμανση δεν υποτιμά, όπως εξάλλου τονίζεται σε άλλα σημεία της παρούσης ανάλυσης, το γεγονός ότι η προϊούσα εμπέδωση του κρατοκεντρικού χαρακτήρα του συστήματος συνοδεύεται τόσο από την αντίρροπη ύπαρξη αιτιών πολέμου όσο και πλανητικές τάσεις που αποσταθεροποιούν την διακρατική τάξη[23].

            Φυσιολογική προέκταση αυτών των δομών και των εγγενών αντίρροπων τάσεων είναι και το γεγονός ότι α) η κρατοκεντρική δόμηση του κόσμου καθιστά την συλλογική ασφάλεια ολοένα και πιο αναγκαία ως μέσο ειρήνης και σταθερότητας, β) ο ορισμός της συλλογικής ασφάλειας με όρους μη επέμβασης και διακρατικής ισοτιμίας (για να είναι συμβατός με την ολοένα και βαθύτερη κοινωνικοπολιτική φύση του διεθνούς συστήματος) απαιτείται να γίνεται ολοένα και πιο αυστηρός[24] και γ) η λειτουργία των διεθνών κανονιστικών δομών συλλογικής ασφάλειας θα πρέπει (για να είναι νομιμοποιημένες) να είναι ολοένα και λιγότερο ή και καθόλου ηγεμονικές[25]. Συνολική εκτίμησή μας όσον αφορά το τελευταίο σημείο, είναι ότι η επιτυχία μιας τέτοιας πορείας είναι αντιστρόφως ανάλογη των αλληλένδετων νεοτερικών διεθνιστικών, κοσμοπολίτικων, ιδεαλιστικών και καταληκτικά αναπόδραστα ηγεμονικών θεωρημάτων και ιδεολογημάτων.   

Πιο συγκεκριμένα, η συλλογική ασφάλεια ενός οποιοδήποτε διεθνούς συστήματος που θεμελιώνεται και περιστρέφεται γύρω από την νομικά και πολιτικά βαθύτατη έννοια της κυριαρχίας, αποκλείεται να συναρτάται σε μόνιμη βάση με οποιουδήποτε είδους ηγεμονική διακυβέρνηση πέραν και υπεράνω των κρατών. Μια τέτοια διακυβέρνηση σε μόνιμη βάση αντιβαίνει στην φύση του συστήματος κυριαρχίας και εξ ορισμού αποτελεί πολιτική ανωμαλία ασύμβατη με τις διακρατικές συμβάσεις και συνθήκες της ύστερης εποχής. Βεβαίως, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, στην πράξη, κάτι που αποτελεί και κύριο στοιχείο ανάλυσης της Ρεαλιστικής Θεωρίας, λόγω αιτιών πολέμου, αναπόδραστα εκδηλώνονται τέτοια φαινόμενα, γιατί ακριβώς υπάρχουν αίτια πολέμου κύριο γνώρισμα των οποίων είναι οι ηγεμονικές και αναθεωρητικές συμπεριφορές και οι διαρκείς προσπάθειες ηγεμόνευσης των διεθνών θεσμών.

Στο υπόβαθρο αυτών των αιτιών πολέμου υποβόσκει τόσο η άνιση ανάπτυξη όσο και η απροθυμία των ηγεμονικών δυνάμεων να επιτρέψουν μια διεθνή διακυβέρνηση συμβατή με την φύση του συστήματος κυριαρχίας και το βαθύτερο νόημα των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου. Ειδικά όσον αφορά το τελευταίο ζήτημα και παρά το γεγονός πως μερικοί σε αξιολογική βάση θα υποστήριζαν πως κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο για λόγους αποτελεσματικότητας,  αναπόφευκτα, η ηγεμονική διακυβέρνηση προκαλεί ρευστές, ασταθείς, άνομες, καταχρηστικές και ατελέσφορες μεθόδους διανεμητικού χαρακτήρα που συχνά παραβιάζουν όχι μόνο το πνεύμα και το βαθύτερο νόημα αλλά επίσης και το γράμμα του διεθνούς δικαίου[26]. Έτσι, παρά το γεγονός ότι στην διακρατική ζωή όπως διαμορφώθηκε τους τελευταίους αιώνες, οι αξιώσεις ηγεμονικής διακυβέρνησης είναι εγγενούς χαρακτήρα και πανταχού παρούσες (και αυτό οφείλεται στην ανισότητα ισχύος μεταξύ των μελών του διεθνούς συστήματος), η ουσία είναι ότι αυτές οι ηγεμονικές αξιώσεις αντιβαίνουν στις αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας των ανεξαρτήτων κοινωνιών[27]. Οι αξιώσεις κυριαρχίας, προστίθεται, είναι αναπόδραστες γιατί είναι σύμφυτες με την Ύπαρξη των κοινωνικών συνόλων όταν αυτά είναι προικισμένα με ανθρωπολογική ετερότητα. Αυτό το βαθύτατων προεκτάσεων γεγονός, εξάλλου, αποτελεί κύρια πηγή των αιτιών πολέμου και το κύριο πρόβλημα στην εφαρμογή των συμπεφωνημένων προνοιών των διεθνών θεσμών για συλλογική ασφάλεια στο διακρατικό σύστημα που προέκυψε μετά τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους (βλ. παρεμβαλλόμενους πίνακες).

 

Για κάθε ανεξάρτητη κοινωνία, ως εκ της φύσεως της αξίωσης πολιτικής κυριαρχίας, συλλογική ασφάλεια σημαίνει πρωτίστως αν όχι αποκλειστικά διασφάλιση κατά εξωτερικών απειλών, δηλαδή, προάσπιση της εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας των μελών του διεθνούς συστήματος. Για την διασφάλιση αυτών των εξ αντικειμένου υπέρτατων αγαθών που αφορούν την συλλογική ελευθερία κάθε ανεξάρτητης κοινωνίας, τα κράτη επιχειρούν να δημιουργήσουν και να εδραιώσουν διεθνείς κανονιστικές δομές με αποστολή και αρμοδιότητα τήρησης της διακρατικά συμπεφωνημένης αρχής για εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία.

Κοντολογίς, συλλογική ασφάλεια είναι είδος διεθνούς διακυβέρνησης στο όνομα και προς όφελος των κρατών με σκοπό την διασφάλιση της εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας των μελών του συστήματος[28].

Εξ ορισμού, πάντως, το σύστημα συλλογικής ασφάλειας –είτε με την άτυπη μορφή ενός συστήματος ισορροπίας δυνάμεων κοινά αποδεκτού από τους εμπλεκόμενους είτε με την θεσμική του μορφή όπως ο ΟΗΕ– επιβεβαιώνει τον κρατοκεντρικό χαρακτήρα του συστήματος, δηλαδή, την ύπαρξη κυρίαρχων-ανεξάρτητων κρατών που αξιώνουν ισοτιμία με τα υπόλοιπα κράτη και που απαιτούν άλλα κράτη ή διεθνικοί δρώντες να μην επεμβαίνουν διανεμητικά στις εσωτερικές τους υποθέσεις. Υπό αυτό το πρίσμα, το άρθρο 2 του κεφαλαίου Ι του Καταστατικού Χάρτη είναι η σημαντικότερη διάταξη και η θεμελιώδης πρόνοια του ΟΗΕ.

Σε κάθε περίπτωση, ως εκ της φύσεως και του χαρακτήρα της έννοιας της συλλογικής ασφάλειας, για να είναι συμβατή με τον κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος, στόχος δεν μπορεί να είναι τα φιλειρηνικά κράτη. Αυτό παρατηρείται όταν προσχηματικά και μέσα από αυθαίρετες αιτιολογήσεις περί διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας που κάνουν τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας υποστηρίζονται ή εκτελούνται διεθνείς δράσεις που προκαλούν άνομες και καταχρηστικές διεθνείς αλλαγές στην ενδοκρατική τάξη αδύναμων κρατών αλλά και ευρύτερων γεωπολιτικών ανακατατάξεων που εκπληρώνουν εφήμερα στρατηγικά συμφέροντα. Αποκλειστικός «στόχος» μιας σωστά νοηματοδοτημένης –δηλαδή συμβατής με την κοινωνικοπολιτική δομή του κόσμου– συλλογικής ασφάλειας είναι τα αναθεωρητικά και επιθετικά κράτη, δηλαδή, τα κράτη εκείνα που  μη αποδεχόμενα την αρχή για ειρηνική επίλυση των διαφορών (που κατ’ ακρίβεια αποτελεί και νομική δέσμευση), προσφεύγουν στην απειλή ή στην χρήση βίας με σκοπό την πρόκληση διεθνών αλλαγών. Το σημαντικότερο πρόβλημα των διεθνών σχέσεων και της συλλογικής ασφάλειας, βεβαίως, όπως εξηγείται και αλλού στην παρούσα ανάλυση, είναι το γεγονός ότι κύριοι δράστες αναθεωρητισμών και επιθετικών ενεργειών είναι οι μεγάλες δυνάμεις που είναι και μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας. Το επιστημονικά παράδοξο είναι οι άνομες και κατεξουσιαστικές αξιώσεις τους στηρίζει ασταμάτητα ένα μεγάλο πλέον σύστημα ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένων θεωρημάτων με «αποδομητικούς σκοπούς» στο οποίο, όλως περιέργως συμμετέχουν και νομικοί διεθνολόγοι.

 

Γενικές κατηγορίες αλληλένδετων διεθνών συστημάτων

(βλ. επίσης τον πίνακα «Εκκρεμές Watson», πιο κάτω)

ΣΥΣΤΗΜΑ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ ΙΣΧΥΟΣ      

Αναρχία - κυριαρχία

Κατανομή ισχύος

 

«Δόγμα»: «ο ισχυρός επιβάλλει ότι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί και προσαρμόζεται»:

 

1) Ειρήνη μέσω ισορροπίας δυνάμεων (αμυντική εκδοχή θουκυδίδειας παράδοσης: «επειδή ο ισχυρός επιβάλλει ... ο αδύναμος πρέπει να αμύ νεται)

2) Ηγεμονική σταθερότητα μέσω κονσέρτου ισχυρών δυνάμεων (ηγεμονική εκδοχή θουκυδίδειας παράδοσης: Ο ισχυρός πρέπει να επιβάλλει ότι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος πρέπει να προσαρμόζεται)

 

Σύστημα ισορροπίας ισχύος:

Πηγή άντλησης στρατηγικής ανάλυσης: διαχείριση διεθνούς κατανομής ισχύος με ποικίλους σκοπούς (μεμονωμένους ή συνδυασμένους):

1ον) εκπλήρωση ηγεμονικών σκοπών (αυτοκρατορία, ζώνες ελέγχου ή επιρροής μεγάλων δυνάμεων, έλεγχος πλουτοπαραγωγικών πόρων

2ον) Διαχείριση δια-συμμαχικών ισορροπιών

3ον) Κρατική κυριαρχία: Επιβίωση κράτους + υπόλοιπα εθνικά συμφέροντα + ισχυρή θέση και ρόλος στο διεθνές σύστημα

4ον) Διατήρηση ή αλλαγή του ισχύοντος κυριαρχικού status quo.

ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Αναρχία

κυριαρχία

 

Βασικά: θεσμοθετημένη διαχείριση κατανομή ισχύος με σκοπό την διατήρηση της τάξης, δηλαδή του ισχύοντος status quo).

 

πολιτικές αρχές: κυριαρχία, ισοτιμία κυρίαρχων κρατών, διακρατικές συμφωνίες.

 

Διακυβέρνηση συστήματος: Συνθήκες, διεθνές δίκαιο, διεθνείς θεσμοί

 

Θεσμοί: Κοινά, Αμφικτιονίες, Σύνδεσμοι, Κοινωνία των Εθνών, ΟΗΕ, άλλοι διεθνείς θεσμοί (ΕΕ;  Ναι στον βαθμό που παραμένει διακυβερνητική)

 

Διεθνείς θεσμοί: Διακυβερνητικοί; Υπερεθνικοί; Ηγεμονικοί;

 

Συλλογική Ασφάλεια:

Α. ημιτελές και αναποτελεσματικό σύστημα ενόσω θα υπάρχουν αίτια πολέμου, δηλαδή,  inter alia: 1ον) ηγεμονικές αξιώσεις ελέγχου και διεθνών αλλαγών, 2ον) άνιση ανάπτυξη μεταξύ κρατών και περιφερειών, 3ον) κατάλοιπα προβλημάτων από την εποχή των ηγεμονικών ανταγωνισμών, 4ον) διακρατικές διενέξεις κατάλοιπα εποχής εθνικού γίγνεσθαι

Β. Ενώ ορίζει την διεθνή τάξη (ισχύον κυριαρχικό καθεστώς) δεν έχει απάντηση για την διεθνή δικαιοσύνη και την αντιμετώπιση των αξιώσεων διεθνών αλλαγών

 

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ Ή ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΓΕΜΟΝΙΑ

Ηγεμονία, διεθνισμός, κοσμοπολιτισμός - αταξική κοινωνία, κοσμοπολίτικος φιλελευθερισμός, κοσμοπολίτικη παγκοσμιοποίηση)

 

 Ιδέες που προσκρούουν:

α) στην κοινωνική ετερότητα, β) στις αξιώσεις συλλογικής ελευθερίας κάθε διακριτής κοινωνίας και γ) στο κοινωνικοπολιτικό γεγονός του έθνους-κράτους ως εκπλήρωση της αξίωσης συλλογικής ελευθερίας.

 

Τέσσερεις βασικές εκδοχές:

 

Διεθνισμός: προικισμένος με σχέδιο παγκόσμιας ενοποίησης-εξομοίωσης

Κοσμοπολιτισμός: αφελείς ή και ανόητες ιδέες απολιτικού χαρακτήρα χωρίς κεντρική ιδέα για το πως θα οργανωθεί ο κόσμος αν καταργηθεί ο θεσμός του κράτους.

Αυτοκρατορία: ανέφικτη και σήμερα παρωχημένη. Πάντοτε ήταν εφικτή μόνο με γενοκτονία παγκόσμιας κλίμακας.

Ηγεμονία: Αν και ανέφικτη στο σύγχρονο κόσμο, αποτελεί εν τούτοις προσδοκία πολλών ισχυρών κρατών που προκαλεί τα πλείστα αίτια πολέμου.

 

 

Στο σημείο αυτό και πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση των κύριων δομικών και λειτουργικών πτυχών της «συλλογικής ασφάλειας» και των συμπαραδηλώσεών της, είναι χρήσιμο να την διακρίνουμε από την έννοια «συλλογική άμυνα». Η δεύτερη εντάσσεται στο πλαίσιο διμερών ή πολυμερών στρατιωτικών συμφώνων και αποσκοπεί στην αντιμετώπιση μιας άλλης ομάδας κρατών με διαφορετικά και συγκρουόμενα συμφέροντα. Σημειώνουμε ότι ο γενικόλογος τρόπος με τον οποίο ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ μιλά για τους περιφερειακούς οργανισμούς, αποτέλεσε και τον κύριο λόγο που πολλές και αυθαίρετες επεμβάσεις της μεταψυχροπολεμικής εποχής οδήγησαν σε καταχρηστικές δράσεις διεθνούς διανεμητικού χαρακτήρα –δηλαδή, που προκάλεσαν διεθνείς ανακατανομές συνόρων και πληθυσμών κατά παράβαση της αρχής για ειρηνική επίλυση των διαφορών που αποτελεί και αυτή σύμφυτο θεμελιώδες χαρακτηριστικό της συλλογικής ασφάλειας. Από μια γενικότερη άποψη, η χαλάρωση των εννοιολογικών και πολιτικών συνόρων μεταξύ συλλογικής ασφάλειας και συλλογικής άμυνας προκαλεί αποδυνάμωση της πρώτης και εν δυνάμει την υπονομεύει πλήρως μέχρι αχρηστεύσεως[29]

 

2. Αξίωση κυριαρχίας-εθνικής ανεξαρτησίας και το συνεπακόλουθο γεγονός της διεθνούς αναρχίας.

 

Κάθε ουσιαστική και περιεκτική συζήτηση των διεθνών σχέσεων έχει ως αφετηρία δύο σχεδόν αυταπόδεικτα και διϋποκειμενικά καταμαρτυρούμενα γεγονότα:

Κατά πρώτον, για κάθε κοινωνία η έννοια της πολιτικής κυριαρχίας δεν μπορεί να σημαίνει οτιδήποτε άλλο παρά μόνο απόρριψη κάθε ιδέας για ύπαρξη υπέρτατης-ανώτατης κατεξουσιαστικής δομής που θα δρα ή επενεργεί διανεμητικά στο εσωτερικό κοινωνικοπολιτικό της σύστημα. Η αρχή της εθνικής ανεξαρτησίας που ανάγεται στο σύστημα Πόλεων της κλασικής εποχής και που κατίσχυσε ως τρόπος οργάνωσης των διεθνών σχέσεων προϋποθέτει δεσμεύσεις και υποχρεώσεις στις οποίες ένα κράτος αποδέχεται εθελούσια και από τις οποίες δύναται, αν καταστούν κατεξουσιαστικές, να αγωνιστεί για να απαλλαγεί.

Κατά δεύτερον, μη κατεξουσιαστική κανονιστική δομή σημαίνει ύπαρξη ενός κοινωνικοπολιτικά  νομιμοποιημένου συστήματος διανεμητικής δικαιοσύνης. Αυτό, είναι προνόμιο των κοινωνικοπολιτικών συστημάτων που είναι λίγο πολύ ανθρωποκεντρικά συγκροτημένα, δηλαδή, των Πόλεων στην κλασική εποχή και των εθνών-κρατών στην σύγχρονη εποχή. Οι διεθνείς κανονονιστικές δομές στερούνται νομιμοποιημένων αρμοδιοτήτων διανεμητικών προεκτάσεων και δικαιακού χαρακτήρα[30], και αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο οι διακυβερνητικά συμπεφωνημένες συμβάσεις και συνθήκες διαφέρουν ριζικά από τις κοινωνικά ανέντακτες υπερεθνικές και υπερκρατικές κανονιστικές δομές (που όπως ήδη υπαινιχθήκαμε κατατείνουν στον κατεξουσιασμό). Βασικά, κάθε διεθνής δικαιοδοσία δικαιακού χαρακτήρα μη διακυβερνητικά συμπεφωνημένη[31] –την οποία ο ΟΗΕ επιμελώς απέφυγε αναφερόμενος μόνο στην διεθνή ειρήνη και ασφάλειας που αφορά την διεθνή τάξη[32]– είναι εξ ορισμού εξωπολιτικού χαρακτήρα και αντιβαίνει στην φύση των κεκτημένων του πολιτικού πολιτισμού των διακρατικών σχέσεων που ενσαρκώνονται στα ανεξάρτητα πολιτειακά συστήματα, στις καταστατικές διατάξεις των διεθνών θεσμών και στις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου όπως καθιερώθηκαν και εμπεδώθηκαν την ύστερη εποχή[33].

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η διεθνής αναρχία είναι θεμελιώδες χαρακτηριστικό των διεθνών σχέσεων. Οριοθετεί τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της εποχής του πολιτικού πολιτισμού, δηλαδή, της ιστορικής

 

ΗΘΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΠΕΡΙ ΤΑ ΔΙΕΘΝΗ – ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΚΡΑΤΟΣ ΩΣ ΘΕΣΜΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

 

3000 π.Χ. – 1648 μ.Χ.

Þ

ΥΠΑΡΚΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ

Þ

 

Φάση αυτοκρατορικών αξιώσεων: Διαρκής διαπάλη μεταξύ των αυτοκρατορικών αξιώσεων και των αξιώσεων συλλογικής ελευθερίας-πολιτικής κυριαρχίας

Ü

ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΑΞΙΩΣΕΙΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

Ü

 

¯

1648 μ.Χ. – 19ο και 20ο αιώνα: Σύστημα ισορροπίας δυνάμεων και ανάδειξη του έθνους-κράτους και των διεθνών θεσμών-ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

  1. Έλεγχος των αυτοκρατορικών αξιώσεων και τελικά συντριβή τους τον 20ο αιώνα.
  2. Αγώνες συλλογικής ελευθερίας-πολιτικής κυριαρχίας και σταδιακή των πολιτειακών δομών στην Υπαρκτική κοινωνική ετερότητα του πλανήτη
  3. Οι αξιώσεις συλλογικής ελευθερίας γεννούν εθνικές-κρατικές κοσμοθεωρίες, τα υποκείμενα ανθρωπολογικά συστήματα και τα διαρκώς εξελισσόμενα ηθικοκανονιστικά τους εποικοδομήματα.
  4. Ανάδειξη των εθνικών-κρατικών ηθικοκανονιστικών δομών ως θεσμών συλλογικής ελευθερίας των μη ηγεμονικών κρατών.
  5. Ανάδειξη των αντιηγεμονικού χαρακτήρα θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου: Μη επέμβαση, διακρατική ισοτιμία, εσωτερική αυτοδιάθεση. Ανάδειξη των θεσμών συλλογικής ασφάλειας.
  6. Καθεστώς διεθνών σχέσεων ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ: α) Εθνική-κρατική κυριαρχία, β) αρχές του διεθνούς δικαίου, γ) συλλογική ασφάλεια, δ) συνεχιζόμενη προσπάθεια κοινών εσωτερικών δικαιακών κανόνων στους τομείς των εγκλημάτων πολέμου, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ποινικής δικαιοσύνης.

 

¯

ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΠΟΛΕΜΟΥ ΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΛΛΟΜΕΝΕΣ ΜΕΤΑΒΛΗΤΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ-ΕΙΡΗΝΗΣ

Þ

Εφαρμογή των αρχών του διεθνούς δικαίου και τήρηση της διεθνούς νομιμότητας

Þ

Û

1. Άνιση ανάπτυξη σ’ όλες τις πιιθανές εκδοχές: οικονομικές, στρατιωτικές, ιδεολογικές, εδαφικές, πλουτοπαραγωγικές, τεχνολογικές, διακρατικές, διαπεριφερειακές.

2. Άνιση κατανομή ισχύος σε συνδυασμό με άνιση ανάπτυξη προκαλούν ηγεμονικές αξιώσεις, ηγεμονικούς ανταγωνισμούς, αξιώσεις παράνομων διεθνών αλλαγών, διλήμματα ασφαλείας, πόλεμο.

3. «Κατάλοιπα» διενέξεων της φάσης του εθνικού-κρατικού γίγνεσθαι.

4. Επαναστατικές αξιώσεις: Εξομοιωτικοί διεθνισμοί, κοσμοπολιτισμοί, ηγεμονισμοί που αντιβαίνουν στο οντολογικά θεμελιωμένο (στις αξιώσεις συλλογικής ελευθερίας) καθεστώς των διεθνών σχέσεων και που προκαλούν διακρατικό ανορθολογισμό

6. Αναθεωρητικές συμπεριφορές: μη αποδοχή προσφυγής στους αρμόδιους διεθνείς θεσμούς για την ερμηνεία των Συνθηκών εάν και όταν εκατέρωθεν υπάρχει αξίωση διεθνών αλλαγών.

7. Ανεξέλεγκτα διεθνικά φαινόμενα: τρομοκρατία, αναρχικές-ανατρεπτικές ιδέες, λαθρομετανάστες, εγκληματίες, ΜΚΟ, κ.ά.

 

Ü

Ειρήνη και σταθερότητα, αποτελεσματικοί διεθνείς θεσμοί διακρατικής τάξης και εφαρμογή των διεθνών συμβατικών δεσμεύσεων περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην εσωτερική δικαιοταξία

Ü

 

Πηγή: Π. Ήφαιστος, Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Διαδρομή, αντικείμενο, περιεχόμενο και γνωσιολογικό υπόβαθρο (Εκδ. Ποιότητα, Αθήνα 2004) σ. 114.

 

φάσης που σηματοδοτείται από ένα νοερό σύνορο μετά από το οποίο αφήνοντας πίσω την εποχή της βαρβαρότητας οι κοινωνίες αρχίζουν να συγκροτούν Πολιτικά γεγονότα ανθρωπολογικά θεμελιωμένα και περιστρεφόμενα γύρω από κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένους σκοπούς ενταγμένους σ’ ένα κυρίαρχο συλλογικό βίο. Πολιτικό γεγονός και εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία, δηλαδή εθνική ανεξαρτησία, είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η συναρτημένη με την κυριαρχία εύτακτη ανάπτυξη των συναλλαγών μεταξύ των κυρίαρχων κρατών διαταράσσεται από τα αίτια πολέμου (βλ. παρεμβαλλόμενο πίνακα).

Η τελευταία νύξη που συνδέει την υφή του συστήματος με τα αίτια πολέμου, αν και ευλόγως λογική και αυτονόητη, γίνεται γιατί, συχνά, επικρατούν θεμελιώδεις συγχύσεις γύρω από την έννοια των διεθνών κανονιστικών δομών οι οποίες αν και καταρχήν απαραβίαστα θεσμοί (διεθνούς) τάξης συγχέονται με θεσμούς (υπερεθνικής ή υπερκρατικής) «δικαιοσύνης» που απαιτούν ένα άλλο πολύ πιο εξελιγμένο επίπεδο διακρατικών σχέσεων. Οι διεθνείς αρχές και δεσμεύσεις συχνά παραβιάζονται δημιουργώντας την εντύπωση ότι υπάρχει απλά ένα σύστημα κρατών (που δεν εξελίσσεται σε μια κοινότητα κρατών γιατί αυτό προσκρούει πάνω στα αίτια πολέμου). Η επιβίωση ενός τέτοιου «συστήματος κρατών», θα υποστήριζαν πολλοί, εξαρτάται από μια κατανομή ισχύος που δημιουργεί ισορροπία δυνάμεων η οποία αν αμφισβητηθεί και αλλάξει δεν θα οδηγήσει σε καταστροφή του συστήματος[34]. Η δυνατότητα αυτοβοήθειας ενός κράτους, υποστηρίζεται ακόμη –και κράτη όπως η Σερβία, το Ιράκ και παρ’ ολίγον η Κυπριακή Δημοκρατία, δοκιμάστηκαν σκληρά μετά τον Ψυχρό Πόλεμο– είναι προϋπόθεση επιβίωσης. Όταν η ισχύς δεν αποτελεί το μόνο κριτήριο, όταν κτίζονται διακρατικά συμπεφωνημένες συμβάσεις και συνθήκες και όταν η τάξη που δημιουργείται λίγο πολύ λειτουργεί με τρόπο συμβατό με τις Υψηλές Αρχές του διεθνούς δικαίου, ενδέχεται το διακρατικό σύστημα να οδεύει προς μια κοινότητα κρατών η μονιμότητα και σταθερότητα του οποίου, εν τούτοις, καθημερινά δοκιμάζεται. Πόρρω απέχει, βεβαίως, από μια εμπεδωμένη και σταθερή κοινωνία κρατών προικισμένη με διεθνή αλληλεγγύη, απαραβίαστο διεθνές δίκαιο και ακριβοδίκαιους διεθνείς θεσμούς ικανούς να εφαρμόσουν καθολικά τις πρόνοιες των καταστατικών τους.

Ενώ λοιπόν αυτή είναι η διεθνής πολιτική και ενώ η καλή επιστήμη των διεθνών σχέσεων (η αξιολογικά ελεύθερη Ρεαλιστική Θεωρία) σχοινοβατεί προσεκτικά για να περιγράψει επακριβώς όσο το δυνατό περισσότερες διαστάσεις και αποχρώσεις ενός πασίδηλα εύθραυστου και συχνά ασταθούς διεθνούς συστήματος, η λεπτότητα των επιστημονικών κρίσεων και η λήψη ορθολογιστικών αποφάσεων στο πολιτικό επίπεδο υπονομεύονται από άλματα στρατευμένων και ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένων ηγεμονικών αξιώσεων, από επιστημονικά σφάλματα και στο διακρατικό επίπεδο από αυθαίρετες κατεξουσιαστικές αξιώσεις. Συχνά άμεσα ή συχνότερα έμμεσα και συνεπαγόμενα υπονομεύεται το οντολογικά θεμελιωμένο διεθνές σύστημα, όταν υποστηρίζεται πως φθάσαμε σ’ ένα δικαιακά θεμελιωμένο φανταστικό κόσμο όπου οι ηγεμόνες θα είναι αγαθοεργοί αλτρουιστές, όπου η ισχύς θα είναι δίκαια διανεμητική και όπου αγαθοί διεθνικοί δρώντες όπως ο ο κερδοσκόπος Σόρος, αλτρουιστές αμερικανοί πεζοναύτες που υπηρετούν μια αόρατη «διεθνή κοινότητα»[35] ή κατ’ άλλους ο τρομοκράτης Μπιν Λάντεν[36], δεν θα υπάρχουν πλέον (ή, όπως περίπου γίνεται την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές με τον Σόρος, θα μετατραπούν σε ισχυρούς διαμορφωτικούς παράγοντες της διεθνούς πολιτικής και πνευματικής ζωής με την χρηματοδότηση, για παράδειγμα, ιδεολογικά προσανατολισμένων προπαγανδιστικών κειμένων που αποδομούν περαιτέρω την ιστορική μνήμη και υπονομεύουν την κοινωνική συνοχή). Σπρώχνοντας αυτούς τους παραλογισμούς ίσαμε την ακραία συνέπειά τους, θα σήμαινε ότι ο φανταστικός διεθνικός κόσμος θα περιέχει μόνο ειρηνοποιούς διεθνικούς περιπατητές οργανωμένους σε (υπεράνω υποψίας) κοινωνικά ανέντακτους διεθνικούς ΜΚΟ που εξ ορισμού είναι, δήθεν, φορείς της γνώσης ως προς τι συνίσταται το συμφέρον της «παγκόσμιας κοινωνίας» των ψευδαισθήσεών τους. Έτσι, όταν στην βάση διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων θεωρημάτων ποικίλων βαθμίδων και αποχρώσεων κατασκευάζουν μια φανταστική «παγκόσμια κοινωνία» υποχρεωτικά κάνουν γιγαντιαίες στοχαστικές υπερβάσεις που παρακάμπτουν το «σύστημα κρατών», την ημιτελή «κοινότητα κρατών» και την ανύπαρκτη και στο ορατό μέλλον απίθανη «κοινωνία κρατών. Σ’ όλες ανεξαιρέτως τις εποχές, νοητικές κατασκευές τέτοιων φανταστικών κόσμων όπου επικρατεί αρμονία συμφερόντων αποτελούν, εξυπηρετούσαν εφήμερα συγκυριακά ηγεμονικά συμφέροντα[37].  

 

Διευκρινίζοντας βασικές πτυχές της κυρίαρχης Ρεαλιστικής Θεωρίας, είναι ίσως σκόπιμο και χρήσιμο να εξηγηθεί περαιτέρω η έννοια της διεθνούς αναρχίας. Η διεθνής αναρχία δεν σημαίνει ότι πέραν του συστήματος κρατών δεν μπορεί, όπως ήδη αναφέρθηκε, να υπάρξει μια διεθνής κοινότητα ή ακόμη και μια κοινωνία κρατών[38]. Αντιθέτως, η περιγραφική Ρεαλιστική Θεωρία, αφού εξηγήσει το ανέφικτο και ατελέσφορο μιας παγκόσμιας ηγεμονικής διακυβέρνησης και τα προβλήματα κάθε προσπάθειας επίτευξης παγκόσμιας ενότητας[39], διασαφηνίζει τις βαθμίδες και αποχρώσεις της διεθνούς οργάνωσης στην προαναφερθείσα ιεραρχία 1) διεθνές σύστημα, 2) διεθνής κοινότητα και 3) διεθνής κοινωνία. Οι βαθμίδες δεσμεύσεων και τήρησης των δεσμεύσεων στην κλίμακα αυτή εξαρτώνται και συναρτώνται από τον βαθμό και την έκταση ύπαρξης εφαρμόσιμων κανόνων διακρατικής τάξης, διακρατικής ειρηνικής επίλυσης των διαφορών και ειρηνικών αλλαγών και την ύπαρξη διεθνούς αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών και των κοινωνιών τους[40]. Εξαρτώνται και συναρτώνται, επίσης, από το κατά πόσο τηρούνται οι δεσμεύσεις και υποσχέσεις και από το κατά πόσο απουσιάζουν ηγεμονικές κατεξουσιαστικές αξιώσεις, εν ολίγοις, από το κατά πόσον εξαλείφονται ή αμβλύνονται τα αίτια πολέμου (βλ. σχετικό παρεμβαλλόμενο πίνακα).

Στο σημείο αυτό, ακριβώς, είναι χρήσιμο και σκόπιμο να τονιστεί ξανά η κρίσιμη διάκριση μεταξύ φιλειρηνικών και αναθεωρητικών κρατών: Τα πρώτα σέβονται την διεθνή νομιμότητα και τα δεύτερα την αρνούνται, καταφεύγοντας στην απειλή χρήσης βίας και χρήση βίας, ενώ αρνούνται να τερματίσουν τα τετελεσμένα[41].

 

Στην βάση των θέσεων που προηγήθηκαν, υποστηρίζεται ότι οι θεωρήσεις για το διεθνές σύστημα, για να είναι βάσιμες και ορθολογιστικές, απαιτείται να περιστρέφονται γύρω από διαχρονικά υπαρκτές και πραγματολογικά επαληθεύσιμες τάσεις και συμπεριφορές. Συναφώς, ο Robert Gilpin[42]σωστά επισημαίνει ότι οι αναλυτές των διεθνών σχέσεων, χρειάζεται να εξετάζουν το διεθνές σύστημα σε αναφορά με τέσσερις παραδοχές, οι οποίες, αν και ιστορικά πασίδηλες, εν τούτοις συχνά αμφισβητούνται στην βάση λανθασμένων ή μεταφυσικά προσδιορισμένων κριτηρίων. Ο Gilpin επισήμανε καταρχάς ότι, ως αφετηρία κάθε σοβαρής διεθνολογικής συζήτησης απαιτείται να υπάρχει συναίνεση για το πασίδηλο και πραγματολογικά καθημερινά διυποκειμενικά καταμαρτυρούμενο γεγονός πως οι διεθνείς σχέσεις υπό συνθήκες ύπαρξης αιτιών πολέμου είναι ουσιαστικά συγκρουσιακού χαρακτήρα: Κανόνας είναι αναρχία και εξαίρεση η τάξη, η δικαιοσύνη και η ηθική. Αυτή η αντικειμενική διαπίστωση δεν προκρίνει την πολιτική και ηθική στάση κάποιου αλλά μια ρεαλιστική εκτίμηση των διεθνών σχέσεων. Απαιτεί (περιγραφική και αξιολογικά ελεύθερη) ανάλυση του κόσμου όπως είναι και όχι όπως θα θέλαμε να είναι και ερμηνεύει το γεγονός πως η ισχύς είναι ο καθοριστικός παράγων των διεθνών πολιτικών δρώμενων. Δεύτερον, καθ’ όλη τη διάρκεια της γνωστής ιστορίας, βασική μονάδα κοινωνικής οργάνωσης στον διεθνή χώρο και θεμέλιο των πολιτικών σχέσεων είναι η «ομάδα»[43] και όχι τα άτομα ή οι τάξεις[44]. Αυτή η παραδοχή παραπέμπει σε μια άλλη πραγματικότητα, δηλαδή πως σ’ ένα κόσμο με ανεπάρκεια πόρων οι άνθρωποι (πάνω στον πλανήτη Γη) βρίσκονται αντιμέτωποι για τη διανομή τους ως ομάδες και όχι ως άτομα. Ο «homo sapiens» είναι είδος ανήκων σε φυλές στις οποίες, για τους περισσότερους από εμάς, η πίστη και νομιμοφροσύνη είναι υπεράνω όλων των άλλων κριτηρίων ή παραγόντων εκτός της οικογένειας. Στα νεότερα χρόνια, συνεχίζει ο Robert Gilpin, αυτές τις ανταγωνιζόμενες ομάδες-φυλές τις ονομάσαμε “έθνη-κράτη” και την πίστη-νομιμοφροσύνη σ’ αυτά “εθνικισμό”… Αν και η μορφή και ο χαρακτήρας αυτών των ομάδων μεταβάλλεται – φυλές, βασίλεια, αυτοκρατορίες, έθνη-κράτη– κατά καιρούς λόγω οικονομικών, δημογραφικών και τεχνολογικών αλλαγών, η θεμελιώδης συγκρουσιακή φύση της μεταξύ τους σχέσης, ατυχώς, δεν μεταβάλλεται»[45]. Κατά συνέπεια, ανεξάρτητα της μορφής διεθνούς οργάνωσης που προκρίνει κάποιος λόγω ιδεολογικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπόφευκτα απαιτείται παραδοχή της «ομάδας» ως βασικής συλλογικής μονάδας οργάνωσης του διεθνούς συστήματος. Τρίτο, στις πολιτικές σχέσεις όλων των ειδών και όλων των επιπέδων παρατηρείται πως η ισχύς και η ασφάλεια είναι πρωταρχικής σημασίας στον προσδιορισμό των ανθρωπίνων κινήτρων. Παραπέμποντας στον Θουκυδίδη, ο Gilpin συνεχίζει αναφέροντας πως η συμπεριφορά των ανθρώπων επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες ή κριτήρια όπως τιμή, απληστία και προπαντός φόβο τα οποία συναρτώνται άμεσα με την ισχύ, την θέση και τον ρόλο. Αν και η ισχύς δεν είναι το μόνο κριτήριο. Είναι αλήθεια ότι οι άνθρωποι, επιβραβεύουν, επίσης, την αλήθεια, την αρετή, την καλοσύνη και την ομορφιά. Πλην όμως, όλες οι πιο πάνω αγαθές επιδιώξεις και ηθικά κριτήρια χάνονται, εάν, υπό συνθήκες συνεχών και έντονων αγώνων ισχύος μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, δεν διασφαλιστούν[46]. Με δεδομένες αυτές τις πραγματικότητες, η διεθνής ζωή, η συμπεφωνημένη κατανομή των σπάνιων πόρων[47] και η ειρηνική επίλυση των διαφορών όταν ανακύπτουν αξιώσεις διεθνών αλλαγών, είναι εξαιρετικά δύσκολο να εκπληρώνονται πάντοτε, καθολικά και ανεπίστροφα.

 

3. Οντολογικά θεμέλια του διεθνούς συστήματος, η έννοια της συλλογικής ελευθερίας στις διεθνείς σχέσεις, το διεθνές δίκαιο και οι διεθνείς θεσμοί.

 

Το διεθνές δίκαιο, η συλλογική ασφάλεια και οι διεθνείς θεσμοί που τα ενσαρκώνουν κανονιστικά, απαιτείται να είναι συμβατά με τις οντολογικές ιδιότητες του διεθνούς συστήματος[48]. Πρωταρχικά, απαιτείται να είναι συμβατά με τον θεμελιώδη χαρακτήρα της κοινωνικής ετερότητας που είναι και το αίτιο των αξιώσεων πολιτικής κυριαρχίας των διακριτών κοινωνικών οντοτήτων. Για να το  θέσουμε διαφορετικά, οι κοινωνίες αγωνίζονται για το υπέρτατο αγαθό της συλλογικής ελευθερίας κατά άλλων κοινωνιών που θα μπορούσαν να προβάλουν κατεξουσιαστικές αξιώσεις εναντίον τους, και, αυτό το αγαθό, εξ αντικειμένου, δύνανται να το απολαύσουν μόνο αν διαθέτουν πολιτική κυριαρχία, δηλαδή, εθνική ανεξαρτησία. Βασική θέση εδώ, όπως και σε προγενέστερα κείμενα του υποφαινόμενου, είναι ότι η συλλογική ελευθερία, είναι οντολογικού περιεχομένου, και γι’ αυτό ηθικά αμάχητη. Ορίζεται ως η δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού και αυτοδιάθεσης κάθε κοινωνίας με τρόπο συμβατό με την ετερότητά της. Αντλώντας από το κεκτημένο της πολιτικής φιλοσοφίας, παραθέτουμε εδάφιο του Χρήστου Γιανναρά ο οποίος συνδέει βάσιμα την ετερότητα, την ελευθερία, τον αυτοπροσδιορισμό και τις κανονιστικές δομές ενός συλλογικού βίου:

 

«Το γεγονός της δυναμικά ενεργούμενης ετερότητας σημαίνει-επισημαίνει την ελευθερία του υποκειμένου: τη δυνατότητά του να είναι αυτό που είναι, υπαρκτική ταυτότητα μοναδική, ανόμοια και ανεπανάληπτη, δηλαδή ετερότητα ως προς καθετί που δεν είναι ο εαυτός του – ύπαρξη αδέσμευτη από κάθε αναγκαιότητα γενικού προκαθορισμού, κοινών ιδιωμάτων, εξαρτημένης υπαγωγής, μεταβολής και αλλοίωσης. Ελευθερία είναι το αντίθετο της αναγκαιότητας, άρα το απροκαθόριστο των επιλογών, η δυνατότητα ελέγχου ή και άρνησης των αναγκών, η ετερότητα των ενεργημάτων. Και ετερότητα είναι η ελευθερία υπό την αναγκαία ομοτροπία, την κοινότητα και ομοιομορφία του τρόπου – ελευθερία από προκαθορισμούς ενεργημάτων[49]».

 

Οι αντιφάσεις και τα λογικά σφάλματα πάρα πολλών θεωρήσεων της διεθνούς πολιτικής, του διεθνούς δικαίου και των διεθνών θεσμών οφείλονται, ακριβώς, στην ελλειμματική ή στρεβλή κατανόηση του τρόπου που συναρτώνται η ελευθερία, η ανεξαρτησία, το δίκαιο και η τάξη στην διακρατική και ενδοκρατική ζωή. Για την κατανόηση αυτών των συναρτήσεων οι υψιτενείς θεωρήσεις είναι συνήθως αντιπαραγωγικές και εν πολλοίς περιττές. Για να κατανοήσουμε αυτό το γεγονός, αρκεί στοιχειώδης ιστορική γνώση και η διυποκειμενικά και καθημερινά μαρτυρούμενη ανθρώπινη εμπειρία.

Η αξίωση ανεξαρτησίας μιας διακριτής κοινωνίας είναι βαθύτερου νοήματος και ενέχει βαθύτατες προεκτάσεις που συναρτώνται ευθέως με την αξίωση των μελών της να είναι συλλογικά ελεύθεροι κατά εξωγενών αξιώσεων διανεμητικού χαρακτήρα. Όμως διυποκειμενικά καταμαρτυρείται παρατηρώντας όλους τους αγώνες ανεξαρτησίας στην ιστορική διαχρονία, στην αφετηρία μιας διαμορφωμένης συλλογικής οντότητας, κύρια αποστολή της αξίωσης κυριαρχίας είναι να πυροδοτήσει τον αγώνα αποχωρισμού[50]. Όταν πλέον κατακτηθεί η κυριαρχία, ο ρόλος της αξίωσης εθνικής ανεξαρτησίας είναι να διατηρήσει ζωντανή τη φλόγα της αξίωσης συλλογικής ελευθερίας για να μπορούν τα μέλη της συλλογικής οντότητας να οργανώνουν τον αγώνα κατά των εχθρών που επιβουλεύονται την ακεραιότητα και τα συμφέροντα της κυριαρχίας τους. Έτσι θεμελιώνεται, σε πρώτη τουλάχιστον φάση, η κοινωνική ένωση και κερδίζεται η πολιτική κυριαρχία ούτως ώστε τα μέλη της, όντας πλέον ελεύθερα-ανεξάρτητα, να μπορέσουν να αναπτύξουν κοινωνία σχέσεων και να αναζητήσουν τη συλλογική αλήθειαν πάνω στην οποία θα οικοδομηθεί ο κοινωνικά προσδιορισμένος συλλογικός τρόπος ζωής υπό συνθήκες Υπαρκτικής ετερότητας και συλλογικής ελευθερίας-κυριαρχίας. Η ευόδωση της αξίωσης ελευθερίας συμβολίζεται με τη γένεση της πολιτικά κυρίαρχης κοινωνίας και τη δρομολόγηση ενός κοινωνικοπολιτικού συστήματος τάξης-διανεμητικής δικαιοσύνης το οποίο παράγει αξιακού χαρακτήρα κριτήρια και παράγοντες που θεμελιώνουν την κοινωνική ζωή, δηλαδή το αέναο άθλημα της διαρκούς αναζήτησης του συλλογικού κατ’ αλήθειαν βίου στο εσωτερικό του πολιτειακού συστήματος.

Αυτός ο συλλογικός τρόπος ζωής είναι, εξ αντικειμένου, μοναδικός, ανόμοιος, ιδιαίτερος και ιδιόμορφος για κάθε κοινωνία. Ιδιόμορφη και ιδιαίτερη είναι επίσης η εσωτερική οικονομική και κοινωνικοπολιτική δυναμική κάθε συλλογικής οντότητας που εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από την εν γένει εσωτερική ανθρωπολογική σύνθεσή της, το μέγεθός της, τα κυρίαρχα πνευματικά της χαρακτηριστικά, τους πλουτοπαραγωγικούς της πόρους, τη γεωγραφική της θέση, τα ήθη και τα έθιμα των μελών της και τη γειτνίασή της με άλλες εχθρικές ή φιλικές κοινωνίες και συνολικά τον βαθμό ανάπτυξης της ετερότητάς κάθε κοινωνικής οντότητας. Στο εσωτερικό της πολιτικά κυρίαρχης οντότητας, με την πάροδο του χρόνου, σμιλεύονται περαιτέρω οι αναγκαίες για τον συλλογικό βίο οικείες κοσμοθεωρίες και σταδιακά προσδιορίζονται οι οικείες οροθετήσεις-οριοθετήσεις του «ορθού» και του «δίκαιου», καθώς επίσης και τα οικεία ηθικοκανονιστικά συστήματα που κατοπτρίζουν τον κατά περίπτωση κοινωνικά προσδιορισμένο συλλογικό τρόπο ζωής.

Έτσι, στην πορεία του εθνικού-κρατικού γίγνεσθαι, ενώ όλες οι αναδυόμενες εθνικές-κρατικές οντότητες εκδηλώνουν τη μορφικά ίδια αξίωση συλλογικής ελευθερίας-κυριαρχίας και ανεξαρτησίας, το κοσμοθεωρητικό και ανθρωπολογικό περιεχόμενο μιας εκάστης χαρακτηρίζεται από Υπαρκτική ετερότητα που βαθαίνει ολοένα και περισσότερο. Βαθαίνει ολοένα και περισσότερο, γιατί θεμελιώδης σκοπός της εθνικής ανεξαρτησίας είναι η διασφάλισης συλλογικής ελευθερίας στα μέλη τους για να καλλιεργούν και να απολαμβάνουν αυτή την ετερότητα. Σ’ αυτό βασικά, προσκρούουν όλα τα σύγχρονα διεθνιστικά και κοσμοπολίτικα ιδεών, τα οποία, αν και ασύμβατα με την μορφή, τον χαρακτήρα και την δομή του κόσμου, είχαν και συνεχίζουν να έχουν πολλούς οπαδούς, ιδιαίτερα στο αχανή και άναρχο χώρο των ιδεών[51]

 

Η εθνική ανεξαρτησία, βασικά συνώνυμη της συλλογικής ελευθερίας, συνδέεται με την αξίωση διακριτού τρόπου υπάρξεως αδέσμευτου από κάθε σχετικότητα ή εξάρτηση. Στη φάση των αρχικών τουλάχιστον αξιώσεων αποχωρισμού και απόσχισης από κάποιο ευρύτερο δυναστικό περιβάλλον, η ελευθερία είναι αντιληπτή ως εκείνη η δυναμική των σχέσεων που, αν συμφωνήσουμε με τη θέση του Χρήστου Γιανναρά όπως παρατέθηκε μόλις, σημαίνει τη δυνατότητα κάποιου μεμονωμένου ανθρώπινου υποκειμένου ή κάθε συλλογικής ανθρώπινης ύπαρξης, να είναι αυτό που είναι, δηλαδή μια υπαρκτική ταυτότητα μοναδική, ανόμοια και ανεπανάληπτη[52]. Αφετηριακά, όπως μόλις σημειώθηκε, η αξίωση ελευθερίας πυροδοτεί δυναμική ενεργούμενων σχέσεων που γεννούν θεμελιώδεις κοσμοθεωρητικές στάσεις και στη συνέχεια, όταν κατακτηθεί η ανεξαρτησία, τα συμβατά με αυτές καθεστωτικά-διοικητικά πρότυπα.

Στην πορεία του διαμορφωμένου πλέον εθνικού-κρατικού γίγνεσθαι η αξίωση ελευθερίας δεν εξαφανίζεται. Αφενός παραμένει το κοσμοθεωρητικό θεμέλιο της Υπαρκτικής ετερότητας και αφετέρου υποβόσκει ως υπενθύμιση πως τα ηθικοκανονιστικά εποικοδομήματα του συλλογικού κατ’ αλήθειαν βίου θα πρέπει να διασφαλίζουν την ανεξάρτητη συλλογική ύπαρξη. Έτσι, η αξίωση συλλογικής ελευθερίας και η εθνική-κρατική αυτονομία συνυφαίνονται για να στηρίζουν στο διηνεκές την εσωτερική και εξωτερική κυριαρχία, που στην μια πλευρά, την ενδοκρατική, ενσαρκώνεται στην πίστη των πολιτών στην ιδέα της εθνικής ανεξαρτησίας (που μερικοί ονομάζουν «πατριωτισμό») και στην άλλη πλευρά, την διακρατική, μετατρέπεται σε θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου και σε διακρατικά συμπεφωνημένα καθεστώτα ρύθμισης των διεθνών συναλλαγών (που επικράτησε να ονομάζεται διεθνής νομιμότητα).

Αναμφίβολα, σε σύγκριση με την αφετηριακή φάση των συλλογικών απελευθερωτικών αξιώσεων, η έννοια της ελευθερίας σ’ αυτή τη μεταγενέστερη διαμορφωτική –των ηθικοκανονιστικών δομών– φάση, επειδή ακριβώς «επιστρατεύεται» για να διασώσει τα κεκτημένα της πολιτικής κυριαρχίας, αποκτά πολεμικές ιδιότητες που εξυπηρετούν αυτό ακριβώς τον σκοπό (δηλαδή την διάσωση των κεκτημένων της ανεξαρτησίας). Ακόμη, αν και στην υπηρεσία διαφορετικών περιεχομένων (επειδή επιστρατεύεται στην εξυπηρέτηση διαφορετικών πολιτικών στόχων των πολλών κυρίαρχων-ανεξάρτητων συλλογικών οντοτήτων που γέννησαν οι αξιώσεις ελευθερίας), εκφρασμένη ως αξίωση ανεξαρτησίας (αξίωση η οποία δεν μπορεί να συγχέεται με τις ηγεμονικές αξιώσεις[53]): Συνιστά για όλα τα μη αναθεωρητικά-ηγεμονικά κράτη μια μορφικά πανομοιότυπη οντολογικά θεμελιωμένη κοσμοθεωρητική βάση και αποτελεί την ουσία, το βαθύτερο νόημα και το θεμελιώδες υπόβαθρο του διεθνούς δικαίου και των θεσμών διεθνούς διακυβέρνησης.

Γι’ αυτό, το διεθνές δίκαιο και οι διεθνείς θεσμοί είτε θα βρίσκονται σε συμφωνία με το βαθύτερο νόημα των αξιώσεων ελευθερίας-ανεξαρτησίας είτε θα οδηγούν σε επίπλαστες, εφήμερες, και μη βιώσιμες κατασκευές ηγεμονικού χαρακτήρα η κύρια χρησιμότητα των οποίων θα είναι άνομες και καταχρηστικές διεθνείς αλλαγές και ανακατανομές συμφερόντων (χαρακτηριστική και πασίδηλη είναι η περίπτωση του ad hoc «διεθνούς» δικαστηρίου για την πρώην Γιουγκοσλαβία). Στο στοχαστικό και νομικό επίπεδο, ενδιάμεσες μόνιμες και βιώσιμες καταστάσεις δεν μπορούν να υπάρξουν, και σ’ αυτό ακριβώς οφείλεται, ενδεχομένως, η αφετηριακή ασάφεια των σχετικών προνοιών του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. Αυτή η ασάφεια δεν μπορεί να οφείλεται σε νομική ατολμία αλλά σε πολιτική σοφία. Αφετηριακά, ο νοερός «ιστορικός νομοθέτης» δεν προχώρησε στον προσδιορισμό άκαμπτων διεθνών ρυθμίσεων γιατί «γνώριζε» ότι λόγω αιτιών πολέμου, και ιδιαίτερα λόγω δυνητικών ανταγωνισμών μεταξύ των ηγεμονικών δυνάμεων που τους παραχωρήθηκε δικαίωμα αρνησικυρίας, κάτι τέτοιο θα ήταν αναξιόπιστο και αντιπαραγωγικό οδηγώντας τον ΟΗΕ στο ίδιο αδιέξοδο μονοπάτι με την Κοινωνία των Εθνών. Έτσι, ο επακριβής προσδιορισμός της εξαίρεσης από τον κανόνα της μη επέμβασης, η υιοθέτηση προνοιών διασφάλισης κατά καταχρηστικών αποφάσεων ή ενεργειών των μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας[54]και γενικότερα οι ακριβείς δικαιοδοσίες άσκησης διεθνούς βίας διανεμητικών συνεπειών, είναι καίρια ζητήματα που κρίθηκε πως έπρεπε να διασαφηνιστούν από τα ίδια τα κράτη μέλη μετά την ίδρυση του Οργανισμού αυτού.

Έκτοτε, το γεγονός ότι δεν υπήρξε σοβαρή οριοθέτηση της άσκησης βίας, των κανόνων εξαίρεσης στον κανόνα (π.χ. επέμβαση στην εσωτερική τάξη των κρατών), των διαδικασιών καθολικού αφοπλισμού όσον αφορά τα μέσα μαζικής καταστροφής[55], των κανόνων έκτακτης ανάγκης και συνολικά μιας περιεκτικής περιγραφής για το πότε ακριβώς «κινδυνεύει η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια», είναι, μεταξύ πολλών άλλων, ενδείξεις για την ύπαρξη αιτιών πολέμου και μετά το 1945, τα οποία θέτουν εμπόδια στην περαιτέρω ανάπτυξη των κεκτημένων του πολιτικού πολιτισμού των διακρατικών σχέσεων. Ακόμη πιο σημαντικό, το γεγονός ότι μετά τον Ψυχρό Πόλεμο η κυρίαρχη ηγεμονική δύναμη επιχείρησε να ποδογετήσει τα υπόλοιπα κράτη προς ad hoc ή «εθιμικές» διεθνείς ρυθμίσεις που την συνέφεραν, είναι μια ακόμη πιο σοβαρή ένδειξη για τον ρόλο και τους σκοπούς των ηγεμονικών δυνάμεων[56] στο μεταψυχροπολεμικό περιβάλλον[57].  

 

Μια καίρια προαναφερθείσα πτυχή της διαλεκτικής σχέσης διεθνούς δικαίου και εθνικής ανεξαρτησίας χρήζει μερικών ακόμη επισημάνσεων. Συγκεκριμένα, οι θεμελιώδεις κοσμοθεωρητικές στάσεις που σκοπό έχουν να στηρίξουν μια μη ηγεμονική αξίωση κυριαρχίας-ανεξαρτησίας των μελών του διεθνούς συστήματος είναι, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, κατά βάση μορφικά πανομοιότυπες: στηρίζουν τη συλλογική ελευθερία-ανεξαρτησία, που στα νεότερα χρόνια ενσαρκώθηκε στην εθνική-κρατική κυριαρχία. Έτσι, προσφέρεται στις κυρίαρχες κοινωνίες η δυνατότητα αδέσμευτου-ανεξάρτητου συλλογικού κατ’ αλήθειαν βίου όπως ορίσθηκε πιο πάνω (με όρους ελευθερίας). Η εθνική ανεξαρτησία, επίσης, ενσαρκώνεται στην ρητή –στους Καταστατικούς Χάρτες των διεθνών θεσμών– ιστορική αποστολή του διεθνούς δικαίου ως στηρίγματος της εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας των μελών του διεθνούς συστήματος, ως στηρίγματος δηλαδή του (μη ηγεμονικού και μη αναθεωρητικού) έθνους-κράτους[58]. Υπό το πρίσμα αυτής της θεώρησης, η φιλοσοφική διαμάχη για τη γενικότερη σημασία του πνεύματος, των αισθητών και των μεταξύ τους σχέσεων σε αναφορά με τα ανθρωπολογικά ζητήματα και ηθικοκανονιστικά ζητήματα στο εσωτερικό ενός εκάστου συλλογικού βίου διαφέρει από τον αντίστοιχο προβληματισμό στο διεθνές σύστημα τουλάχιστον ως προς τούτο: ενώ στο πρώτο επίπεδο, το ενδοκρατικό, τα ζητήματα που τίθενται αφορούν την απεραντοσύνη του πνευματικού-αισθητού κόσμου στην ατέρμονη αναζήτηση της αλήθειας σ’ όλο το φάσμα των φυσικών και των μεταφυσικών της διαστάσεων και τον τρόπο συμμετοχής στον συλλογικό κατ’ αλήθειαν βίο μιας κοινωνικής ένωσης, στο δεύτερο επίπεδο, το διακρατικό, ο συλλογικός βίος αφορά σχέσεις μεταξύ των κυρίαρχων πολιτικών οντοτήτων. Οι σχέσεις αυτές αφορούν όχι την γένεση ενός Υπερεθνικού Πολιτικού Γεγονότος αλλά την εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου που ορίζουν ότι η κάθε μια κυρίαρχη οντότητα είναι πνευματικά και αισθητά ανεξάρτητη. Αυτό το ταυτόχρονα ομοιόμορφο (ως προς την αξίωση εθνικής ανεξαρτησίας) και ανομοιόμορφο (ως προς τις ενδογενείς κοσμοθεωρητικές και ηθικές δομές) μωσαϊκό συλλογικών οντοτήτων που διακρίνεται από πνευματική-αισθητή ετερότητα συγκροτεί το διακρατικό σύστημα. Αν κανείς επιχειρήσει να αναζητήσει μια κοινή για όλα τα κράτη-οικουμενική κοσμοθεωρητική παραδοχή πνευματικά περιεκτική είναι ακριβώς το προαναφερθέν βαθύτερο νόημα του διεθνούς δικαίου που αναγνωρίζει σε όλα τα κυρίαρχα κράτη πνευματική και αισθητή ανεξαρτησία.

            Στο σημείο αυτό και κτίζοντας στις θεωρήσεις που μόλις έγιναν, τονίζεται ότι οι αξιώσεις ισχύος των φιλειρηνικών κρατών όπως ορίστηκαν πιο πάνω υπέρ της εθνικής ανεξαρτησίας δεν μπορεί να είναι κατεξουσιαστικές. Είναι αξίωση οιονεί αμυντική υπέρ της συλλογικής ελευθερίας των μελών και γι’ αυτό βρίσκεται στο ηθικό απυρόβλητο των συζητήσεων για τον ρόλο της ισχύος στις ανθρώπινες σχέσεις. Αυτό είναι, εξάλλου, επαναλαμβάνεται, και το βαθύτερο νόημα του διεθνούς δικαίου και της συλλογικής ασφάλειας.

Ασφαλώς, θα ήταν μυωπικό να μην αντιληφθεί κανείς πως σε αυτό το σύστημα συντελούνται διακρατικές, διεθνείς, διεθνικές και κάθε άλλου είδους πνευματικές διαδράσεις που το αποσταθεροποιούν. Αυτό όμως είναι το πρόβλημα και γι’ αυτό η αναζήτηση των πραγματικών αιτιών πολέμου είναι κεφαλαιώδους σημασίας και προϋπόθεση πολιτικού ορθολογισμού. Σίγουρα, θα ήταν ακόμη πιο μυωπικό (ή κατά περίπτωση υποκριτικό) αν κανείς πιστέψει πως αυτές οι διαδράσεις μπορούν να οδηγήσουν σε κατάργηση της ετερότητας των κοινωνιών, εμπέδωση παγκόσμιων κοσμοθεωρητικών παραδοχών και γενικότερα σε ιδεολογική, πνευματική και αισθητή εξομοίωση του πλανήτη. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει: Είναι διυποκειμενικά πασίδηλο πως οι διεθνικές και άλλες πνευματικές διαδράσεις αλληλοεμπλουτίζουν τις εμπλεκόμενες κοινωνίες, οδηγώντας, όμως, στο βάθεμα της συλλογικής ετερότητάς τους και όχι σε κάποια πνευματική, αισθητή, κοινωνική και πολιτική εξομοίωση[59]. Σε αυτό το πλαίσιο, ο καθείς είναι ελεύθερος να επιλέξει κατά πόσο υιοθετεί μια κανονιστική στάση που αναζητεί οικουμενικές αρχές που υπηρετούν την παγκόσμια εξομοίωση-ενοποίηση –και αυτό ακριβώς κάνουν όλες οι αποχρώσεις των διεθνιστικών, κοσμοπολίτικων και ηγεμονικών ιδεολογημάτων–, ή κατά πόσο αναζητά οικουμενικές παραδοχές διακρατικού χαρακτήρα που συντείνουν στην εμπέδωση των Υψηλών Αρχών του διεθνούς δικαίου[60]. Το διεθνές δίκαιο, με το να αναγνωρίζει το δικαίωμα εσωτερικής αυτοδιάθεσης (που εκπληρώνεται στο βαθμό που εφαρμόζονται οι κανόνες περί μη επέμβασης και εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας), ουσιαστικά αναγνωρίζει ότι ο παγκόσμιος πνευματικός και αισθητός κόσμος είναι κατακερματισμένος σύμφωνα με τις –διυποκειμενικά καταμαρτυρούμενες και καθαγιασμένες στις διεθνείς συμβάσεις– κυριαρχικές οριοθετήσεις.

 

Ανεξαρτήτως επιμέρους ετερότητας των ατόμων και των ομάδων στο εσωτερικό μιας εκάστης κοινωνικής οντότητας, η «κοσμοθεωρητική και ηθικοφιλοσοφική συνισταμένη» ενσαρκώνεται στον συλλογικό τρόπο ζωής, στις μαρτυρούμενες κοσμοθεωρητικές και ανθρωπολογικές παραδοχές και στις ευδιάκριτες ηθικοκανονιστικές τους προεκτάσεις (θεμελιώδεις νόμοι, διοικητικά συστήματα, εθιμικοί κανόνες, ηθικές επιταγές κτλ). Επιπλέον, ως εποικοδόμημα της οντολογικά θεμελιωμένης κυρίαρχης οντότητας, τα προαναφερθέντα ηθικοκανονιστικά συστήματα διαρκώς πλάθονται, εξελίσσονται, μετασχηματίζονται και μεταμορφώνονται, πάντοτε, όμως, με ρητό, προσδιορισμένο και μαρτυρούμενο τρόπο και ανάλογα με τη δυναμική που αναπτύσσουν η κοινωνία σχέσεων, ο πόθος διαρκούς ευόδωσης της συλλογικής ελευθερίας, η διαρκής αναζήτηση της ατομικής και συλλογικής αλήθειας και γενικώς η αδιάλειπτη δυναμική αναδιαμόρφωση του συλλογικού τρόπου ζωής[61]. Ο (ανεξάρτητος) συλλογικός τρόπος ζωής κάθε κοινωνίας και το σημαινόμενό του κοινωνικοπολιτικό γεγονός συνιστούν, ανά πάσα στιγμή, την ενσάρκωση της συλλογικής αλήθειας μιας εκάστης κοινωνίας και εξασφαλίζουν την κοινωνική και την ατομική πραγματοποίηση της εμπειρίας της ανθρώπινης ζωής[62]. Προϋπόθεση για κάτι τέτοιο, βεβαίως, είναι η κοινωνία να παραμένει συλλογικά  ανεξάρτητη-ελεύθερη και απαλλαγμένη εξωγενών κατεξουσιαστικών επιδράσεων.

Αυτός ακριβώς, και μόνο αυτός, ο συλλογικός τρόπος ζωής ο οποίος συναρτάται με την αξίωση συλλογικής ελευθερίας-ανεξαρτησίας και την ετερότητα κάθε κυρίαρχης συλλογικής οντότητας συνιστά και το αντικείμενο της περιγραφικής-μη προπαγανδιστικής επιστημονικής μελέτης των διεθνών σχέσεων. Εκτός των οριοθετήσεων των αξιώσεων ελευθερίας και των κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένων σκοπών κείνται όλα εκείνα –και είναι πολλά– τα εξομοιωτικά ιδεολογήματα και θεωρήματα που αναπόφευκτα παρεισφρέουν στη θεωρία διεθνών σχέσεων και στον δημόσιο πολιτικό λόγο για να εξυπηρετήσουν αναιρετικούς της ελευθερίας σκοπούς. Ενώ ως αντικείμενο μελέτης μπορεί να αναλύονται ως ανορθολογικά και παράδοξα ιδεολογήματα και θεωρήματα, η πολιτική χρησιμότητά τους (και των αναλύσεων που με αξιολογικό και προπαγανδιστικό τρόπο τα στηρίζουν αντί μόνο να τα περιγράφουν), περιορίζεται στην εξυπηρέτηση των εκάστοτε κατεξουσιαστικών ηγεμονικών αξιώσεων[63]. Ως τέτοια αποτελούν και κύρια αιτία πολέμου. Ως εκ της φύσεώς τους, εξάλλου, αντιβαίνουν θεμελιωδώς με κάθε έννοια διεθνούς δικαίου και διεθνών θεσμών όπως είναι ιστορικά νοηματοδοτημένα και οντολογικά θεμελιωμένα[64].

 

Η διυποκειμενική ιστορική εμπειρία διδάσκει πως κάθε αξίωση ακύρωσης-αναστροφής τού καθ’ εκάστη κοινωνία συλλογικού τρόπου ζωής με σκοπό την εγκαθίδρυση ενός παγκόσμιου συλλογικού τρόπου ζωής, ανεξαρτήτως προσωπείου ή προθέσεων, διολισθαίνει αναπόδραστα σε δαρβινιστικές εκλογικεύσεις εξομοιωτικού χαρακτήρα και αναιρετικές της ανθρώπινης ετερότητας και της οντολογικού περιεχομένου ανθρώπινης ελευθερίας. Βεβαίως, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει τον διεθνολογικό στοχασμό –και ευρύτερα τους υπόλοιπους τομείς της πολιτικής επιστήμης– από το να λοξοδρομεί προς αναιρετικούς της ελευθερίας προσανατολισμούς, αλλά το γεγονός πως πολλοί αυτό κάνουν είναι επιστημονικά παντελώς αδιάφορο. Όταν οι προσπάθειες ανάπτυξης των διεθνών σχέσεων ως αντικειμένου επιστημονικής μελέτης καταπιάνονται με συλλογισμούς και εκλογικεύσεις εξυπηρετικές εφήμερων ηγεμονικών συμφερόντων, υποστηρίχτηκε ήδη, το αποτέλεσμα είναι τόσο πληθώρα επιστημονικών και λογικών σφαλμάτων όσο και πολιτικός ανορθολογισμός στην ενδοκρατική και διακρατική ζωή.

 

Η προηγηθείσα ανάλυση θεωρεί ως δεδομένο ότι αξιόπιστες αναλύσεις των διακρατικών σχέσεων απαιτούν αυστηρή περιγραφή και αξιολογική ελευθερία. Αυτό δεν σημαίνει ότι στο επίπεδο του κοινωνικοπολιτικού βίου οι πολιτικές εκλογικεύσεις απορρίπτονται ως περιττές. Αντίθετα, θεωρούνται αναγκαία προϋπόθεση του συλλογικού κατ’ αλήθειαν βίου στο εσωτερικό μιας κυρίαρχης εθνικής-κρατικής οντότητας και στις διακρατικές σχέσεις όταν συζητείται η εκπλήρωση των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου. Εάν και όταν μια διακριτή κοινωνία κατακτήσει την πολιτική της κυριαρχία, η διασφάλισή της ανεξαρτησίας της αποτελεί προϋπόθεση διαιώνισης μιας πορείας διαρκούς πραγμάτωσης της υπαρκτικής ετερότητας και της ελευθερίας στο πλαίσιο του συλλογικού βίου (στο πλαίσιο του οποίου χωρούν πλέον μύριες αναγκαίες και μη εξαιρετέες υποκειμενικές εκλογικεύσεις που σμιλεύουν και αναπτύσσουν τον ενδοκρατικό συλλογικό κατ’ αλήθειαν βίο). Διακρίνουμε έτσι τις πολιτικές εκλογικεύσεις που είναι αφενός ενταγμένες σ’ ένα συγκεκριμένο Πολιτικό γεγονός και αφετέρου συνδεδεμένες με την αξίωση συλλογικής ελευθερίας-κυριαρχίας ενός συγκεκριμένου έθνους-κράτους, από τις εξωπολιτικά προσδιορισμένες εκλογικεύσεις που είναι όλοι ανεξαιρέτως οι μεταφυσικά και ή εξωπολιτικά προσδιορισμένοι οικουμενικοί σκοποί, αξίες και ηθικά κριτήρια[65].   

 

Οι επισημάνσεις που προηγήθηκαν καθιστούν αναγκαία μια πιο ακριβή οριοθέτηση του χαρακτήρα της αξίωσης εθνικής ανεξαρτησίας και της σχέσης της με τις αξιώσεις συλλογικής ελευθερίας. Η θέση μας είναι πως, επειδή η πολιτική κυριαρχία δεν διασφαλίζεται στο διεθνές σύστημα –η ανεξαρτησία των πολιτικά κυρίαρχων κοινωνιών θα ήταν κατασφαλισμένη μόνο εάν εξαλείφονταν τα αίτια πολέμου και εφαρμοζόταν χωρίς εξαιρέσεις το διεθνές δίκαιο που εδράζεται στο καθεστώς της εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας–, η αξίωση εθνικής ανεξαρτησίας των μη ηγεμονικών κρατών που υπερασπίζονται την εσωτερική και εξωτερική τους κυριαρχία διασώζεται ως οντολογικό κατηγόρημα. Όπως υποστηρίχθηκε σε άλλη περίπτωση, βρίσκεται στο ηθικό απυρόβλητο, δεν συνιστά κατεξουσιαστική αξίωση και μορφικά αποτελεί κοινό ηθικό πεδίο όλων των φιλειρηνικών κρατών του κόσμου.

Ακριβώς, ως αξίωση ανεξαρτησίας-κυριαρχίας των φιλειρηνικών κρατών που δεν στρέφεται κατά της συλλογικής ελευθερίας των άλλων κοινωνιών, η εθνική ανεξαρτησία, συνεχίζει, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, να είναι θεμελιώδης αξίωση που στηρίζει την Υπαρκτική ετερότητα της κοινωνίας που ιστορικά έχει καταστεί πολιτικά κυρίαρχη[66]. Αυτό δεν ισχύει όταν μια ισχυρή κοινωνία αποβλέπει στην καταδυνάστευση της συλλογικής ελευθερίας μιας άλλης λιγότερο ισχυρής κοινωνίας, όταν δηλαδή υιοθετεί κατεξουσιαστικές ηγεμονικές συμπεριφορές. Το γεγονός ότι αυτός ήταν ο κανόνας και η εξαίρεση οι φιλειρηνικές συμπεριφορές των μεγάλων δυνάμεων, πασίδηλα αποτελεί, ακριβώς, και το μεγαλύτερο πρόβλημα των διεθνών σχέσεων –και κύρια πηγή αιτιών πολέμου–, κάτι που κανενός είδους διεθνολογική ανάλυση δεν έχει την πολυτέλεια να αγνοεί. 

Για να το θέσουμε διαφορετικά –και σε αναφορά με την καντιανή αναζήτηση παγκόσμιων ορθολογικών κριτηρίων τα οποία θα στερούνται κατεξουσιαστικών ιδιοτήτων–, σ’ ένα διεθνές σύστημα στο εσωτερικό του οποίου τα αίτια πολέμου βρίθουν, ο μη κατεξουσιαστικός και μη μεταφυσικά προσδιορισμένος διεθνής ορθολογισμός μπορεί να προσδιοριστεί μόνο με ρητό αντιδιεθνιστικό, αντιιδεαλιστικό, αντικοσμοπολίτικο και αντιηγεμονικό τρόπο: α) Προϋποθέτει απόρριψη κάθε μεταφυσικά και εξωπολιτικά προσδιορισμένων και γι’ αυτό αυθαίρετων οικουμενικών αξιών, β) παραδέχεται-αποδέχεται τη συλλογική κυριαρχία-ελευθερία κάθε ανεξάρτητου κράτους και γι’ αυτό τον βαθύτατο κρατοκεντρικό χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος, γ) παραδέχεται-αποδέχεται την εθνική-κρατική ελευθερία ως θεσμό συλλογικής ελευθερίας και συνεπακόλουθα, δ), παραδέχεται-αποδέχεται τη μη επέμβαση, τη διακρατική ισοτιμία και το δικαίωμα της εσωτερικής αυτοδιάθεσης ως θεμελιώδη στηρίγματα της ελευθερίας. Η μη κατανόηση του γεγονότος πως μόνο ένας ορθολογισμός που εδράζεται σε τέτοια κριτήρια θα μπορούσε να είναι συμβατός με την ανθρώπινη ελευθερία εξηγεί, επαναλαμβάνουμε, και τα μύρια επιστημονικά σφάλματα όλων των κανονιστικά προσανατολισμένων (κυρίως φιλελεύθερων) θεωριών και τα υπαρξιακά αδιέξοδα των νομικών-διεθνολόγων που στην Ελλάδα και στο εξωτερικό έχουν αξία μόνο στον βαθμό που αυτοικανοποιούν ένα ελάχιστα επιστημονικό-ακαδημαϊκό κλειστό κόσμο που ευφημιστικά, συνδικαλιστικά και μεγαλοφάνταστα ονομάζονται «κοινωνικές επιστήμες» (και που συχνά διολισθαίνουν στο τέλμα όταν μετατρέπονται σε βιομηχανίες παραγωγής κατεξουσιαστικών ιδεολογημάτων – στην Ελλάδα αποκορύφωση αποτέλεσε η βιομηχανική στήριξη του ανελεύθερου σχεδίου Αναν).      

 

Επανερχόμενοι στη σχέση των αξιώσεων συλλογικής ελευθερίας με την αξίωση εθνικής ανεξαρτησίας, προσθέτουμε ότι οι οντολογικού περιεχομένου αξιώσεις ελευθερίας σχετικοποιούνται ολοένα και περισσότερο στην πορεία μετασχηματισμού τους από αξιώσεις ελευθερίας-αποχωρισμού σε αξιώσεις ανεξαρτησίας-κυριαρχίας στο υπαρκτό άναρχο διεθνές σύστημα, στο εσωτερικό του οποίου υπάρχει, όπως ήδη πλειστάκις αναφέρθηκε, πλήθος εγγενών αιτίων πολέμου. Αυτή η σχετικοποίηση καθίσταται τόσο περισσότερο αμφιλεγόμενη όσο περισσότερο στο εσωτερικό της ελεύθερης-κυρίαρχης κοινωνίας (δηλαδή ενδοκρατικά) αναπτύσσονται πολιτικές εκλογικεύσεις που διαμορφώνουν τον συλλογικό κατ’ αλήθειαν βίο και όσο περισσότερο αυτός ο συλλογικός κατ’ αλήθειαν βίος κάθε κυρίαρχου κράτους συμπλέκεται ανταγωνιστικά στο διακρατικό επίπεδο με αντίστοιχες αξιώσεις άλλων κοινωνιών[67]. Ο ανταγωνισμός αυτός δεν είναι νομοτέλεια. Πασίδηλα παρατηρείται, όμως, μεταξύ γειτονικών κρατών που εμπλέκονται σε διενέξεις που αποτελούν κατάλοιπα της εποχής του εθνικού-κρατικού γίγνεσθαι και μεταξύ λιγότερο φιλειρηνικών κρατών και ηγεμονικών κρατών όταν τα τελευταία εκπέμπουν επαναστατικές και ή ηγεμονικές αξιώσεις[68].

Στο ενδοκρατικό επίπεδο, ο αμφιλεγόμενος χαρακτήρας των αξιώσεων ελευθερίας-κυριαρχίας και η σχετικοποίηση των αξιακών τους συμπαραδηλώσεων είναι τόσο μεγαλύτερος όσο ασθενέστερες είναι οι κοσμοθεωρητικές βάσεις μιας κοινωνίας. Δηλαδή, όταν λόγω εσωτερικής ανομοιογένειας η συνοχή και η ενότητα της κοινωνίας αμφισβητείται, αναδύονται αιτήματα απόσχισης ή διάσπασης[69]. Σε περιπτώσεις μάλιστα κατά τις οποίες υπάρχουν προβλήματα άνισης ανάπτυξης που συνοδεύονται από ετερογένεια-ανομοιογένεια μεταξύ των περιφερειών η διάσπαση της κυριαρχίας θεωρείται πιθανή ή και βεβαία[70]. Τα προβλήματα και η αστάθεια οξύνονται όταν τέτοια αιτήματα σχετίζονται με αναθεωρητικές αξιώσεις γειτονικών κρατών που διεκδικούν προσάρτηση περιοχών όπου κατοικούν ομοεθνείς τους που επιχειρούν να χρησιμοποιήσουν ως στρατηγική μειονότητα[71].

Αντίστοιχα, στο διεθνές επίπεδο οι αξιώσεις ελευθερίας που μετά την ανεξαρτησία συνεχίζουν να διακηρύττονται ως ηθικό έρεισμα των αξιώσεων κυριαρχίας αποκτούν ολοένα και περισσότερο αμφιλεγόμενο αξιακό περιεχόμενο όσο συμπλέκονται, όπως μόλις τονίστηκε, με τα αίτια πολέμου. Αυτό οξύνεται και εντείνεται όταν, επιπλέον, εισρέουν επαναστατικές-οικουμενικές αξιώσεις ηγεμονικών δυνάμεων[72]και νομικά αμφιλεγόμενες διακρατικές διαφορές ελέγχου κυριαρχικού χώρου[73]. Ανεξαρτήτως αυτών των αξιώσεων, των ιεραρχήσεών τους σε κάθε κοινωνία και των εκατέρωθεν αξιακών παραστάσεων, σε στοχαστικό επίπεδο ενέχει μεγάλη σημασία η κατανόηση του γεγονότος ότι η ανεξαρτησία και η αναπόδραστα ολοένα βαθύτερη ηθικοκανονιστική ετερότητα κάθε κοινωνίας είναι προσδιοριστικοί διαμορφωτικοί παράγοντες μιας ολοένα και μεγαλύτερης διεθνούς ανομοιομορφίας που καθιστά πολλά δευτερογενή (κυρίως περιφερειακά) αίτια πολέμου δισεπίλυτα[74]. Παρά το γεγονός της ύπαρξης αιτιών πολέμου και πολλών και μεγάλων αδιεξόδων που αυτά δημιουργούν –των οποίων η άγνοια ή η παράκαμψη αποτελεί μυωπία ή σκόπιμη εθελοτυφλία που μηδενίζει κάθε πολιτικό και επιστημονικό ορθολογισμό–, είναι εν τούτοις πολιτικά και επιστημονικά εφικτό να γίνεται μια ηθικοπρακτικά εξαιρετικά σημαντική ιεράρχηση και διαβάθμιση των διακρατικών συμπεριφορών αφενός σε αξιώσεις ελευθερίας-ανεξαρτησίας και αφετέρου σε ηγεμονικές αξιώσεις που λειτουργούν ως τροχοπέδη στις προσπάθειες διαφύλαξης των κεκτημένων του πολιτικού πολιτισμού και της περαιτέρω προόδου. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά την νομικοπολιτική διάκριση μεταξύ φιλειρηνικών και αναθεωρητικών κρατών που έγινε πιο πάνω. Στο ενδιάμεσο ενυπάρχουν οι προαναφερθείσες τραγικές διακρατικές διενέξεις αλλά και οι στοχαστικοί παραλογισμοί που αποτελούν πλέον πηγή εισροών ποταμών ανορθολογισμού στον ενδοκρατικό και διακρατικό βίο.

 

4. Συμπεράσματα για τα βαθύτερα χαρακτηριστικά των διεθνών κανονιστικών δομών και τις εγγενείς ατέλειές τους.

 

Η συλλογική ασφάλεια, αλλά και το σύνολο των κανονιστικών ρυθμίσεων που αφορούν τις διεθνείς σχέσεις, απαιτείται να εξετάζονται υπό το πρίσμα των βαθύτερων ιδιοτήτων του διεθνούς συστήματος. Η ανάλυση που προηγήθηκε επιχείρησε να τα σκιαγραφήσει. Προστίθεται ότι, αυτές οι ιδιότητες αν και ορατές με γυμνό οφθαλμό, όλως περιέργως, είναι δυσδιάκριτες για πολλούς αναλυτές των λεγόμενων κοινωνικών επιστημών[75]. Κυρίως, είναι καίριας σημασίας να γίνει κατανοητό ότι είναι ένα πράγμα η κατανόηση των διεθνών θεσμών ως μέσου ρύθμισης της διακρατικής ζωής υπό συνθήκες διακρατικής ισοτιμίας (και γι’ αυτό υπό αυστηρό διακυβερνητικό πρίσμα) και άλλο η κατανόησή τους ως υπερεθνικά ή υπερκρατικά εξουσιαστικά συστήματα που υπονομεύουν ή ακυρώνουν την εσωτερική και εξωτερική κυριαρχία των ανεξαρτήτων εθνών-κρατών. Ακόμη πιο σημαντικό, είναι ένα πράγμα η κατανόησή των διεθνών κανονιστικών ρυθμίσεων ως εξαρτημένων μεταβλητών της θέλησης των κυρίαρχων κρατών και άλλο ως μέσο προώθηση διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων σκοπών. Οι σκοποί αυτοί, όπως ήδη υποστηρίχθηκε πιο πάνω, αναπόδραστα εξυπηρετούν τις ηγεμονικές κατεξουσιαστικές αξιώσεις της εκάστοτε ιστορικής συγκυρίας και όχι κάποια εφικτή ιδέα λειτουργικής ενοποίησης του κόσμου.

Εν τούτοις, στο ρευστό αυτό φάσμα ιδεών που συμπλέκονται με πρακτικές πτυχές της διεθνούς ζωής πολλοί σκόπιμα ή αφελώς συγχέουν την διακυβερνητική διακυβέρνηση με την πρακτικά ανέφικτη διεθνιστική ενοποίηση του κόσμου και με την ηθικά προβληματική ηγεμονική διακυβέρνηση. Αμφότερες αντιβαίνουν με την φύση του διεθνούς συστήματος, με το βαθύτερο νόημα και με την αποστολή των διεθνών θεσμών. Κορωνίδα της αποστολής αυτής, εξ αντικειμένου, είναι η συλλογική ασφάλεια νοηματοδοτημένη ως διασφάλιση της κυριαρχίας των μελών του διεθνούς συστήματος.

 

Διαχρονικές διακρατικές συμπεριφορές

«Εκκρεμές Watson»

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Πηγή: Adam Watson, Η εξέλιξη της διεθνούς κοινωνίας, Μια συγκριτική και ιστορική ανάλυση (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2006), σ. 40

Ανάλυση

Ανεξαρτησίᬬ¬¬  ηγεμονία®επικυριαρχία®προτεκτοράτα®®®®®Αυτοκρατορία

Ανεξαρτησία: άθλημα / αγώνας. Ηγεμονία: ολοένα πιο δύσκολη®μεγάλου κόστους®αυτοκρατορία ανέφικτη                                                            

Διεθνές δίκαιο, ισοτιμία, μη επέμβαση ®®®®®®®διεθνείς θεσμοί: ηγεμονικά εργαλεία, επέμβαση

………………………………………………………………………………………………………….

Πρόσθετες επισημάνσεις

  1. Ταλάντωση του εκκρεμούς προς τα αριστερά προς την ανεξαρτησία σημαίνει ότι γίνονται σεβαστές οι θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου, η μονομερής επέμβαση αποκλείεται και οι κανόνες της συλλογικής ασφάλειας –διασφάλιση κυριαρχίας κρατών– εφαρμόζονται.
  2. Καθώς κινούμαστε προς τα αριστερά και παρά το γεγονός ότι η αυτοκρατορία είναι πλέον ανέφικτη,
  3. Λόγω ανισότητας και άνισης ανάπτυξης οι ηγεμονικές αξιώσεις είναι εγγενές χαρακτηριστικό διεθνούς συστήματος. Συνέπειες: 1) ηγεμονικές συγκρούσεις για ισχύ, έλεγχο πλουτοπαραγωγικών πόρων .... 2) Διεθνές Δίκαιο και διεθνείς θεσμοί εξαρτημένες μεταβλητές ισχύος ή αναποτελεσματικοί. 3) Ανεξαρτησία αν και νομικά κατοχυρωμένη η κατοχύρωσή της είναι ένα διαρκές άθλημα και ένας διαρκής αγώνας ισόρροπων σχέσεων με τα ισχυρότερα κράτη. 4) Περισσότερο ή λιγότερο ανεξάρτητος ανάλογα με την ισχύ σου, την πολιτειακή σου συνοχή και την ανταγωνιστικότητά σου.
  4. Μεγάλα τα περιθώρια μικρότερων κρατών αν λειτουργούν ορθολογιστικά. Σημασία επιστημονικής μελέτης διεθνών σχέσεων ...
  5. Η ταλάντωση του εκκρεμούς διαφέρει ανάλογα με την ιστορική συγκυρία, την κατανομή ισχύος και τον ανταγωνισμό των ηγεμονικών δυνάμεων, την δυνατότητα του λιγότερο ισχυρού κράτους για αποτροπή, διεκδίκηση και καθιέρωση πελατειακών σχέσεων.
  6. Τα λιγότερο ισχυρά κράτη έχουν συμφέρον να μην βρίσκονται στις συμπληγάδες των ηγεμονικών συγκρούσεων, να μην υποτάσσονται στα ηγεμονικά συμφέροντα και «να μιλούν την γλώσσα των ισχυρών» όταν διεκδικούν και διαπραγματεύονται. [Βαλκάνια: Στρατηγική εποπτεία ... Κυπριακό: όχι πέραν κόκκινης γραμμής ... Κυριαρχία: έσχατη λογική και αδιαπραγμάτευτη. Εξωτερικές απειλές: αποτελεσματική αποτρεπτική στρατηγική.]
  7. Ειρηνική επίλυση διαφορών φιλειρηνικών κρατών: Κριτήριο το εθνικό συμφέρον, η διεθνής νομιμότητα.
  8. Αρχή και τέλος στρατηγικής: 2) Κυριαρχία / Ανεξαρτησία®έσχατη λογική και αδιαπραγμάτευτη.

 

Για ένα ακόμη λόγο, η έννοια της κυριαρχίας δεν αφορά μόνο διοικητικές και τεχνικές πτυχές της σύγχρονης διεθνούς ζωής. Επειδή όπως υποστηρίχθηκε πιο πάνω η εθνική ανεξαρτησία είναι συνώνυμη της συλλογικής ελευθερίας μιας κοινωνίας, το βαθύτερο νόημα των διεθνών θεσμών είναι η διακρατική ισοτιμία, η μη επέμβαση και η εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία των κρατών. Αυτό το νόημα, ριζωμένο στην συνείδηση αλλά και στα συμφέροντα για ευημερία και ασφάλεια των μελών των κυρίαρχων κοινωνιών, μπορεί να υπονομευτεί αλλά όχι να αναιρεθεί από τεχνολογικές εξελίξεις ή τεχνοκρατικές αντιλήψεις.

Αυτό γιατί η όλη δομή ενσαρκώνει ένα πολύπλοκο σύστημα ενδοκρατικής διανεμητικής δικαιοσύνης και διακρατικής τάξης:

α) Η ενδοκρατική τάξη-δικαιοσύνη είναι εφικτή και νομιμοποιείται λόγω ύπαρξης συνεκτικών κοινωνιών που συγκροτήθηκαν οντολογικά όπως περιγράψαμε πιο πάνω.

β) Η διακρατική τάξη όπως τα ίδια τα κράτη την ορίζουν και την οριοθετούν στους διεθνείς θεσμούς συλλογικής ασφάλειας είναι επιθυμητή από όλους –ή τουλάχιστον από τα μη ηγεμονικά-μη αναθεωρητικά φιλειρηνικά κράτη που αποτελούν και την συντριπτική πλειονότητα– αλλά όχι πάντοτε εφικτή λόγω αιτιών πολέμου που προκαλούν διενέξεις, πολέμους και ανθρώπινες κακουχίες.

Αυτό το εύθραυστο σύστημα –που υπενθυμίζουμε ότι, ιστορικά, προέκυψε ως αντίσταση των κοινωνιών κατά των κατεξουσιαστικών αυτοκρατορικών αξιώσεων –βλ. το παρεμβαλλόμενο πίνακα με τίτλο «Εκκρεμές Watson, καθώς και στην ανάλυση στο βιβλίο από το οποίο αντλείται– του οποίου το βαθύτερο νόημα βρίσκεται στην αξίωση και επιδίωξη εθνικής ανεξαρτησίας, είναι εφικτό να αναιρεθεί με δύο μόνο τρόπους: Με πλανητική γενοκτονία που θα επιφέρει μια παγκόσμια κοινωνική, κοσμοθεωρητική και ιδεολογική ομοιομορφία ή με κάποια εφικτή μέθοδο εθελούσιας κοινωνικής ολοκλήρωσης. Αρκετά έγκαιρα, ένας από τους ταγούς της θεωρίας, ο Hans Morgenthau, προειδοποίησε –λέγοντας: «δώστε μου μια παγκόσμια κοινωνία για να σας δώσω ένα παγκόσμιο κράτος, δηλαδή, τόνισε ότι το ζήτημα της εφικτότητας μιας παγκόσμιας ενότητας δεν είναι ιδεολογικό ζήτημα αλλά ζήτημα ύπαρξης ή μη ύπαρξης μιας παγκόσμιας κοινωνίας. Αυτό που αγνοούν ή σκόπιμα παραβλέπουν τα συμπλεκόμενα διεθνιστικά, κοσμοπολίτικα και ηγεμονικά ιδεολογήματα και θεωρήματα όλων των αποχρώσεων (και οι αναρίθμητες «θεωρητικές» συμπαραδηλώσεις τους) είναι ότι εδώ και πολλούς αιώνες ο κόσμος συγκροτήθηκε κυριαρχικά στην βάση της οντολογικά θεμελιωμένης ετερότητας των πολλών και βαθύτατα διαμορφωμένων κοινωνιών του πλανήτη. Αυτές οι κοινωνίες –ή τουλάχιστον η συντριπτική πλειονότητα που είναι φιλειρηνικές– το μόνο που θέλουν είναι εθνική ανεξαρτησία, δηλαδή ισοτιμία με τους πιο ισχυρούς, ισόρροπες συναλλαγές και κυριαρχία για να απολαύσουν την ετερότητά τους υπό συνθήκες ελευθερίας.

            Ενδοκρατικά, τα συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης κλασικά νοηματοδοτημένα[76], είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφονται οι κοινωνικοπολιτικές δομές των κυρίαρχων κοινωνιών. Διακρατικά, η αρχή της κυριαρχίας διασφαλίζει την παγκόσμια οριοθέτηση των συνόρων μεταξύ των πολλών συστημάτων διανεμητικής δικαιοσύνης. Διακρατικά, ακόμη, τονίσαμε στις πρώτες παραγράφους της παρούσης ανάλυσης, ένα σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης είναι ανέφικτο αν όχι αδιανόητο και γι’ αυτό τα κράτη περιορίστηκαν σε ένα σύστημα διεθνούς τάξης που επακριβώς όρισαν στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ. Αυτό που δεν μπόρεσαν να ορίσουν είναι πότε «κινδυνεύει η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια»[77], γεγονός που καταδεικνύεται από την αόριστη διατύπωση του Χάρτη στο Κεφάλαιο VII, η οποία, υπενθυμίζουμε, γράφτηκε αμέσως μετά τον τερματισμό του τελευταίου Παγκοσμίου Πολέμου. Ακόμη πιο ουσιαστικά, αυτό που δεν μπόρεσαν να προβλέψουν οι «ιστορικοί νομοθέτες», είναι το γεγονός ότι η επερχόμενη πλανητικοποίηση των οικονομικών και άλλων φαινομένων λόγω τεχνολογίας, που έκτοτε εξελίχθηκε με άλματα, δημιουργεί εντάσεις στον βαθμό που προκαλεί πλανητικές ανακατανομές οι οποίες θίγουν τα εθνικά-κρατικά συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης, χωρίς όμως να είναι εφικτό (αυτές οι πλανητικές τάσεις) να προκαλέσουν την ανάδειξη μιας παγκόσμιας κοινωνίας και ενός κοινωνικοπολιτικά νομιμοποιημένου πλανητικού συστήματος διανεμητικής δικαιοσύνης[78]. Ταυτόχρονα, επαναλαμβάνεται, η συγκρότηση ενός βιώσιμου συστήματος κρατών που θα διασφαλίζει –με εφαρμογή των προνοιών της συλλογικής ασφάλειας– την συμπεφωνημένη τάξη είναι εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση λόγω αιτιών πολέμου και ιδιαίτερα λόγω των εγγενών ιδιοτήτων των (τραγικών και ενδεχομένως αδιέξοδων) ηγεμονικών συγκρούσεων[79].

Σ’ αυτό το σημείο, ακριβώς, είναι που βρίσκεται η εξέλιξη των διεθνών σχέσεων της μεταψυχροπολεμικής περιόδου. Το κύριο χαρακτηριστικό της μεταψυχροπολεμικής εποχής είναι το γεγονός ότι αντί πολιτικού και θεωρητικού προβληματισμού για τα πραγματικά αίτια που εμποδίζουν την εκπλήρωση του πνεύματος και του γράμματος του διεθνούς δικαίου, των διεθνών θεσμών και της συλλογικής ασφάλειας, το σύστημα εκτράπηκε σε καταχρηστικές επεμβάσεις που εξυπηρετούσαν ευτελή[80] και εφήμερα ιδιοτελή συμφέροντα των συγκυριακά ισχυρότερων δυνάμεων. Ο στρατευμένος ακαδημαϊκός λόγος, εξάλλου, στήριξε αυτή την μακάβρια υπονόμευση των κατακτήσεων του πολιτικού πολιτισμού των διακρατικών σχέσεων.

            Για να το θέσουμε διαφορετικά, όπως εξάλλου έχουμε υποστηρίξει και στο παρελθόν, η αφετηρία της μεταψυχροπολεμικής εποχής πρόσφερε την ευκαιρία επανεξέτασης των θεμελιωδών πτυχών της συλλογικής ασφάλειας με κύριο μέλημα την εκπλήρωση του βαθύτερου νοήματός της, δηλαδή της διαφύλαξη της διεθνούς τάξης και της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών με μετριοπαθή και ανιδιοτελή διαμεσολάβηση στην βάση των συμπεφωνημένων προνοιών των διεθνών θεσμών. Όποιος κατανοεί στοιχειωδώς τα αίτια πολέμου και δεν είναι πρόθυμος να στρατευτεί στις ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις των καταχρηστικών ηγεμονικών αξιώσεων, δεν μπορεί να νεφελοβατεί. Γι’ αυτό, κανείς θα ανέμενε –όπως κατά κανόνα έκαναν οι συνεπείς αναλυτές της περιγραφικής και αξιολογικά ελεύθερης Ρεαλιστικής Θεωρίας– πως αυτές είναι οι αναμενόμενες στάσεις και συμπεριφορές των ηγεμονικών δυνάμεων. Καταληκτικά, σημειώνεται ότι, αυτό που πραγματικά είναι οδυνηρό στο Ακαδημαϊκό επίπεδο είναι η ευρείας κλίμακας και αριθμητικά μεγάλη διολίσθηση των αναλύσεων στο επικίνδυνο πεδίο των προπαγανδιστικών ιδεολογικοπολιτικών εκλογικεύσεων που αποτελούν πλέον τον κανόνα και όχι την εξαίρεση στις λεγόμενες κοινωνικές επιστήμες. Είναι πλέον αναγκαίο ο κάθε ενδιαφερόμενες να διακρίνει μεταξύ περιγραφικών και αληθών αναλύσεων και αφελών ή ύπουλων εκλογικεύσεων που όπως υποστηρίχθηκε πιο πάνω εξ αντικειμένου αποτελούν σημαντικό στήριγμα καταχρηστικών ηγεμονικών αξιώσεων που αντιβαίνουν στο πνεύμα, στο γράμμα και στο βαθύτερο νόημα του διεθνούς δικαίου, των διεθνών θεσμών, της συλλογικής ασφάλειας και της ανθρώπινης ελευθερίας.

 

 

 

 

             

 


 

[1] Για παράδειγμα όσους, κυρίως στον χώρο των λεγόμενων ειδικών, είδαν τις ανακατανομές ισχύος λόγω πτώσης της ΕΣΣΔ ως περίπου ευθύγραμμη πορεία προς τον ποθητό σκοπό των ψευδαισθήσεών τους, που ονομάζεται κοσμοπολίτικη ενοποίηση του πλανήτη, ή ακόμη χειρότερα, ως εξελίξεις που οδηγούν στον ένα ή άλλο αγαθοεργό ηγεμονισμό. Στον κόσμο αυτό θα βασίλευαν αλτρουιστές και μεγαλόψυχοι ηγεμόνες (με συγκλίνοντα συμφέροντα που θα εκδηλώνονταν ως φιλειρηνικές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας) και θα ήταν εφικτό να κυριαρχήσει μια περίπου ιδεατή παγκόσμια σύγκλιση θέσεων και απόψεων. Αρχές της δεκαετίας του 1990, στον τομέα παραγωγής ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένων και εξωπολιτικού-διεθνικού χαρακτήρα «προτάσεων πολιτικής», κάποιοι έγραφαν ότι το επικρατέστερο σενάριο όσον αφορά την εξέλιξη του διεθνούς συστήματος θα ήταν, μεταξύ άλλων, το εξής: κλίμα συναίνεσης στο Συμβούλιο Ασφαλείας για τα περιφερειακά προβλήματα και τις ειρηνευτικές δραστηριότητες, κοινή στρατηγική των μεγάλων δυνάμεων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων των αναπτυσσομένων κρατών με τρόπο που θα συμπεριλάμβανε δίκαιη κατανομή των βαρών μεταξύ των ισχυρών, ενιαία στρατηγική για το περιβάλλον που θα χρηματοδοτείται από τους ισχυρούς συλλογική αντιμετώπιση ζητημάτων όπως η διασπορά των μέσων μαζικής καταστροφής. Έτσι, συμβούλευαν: «το μέλημά μας επομένως θα πρέπει να είναι να πούμε όχι στις σφαίρες επιρροής και όχι στις ζώνες αδιαφορίας και να αντιμετωπίσουμε τον ταραγμένο Νότο του πλανήτη σαν μια περιοχή παγκόσμιας ευθύνης». Βλ. Βερέμης Θ., Κουλουμπής Θ. Ελληνική Εξωτερική Πολιτική, προοπτικές και προβλήματα (Σιδέρης Αθήνα 1994), σ. 63,92-3. Για μια έγκυρη ανάλυση της ιδίας περιόδου που αντικρούει αυτές τις κραυγαλέα λανθασμένες προβλέψεις ερμηνεύοντας τις πραγματικές τάσεις στο μεταψυχροπολεμικό διεθνές σύστημα, βλ. Πλατιάς Αθ., Το νέο διεθνές περιβάλλον (Παπαζήσης Αθήνα 1994). Προστίθεται ότι, δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως η συγκυριακά ισχυρή ηγεμονική δύναμη αφενός ερμήνευε τις «ζώνες ευθύνης» ως περιοχές με «δικαιώματα» διεθνών επεμβάσεων και ίδρυσης ad hoc δικαστηρίων και αφετέρου απαιτούσε από λιγότερο ισχυρά κράτη να συμμετέχουν σε άνομες και καταχρηστικές πράξεις που παραβιάζουν το πνεύμα και το γράμμα του διεθνούς δικαίου. Το αποκορύφωμα ήταν η εισβολή στο Ιράκ το 2003.       

[2] Γενικά όλα τα νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα και θεωρήματα που είτε έβλεπαν το «τέλος της ιστορίας» υπό αμερικανική-φιλελεύθερη ηγεμονία είτε το τέλος της κυριαρχίας και την ανάδυση ενός παγκόσμιου συστήματος διανεμητικής δικαιοσύνης που θα ρυθμιζόταν από το αόρατο χέρι των δυνάμεων της αγοράς. Τα κείμενα ήταν δεκάδες χιλιάδες και είναι αδύνατο ή και επιστημονικά αχρείαστο να μνημονευτούν. Την τιμή των διεθνολογικών αναλύσεων διέσωσε η –ως εκ της φύσεως των επιστημονικών και επιστημολογικών της παραδοχών αλλά και των πνευματικών της καταβολών, η Ρεαλιστική Θεωρία, κύρια γνωρίσματα της οποίας είναι η ισορροπία, η αποτροπή, η εγκράτεια και η διαπραγμάτευση. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι οι πόθοι και οι προσδοκίες των ηγεμονικών δυνάμεων για εύκολη επικυριαρχία αντανακλάστηκαν πλήρως στον ακαδημαϊκό λόγο, κάτι που αποτελεί πλέον αδυσώπητη μαρτυρία για το γεγονός ότι η πολιτική επιστήμη και ιδιαίτερα οι διεθνείς σχέσεις εκτροχιάστηκαν. Ιδιαίτερα στην νομική-διεθνολογική ανάλυση, ευσεβείς πόθοι περί υπερεθνικών ή υπερκρατικών κανονιστικών δομών οδήγησαν σε κωδικοποίηση φράσεων όπως η «διεθνής κοινότητα». Έτσι, α) οι περιστασιακές συγκλίσεις των ηγεμονικών δυνάμεων στο Συμβούλιο Ασφαλείας θεωρήθηκαν ως προοίμιο μιας αυτονόητα αποδεκτής ηγεμονικής διεθνούς διακυβέρνησης, β) η νομική και πολιτική αυθαιρεσία των ad hoc διεθνών δικαστηρίων ως πρόοδος της διεθνούς ποινικής δικαιοσύνης και γ) οι «ειρηνευτικές» επιβολές (για παράδειγμα στο Κοσσυφοπέδιο και στην Κύπρο) που συνοδεύονταν από πρωτοφανή κατάχρηση άνομης βίας ως δήθεν μέθοδος ειρηνικής επίλυσης. Ιδιαίτερα όσον αφορά το τελευταίο, ένα από τα πιο ευδιάκριτα χαρακτηριστικά των διεθνών σχέσεων της μεταψυχροπολεμικής εποχής είναι προϊούσα υπονόμευση του βαθύτερου νοήματος και της αποστολής των διεθνών θεσμών, του διεθνούς δικαίου και των Υψηλών Αρχών που το διέπουν.   

[3] Σε περιόδους ιδεολογικής και γνωστικής και ιδεολογικής σύγχυσης οι υπηρεσίες των ηγεμονικών κρατών χωρίς χρονοτριβή εκμεταλλεύονται στρατηγικά τις περιστάσεις. Όπως έχει αναλυθεί σε εκτενή κεφάλαια πολλών μονογραφιών του υποφαινόμενου την τελευταία δεκαετία, κύριο εργαλείο ήταν τα νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα που –για ακόμη μια φορά– εκτροχίασαν την φιλελεύθερη θεωρία σε εφήμερα διεθνιστικά θεωρήματα εφήμερης αξίας που εξυπηρετούσαν συγκυριακά ηγεμονικά συμφέροντα. Βλ. επίσης, πιο κάτω, αναφορές για την στρατηγική «μαλακής ισχύος» των ΗΠΑ και τον στρατευμένο ρόλο εξωπολιτικών διεθνικών δρώντων.

[4] Συναφής είναι και συχνά διατυπωμένη θέση του Προέδρου ντε Γκολ όταν μιλούσε για την πρώην Σοβιετική Ένωση. Μιλώντας πάντα για το μεγάλο ιστορικό έθνος της Ρωσίας (και αποφεύγοντας να αναφέρει τον όρο «Σοβιετική Ένωση») υποστήριζε ότι τελικά η εθνική πραγματικότητα επισκιάζει όλες τις επίπλαστες και εφήμερης ιστορικής σημασίας πολιτικές κατασκευές που αντιβαίνουν σ’ αυτή την πραγματικότητα.

[5] Καλά κάνουμε να συγκρατήσουμε αυτή την θέση γιατί ο αντι-ηγεμονικός χαρακτήρας του καθεστώτος της κυριαρχίας διαμορφώνει και το βαθύτερο νόημα της έννοιας της συλλογικής ασφάλειας.

[6] Η κυριαρχία δεν είναι ο μόνος παράγοντας κοινωνικής διαμόρφωσης. Οι κοινωνίες, στα ιστορικά τουλάχιστον έθνη, προϋπάρχουν των κρατικών κανονιστικών δομών που τα εκφράζουν. Βλ. Γ. Κοντογιώργης, Έθνος (Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2007) και Γ. Κοντογιώργης, Ελληνικό Κοσμοσύστημα (Εκδόσεις Σιδέρη, Αθήνα 2007). Ιδιομορφία και ταυτόχρονα μειονέκτημα του ευρωπαϊκού κρατικού συστήματος των νέων χρόνων είναι ότι οι νεοτερικές φιλοσοφικές παραδοχές περί εταιρικής πολιτειακής συγκρότησης επηρέασαν την κοινωνική διαμόρφωση με τρόπο που την απομάκρυναν από το κλασικό παράδειγμα Κοινωνίας-Πολιτείας-Πόλης (κοινωνία σχέσεων, συλλογικός κατ’ αλήθειαν βίος, διαρκής αναζήτηση του συλλογικού κατ’ αλήθειαν βίου, συνεχής διαμόρφωση του συλλογικού τρόπου ζωής που είναι συμβατός με ένα κοινωνικά νομιμοποιημένο σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης και ανθρωποκεντρική ανθρωπολογική διαμόρφωση που διασφαλίζει κοινωνικοπολιτική συνοχή και πολιτειακή σταθερότητα – βλ. ανάλυση στις περισσότερες μονογραφίες του φιλοσόφου Χρ. Γιανναρά και στο Κοντογιώργης ό.π.). Εν μέρει τουλάχιστον, αυτό ερμηνεύει τις παλινωδίες του νεοτερικού ευρωπαϊκού κράτους, τις αδιέξοδες λειτουργικές φιλελεύθερες και κομμουνιστικές ακρότητες, τους δύο παγκοσμίους πολέμους και την περιπέτεια της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που άρχισε ως υπερεθνικό-διεθνιστικό εγχείρημα και κατέληξε σε ένα αμιγές διακυβερνητικό σχήμα του οποίου το συνεχώς διογκούμενο δημοκρατικό έλλειμμα αναπτύσσει ένα ολοένα και πιο δεσποτικό υπερκρατικό νομικό χώρο το μέλλον του οποίου είναι δύσκολο να προβλεφτεί. Ακόμη πιο σημαντικό, η μελέτη αυτού του φαινομένου αντί να αναζητήσει τα πραγματικά αίτια των αδιεξόδων και του δημοκρατικού ελλείμματος εστιάζεται στην αναζήτηση ενός εταιρικού δημόσιου χώρου στερούμενου που εξ αντικειμένου και νομοτελειακά θα στερείται κοινωνικών ερεισμάτων εμπεδωμένων σε πάγιες κλασικές δημοκρατικές αρχές.

[7] Πιο κάτω, θα γίνει αναφορά στα εμβληματικά κείμενα του Παναγιώτη Κονδύλη, που αποτελούν διεθνή πρωτοπορία στην σωστή κατανόηση των συνεπειών της πλανητικοποίησης (και όχι της «παγκοσμιοποίησης» που είναι ένας μάλλον ιδεολογικά εμπνευσμένος όρος).

[8] Ο Κονδύλης υπαινίχθηκε ότι η εθνική-κρατική δομή κατά κάποιον τρόπο ξεπεράστηκε γιατί είναι ανήμπορη μπροστά σε αυτή την πλανητικοποίηση των οικονομικών και ενίοτε πολιτικών διαδράσεων. Εν τούτοις, είναι σημαντικό να αναφερθεί, ότι η «λεπτότητα της κρίσης» αυτού του οξυδερκούς αναλυτή, τον προστάτεψε από το να διολισθήσει, όπως πλείστοι άλλοι, σε πιθανολογίες για παγκόσμια εξουσιαστικά συστήματα. Βλ. για παράδειγμα τις διατυπώσεις του που κινούνται στις πιο υψηλές στοχαστικές βαθμίδες στο Από τον 20ο στον 21ο αιώνα (Θεμέλιο, Αθήνα 2000), ιδ. σελ. 135 κ.ε. Το κείμενο αυτό εκτιμώ ότι επαναδιατυπώνει και οικοδομεί πάνω στην εμβληματική μονογραφία Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού (Θεμέλιο, Αθήνα 1991).

[9] Όπως υποστήριξα σε άλλη περίπτωση, η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αποτελεί, ενδεχομένως, την απόλυτη επιβεβαίωση αυτής της θέσης. Αυτό γιατί είναι ένα πράγμα ο πατερναλιστικά διαμορφωμένος διακρατικός δημόσιος χώρος που εξυπηρετεί ή και συγκαλύπτει ιστορικά εφήμερες στρατηγικές σκοπιμότητες των εμπλεκομένων δυνάμεων και άλλο ένας ηθικοκανονιστικά περιεκτικός δημόσιος χώρος που αποτελεί εποικοδόμημα μιας διαμορφωμένης και ανθρωπολογικά συνεκτικής κοινωνίας και που είναι κοινωνικοπολιτικά νομιμοποιημένος. Το μεγαλύτερο ίσως πρόβλημα της λεγόμενης θεωρίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι το γεγονός ότι πολλές αναζητήσεις με επιστημονικές αξιώσεις απελπισμένα εγκλωβίζονται στην αναζήτηση ενός κοινωνικά ανέντακτου εταιρικού υπερεθνικού ή και κοσμοπολίτικου δημόσιου χώρου. Έτσι, οι διακυβερνητικά διαμορφωμένες υπερεθνικές κανονιστικές δομές –διαμόρφωση στην οποία είναι αλήθεια, συνεισφέρουν διεθνικοί ευρωπαϊκοί δρώντες– εκλαμβάνονται ως μια ανεπίστροφη υπερκρατική διακυβέρνηση που ανατρέπει το παράδειγμα της κυριαρχίας-αναρχίας ή δημιουργεί μια μεταλλαγμένη εκδοχή «συναρχίας». Αυτές οι αναλύσεις δεν απαντούν στα επιστημονικά αμείλικτα ερωτήματα που έθεσε ο Hedley Bull ήδη από το 1982, όταν επισήμανε ότι ο θεμελιώδης διακρατικός χαρακτήρας του συστήματος (και τα συμπαρομαρτούντα αίτια πολέμου) είναι άθικτα. Βλ. «Civilian power Europe: A Contradiction in Terms?», Journal of Common Market Studies, no 1 - 2, September – December 1982, ιδ. σ. 163.  

[10] Όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, αυτή η κοσμογονική εξέλιξη συναρτάται ευθέως με την πανθομολογούμενη –και κωδικοποιημένη στους Καταστατικούς Χάρτες των διεθνών θεσμών– απόρριψη του ηγεμονισμού μεταξύ των κοινωνιών. Ο ηγεμονισμός, πλέον, περιορίζεται στην ενδοκρατική ζωή μεταξύ των τάξεων και οι διενέξεις –σ’ αυτό το επίπεδο– αφορούν, σχεδόν αποκλειστικά, διαφορετικές παραδοχές κοινωνικής οργάνωσης, οικονομικής αποτελεσματικότητας και διανεμητικής δικαιοσύνης. Η άσκηση βίας σ’ αυτό το επίπεδο δεν θεωρείται πόλεμος, είναι κανονιστικά οριοθετημένη και κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένη (και για τους μη αναρχικούς κάθε κοινωνίας πολιτικά νομιμοποιημένη). Το γεγονός ότι οι κάθε είδους κοσμοπολίτικες, διεθνιστικές και ηγεμονικές ιδεολογίες δεν κατανόησαν τον θεμελιώδη εσφαλμένο χαρακτήρα των αξιώσεών τους είναι κάτι που λογικά θα απασχολήσει σοβαρά τους ιστορικούς του μέλλοντος. Βασικά, όλες οι διεθνιστικές διεθνολογίες των δύο τελευταίων αιώνων ήταν εκ γενετής θνησιγενείς γιατί αντίβαιναν στην θεμελιώδη και κυρίαρχη εθνική-κρατική διαμόρφωση. Αυτό το γεγονός αποτελεί και το μεγαλύτερο ίσως πρόβλημα σε πολλά διαμερίσματα του συνόλου της νεοτερικής πολιτικής θεωρίας που συχνότατα πάσχει ή κατατείνει απερίφραστα σε εξομοιωτικές παραδοχές με βαθύτατες προεκτάσεις για τις διακρατικές σχέσεις.    

[11] Αυτές οι αξιώσεις για παγκόσμια διακυβέρνηση κατά κανόνα είναι ηγεμονικών καταβολών. Συνυπάρχουν όμως και με πολιτικά ανώμαλες καταστάσεις διανεμητικών συνεπειών όπως οι εξωπολιτικοί διεθνικοί ΜΚΟ, οι εξωπολιτικοί διεθνικοί εγκληματίες όπως οι τρομοκράτες και οι εξωπολιτικοί εν δυνάμει εγκληματίες του οικονομικού τομέα όπως ο χρηματιστής Σόρος που προκαλεί δονήσεις των οικονομικών συστημάτων πολλών κρατών, ακόμη και μεγάλων.

[12] Παγκόσμια θα απαιτούσε μια ανθρωπολογικά συνεκτική (παγκόσμια) κοινωνία και διακρατική μια εταιρική συναντίληψη των κρατών και των κοινωνιών ως προς το τι είναι δίκαιο στις μεταξύ τους διαφορές. Για να κατανοήσουμε τις δυσκολίες μιας τέτοιας προόδου, σημειώνω ότι στην εταιρική διακρατική συναντίληψη δεν πρέπει να συμπεριλαμβάνονται μόνο ζητήματα κυριαρχικών οριοθετήσεων αλλά επίσης, μεταξύ άλλων, και ζητήματα οικονομικής ανάπτυξης, ισορροπίας συναλλαγών (για παράδειγμα σχέση τιμών πρώτων υλών με βιομηχανικά προϊόντα), τα αίτια της φτώχιας στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη και τρόπος αντιμετώπισής τους, τρόποι απαγόρευσης και καταστολής ηγεμονικών συμπεριφορών, κατοχή μέσων μαζικής καταστροφής και τρόποι αντιμετώπισης διεθνικών φαινομένων όπως εξωπολιτικοί χρηματιστές ή τρομοκράτες. Για μια εμβληματική ανάλυση αυτού του ζητήματος βλ. Hedley BullΗ άναρχη κοινωνία (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2004).

[13] Ο Δομικός Ρεαλισμός είναι μια σημαντική και εν εξελίξει προσέγγιση της Ρεαλιστικής Θεωρίας που αναπτύχθηκε από αναλυτές όπως ο Kenneth Waltz.

[14] Βλ. Waltz, International politics (Wisley, 1979), Robert Gilpin, Πόλεμος και Αλλαγή στην διεθνή πολιτική (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2004) και Πλατιάς, Το νέο Διεθνές περιβάλλον, ό.π.

[15] Βλ. το εμβληματικό βιβλίο-σταθμός του Robert Gilpin, Πόλεμος και Αλλαγή ό.π., που επιβεβαιώνει, ακριβώς, ότι όσον αφορά τα αίτια πολέμου, τίποτα απολύτως δεν άλλαξε σε σύγκριση με την  κλασική εποχή και τα αίτια πτώσης του συστήματος Πόλεων.

[16] Συναφώς, η θεώρηση του Γ. Κοντογιώργη, βλ. πιο πάνω, ο οποίος υποστηρίζει ότι το νεοτερικό σύστημα βρίσκεται ακόμη στην πρώιμη ανθρωποκεντρική του ανάπτυξη, ερμηνεύει πολλές από αυτές τις ατέλειες. Αυτή η θεώρηση θα μπορούσε να προεκταθεί στις ερμηνείες των διακρατικών συμπεριφορών, και κυρίως στον τρόπο που γίνεται αντιληπτή η εθνική ανεξαρτησία. Στην πρώιμη φάση του συστήματος Πόλεων το «ιδεώδες της Ανεξαρτησίας» ήταν βαθύτατα εμπεδωμένη και παραδεκτή αρχή ενώ στην σύγχρονη εποχή το αντίστοιχο της εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας είναι κάτι για το οποίο χρειάζεται να διανυθεί ακόμη πολύς δρόμος πριν την εμπέδωσή του ως εδραία κατάκτηση του πολιτικού πολιτισμού των διακρατικών σχέσεων. Αντλώντας από το Κοντογιώργης ό.π., προσθέτω ότι, όσον αφορά τις διακρατικές σχέσεις το κλασικό σύστημα Πόλεων εμπέδωσε αρχές και κριτήρια συμπεριφοράς που οφειλόταν στην ώριμη ανθρωποκεντρική διαμόρφωσή του, στις βαθύτατες κοινωνικοπολιτικές διαμορφώσεις που αυτό προκάλεσε και στα εποικοδομήματα πολιτικού πολιτισμού που αυτό έκτιζε. Στην σύγχρονη εποχή, το εκκρεμές αντίστοιχων συμπεριφορών ταλαντεύεται μεταξύ κατεξουσιαστικών ηγεμονικών αξιώσεων και εξομοιωτικών διεθνιστικών ιδεολογημάτων ή αφελών κοσμοπολίτικων ιδεών που στο σύνολό τους αντιβαίνουν στην ούτως ή άλλως οντολογικά θεμελιωμένη συλλογική ετερότητα των σύγχρονων κοινωνιών (συλλογική ετερότητα που ανεξάρτητα από τον πρώιμο ή ώριμο στάδιο ανάπτυξής της θίγεται από κάθε διεθνιστικές ή κοσμοπολίτικες ιδέες που οδηγούν σε πολιτικό κατεξουσιασμό της υποκείμενης συλλογικής οντότητας – κάτι που εκτιμώ ότι συμβαίνει με όλες ανεξαιρέτως τις αποχρώσεις νεοτερικές διεθνιστικές και κοσμοπολίτικες ιδέες). 

[17] Τα θέματα αυτά αναπτύχθηκαν εκτενέστατα στο Ήφαιστος Π., Κοσμοθεωρητική ετερότητα και αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας (Ποιότητα, Αθήνα 2001). Επίσης, στην μεταγενέστερη μονογραφία, Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (Αθήνα, Ποιότητα 2004). Επιμένοντας σε επισημάνσεις εντός υποσημειώσεων που προηγήθηκαν, προσθέτω ότι το κατά πόσο αυτή η ανομοιομορφία οδηγείται προς ένα κοσμοσύστημα προικισμένο με ώριμες πολιτικές και κοσμοθεωρητικές κατακτήσεις είναι ένα ζήτημα που απαιτεί επιστημονική διερεύνηση απαλλαγμένη από τις συνήθεις –και βεβαρυμμένες με μεγάλα λογικά και επιστημονικά σφάλματα– εταιρικές νεοτερικές θεωρήσεις του κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι. Ο αριθμητικός συσχετισμός των σχετικών θεωρήσεων, πάντως, δεν αφήνει πολλά περιθώρια ευγενών προσδοκιών, στον στοχαστικό τουλάχιστον χώρο.  

[18] Όπως σημειώνει ο Adam Watson, «η δέσμευση των Ελλήνων έναντι της ανεξαρτησίας είναι θρυλική. Ήταν απόλυτα αφοσιωμένοι στο ιδανικό ότι κάθε πόλη-κράτος, δηλαδή κάθε Πολιτεία, θα έπρεπε να διαχειρίζεται τις υποθέσεις της και απεχθάνονταν κάθε είδους επικυριαρχία ή ηγεμονία μιας άλλης πόλης ή μιας ξένης δύναμης. Δεν ανέκυπτε συχνά η ιδέα της ενοποίησης της Ελλάδας σε ένα μόνο κράτος, και όταν προέκυπτε, την αντιμετώπιζαν συνήθως με αποστροφή». Τονίζοντας το γεγονός των ατελειών στο κλασικό σύστημα, ο Watson επισημαίνει, επίσης, ότι «στην πράξη, πολλές ελληνικές πόλεις υποχρεώνονταν να αποδεχτούν κάποιο βαθμό ελέγχου από έναν επικυρίαρχο ή ηγεμονικό σύμμαχο, ιδιαίτερα στις εξωτερικές τους σχέσεις. Και αυτό θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί το μικρότερο από δύο δεινά. Οι ασιατικές ελληνικές πόλεις βρίσκονταν συνήθως σ’ αυτή την θέση όπως και πολλές πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας για μεγάλες χρονικές περιόδους, ενώ οι δυτικές αποικίες σπανιότερα». Συνεχίζει για να υπογραμμίσει ότι παρά αυτές τις ατέλειες,  «οι ελληνικές πόλεις-κράτη βρίσκονταν σίγουρα, όσον αφορά την ιδέα τους περί νομιμοποίησης, αλλά και σε μεγάλο βαθμό στην πράξη, προς το άκρο των πολλαπλών ανεξαρτησιών του φάσματός μας» (Watson, A., Η εξέλιξη της διεθνούς κοινωνίας, Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2005, σελ. 98). Σχετικά βλ. τον προσαρμοσμένο πίνακα πιο κάτω με τίτλο «Εκκρεμές Watson». Ο Victor Ehrenberg, αναφερόμενος στο σύστημα διεθνών θεσμών της κλασικής περιόδου, σημειώνει ότι «το πιο σημαντικό όσον αφορά τη Δελφική Αμφικτιονία ήταν το γεγονός πως δεν είχε πραγματική αρμοδιότητα να προσφύγει κατά ιδιωτών πολιτών στο εσωτερικό των Πόλεων και πως δεν είχε αρμοδιότητες που υπερφαλάγγιζαν τις τοπικές αρχές. (…) Η αυτονομία των κρατών-μελών, επομένως, δύσκολα επηρεαζόταν από την Αμφικτιονία» (The Greek State, Methuen, London, 1969, σελ. 111). Οι ελληνικές πολιτείες ανέπτυξαν σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε «διεθνείς θεσμούς». Αντιλαμβάνονταν τον ρόλο αυτών των θεσμών ως «διακυβερνητικό», δηλαδή ως ένα θεσμικό και πολιτικό σύστημα διακρατικής επικοινωνίας και συνεννόησης που δεν παραβίαζε την κυριαρχία των κρατών-μελών, αλλά αντίθετα την ενίσχυε και την υποβοηθούσε στις διεθνείς συναλλαγές της εποχής. Ο Zagorin σημειώνει ότι «η απώλεια της ανεξαρτησίας μέσω έξωθεν κυριαρχίας ή κατάκτησης ήταν για κάθε πόλη η υπέρτατη καταστροφή και θεωρείτο από τους πολίτες ως υποδούλωση», σελ. 31. Πιο κάτω, επίσης, επισημαίνει ότι «ο φόβος της αύξησης της αθηναϊκής ισχύος, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, είναι η αληθινή αιτία που υποχρέωσε τους Λακεδαιμονίους να πάνε σε πόλεμο ενάντια της Αθήνας. Φόβος της απώλειας της ανεξαρτησίας τους και υποταγής σε άλλους, φιλοδοξία για εξουσία και ιδιοτελές συμφέρον για την διατήρηση της αυτοκρατορίας είναι αυτά που υποχρέωσαν τους Αθηναίους να συνεχίσουν τον πόλεμο και να συντρίψουν τις επαναστάσεις των υποτελών πόλεων», Θουκυδίδης, μια πλήρης εισαγωγή για όλους τους αναγνώστες (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2006) σελ. 269-70.

[19] Ο Γιώργος Κοντογιώργης, στο εμβληματικό του έργο Ελληνικό Κοσμοσύστημα (Εκδόσεις Σιδέρη, Αθήνα 2007), αναπτύσσει πλήρως τον όρο αυτό για να θεμελιώσει τον ιστορικό χαρακτήρα της ελληνικότητας. Στο πλαίσιο αυτό, μεταξύ πολλών άλλων με προεκτάσεις στην συνολική διαμόρφωση του διεθνούς συστήματος, αναλύει και τον βαθύτερο χαρακτήρα του συστήματος Πόλεων της κλασικής εποχής και τα διάφορα στάδια της ανθρωποκεντρικής διαμόρφωσής τους. Οι θεωρήσεις αυτής της ανάλυσης είναι αναγκαίο ανάγνωσμα για όποιον ενδιαφέρεται για τις βαθύτατες κοινωνικοπολιτικές διαφορές του συστήματος Πόλεων με το σύγχρονο-νεοτερικό εθνικό-κρατικό σύστημα. Βασικό επιχείρημα του Γ. Κοντογιώργη, πάντως, είναι ότι ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας του κλασικού συστήματος ήταν πολύ πιο ώριμος και διαμορφωμένος απ’ ότι το σύγχρονο έθνος-κράτος, γεγονός που επηρέαζε τόσο τους ενδο-πολιτειακούς όσο και τους δια-πολιτειακούς θεσμούς.

[20] Μετά την Κοινωνία των Εθνών και το διάδοχο σύστημα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.

[21] Από την άποψη ότι ανεξάρτητα του κατά πόσο τους αναγνωρίζεται η εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία οι κοινωνίες ως συλλογικοί δρώντες αξιώνουν εθνική ανεξαρτησία η οποία όταν κάποια στιγμή κερδηθεί γίνεται το κύριο μέσο συλλογικής ελευθερίας και διεκδίκησης του δικαιώματος μη επέμβασης-εσωτερικής αυτοδιάθεσης.

[22] Από τα συμφραζόμενα της παρούσης ανάλυσης αλλά και άλλων δημοσιευμένων κειμένων του υπογράφοντος γίνεται εύκολα κατανοητό ότι ο όρος «κρατοκεντρισμός» δεν αναφέρεται στην μονοσήμαντη νεοτερική εταιρική αντίληψη. Το έθνος-κράτος είναι εδώ νοηματοδοτημένο ως εξ αντικειμένου κοινωνιοκεντρικά διαμορφωμένο με αναπόδραστη συνέπεια τόσο την ολοένα και πιο ανθρωποκεντρική διαμόρφωσή του και στο ολοένα μεγαλύτερο βάθεμα της κοσμοθεωρητικής, ηθικοκανονιστικής και ιδεολογικής ετερότητάς του. Διαχρονικά, εξάλλου, καταδεικνύεται ότι τα ανθρωπολογικά συστήματα ενός εκάστου κράτους είτε αποκτούν εσωτερική ομοιογένεια και συνοχή είτε κατακερματίζονται για να δημιουργηθούν περισσότερο κράτη που προσαρμόζουν το πολιτειακό εποικοδόμημα στις ιδιότητες του κοινωνικού υπόβαθρου που το στηρίζει. Η κοινωνιοκεντρική αντίληψη του κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι θεωρεί ότι αποτελεί διυποκειμενικά μαρτυρούμενο καθημερινό φαινόμενο –σε βαθμό μάλιστα που καθιστά περιττή την ανάλωση φαιάς ουσίας για την εξέτασή του– ότι ο δημόσιος χώρος συναρτάται με την κοινωνική δομή. Αυτός ο δημόσιος χώρος δεν προσδιορίζεται νομικά με κάποιο εξωπολιτικό ή μεταφυσικό τρόπο αλλά είναι συναρτημένος και άρρηκτα συναρτημένος με τα κοινωνικά δρώμενα της συλλογικής οντότητας ή των συλλογικών οντοτήτων στα οποία αναφέρεται. Υπό αυτό ακριβώς το πρίσμα έχω επανειλημμένα υποστηρίξει ότι η θεωρία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης εξαντλήθηκε αν δεν ενδιατρίψει βάσιμα στο ζήτημα της κοινωνικής ολοκλήρωσης στην Ευρώπη. Είναι ένα πράγμα ο διακρατικά προσδιορισμένος δημόσιος χώρος στην Ευρώπη (για τον οποίο πολλά μπορούν να ειπωθούν και οποίος είναι συναρτημένος με τα αίτια πολέμου που αναπόφευκτα υποβόσκουν στον ευρωπαϊκό χώρο) και άλλο ο εξωπολιτικά ή μεταφυσικά προσδιορισμένος ευρωπαϊκός δημόσιος χώρος. Για τα θέματα αυτά βλ. τις μονογραφίες του υποφαινομένου για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Για τα διλήμματα ασφαλείας βλ. ιδ. το Π. Ήφαιστος, Διπλωματία και Στρατηγική των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2001).

[23] Δοκιμαστικά σημειώνουμε το εξής: Μια λεπτή διάκριση που συνάγεται από το Κοντογιώργης ό.π., είναι ότι ο κρατοκεντρικός χαρακτήρας ενός συστήματος πολιτειών ή αντίστοιχα ενός Κοσμοσυστήματος Πόλεων σχετίζεται με το πρώιμο ή ώριμο στάδιο των ανθρωποκεντρικών πολιτικών κατακτήσεων. Αντίστοιχα, η διαφορά της ιδέας της ανεξαρτησίας στην κλασική εποχή από την εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία του σύγχρονου διεθνούς δικαίου ενδέχεται να συναρτάται με συνολική ανωριμότητα του σύγχρονου διακρατικού συστήματος το οποίο αρθρώνεται δεσποτικά (το καταμαρτυρούν όχι μόνο τα θεσμικά προνόμια των ηγεμονικών κρατών στο Συμβούλιο Ασφαλείας αλλά και η καθημερινή διακρατική πρακτική). Το αποτέλεσμα είναι ότι για τα μη ηγεμονικά κράτη η κυριαρχία ως απόρριψη έξωθεν αξιώσεων –συχνά δικαιολογημένα φοβική και αμυντική– είναι το ύστατο και υπέρτατο μέσο αντιμετώπισης των κατεξουσιαστικών αξιώσεων. Ανάλογα με το πώς εκτιμούνται αυτές οι επισημάνσεις οδηγούμαστε σε διαφορετικές θεωρήσεις για το τι καθιστά πρόοδο πολιτικού πολιτισμού στην διεθνή πολιτική. Μια πιθανή σύγκλιση των κοσμοσυστημικών θεωρήσεων με τις αξιολογικά ελεύθερες Ρεαλιστικές θεωρήσεις είναι η αναγνώριση από τις πρώτες της σημασίας των αιτιών πολέμου που οι δεύτερες, σε αντιπαράθεση με τον ηγεμονικής έμπνευσης φιλελεύθερο ρεαλισμό, ανέπτυξαν, με το να κτίζουν πάνω στο Θουκυδίδειο Παράδειγμα θεωρίες και ερμηνείες, αντιηγεμονικής και αντι-αναθεωρητικής κυρίως υφής. Μια πρώτη επεξεργασία αυτού του ζητήματος βρίσκεται στα κεφάλαια 4-6 του βιβλίου μου Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης … ό.π. 

[24] Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η αντίφαση κατά την διάρκεια της μετα-ψυχροπολεμικής εποχής: Οι ηγεμονικές δυνάμεις κινήθηκαν προς την αντίθετη κατεύθυνση αξιώνοντας μια πιο χαλαρή ερμηνεία (μονομερώς για τους άλλους, μιας και γι’ αυτούς αποκλείεται να ισχύει λόγω δικαιώματος αρνησικυρίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας) της έννοιας της κυριαρχίας και του απαραβίαστου χαρακτήρας της. Ασφαλώς, αφετηρία αυτής της νομικοπολιτικής ανωμαλίας είναι το καθεστώς του ίδιου του Συμβουλίου Ασφαλείας: Αφενός, οι ιδρυτές του ΟΗΕ παραχώρησαν δικαιώματα αρνησικυρίας που αντιβαίνουν στην αρχή της διακρατικής ισοτιμίας και αφετέρου, για ποικίλους λόγους, έκτοτε δεν προσδιορίστηκε επακριβώς πότε «κινδυνεύει η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια» (βλ. πιο κάτω).

[25] Η συλλογική ασφάλεια, τονίζεται ξανά, είναι εκ της φύσεώς της βαθύτατα αντι-ηγεμονικού χαρακτήρα. Αυτή είναι και η αντίφαση, γιατί, όπως αναφέρθηκε μόλις, αναγνωρίστηκε στις ηγεμονικές δυνάμεις μια διακρατική ευχέρεια να βρίσκονται στο απυρόβλητο της ατιμωρησίας (και συχνά της ασυδοσίας) λόγω του δικαιώματος αρνησικυρίας: Αν και συχνά αυτές αποσταθεροποιούν τις διεθνείς σχέσεις όταν συγκρούονται το Συμβούλιο Ασφαλείας δεν μπορεί να αποφασίσει ενέργειες εναντίον τους. Εδώ, βεβαίως, παρεισφρέει μια εγγενής αντίφαση και ίσως ένα ανυπέρβλητο πρόβλημα: α) Όσο περισσότερο ηγεμονική γίνεται η συλλογική ασφάλεια (δηλαδή, εφαρμόζεται εάν και όταν συμφωνούν οι ηγεμονικές δυνάμεις στο Συμβούλιο Ασφαλείας) τόσο πιο αποτελεσματική θα καθίσταται στην επίβλεψη της διεθνούς τάξης. β) Ταυτόχρονα, όμως, αυτό θα την καθιστά ολοένα και λιγότερο «δίκαιη» («δίκαιη» με την έννοια της συμπεφωνημένης τάξης και όχι με όρους «δικαιοσύνης») και γι’ αυτό ολοένα και λιγότερο νομιμοποιημένη και λιγότερο αποτελεσματική λόγω σθεναρής αντίστασης των λιγότερο ισχυρών κρατών σε κάθε αξίωση «ηγεμονικοποίησης» του διεθνούς συστήματος. Έτσι, η συλλογική ασφάλεια είναι παγιδευμένη μεταξύ μιας πιο αποτελεσματικής αλλά ηγεμονικής τάξης και μιας καθόλου ηγεμονικής αλλά αναποτελεσματικής τάξης. Είναι σχεδόν φαιδρό να πιστεύει κάποιος πως υπάρχει εύκολη διέξοδος από αυτή την παγίδα των διεθνών θεσμών αν δεν αντιμετωπιστούν τα αίτια πολέμου. Εν τούτοις είναι πάρα πολλοί που αναμασούν εργολαβικά ιδεολογήματα και θεωρήματα που το υποστηρίζουν. Επιπλέον, όπως στο παρελθόν –αλλά πασιφανώς και στην μεταψυχροπολεμική εποχή όπως αποδείχθηκε στην κρίση του Ιρακ το 2003– η συλλογική ασφάλεια θα καθίσταται ολοένα και πιο επιρρεπής σε αστάθεια λόγω ανακατανομών ισχύος, αλλαγών στην διεθνή ιεραρχία ισχύος και διαδοχικών συγκρούσεων μεταξύ των ηγεμονικών δυνάμεων. Για μια αριστουργηματική και έξοχα θεμελιωμένη ανάλυση του τελευταίου ζητήματος, βλ. Mearsheimer John, Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2007).  

[26] Για παράδειγμα οι περιοδικές συναντήσεις των μεγάλων οικονομικών δυνάμεων, η δημιουργία «λεσχών» όπου «ηγετικά ελιτ» καλλιεργούν εξωπολιτικές διανεμητικές διαδικασίες και εξωπολιτικοί δρώντες όπως ο Χρηματιστής Σόρος, οι οποίοι, όταν δεν λειτουργούν παντελώς κοινωνικοπολιτικά ανεξέλεγκτα και ανορθολογικά, συμπλέουν με ηγεμονικά συμφέροντα που προκαλούν αστάθεια και ανθρώπινες κακουχίες. Βλ. αναφορές για την στρατηγική «μαλακής ισχύος», πιο κάτω.

[27] Δηλαδή, της αξίωσής τους για εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία, μη επέμβαση, εσωτερική αυτοδιάθεση και διακρατική ισοτιμία.

[28] Με ιστορικούς όρους, η συλλογική ασφάλεια αποτελεί είτε θεσμό με την μορφή ενός διακρατικού-διεθνούς οργανισμού, είτε «άτυπη» λειτουργία στο πλαίσιο ενός συστήματος ισορροπίας δυνάμεων στο εσωτερικό του οποίου αναπτύσσονται μηχανισμοί ρύθμισης των ανακατανομών ισχύος και συμφερόντων, κύριο χαρακτηριστικό των οποίων είναι οι ρευστές συμμαχίες. Χαρακτηριστική ιστορική περίπτωση είναι το σύστημα ισορροπίας δυνάμεων που διήρκεσε από τον 16ο αιώνα μέχρι και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Προστίθεται ότι, ευλόγως, το σύγχρονο σύστημα εμπεριέχει τόσο θεσμούς όσο και μηχανισμούς που εντάσσονται στην λογική ενός συστήματος ισορροπίας δυνάμεων. Βλ. παρεμβαλλόμενο πίνακα με τίτλο «γενικές κατηγορίες αλληλένδετων διεθνών συστημάτων».

[29] Χαρακτηριστικό παράδειγμα στην μεταψυχροπολεμική εποχή είναι η ευκολία με την οποία περιφερειακοί οργανισμοί που είναι αμυντικά σύμφωνα ενός συστήματος του οποίου ηγείται μια ηγεμονική δύναμη με συγκεκριμένους κατεξουσιαστικούς στόχους (η άνομη επέμβαση στο Ιράκ το 2003 δεν αποτελεί παρά μόνο μια μαρτυρία αυτού του γεγονότος), επιστρατεύτηκαν από τον ΟΗΕ για να εκπληρώσουν κατεξουσιαστικούς στρατηγικούς σκοπούς των ΗΠΑ στην περίμετρο της Ευρασίας. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός πως η κύρια φωνή αντίδρασης σε αυτές τις νομικοπολιτικές ανωμαλίες ήταν η Ρεαλιστική Θεωρία, πρωτίστως από αμερικανούς ρεαλιστές και ελάχιστους ευρωπαίους διεθνολόγους.

[30] Δηλαδή, που εμπεριέχουν κριτήρια κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένης δικαιοσύνης και που δημιουργούν ένα κοινωνικά ενταγμένο και νομιμοποιημένο δημόσιο χώρο που διαρκώς βαθαίνει και αναπτύσσεται.

[31] Διακρατικά συμπεφωνημένες δικαιακές ρυθμίσεις είναι, για παράδειγμα, οι Συμβάσεις Ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο. Όχι όμως η νομικοπολιτική ανωμαλία των ad hoc «διεθνών» δικαστηρίων ή ακόμη περισσότερο οι άνομες και καταχρηστικές αξιώσεις «διεθνών» επεμβάσεων στο όνομα των … ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

[32] Όταν η εσωτερική τάξη ενός κράτους απειλεί την διεθνή ασφάλεια –πανάρχαιο πρόβλημα που ξαφνικά ανακάλυψαν οι ηγεμονικές δυνάμεις μετά τον Ψυχρό Πόλεμο για να νομιμοποιήσουν κάποιες επιλεκτικές δράσεις διανεμητικού χαρακτήρα που ευνοούσαν τα στρατηγικά τους συμφέροντα–, ανακύπτουν, όντως, δύσκολα και αμφιλεγόμενα ζητήματα που δεν έχουν ακόμη οριοθετηθεί συμπεφωνημένα στο πλαίσιο του ΟΗΕ. Διάφορες ιδέες και απόψεις που καταγράφονται ή ακούονται –ακόμη και από υπαλλήλους του ΟΗΕ ή Επιτροπές του– είναι θνησιγενείς και συχνά ασύμβατες με τον προαναφερθέντα θεμελιώδη χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος. Κυρίως, υπονομεύουν τις Υψηλές Αρχές του διεθνούς δικαίου χωρίς να παράγουν κάποιο νέο σταθερό και μόνιμο διεθνές κανονιστικό σύστημα. Μερικοί νομικοί διεθνολόγοι, ευνοώντας έτσι –ενίοτε για ακατανόητους λόγους και άλλοτε λόγω ολοφάνερων διεθνιστικών ή κοσμοπολίτικων ιδεολογικών προτιμήσεων που στρέφονται κατά της εθνικής ανεξαρτησίας της πατρίδας τους ή και όλων των μελών του διεθνούς συστήματος–, αδιέξοδες και εφήμερες υπερκρατικές πρακτικές ηγεμονικού χαρακτήρα.

[33] Πολιτισμένα είναι τα κράτη τα οποία διαθέτουν πολιτικές δομές και που είναι ανθρωποκεντρικά διαμορφωμένα και οργανωμένα. Είναι προικισμένα με μια ανθρωπολογικά συνεκτική κοινωνία ικανή να δημιουργεί Πολιτικό γεγονός, πολιτικούς θεσμούς και πολιτικές ιεραρχίες. Οι αποφάσεις είναι ταυτόχρονα διανεμητικού και δικαιακού χαρακτήρα και η εφαρμογή τους διασφαλίζεται λόγω ύπαρξης κοινωνικά νομιμοποιημένων κανονιστικών δομών. Το κύριο χαρακτηριστικό μιας πολιτισμένης Πολιτείας είναι το γεγονός ότι ο δημόσιος χώρος δεν είναι αυθαίρετα ή μεταφυσικά προσδιορισμένος. Αν και δεν είναι του παρόντος, αναφέρεται ότι πολλές συζητήσεις για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι αδιέξοδες γιατί δεν γίνεται κατανοητή η ειδοποιός διαφορά μεταξύ του Πολιτικού γεγονότος όπως νοηματοδοτήθηκε στην κλασική εποχή στην φάση της ώριμης ανθρωποκεντρικής ανάπτυξης των Πόλεων (βλ. Κοντογιώργης ό.π.) και του συνόλου σχεδόν των νεοτερικών εταιρικών θεωρήσεων. Έτσι, στην βάση γνωστών νεοτερικών θεωρήσεων νομικίστικου ή παντελώς μεταφυσικού χαρακτήρα υπάρχει σύγχυση μεταξύ του διακρατικού δημόσιου νομικού χώρου (δηλαδή, κανονιστικών δομών που συμφωνούνται υπό το πρίσμα συναίνεσης και ισοτιμίας για να εφαρμοστούν από κοινού σ’ ένα πλαίσιο και πάλι συμπεφωνημένων διακρατικών θεσμών των οποίων η δημιουργία, η λειτουργία, η τροποποίηση ή η κατάργηση εξαρτάται από την θέληση και τα συμφέροντα των μελών) και του κλασικά νοηματοδοτημένου Πολιτικού γεγονότος που αυτοδίκαια εμπεριέχει ένα νομιμοποιημένο δημόσιο χώρο συναρτημένου με ανθρωπολογικά συμβατές δομές. Η μη επαρκής κατανόηση του εύθραυστου ή και επίπλαστου χαρακτήρα του πρώτου είναι συχνά ο λόγος των διαδοχικών κρίσεων και αδιεξόδων αδιεξόδων της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και των εταιρικού-λειτουργικού χαρακτήρα νομικών θεωρήσεων που την θεμελιώνουν. Βλ. Π. Ήφαιστος, Θεωρία διεθνούς και ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2000). Αυτό το γεγονός δεν εμποδίζει τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης να συγκροτούν κοινωνικοπολιτικά και ανθρωπολογικά υπερκρατικά-υπερεθνικά συστήματα διανεμητικού χαρακτήρα. Αν και τρωτό και ευαίσθητο σε εσωτερικές και εξωτερικές αλλαγές, το σύστημα αυτό εκπληρώνει λειτουργικές ανάγκες του αλληλεξαρτημένου ευρωπαϊκού διακρατικού συστήματος και μάλλον θα συνεχίσει να το κάνει ενόσω υπάρχει ισορροπία μεταξύ του θεμελιωδώς κρατοκεντρικού χαρακτήρα του συστήματος και των αξιώσεων υπερκρατικών κανονιστικών δομών που διογκώνουν ένα ήδη υφιστάμενο έλλειμμα λαϊκής κυριαρχίας. Οι δονήσεις λόγω έξωευρωπαϊκών στρατηγικών σεισμών είναι ένα επιπρόσθετο και ίσως μεγαλύτερο πρόβλημα (όπως καταμαρτυρείται τις τελευταίες δεκαετίες κρίσεις κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, την κρίση του 1973, την κρίση της Γερμανικής επανένωσης, τις επεμβάσεις στα Βαλκάνια και την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003). 

[34] Υπενθυμίζεται ότι τόσο το σύστημα ισορροπίας δυνάμεων της κλασικής εποχής όσο και το μετα-Βεστφαλιανό ουσιαστικά καταστράφηκαν όταν οι συγκρούσεις που προκάλεσαν οι αμφισβητήσεις της υπάρχουσας αντι-ηγεμονικής τάξης οδήγησαν στην επικράτηση των (μακεδονικών) αυτοκρατορικών αξιώσεων στην πρώτη περίπτωση και στην ανάδειξη υπερδυνάμεων μετά τον Πρώτο και Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

[35] Για παράδειγμα όταν στα Βαλκάνια συλλαμβάνουν ηγέτες κρατών της περιφέρειας αυτής για να τους δικάσουν, όπως ήδη τονίστηκε, σε στημένα από αυτούς «διεθνή» δικαστήρια, όταν μάλιστα οι ίδιοι απορρίπτουν το διακρατικά συμπεφωνημένο ΔΠΔ και όταν απειλούν ότι θα εισβάλουν σε χώρες οι οποίες θα τολμούσαν να δικάσουν αμερικανούς πολίτες που κατηγορούνται για εγκλήματα πολέμου.

[36] Η παρατήρηση δεν πρέπει να ξενίζει. Η ουσία αυτών των επισημάνσεων είναι ότι αν και από άποψη περιεχομένου τα φαινόμενα αυτά είναι διαφορετικά, τυπικά είναι ομοιόμορφα μιας και ο κοινός τους σκοπός είναι η διάτρηση των συστημάτων διανεμητικής δικαιοσύνης των ανεξαρτήτων εθνών για να προκαλέσουν διεθνείς αλλαγές ανάλογα με την περίπτωση και την συγκυρία στην οποία αναφερόμαστε.

[37] Βλ. Edward H. Carr, Η εικοσαετής κρίση (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2001) ιδ. σ. 124 έ.ε.

[38] Το θέμα αυτό αναλύθηκε εκτενώς στα εμβληματικά αριστουργήματα των Martin Wight, Διεθνής Κοινωνία  (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 1998), Hedley Bull, Άναρχη Κοινωνία (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2002) και Adam Watson, Η εξέλιξη της διεθνούς κοινωνίας (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2006). Επίσης, John Rawls, Η κοινωνία των λαών (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2002)

[39] Το «σύστημα κρατών», σημειώσαμε σε προγενέστερη μονογραφία, είναι ατελές. Το διεθνές σύστημα είναι ατελές και πλήρες αιτιών πολέμου, γεγονός που προκαλεί απόγνωση σε ευκολόπιστους, καλόπιστους και ανυπόμονους που βιαστικά και συνοπτικά ενοχοποιούν το έθνος-κράτος με την ελπίδα πως αποδυναμώνοντάς το θα επιτύχουν την παγκόσμια ειρήνη. Τα διλήμματα στην πλάστιγγα των διεθνολογικών προβλημάτων, όμως, είναι άλλα. Υπάρχουν δύο δίσκοι των οποίων το περιεχόμενο προσφέρεται για γόνιμο και ορθολογιστικό προβληματισμό: Στον ένα δίσκο παρατηρείται κατίσχυση του έθνους-κράτους με όλες του τις ατέλειες: Η κοσμοθεωρητική συγκρότηση στη βάση του έθνους-κράτους (που φέρνει εθνικισμό-αναθεωρητισμό, συνήθως στα ισχυρά-ηγεμονικά και ιδεολογικά ανώριμα κράτη), το ατελές διεθνές δίκαιο, οι ατελείς διεθνείς θεσμοί, οι ατελέσφορες προσπάθειες δημιουργίας συστημάτων συλλογικής ασφάλειας, οι ιστορικές διαφορές, το ογκώδες (και ίσως άλυτο) πρόβλημα της άνισης ανάπτυξης, τα διλήμματα ασφαλείας, οι ανταγωνισμοί, οι εξισορροπήσεις και οι συγκρούσεις. Στον δίσκο μπαίνουν και τα «καλά» του συστήματος: Η δυνατότητα ανεξαρτησίας-αυτονομίας των διακριτών συλλογικών οντοτήτων και κατά συνέπεια η άσκηση του δικαιώματος της εσωτερικής αυτοδιάθεσης, η δυνατότητα οργάνωσης των ανθρωπίνων σχέσεων σε μη δυναστική-αυτοκρατορική βάση όπως συχνά συνέβαινε στο παρελθόν, ο κατ’ αλήθεια βίος και συλλογικός τρόπος ζωής σύμφωνα με τις αξιώσεις κάθε διακριτής συλλογικής οντότητας, η επίτευξη τάξης που αντανακλά τις επικρατούσες αντιλήψεις κοινωνικής δικαιοσύνης και τα οικεία συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης που ενσαρκώνουν αυτές τις αντιλήψεις σε κάθε κράτος. Αν και αμυδρή, υπάρχει και η ελπίδα: Εάν και όταν δεν υπάρχει άνιση ανάπτυξη, δεν υπάρχουν διαφορές, δεν υπάρχει αναθεωρητισμός και εάν γι’ αυτό εύκολα οι αρχές του διεθνούς δικαίου γίνουν κανόνες υιοθετώντας ταυτόχρονα ένα σύστημα συλλογικής ασφάλειας, δυνατό να υπάρξει πλέον «τελεσίδικη» σταθερότητα και ειρήνη υπό συνθήκες εθνικής-κρατικής κοσμοθεωρητικής και κανονιστικής ετερότητας. Στον άλλο δίσκο της πλάστιγγας υπάρχει το παλιό γνωστό επαναστατικό κάλεσμα-αξίωση για παγκόσμια ενότητα που καταργεί την Πόλη-Κράτος. Διαχρονικά, αυτή η προσέγγιση δοκιμάστηκε πολλές φορές αλλά απέτυχε: Πέρσες, Μακεδόνες, Ρωμαίοι, Βυζαντινή αυτοκρατορία, απόπειρα θεοκρατικού ρωμαιοκαθολικού κράτους, η γαλλική επανάσταση και ο Ναπολέων, το «πεπρωμένο του έθνους» της αμερικανικής επανάστασης, η ναζιστική νέα τάξη και έσχατα η κομμουνιστική αταξική κοινωνία. Αυτές οι αξιώσεις αυτοκρατορικής και ή διεθνιστικής ενοποίησης του πλανήτη μπορεί πραγματικά να διέφεραν ως προς το αξιακό περιεχόμενο αλλά ήταν πάντοτε πανομοιότητες όσον αφορά τις μεθόδους κατάργησης της ετερότητας των κοινωνιών που ήθελαν να αφομοιώσουν. Τα αποτελέσματα ήταν επίσης πανομοιότυπα: εκατόμβες. Αν υπήρχε τρόπος να υπάρξει παγκόσμια ενότητα χωρίς να θίγονται οι κατακτήσεις του ανθρώπινου πολιτισμού και χωρίς εκατόμβες η ενοποίηση και η αναγκαία εξομοίωση του πλανήτη, θα ήταν σίγουρα ιδανική λύση: Σε παγκόσμιο επίπεδο, καθ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του έθνους-κράτους, θα υπήρχε επίλυση του προβλήματος της άνισης ανάπτυξης, θα επικρατούσε τάξη και θα κατίσχυε ένα σύστημα οικουμενικής διανεμητικής δικαιοσύνης. Αν και ο καθένας είναι ελεύθερος να προτείνει αξιόπιστες μη ηγεμονικές-μη γενοκτονικές διεθνιστικές μεθόδους εκπλήρωσης ενός τέτοιου κοσμοϊστορικού επιτεύγματος, παραμένει το γεγονός πως όλες οι γνωστές προτάσεις ή ιδέες προσκρούουν στην εθνική-κρατική κοσμοθεωρητική και κανονιστική ετερότητα που ακάθεκτα διευρύνεται και βαθαίνει ολοένα και περισσότερο. Προσκρούει, επίσης, στα ξεχωριστά συστήματα αναδιανεμητικής δικαιοσύνης και κυρίως προσκρούει στην αέναη αξίωση κυριαρχίας-ανεξαρτησία και αυτονομίας των διακριτών συλλογικών οντοτήτων. Η υπέρβαση αυτής της ετερότητας αποτελεί τιτάνιο έργο που ενδεχομένως εξηγεί και το έλλειμμα αξιοπιστίας όλων των γνωστών προτάσεων ως προς το πώς θα καταργηθεί η ετερότητα. Αναμφίβολα, αυτή η αμφίσημη διεθνολογική πλάστιγγα θέτει αδυσώπητα και σκληρά διλήμματα που ερμηνεύουν τους λόγους για τους οποίους καλόπιστοι, ευκολόπιστοι, ανυπόμονοι και συναισθηματικά ευαίσθητοι άνθρωποι συχνά διολισθαίνουν παράλογες εκτιμήσεις και προτάσεις». Βλ. πρόλογο, στο Π. Ήφαιστος, Κοσμοθεωρητική ετερότητα και αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2004).

 

[40] Για σημαντικές θεωρητικές προόδους προς αυτή την κατεύθυνση βλ. ιδ. Bull και Rawls ό.π. Για επεξεργασία των αναλύσεων του Rawls σε αναφορά με την Ρεαλιστική Θεωρία βλ. Π. Ήφαιστος, οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης, ό.π.

[41] Η έννοια της διεθνούς νομιμότητας έχει αναλυθεί και οριστεί σε κείμενο για την ειρηνική επίλυση του κυπριακού στο οποίο ο υπογράφων είναι συν-συγγραφέας. Για το πλήρες κείμενο αυτής της συλλογικής εργασίας προϊόν διεθνούς συνεργασίας ακαδημαϊκών βλ. http://www.ifestos.edu.gr/32.htm.

[42] Verbatim από το «The Richness of the Tradition of Political Realism», in Keohane R. (ed.), Neorealists and its Critics (Columbia Univ. Press, NY, 1986), σ. 304-5.

[43] Ο Ralf Dahrendorf το 1959 ονόμασε αυτές τις ομάδες ως «συγκρουόμενες ομάδες» (conflict groups).

[44] Ο Gilpin, διευκρινίζει στο σημείο αυτό πως σε μερικές περιπτώσεις, η κοινωνική τάξη στην οποία ανήκει κάποιος θα μπορούσε να διαδραματίσει ρόλο στα θέματα αλληλεγγύης.

[45] Ό.π., σ. 305.

[46] Ο Gilpin, σε άλλο σημείο καθώς και σε άλλα έργα του, διερεύνησε εξαντλητικά – γεγονός που τον καθιέρωσε ως ένα από τους σημαντικότερους στοχαστές των διεθνών σχέσεων – τις διαπιστώσεις του Θουκυδίδη για τα αίτια πολέμου στις διακρατικές σχέσεις, ιδιαίτερα την άνιση ανάπτυξη, τα διλήμματα ασφαλείας που αυτή προκαλεί και τον αναδιανεμητικό ρόλο της ισχύος στη διεθνή πολιτική. Βλ. ιδιαίτερα το Giplin Robert, Πόλεμος και Αλλαγή στην διεθνή πολιτική (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2004) και το Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2005).

[47] Ένα τυπικό παράδειγμα είναι οι ηγεμονικοί ανταγωνισμοί για τους ενεργειακούς πόρους μετά τον Δεύτερον Παγκόσμιο Πόλεμο, οι περιφερειακές συγκρούσεις που αυτοί προκάλεσαν και η αδυναμία του ΟΗΕ να διαδραματίσει αποφασιστικό και ουσιαστικό ρόλο.

[48] Η ανάλυση της ενότητας που ακολουθεί αντλεί από το κεφάλαιο 2.1.2 της μονογραφίας Π. Ήφαιστος, Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης … ό.π.

[49] Γιανναράς Χρήστος, Η απανθρωπία του δικαιώματος (Δομός, Αθήνα 1998) σ. 30,31.

[50] Οι γραμμές που ακολουθούν αποτελούν προσαρμογές στο διεθνές των θεωρήσεων του Παναγιώτη Κονδύλη, Ισχύς και απόφαση (Εκδόσεις Στιγμή, 1991), που αναπτύχθηκαν σε άλλες δημοσιεύσεις του γράφοντος.

[51] Η παρατήρηση αυτή υπαινίσσεται μια θεμελιώδη διάσταση μεταξύ των λεγόμενων κοινωνικών επιστημών και της οντολογικής διαμόρφωσης του κόσμου. Ιδιαίτερα εύστοχες και διεισδυτικές είναι η συναφής κριτική του Παναγιώτη Κονδύλη σε πολλά κείμενά του.

[52] Όπως ήδη αναφέρθηκε, στις πρωτότυπες θεμελιώσεις του ο Χρήστος Γιανναράς υποστηρίζει πως η ελευθερία της ύπαρξης είναι αυτό που την κάνει να είναι αδέσμευτη από κάθε σχετικότητα-εξάρτηση και περιορισμό, είναι η ταύτισή της με την ετερότητά της, δηλαδή μια υπαρκτική ταυτότητα μοναδική, ανόμοια και ανεπανάληπτη. Βλ. Γιανναράς Χρήστος, Σχεδίασμα Εισαγωγής στη Φιλοσοφία Ι (Δόμος, Αθήνα 1980), σ. 34.

[53] Σε οποιαδήποτε φάση του ιστορικού γίγνεσθαι και σ’ οποιοδήποτε επίπεδο και αν αναφερόμαστε, οι ηγεμονικές αξιώσεις, αντιβαίνουν στην οντολογικού χαρακτήρα αξίωση ελευθερίας. Ουσιαστικά, εξ ορισμού, είναι το αντίθετο της ελευθερίας, εξ ορισμού είναι ασύμβατες με την Υπαρκτική ετερότητα των κοινωνιών και ασύμβατες με κάθε οντολογικά θεμελιωμένη έννοια ανθρώπινου πολιτισμού. Τονίζεται ξανά πως αυτό είναι και το βαθύτερο νόημα του διεθνούς δικαίου όταν ιστορικά εδραιώθηκαν οι αντιηγεμονικές αρχές περί μη επέμβασης, διακρατικής ισοτιμίας και δικαιώματος της εσωτερικής αυτοδιάθεσης. Δηλαδή οι αρχές που στηρίζουν την αδέσμευτη-ανεξάρτητη από κάθε περιορισμό προσαρμογή της έννοιας της ελευθερίας στον πολιτικό πολιτισμό μιας εκάστης κυρίαρχης κοινωνίας και του τρόπου υπάρξεως-συλλογικού τρόπου ζωής που αυτή αναπτύσσει.

[54] Για παράδειγμα, εάν οι θιγόμενοι το επιθυμούν, οι αποφάσεις να τίθενται υπό την αίρεση απόφασης ενός διευρυμένου Διεθνούς Δικαστηρίου που θα ελέγχει την συμβατότητά τους με τις Υψηλές Αρχές του διεθνούς δικαίου. Σε κάθε περίπτωση, αν ένα τέτοιο δικαστήριο αποδειχθεί εξαρτημένη μεταβλητή ηγεμονικών κατεξουσιαστικών αξιώσεων, τότε η θιγόμενη ανεξάρτητη κοινωνία πρέπει να διατηρεί δικαίωμα αυτοάμυνας. Στην παρούσα ιστορική φάση αυτό το δικαίωμα αυτοάμυνας προκύπτει κάθε φορά που τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας δυνατό να καταλήξουν σε κατεξουσιαστικές αξιώσεις απόρροια εφήμερης σύγκλισης ηγεμονικών συμφερόντων. Αυτό, για παράδειγμα, θα συνέβαινε το 200-4 αν το Συμβούλιο Ασφαλείας παραβίαζε τις Υψηλές Αρχές δικαίου επιδιώκοντας να επιβάλει το σχέδιο Αναν που παραβίαζε κατάφωρα κάθε έννοια δημοκρατίας, λαϊκής κυριαρχίας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διακρατικής τάξης και συνολικά κάθε πτυχή της διεθνούς νομιμότητας.

[55] Αυτό είναι ένα μεγίστης σημασίας ζήτημα γιατί είναι ένα πράγμα ο περιορισμός των μέσων αυτών με τρόπο που οδηγεί σε πλήρη αφοπλισμό όπως προβλέπει η Συνθήκη μη Διασποράς των Πυρηνικών Όπλων και άλλο η κατά παράβαση των Υψηλών Αρχών του διεθνούς δικαίου προσπάθεια καθιέρωσης της αντίληψης ότι ο κόσμος διακρίνεται μεταξύ εχόντων και μη εχόντων (με δικαίωμα μάλιστα των πρώτων να τα χρησιμοποιούν κατά βούληση όπως συστηματικά απειλούν να κάνουν τα τελευταία χρόνια).

[56] Η επισήμανση αυτή είναι καλό να συνεκτιμάται με τα σημαντικά πορίσματα του John Mearsheimer, ό.π.

[57] Αυτά τα ερωτήματα απόρροια μιας πασίδηλης παθολογίας των διεθνών σχέσεων απαιτείται να απαντώνται όχι μόνο από τους διεθνολόγους των πολιτικών όψεων του διεθνούς συστήματος αλλά επίσης και από τους νομικούς διεθνολόγους. Αυτός όμως δεν είναι ο κανόνας αλλά η εξαίρεση. Κανείς δεν έχει παρά να παρατηρήσει την υποστήριξη πολλών νομικών διεθνολόγων στις καταχρηστικές επεμβάσεις της μεταψυχροπολεμικής εποχής. Ίσως η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι η σύγχυση για την διεθνή ποινική δικαιοσύνη (η πιο μεγάλη σύγχυση εκτιμώ ότι διακατέχει πολλούς από τους λεγόμενους ειδικούς αυτού του θέματος). Χαρακτηριστικά, το διακρατικά συμπεφωνημένο ΔΠΔ συγχέεται με ηγεμονικές νομικές αθλιότητες όπως αυτές των ad hoc Δικαστηρίων. Τραγικά, μια πιο προσεκτική παρατήρηση για την δημιουργία και εξέλιξη του ΔΠΔ δείχνει ότι η επιρροή προβληματικών νομικών θεωρήσεων φαίνεται να επηρέασε αρνητικά την κατά τα άλλα εξαιρετικά σημαντική πρόοδο του διακρατικού πολιτισμού για την ανάπτυξη διεθνούς ποινικής δικαιοσύνης μη ηγεμονικού χαρακτήρα (και συμβατού με τις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου).

[58] Βλ. επίσης πιο πάνω τον ορισμό του φιλειρηνικού κράτους και την διάκριση που γίνεται σε σύγκριση με το ηγεμονικό κράτος. Αυτή είναι μια καίριας σημασίας επισήμανση και βρίσκεται στον πυρήνα των προβληματισμών για την ιστορική αποστολή του διεθνούς δικαίου και τις οριοθετήσεις της δράσης των συστημάτων συλλογικής ασφάλειας. Ο σκοπός του διεθνούς δικαίου, δεν πρέπει να είναι αναιρετικός της συλλογικής ανεξαρτησίας-ελευθερίας όπως ρητά προβλέπεται στο άρθρο 2 του Κεφαλαίου Ι του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. Αυτό βασικά συμβαίνει κάθε φορά που το πνεύμα και το γράμμα των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου καταστρατηγούνται από ηγεμονικές εκλογικεύσεις, τις οποίες πολλές νομικές-διεθνολογικές αναλύσεις, όπως ήδη τονίστηκε, με ευκολία στηρίζουν.

[59] Αν και δεν είναι του παρόντος, η πιο κραυγαλέα απόδειξη αυτού του γεγονότος είναι η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που δημιούργησε ένα αυστηρά διακρατικό δημόσιο χώρο χωρίς την παραμικρή ένδειξη πανευρωπαϊκής κοινωνικής ολοκλήρωσης.

[60] Η θέση του υποφαινόμενου σε κείμενα που ήδη αναφέρθηκα είναι ότι οι Υψηλές Αρχές του διεθνούς δικαίου είναι οντολογικά θεμελιωμένες στην ιδέα της συλλογικής ελευθερίας-ανεξαρτησίας και ότι αποτελούν μορφικά πανομοιότυπη κοσμοθεωρητική βάση όλων των κυρίαρχων κοινωνιών.

[61] Ο Χρήστος Γιανναράς, ό.π., 1980 Ι, σ. 40, σημειώνει ότι το δια-χρονικό γεγονός του κοινωνικού βίου, παρά τις εκάστοτε θεσμικές μορφοποιήσεις του, συνιστά μια αδιάκοπη εξέλιξη καινούριων διαμορφώσεων. Τη δυναμική των εξελικτικών διαμορφώσεων του συλλογικού βίου ορίζει ως Ιστορία. Ως πολιτισμό ορίζει τη συλλογική ετερότητα ενός λαού και μιας εποχής. Αυτή η συλλογική ετερότητα είναι προϊόν της δυναμικής των ιστορικών κοινωνικών διαμορφώσεων που διαρκώς ανανεώνονται και που γίνονται φανερές στον χώρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, της γλώσσας, της πολιτικής πράξης κ.λπ. Οι διεθνολόγοι της Ρεαλιστικής Θεωρίας όπως ο Robert Gilpin (ό.π.) λένε το ίδιο πράγμα όταν αξιολογικά αποστασιοποιημένα επισημαίνουν ότι στην ενδοκρατική τάξη οι κάθε είδους αλλαγές είναι εφικτές σε καθημερινή βάση ενώ στις διεθνείς σχέσεις οι αξιώσεις αλλαγής οδηγούν σε αντιπαράθεση και ενίοτε πόλεμο.

[62] Ασφαλώς, υπάρχουν και μη ανεξάρτητες κοινωνίες στο εσωτερικό άλλων κοινωνιών που αυτό ακριβώς κάνουν, σε χαμηλότερες όμως βαθμίδες λόγω κατεξουσιασμού τους από μια υπέρτερη εξουσία. Αυτό το ζήτημα που αφορά μεγάλες και ακόμη αλύτρωτες κοινωνίες όπως οι Κούρδοι ή οι Παλαιστίνιοι, βεβαίως, απαιτείται να διακρίνεται από αξιώσεις καταδυνάστευσης της πλειονότητας μιας κοινωνίας από μειονότητες που ενυπάρχουν σε αυτές. Η ευημερία των τελευταίων είναι η ισότιμη συμμετοχή τους ως άτομα στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι και όχι η διάσπαση της Πολιτείας ή η εγκαθίδρυση μηχανισμών καταστρατήγησης της ελευθερίας (το σχέδιο Αναν για το κυπριακό είναι ενδεικτική αλλά όχι και η μόνη περίπτωση). 

[63] Ελάχιστα περισσότερα μπορούν να ειπωθούν δεδομένης της ιστορικά επαληθεύσιμης παρατήρησης του Edward H. Carr για τις κατεξουσιαστικές λειτουργίες των εκάστοτε διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων ιδεών στην ιστορική διαχρονία. Βλ. Η εικοσαετής κρίση ό.π., ιδ. σ. 124 έ.ε., στο κείμενο αυτό αναφερθήκαμε ήδη πιο πάνω.

[64] Το γεγονός ότι ομολογουμένως τα διεθνιστικά και κοσμοπολίτικα ιδεολογήματα έχουν πολλούς οπαδούς αποτελεί ιστορικό παράδοξο ασύμβατο με την εθνική-κρατική δόμηση της διεθνούς ζωής και την δημιουργία των διεθνών θεσμών συλλογικής ασφάλειας. Αυτός ο μέγιστος πολιτικός παραλογισμός και αυτή η μέγιστη πηγή πολιτικού ανορθολογισμού που προκαλεί ποταμούς εισροών στην διακρατική και ενδοκρατική ζωή, δεν είναι του παρόντος να αναλυθεί εκτενώς. Οι λογικές ερμηνείες των ανθρωπίνων πραγμάτων, πάντως, ποτέ δεν ήταν υπόθεση αριθμητικών πλειοψηφιών.

[65] Βλ. Carr, ό.π., για τον απλουστευτικό φιλελεύθερο παραλογισμό περί αρμονίας συμφερόντων στην διεθνή πολιτική. Πιο πάνω εντός υποσημείωσης υποστήριξα ότι οι Υψηλές Αρχές του διεθνούς δικαίου αποτελούν οντολογικά θεμελιωμένη κοινή κοσμοθεωρητική παραδοχή. Επισημαίνεται όμως ότι αυτή η παραδοχή αφορά την εθνική ανεξαρτησία και όχι κάποια παγκόσμια ενοποίηση.

[66] Επειδή στο διεθνές σύστημα παρεισφρέουν αίτια πολέμου και «τραγικές συγκρούσεις», θα μπορούσαν να γίνουν τρεις παρατηρήσεις για να συσχετιστεί αυτή η θέση με το υπαρκτό διεθνές σύστημα: πρώτον, δεν είναι πάντα σαφές ποιος και πότε υπερασπίζεται την ελευθερία του και ποιος και πότε επιτίθεται ή ποιος αμύνεται. Δεύτερον, δημιουργείται σχεδόν αδιέξοδο όταν για ιστορικούς λόγους –και πιο συχνά ως κατάλοιπο των ηγεμονικών συγκρούσεων– συγκρούονται δύο αξιώσεις ελευθερίας διεκδικώντας τον ίδιο γεωγραφικό χώρο (π.χ. Παλαιστίνιοι και Ισραηλινοί). Τρίτον, μια ακόμη δύσκολη και τραγική περίπτωση σύγκρουσης αξιώσεων ελευθερίας είναι όταν ένα κράτος υπερασπίζεται την πολιτική του κυριαρχία κατά αξιώσεων απόσχισης μεγάλων κοινωνιών (π.χ. η Τουρκία κατά των Κούρδων). Ασφαλώς μόνο πολιτική προπαγάνδα υπέρ ενός άλλου κράτους (με πιθανές προεκτάσεις σε απτά συμφέροντα και δραστηριότητες μυστικών υπηρεσιών) θα μετέτρεπε αυτό τον συλλογισμό σε πολιτική εκλογίκευση πως κάθε μειονότητα (παραδείγματος χάριν, οι Τουρκοκύπριοι ή οι Βάσκοι) που καταπολεμά τη συλλογική ελευθερία της πλειονότητας αξιώνει ελευθερία. Άλλο πράγμα η υπόθεση διασφάλισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μιας μειονότητας και πράγμα η αξίωση ελευθερίας, που δεν μπορεί να συντελεστεί εις βάρος της πλειονότητας μιας κοινωνίας.

[67] Εάν δεν υπήρχαν αίτια πολέμου και ιδιαίτερα αναθεωρητικές αξιώσεις, απόρροια της άνισης ανάπτυξης ο ανταγωνισμός αυτός θα ήταν γόνιμος και επωφελής για την ευημερία όλων των κρατών. Επίσης, το διεθνές δίκαιο θα εφαρμοζόταν χωρίς παρεκκλίσεις.

[68] Για την έννοια του «επαναστατισμού» στις διεθνείς σχέσεις βλ. Martin Wight, ό.π.

[69] Είναι ένα πράγμα η θεώρηση του θέματος της απόσχισης υπό το πρίσμα αυτής της αξιολογικά ουδέτερης και υποχρεωτικά πολυσχιδούς θεώρησης και άλλο υπό το πρίσμα των απλουστευτικών κανονιστικά προσανατολισμένων θεωρημάτων που εξ ορισμού υπηρετούν αναθεωρητικές αξιώσεις. Έτσι, για παράδειγμα, κάποιοι μαθαίνουν σε κακής ποιότητας πανεπιστήμια πρώην ή νυν ηγεμονικών κρατών –πολλά από αυτά έχουν και άμεσες σχέσεις με το διπλωματικοπολιτικό τους περιβάλλον– ότι «όποιοι δεν μπορούν να ζήσουν μαζί πρέπει να χωρίζουν με βελούδινα ή βίαια διαζύγια». Μια τέτοια πιθανή αποβλακωτική διατύπωση «ακατανόμαστων» με πανούργα δεξιοτεχνία παρακάμπτει το διεθνές δίκαιο και ιδιαίτερα το γεγονός πως κυρίως στη φάση της αποαποικιοποίησης ορθότατα οι θεσμοί και το διεθνές δίκαιο προέβλεψαν την αρχή της «μιας ψήφου ενός ατόμου». Το πραγματικό πολιτικό –και ποτέ επιστημονικό– φόντο όμως δεν μπορεί να είναι παρά μόνο οι ανακατανομές συνόρων και πληθυσμών. Έτσι, με την ίδια πανούργα δεξιοτεχνία, κανείς θα μπορούσε να υποστηριχτεί πως οι Τουρκοκύπριοι, που αποτελούν το 18% του πληθυσμού της Κύπρου, είναι πολιτικά ισότιμοι με το 82% και γι’ αυτό «πρέπει» να διαλυθεί η Κυπριακή Δημοκρατία για να εγκαθιδρυθεί μια συνομοσπονδία όλως περιέργως επιβαρυμένη με βάσεις και «εγγυητές», πως οι Σέρβοι πρέπει να δεχτούν την απόσχιση του Κοσόβου … επειδή υπόγεια ηγεμονικά εργαστήρια αποφάνθηκαν πως έφταιξαν, πως όταν μια μειονότητα σε μια περιοχή είναι πάνω από 10% πρέπει να έχει αυτονομία ή και να γίνεται αποδεκτή η απόσχισή της (επειδή κάποιος παρανοϊκός «ακαδημαϊκός» θέλει τον διαμελισμό της πατρίδας του ή γειτονικών κρατών κ.τ.λ. Για τον έκπληκτο αναγνώστη σημειώνεται ότι σε μερικά διεθνολογικά υπανάπτυκτα κράτη αυτές οι διεθνολογικές τσαρλατανιές ενδέχεται να θεωρούνται «διεθνολογικές σπουδές», να είναι αρκετά διαδεδομένες, να προσυπογράφονται από σημαίνουσες προσωπικότητες, να διαδίνονται ευρέως από μέσα μαζικής παραπληροφόρησης σε ενθουσιώδεις βιβλιοκριτικές.

[70] Αυτό βασικά συνέβη στην πρώην Σοβιετική Ένωση, στην πρώην Γιουγκοσλαβία, στην πρώην Τσεχοσλοβακία, αλλά και στο Βέλγιο. Η τελευταία περίπτωση ίσως είναι και η πιο χαρακτηριστική, σ’ ένα κράτος με φιλελεύθερο και σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα δημοκρατικό καθεστώς. Συγκεκριμένα, η επίπλαστη και ευπαθής ισορροπία των κανονιστικών δομών μεταξύ δύο διαφορετικών κοινωνικών οντοτήτων ανατράπηκαν συλλήβδην όταν τις τελευταίες δεκαετίες η Φλαμανδική κοινότητα που παραδοσιακά υστερούσα στον οικονομικό και πολιτικό στίβο απέκτησε το πάνω χέρι σε αμφότερους τους τομείς αξιώνοντας ανάλογες πολιτειακές μεταρρυθμίσεις.

[71] Στην πραγματική ζωή τα φαινόμενα αυτά μπορούν να επεκταθούν πολύ μακρύτερα όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση του προέδρου Ντε Γκολ, που ευρισκόμενος στον Καναδά κατά τη διάρκεια της θητείας του αναφώνησε, «Ζήτω το ανεξάρτητο Γκεμπέκ!», προκαλώντας θύελλα αντιθέσεων και αντιπαραθέσεων.

[72] Για παράδειγμα, ποια αξίωση ήταν λιγότερο αμφιλεγόμενη και λιγότερο ηθικά θεμελιωμένη, η αξίωση των Βιετναμέζων για ανεξαρτησία-κυριαρχία υπό κομουνιστικό καθεστώς ή η αξίωση των Αμερικανών που πολέμησαν εν ονόματι του «ελεύθερου κόσμου»; Με καθαρά διεθνολογικά κριτήρια ο ιστορικός δεν θα έχει δυσκολία να απαντήσει σ’ ένα τέτοιο ερώτημα. Εντούτοις, στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε τον πολύπλοκο χαρακτήρα των διεθνών προβλημάτων και σε αναφορά μ’ ένα σχετικά πρόσφατο ιστορικό γεγονός όπως ο πόλεμος του Βιετνάμ που ενέπλεξε όλη την ανθρωπότητα σε μια σφοδρή σύγκρουση δύο επαναστατικών κοσμοθεωριών και δύο επαναστατικών υπερδυνάμεων, καλό θα ήταν να θυμηθούμε πως οι μισοί περίπου άνθρωποι του πλανήτη πίστευαν ότι οι Αμερικανοί είχαν δίκιο και οι άλλοι μισοί ότι δίκιο είχαν οι Βιετναμέζοι.

[73] Επί δεκαετίες, αν και οι «διαφορές» στο Αιγαίο για την ελληνική πλευρά ήταν ευθύγραμμα ανύπαρκτες παρά μόνο σε αναφορά με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, για τους Τούρκους το ζήτημα τίθεται πολύ διαφορετικά (τόσο από νομικής άποψης όσο και από άποψης πολιτικών συμπαραδηλώσεων). Ενώ λοιπόν ο ιστορικός του μέλλοντος δεν θα έχει πολλές δυσκολίες να αποφανθεί με αντικειμενικό τρόπο ως προς το ποιος είναι επιτιθέμενος και ποιος αμυνόμενος στο Αιγαίο, στο εσωτερικό πολιτικό σύστημα οι συζητήσεις είναι ρευστές και αμφιλεγόμενες. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα, μετά τη γενική ομοφωνία των δεκαετιών του 1970, του 1980 και του 1990 πως βάσει των Συνθηκών η Τουρκία είναι αναθεωρητικό κράτος, η προσχώρηση πολλών ελληνικών απόψεων στον «Άλλο», στις ηγεμονικές δηλαδή αιτιολογήσεις των Τούρκων περί ζωτικού χώρου, στο κατώφλι του 21ου αιώνα, δημιουργεί μια πολύ διαφορετική δυναμική ως προς το πού οριοθετείται η εθνική ανεξαρτησία των δύο χωρών. Η δυναμική αυτή τροφοδοτήθηκε έντονα από ευρέως διαδεδομένες ελληνικές γνώμες πως «στο Αιγαίο η Ελλάδα είναι επεκτατική» και πως «οι Έλληνες της Κύπρου πρέπει να συμμορφωθούν με την αναγκαιότητα των συσχετισμών ισχύος». Τέτοιες γνώμες, ενδεικτικές του γεγονότος πως οι αξιώσεις ελευθερίας αποδυναμώνονται, είναι σύνηθες φαινόμενο στις διακρατικές σχέσεις και εξυπηρετούν ηγεμονικούς-αναθεωρητικούς σκοπούς αλλαγής συνόρων και συμφερόντων. Δείχνουν όμως τους τρόπους με τους οποίους οι αξιώσεις ανεξαρτησίας σχετικοποιούνται όταν εμπλέκονται με τα αίτια πολέμιου. Αίτιο πολέμου και μάλιστα το πιο απεχθές είναι ασφαλώς εκείνες οι γνώμες των υποστηρικτών των ηγεμονικών-αναθεωρητικών κρατών που εκφράζονται σε μια λιγότερο ισχυρή χώρα, οι φορείς των οποίων μάλιστα, αντί να προσχωρούν στη χώρα της οποίας η διεθνοεθνικιστική ιδεολογία ταιριάζει με τις δικές τους, παραμένουν επιδιδόμενοι στο μακάβριο έργο της συρρίκνωσής της.

[74] Αυτό αφορά κυρίως διακρατικές διαφορές στις περιφέρειες, όπου αν και αποτελούν κατάλοιπα προγενέστερων ηγεμονικών συγκρούσεων, σταδιακά καθίστανται αυτόνομες. Ο συχνά τραγικός τους χαρακτήρας, τον οποίο ο Θουκυδίδης δεν παρέλειψε να τονίσει, εντείνεται όταν συμπλέκονται με τις ύστερες ηγεμονικές διενέξεις. Χαρακτηριστικά παραδείγματα στην σύγχρονη εποχή είναι ο ευρύτερος χώρος της Μέσης Ανατολής, το Αφγανιστάν και το κουρδικό.

[75] Όπως υπαινιχθήκαμε πιο πάνω, στον ενδοκρατικό και διακρατικό βίο αυτή η πολιτική μυωπία είναι φυσικό να είναι σκόπιμη για τους πολιτικούς ηγέτες και τις κοινωνίες των εκάστοτε ηγεμονικών δυνάμεων στις κατεξουσιαστικές αξιώσεις των οποίων τα λιγότερο ισχυρά κράτη διαρκώς προβάλλουν τις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου (διακρατική ισοτιμία, μη επέμβαση και εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία). Στις λιγότερο ισχυρές κοινωνίες τις ίδιες στάσεις –συνειδητά ή ανεπίγνωστα, είναι επιστημονικά αδιάφορο– τηρούν οι κάθε λογής ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένοι εγκάθετοι των αναχρονιστικών ηγεμονικών αξιώσεων. Η στρατηγική «μαλακής ισχύος» των πιο ισχυρών κρατών εκτιμώντας ορθά τον εξυπηρετικό ρόλο αυτών των εγκάθετων απόψεων καλλιεργούν ιστοριογραφία και ιδεολογικές πεποιθήσεις που αποδυναμώνουν την δυνητική λεία τους. Για μια εξαιρετικά θεμελιωμένη ανάλυση στον χώρο των δικτυακών δημοσιεύσεων που αναλύει αυτή την πτυχή βλ. Jonathan Mowat, «Ukrainian postmodern coup completes testing of new template», Onlinejournal.com, στην διεύθυνση, http://onlinejournal.com/artman/publish/article_308.shtml. Το κείμενο αυτό παραπέμπει σε πλήθος πρωτογενών θεμελιώσεων και δευτερογενών πηγών των αρχιτεκτόνων της στρατηγικής μαλακής ισχύος.

[76] Βλ. Γ. Κοντογιώργης, Η θεωρία των επαναστάσεων στον Αριστοτέλη (Εκδόσεις Νέα Σύνορα, Αθήνα 1975).

[77] Το ζήτημα αυτό βρίσκεται στον πυρήνα των προβλημάτων που συζητούνται μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Σημειώνεται, κατά πρώτον, ότι εξ αντικειμένου η συζήτηση για το πότε μπορεί να γίνεται επέμβαση είναι πολιτικά και επιστημονικά αδιέξοδη αν τα μέλη του ΟΗΕ δεν προσδιορίσουν επακριβώς το πότε κινδυνεύει η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια. Κατά δεύτερον, ένας τέτοιος προσδιορισμός, για να μην υπονομεύσει τα κεκτημένα του διακρατικού πολιτισμού θα πρέπει να είναι συμβατός την φύση των διακρατικών σχέσεων και της κυριαρχίας. Σημειώνεται, συναφώς, ότι στην κρίση του Ιράκ που οδήγησε στην παράνομη αμερικανική εισβολή, ο Αμερικανός πρόεδρος και ο Βρετανός Πρωθυπουργός σε κοινή δήλωσή τους υπονόησαν εγκατάλειψη του ΟΗΕ και επιλογή ενός άλλου συστήματος συμβατού με τις ηγεμονικές συμπεριφορές τους. Ασφαλώς, αναμενόμενα, δεν ήταν λίγοι, τόσο στο ακαδημαϊκό όσο και στο επιστημονικό επίπεδο (ιδιαίτερα της Ρεαλιστικής Θεωρίας), που τόνισαν ότι τέτοιες αντιλήψεις υπονομεύουν το σύστημα της Βεστφαλίας πάνω στο οποίο στηρίζεται η διεθνής τάξη και τα κεκτημένα του πολιτικού πολιτισμού των διακρατικών σχέσεων. Το ερώτημα γιατί δεν κατανοεί αυτό το γεγονός ένας μεγάλος πληθυσμός νομικών διεθνολόγων που στήριξαν άνομες επεμβάσεις και νομικοπολιτικές ανωμαλίες όπως τα ad hoc διεθνή δικαστήρια, είναι όντως αξιοπερίεργο και ίσως λογικά αναπάντητο.

[78] Οι αναλύσεις που εξετάζουν αυτά τα πραγματικά προβλήματα και όχι κάποια άλλα φανταστικά είναι ομολογουμένως ελάχιστες. Οι πλείστες είναι ούτως ή άλλως απελπιστικά βυθισμένες στον ιδεολογικό όρο «παγκοσμιοποίηση» που εκ προοιμίου αναιρεί κάθε επιστημονική αξίωση. Τα κείμενα του Παναγιώτη Κονδύλη αναμφίβολα αποτελούν στοχαστική παρακαταθήκη γιατί έγκαιρα κατανόησε την διαφορά της πλανητικοποίησης των οικονομικών και άλλων φαινομένων και τον τρόπο που επηρεάζει την διανεμητική δικαιοσύνη –τον τρόπο δηλαδή κατανομής των αγαθών στο εσωτερικό των κυρίαρχων κοινωνικών συνόλων– από την λεγόμενη παγκοσμιοποίηση που αποτελεί ιδεολόγημα. Για μια σύντομη και περιεκτική αποτύπωση των κύριων πτυχών των θεωρήσεων του Κονδύλη υπό αυτό το πρίσμα βλ. Π. Κονδύλης, από τον 20ο στον 21ο αιώνα (Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2000).

[79] Βλ. John Mearsheimer, ό.π., όπου θεμελιώνεται ο εγγενής χαρακτήρας των διαδοχικών ιστορικών συγκρούσεων μεταξύ των ηγεμονικών δυνάμεων.

[80] Η «ευτέλεια» εδώ δεν είναι αξιολογικός όρος αλλά, όπως και άλλες παρόμοιες διατυπώσεις στο παρόν κείμενο, αντικειμενική περιγραφή που συμβολίζει το γεγονός ότι μπροστά στην καθολική αναγκαιότητα διαφύλαξης των οντολογικά θεμελιωμένων κεκτημένων του διακρατικού πολιτισμού η μεν διακρατική πρακτική οπισθοδρόμησε στην βαρβαρική εποχή με επεμβάσεις που εκπλήρωναν μικροεξυπηρετήσεις στιγμιαίων ηγεμονικών συμφερόντων για ανακατανομές και «πλιάτσικο των πλουτοπαραγωγικών πόρων», η δε («κοινωνική») επιστήμη διολίσθησε σε μεγαλόστομα θεωρήματα που, μεταξύ άλλων, θεωρούσαν την νομικοπολιτική ανωμαλία των ad hoc διεθνών δικαστηρίων ως κοσμογονία που φέρνει την παγκόσμια δικαιοσύνη. Όσον αφορά την νομικοπολιτική ανωμαλία των ad hoc διεθνών δικαστηρίων σημειώνω επιπλέον ότι, στο επίπεδο της ακαδημαϊκής ανάλυσης, όχι μόνο γίνεται αντικείμενο εν πολλοίς αχρείαστων διδακτορικών ερευνών αλλά επιπλέον ενθαρρύνονται ευρέως τα θεωρήματα και ιδεολογήματα που εξυπηρετούν άνομες, καταχρηστικές και καταστροφικές για το μέλλον των εμπλεκομένων κοινωνιών ανακατανομές πληθυσμών, συνόρων και άλλων συμφερόντων. Εκτιμώ πως δεν είναι αυτός ο ρόλος της επιστημονικής ανάλυσης, ιδιαίτερα της ακαδημαϊκής και της διεθνολογικής-νομικής. Για τις συμπεριφορές που οδηγούν σε «πλιάτσικο πλουτοπαραγωγικών πόρων» ως εγγενές αίτιο πολέμου βλ. την εμβληματική ανάλυση του Robert Gilpin, Πόλεμος και αλλαγή στην διεθνή πολιτική (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2005). Όπως συμπεραίνει ο σημαντικότερος ίσως διεθνολόγος της μεταπολεμικής περιόδου, «Ο τερματισμός ενός ηγεμονικού πολέμου είναι η απαρχή ενός ακόμη κύκλου μεγέθυνσης-ανάπτυξης, επέκτασης και τελικής παρακμής. Ο νόμος της άνισης ανάπτυξης συνεχίζει να ανακατανέμει την ισχύ υπονομεύοντας έτσι το status quo που εγκαθιδρύθηκε από τον τελευταίο ηγεμονικό αγώνα. Η ανισορροπία αντικαθιστά την ισορροπία και ο κόσμος κινείται προς ένα νέο γύρο ηγεμονικής σύγκρουσης. Πάντα ήταν και πάντα θα είναι έτσι, μέχρις ότου οι άνθρωποι είτε καταστραφούν είτε μάθουν να αναπτύσσουν ένα αποτελεσματικό μηχανισμό ειρηνικής αλλαγής», σελ. 351